Top

Αναζήτηση


Ελληνική Δικαιοσύνη
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
6
Έτος
2022
 
Περισσότερα »

Ελληνική Δικαιοσύνη, 6 (2022)


ΜΕφΑθ 1061/2022 - σχόλιο: Σ. Κόκκινος

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Αίτηση για αναστολή εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης για λύση ΑΕ.
Είναι άκυρη η διαδικαστική πράξη που διενεργείται στο όνομα μίας ΑΕ που έχει τεθεί σε εκκαθάριση από πρόσωπο που δεν διαθέτει εξουσιοδότηση από τον εκκαθαριστή της, αλλά από τρίτο πρόσωπο χωρίς εκπροσωπευτική εξουσία. Εκπροσώπηση της ΑΕ από τον εκκαθαριστή μετά τη δημοσίευση του διορισμού του στο ΓΕΜΗ· μετά την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης για διορισμό εκκαθαριστή με προσωρινή διαταγή έπαυσε η εξουσία του εκκαθαριστή και αναβίωσε η εξουσία του ΔΣ.
Το δικαστήριο, σε περίπτωση μη υποβολής για καταχώριση χρηματοοικονομικών καταστάσεων τουλάχιστον δύο ετών, έχει υποχρέωση και όχι δικαίωμα να λύσει την ΑΕ. Δικαίωμα να ζητήσει τη δικαστική λύση της ΑΕ έχει οποιοσδήποτε έχει άμεσο έννομο συμφέρον και οπωσδήποτε νομιμοποιούνται να ζητήσουν τη λύση της οι μέτοχοι, οι ελεγκτές και τα μέλη του ΔΣ.
Τρόπος μεταβίβασης μετοχών υπό το καθεστώς των ν. 2190/1920 και ν. 4548/2018.
Η επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος μίας εταιρείας δεν εμποδίζει τη λύση της και τη θέση της σε εκκαθάριση.

