Top

Αναζήτηση


Επιθεώρηση Ακινήτων
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
4
Έτος
2024
 
Περισσότερα »

Επιθεώρηση Ακινήτων, 4 (2024)


Μ. Τσιλιγγερίδου, Πρακτικό διαμεσολάβησης του ν. 4640/2019 και αντιρρήσεις κατά της άρνησης προϊσταμένης κτηματολογικού γραφείου να καταχωρήσει αυτό στο Κτηματολόγιο. Aποτελέσματα της καταχώρισης του πρακτικού ως προς τη διόρθωση και οριστικοποίηση των πρώτων...

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο     Επόμενο »

A- A A+    Εκτύπωση   

794Πρακτικό διαμεσολάβησης του ν. 4640/2019 και αντιρρήσεις κατά της άρνησης προϊσταμένης κτηματολογικού γραφείου να καταχωρήσει αυτό στο Κτηματολόγιο. Aποτελέσματα της καταχώρισης του πρακτικού ως προς τη διόρθωση και οριστικοποίηση των πρώτων ανακριβών κτηματολογικών εγγραφών. Με αφορμή τη ΜΠρΘεσ 3863/2024[*]

Μαγδαληνή Τσιλιγγερίδου

Δ.Ν., Δικηγόρος

Ι. Προλεγόμενα

Με την υπ’ αριθ. 3863/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, έγινε δεκτή η αίτηση που είχαν υποβάλει οι αιτούντες ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου, δικάζοντος κατά την εκούσια δικαιοδοσία, κατά της απόφασης της προϊσταμένης του Κτηματολογικού γραφείου, δυνάμει της οποίας αρνήθηκε να προβεί στην καταχώριση πρακτικού διαμεσολάβησης (v.4640/2019) στα οικεία κτηματολογικά φύλλα των επηρεαζόμενων γεωτεμαχίων.

Ειδικότερα, με αγωγή του άρθρου 6 § 2 ν. 2664/1998 και αντικείμενο τη διόρθωση ανακριβών πρώτων κτηματολογικών εγγραφών, την οποία άσκησαν οι αιτούντες σε βάρος των εκεί εναγομένων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ζητούσαν να αναγνωριστούν οι ίδιοι ως συγκύριοι κατά τα εκεί αναφερόμενα ποσοστά συνιδιοκτησίας τους, με βάση τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, επί εδαφικού τμήματος έκτασης 95,13 τ.μ., όπως αυτό περιγράφονταν με ακρίβεια στο συνημμένο στην αγωγή τους τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του συντάκτη αγρονόμου- τοπογράφου μηχανικού, το οποίο (εδαφικό τμήμα) εσφαλμένα περιλήφθηκε κατά το στάδιο της κτηματογράφησης στο όμορο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ […]. Ως εκ τούτου, ζήτησαν την αναγνώριση του εμπραγμάτου δικαιώματός τους και τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής με την αναγκαία προς τούτου χωρική μεταβολή, ήτοι την αποκοπή του επίμαχου αυτού εδαφικού τμήματος από το όμορο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ […] και την προσάρτησή του στο γεωτεμάχιο ιδιοκτησίας τους με ΚΑΕΚ […].

Κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας οι διάδικοι συμφώνησαν την υπαγωγή της ως άνω κτηματολογικής διαφοράς τους σε διαδικασία διαμεσολάβησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4640/2019, διαδικασία άλλωστε υποχρεωτική σύμφωνα με το άρθρο 8 ν. 4821/2021 (ΦΕΚ Α 134/31.07.2021) από 01.04.2022[1], δυνάμει του οποίου υπήχθησαν στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης και οι κτηματολογικές διαφορές και ανεξαρτήτως της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, και όρισαν από κοινού ως κτηματολογική διαμεσολαβήτρια την Ε.Χ., η οποία αποδέχθηκε τον διορισμό της. Η διαδικασία διαμεσολάβησης ολοκληρώθηκε επιτυχώς και οι διάδικοι κατήρτισαν το από 17.01.2023 πρακτικό διαμεσολάβησης ενώπιον της ως άνω κτηματολογικής διαμεσολαβήτριας, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου και έλαβε αριθμό κατάθεσης […]. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του ως άνω πρακτικού διαμεσολάβησης, οι εναγόμενοι αναγνώρισαν την κτήση δικαιώματος κυριότητας επί του επίμαχου εδαφικού τμήματος 795στο πρόσωπο των εναγόντων και νυν αιτούντων επί της σχολιαζόμενης απόφασης, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας.

Κατόπιν των ανωτέρω, οι αιτούντες υπέβαλαν αίτηση στο κτηματολογικό γραφείο, προκειμένου να καταχωρισθεί το ως άνω πρακτικό διαμεσολάβησης στα οικεία κτηματολογικά φύλλα των επηρεαζόμενων γεωτεμαχίων, συνυποβάλλοντας όλα τα απαραίτητα έγγραφα, κατ’ άρθρο 14 ν. 2664/1998[2]. Η προϊσταμένη του ως άνω κτηματολογικού γραφείου με την υπ’ αριθμ. πρωτ. […] απόφασή της αρνήθηκε την αιτηθείσα καταχώριση του παραπάνω πρακτικού διαμεσολάβησης και τη δυνάμει αυτού διόρθωση της εσφαλμένης αρχικής κτηματολογικής εγγραφής, με την αιτιολογία ότι: α) δεν συμπληρωνόταν ο αναγκαίος κατά νόμο χρόνος της εικοσαετούς χρησιδεσπόζουσας νομής στο πρόσωπο των αιτούντων (έλεγχος επί της ουσιαστικής ορθότητας της συμφωνίας για την επίλυση της διαφοράς) και β) σε κάθε περίπτωση, εφόσον γινόταν δεκτή η κτήση κυριότητας από αυτούς (τους αιτούντες), τότε η αποκοπή του επίδικου εδαφικού τμήματος από το όμορο επηρεαζόμενο γεωτεμάχιο και η προσάρτησή του στο γεωτεμάχιο των αιτούντων, θα συνεπάγονταν τη δημιουργία μη άρτιου οικοπέδου (έλεγχος που αφορούσε την αντίθεση στον νόμο της συμφωνίας επίλυσης της διαφοράς).

Στο πλαίσιο της παραπάνω διαφοράς, η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση έκανε δεκτό ότι η άρνηση της προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου δεν είναι νόμιμη. Ειδικότερα, κατά το πρώτο σκέλος της απορριπτικής αιτιολογίας που αφορούσε τη μη συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου της έκτακτης χρησικτησίας στο πρόσωπο των εναγόντων και ήδη αιτούντων, η σχολιαζόμενη απόφαση έκρινε ότι η προϊσταμένη του κτηματολογικού γραφείου προέβη σε ανεπίτρεπτο έλεγχο της ουσιαστικής ορθότητας της συμφωνίας επίλυσης της διαφοράς, που περιέχεται στο πρακτικό διαμεσολάβησης, μολονότι, όπως κάνει δεκτό η σχολιαζόμενη απόφαση, δεν είχε κατά νόμο τέτοια εξουσία στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας της εγγραπτέας πράξης κατ’ άρθρο 16 § 1 ν. 2664/1998.

Ως προς το δεύτερο σκέλος της απορριπτικής αιτιολογίας, η σχολιαζόμενη απόφαση έκανε δεκτό ότι, αν και η προϊσταμένη του κτηματολογικού γραφείου είχε κατά νόμο την εξουσία να ελέγξει τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων για την επέλευση της επιδιωκόμενης με την αίτηση καταχώρισης εγγραπτέας πράξης μεταβολής, ωστόσο έσφαλε κατά την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, καθότι η δια χρησικτησίας κατάτμηση οικοπεδικού κλήρου και η εντεύθεν δημιουργία μη άρτιου οικοπέδου, δεν καταλαμβάνεται από την απαγόρευση του νόμου που ρυθμίζει την περίπτωση της κατάτμησης και της δημιουργίας μη άρτιου οικοπέδου δια δικαιοπραξίας (άρθρο 6 § 1 ν. 651/1977).

