ΜΠρΑγρ 193/2018
Δικαστής: Γ. Τσιλιβή
Δικηγόροι: Δ. Γρανάς
Νομοθετικές διατάξεις: άρθρα 5 ν.δ. 4220/1961, 903, 905, 906 ΚΠολΔ
Αίτηση αναγνώρισης αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης στην Ελλάδα. Υποχρεωτικός έγγραφος τύπος της συμφωνίας περί διαιτησίας. Έννοια ηλεκτρονικών εγγράφων. Σύμβαση της Νέας Υόρκης της 10.6.1958 για την αναγνώριση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων. Λόγοι απόρριψης της αίτησης. Αντίθεση του περιεχομένου της αλλοδαπής απόφασης στη δημόσια τάξη. Bitcoin. Δεν αποτελεί νόμισμα. Η εισροή κεφαλαίων στην ημεδαπή υπό τη μορφή bitcoin και εν γένει κρυπτονομίσματος δεν είναι αποδεκτή από την ελληνική έννομη τάξη, καθότι με την πρακτική αυτή ευνοείται η φοροδιαφυγή. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αναγνωρισθεί στην Ελλάδα η εκτελεστότητα απόφασης που αναγνωρίζει το bitcoin ως μια αποκεντρωμένη μονάδα νομίσματος ομότιμων (peer to peer) λόγω αντίθεσης στη δημόσια τάξη.
[…]
Α. Κατά το άρθρο 906 ΚΠολΔ «Οι αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις κηρύσσονται εκτελεστές, σύμφωνα με το άρθρο 905 § 1, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 903». Κατά δε το άρθρο 905 § 1 ΚΠολΔ «Με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις και κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να γίνει στην Ελλάδα αναγκαστική εκτέλεση βασισμένη σε αλλοδαπό τίτλο από τότε που θα τον κηρύξει εκτελεστό απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται η κατοικία και, αν δεν έχει κατοικία, η διαμονή του οφειλέτη και, αν δεν έχει ούτε διαμονή, του μονομελούς πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του Κράτους». Με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 4220/1961 κυρώθηκε η από 10.6.1958 Σύμβαση της Νέας Υόρκης, που αφορά την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, έχει δε από 14.10.1962 ισχύ νόμου και υπερέχει, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, των άρθρων 903, 905 και 906 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 81/1997, δημοσίευση σε ΝΟΜΟΣ). Στο άρθρο 3 της Σύμβασης ορίζεται ότι «Κάθε συμβαλλόμενο κράτος θα αναγνωρίζει το κύρος της διαιτητικής απόφασης και θα επιτρέπει την εκτέλεσή της σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες οι οποίοι ακολουθούνται στο έδαφος όπου γίνεται η επίκληση της απόφασης και με τις προϋποθέσεις που αναγράφονται στα επόμενα άρθρα. Δεν θα επιβάλλονται για την αναγνώριση ή εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων, στις οποίες εφαρμόζεται η παρούσα σύμβαση, προϋποθέσεις που είναι αισθητώς αυστηρότερες, ούτε δικαστικά έξοδα που είναι αισθητώς ανώτερα από εκείνα που επιβάλλονται για την αναγνώριση ή εκτέλεση ημεδαπών διαιτητικών αποφάσεων». Με το άρθρο 4 ορίζεται ότι «1. Για να επιτύχει την αναγνώριση και εκτέλεση που προβλέπεται από το προηγούμενο άρθρο, εκείνο από τα μέρη, το οποίο αιτείται την αναγνώριση και εκτέλεση, πρέπει να προσκομίσει ταυτόχρονα με την αίτηση: α) το πρωτότυπο της απόφασης δεόντως βεβαιωμένο ή αντίγραφο του πρωτοτύπου αυτού που να περιέχει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αυθεντικότητά του και β) το πρωτότυπο της συμφωνίας που προβλέπεται από το άρθρο 2 ή αντίγραφο που περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αυθεντικότητά του (συμφωνία για υποβολή των μερών σε διαιτησία). 2. Εάν η απόφαση ή η συμφωνία δεν είναι συντεταγμένη στην επίσημη γλώσσα της χώρας στην οποία γίνεται επίκληση, εκείνο από τα μέρη που αιτείται την αναγνώριση και την εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προσκομίσει μετάφραση των εγγράφων αυτών στη γλώσσα αυτή». Με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 ορίζεται ότι «Η αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης θα μπορεί να απορριφθεί εάν η αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση διαπιστώνει: α) ότι κατά το δίκαιο της χώρας αυτής το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι επιδεκτικό ρύθμισης με διαιτησία ή β) ότι η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης θα ήταν αντίθετη με τη δημόσια τάξη της χώρας αυτής». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η δικαιοδοτική κρίση του δικαστηρίου, που καλείται με απόφασή του να αναγνωρίσει ή και να κηρύξει εκτελεστή στον τόπο του αλλοδαπή διαιτητική απόφαση, που εκδόθηκε στο έδαφος άλλου κράτους, το οποίο έχει προσχωρήσει στη Σύμβαση της Νέας Υόρκης, περιορίζεται στη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 4 της Σύμβασης. Όμως, εκείνος κατά του οποίου γίνεται η επίκληση της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης, μπορεί να προτείνει και να αποδείξει ότι συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στη Σύμβαση αυτή αρνητικές προϋποθέσεις του άρθρου 5 § 1 αυτής προκειμένου να επιτύχει την απόρριψη της αίτησης, τις οποίες το δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως, ενώ ερευνά αυτεπαγγέλτως εάν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι επιδεκτικό ρύθμισης με διαιτησία, κατά το δίκαιο που αυτό δικάζει, ή εάν η εκτέλεση της απόφασης κρίνεται αντίθετη προς τη δημόσια τάξη της χώρας στην οποία ζητείται η αναγνώριση ή/και η εκτέλεση (ΑΠ 4601/1990, δημοσίευση σε ΝΟΜΟΣ). Στις προϋποθέσεις κήρυξης εκτελεστής αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης δεν περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της νομικής της ορθότητας και, ειδικότερα, εάν εφαρμόστηκε το ουσιαστικό δίκαιο που έπρεπε να εφαρμοστεί κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο ή κατά συμβατικό όρο, αφού το ελληνικό δικαστήριο δεν επιτρέπεται να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, προβαίνοντας σε αναδίκαση και νέα ουσιαστική διάγνωσή της, σε τροποποιήσεις, μεταβολές, προσθήκες ή αφαιρέσεις ως προς όσα διατάσσονται με την αλλοδαπή απόφαση (ΟλΑΠ 899/1985, δημοσίευση σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1658/ 2014, δημοσίευση στην επίσημη ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Εάν η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση είναι εσφαλμένη κατ’ ουσίαν, ο διάδικος που ηττήθηκε μπορεί να ασκήσει εναντίον της τα προβλεπόμενα από το αλλοδαπό δίκαιο ένδικα μέσα ή προσφυγή (ΑΠ 1658/2014, δημοσίευση στην επίσημη ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 1066/2007, δημοσίευση σε ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τα ως άνω, συνάγεται ότι το άρθρο 3 της Σύμβασης αναφέρεται αποκλειστικά στους τυπικούς δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι ρυθμίζουν τη διαδικασία αναγνώρισης και κήρυξης εκτελεστής αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης και παραπέμπει για την επίλυση των διαδικαστικών ζητημάτων στους δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι ακολουθούνται στο έδαφος της χώρας όπου γίνεται η επίκληση της απόφασης. Στους δικονομικούς αυτούς κανόνες περιλαμβάνονται, όσον αφορά το ελληνικό δίκαιο, το άρθρο 903 ΚΠολΔ, κατά το μέρος που για την αναγνώριση στην Ελλάδα του δεδικασμένου αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης δεν απαιτεί την τήρηση οιασδήποτε διαδικασίας, τα άρθρα 905 και 906 ΚΠολΔ, κατά το μέρος που ρυθμίζουν τη διαδικασία και το αρμόδιο δικαστήριο για την κήρυξη εκτελεστής στην Ελλάδα της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 741, 747, 68, 73, 118 και 216 ΚΠολΔ, κατά το μέρος που ρυθμίζουν τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η αίτηση, μεταξύ των οποίων, τα στοιχεία ταυτότητας και την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων. Όμως, από τους τυπικούς δικονομικούς κανόνες αντιδιαστέλλονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για να αναγνωριστεί ή/και να κηρυχτεί εκτελεστή η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση και οι οποίες περιέχονται, κατά βάση, στα άρθρα 4 έως 7 της ανωτέρω Σύμβασης και αποτελούν αυτοτελείς κανόνες άμεσης εφαρμογής, ανεξάρτητους από τους δικονομικούς κανόνες των Κρατών που δεσμεύονται από τη Σύμβαση, τους οποίους παραμερίζουν (ΑΠ 4601/1990, ΜΠρΠειρ 2150/2017, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ).