Με την από 9.4.2021 και με αριθ. κατ. 1762/266/12.4.2021 αίτηση, η αιτούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Α. ΑΕ» εκθέτει ότι με την υπ’ αριθ. 2626/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, έγινε δεκτή εν μέρει η από 27.6.2019 και με αριθ. κατ. 58413/2538/2.7.2019 αίτηση των αντιδίκων της και διατάχθηκε η λύση της κατ’ εφαρμογή του άρθρου 165 § 1 περ. γ΄ του ν. 4548/2018, απορριπτομένης ως αβάσιμης της από 21.9.2020 και με αριθ. κατ. 65443/2812/21.9.2020 κύριας παρεμβάσεως που είχε ασκήσει η ίδια. Ότι κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως έχει ασκήσει την από 19.1.2021 και με αριθ. κατ. 4764/352/26.1.2021 έφεση και τους από 9.4.2021 και με αριθ. κατ. 1759/265/12.4.2021 πρόσθετους λόγους, που εκκρεμούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και επειδή πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσουν λόγω των σφαλμάτων της εκκαλουμένης που βάλλονται με τους λόγους εφέσεως αλλά και ότι η δικαστική λύση της θα της επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη, ζητεί να ανασταλεί η εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της ασκηθείσας εφέσεως της και τους πρόσθετους λόγους της. Τέλος ζητεί να καταδικασθούν οι αντίδικοι της στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση, η οποία από παραδρομή προσδιορίσθηκε στο πινάκιο της τακτικής διαδικασίας και όχι σε αυτό της εκούσιας δικαιοδοσίας θα πρέπει να κρατηθεί για λόγους οικονομίας της δίκης και επιτάχυνσης της διαδικασίας από το παρόν Δικαστήριο που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, αλλά να εκδικασθεί κατά την προσήκουσα διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αφού ουδέν δικονομικό και ουσιαστικό δικαίωμα των διαδίκων παραβιάζεται. Είναι, λοιπόν, παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 763 § 3 του ΚΠολΔ και θα πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα απορριπτομένου ως αβάσιμου του ισχυρισμού των καθ’ ων ότι πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθώς ο δικηγόρος που την κατέθεσε δεν είχε εξουσιοδοτηθεί από τον εκκαθαριστή που είχε διορισθεί με την εκκαλουμένη και ήταν πλέον ο νόμιμος εκπρόσωπός της αλλά από το προηγούμενο διοικητικό της συμβούλιο του οποίου πλέον είχε λήξει η εξουσία. Ειδικότερα ως προς αυτόν τον ισχυρισμό των καθ’ ων, κατ’ αρχάς σύμφωνα με το άρθρο 64 § 2 ΚΠολΔ τα νομικά πρόσωπα, παρίστανται στο δικαστήριο με τους εκπροσώπους τους, ενώ όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 165, 167 §§ 2 εδ. τελ., 4 και 5 του ν. 4548/2018 και 65, 67, 72, 73 και 74 ΑΚ, η ανώνυμη εταιρεία, που αποτελεί νομικό πρόσωπο, μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και στην περίπτωση που η εταιρεία δεν έχει υποβάλλει προς καταχώριση χρηματοοικονομικές καταστάσεις δύο (2) τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων, εγκεκριμένες από την γενική συνέλευση. Η απόφαση που κηρύσσει την λύση της εταιρείας, ορίζει και τον εκκαθαριστή και υποβάλλεται στην δημοσιότητα του άρθρου 13 του ιδίου νόμου. Έκτοτε η εταιρεία βρίσκεται σε στάδιο εκκαθαρίσεως, μέχρι την περάτωση της οποίας διοικείται από τον εκκαθαριστή που έχει διορίσει το δικαστήριο και ο οποίος την εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως. Με βάση τα ανωτέρω, είναι άκυρη η διαδικαστική πράξη που διενεργείται στο όνομα μίας ανώνυμης εταιρείας που έχει τεθεί σε εκκαθάριση από πρόσωπο που δεν διαθέτει εξουσιοδότηση από τον εκκαθαριστή της αλλά από τρίτο πρόσωπο χωρίς εκπροσωπευτική εξουσία, καθώς λείπει η διαδικαστική προϋπόθεση της ικανότητας προς δικαστική παράσταση (ΕφΑθ 110/2011 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 609/1985 ΕλλΔνη 27. 75). Ωστόσο το άρθρο 238 του ΑΚ, που αφορά στη συγκατάθεση που παρέχεται, μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας (έγκριση), η οποία έχει ως συνέπεια την, κατά το χρόνο τελέσεώς της (αναδρομική), ισχυροποίηση της διενεργηθείσας δικαιοπραξίας (νομικής πράξεως), εφαρμόζεται και στις διαδικαστικές πράξεις, καθώς δεν υφίσταται αντίθετος δικονομικός κανόνας (ΕφΘεσ 448/2020 ΤΝΠ-Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ’ αριθ. 2626/2020 απόφαση της οποίας ζητείται η αναστολή, κηρύχθηκε η λύση της αιτούσας ανώνυμης εταιρείας και διορίσθηκε ως εκκαθαριστής ο οικονομολόγος Κ.Κ. Την 21.1.2021 η ως άνω απόφαση καταχωρίσθηκε στο ΓΕΜΗ με αποτέλεσμα από εκείνη την ημέρα να έχει παύσει η εξουσία του ΔΣ της εταιρείας που είχε διορισθεί με την από 11.12.2018 απόφαση της ΓΣ της εταιρείας και πλέον η εταιρεία να εκπροσωπείται εξώδικα και δικαστικά από τον εκκαθαριστή της. Συνεπώς για την κατάθεση της από 9.4.2021 υπό κρίση αίτηση αναστολής απαιτείτο εξουσιοδότηση της δικηγόρου που την υπέγραφε και την κατέθεσε στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου από τον εκκαθαριστή και όχι από το προηγούμενο ΔΣ του οποίου είχε παύσει η εξουσία. Δεδομένου δε ότι ο εκκαθαριστής της εταιρείας δεν είχε παράσχει τέτοια εξουσιοδότηση στην δικηγόρο που κατέθεσε την αίτηση αναστολής την 12.4.2021, αυτή η διαδικαστική πράξη έπασχε ακυρότητας, η οποία όμως θεραπεύθηκε καθώς με την από 16.4.2021 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Εφετείου Αθηνών ανεστάλη προσωρινώς η εκτέλεση της υπ’ 2626/2020 αποφάσεως με αποτέλεσμα από εκείνη την ημέρα να έχει αναβιώσει η εξουσία του διορισθέντος από την ΓΣ διοικητικού συμβουλίου, το οποίο μέσω του διευθύνοντος συμβούλου εγκρίνει τις διαδικαστικές πράξεις που διενήργησε η υπογράφουσα και καταθέσασα την αίτηση αναστολής δικηγόρος κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την δικαστική λύση της εταιρείας μέχρι την χορήγηση της προσωρινής διαταγής με την οποία ανεστάλη η εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως. Επίσης, με την ίδια αίτηση, η αιτούσα υπέβαλε και αίτημα χορηγήσεως προσωρινής διαταγής ώστε να ανασταλεί η εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως που διέταξε την λύση της μέχρι την συζήτηση της αιτήσεως αναστολής που προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας. Το αίτημα χορηγήσεως προσωρινής διαταγής συζητήθηκε την 16.4.2021 και ο Δικαστής του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 781 του ΚΠολΔ, το έκανε δεκτό. Ήδη με την συνεκδικαζόμενη από 19.4.2021 και με αριθ. κατ. 2210/294/20.4.2021 αίτηση τους, οι καθ’ ων η αίτηση αναστολής (αιτούντες στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εφεσίβλητοι στην ασκηθείσα έφεση με τους πρόσθετους λόγους κατά της εκκαλουμένης 2626/2020 αποφάσεως) ζητούν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 781 § 2 του ΚΠολΔ την ανάκληση της ως άνω χορηγηθείσας προσωρινής διαταγής, επικαλούμενοι ότι οι λόγοι εφέσεως θα απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Με την από 27.6.2019 και με αριθ. κατ. 58413/2538/2.7.2019 αίτηση τους, οι αιτούντες-νυν καθ’ ων η αίτηση αναστολής, επικαλούμενοι την ιδιότητά τους ως μετόχων (ο πρώτος κατά ποσοστό 48% και η δεύτερη κατά ποσοστό 2%) της νυν αιτούσας την αναστολή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Α. ΑΕ» ζητούσαν από το δικαστήριο να κηρύξει την λύση της λόγω της συνδρομής του σπουδαίου λόγου που ανέλυε στην αίτηση της και καθιστούσε αδύνατη την συνέχιση της εταιρείας (άρθρο 166 § 1 του ν. 4548/2018) άλλως λόγω της μη υποβολής από την ίδια προς καταχώριση χρηματοοικονομικές καταστάσεις εγκεκριμένες από την γενική της συνέλευση από το έτος 2002 έως και την κατάθεση της αιτήσεως, ήτοι για περισσότερες από δύο συνεχείς διαχειριστικές χρήσεις (άρθρο 165 του ν. 4548/2018). Τέλος ζητούσαν να καταδικασθεί η αντίδικος τους στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Η αίτηση αυτή προσδιορίσθηκε για συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) κατά την δικάσιμο της 10ης.10.2019 και ενόψει της συζητήσεως της η ως άνω ανώνυμη εταιρεία άσκησε την από 21.9.2020 και με αριθ. κατ. 65443/2812/2020 κύρια παρέμβαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου με την οποία ζητούσε την απόρριψη της αιτήσεως για αμφότερες τις βάσεις της. Τέλος ζητούσε και αυτή να καταδικασθούν οι καθ’ ων η κύρια παρέμβαση στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Οι ως άνω αιτήσεις συνεκδικάσθηκαν κατά την δικάσιμο της 5ης.11.2020 και επ’ αυτών εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2626/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που απέρριψε ως μη νόμιμη την αίτηση κατά το σκέλος που οι αιτούντες επικαλούνταν την συνδρομή σπουδαίου λόγου (άρθρο 166 § 1 του ν. 4548/2018) ενώ την δέχθηκε ως κατ’ ουσία βάσιμη για τον λόγο της μη καταχωρίσεως χρηματοοικονομικών καταστάσεις για περισσότερες από δύο διαχειριστικές κρίσεις (άρθρο 165 § 1 περ. γ΄ του ν. 4548/2018) και κήρυξε την λύση της εταιρείας, διορίζοντας ως εκκαθαριστή της τον οικονομολόγο Κ.Κ. Ειδικότερα με την ως άνω απόφαση έγινε δεκτό ότι ο πρώτος των αιτούντων είναι καθολικός διάδοχος του αρχικού ιδρυτή της εταιρείας Δημ.Α., κατόχου ποσοστού 48% των μετοχών της εταιρείας, ενώ η δεύτερη είναι εκ των αρχικών ιδρυτών της με ποσοστό μετοχών 2% και άρα έχουν έννομο συμφέρον να ζητήσουν την λύση της εταιρείας η οποία πράγματι από το έτος 2002 και εφεξής δεν έχει υποβάλλει προς καταχώριση από το ΓΕΜΗ χρηματοοικονομικές καταστάσεις εγκεκριμένες από την γενική της συνέλευση, με αποτέλεσμα να συντρέχουν οι προϋποθέσεις λύσεως της κατ’ άρθρο 165 § 1 περ. γ΄ του ν. 4548/2018, χωρίς να συντρέχει λόγος να χορηγηθεί στην εταιρεία η προθεσμία για άρση του λόγου λύσεως (άρθρο 165 § 3). Κατ’ αυτής της αποφάσεως η κυρίως παρεμβαίνουσα εταιρεία άσκησε την από 19.1.2021 και με αριθ. κατ. 4764/352/2021 έφεση της και τους από 9.4.2021 και με αριθ. κατ. 1759/265/12.4.2021 πρόσθετους λόγους της. Η έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως (άρθρα 495 §§ 1 και 2, 498, 511, 513 § 1 περ. β΄, 516 και 517 του ΚΠολΔ) και εμπροθέσμως, αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης και δεν είχε παρέλθει η καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης μέχρι την άσκηση της έφεσης (άρθ. 518 § 2 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015) και επομένως πιθανολογείται ότι θα γίνει τυπικώς δεκτή από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που θα την κρίνει και θα ερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό, το νόμιμο και το βάσιμο των λόγων της, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της προκαταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση της, και το οριζόμενο στο άρθρο 495 § 3 του ΚΠολΔ παράβολο των 100 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω, το παρόν Δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει αν θα ευδοκιμήσει κάποιος από τους λόγους εφέσεως που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ώστε να κρίνει αν συντρέχει λόγος αναστολής εκτελέσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 165 του ν. 4548/2018, με τον οποίο αναμορφώθηκε το δίκαιο των ανωνύμων εταιρειών και εφαρμόζεται από 1.1.2019, ήτοι πριν την άσκηση της ένδικης αιτήσεως λύσεως της καθ’ ης η αναστολή ανώνυμης εταιρείας, η εταιρία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον αν:... γ) δεν έχει υποβάλει προς καταχώριση χρηματοοικονομικές καταστάσεις δύο (2) τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων, εγκεκριμένες από την γενική συνέλευση. Χρηματοοικονομικές καταστάσεις, ονομαζόμενες υπό το παλαιότερο καθεστώς «ετήσιοι λογαριασμοί» ή «ετήσιες οικονομικές καταστάσεις», είναι λογιστικά έγγραφα, τα οποία έχοντας ως περιεχόμενο, τόσο