796Επομένως, κρίθηκε ότι η αίτηση έπρεπε να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, ώστε να αρθεί η εκκρεμότητα που δημιουργήθηκε από την έκδοση της απορριπτικής πράξης της προϊσταμένης του κτηματολογικού γραφείου και να διαταχθεί η καταχώριση του ως άνω πρακτικού διαμεσολάβησης στα οικεία κτηματολογικά φύλλα.

Με αφορμή τις παραδοχές της παραπάνω απόφασης επανέρχεται προς διερεύνηση το ερώτημα: Ποια θα πρέπει να είναι η έκταση του ελέγχου νομιμότητας (άρθρο 16 ν. 2664/1998) που ασκεί ο προϊστάμενος του κτηματολογικού γραφείου, όταν η προς καταχώριση πράξη είναι πρακτικό διαμεσολάβησης του ν. 4640/2019;

Προτού απαντηθεί το ως άνω ερώτημα, κρίνεται σκόπιμο να εξεταστούν κάποια προηγουμένως επιμέρους ζητήματα και κυρίως, α) το ζήτημα της αξιολόγησης του πρακτικού διαμεσολάβησης ν. 4640/2019 εξ επόψεως ουσιαστικών και δικονομικών συνεπειών, εν συγκρίσει αφενός με τα υπόλοιπα πρακτικά εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, αλλά και ειδικότερα το πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού κατά το άρθρο 293 ΚΠολΔ και αφετέρου σε σχέση με τη δικαστική απόφαση, β) το ζήτημα του συμβολαιογραφικού τύπου τον οποίο δεν αναπληρώνει το Πρακτικό Διαμεσολάβησης ν. 4640/2019 και άρα τυγχάνει εκτός ρυθμιστικού βεληνεκούς της ΚΠολΔ 293 και εν κατακλείδι, γ) η δυνατότητα του πρακτικού διαμεσολάβησης ν. 4640/2019[3] να διορθώσει κατά το άρθρο 17 ν. 2664/1998 και να οδηγήσει στην οριστικοποίηση της πρώτης κτηματολογικής εγγραφής κατά το άρθρο 7 ν. 2664/1998.

ΙΙ. Η φύση του δικαστικού συμβιβασμού

Ο δικαστικός συμβιβασμός αποτελεί σύμβαση και ως σύμβαση ενδέχεται να βαρύνεται με ελαττώματα, που έχουν ως αποτέλεσμα την ακυρότητά του ή οδηγούν σε ακύρωσή του. Αν τεθεί ως βάση η κρατούσα αντίληψη των δύο φύσεων, που συνενώνονται σ’ ένα αρραγές και ενιαίο όλο, τότε ο δικαστικός συμβιβασμός ευαισθητοποιείται αμφίπλευρα, τόσο από ελαττώματα της δικονομικής του πλευράς όσο και από ελαττώματα της ουσιαστικής[4]. Ως προς τις δικονομικές ελλείψεις (λ.χ. έλλειψη ικανότητας εκπροσωπήσεως των συμβαλλομένων, έλλειψη τύπου κ.λπ.) δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επιφέρουν την ακυρότητα του δικαστικού συμβιβασμού ως διαδικαστικής πράξεως, δεν επέρχεται συνεπώς κατάργηση της δίκης. Ωστόσο δεν αποκλείεται ο άκυρος κατά τα ανωτέρω δικαστικός συμβιβασμός να φέρει τα στοιχεία του κατ’ άρθρο 871 ΑΚ συμβιβασμού και να διασωθεί έτσι ως συμβιβασμός του αστικού δικαίου. Αλλά και τα ουσιαστικά ελαττώματα του δικαστικού συμβιβασμού (π.χ. ασυμφωνία σε ουσιώδη σημεία, έλλειψη εξουσίας διαθέσεως, έλλειψη άδειας για τη σύναψή του, εμφιλοχώρηση πλάνης, απάτης, απειλής, εικονικότητα, αντίθεση στον νόμο ή στα χρηστά ήθη, αισχροκέρδεια κ.λπ.) παρασύρουν και αχρηστεύουν ολόκληρο τον δικαστικό συμβιβασμό[5], ο οποίος δεν παράγει 797πλέον κανένα ουσιαστικό ή δικονομικό αποτέλεσμα και είναι άκυρος[6].

Κατά κρατούσα άποψη, συνεπώς, ο δικαστικός συμβιβασμός αποτελεί διφυή πράξη, ήτοι σύμβαση ουσιαστικού δίκαιου και διαδικαστική πράξη[7], η οποία δεσμεύει τους διαδίκους ωσότου ακυρωθεί ή ανατραπεί με νεότερη συμφωνία τους[8]. Ρυθμίζεται σωρευτικά από το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο[9], αν όμως ο συμβιβασμός εκτός από την επίλυση της επίδικης διαφοράς περιλαμβάνει και δηλώσεις με τις οποίες οι διάδικοι αναλαμβάνουν νέες υποχρεώσεις, το τμήμα που τις περιέχει συνιστά σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου[10].

ΙΙΙ. Οι ενέργειες του δικαστικού συμβιβασμού σε ουσιαστικό και δικονομικό επίπεδο

Αναλυτικότερα, υποστηρίζεται από τη θεωρία[11] ότι ο δικαστικός συμβιβασμός επιφέρει τόσο δικονομικές όσο και ουσιαστικές έννομες συνέπειες. Η πιο χαρακτηριστική δικονομική ενέργεια του δικαστικού συμβιβασμού, η οποία αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά από τον συμβιβασμό, που καταρτίζεται έξω από το πλαίσιο της εκκρεμούς δίκης ή στο πλαίσιο μεν της εκκρεμούς δίκης αλλά χωρίς τις διατυπώσεις του άρθρου 293 ΚΠολΔ, είναι η αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης. Το εν λόγω άρθρο στην πρώτη παράγραφο, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/1.1.2016), ορίζει ότι « Οι διάδικοι μπορούν σε κάθε στάση της δίκης να συμβιβάζονται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Ο συμβιβασμός γίνεται με δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου ή του εισηγητή δικαστή ή συμβολαιογράφου και επιφέρει αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης. Ο συμβιβασμός αυτός, καθώς και εκείνος που περιέχεται στα πρακτικά των παραγράφων 3 του άρθρου 214Α και 5 του άρθρου 214Β, καλύπτει τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, που προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τίτλος προς εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης», ενώ στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Συμβιβασμός που έγινε με άλλο τρόπο δεν επιφέρει κατάργηση της δίκης και κρίνεται κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου».

Επομένως, με τη σύναψη του δικαστικού συμβιβασμού παύει αμέσως η εκκρεμοδικία και εξαφανίζονται για το μέλλον οι ουσιαστικές και δικονομικές συνέπειες της ασκήσεως της αγωγής. Δικαστική απόφαση δεν εκδίδεται πλέον. Ο δικαστικός συμβιβασμός φαίνεται να συγγενεύει στενά με τη δικαστική απόφαση, καθώς επιφέρει τον άμεσο τερματισμό της δίκης. Δεν αποτελεί όμως ο δικαστικός συμβιβασμός υποκατάστατο της δικαστικής αποφάσεως, δεν οπλίζεται με τελεσιδικία και δεδικασμένο και δεν εμποδίζει τη συζήτηση νέας αγωγής, για το συμβιβασθέν δικαίωμα[12]. Ανάλογα δικονομικά αποτελέσματα παράγονται και μετά την κατάθεση των σχετικών πρακτικών και την επικύρωσή τους στην περίπτωση της λεγόμενης εξώδικης επιλύσεως της διαφοράς (214 Α §3) και της δικαστικής μεσολαβήσεως (214 Β§ 5).