Β. Από τις διατάξεις του άρθρου 1 §§ 1 και 3 της από 10ης Ιουνίου 1958 Διεθνούς Σύμβασης της Νέας Υόρκης περί αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, η οποία έχει κυρωθεί με το ν.δ. 4220/1961 υπό τους όρους της αμοιβαιότητας και της εμπορικότητας και έχει υπερνομοθετική ισχύ, δυνάμει του άρθρου 28 § 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι οι διατάξεις της εν λόγω Διεθνούς Σύμβασης έχουν εφαρμογή επί της αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, εφόσον οι διαφορές, οι οποίες αποτέλεσαν το αντικείμενο της διαιτησίας, προέρχονται από έννομες σχέσεις οι οποίες θεωρούνται εμπορικές κατά το ελληνικό δίκαιο. Οι συνθήκες πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού τους. Ο σκοπός της Σύμβασης της Νέας Υόρκης είναι η προώθηση του διεθνούς εμπορίου και η επίλυση των διεθνών διαφορών μέσω διαιτησίας. Η Σύμβαση στοχεύει στη διευκόλυνση της αναγνώρισης και εκτέλεσης των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων και στη δικαστική αναγνώριση των συμφωνιών διαιτησίας. Ως εκ τούτου, πρέπει να υιοθετείται μια προσέγγιση υπέρ της εκτέλεσης όταν ερμηνεύεται η Σύμβαση. Εάν υπάρχουν διάφορες πιθανές ερμηνείες, τότε πρέπει να επιλέγεται το νόημα που ευνοεί την αναγνώριση και την εκτέλεση (η λεγόμενη προκατάληψη υπέρ της εκτέλεσης). Σε κάθε δε περίπτωση, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον σκοπό της Σύμβασης, τα δικαστήρια πρέπει να ερμηνεύουν ευρέως την έννοια της εμπορικότητας. Η σύναψη σύμβασης δανείου, κατά την ελληνική νομοθεσία, δεν συνιστά αφ’ εαυτής πρωτότυπα εμπορική πράξη, αλλά ούτε κατ’ αναλογία, λόγω ελλείψεως κριτηρίων εμπορικότητας, ή παράγωγα εξ αντικειμένου εμπορική πράξη. Εφόσον, όμως, στην ανωτέρω Σύμβαση συμβαλλόμενο μέρος είναι έμπορος, ο οποίος τη συνάπτει ένεκα της εμπορικής του δραστηριότητας, τότε η προκείμενη έννομη σχέση αποκτά εμπορικό χαρακτήρα με παράγωγο τρόπο (παράγωγα εξ υποκειμένου εμπορική πράξη). Η εμπορικότητα αυτής της έννομης σχέσης οφείλεται στην εφαρμογή του τεκμηρίου εμπορικότητας, σύμφωνα με το οποίο όλες οι πράξεις που διενεργούνται από έμπορο θεωρούνται ότι γίνονται για να εξυπηρετήσουν την εμπορική του δραστηριότητα. Το εν λόγω τεκμήριο δύναται να ανατραπεί μόνο από τον έμπορο στην περίπτωση που ο ίδιος επικαλεστεί και αποδείξει ότι η σύναψη της Σύμβασης ήταν άσχετη με την εμπορική του δραστηριότητα (ΕφΠειρ 301/2012, δημοσίευση σε ΝΟΜΟΣ, Διεθνές Συμβούλιο για την εμπορική διαιτησία–Οδηγός του ICCA για την ερμηνεία της Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958, 2014, σ. 16/171, 29, Αναστασόπουλου, Επιτομή Εμπορικού Δικαίου, Εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλα, Έκδοση 2013, σ. 23/24).
Γ. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης της Νέας Υόρκης «1. Κάθε συμβαλλόμενο κράτος αναγνωρίζει τη συμφωνία με την οποία τα μέρη υποχρεούνται να υποβάλλουν σε διαιτησία όλες ή ορισμένες από τις διαφορές τους, οι οποίες ανέκυψαν ή πρόκειται να ανακύψουν μεταξύ τους, αναφορικά με τη συγκεκριμένη έννομη σχέση, συμβατική ή εξωσυμβατική, αναφερόμενη σε θέμα επιδεκτικό ρύθμισης με διαιτησία. 2. Νοείται με τον όρο “έγγραφος συμφωνία” διαιτητική ρήτρα περιληφθείσα σε σύμβαση ή συνυποσχετικό, που υπογράφηκαν από τα μέρη ή περιέχονται σε ανταλλαγή επιστολών ή τηλεγραφημάτων». Με την προκείμενη διάταξη καθιερώνεται ο έγγραφος τύπος για τη συνομολόγηση συμφωνίας διαιτησίας, ενώ ορίζεται, ειδικότερα, ότι ως «έγγραφη συμφωνία» νοείται και η συμφωνία που έχει περιληφθεί σε σύμβαση ή συνυποσχετικό, τα οποία υπογράφηκαν από τα μέρη ή περιέχονται σε επιστολές ή τηλεγραφήματα που ανταλλάχθηκαν. Η ανωτέρω διεύρυνση σκοπεί στην εξυπηρέτηση της ανάγκης του διεθνούς εμπορίου για ευχερέστερη και ταχύτερη διεξαγωγή των διεθνών συναλλαγών και καθιερώνει ρητά τη δυνατότητα συνομολόγησης της συμφωνίας περί διαιτησίας και με ανταλλαγή επιστολών ή τηλεγραφημάτων. Η διάταξη αυτή εισήγαγε αυτοτελή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος έχει ισχύ για τα κράτη μέλη και δεν καταλείπει στο πεδίο εφαρμογής της περιθώριο προσφυγής του δικάζοντος δικαστή σε άλλο κανόνα ουσιαστικού ή ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, προκειμένου να εξακριβώσει το έγκυρο της συμφωνίας περί διαιτησίας από την άποψη του τύπου της συνομολόγησής της. Συμπερασματικά, εφόσον πρόκειται για διαφορά από διεθνή εμπορική συναλλαγή μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων τα οποία είχαν, κατά τον χρόνο κατάρτισής της, το κέντρο της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας σε διαφορετικές χώρες, η συμφωνία περί διαιτησίας μπορεί να καταρτιστεί έγκυρα και με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων ή τηλετυπημάτων, ήτοι οι υπογραφές των συμβαλλομένων να μην βρίσκονται στο αυτό έγγραφο (ΟλΑΠ 81/1997, ΑΠ 15611/1998, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ). Επιπροσθέτως, είναι κοινή πρακτική το κύριο συμβατικό έγγραφο να αναφέρεται σε τυποποιημένους όρους που μπορεί να περιέχουν μια ρήτρα διαιτησίας. Η Σύμβαση της Νέας Υόρκης είναι σιωπηρή ως προς το θέμα αυτό. Δεν υπάρχει καμία σαφής ένδειξη κατά πόσο οι ρήτρες διαιτησίας που ενσωματώνονται διαμέσου αναφοράς συμβαδίζουν με την έγγραφη προϋπόθεση που θεμελιώνεται στο άρθρο 2. Η λύση σε αυτό το ζήτημα θα πρέπει να εξετάζεται ανάλογα με την εκάστοτε υπόθεση. Εκτός του ότι λαμβάνεται υπ’ όψιν η κοινωνική θέση των μερών –για παράδειγμα, εάν είναι έμπειροι επιχειρηματίες– και οι