την εύλογη παρουσίαση καταγραφή της εταιρικής περιουσίας (ενεργητικού) και των εταιρικών χρεών (παθητικού), της καθαρής θέσεως, των στοιχείων των εσόδων, των εξόδων, των κερδών και των ζημιών, καθώς και των χρηματοροών της εκάστοτε περιόδου, όσο και την αιτιολόγηση των οικονομικών αποτελεσμάτων, συμπεριλαμβανομένης και προτάσεως διανομής των κερδών, καταρτίζονται για κάθε εταιρική χρήση (δωδεκάμηνη περίοδο κατά μέγιστο όριο σύμφωνα με το άρθρο 146 § 3) από το ΔΣ της εταιρείας, ελέγχονται (τακτικός έλεγχος) από τους ελεγκτές, όπου απαιτείται, τυγχάνουν δημοσιότητας και εγκρίνονται από την τακτική γενική συνέλευση. Η αίτηση εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας. Το Δικαστήριο πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσεως, εκτός εάν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Με την άνω διάταξη τάσσονται κριτήρια αντικειμενικά, των οποίων η συνδρομή αρκεί για τη λύση, λαμβανομένου υπόψη ότι η τελευταία συνδέεται με την προστασία του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος και συνεπώς δεν επηρεάζεται από τις συντρέχουσες κατά περίπτωση υποκειμενικές συνθήκες, λόγω του σκοπού και της σημασίας για την τήρηση από τις ανώνυμες εταιρείες των περί ισολογισμών αυτών διατάξεων του νόμου, που αποβλέπουν στην κατοχύρωση τόσο των συμφερόντων των μετόχων και του συναλλασσομένου κοινού, όσο και γενικότερα του όλου θεσμού των εταιριών αυτών. Το Δικαστήριο σε περίπτωση μη υποβολής για καταχώριση χρηματοοικονομικών καταστάσεων τουλάχιστον δύο (2) ετών, έχει υποχρέωση και όχι δικαίωμα να λύσει την ανώνυμη εταιρεία, η υποχρέωση δε αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι παρέχεται εύλογη προθεσμία για την άρση των λόγων λύσεως. Το Δικαστήριο που θέλει να αποφύγει τη λύση, ως ύστατο τρόπο αποφυγής της μπορεί μόνο να θέσει την προθεσμία για άρση του λόγου λύσεως. Αν επιτρεπόταν εν γένει να αποφύγει τη διαταγή της λύσεως, η προθεσμία δεν θα είχε χρησιμότητα. Επίσης από το γεγονός ότι η υπόθεση εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή δεν υπάρχει αντιδικία, μόνο επικύρωση μιας καταστάσεως μέσω δικαστικής αποφάσεως. Αν η λύση δεν ήταν υποχρεωτική για το Δικαστήριο, ο νομοθέτης θα είχε παραπέμψει την επίλυση στην τακτική αμφισβητούμενη διαδικασία, όπου η λύση ως πιθανή δικαστική επιλογή θα μπορούσε να αμφισβητηθεί από την εταιρεία. Συνεπώς, η μόνη δυνατότητα που έχει το Δικαστήριο είναι να χορηγήσει προθεσμία για ίαση του λόγου λύσεως με εκπρόθεσμη υποβολή των οικονομικών καταστάσεων, ακόμα και αν αυτό συνοδεύεται με φορολογικές και άλλες διοικητικές κυρώσεις. Η διατύπωση του άνω άρθρου 165 § 3, περί προθεσμίας και ίασης του λόγου λύσεως δεν εισάγει εξαιρέσεις αναλόγως της αιτίας λύσης. Η μη ίαση του λόγου λύσεως μέσα στην προθεσμία, υποχρεώνει το Δικαστήριο σε κάθε περίπτωση να διατάξει την λύση της εταιρίας. Εξάλλου, σύμφωνα επομένως με την ως άνω διάταξη, δικαίωμα να ζητήσει την δικαστική λύση έχει οποιοσδήποτε έχει άμεσο έννομο συμφέρον και οπωσδήποτε νομιμοποιούνται να ζητήσουν τη λύση της εταιρείας οι μέτοχοι (ΚΠολΔ 68), οι ελεγκτές και τα μέλη του ΔΣ, το έννομο συμφέρον των οποίων προκύπτει από την σχέση τους με την εταιρεία, χωρίς να απαιτείται να έχουν ατομικό έννομο συμφέρον. Η αίτηση για λύση της εταιρείας και βεβαίως η απόφαση που διατάσσει την λύση της υποβάλλονται σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ και στον διαδικτυακό του τόπο, χωρίς να απαιτείται η επέλευση τελεσιδικίας, αφού πρόκειται για απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας (πρβλ. ΕφΔυτΜακ 49/2014, Α' Δημ. ΤΝΠ-Νόμος, Σπ. Ψυχομάνη: Δίκαιο Εμπορικών Εταιρειών, 4η έκδ. 2020, σ. 497, Ν. Ρόκα: Εμπορικές Εταιρείες, 9η έκδοση 2019, 484). Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 περ. ε΄, 8, 8β, 12, 13, 14, 18 § 4, 24 § 2, 34, 35β § 2, 35γ, 39 και 40 ν. 2190/1920, όπως ίσχυαν μέχρι την 31η.12.2018 που καταργήθηκαν από το άρθρο 189 στοιχ. α΄ του ν. 4548/2018 που ρυθμίζει πλέον την ανώνυμη εταιρεία προκύπτει ότι στην ανώνυμη εταιρεία, η οποία, ως κεφαλαιουχική ένωση, στηρίζεται στην περιουσιακή συμβολή των εταίρων, ο εταιρικός δεσμός εκφράζεται με τη μετοχή. Η μετοχική σχέση αρχίζει να υφίσταται και μπορεί να μεταβιβασθεί, αφότου η εταιρεία αποκτήσει νομική προσωπικότητα, η δε έκδοση των τίτλων των μετοχών έχει απλώς δηλωτικό χαρακτήρα (ΑΠ 528/2014). Ειδικότερα στο άρθρο 8β του ν. 2190/1920 όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάσταση του με το ν. 3604/2007 και πριν την κατάργηση του με το ν. 4548/2018 οριζόταν ο τρόπος μεταβιβάσεως των ανώνυμων και των ονομαστικών μετοχών μίας ανώνυμης εταιρείας που δεν είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο όπως δηλαδή η αιτούσα την αναστολή στην παρούσα δίκη. Σύμφωνα με την πέμπτη παράγραφο του ως άνω άρθρου, οι ανώνυμες μετοχές μεταβιβάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την μεταβίβαση των κινητών πραγμάτων. Έτσι απαιτείται και αρκεί συμφωνία και παράδοση (άρθρα 1034 και 1039 ΑΚ). Παράλληλα ισχύει και το τεκμήριο του άρθρου 1110 ΑΚ, ενώ το κύρος της μεταβιβάσεως δεν επηρεάζεται από την αιτία. Ως μέτοχος έναντι της εταιρείας νομιμοποιείται ο κάτοχος του τίτλου, χωρίς να απαιτείται εγγραφή στα βιβλία της εταιρείας. Το βάρος αποδείξεως ότι ο κάτοχος του τίτλου δεν είναι και ο πραγματικός κύριος αυτού το φέρει η εταιρεία. Η κληρονομική διαδοχή γίνεται με την επαγωγή της κληρονομιάς κατά το άρθρο 1710 ΑΚ και αρκεί μόνον η κατοχή του τίτλου (Β. Αντωνόπουλος: Δίκαιο ΑΕ και ΕΠΕ, 4η εκδ. 2012, σ. 300 επ.). Ο ίδιος τρόπος μεταβιβάσεως των ανώνυμων μετοχών ΑΕ προβλέπεται και στο άρθρο 184 § 7γ΄ του ν. 4548/2018 με την επισήμανση βέβαια ότι ανώνυμες μετοχές θα υπάρχουν μέχρι την 31η.12.2019, διότι από την 1η.1.2020 πρέπει να τραπούν υποχρεωτικά σε ονομαστικές κατά την διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 184 του ιδίου νόμου (Ν. Ρόκας: Εμπορικές εταιρείες, 9η έκδοση, 2019, σ. 399-402). Ως προς την μεταβίβαση των ονομαστικών μετοχών στο άρθρο 8β § 6 του ν. 2190/1920, όπως επίσης ίσχυε μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 13 ν. 3604/2007 και πριν την κατάργηση του με το άρθρο 189 στοιχ. α΄ του ν. 4548/2018, οριζόταν ότι: «Η μεταβίβαση των ονομαστικών μετοχών γίνεται με εγγραφή σε ειδικό βιβλίο της εταιρείας, η οποία χρονολογείται και υπογράφεται από τον μεταβιβάζοντα μέτοχο και τον αποκτώντα ή τους πληρεξουσίους αυτών. Μετά από κάθε μεταβίβαση εκδίδεται νέος τίτλος ή επισημειώνονται από την εταιρεία επί του υπάρχοντος τίτλου, εφόσον έχει εκδοθεί, η μεταβίβαση που έγινε και η εταιρική επωνυμία ή τα ονοματεπώνυμα με την έδρα και τις διευθύνσεις αντίστοιχα, το επάγγελμα και την εθνικότητα του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος. Τα στοιχεία αυτά καταχωρίζονται και στο ειδικό βιβλίο του πρώτου εδαφίου. Ως μέτοχος έναντι της εταιρείας θεωρείται ο εγγεγραμμένος στο βιβλίο αυτό». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 158 και 159 § 1 ΑΚ του άρθρου 7 § 2β΄ του ν. 3853/2010, προκύπτει ότι η μη τήρηση του ως άνω προβλεπόμενου νομίμου τύπου και ειδικότερα η μη εγγραφή της μεταβίβασης στο ειδικό βιβλίο μετόχων της εταιρείας (η έκδοση νέων μετοχών κ.λπ. αποτελεί συνέπεια της εγγραφής και συνιστά υποχρέωση της εταιρείας) για την κατάρτιση της εμπράγματης δικαιοπραξίας μεταβιβάσεως ονομαστικών μετοχών ανώνυμης εταιρείας επαγόταν ακυρότητα και για τον λόγο αυτό ανυπαρξία της μεταβιβάσεως έναντι της εταιρείας, όχι όμως και μεταξύ των μερών. Έτσι όσο η μεταβίβαση δεν εγγραφόταν στο βιβλίο μετόχων, μέτοχος για την εταιρεία θεωρούνταν ο εγγεγραμμένος σε αυτό πριν την μεταβίβαση. Αντιθέτως μεταξύ των μερών, η μεταβίβαση της μετοχής, ως κινητού πράγματος και δη αξιόγραφου, στο οποίο ενσωματωνόταν η εταιρική ιδιότητα, ανεξάρτητα από την εγγραφή στο ειδικό βιβλίο της εταιρίας, επερχόταν, κατ’ άρθρο 1034 ΑΚ, με την παράδοση της μετοχής από τον κύριο σ’ αυτόν που την αποκτά και τη συμφωνία μεταξύ τους για τη μετάθεση της κυριότητας (ΑΠ 153/2013 ΧρΙΔ 2014. 376, ΕφΘεσ 134/2109, Α΄ Δημ. ΤΝΠ-Νόμος). Η εγγραφή, εξάλλου, της μεταβιβάσεως ονομαστικών μετοχών στο βιβλίο μετόχων είχε νομιμοποιητική ενέργεια, αυτή απαιτείτο δηλαδή για να νομιμοποιείται, παθητικώς και ενεργητικώς, ο μέτοχος απέναντι στην εταιρεία (ΕφΑθ 6621/2014 Α΄ Δημ. ΤΝΠ-Νόμος). Σε περίπτωση που η εταιρεία δεν προέβαινε αυτεπαγγέλτως στην εγγραφή, όπως υποχρεούνταν από το νόμο, την πραγμάτωση της σχετικής υποχρέωσής της μπορούσαν να απαιτήσουν ο παλιός και ο νέος μέτοχος. Εξάλλου, πέραν του ότι οι ως άνω διατάξεις καθιέρωναν την εγγραφή στο ειδικό βιβλίο (μετοχολόγιο) ως νόμιμο τύπο για την κατάρτιση της εμπράγματης δικαιοπραξίας μεταβιβάσεως ονομαστικών μετοχών, προκειμένου αυτή να έχει ισχύ έναντι της εταιρείας, με το τελευταίο εδάφιο της παραπάνω παραγράφου του άρθρου 8β ν. 2190/1920 καθιερωνόταν επίσης η ήδη γενόμενη εγγραφή στο βιβλίο αυτό ως νόμιμο, μαχητό βεβαίως, τεκμήριο για τη μετοχική ιδιότητα του εγγεγραμμένου έναντι της εταιρείας (ΕφΘεσ 134/2019 ό.π). Η αιτία θανάτου μεταβίβαση των ονομαστικών μετοχών επερχόταν με την επαγωγή της κληρονομίας. Για τη νομιμοποίηση, όμως, έναντι της εταιρείας του αποκτώντος ονομαστικές μετοχές απαιτείτο εγγραφή του νέου μετόχου στο βιβλία μετόχων της εταιρείας (άρθρο 8β § 6 εδ.4). Η εγγραφή μπορούσε να γίνει με την προσκόμιση κληρονομητηρίου ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου από το οποίο αποδεικνυόταν η διαδοχή. Μετά την εγγραφή, η εταιρεία είχε υποχρέωση να εκδώσει νέο τίτλο ή σημειώνει την μεταβίβαση στον παλαιό. Επί ονομαστικών μετοχών για τη νομιμοποίηση του κληρονόμου έναντι της εταιρείας απαιτείτο η εγγραφή της μεταβιβάσεως στο βιβλίο μετόχων και μετοχών με την απόδειξη από τον κληρονόμο του κληρονομικού δικαιώματος αποκτήσεως της μετοχικής του ιδιότητας (Β. Αντωνόπουλος: Δίκαιο ΑΕ και ΕΠΕ, 4η έκδοση 2012, σ. 300 επ.). Και υπό το καθεστώς του ν. 4548/2018 οι ονομαστικές μετοχές μεταβιβάζονται με συμφωνία και παράδοση. Σύμφωνα όμως με την § 2 εδ. 1 άρθ. 41, η μεταβίβαση των μετοχών γίνεται με καταχώριση στο βιβλίο μετόχων, για να επέλθει δηλ. η μεταβίβαση απαιτείται επιπλέον η καταχώριση. Η διατύπωση αυτή της ως άνω διάταξης διαφέρει εκείνης της § 6 τελ. εδ. άρθ. 8β όπως αναλύθηκε, η οποία προέβλεπε ότι ως μέτοχος έναντι της εταιρίας θεωρείται ο εγγεγραμμένος στο βιβλίο μετόχων. Δεν θα πρέπει, εντούτοις, να εκληφθεί ότι πρόθεση του νόμου ήταν να καταστεί η καταχώριση στο βιβλίο μετόχων συστατική του δικαιώματος και στις μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος σχέσεις, διότι μία τέτοια σημαντική μεταβολή θα έπρεπε να αναφερόταν στην ΑιτΕκθ. Επομένως, μεταξύ των συμβαλλομένων τα μεταβιβαστικά (όχι μόνο τα ενοχικά) αποτελέσματα επέρχονται με την παράδοση των μετοχών, για να μπορεί όμως ο αποκτών να ασκεί τα μετοχικά του δικαιώματα έναντι της εταιρίας, πρέπει να γίνει καταχώριση της μεταβίβασης στο βιβλίο μετόχων. Η καταχώριση στο βιβλίο των μετόχων χρονολογείται και υπογράφεται από τον μεταβιβάζοντα και τον αποκτώντα, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στην § 2 άρθ. 41, ύστερα δε από κάθε μεταβίβαση εκδίδεται νέος τίτλος ή επισημειώνονται από την εταιρία στον ήδη υπάρχοντα η μεταβίβαση που έγινε και τα στοιχεία του αποκτώντος. Διευκρινίζεται, επίσης, στο άρθ. 42 ο τρόπος εγγραφής του διαδόχου στο βιβλίο μετόχων ή στο μητρώο του κεντρικού αποθετηρίου ή στον λογαριασμό του διαμεσολαβητή επί καθολικής ή οιονεί καθολικής διαδοχής (Ν. Ρόκας: Εμπορικές Εταιρείες, 9η έκδοση, 2019, σ. 399-402).