Ανέκυψε επιπλέον το ζήτημα, αν, εκτός από τον τύπο που προβλέπει το άρθρο 293 ΚΠολΔ για τον δικαστικό συμβιβασμό, θα πρέπει να τηρηθεί και ο τύπος αυτός που προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο. Τέμνοντας τις σχετικές αμφισβητήσεις, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου[13] αποφάνθηκε ότι η δήλωση δικαστικού συμβιβασμού, που καταχωρίζεται στα πρακτικά του δικαστηρίου, εναλλάσσεται ισοδυνάμως με τον τύπο συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποκαθιστά έτσι τον τύπο, τον οποίο προβλέπει το ουσιαστικό δίκαιο για την έγκυρη κατάρτιση της δικαιοπραξίας[14]. Συγκεκριμένα, έγινε δεκτό ότι, όταν για την 798επίλυση της ενώπιον του δικαστηρίου εκκρεμούς διενέξεως, τα διάδικα μέρη κατέληξαν σε δικαστικό συμβιβασμό, στον οποίο έχει περιληφθεί δήλωση που έχει αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, για το κύρος της οποίας απαιτείται κατά το άρθρο 369 ΑΚ (και 166 ΑΚ όταν πρόκειται για προσύμφωνο), η τήρηση του συμβολαιογραφικού τύπου (συμβολαιογραφικό έγγραφο), ο τύπος αυτός καλύπτεται πλήρως από την κατά το άρθρο 293 § 1 ΚΠολΔ τουλάχιστον εξίσου πανηγυρική δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου ή του εντεταλμένου δικαστή.

Με το ν. 3994/2011 έγινε προσθήκη στο άρθρο 293 § 1 νέου εδαφίου (γ΄) και όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 ν. 4055/2012, (ΦΕΚ Α 51/12.3.2012) και τροποποιήθηκε από το δεύτερο άρθρο του ν. 4335/2015, σύμφωνα με το οποίο ο δικαστικός συμβιβασμός που περιλήφθηκε στα πρακτικά του δικαστηρίου υποκαθιστά τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, που προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τίτλος προς εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης και ανάλογη ρύθμιση, προβλέφθηκε και για τον συμβιβασμό, που περιέχεται στα πρακτικά της λεγόμενης εξώδικης επιλύσεως των διαφορών (214Α §3) και της δικαστικής μεσολαβήσεως (214Β §5).

Εκτός από τις ανωτέρω βασικές έννομες συνέπειες, ο δικαστικός συμβιβασμός συνεπάγεται και ορισμένες άλλες δευτερεύουσες και αντανακλαστικές έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, καθώς δεν εξομοιώνεται με δικαστική απόφαση, έπεται ότι δεν αναπτύσσει τη λεγόμενη ενέργεια της παρεμβάσεως (84), δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα, αλλά ούτε και με τριτανακοπή, δεν υπόκειται σε διόρθωση ή ερμηνεία (315 επ. ΚΠολΔ) ούτε και σε μεταρρύθμιση (334 ΚΠολΔ)[15]. Μπορεί, ωστόσο, να προσβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 583 ΚΠολΔ[16].

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρήσουμε (σε απάντηση του β. ερωτήματος) ότι δεν προβλέπεται η ανάλογη υποκατάσταση του τύπου του συμβολαιογραφικού εγγράφου από τα πρακτικά διαμεσολάβησης, που καταρτίζονται στο πλαίσιο της διαμεσολαβήσεως του ν. 4640/2019 (214 Γ ΚΠολΔ), όπως αντιστοίχως δεν προβλεπόταν κάτι αντίστοιχο το πλαίσιο της διαμεσολαβήσεως του ν. 4512/2018[17], που καταργήθηκε δυνάμει του ν. 4640/2019. Ο ανωτέρω νόμος 4512/2018 απαιτούσε σε κάθε περίπτωση την περιβολή του συμβολαιογραφικού τύπου της περιεχόμενης στα σχετικά πρακτικά συμφωνίας (άρθρο 184 § 5 ν. 4512/2018). Την ίδια επακριβώς απαίτηση επαναλαμβάνει και ο ν. 4640/2019 όπου στο άρθρο 8 §4 ορίζεται ότι «Αν η συμφωνία που περιέχεται στο πρακτικό διαμεσολάβησης περιλαμβάνει και διατάξεις που αφορούν δικαιοπραξίες, οι οποίες υπόκεινται εκ του νόμου σε συμβολαιογραφικό τύπο, οι δικαιοπραξίες αυτές πρέπει να περιβληθούν τον συμβολαιογραφικό τύπο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις που διέπουν τη σύνταξη τέτοιων συμβολαιογραφικών εγγράφων και τη μεταγραφή τους».

Το άρθρο 8 § 4 ν. 4640/2019 απαιτεί σε κάθε περίπτωση να περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο η περιεχόμενη στα σχετικά πρακτικά διαμεσολάβησης συμφωνία, η οποία περιλαμβάνει και διατάξεις που αφορούν δικαιοπραξίες, οι οποίες υπόκεινται εκ του νόμου σε συμβολαιογραφικό τύπο, και, επί της ουσίας, το πρακτικό διαμεσολάβησης και η περιεχόμενη σε αυτό συμφωνία τελούν υπό την αναβλητική αίρεση της κατάρτισης του συμβολαιογραφικού εγγράφου[18]. Σε κάθε περίπτωση, στο άρθρο 293 § 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ δεν γίνεται ρητή αναφορά στο πρακτικό διαμεσολάβησης, που συνάπτεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 214Γ ΚΠολΔ, το οποίο πλέον παραπέμπει στο ν. 4640/2019. Συνεπώς, το πρακτικό διαμεσολάβησης του ν. 4640/2019, με το οποίο επιλύεται διαφορά που αφορά σε ακίνητο κατά τρόπο ώστε να συνιστάται, αλλοιώνεται, μετατίθεται ή καταργείται εμπράγματο δικαίωμα, δεν αναπληρώνει πλήρως τον συμβολαιογραφικό τύπο, που προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 293 § 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ.

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, επειδή στην προκειμένη περίπτωση αντικείμενο της σχετικής δίκης ήταν η αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας των εναγόντων με τίτλο κτήσης έκτακτη χρησικτησία, τότε στην περίπτωση αυτή, δεν θα απαιτούνταν να 799αποτυπωθούν οι δηλώσεις των διαδίκων σε συμβολαιογραφικό έγγραφο, όπως ορθώς γίνεται δεκτό από τη σχολιαζόμενη απόφαση, δεδομένου ότι τόσο η δικαστική απόφαση όσο και το πρακτικό συμβιβασμού, δυνάμει των οποίων αναγνωρίζεται η κυριότητα με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, έχουν αποδεικτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα[19], δεν αποτελούν τίτλους κυριότητας[20] και δεν συνιστάται, αλλοιώνεται, μετατίθεται ή καταργείται εμπράγματο δικαίωμα.

ΙV. Η έκταση του ελέγχου νομιμότητας του προϊστάμενου του κτηματολογικού γραφείου όταν η προς καταχώριση πράξη είναι πρακτικό διαμεσολάβησης

Περαιτέρω, σε ότι αφορά την έκταση του ελέγχου νομιμότητας που ασκούν οι προϊστάμενοι των κτηματολογικών γραφείων, γίνεται δεκτό από τη νομολογία ότι στην περίπτωση κατά την οποία η προς καταχώριση πράξη είναι δικαστική απόφαση ή το κατ` άρθρο 214Α ΚΠολΔ[21], εξομοιούμενο με αυτήν ως προς τα αποτελέσματά της, πρακτικό εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς, τότε ο ως άνω έλεγχος νομιμότητας δεν δύναται να επεκταθεί σε έλεγχο του νόμω και ουσία βάσιμου της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω προς καταχώριση πράξη (δικαστική απόφαση ή πρακτικό συμβιβασμού) και πολύ περισσότερο της ορθότητας νομικής και ουσιαστικής της ίδιας αυτής της πράξης[22], θέση που υιοθετεί στη μείζονα πρότασή της και η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση. Ωστόσο, αμέσως παρακάτω στην ελάσσονά της αποδέχεται τη δυνατότητα του προϊσταμένου του κτηματολογικού γραφείου να ελέγξει αν η προς καταχώριση πράξη έχει τις νόμιμες προϋποθέσεις να επιφέρει την αιτούμενη μεταβολή.