πρακτικές μιας ειδικής βιομηχανίας, σε υποθέσεις στις οποίες το κύριο έγγραφο αναφέρεται ρητά στη ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβάνεται στους τυποποιημένους όρους θα μπορούσε πιο εύκολα να κριθεί ότι συμβαδίζει με τις τυπικές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 2 της Σύμβασης από αυτές τις υποθέσεις στις οποίες η κύρια σύμβαση αναφέρεται απλώς στην εφαρμογή των τυποποιημένων όρων, χωρίς καμία ρητή αναφορά στη ρήτρα διαιτησίας. Το κριτήριο της τυπικής εγκυρότητας πρέπει να σχετίζεται με την επικοινωνία που αναφέρει το σχετικό έγγραφο που περιέχει τη ρήτρα διαιτησίας στο άλλο μέρος, στο οποίο αντιτίθεται πριν ή κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης ή της προσχώρησης στη σύμβαση. Εάν προσκομιστούν αποδεικτικά στοιχεία που να βεβαιώνουν το γεγονός ότι τα μέρη γνώριζαν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν την ύπαρξη μιας συμφωνίας διαιτησίας, που ενσωματώνεται διαμέσου αναφοράς, τότε η κρίση πρέπει να τάσσεται υπέρ της τυπικής εγκυρότητας της συμφωνίας της διαιτησίας. Από τη Σύσταση δε του 2006 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών, η οποία αναφέρει ότι «Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο συνιστά ότι το άρθρο 2 § 2 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης πρέπει να εφαρμόζεται αναγνωρίζοντας ότι οι περιπτώσεις που περιγράφονται σε αυτό δεν ορίζονται με εξαντλητικό τρόπο», συνάγεται ότι η διατύπωση του άρθρου 2, το οποίο προοριζόταν να καλύψει τα μέσα επικοινωνίας που υπήρχαν το 1958, πρέπει να ερμηνεύεται ότι καλύπτει ισοδύναμα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας. Το κριτήριο είναι ότι θα πρέπει να υπάρχει γραπτή καταγραφή της συμφωνίας διαιτησίας. Όλα τα μέσα επικοινωνίας που πληρούν το κριτήριο αυτό θα πρέπει να θεωρούνται ως συμβατά με το άρθρο 2, το οποίο καλύπτει και τα ηλεκτρονικά έγγραφα, εφόσον οι υπογραφές είναι ηλεκτρονικά αξιόπιστες (Διεθνές Συμβούλιο για την εμπορική διαιτησία–Οδηγός του ICCA για την ερμηνεία της Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958, 2014, σ. 53, 54, 58). Ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των εγγράφων δεδομένων στο μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα οποία, αφού γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αποτυπώνονται με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, είτε στην οθόνη του μηχανήματος, είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν συγκεντρώνει τα στοιχεία του (παραδοσιακού) εγγράφου κατά τον ΚΠολΔ, λόγω της έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωσή του σε υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά πρόκειται για μια ενδιάμεση μορφή την οποία ο νομοθέτης ορθά εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα ενόψει της εγγύτητας προς αυτά. Σύμφωνα με το άρθρο 3 § 1 του π.δ. 150/2001 «η προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή επέχει θέση ιδιόχειρης υπογραφής τόσο στο ουσιαστικό όσο και στο δικονομικό δίκαιο, εφόσον α) βασίζεται σε “αναγνωρισμένο πιστοποιητικό” και β) δημιουργείται από ασφαλή διάταξη δημιουργίας υπογραφής». Από μόνο, πάντως, τον λόγο ότι δεν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, δεν αποκλείεται η ισχύς της ηλεκτρονικής υπογραφής ή το παραδεκτό της ως αποδεικτικού στοιχείου (άρθρο 3 § 2 του π.δ. 150/ 2001). Με την ανωτέρω ρύθμιση τα ηλεκτρονικά έγγραφα, που φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική (ψηφιακή) υπογραφή, εξομοιώνονται προς τα συνήθη έγγραφα και, συνεπώς, απολαμβάνουν την τυπική αποδεικτική δύναμη των τελευταίων (445 ΚΠολΔ), τόσο ως προς την ταυτότητα του εκδότη τους όσο και ως προς το περιεχόμενό τους. Δεν πρέπει, πάντως, να συναχθεί επιχείρημα, εξ αντιδιαστολής, ότι, αφού ο νομοθέτης εξομοίωσε την προηγμένη μόνο ηλεκτρονική υπογραφή με την ιδιόχειρη, δεν ήθελε να αναπτύσσει ανάλογη αποδεικτική λειτουργία και η απλή ηλεκτρονική υπογραφή. Επιτακτικές ανάγκες των συναλλαγών και, δη, των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, επιβάλλουν την ανάπτυξη της αποδεικτικής δύναμης των ιδιωτικών εγγράφων και στα εφοδιασμένα με απλή ηλεκτρονική υπογραφή ηλεκτρονικά έγγραφα. Εφόσον πιστοποιείται η γνησιότητα, η ακρίβεια και η προέλευση του ηλεκτρονικού εγγράφου μέσω της ηλεκτρονικής υπογραφής, αναπληρώνεται πλήρως ο σκοπός της ιδιόχειρης υπογραφής, που προσδίδει την αξιοπιστία στα ιδιωτικά έγγραφα. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, επικρατεί η άποψη της λειτουργικής εξομοίωσης των ιδιωτικών εγγράφων με τα ηλεκτρονικά έγγραφα, τα οποία συνοδεύονται από απλή ηλεκτρονική υπογραφή (Νικόλαου Θ. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Γ΄ Έκδοση, 2018, Εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 498 Ι, 499). Τέλος, ως προαναφέρθηκε, o έγγραφος τύπος, κατά το άρθρο 2 της Σύμβασης, είναι συστατικός και το πρωτότυπο έγγραφο της συμφωνίας ή επικυρωμένο αντίγραφο αυτής πρέπει να υποβάλλει ενώπιον του δικαστηρίου ο αιτούμενος την αναγνώριση και εκτέλεση της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης. Εάν, όμως, χωρίς να έχει τηρηθεί ο έγγραφος τύπος, τα μέρη μετάσχουν ανεπιφυλάκτως της διαιτητικής διαδικασίας, αίρεται η ακυρότητα λόγω της μη τηρήσεως του εγγράφου τύπου και αρκεί η υποβολή των πρακτικών της διαιτητικής διαδικασίας [ΕφΑθ 9671/1995, 1518/1994 (που παραπέμπουν στην ΑΠ 881/1977), ΜΠρΘεσ 24637/2013, άπασες δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ].