Με τον πέμπτο λόγο εφέσεως, η εκκαλούσα-νυν αιτούσα την αναστολή παραπονείται ότι η από 27.6.2019 αίτηση των εφεσίβλητων επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη καθώς οι αιτούντες δεν προσδιόριζαν συγκεκριμένα το συνολικό μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, την ονομαστική αξία κάθε μετοχής και τον αριθμό των ανώνυμων και ονομαστικών μετοχών, που κατείχε ο καθένας εξ αυτών ώστε να κρίνει το δικαστήριο το έννομο συμφέρον τους και την ενεργητική τους νομιμοποίηση για την άσκηση της αιτήσεως. Με αυτό το περιεχόμενο ωστόσο αυτός ο λόγος εφέσεως πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσει καθώς για το παραδεκτό της αιτήσεως αρκεί η επίκληση της ιδιότητάς τους ως μετόχων της εταιρείας, ενώ ο αριθμός των ανώνυμων και ονομαστικών μετοχών που κατέχει ο καθένας εξ αυτών που απαιτείται για την άσκηση των μετοχικών τους δικαιωμάτων κατά της εταιρείας, επιτρεπτώς μπορεί να προκύψουν και από τις αποδείξεις. Επίσης ως αβάσιμος πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί και ο έκτος λόγος εφέσεως καθώς κατά το πρώτο σκέλος του η επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος μίας εταιρείας δεν εμποδίζει την λύση της και την θέση της σε εκκαθάριση όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα ενώ ως προς το δεύτερο δεν καθιερώνεται απαράδεκτο ενός ενδίκου βοηθήματος όταν οι επιταγές για αναβολή της συζητήσεως ή την αναστολή της προόδου της δίκης περιέχονται όχι στις διατάξεις του ΚΠολΔ που ρυθμίζουν την πορεία της διαδικασίας, αλλά σε διατάξεις νόμων που επιδιώκουν φορολογικούς σκοπούς όπως το άρθρο 106 του ν. 2961/2001 καθώς οι σκοποί αυτοί μπορούν να επιτευχθούν και με άλλα μέσα όπως η διενέργεια φορολογικών ελέγχων (ΑΠ 395/2012)…