Παρατηρείται γενικώς ότι η νομολογία, παρά τις θέσεις της θεωρίας ότι ο δικαστικός συμβιβασμός δεν μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο της δικαστικής απόφασης[23], εξακολουθητικά τον εξομοιώνει με δικαστική απόφαση, εφαρμόζοντας ό,τι ισχύει επί του ελέγχου νομιμότητας των δικαστικών αποφάσεων και στα πρακτικά συμβιβασμού[24]. Ωστόσο, αν και σε ότι αφορά τις δικαστικές αποφάσεις η παραπάνω θέση γίνεται σχεδόν ομοφώνως δεκτή και ορθώς, θα πρέπει να σταθμιστεί και να αξιολογηθεί καταλλήλως αν θα πρέπει να ισχύσει το ίδιο και για τα πρακτικά συμβιβασμού. Πρόκειται ειδικότερα για αξιολογικά ανόμοιες περιπτώσεις και, ως εκ τούτου, οι ως άνω θέσεις της νομολογίας θα πρέπει να αντιμετωπίζονται επιφυλακτικά και πάντοτε αναλόγως των περιστάσεων.

Ειδικότερα, ο δικαστικός συμβιβασμός αποτελεί σύμβαση[25] που επικυρώνεται μετά από έλεγχο μεν από τον δικαστή, χωρίς να εισέρχεται στην ουσία της διαφοράς, άλλωστε κάτι τέτοιο δεν επιβάλλεται από το νόμο[26] και δεν 800μπορεί να εξομοιωθεί με τη δικαστική απόφαση, όπου, κατόπιν ενεργοποίησης του δικαιοδοτικού μηχανισμού, εκφέρεται δικαστική κρίση που τέμνει υφιστάμενη διαφορά μεταξύ αντιδικούντων προσώπων, υπόκειται στον έλεγχο της ορθότητάς της δια των ενδίκων μέσων και εξοπλίζεται με δεδικασμένο, το οποίο συνιστά αμάχητο τεκμήριο εννόμων σχέσεων[27]. Στο πλαίσιο αυτό, η θέση αυτή της νομολογίας θα έπρεπε να επανεξεταστεί σε ό,τι αφορά την έκταση του ελέγχου νομιμότητας του προϊσταμένου του κτηματολογικού γραφείου κατά την καταχώριση δικαστικού συμβιβασμού, που δεν μπορεί να εξομοιωθεί με δικαστική απόφαση, ενώ και το γεγονός ότι δια του δικαστικού συμβιβασμού επέρχεται κατάργηση της δίκης ή ότι μπορεί να κηρυχθεί τίτλος εκτελεστός, σε καμία περίπτωση δεν του προσδίδουν τη φύση της δικαστικής απόφασης, με την οποία, αν και συγγενεύει, δεν μπορεί να υποκαταστήσει.

Ιδίως σε ότι αφορά τα πρακτικά διαμεσολάβησης ν. 4640/2019[28] για τα οποία ο νόμος απαιτεί, σε αντίθεση με τα λοιπά πρακτικά, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, την τήρηση επιπροσθέτως του συμβολαιογραφικού τύπου (άρθρο 8 § 4 ν 4640/2019)[29], στην θεωρία δεν μπορεί με ασφάλεια να υποστηριχτεί ότι το πρακτικό διαμεσολάβησης του ν. 4640/2019 θα έχει ως προς τον διενεργούμενο έλεγχο νομιμότητας την ίδια αντιμετώπιση με το πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού ή το πρακτικό του 214Α ΚΠολΔ, τα οποία αντιμετωπίστηκαν νομολογιακά, όπως και οι δικαστικές αποφάσεις[30], άλλωστε δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι το πρακτικό του 214Α ΚΠολΔ επικυρώνεται μετά από έλεγχο (τυπικό μεν) από τον δικαστή.

Όπως κάνει δεκτό και η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση, ο έλεγχος της νομιμότητας του προϊσταμένου του κτηματολογικού γραφείου κατά το άρθρο 16 § 1 ν. 2664/1998, περιορίζεται στους τομείς που ορίζει περιοριστικά το εν λόγω άρθρο, ήτοι α) την κατά τόπο αρμοδιότητα αυτού (του κτηματολογικού γραφείου), β) την καταλληλόλητα της εγγραπτέας πράξης, υπό την έννοια του ελέγχου της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την επέλευση της επιδιωκόμενης μ’ αυτή μεταβολής (βλ. Εισηγητική Έκθεση του ν. 2664/1998 υπό το άρθρο 16), γ) την εγκυρότητα των συνυποβαλλόμενων δικαιολογητικών και δ) τη νομιμοποίηση του αιτούντος, και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επεκταθεί σε έλεγχο της νομικής ή ουσιαστικής ορθότητας της συμφωνίας επίλυσης της διαφοράς, που περιέχεται στο πρακτικό διαμεσολάβησης.

Ομοίως γίνεται δεκτό ότι ο έλεγχος της νομιμότητας του προϊσταμένου του κτηματολογικού γραφείου δεν μπορεί να επεκταθεί σε έλεγχο του νόμω και ουσία βασίμου της αγωγής, δεδομένου ότι ο έλεγχος των στοιχείων αυτών γίνεται αποκλειστικά από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκείται κάθε φορά η αγωγή και εμπεριέχεται ως δικαστική κρίση στη δικαστική απόφαση, όπως δεν μπορεί να επεκταθεί σε ουσιαστικό έλεγχο της μεταγραπτέας συμβολαιογραφικής πράξης, υπό την έννοια του ελέγχου της συνδρομής λ.χ. των προϋποθέσεων του κύρους της, πλην των εξαιρέσεων που προβλέπονται σε συγκεκριμένες από το νόμο περιπτώσεις, όπως διατάξεις πολεοδομικής, δασικής και φορολογικής νομοθεσίας[31].

Ειδικότερα, δεν μπορεί να επεκταθεί στον έλεγχο της ουσιαστικής βασιμότητας του δικαιώματος του αιτούντος π.χ. αν πράγματι υφίσταται δικαίωμα κυριότητας και των δικαιοπαρόχων του (υπό την επιφύλαξη της ασυμφωνίας αρχικών εγγραφών), καθότι το τελευταίο σε περίπτωση 801αμφισβήτησής του θα κριθεί κατόπιν έγερσης αγωγής από κάθε ενδιαφερόμενο, έχοντας σχετικό έννομο συμφέρον, από το αρμόδιο προς τούτο δικαστήριο, το οποίο δεν δεσμεύεται από τη μεταγραφή των συμβολαιογραφικών πράξεων, εφόσον δεν υφίσταται πράγματι κυριότητα του δικαιοπάροχου.

Στο παραπάνω δικαιοθετικά ρυθμισμένο και συνάμα έντονα αμφισβητούμενο από θεωρία και νομολογία πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που οφείλει να ενεργεί ο προϊστάμενος του κτηματολογικού γραφείου[32], η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση έκρινε μη νόμιμη την άρνηση της προϊσταμένης να καταχωρίσει το εν λόγω πρακτικό και ορθώς κατά την άποψη της γράφουσας, καθότι σύμφωνα με τα παραπάνω η άρνησή της αποτέλεσε προϊόν ελέγχου καθ’ υπέρβαση των ορίων που ο νόμος έχει θέσει, διότι με το να κρίνει ότι δεν είχε συμπληρωθεί στο πρόσωπο των αιτούντων ο απαιτούμενος χρόνος χρησιδεσπόζουσας νομής και άρα αυτοί δεν είχαν αποκτήσει κυριότητα, προέβη σε ανεπίτρεπτο έλεγχο της ουσιαστικής βασιμότητας του αναγνωρισθέντος δικαιώματος.

Περαιτέρω, από τις αιτιολογίες της ως άνω απόφασης προκύπτει ότι γίνεται δεκτό ότι η προϊσταμένη του κτηματολογικού γραφείου είχε κατά νόμο την εξουσία να ελέγξει τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων για την επέλευση της επιδιωκόμενης με την αίτηση καταχώρισης εγγραπτέας πράξης μεταβολής, ασχέτως του αν έσφαλε κατά την ερμηνεία των σχετικών νομοθετικών διατάξεων (άρθρο 1 § 2 α.ν. 431/1968 και άρθρο 6 § 1 ν. 651/1977), οπότε στην περίπτωση αυτή δεν γεννάται ζήτημα περί του εύρους του ελέγχου νομιμότητας, αλλά επί της νομικής και ουσιαστικής ορθότητας της κρίσης καθαυτής της προϊσταμένης.