Δ. Κατά το άρθρο 454 ΚΠολΔ «Αν το έγγραφο που προσάγεται έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, υποβάλλεται μαζί και επίσημη μετάφρασή του επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών ή άλλο αρμόδιο κατά τον νόμο πρόσωπο ή από την πρεσβεία ή το προξενείο της Ελλάδας στη χώρα, στην περιοχή της οποίας έχει συνταχθεί το έγγραφο ή από την πρεσβεία στην Ελλάδα ή το προξενείο της ίδιας χώρας, σε οποιαδήποτε δε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να μεταφραστεί το έγγραφο στα ελληνικά από πραγματογνώμονα». Συνεπώς, το ξενόγλωσσο έγγραφο, που προσάγεται χωρίς επίσημη και επικυρωμένη μετάφρασή του, είναι απαράδεκτο ως αποδεικτικό μέσο, εκτός εάν στη διαδικασία, με την οποία δικάζεται η υπόθεση, επιτρέπεται να ληφθούν υπ’ όψιν και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και τα προσαγόμενα χωρίς τη δέουσα μετάφραση ξενόγλωσσα έγγραφα (ΑΠ 16271/2010, ΑΠ 1462/1996, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 741, 340 και 744 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στην εκούσια δικαιοδοσία και, ιδίως, στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος, λαμβάνονται υπ’ όψιν και εκτιμώνται ελεύθερα τα μη μεταφρασμένα ξενόγλωσσα έγγραφα. Συμπληρωματικά, με βάση το άρθρο 4 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης, ο αιτών την αναγνώριση και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης πρέπει να προσκομίσει μετάφραση της διαιτητικής απόφασης και της συμφωνίας διαιτησίας εάν δεν έχουν γραφτεί στην επίσημη γλώσσα της χώρας, όπου έχει κατατεθεί η αίτηση αναγνώρισης ή/και εκτέλεσης. Αρκετά εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι η μετάφραση δεν ήταν απαραίτητη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον κ. Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου στο Άμστερνταμ, ο οποίος θεώρησε ότι η μετάφραση της διαιτητικής απόφασης και της διαιτητικής συμφωνίας δεν ήταν απαραίτητη, επειδή τα έγγραφα ήταν «γραμμένα στα αγγλικά, μια γλώσσα την οποία χειριζόμαστε αρκετά, ούτως ώστε να αντιληφθούμε το περιεχόμενό τους», ενώ το Εφετείο της Ζυρίχης θεώρησε ότι δεν χρειάζεται να προσκομιστεί η μετάφραση όλου του συμβολαίου που περιλαμβάνει τη διαιτητική ρήτρα, αφού θεωρήθηκε αρκετή η μετάφραση του τμήματος που περιείχε τη διαιτητική ρήτρα (Διεθνές Συμβούλιο για την εμπορική διαιτησία–Οδηγός του ICCA για την ερμηνεία της Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958, 2014, σ. 881 89, όπου οι σχετικές παραπομπές στις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις).
Ε. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 903, 905 § 3 και 323 § 5 ΚΠολΔ και 5 § 2 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης συνάγεται ότι, για να κηρυχθεί στην Ελλάδα εκτελεστή απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, απαιτείται, εκτός από άλλα, να μην είναι αντίθετη προς τη «δημόσια τάξη». Ωστόσο, το άρθρο 5 § 2 εδ. β΄ της Σύμβασης της Νέας Υόρκης δεν ορίζει τη σημασία του όρου «δημόσια τάξη», ούτε αναφέρει εάν οι ημεδαπές αρχές δημόσιας τάξης ή οι αρχές δημόσιας τάξης βασισμένες στη διεθνή έννοια δημόσιας τάξης, πρέπει να εφαρμοστούν σε μια αίτηση αναγνώρισης ή/και εκτέλεσης, που κατατέθηκε με βάση τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης. Η διεθνής έννοια της δημόσιας τάξης είναι γενικά στενότερη από αυτήν της ημεδαπής δημόσιας τάξης. Τα περισσότερα εθνικά δικαστήρια έχουν υιοθετήσει τη στενότερη έννοια της διεθνούς δημόσιας τάξης, εφαρμόζοντας ουσιαστικούς κανόνες από διεθνείς πηγές. Οι συστάσεις της Ένωσης Διεθνούς Δικαίου που εκδόθηκαν το 2002 («οι Συστάσεις της ILA»), σχετικά με τη «δημόσια τάξη», θεωρούνται όλο και περισσότερο ως αυτές που ανταποκρίνονται στην καλύτερη διεθνή πρακτική. Ανάμεσα στις γενικές συστάσεις, που περιλαμβάνονται στις Συστάσεις της ILΑ, είναι ότι το τελεσίδικο των διαιτητικών αποφάσεων στη «διεθνή εμπορική διαιτησία θα πρέπει να γίνεται σεβαστό, εκτός εάν συντρέχουν σπάνιες περιπτώσεις [Ρήτρα 1 (a) του Γενικού Μέρους] και ότι αυτές οι σπάνιες περιπτώσεις «μπορεί να υπάρχουν στην περίπτωση που η αναγνώριση ή η εκτέλεση μιας διεθνούς διαιτητικής απόφασης θα ήταν ενάντια στη διεθνή δημόσια τάξη [Ρήτρα 1 (b) του Γενικού Μέρους]». Η Ρήτρα 1 (d) των Συστάσεων της ILA αναφέρει ότι η έκφραση «διεθνής δημόσια τάξη» χρησιμοποιείται μέσα στις Συστάσεις για να ορίσει το σώμα των αρχών και των κανόνων που αναγνωρίζεται από ένα Κράτος και που, από την φύση του, μπορεί να απαγορεύσει την αναγνώριση και την εκτέλεση μιας διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε μέσα στο πλαίσιο της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, όταν η αναγνώριση ή η εκτέλεση αυτής της απόφασης θα επέφερε την παραβίαση αυτού του σώματος εξαιτίας της διαδικασίας σύμφωνα με την οποία εκδόθηκε (δικονομική διεθνής δημόσια τάξη) ή εξαιτίας του περιεχομένου της (ουσιαστική διεθνής δημόσια τάξη) (Διεθνές Συμβούλιο για την εμπορική διαιτησία–Οδηγός του ICCA για την ερμηνεία της Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958, 2014, σ. 124/125, όπου σχετική παραπομπή στις Συστάσεις της ILA, οι οποίες είναι διαθέσιμες στο …). Συνακολούθως, στις ανωτέρω ημεδαπές διατάξεις και στην διάταξη του άρθρου 5 § 2 εδ. β΄ της Σύμβασης, η δημόσια τάξη νοείται με την έννοια του άρθρου 33 ΑΚ και, ως εκ τούτου, η αναγνώριση ή/και η κήρυξη απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου εκτελεστής στην Ελλάδα δεν συγχωρείται όταν η ανωτέρω αντίθεση υφίσταται, όταν η διαδικασία που ακολουθήθηκε, για την έκδοση της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης προσκρούει σε θεμελιώδη δικονομικά αξιώματα, τα οποία, πέρα και ανεξάρτητα από τους συγκεκριμένους ημεδαπούς δικονομικούς κανόνες, εκφράζουν το κράτος δικαίου επί του πεδίου της απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης, όταν η παράβαση των δικονομικών αυτών αρχών δεν ήταν δυνατό να προβληθεί με ένδικα μέσα κατά της απόφασης ενώπιον των δικαστηρίων της αλλοδαπής πολιτείας, αλλά και όταν η ανάπτυξη στην ημεδαπή των συνεπειών της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης αντιτίθεται ευθέως στην έννοια της διεθνούς δημόσιας τάξης, δηλαδή, προς τους θεμελιώδεις κανόνες και αρχές, που κρατούν κατά ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα που αποτρέπει τη διαταραχή του ως άνω ρυθμού με την αναγνώριση ή με την εκτέλεση στην ημεδαπή της αλλοδαπής απόφασης ή και μέσω αυτής στην εφαρμογή στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου που μπορεί να προξενήσουν την ίδια διαταραχή. Εξάλλου, οι διατάξεις που εκφράζουν τις ανωτέρω θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τον βιοτικό ρυθμό της χώρας είναι και η έκφραση της υπό την ανωτέρω έννοια δημόσιας τάξης, γι’ αυτό και η προς αυτές αντίθεση αλλοδαπού δικαίου δεν συγχωρεί την εφαρμογή του τελευταίου, η οποία θα έχει ως συνέπεια τη μερική ή ολική διαταραχή της πολιτειακής έννομης τάξης (ΟλΑΠ 61/1990, ΟλΑΠ 171/1999, ΟλΑΠ 22/2009, άπασες δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ, Ντίνου Ρόβλια και Κώστα Σταφυλοπάτη, Η Διαιτησία, Έκδοση 2016, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 258/259/260).