Με τον τρίτο λόγο εφέσεως της, η εκκαλούσα παραπονείται για την άρνηση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να της χορηγήσει την προθεσμία του άρθρου 165 § 3 του ν. 4548/2018 για άρση του λόγου λύσεως. Με αυτό το περιεχόμενο, ο ως άνω λόγος εφέσεως εκτιμάται ότι θα γίνει δεκτός ως κατ’ ουσία βάσιμος από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καθώς λαμβάνοντας κυρίως υπόψιν ότι το διοικητικό συμβούλιο που εξελέγη από την ΓΣ της 11η.12.2018 είχε ως κύριο καθήκον να ασχοληθεί με την προετοιμασία της ξενοδοχειακής επιχειρήσεως που εκμεταλλεύεται η εκκαλούσα για την θερινή περίοδο του έτους 2019, κρίνεται δικαιολογημένη η παράλειψή του να καταρτίσει τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εκκαλούσας για την διαχειριστική χρήση του έτους 2018 και για τις προηγούμενες μέχρι την κατάθεση της αιτήσεως των εφεσίβλητων (2.7.2019) με αποτέλεσμα να κρίνεται σκόπιμη η παροχή εύλογης προθεσμίας στην εκκαλούσα για άρση του λόγου λύσεως και έτσι αποφυγής ενός επαχθούς μέτρου όπως είναι η λύση της.