Εν προκειμένω, δέχθηκε η σχολιαζόμενη απόφαση, και ορθώς κατά την άποψη της γράφουσας, ότι η προϊσταμένη ορθώς ήλεγξε τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων της προς καταχώριση πράξης, ήτοι αν θα επέρχονταν νόμιμη ή παράνομη κατάτμηση του οικοπεδικού κλήρου, καθότι ο νόμος (άρθρο 4 § 1 ν. 651/1977) απειλεί με ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή τους υποθηκοφύλακες που μεταγράφουν συμβόλαια κατά παράβαση της ως άνω απαγόρευσης[33], έσφαλε, ωστόσο, κατά την ερμηνεία των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, καθότι η δια χρησικτησίας κατάτμηση οικοπεδικού κλήρου και η εντεύθεν δημιουργία οικοπέδου μη άρτιου δεν καταλαμβάνεται από την απαγόρευση του νόμου, που αφορά και ρυθμίζει την περίπτωση της κατάτμησης και της δημιουργίας μη άρτιου οικοπέδου δια δικαιοπραξίας.

Η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση, όπως εμφατικά τονίζει, θα κατέληγε εξ επόψεως κτηματολογικών εγγραφών στο ίδιο αποτέλεσμα και σε περίπτωση που η υπό καταχώριση εγγραπτέα πράξη ήταν δικαστική απόφαση, εκδοθείσα επί της ως άνω αγωγής του άρθρου 6 § 2 του ν. 2664/1998, κατόπιν αποδοχής ή ομολογίας εκ μέρους των εναγομένων, θέση η οποία ωσαύτως προβληματίζει στο κατά πόσο θα μπορούσε να γίνει αδιακρίτως δεκτή.

Αφενός, η αποδοχή διαφέρει από την ομολογία, διότι με την τελευταία, αναγνωρίζονται όλα τα πραγματικά γεγονότα της ιστορικής βάσης της αγωγής ως αληθινά, ενώ με την αποδοχή αναγνωρίζεται μόνον το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού, στο οποίο αναφέρεται το αίτημα της αγωγής. Αποτέλεσμα τούτου, σε περίπτωση αποδοχής, είναι να εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με αυτή, χωρίς να προηγηθεί έρευνα της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, ήτοι ακόμα και εάν ο εμπεριεχόμενος συλλογισμός, τον οποίο αποδέχεται ο εναγόμενος, είναι νόμω αβάσιμος, αφού ο ίδιος αναγνωρίζει την ύπαρξη της επίδικης υποχρέωσης του. Αντιθέτως, σε περίπτωση ομολογίας από τον εναγόμενο, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως τόσο το παραδεκτό όσο και το νόμω βάσιμο της αγωγής, δεδομένου ότι η ομολογία καταλαμβάνει, όπως προεκτέθηκε, μόνον την ιστορική βάση αυτής[34].

802Επιπλέον, σημειώνεται ότι η προαναφερόμενη ενέργεια της αποδοχής δεν επεκτείνεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, οι οποίες δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποδοχής. Ήτοι, ακόμα και επί αποδοχής της αγωγής από τον εναγόμενο, εξετάζεται από το Δικαστήριο η κανονικότητα της άσκησης της από άποψη προδικασίας και η αρμοδιότητα. Ομοίως, η αποδοχή της αγωγής δεν είναι έγκυρη και δεν αναπτύσσει ενέργεια όταν οι έννομες συνέπειες είναι εντελώς άγνωστες και δεν αναγνωρίζονται ή αντιστρατεύονται θεμελιώδεις αρχές και αξίες του ελληνικού δικαίου[35].

V. Η υπό προϋποθέσεις διόρθωση και οριστικοποίηση των πρώτων κτηματολογικών εγγράφων, δυνάμει καταχώρισης πρακτικού διαμεσολάβησης (ν. 4640/2019) στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου

Ως εκ τούτου, αναφορικά με το πρώτο ερώτημα, αν μπορεί το πρακτικό διαμεσολάβησης ν. 4640/2019 να διορθώσει κατά το άρθρο 17 ν. 2664/1998 και αφετέρου να οδηγήσει στην οριστικοποίηση της πρώτης κτηματολογικής εγγραφής κατά το άρθρο 7 ν. 2664/1998, δυνάμει και των όσων παραπάνω αναφέρθηκαν, θα πρέπει να γίνεται ιδιαιτέρως προσεκτική διάκριση κατά την απάντηση. Ειδικότερα, σε ότι αφορά τη διόρθωση και οριστικοποίηση των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών, το άρθρο 7 §1 ν.2664/1998 ορίζει ότι: «Οι πρώτες εγγραφές, των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η ακρίβεια ενώπιον των δικαστηρίων μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 2 του άρθρου 6, καθίστανται οριστικές και παράγουν αμάχητο τεκμήριο υπέρ των φερόμενων με τις πρώτες αυτές εγγραφές ως δικαιούχων για τα δικαιώματα στα οποία αυτές αφορούν, ενώ στην § 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Οι πρώτες εγγραφές των οποίων αμφισβητήθηκε με αγωγή η ακρίβεια μέσα στην κατά το άρθρο 6 § 2 προθεσμία, οριστικοποιούνται μόλις καταστεί αμετάκλητη η δικαστική απόφαση που απορρίπτει την αγωγή. Αν, αντίθετα, η απόφαση που κατέστη αμετάκλητη δέχεται ολικά ή μερικά την αγωγή, διορθώνεται η αρχική εγγραφή σύμφωνα με το διατακτικό της αμετάκλητης απόφασης. Η διορθωμένη αυτή εγγραφή είναι οριστική, κατά την έννοια της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου, και παράγει το προβλεπόμενο στην παράγραφο αυτή αμάχητο τεκμήριο».

Από την ως άνω διάταξη καθίσταται σαφές ότι, σε περίπτωση αμφισβήτησης της ακρίβειας της πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, προκειμένου αυτή να διορθωθεί και εν τέλει οριστικοποιηθεί, ο κτηματολογικός νομοθέτης, και ορθώς, αξιώνει τοn μέγιστο βαθμό δικονομικής ωριμότητας της δικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί, ήτοι το αμετάκλητο. Από την άλλη, η διόρθωση ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής μπορεί να γίνει και με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, εφόσον έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση στo πλαίσιo υποβολής αίτησης κατά την εκούσια δικαιοδοσία (άρθρο 6 § 3 ν. 2664/1998), χωρίς ωστόσο να μπορεί η καταχώριση της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης στην περίπτωση αυτή, να οδηγήσει και στην οριστικοποίηση των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών[36], αφού, κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 6 § 3 εδ. δ΄ ν. 2664/1998, κάθε τρίτος, που αμφισβητεί την ακρίβεια της διορθωμένης εγγραφής (διόρθωση κατόπιν τελεσίδικης δικαστικής απόφασης της εκούσιας δικαιοδοσίας), μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση της εγγραφής αυτής με αγωγή κατά του υπέρ ου η διόρθωση, υπό τις προϋποθέσεις και εντός της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού.

Το πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού ή το πρακτικό διαμεσολάβησης του ν. 4640/2019, όπως αναφέρθηκε, δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν οπλίζεται με τελεσιδικία και δεδικασμένο, ενώ και ως προς τη φύση του δεκτός γίνεται ο διφυής χαρακτήρας. Μπορούν αμφότερα να οδηγήσουν σε κατάργηση της δίκης, το γεγονός αυτό και μόνο ή το γεγονός ότι έχουν εκτελεστό χαρακτήρα, δεν μπορούν να εξομοιώσουν τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς με τη δικαστική απόφαση.