ΣΤ. Κρυπτοχρήμα ονομάζεται το αποκεντρωμένο μέσο πληρωμής, το οποίο, όπως φανερώνει και το όνομά του, βασίζεται στην κρυπτογραφία, τόσο για την πραγματοποίηση συναλλαγών, όσο και για τη δημιουργία νέων μονάδων του ιδίου. Κρυπτογραφία είναι το διεπιστημονικό γνωστικό πεδίο που πραγματεύεται τις μεθόδους κρυπτογράφησης και αποκρυπτογράφησης. Κρυπτογράφηση είναι η μετατροπή ενός κοινού μηνύματος, είτε σε κρυπτογράφημα είτε σε κώδικα (κωδικοποίηση). Κρυπτογράφημα είναι η μέθοδος απόκρυψης του νοήματος ενός μηνύματος, κατά την οποία τα γράμματα ή δυφία του ακρυπτογράφητου μηνύματος αντικαθίστανται με άλλα γράμματα ή δυφία. Το προκύπτον από τη χρήση της εν λόγω μεθόδου κείμενο ονομάζεται κρυπτογράφημα. Κώδικας είναι η μέθοδος απόκρυψης του νοήματος ενός μηνύματος με την αντικατάσταση λέξεων ή φράσεων αυτού με περιεχόμενες σε συγκεκριμένο κατάλογο άλλες λέξεις, φράσεις ή και σύμβολα. Το κρυπτοχρήμα χαρακτηρίζεται ως αποκεντρωμένο, επειδή δεν εκδίδεται από κεντρικές τράπεζες κρατών, αποτελώντας, έτσι, μορφή ιδιωτικού χρήματος. Περαιτέρω, συνήθως, δεν έχει υλική υπόσταση. Οι μονάδες του κρυπτοχρήματος είναι, ουσιαστικώς, τα ψηφιακά κλειδιά για την πρόσβαση στον λογαριασμό μονάδων κρυπτοχρήματος και την πραγματοποίηση συναλλαγών, τα οποία μπορούν να αποθηκευτούν σε κάποιο ψηφιακό αποθηκευτικό μέσο, αλλά και να εγχαρτωθούν. Για τον λόγο αυτό, αποτελεί μορφή ψηφιακού ή εικονικού χρήματος. Το αποκεντρωμένο κρυπτοχρήμα διαφέρει, επίσης, από τους επικεντρωμένους τύπους ψηφιακού χρήματος που, αν και ούτε εκείνοι εκδίδονται από κράτη, πάρα ταύτα, βασίζονται για τη λειτουργία τους σε κεντρικά αποθετήρια από διαχειριστές. Το κρυπτοχρήμα είναι μετατρέψιμο σε νόμιμο χρήμα (νόμισμα), αλλά η ισοτιμία του δεν υπόκειται ούτε στη νομισματική πολιτική των κρατών, αλλά ούτε και στον έλεγχο κάποιου κεντρικού φορέα, καθοριζόμενη, έτσι, εξ ολοκλήρου από την αγορά και, για τον λόγο αυτό, υπόκειται σε απρόβλεπτες και ραγδαίες αυξομειώσεις [Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, … (…), 4.7.2014, σ. 23, ανασυρθείσα την 12.11.2016 από την ιστοσελίδα…]. Είναι χαρακτηριστικό ότι το bitcoin έφτασε να ανταλλάσσεται προς χίλια διακόσια σαράντα δύο (1.242,00) δολάρια ΗΠΑ την 29.11.2013. Σύμφωνα δε με τον πρακτικό ορισμό του χρήματος, χρήμα είναι οτιδήποτε απολαμβάνει γενικής αποδοχής ως μέσο πληρωμών. Επιπλέον, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το κρυπτοχρήμα δεν αποτελεί χρήμα υπό ευρεία έννοια, επειδή δεν απολαμβάνει γενικής αποδοχής ως μέσο πληρωμών, καθώς, επίσης, και δεν παρουσιάζει τις λειτουργίες του χρήματος, ώστε να θεωρηθεί χρήμα, σύμφωνα με τον λειτουργικό ορισμό περί χρήματος, επειδή: α) η αποδοχή του από το συναλλακτικό κοινό δεν είναι αρκετή ώστε να θεωρηθεί μέσο πληρωμής, β) η υψηλή ευμεταβλητότητά του δεν του επιτρέπει να λειτουργήσει ως μέσο διαφύλαξης αξιών και, τέλος, γ) ο συνδυασμός της μειωμένης αποδοχής του και της ευμεταβλητότητάς του το αποτρέπουν από το να λειτουργήσει ως μέτρο αξιών (ΕΚΤ, …, Φεβρουάριος 2015, σ. 24, ανασυρθείσα την 18.11.2016 από την ιστοσελίδα…). Το …, η πρώτη μεταφορά του οποίου έγινε στις αρχές του έτους 2009, αποτελεί το πρώτο είδος κρυπτοχρήματος και αποτελεί εφεύρεση ενός ή περισσοτέρων προγραμματιστών-ειδικών κρυπτογράφων με το ψευδώνυμο …, ο οποίος ή οι οποίοι διατηρούν την ανωνυμία τους μέχρι και σήμερα. Σταδιακά, ο εφευρέτης του bitcoin αποσύρθηκε τελείως από τη δημοσιότητα και, πλέον, την ανάπτυξη και υποστήριξη του bitcoin έχει αναλάβει η εδρεύουσα στην Ουάσινγκτον των ΗΠΑ μη κερδοσκοπική εταιρεία με την επωνυμία … (Ιστότοπος: …/, ανασυρθείς την 28.7.2016). Εάν και σήμερα η χρήση του κρυπτοχρήματος –αν και η σχετική τεχνολογία είναι ακόμα στα σπάργανα– μοιάζει, πάρα ταύτα, εδραιωμένη, η παρθενική λειτουργία του bitcoin, του πρώτου κρυπτοχρήματος, δεν ήταν χωρίς προκλήσεις. Ο εφευρέτης του bitcoin έπρεπε να λύσει δύο βασικά προβλήματα: το πρώτο ήταν η αμεσότητα των συναλλαγών σε ένα κλίμα αμοιβαίας δυσπιστίας, χωρίς την παρεμβολή έμπιστων ενδιαμέσων, όπως είναι για τις συνήθεις συναλλαγές τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, και το δεύτερο ήταν η αποτροπή της διπλής δαπάνης των ιδίων χρηματικών μονάδων. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, το κρυπτοχρήμα δεν αποτελεί πράγμα ή αξιόγραφο, αλλά ψηφιακό δεδομένο, έγγραφο και δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα. Γενικότερα, η νέα πραγματικότητα, που το κρυπτοχρήμα έφερε στις συναλλαγές, δεν πέρασε απαρατήρητη από τα ανά τον κόσμο κράτη. Τα περισσότερα κράτη, στα οποία συγκαταλέγεται και η Ελλάδα, δεν έχουν θεσπίσει ειδική νομοθεσία σχετικά με το κρυπτοχρήμα, αφήνοντας τις συναλλαγές με αυτό αρρύθμιστες. Άλλα κράτη έσπευσαν να ρυθμίσουν τις συναλλαγές με κρυπτοχρήμα και, τέλος, κάποια έφτασαν μέχρι του σημείου να το απαγορεύσουν στην επικράτειά τους. Ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει θεσπίσει εξειδικευμένη νομοθεσία σχετικά με το κρυπτοχρήμα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την από 22.10.2015 απόφασή του επί της υπόθεσης C-264/14, κατόπιν προδικαστικών ερωτημάτων, που του απηύθυνε το σουηδικό Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, δέχθηκε ότι συναλλαγές που συνίστανται στη μετατροπή bitcoin σε νόμιμο χρήμα και αντιστρόφως έναντι κέρδους αποτελούν παροχές υπηρεσιών πραγματοποιούμενες εξ επαχθούς αιτίας κατά την έννοια του άρθρου 2 § 1 στοιχ. γ΄ της Οδηγίας 2006/112EK (δημοσιευθείσα στην ΕΕ L 347/1 της 11.12.2006) «σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας», ήτοι δέχθηκε ότι το bitcoin είναι μέσο πληρωμής.