Κατόπιν τούτου και εφόσον εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο ότι θα ευδοκιμήσει ο τρίτος λόγος εφέσεως και ότι η εκκαλούσα θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη από την άμεση ισχύ και εκτελεστότητα της εκκαλουμένης αποφάσεως, η υπό κρίση αίτηση αναστολής πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη και να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ’ αριθ. 2626/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 19.1.2021 εφέσεως και των από 9.4.2021 πρόσθετων λόγων εφέσεως που έχουν ασκηθεί κατ’ αυτής της αποφάσεως, απορριπτομένης ως αβάσιμης της από 19.4.2021 και με αριθ. κατ. 2210/294/2019 αιτήσεως ανακλήσεως της από 16.4.2019 προσωρινής διαταγής του Δικαστή του Εφετείου Αθηνών.

ΜΕφΑθ 1061/2022

Δικ.: Ιωάννης Μαλούχος

Παρατηρήσεις

Η μη υποβολή χρηματοοικονομικών καταστάσεων ως λόγος λύσης της ανώνυμης εταιρίας

Μεταφέροντας[1] τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 48 κ.ν. 2190/1920 για λύση της ανώνυμης εταιρίας με δικαστική απόφαση, η διάταξη του άρθρου 165 του νέου ν. 4548/2018 προβλέπει ως λόγο λύσης, μεταξύ άλλων, και τη μη υποβολή προς καταχώριση εγκεκριμένων από τη γενική συνέλευση χρηματοοικονομικών καταστάσεων[2], μειώνοντας, όμως, τις τρεις τουλάχιστον συνεχείς διαχειριστικές χρήσεις σε δύο[3].

Η εισαγωγή του προκείμενου λόγου λύσης της ανώνυμης εταιρίας ήδη με το ν. 3604/2007, παρά τη ρητώς εκπεφρασμένη νομοθετική επιλογή για υποχώρηση της κρατικής παρέμβασης[4], δεν απέφυγε την κριτική ως προς το σκοπό του[5]. Η επικρατήσασα άποψη, αναφερόμενη στην προστασία των συμφερόντων των μετόχων και των τρίτων[6], φαίνεται να απηχεί και τον λόγο της μείωσης των διαχειριστικών χρήσεων από τρεις σε δύο[7]. Η νέα διάταξη θέτει αυστηρότερες προϋποθέσεις στη λειτουργία της ανώνυμης εταιρίας[8], δεδομένου ότι το χρονικό περιθώριο αμελούς συμπεριφοράς ή αδιαφάνειας συρρικνώνεται κατά ένα έτος, με αποτέλεσμα η απλή πάροδος δύο διαχειριστικών χρήσεων με χρονική συνέχεια κι όχι δύο οποιωνδήποτε χρήσεων[9] να αποτελεί λόγο λύσης της εταιρίας, χωρίς να εξετάζεται η αιτία μη υποβολής ή η ύπαρξη υπαιτιότητας[10], αποτελώντας, κατά τη νομολογία[11], αντικειμενικό κριτήριο για τη λύση της[12], χωρίς να εκφεύγει του ελέγχου της ΑΚ 281[13]. Όπως προσφυώς λέχθηκε[14], η νέα διάταξη είναι ενδεικτική της σημασίας που ο νομοθέτης του ν. 4548/2018 αποδίδει στη διαφάνεια και στην εταιρική λογοδοσία, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι από τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις οι συναλλασσόμενοι με την εταιρία πληροφορούνται κατ’ ουσίαν για την οικονομική της κατάσταση[15].