Ως εκ τούτου, το πρακτικό διαμεσολάβησης ν. 4640/2019, όπως ρητά ορίζει το άρθρο 6 § 2 εδ. δ΄ ν. 2664/1998 σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας, καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο και διορθώνεται η ανακριβής κτηματολογική εγγραφή[37]. Η σχολιαζόμενη απόφαση στη μείζονα πρότασή της κάνει δεκτό ότι η 803διόρθωση ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής μέσω καταχώρισης πρακτικού διαμεσολάβησης και με τον τρόπο αυτό επέλευσης διάπλασης επί του κτηματολογικού φύλλου, αν και δεν προκύπτει ευθέως εκ των ρυθμίσεων του ν. 4640/2019, μπορεί βάσιμα να συναχθεί ερμηνευτικά εκ του συνόλου των ρυθμίσεων του ν. 4640/2019 και της διαγνωσμένης πρόθεσης του νομοθέτη να μην αποκλείσει συγκεκριμένες κατηγορίες διαφορών του ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι οι κτηματολογικές διαφορές, από τη δυνατότητα επίλυσης μέσω διαμεσολάβησης, εφόσον υπάρχει εξουσία διάθεσης των μερών, αλλά αντίθετα να προωθήσει την ευρεία και πραγματική εφαρμογή της διαμεσολάβησης στην πράξη και να ενδυναμώσει την εμπιστοσύνη σε αυτή και στο πεδίο των εμπραγμάτων διαφορών. Προϋπόθεση αποδοχής της ανωτέρω δυνατότητας είναι η προηγούμενη άσκηση αγωγής που αφορά την κτηματολογική διαφορά (άρθρο 6 § 2 και 13 § 2 ν. 2664/1998), ώστε το πρακτικό διαμεσόλαβησης να καταργήσει, κατόπιν, δια της καταχώρισής του τη σχετική δίκη. Το παραπάνω σκεπτικό αντικατοπτρίζει τη ratio της σχετικής ρύθμισης που εντοπίζεται νομοθετικά στη διάταξη του άρθρου 6 § 2 εδ. δ΄ ν. 2664/1998, το οποίο προβλέπει την καταχώριση του πρακτικού διαμεσολάβησης και τη μέσω αυτού διόρθωση της ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής (πρώτης ή/και μεταγενέστερης).

Περαιτέρω, όταν το πρακτικό διαμεσολάβησης περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν δικαιοπραξίες, οι οποίες υπόκεινται εκ του νόμου σε συμβολαιογραφικό τύπο, δεν θα μπορεί να διορθώσει, όπως η αμετάκλητη ή η τελεσίδικη δικαστική απόφαση την ανακριβή πρώτη κτηματολογική εγγραφή, παρά θα πρέπει αυτό να καταχωρίζεται αφού περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο, όπως και οι άλλες καταχωριζόμενες δυνάμει του άρθρου 12 § 1 εδ. α΄ ν. 2664/1998 δικαιοπραξίες[38], ιδίως αν ληφθεί υπόψη και το άρθρο 8 §4 ν. 4640/2019, που ορίζει ότι: «Αν η συμφωνία που περιέχεται στο πρακτικό διαμεσολάβησης περιλαμβάνει και διατάξεις που αφορούν δικαιοπραξίες, οι οποίες υπόκεινται εκ του νόμου σε συμβολαιογραφικό τύπο, οι δικαιοπραξίες αυτές πρέπει να περιβληθούν τον συμβολαιογραφικό τύπο».

Όταν, όμως, στο πρακτικό διαμεσολάβησης ο εναγόμενος απλώς αναγνωρίζει το δικαίωμα του ενάγοντα και έτσι αίρεται η αμφισβήτηση ως προς το ζήτημα της κυριότητας, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι συνιστάται, αλλοιώνεται, μετατίθεται ή καταργείται εμπράγματο δικαίωμα, τότε και σύμφωνα με τη διατύπωση του νόμου (άρθρο 6 § 2 εδ. δ. ν. 2664/1998) σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας, το πρακτικό του διαμεσολαβητή καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο και διορθώνεται η ανακριβής κτηματολογική εγγραφή και στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται και η τήρηση του συμβολαιογραφικού τύπου[39] κατά το άρθρο 8 § 4 ν. 4640/2019, όπως ορθώς έκανε δεκτό η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση, καθότι ούτε η κτήση κυριότητας δυνάμει χρησικτησίας συνιστά δικαιοπραξία ούτε περαιτέρω η αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας που περιλαμβάνεται σε πράξη συμβιβασμού οποιασδήποτε μορφής μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια.

Ωστόσο, αν και η καταχώριση του πρακτικού διαμεσολάβησης του ν. 4640/2019 μπορεί να διορθώσει την ανακριβή κτηματολογική εγγραφή, όπως και ο νόμος ορίζει, ωστόσο δεν μπορεί η καταχώρισή του στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου να έχει και ως έννομη συνέπεια την οριστικοποίηση της πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, η οποία επέρχεται είτε κατόπιν έκδοσης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης είτε λόγω παρόδου των τιθέμενων στον νόμο προθεσμιών (άρθρο 6 § 2 ν. 2664/1998), άνευ αμφισβήτησης της ακρίβειας τους (άρθρο 7 ν. 2664/1998).

Ο δε τρίτος που θέλει να αμφισβητήσει την ακρίβεια της πρώτης εγγραφής και του πρακτικού διαμεσολάβησης, που είτε αναγνώρισε το ήδη καταχωρισμένο δικαίωμα του αναγραφόμενου δικαιούχου στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου είτε αναγνώρισε το δικαίωμα τρίτου, με τον οποίο ο αναγραφόμενος στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου κατήρτισε πρακτικό διαμεσολάβησης του ν. 4640/2019, προκρίνεται, ως καταλληλότερη δικονομική οδός, η ανακοπή του άρθρου 583 ΚΠολΔ κατά του πρακτικού διαμεσολάβησης, στην οποία θα σωρεύσει και την αγωγή του άρθρου 6 § 2 ν. 2664/1998 με σκοπό τη διόρθωση της ανακριβούς αρχικής εγγραφής, εφόσον υφίσταται προθεσμία αμφισβήτησης σύμφωνα με τον νόμο.



[*] Η ΜΠρΘεσ 3863/2024 δημοσιεύεται κατωτ. σ. 968.

[1] Σύμφωνα με το άρθρο 6 της υπ’ αριθ. 70058οικ./23.12.2021 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ Β’, 6444/31.12.2021).

[2] Ως προς τα συνυποβαλλόμενα έγγραφα για την καταχώριση πρακτικού δικαστικού συμβιβασμού βλ. Διαμαντόπουλο, Ισοδύναμη εναλλαγή του πρακτικού δικαστικού συμβιβασμού προς τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Προϋποθέσεις χρήσεως του ως τίτλου προς μεταγραφή (ή καταχώριση), όταν ο συμβιβασμός έχει αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων. Συνέπειες επί μεταγραφής (ή καταχώρισης) του πρακτικού δίχως την επισύναψη των αναγκαιούντων εγγράφων σε Ερανισμοί & Ανταποδόσεις Θέμιδος, τ. ΙΙΙ, 2019, σ. 46: «Ως απόρροια της ισοσθένειας του πρακτικού δικαστικού συμβιβασμού προς τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και λόγω ταυτότητας του νομικού λόγου στο μεταγραφόμενο (ή καταχωρούμενο) πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού θα πρέπει να ενσωματώνονται/επισυνάπτονται και όλα εκείνα τα έγγραφα που πρέπει, κατά την εκάστοτε υφιστάμενη νομοθεσία, να ενσωματώνονται/επισυνάπτονται και στο μεταγραφόμενο (ή καταχωρούμενο) συμβολαιογραφικό έγγραφο». -Βλ. περαιτέρω ειδικότερα την με αριθμό Α.1106/11.5.2021 απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ (ΦΕΚ Β΄ 1976/14.5.2021) και Α.1085/30.05.2023 (ΦΕΚ Β’ 3617/31.05.2023) όπου προβλέπεται ότι δεν απαιτείται η μνημόνευση και επισύναψη του πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή της υπεύθυνης δήλωσης, μεταξύ άλλων και κατά τη μεταγραφή πρακτικού συμβιβαστικής επίλυσης διαφοράς, την με αριθμό 4/21.9.2017 γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου δυνάμει της οποίας παρέχονταν διευκρινίσεις αναφορικά με μία σειρά από ζητήματα, τα οποία έθεσε υπόψιν της ο Δικηγορικός Σύλλογος Αλεξανδρούπολης και συγκεκριμένα περί του εάν για την μεταγραφή: α) τελεσίδικης δικαστικής απόφασης αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής επί ακινήτου, ή των πρακτικών δικαστικού ή εξώδικου συμβιβασμού με τα οποία αναγνωρίζεται η κυριότητα επί ακινήτου, απαιτείται η προσκόμιση της δήλωσης - βεβαίωσης του άρθρου 23 § 4 του ν. 4014/2011 και β) περί του εάν στις πιο πάνω περιπτώσεις, για την μεταγραφή, απαιτείται και η προσκόμιση πιστοποιητικού ότι δεν οφείλεται Ε.Ν.Φ.Ι.Α για προγενέστερες της κτήσεως της κυριότητας οικονομικές χρήσεις, και, τέλος, σε ότι αφορά την υποχρέωση για την προσκόμιση της βεβαίωσης μηχανικού για την μεταγραφή/ καταχώριση των δικαστικών αποφάσεων και πρακτικών συμβιβασμού βλ. ήδη το άρθρο 83 ν. 4495/2017, το οποίο προβλέπει ότι «Η ως άνω υπεύθυνη δήλωση του ιδιοκτήτη και η βεβαίωση του μηχανικού απαιτείται και για την μεταγραφή τελεσίδικης δικαστικής απόφασης επί αναγνωριστικής αγωγής της κυριότητας του ακινήτου και για τη μεταγραφή των πρακτικών δικαστικού ή εξωδικαστικού συμβιβασμού με τα οποία αναγνωρίζεται η κυριότητα επί του ακινήτου».