Αναφορικά δε με τα κράτη που προέβησαν σε ρυθμίσεις των συναλλαγών με κρυπτοχρήμα, χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η Εφορία των ΗΠΑ η οποία έχει εκδώσει αναλυτικές οδηγίες για την φορολόγηση των συναλλαγών με κρυπτοχρήμα. Επίσης, το Δίκτυο Καταπολέμησης Οικονομικών Εγκλημάτων του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ έχει εκδώσει κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με το θέμα. Ορισμένες δε Πολιτείες των ΗΠΑ έχουν προχωρήσει σε νομοθετικές ρυθμίσεις των συναλλαγών με κρυπτοχρήμα. Μάλιστα, η Επιτροπή Νομοθετικής Ενοποίησης, άλλως γνωστή και ως Εθνική Συνέλευση Επιτρόπων για την Πολιτειακή Νομοθετική Ενοποίηση, έχει εκπονήσει σχέδιο ενοποιημένου νόμου για τη ρύθμιση της λειτουργίας των επιχειρήσεων εικονικού χρήματος (Ιστοσελίδα…, ανασυρθείσα την 1.9.2016). Από την άλλη πλευρά, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προσέγγισε το φαινόμενο του εικονικού χρήματος σε ένα Σημείωμα Συζήτησής του τον Ιανουάριο του 2016 [… κ.ά., …: … (SDN/…), Ιανουάριος 2016, ανασυρθέν την 17.9.2016 από την ιστοσελίδα …]. Σύμφωνα με το ανωτέρω Σημείωμα Συζήτησης, το bitcoin αποτελεί ανερχόμενο στον κυβερνοχώρο μέσο πληρωμής, δεν αποτελεί μονάδα μέτρησης και είναι μέσο διαφύλαξης αξιών υποκείμενο σε ακραίες διακυμάνσεις και στον κίνδυνο της αιφνίδιας απώλειας της εμπιστοσύνης των συναλλασσομένων σε αυτό. Εξ αυτών, το ανωτέρω Σημείωμα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το bitcoin δεν παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του χρήματος. Οι σχετικές με το εικονικό χρήμα ρυθμιστικές προκλήσεις είναι, σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι ακόλουθες: ο κίνδυνος για τη χρηματοπιστωτική ακεραιότητα που παρουσιάζουν η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ο κίνδυνος για τους καταναλωτές, ο κίνδυνος το εικονικό χρήμα να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς φοροδιαφυγής, για την παράκαμψη της νομοθεσίας περί ελέγχου του συναλλάγματος, αλλά και την παράκαμψη των κεφαλαιακών ελέγχων και ο κίνδυνος του εικονικού χρήματος για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τη νομισματική πολιτική. Επιπροσθέτως, ως προαναφέρθηκε, αναφορικά με την Ελλάδα, η κυκλοφορία του κρυπτοχρήματος και η παρουσία του στην πραγματική ελληνική οικονομία δεν έχει απασχολήσει τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών. Συγκεκριμένα, ενώ στις σχετικές από 5.4.2016 Οδηγίες προς τους φορολογούμενους για τη συμπλήρωση της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων προβλέπεται η μετατροπή των αποδοχών τους σε ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία του ευρώ προς το ξένο νόμισμα κατά τον χρόνο καταβολής των αμοιβών, ουδείς λόγος γίνεται για τα εισοδήματα σε κρυπτοχρήμα, καθώς, ως συνάγεται από τα προαναφερθέντα, η αναφορά σε ξένο νόμισμα (νόμιμο χρήμα) στις εν λόγω Οδηγίες δεν μπορεί παντάπασιν να ερμηνευθεί ως καλύπτουσα και το κρυπτοχρήμα, το οποίο αποτελεί μέσο πληρωμής, όχι όμως και νόμιμο χρήμα. Συνεπώς, μέχρι να υπάρξει σχετική ρύθμιση περί της δήλωσης των εισοδημάτων σε κρυπτοχρήμα, δεν δύνανται να εφαρμοστούν, αναφορικά με τα εισοδήματα αυτά, οι διατάξεις περί φοροδιαφυγής των άρθρων 66 επ. του ν. 4174/2013. Για τον λόγο αυτό, είναι αναγκαίο και η ελληνική φορολογική διοίκηση να προχωρήσει σε λεπτομερή ρύθμιση της φορολόγησης των εισοδημάτων σε κρυπτοχρήμα κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ. Συμπληρωματικά, η εικόνα σχετικά με την χρήση του κρυπτοχρήματος στην Ελλάδα συνοψίζεται ως εξής: Αφενός μεν οι συναλλασσόμενοι με κρυπτοχρήμα ενεργούν στο πλαίσιο ενός νομικού κενού, βιώνοντας μια σχεδόν ολοκληρωτική δικαιική ανασφάλεια, αφετέρου δε το ελληνικό κράτος είναι παντελώς ανέτοιμο για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτει η χρήση του κρυπτοχρήματος. Πέρα από την απώλεια εσόδων που το κράτος υφίσταται από την έλλειψη οιασδήποτε ρύθμισης σχετικά με την φορολόγηση του εισοδήματος που αποκτάται υπό τη μορφή κρυπτοχρήματος, υπάρχει πάντοτε o πραγματικός κίνδυνος το κρυπτοχρήμα να χρησιμοποιηθεί εντός της ελληνικής επικράτειας για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας [βλ., χαρακτηριστικά, την ΑΠ 20801/2017, δημοσιευμένη σε ΝΟΜΟΣ, για νομιμοποίηση κρυπτονομισμάτων προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα (διακίνηση ναρκωτικών, εκβιασμό μέσω διαδικτύου, απάτη και κλοπή ταυτότητας, χάκινγκ υπολογιστών)]. Ο έλεγχος του κρυπτοχρήματος από τις αρχές είναι, ούτως ή άλλως, δυσχερής λόγω, αφενός μεν, της αποκεντρωμένης φύσης του, αφετέρου δε, της δυνατότητας χρήσης υπηρεσιών ανωνυμοποίησης, ώστε να δυσχεραίνεται έτι περαιτέρω η δυνατότητα ταυτοποίησης των συναλλασσομένων. Ο έλεγχος αυτός, όμως, καθίσταται ακόμα δυσκολότερος λόγω, αφενός μεν, της απουσίας νομοθετικής πρωτοβουλίας, αφετέρου δε, λόγω της έλλειψης ενημέρωσης των ελληνικών αρχών σχετικά με το κρυπτοχρήμα και τη λειτουργία του. Επιπροσθέτως, ενώ το κρυπτοχρήμα κερδίζει έδαφος και στην Ελλάδα, η παντελής έλλειψη νομοθετικής του ρύθμισης στην ημεδαπή προκαλεί ανασφάλεια στους συναλλασσομένους. Μόνο η Τράπεζα της Ελλάδας έχει περιοριστεί στην επανάληψη της προειδοποίησης της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών προς τους καταναλωτές για τα εικονικά «νομίσματα» στην από 11.2.2014 «Ενημέρωση για τη χρήση εικονικών νομισμάτων» (Ιστοσελίδα …, ανασυρθείσα την 17.11.2016) [Εμμανουήλ Δ. Μεταξάκη, Μπίτκοϊν (bitcoin), Κρυπτοχρήμα και Κυβερνο-έγκλημα, Εκδόσεις Α. N. Σάκκουλα, 2017, σ. 321 33/ 351 36/ 371 39/40/41/44/45/ 471 48/ 491 501 131/ 1331 137/ 165/ 195/196/ 235/236/ 2471 248]. Εν προκειμένω, πρέπει να αναφερθούν οι περιορισμοί που θέτει η ελληνική νομοθεσία στην ελεύθερη έκδοση ανωνύμων αξιογράφων (αξιογράφων στον κομιστή) με τα άρθρα 68 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 και 891 ΑΚ, οι οποίοι αποσκοπούν στην αποτροπή δημιουργίας ιδιωτικού χρήματος, ενώ, ως προαναφέρθηκε, το κρυπτοχρήμα αποτελεί μορφή ιδιωτικού χρήματος.