Μερική απάμβλυνση του κινδύνου αθρόας ευδοκίμησης σχετικών αιτήσεων, ενόψει και της ευχέρειας απόδειξης εκ μέρους του αιτούντος[16] της νομοτυπικής μορφής του άρθρου 165 § 1 περ. γ΄ ν. 4548/2018, επιχειρείται με την τρίτη παράγραφο του αυτού άρθρου, σύμφωνα με την οποία, το δικαστήριο, σε χρονικό σημείο προγενέστερο της έκδοσης οριστικής απόφασης επί της αίτησης, παρέχει στην εταιρία εύλογη προθεσμία για την άρση του λόγου άρσης, εκτός εάν θεωρεί άσκοπη την παροχή της προθεσμίας αυτής. Με γνώμονα ότι η λύση της εταιρίας αποτελεί το έσχατο μέσο[17], η χορήγηση της προθεσμίας δύο έως τεσσάρων μηνών[18] είναι η υποδεικνυόμενη από το νόμο οδός για την άρση του λόγου λύσης[19]. Ο καθορισμός του εύρους της προθεσμίας απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή, ο οποίος συνεκτιμά και τα ειδικά χαρακτηριστικά της περίπτωσης, χωρίς να απαιτείται από την οικεία διάταξη ειδική προς τούτο αιτιολόγηση[20]. Εάν στην ορισθείσα προθεσμία εκλείψει ο λόγος λύσης, υποβληθούν, δηλαδή, οι ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις εγκεκριμένες από τη γενική συνέλευση[21], η αίτηση θα απορριφθεί[22]. Πολύ περισσότερο, απορριπτέα θα κριθεί η αίτηση, εάν ο λόγος λύσης αρθεί σε χρονικό σημείο πριν από τη συζήτησή της[23]. Αντίθετα, εάν το δικαστήριο κρίνει αιτιολογημένα[24] ότι είναι άσκοπο να οριστεί η σχετική προθεσμία, μπορεί να προχωρήσει στην διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της αίτησης. Από την επισκόπηση της νομολογίας έχει κριθεί συναφώς ότι άσκοπος ήταν ο καθορισμός προθεσμίας όταν η έδρα της εταιρίας και η διαμονή του νόμιμου εκπροσώπου της ήταν άγνωστες[25], όταν έλαβε χώρα σχεδόν ολοσχερής καταστροφή των εγκαταστάσεων της εταιρίας κατά την πρώτη χρήση για την οποία δεν υποβλήθηκε ετήσια χρηματοοικονομική κατάσταση, χωρίς έκτοτε να λειτουργήσει η εταιρία[26], καθώς και στην περίπτωση που η εταιρία βρισκόταν σε αδράνεια[27] με διορισμό της διοίκησής της από δικαστικές αποφάσεις[28].

Σωτήριος Κόκκινος

Πρωτοδίκης, Δ.Ν.



[1] Έτσι η αιτιολογική έκθεση του ν. 4548/2018, βλ. άρθρο 165. Βλ. και ΕφΔωδ 179/2022 ΤΝΠ Qualex.

[2] Ο όρος αυτός εισήχθη με τον ν. 4308/2014. Πριν τον νόμο αυτό λόγος γινόταν για τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις.

[3] Αντωνόπουλος Β. σε Δίκαιο Κεφαλαιουχικών Εταιριών, επιμ. Β. Αντωνόπουλου/Λ. Γρηγοριάδη, 2022, τόμ. Ι, § 29, σ. 830, υπό ΣΤ, Αλεξανδρίδου Ελ., Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 3η έκδοση 2019, § 14, σ. 498, υπό Ι 6, αριθ. 8.

[4] Βλ. Βενιέρη Ιάκ., Από τη διοικητική εποπτεία της ΑΕ στην αυτορρύθμιση. Κριτική αποτίμηση του Ν. 3604/2007, 18ο ΠΣΕΔ (Τάσεις και Προοπτικές του Δικαίου της Ανώνυμης Εταιρίας, 2009, σ. 87, υπό ΣΤ ΙΙΙ, Αυγητίδη Δ., Η λύση της ανώνυμης εταιρίας σε Ζητήματα από το νέο δίκαιο της ανώνυμης εταιρίας, επιμ. Μ.-Θ. Μαρίνου, 2009, σ. 498, υπό Ε, αριθ. 46. Σε γενικότερο πλαίσιο η νομοθετική αυτή επιλογή αποτυπώθηκε στο γενικό μέρος της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 3604/2007 (ΚΝοΒ 2007 1846, υπό Ι).

[5] Μαστροκώστας Χρ., Λύση και εκκαθάριση της ανώνυμης εταιρίας, 2016, § 1, σ. 63, υπό Ε, αριθ. 73, όπου και αναλυτική αναφορά για τις υποστηριχθείσες απόψεις σχετικά με την προστασία του δημοσίου συμφέροντος (Περάκης Ευ., Το πρόβλημα της αδρανούς εταιρίας, ΕΕμπΔ 1980. 361, ιδίως δε 376, αριθ. 21) και την προστασία του συμφέροντος των τρίτων από ασύγγνωστη αμέλεια της εταιρίας, κατά τον Πασσιά Ι. (ιδίου, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρείας, τόμ. ΙΙ, 2003, § 709, σ. 1000).

[6] Μαστροκώστας Χρ., ό.π., σ. 63, υπό Ε, αριθ. 73, όπου και η παράθεση των ανωτέρω απόψεων.

[7] Καραμανάκου Ελ. σε Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας, επιμ. Γ. Σωτηρόπουλου, 2020, άρθρο 165, υπό 2.3, αριθ. 12.

[8] Σκαλίδη Χ., Παρατηρήσεις υπό την ΠΠρΘεσ 9553/2019 Αρμ 2020. 1161, υπό 1. Πρβλ. όμως και την κριτική (Σιδηρόπουλος Γ., Η μη υποβολή προς καταχώριση χρηματοοικονομικών καταστάσεων ως λόγος λύσης στο δίκαιο της ΑΕ, Παρατηρήσεις υπό την ΕφΘεσ 250/2018 ΔΕΕ 2019. 63), κατά την οποία, ακόμη και το χρονικό διάστημα των δύο ετών είναι πολύ μεγάλο, ματαιώνοντας το σκοπό της καταχώρισης λόγω του ότι τα περιλαμβανόμενα στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις στοιχεία θα είναι σχεδόν στο σύνολό τους ξεπερασμένα από την καταχώρισή τους.

[9] Καραμανάκου Ελ., ό.π., αριθ. 12.

[10] Δεν ενδιαφέρει, επομένως, ούτε εάν συγκλήθηκε η τακτική γενική συνέλευση, ούτε εάν προέκυψε αδυναμία έγκρισης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων (Παμπούκης Κ., Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας, 1991, τεύχος Α΄, § 34, σ. 226, υπό IV 2 Β).