[3] Για την προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης ν. 4640/2019 βλ. Νίκα, Πολιτική δικονομία, τ. ΙΙ2 (2021) σ. 148 επ.

[5] Αναφορικά με τα ζητήματα της έκτασης του ελέγχου νομιμότητας που ασκεί ο προϊστάμενος του κτηματολογικού γραφείου κατά την καταχώριση του πρακτικού δικαστικού συμβιβασμού βλ. ΜΠρΑθ 2222/2018, ΤΝΠ Νόμος, η οποία κάνει δεκτό ότι ο προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου δεν δικαιούται να ασκεί έλεγχο νομιμότητας στο πρακτικό συμβιβασμού το οποίο έχει εγκριθεί με απόφαση του δικαστή, ούτε να ζητά την προσκόμιση πιστοποιητικών που ζητούνται κατά την καταχώριση των συμβολαίων, και άρα στην περίπτωση κατά την οποία η προς καταχώριση πράξη είναι δικαστική απόφαση ή το κατ’ άρθρο 214Α ΚΠολΔ, εξομοιούμενο με αυτήν ως προς τα αποτελέσματα της, πρακτικό εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς, τότε ο ως άνω έλεγχος νομιμότητας δεν δύναται να επεκταθεί σε έλεγχο του νόμω και ουσία βάσιμου της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω προς καταχώριση πράξη (δικαστική απόφαση ή πρακτικό συμβιβασμού) και πολύ περισσότερο της ορθότητας νομικής και ουσιαστικής της ίδιας αυτής της πράξης· επίσης ΜΠρΘεσ 32049/2006 ΤΝΠ Νόμος. Περαιτέρω, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 214Α του ΚΠολΔ, αφ’ ής στιγμής επιτεύχθηκε συμβιβασμός, συντάσσεται σχετικό πρακτικό, που ακολούθως επικυρώνεται από τον πρόεδρο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η διαφορά. Μόνο από την επικύρωση αυτή η συμφωνία καθίσταται δεσμευτική από άποψη ουσιαστικού δικαίου και μόνο έκτοτε παράγει τα δικονομικά της αποτελέσματα, επιφέρει δηλ. κατάργηση της Δίκης και «αποδεικνύει» το δικαίωμα που αναγνωρίσθηκε. Το συγκεκριμένο πρακτικό, μετά την επικύρωσή του, εξομοιώνεται με πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού το οποίο αναπληρώνει τον συμβολαιογραφικό τύπο (ΟλΑΠ 2092/1986 ΝοΒ 1987.1629· ΜονΠρΑθ 367/1995 Αρμ. 1997.398) και σε περίπτωση που αφορά εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου μεταγράφεται κατ` άρθρο 1192 αρ. 1 του ΑΚ. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου είναι υποχρεωμένος να διαπιστώσει μόνο α) αν η διαφορά ήταν δεκτική συμβιβασμού και β) αν το πρακτικό είναι χρονολογημένο και υπογεγραμμένο από τους διαδίκους ή από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, αν είχαν αυτοί την ειδική κατά το άρθρο 98 του ΚΠολΔ πληρεξουσιότητα και να έχει συνταχθεί σε πρωτότυπα ισάριθμα προς τους αντιδικούντες διαδίκους ή ομάδες διαδίκων. Aπό την επικύρωση του πρακτικoύ επέρxεται κατάργηση της δίκης είναι δυνατόν – σε περίπτωση καταψηφιστικής του διάταξης να εξoπλισθεί τούτο με εκτελεστότητα και αφαιρεί από τον δικαστή κάθε εξουσία για έκδοση απoφάσεως επί της διαφοράς ταύτης. Τέλος, πρoσβoλή της περιληφθείσης στο πρακτικό συμβιβασμού συμφωνίας επίλυσης της διαφοράς, επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις της παρ. 11 του άρθρου 214Α του ΚΠολΔ, δηλαδή λόγω ακυρότητας (178,179 του ΑΚ) ή ακυρωσίας (ΑΚ 140 επ), με αγωγή πoυ εισάγεται ενώπιoν του εφετείου εντός προθεσμίας 30 ημερών από την επίδοση της επικυρωτικής ως άνω πράξης του Προέδρου.

[7] ΕφΔωδ 11/2004, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΘεσ 1276/2001, Αρμ 2001.1035· ΕφΘεσ 2634/1991, Αρμ 1992.163· ΕφΠατρ 603/1992, ΝοΒ 1993.528,

[8] Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου), ΕρμΚΠολΔ 2000, άρθρο 293 αρ. 1.

[9] Νίκας, Υπαναχώρηση από τον δικαστικό συμβιβασμό, Αρμ 1990.1151.

[10] ΑΠ 1468/1991, ΕλλΔνη 1992.835.

[12] Νίκας, προηγ. σημ.

[13] ΟλΑΠ 2092/1986, ΝοΒ 1987.1629.

[14] Βλ. ΜΠρΛιβ 54/2023, ΤΝΠ Νόμος (: άφορα εξώδικο συμβιβασμό που έγινε σύμφωνα με τα άρθρα 209 επ. ΚΠολΔ)· Διαμαντόπουλο, Ισοδύναμη εναλλαγή του πρακτικού δικαστικού συμβιβασμού προς τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Προϋποθέσεις χρήσεώς του ως τίτλου προς μεταγραφή (ή καταχώριση), όταν ο συμβιβασμός έχει αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων. Συνέπειες επί μεταγραφής (ή καταχώρισης) του πρακτικού δίχως την επισύναψη των αναγκαιούντων εγγράφων σε Ερανισμοί & Ανταποδόσεις Θέμιδος, τ. ΙΙΙ (2019) σ. 45 επ.

[16] Νίκας, Ο δικαστικός συμβιβασμός 1984, σ.282.

[18] Βλ. Βεζυρτζή, Διαμεσολάβηση και εμπράγματες μεταβολές. Το ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 8 § 4 ν. 4640/2019 σε Συλλογικό Έργο, Εθνικό Κτηματολόγιο και Διαμεσολάβηση, 2021 σ. 117.

[20] Βλ. Τσολακίδη σε ΣΕΑΚ άρθρο 1192 αρ. 37.

[21] Για τα ζητήματα καταχώρισης δικαστικής απόφασης ή πρακτικού συμβιβασμού του άρθρου 214 Α ΚΠολΔ, βλ εγγύτερα Διαμαντόπουλο, Η δίκη των αντιρρήσεων ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή 2015, σ. 229 επ., με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία.

[22] ΜΠρΑθ 1292/2019, ΤΝΠ Ισοκράτης· ΜΠρΑθ 2222/2018, ΤΝΠ Νόμος· ΜΠρΘεσ 32049/2006, ΤΝΠ Νόμος.

[24] Περί της έκτασης του ελέγχου νομιμότητας των καταχωριζόμενων πράξεων βλ. Διαμαντόπουλο, ό.π. (σημ. 21) σ. 16 επ.· Διαμαντόπουλο (- Περτσελάκη), Άρθρο 16. Έλεγχος των αιτήσεων και των συνυποβαλλόμενων δικαιολογητικών - Άρνηση καταχώρισης - Διαδικασία επίλυσης διαφορών, σε Εθνικό Κτηματολόγιο, 2020, σ. 384 επ.

[26] Πρβλ. ΜΠρΑθ 2222/2018, ΤΝΠ Νόμος, όπου αν και η σύμβαση ουσιαστικού δικαίου που εμπεριέχονταν στο πρακτικό συμβιβασμού ήταν άκυρη και άρα ορθώς ως προς το σκέλος αυτό η προϊσταμένη του κτηματολογικού γραφείου αρνήθηκε την καταχώρισή της, διότι οι διάδικοι επιχείρησαν την τροποποίηση της συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας με το πρακτικό, γεγονός που αντιβαίνει στο νόμο, καθώς θα έπρεπε να συμβάλλονται όλοι οι συνιδιοκτήτες της οικοδομής (άρθρο 4 και 13 ν. 3741/1929). Παρά το γεγονός αυτό, η άρνησή της κρίθηκε μη νόμιμη υπό την επίκληση των ορίων του ελέγχου νομιμότητας (άρθρο 16 ν. 2664/1998). Η τροποποίηση του κανονισμού ή της σύστασης οριζόντιας οροφοκτησίας, εφόσον έγινε χωρίς τη συναίνεση όλων των συνιδιοκτητών, είναι ανίσχυρη και δεν δεσμεύει τους διαφωνούντες, ακόμη και αν περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφεί. Στην περίπτωση, όμως, που, παρά την ως άνω αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 4 § 1 του ν. 3741/1929, επιχειρηθεί από την πλειοψηφία των συνιδιοκτητών με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που υποβάλλεται σε μεταγραφή, τροποποίηση της πράξης συστάσεως και του κανονισμού της πολυκατοικίας, με την οποία θίγονται τα ως άνω δικαιώματα των μειοψηφούντων συνιδιοκτητών, η καταρτιζόμενη κατά τα ως άνω δικαιοπραξία είναι, ως προς αυτούς, και κατά το μέρος που θίγονται τα τοιαύτα δικαιώματα τους απολύτως άκυρη (άρθρα 174 και 180 ΑΚ) ως αντικείμενη ευθέως σε διάταξη νόμου (174 ΑΚ), δύναται δε να αναγνωριστεί η ακυρότητά της οποτεδήποτε χωρίς χρονικούς περιορισμούς κατά το άρθο 70 ΚΠολΔ· βλ. και ΑΠ 241/2016, 683/2014, 566/2013, ΤΝΠ Νόμος. Η σχετική δικαιοπραξία, ως αντιβαίνουσα στις ανωτέρω αναγκαστικού δικαίου αναφορικώς με την απαιτούμενη σύμπραξη όλων των οροφοκτητών διατάξεις ενέχει κατά το στοιχείο τούτο απόλυτη ακυρότητα, την οποία μπορεί μεν να επικαλεσθεί οποιοσδήποτε, ακόμη και ο δικαιοπρακτήσας, εφόσον όμως έχει έννομο προς τούτο συμφέρον βλ. ΑΠ 209/2011, ΑΠ 135/2009, Εφ Λαρ 201/2016, ΕφΛαρ 71/2012, ΠΠρΘεσ 19853/2013, όλες σε ΤΝΠ Νόμος· Κατρά, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας6, 2005, § 262 στ 1.1. και 1.2., σ. 911 επ.,§ 264 Β 5, σ. 918.

[27] Χριστοδούλου, Δίκαιο Κτηματολογίου, Σημειώσεις Ι (2013) σ. 67.

[28] Βλ. Διαμαντόπουλο (-Ασημακοπούλου), Άρθρο 17. Διόρθωση ύστερα από δικαστική αμφισβήτηση των αναγραφόμενων στα κτηματολογικά φύλλα δικαιωμάτων σε Εθνικό Κτηματολόγιο, 2020, σ. 456.

[29] «Αν η συμφωνία που περιέχεται στο πρακτικό διαμεσολάβησης περιλαμβάνει και διατάξεις που αφορούν δικαιοπραξίες, οι οποίες υπόκεινται εκ του νόμου σε συμβολαιογραφικό τύπο, οι δικαιοπραξίες αυτές πρέπει να περιβληθούν τον συμβολαιογραφικό τύπο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις που διέπουν τη σύνταξη τέτοιων συμβολαιογραφικών εγγράφων και τη μεταγραφή τους».

[30] Διαμαντόπουλος (-Ασημακοπούλου), Άρθρο 17. Διόρθωση ύστερα από δικαστική αμφισβήτηση των αναγραφόμενων στα κτηματολογικά φύλλα δικαιωμάτων σε Εθνικό Κτηματολόγιο, 2020 σ. 456

[31] Διαμαντόπουλο, ό.π. (σημ. 21) σ.21.

[32] Βλ. Διαμαντόπουλο, ό.π. (σημ. 21) σ.21.

[33] Άρθρο 4.- 1. Οστις μεταβιβάζει κυριότητα μέρους ή του όλου γηπέδου κατά παράβασιν των απαγορεύσεων του άρθρου 16 και της παραγρ. 1 του άρθρου 20 του από 17.7/16.8.1923 ν.δ/τος «περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών» και της παραγρ. 2 του άρθρου 2 του ν.δ. 690/48 «περί συμπληρώσεως των «περί σχεδίων πόλεων διατάξεων», τιμωρείται δια φυλακίσεως τριών μηνών έως ενός έτους και δια χρηματικής ποινής ορίζεται ίση προς την αξίαν του μεταβιβαζομένου γηπέδου και ουχί κατωτέρα των πεντήκοντα χιλιάδων δραχμών. Με τας αυτάς ποινάς τιμωρούνται και οι μεσίται ως και οι μεσολαβούντες εις τας πράξεις ταύτας. «Επίσης, με τις αυτές ποινές τιμωρούνται και οι συμβολαιογράφοι που συντάσσουν, οι δικηγόροι που παρίστανται, οι υποθηκοφύλακες που μεταγράφουν συμβόλαια, κατά παράβαση της ώς άνω απαγορεύσεως, καθώς και οι μηχανικοί που συντάσσουν τεχνικά σχέδια προσαρτώμενα στα ώς άνω συμβόλαια».

[34] Βλ. ΑΠ 1059/2001, ΕφΑθ 807/2009, ΕφΑθ 3024/2008, ΕφΑθ 4171/2004, ΕφΑθ 29931/2000, ΕφΑθ 926/1996, ΠΠρΑθ 4089/2015, ΠΠρΑθ 1525/2011, όλες δημ. σε ΤΝΠ Νόμος.

[35] Βλ. ΕφΑΘ 2393/2007, ΕφΑΔ 2008/891, ΕφΑΘ 2931/2000, ΕλλΔνη 2002/172· Απαλαγάκη Χ., «Ερμηνεία ΚΠολΔ», σε άρθρο 298, σελ. 826· Νίκα Ν., «Πολιτική Δικονομία», τ. ΙΙ, 2005, σ. 607.

[37] Πρβλ. Μικροπανδρεμένος, Το πρακτικό διαμεσολάβησης ως τίτλος διόρθωσης εσφαλμένου ΚΑΕΚ και ως τίτλος εγγραφής ή εξάλειψης υποθήκης σε Συλλογικό Έργο, Εθνικό Κτηματολόγιο και Διαμεσολάβηση, 2021 σ. 187.

[38] Βλ. Διαμαντόπουλος (-Ασημακοπούλου), Άρθρο 17. Διόρθωση ύστερα από δικαστική αμφισβήτηση των αναγραφόμενων στα κτηματολογικά φύλλα δικαιωμάτων σε Εθνικό Κτηματολόγιο, 2020, σ. 456.