[11] ΠΠρΛαρ 1/2019 ΕΕμπΔ 2019. 810, η οποία αναφέρεται στην περίπτωση που η καθαρή θέση, ήτοι το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της ανώνυμης εταιρίας, όπως προσδιορίζονταν στο υπόδειγμα του ισολογισμού που προβλεπόταν στο άρθρο 42γ κ.ν. 2190/1920, καταστεί –λόγω ζημιών– κατώτερο του ενός δεκάτου του μετοχικού κεφαλαίου και η γενική συνέλευση δεν λαμβάνει μέτρα κατά το άρθρο 47 κ.ν. 2190/1920, περίπτωση, ωστόσο, που καταργήθηκε με τον ν. 4548/2018 ως λόγος λύσης της εταιρίας με το επιχείρημα ότι η περίπτωση αυτή θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με τις διατάξεις του πτωχευτικού δικαίου (λ.χ. με την υπαγωγή της εταιρίας σε κάποια προπτωχευτική ή παραπτωχευτική διαδικασία ή ακόμη και με την κήρυξή της σε κατάσταση πτώχευσης) κι όχι με λύση της εταιρίας (βλ. αιτιολογική έκθεση).

[12] Βλ. ΜΠρΘεσ 14718/2021 ΕπισκΕΔ 2022. 342.

[13] Έτσι στην ΜΠρΘεσ 6042/2020 ΔΕΕ 2020. 821.

[14] Περάκης Ευ., Το νέο δίκαιο της ανώνυμης εταιρίας, 6η έκδοση 2019, σ. 131, υπό ΧΙΙΙ Α, αριθ. 2.

[15] Σινανιώτη-Μαρούδη Αρ., Εταιρίες, 4η έκδοση 2021, σ. 368, υπό 5.1.

[16] Εφόσον δικαιολογεί έννομο προς τούτο συμφέρον. Βλ. Καραμανάκου Ελ., Το έννομο συμφέρον ως διαδικαστική προϋπόθεση για τη δικαστική λύση της εταιρίας σύμφωνα με το άρθ. 165 ν. 4548/2018 (προηγουμένως άρθ. 48 κ.ν. 2190/1920), Παρατηρήσεις υπό την ΠΠρΛαρ 1/2019 ΕΕμπΔ 2019. 812 επ., Βενιέρη Ιάκ., Παρατηρήσεις υπό την ΠΠρΘεσ 17046/2012 ΕΕμπΔ 2013. 636.

[17] Καραμανάκου, Δίκαιο ΑΕ, ό.π., άρθρο 165, υπό 3.3, αριθ. 26, Σιδηρόπουλος Γ., ό.π., ΔΕΕ 2019. 62.

[18] Προθεσμία, που κατά τη θεωρία δεν επιδέχεται παράτασης, εν αντιθέσει με τα ισχύοντα στο άρθρο 48 § 3 κ.ν. 2190/1920 (Μούζουλας Σπ., Ν. 3604/2007 για την αναμόρφωση και τροποποίηση του κ.ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιριών, 2008, σ. 557, υπό Δ, αριθ. 4). Η μείωση του ανώτατου ορίου προθεσμίας από έξι μήνες σε τέσσερις ορθώς χαρακτηρίστηκε (Σκαλίδη Χ., ό.π., Αρμ 2020. 1161, υπό 1) ως αυστηρότερη ρύθμιση στο πλαίσιο της πρόθεσης του νομοθέτη να ενισχύσει την προστασία των συναλλαγών από παραβάσεις.

[19] Για υποχρέωση του δικαστηρίου κάνει λόγο ο Ψυχομάνης (ιδίου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 4η έκδοση 2020, σ. 497, υπό Θ ΙΙ, αριθ. 1750).

[20] Ίδια ήταν η κρατούσα άποψη και στο δίκαιο του κ.ν. 2190/1920, όπου είχε εύστοχα παρατηρηθεί (Μούζουλας Σπ., ό.π., σ. 559, υπό Δ, αριθ. 6) ότι η ως άνω νομοθετική επιλογή καθίστατο παράδοξη ιδίως στην περίπτωση πουτο δικαστήριο καθόριζε την κατώτατη προθεσμία των δύο μηνών.

[21] Εάν, όμως, η μη υποβολή των χρηματοοικονομικών καταστάσεων οφειλόταν στην άρνηση των τακτικών γενικών συνελεύσεων των χρήσεων αυτών να τις εγκρίνουν, βάσιμα υποστηρίχθηκε (Μούζουλας Σπ., ό.π., άρθρο 56, σ. 560, υπό Ε, αριθ. 560, Μαστοκώστας Χρ., ό.π., σ. 78, § 2, υπό Β ΙΙ 2 γ, αριθ. 92) ότι πρόσθετη προϋπόθεση ήταν και η ανάκληση των προγενέστερων αρνητικών αποφάσεων των γενικών συνελεύσεων.

[22] Βλ. και Μούζουλα Σπ., ό.π., σ. 563, υπό Ε, αριθ. 7, για το δίκαιο του κ.ν. 2190/1920, όπου η εκ των υστέρων έγκριση από τη γενική συνέλευση των οικονομικών καταστάσεων της τελευταίας χρήσης, ενδεχομένως δε και των παρελθουσών χρήσεων, αρκούσε για την άρση του λόγου λύσης της εταιρίας. Το ίδιο μπορούσε να γίνει δεκτό και στην περίπτωση της υποβολής ετήσιας χρηματοοικονομικής κατάστασης για χρήση μεταγενέστερη αυτών για τις οποίες δεν υποβλήθηκαν καταστάσεις με το επιχείρημα ότι με την υποβολή νέας ετήσιας χρηματοοικονομικής κατάστασης αφενός δεν καταφάσκεται αδράνεια της εταιρίας ως προς το ζήτημα αυτό, αφετέρου αποτυπώνεται η οικονομική της κατάσταση με αναφορά και στις προηγούμενες χρήσεις, επί των οποίων θα βασίζεται η τελικώς υποβληθείσα χρηματοοικονομική κατάσταση (Μαστροκώστας Χρ., ό.π., σ. 64, υπό Ε, αριθ. 73).

[23] Βλ. ΠΠρΘεσ 9553/2019 Αρμ 2020. 1161, ΜΠρΘεσ 4420/2020 αδημ.

[24] Καραμανάκου Ελ., ό.π., άρθρο 165, υπό 3.3, αριθ. 26, Σιδηρόπουλος Γ., ό.π., ΔΕΕ 2019 62. Βλ. όμως και ΠΠρΘεσ 10781/2010 ΤΝΠ-ΔΣΑ.

[25] ΠΠρΘεσ 17046/2012 ΕΕμπΔ 2013. 636.

[26] ΠΠρΘεσ 1762/2016 Αρμ 2016. 989.

[27] ΠΠρΘεσ 5384/2015 Αρμ 2015. 2094. Μακρόχρονη, κατά την ΠΠρΘεσ 10169/2018 αδημ.

[28] ΕφΔυτΜακ 49/2014 Αρμ 2015. 789.