Με την κρινομένη αίτηση εκτίθεται ότι ο αιτών, μέχρι το έτος 2017, ήταν μέλος της ιστοσελίδας …, η οποία ανήκε στο νομικό πρόσωπο με την επωνυμία…, το οποίο έχει την έδρα του στην Πολιτεία των ΗΠΑ, … . Αναφέρεται δε ότι η ανωτέρω ιστοσελίδα, η λειτουργία της οποίας διεκόπη την 25.5.2017, παρείχε τη δυνατότητα στα μέλη της να συνάψουν μεταξύ τους συμβάσεις δανείων σε bitcoin. Ο αιτών ισχυρίζεται, επίσης, ότι την 7.5.2015 συνήψε με τον έμπορο, … του …, κάτοικο … Αιτωλοακαρνανίας (οδός …, αριθ. …), για τη χρηματοδότηση της επιχείρησής του, την με αριθμό … σύμβαση έντοκου συναινετικού δανείου σε bitcoin ποσού ύψους 1,13662301 bitcoins, το οποίο ποσό καταβλήθηκε την 16.5.2015, ενώ συμφωνήθηκε η σύμβαση να είναι ορισμένου χρόνου, διάρκειας τριάντα (30) ημερών και το επιτόκιο αυτής 3,25%. Ότι ο αντισυμβαλλόμενός του δεν εκπλήρωσε τις συμβατικές του υποχρεώσεις κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία, ούτε του έχει επιστρέψει ολόκληρο το ποσό του δανείου μέχρι τη συζήτηση της παρούσας. Επιπροσθέτως, ο αιτών εκθέτει ότι κάθε διαφορά των μελών της ως άνω ιστοσελίδας και κάθε αξίωση σχετική με ληξιπρόθεσμη οφειλή δανείου που συνήφθη μέσω της ιστοσελίδας επιλύεται, βάσει ρητής πρόβλεψης στους όρους συμμετοχής στην προκείμενη ιστοσελίδα, με διαιτησία από τον φορέα …-… (…, με έδρα στο … της … των ΗΠΑ), η απόφαση του οποίου είναι δεσμευτική και δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, ενώ ισχυρίζεται ότι τα μέλη με μόνη τη συμμετοχή τους στην ιστοσελίδα, αλλά και τη σύναψη σύμβασης δανείου αποδέχονται τους ανωτέρω όρους και, συγκεκριμένα, συναινούν στην υπαγωγή τους σε διαιτησία. Περαιτέρω, κατά τα αναφερόμενα στην αίτηση, ο αιτών και ο αντισυμβαλλόμενος-οφειλέτης του, …, προσέφυγαν συναινετικά στον φορέα διαιτησίας internet-… για να επιλύσουν τη διαφορά τους και, κατόπιν αυτού, ο διαιτητής, …, εξέδωσε την με αριθμό …/29.9.2015 διαιτητική απόφασή του με την οποία αναγνωρίζεται, αρχικά, το bitcoin ως μέσο πληρωμής και, εν συνεχεία, η απόφαση αυτή αναγνωρίζει τη σύναψη της ανωτέρω σύμβασης με τους όρους που προαναφέρθηκαν, τη μη πληρωμή της οφειλής από τον οφειλέτη, …, τον αιτούντα ως δικαιούχο και προσδιορίζει το ύψος του οφειλόμενου ποσού στα 1,17356326 bitcoins. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, που αναλύεται περισσότερο στην αίτηση και στη συνέχεια της παρούσας, ο αιτών ζητεί, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, να γίνει δεκτή η αίτησή του, να αναγνωριστεί η ισχύς και να κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα η με αριθμό …/29.9.2015 διαιτητική απόφαση του διαιτητή … του φορέα διαιτησίας internet-…, η οποία εκδόθηκε για την επίλυση της διαφοράς του αιτούντος με τον αντισυμβαλλόμενό του για τους διεξοδικώς αναφερόμενους στην αίτηση λόγους, να περιαφεί τον προβλεπόμενο από τον ΚΠολΔ τύπο εκτέλεσης και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του οφειλέτη του, …, ένεκα της υπαιτιότητάς του για τη διεξαγωγή της δίκης.
Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η αίτηση αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπον, λόγω της επικαλούμενης κατοικίας του αναφερομένου ως οφειλέτη στο … Αιτωλοακαρνανίας, εισάγεται για να δικαστεί από το Δικαστήριο τούτο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 επ., 905, 906 ΚΠολΔ και άρθρα 1 και 3 της Διεθνούς Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958, που κυρώθηκε με το ν.δ. 4220/1961), είναι, κατά τα λοιπά, παραδεκτή (άρθρα 741, 747, 68, 73, 118, 216, 903, 905, 906 ΚΠολΔ· βλ. και νομική σκέψη Α. για τους τυπικούς δικονομικούς κανόνες) και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που διαλαμβάνονται στις νομικές σκέψεις της παρούσας, πλην των αιτημάτων με τα οποία ζητούνται η κήρυξη εκτελεστότητας της με αριθμό…/29.9.2015 αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης και η περιαφή αυτής με εκτελεστήριο τύπο, αφού η προκείμενη απόφαση είναι αναγνωριστική και, ως εκ τούτου, μόνο η αναγνώριση της ισχύος της μπορεί να ζητηθεί. Περαιτέρω, η αίτηση δεν χρειάζεται να απευθυνθεί κατά του αναφερομένου σε αυτήν ως οφειλέτη του αιτούντος, ούτε είναι απαραίτητο να επιδοθεί σε αυτόν, εκτός εάν η κλήτευσή του διαταχθεί κατά άρθρο 748 § 3 ΚΠολΔ. Εν προκειμένω, δεν διατάχθηκε η κλήτευση αυτού, παρά ταύτα, ο αιτών, βάσει της επικαλούμενης και προσκομιζόμενης με αριθμό …/1.8.2018 Έκθεσης Επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, …, επέδωσε στον … (122, 123, 124, 126 ΚΠολΔ), γεγονός το οποίο δεν του προσδίδει, όμως, την ιδιότητα του διαδίκου. Συνακολούθως, ενόψει της έλλειψης αντιδικίας, το αίτημα για την επιβολή των δικαστικών εξόδων στον αναφερόμενο στην αίτηση ως οφειλέτη είναι μη νόμιμο, λόγω του ότι ο αιτών, ο οποίος κατέθεσε την αίτηση για το δικό του συμφέρον, φέρει και το βάρος της δαπάνης αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 746 εδ. α΄ ΚΠολΔ, ενώ δεν συντρέχει λόγος να ερευνηθεί η εξαιρετική περίπτωση του εδαφίου β΄ του αυτού άρθρου. Πρέπει, επομένως, η αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από όλα, χωρίς εξαίρεση, τα έγγραφα, … αποδεικνύονται τα εξής: Κατά το έτος 2015 ο αιτών, …, συνήψε σύμβαση δανείου σε bitcoin με τον … μέσω της ιστοσελίδας …, με το οποίο συμφωνήθηκε ο αιτών-δανειστής να καταβάλει στον …-δανειολήπτη το ποσό των 1,13662301 bitcoins, με μηνιαίο επιτόκιο 3,25%, το οποίο και κατέβαλε λίγες ημέρες αργότερα από τη σύναψη της σύμβασης του έντοκου συναινετικού δανείου. Η προκείμενη έννομη σχέση θεωρείται εμπορική, κατά το ελληνικό δίκαιο, καθώς ο δανειολήπτης είναι έμπορος λόγω του ότι διατηρεί κατάστημα πώλησης μοτοσυκλετών στο … (αγορά προς μεταπώληση-πρωτότυπα εμπορική πράξη κατά σύνηθες επάγγελμα) και συνήψε την ως άνω σύμβαση δανείου για τη χρηματοδότηση της επιχείρησής του, ήτοι για την εξυπηρέτηση της εμπορικής του δραστηριότητας (παράγωγα εξ υποκειμένου εμπορική πράξη) και, ως εκ τούτου, οι προερχόμενες από αυτήν την έννομη σχέση διαφορές τυγχάνουν εφαρμογής της Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958 (βλ. νομική σκέψη Β.). Περαιτέρω, ο ανωτέρω δανειολήπτης δεν εκπλήρωσε εγκαίρως τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ήτοι δεν κατέβαλε εντόκως το ποσό του δανείου στον αιτούντα κατά τη συμφωνηθείσα δήλη ημέρα, και, έτσι, κατέστη υπερήμερος. Ενόψει της προκείμενης ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, εκδόθηκε η με αριθμό …/29.9.2015 διαιτητική απόφαση του …, διευθύνοντα συμβούλου της …, η οποία είναι εταιρεία διαδικτυακής διαιτησίας και εδρεύει στη … των ΗΠΑ. Η προκείμενη απόφαση αναγνώρισε το bitcoin ως αποκεντρωμένη μονάδα νομίσματος ομότιμων (peer to peer), τη σύναψη της ανωτέρω σύμβασης μεταξύ των ως άνω προσώπων, την υποχρέωση καταβολής του ποσού του δανείου εντόκως από τον δανειολήπτη-οφειλέτη στον δανειστή-αιτούντα, την υπερημερία του οφειλέτη, το ύψος του ποσού που οφείλεται τη στιγμή που ο οφειλέτης σταμάτησε να κάνει πληρωμές, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 1,17356326 bitcoins, καθώς και το ληξιπρόθεσμο αυτού (βλ., ιδίως, το επικυρωμένο αντίγραφο της με αριθμό …/29.9.2015 διαιτητικής απόφασης της internet-…, συνοδευόμενο από την προσήκουσα μετάφραση στην ελληνική γλώσσα). Σημειωτέον ότι η ισχύς της εν λόγω διαιτητικής απόφασης δύναται να αναγνωριστεί στην Ελλάδα, εφαρμοζόμενης της Διεθνούς Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958, αφού αυτή εκδόθηκε στις ΗΠΑ, που έχουν επικυρώσει την ανωτέρω Σύμβαση και την έχουν θέσει σε ισχύ. Για την αναγνώριση, όμως, της απόφασης αυτής απαιτούνται οι διαλαμβανόμενες στη νομική σκέψη Α. της παρούσας ουσιαστικές προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, ήτοι η κατά τον προσήκοντα τρόπο προσκομιδή της διαιτητικής απόφασης και της συμφωνίας περί διαιτησίας. Ο αιτών προσκόμισε προσηκόντως την διαιτητική απόφαση, δηλαδή, ως προαναφέρθηκε, το επικυρωμένο αντίγραφο αυτής μαζί με την απαιτούμενη από το άρθρο 4 § 2 της Σύμβασης επικυρωμένη μετάφρασή της στην ελληνική γλώσσα. Αναφορικά, όμως, με την συμφωνία περί υπαγωγής των μερών σε διαιτησία, ο αιτών προσκομίζει σε επικυρωμένα αντίγραφα, κατόπιν εκτύπωσής τους, τους όρους χρήσης της ιστοσελίδας … (η οποία, πριν τη διακοπή της, ανήκε στο νομικό πρόσωπο με την επωνυμία … με έδρα το … των ΗΠΑ) με τελευταία ενημέρωση την 9.9.2015, τους κανόνες για τους δανειστές και τους κανόνες για τους δανειζόμενους της ανωτέρω ιστοσελίδας. Τα εν λόγω αντίγραφα συνοδεύονται μεν από επικυρωμένη μετάφραση η οποία, όμως, δεν καλύπτει το σύνολο των προκείμενων συντεταγμένων στην αγγλική γλώσσα εγγράφων και, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να μην πληρούν την απαιτούμενη από το άρθρο 4 § 2 της Σύμβασης προϋπόθεση. Εντούτοις, το παρόν Δικαστήριο υιοθετεί την άποψη του Εφετείου της Ζυρίχης, το οποίο έκρινε, σε παρόμοια υπόθεση, ότι δεν χρειάζεται να προσκομιστεί η μετάφραση όλου του εγγράφου που περιλαμβάνει τη διαιτητική ρήτρα, αφού θεωρήθηκε αρκετή η μετάφραση του τμήματος που περιείχε τη διαιτητική ρήτρα (βλ. νομική σκέψη Δ.), κάτι το οποίο συμβαίνει και στα παρόντα μεταφρασμένα έγγραφα, στα οποία προκύπτει ρητά η ρήτρα περί διαιτησίας. Συμπληρωματικά, υιοθετείται και η άποψη του κ. Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου του Άμστερνταμ, σύμφωνα με την οποία η μετάφραση δεν θεωρείται απαραίτητη όταν τα έγγραφα έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα, αφού «τη συγκεκριμένη γλώσσα την χειριζόμαστε αρκετά, ούτως ώστε να αντιληφθούμε το περιεχόμενο των εγγράφων» (βλ. νομική σκέψη Δ.). Επιπροσθέτως, τα προμνησθέντα έγγραφα, τα οποία, κατά τον αιτούντα, αποτελούν τη συμφωνηθείσα ρήτρα περί διαιτησίας, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 2 και 4 της Σύμβασης, συνιστούν εκτυπώσεις από την ανωτέρω ιστοσελίδα σε αρκετά προγενέστερο από τη συζήτηση χρόνο, ήτοι την 9.9.2015, οι οποίες εκτυπώσεις επικυρώθηκαν, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 4 § 2 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958, 454 ΚΠολΔ και 36 § 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων, τον Σεπτέμβριο του έτους 2018. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι τα ανωτέρω έγγραφα αποτελούν ηλεκτρονικά έγγραφα, αφού συνιστούν σύνολο εγγράφων δεδομένων σε μαγνητικό δίσκο ηλεκτρονικού υπολογιστή, που, αφού έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αποτυπώθηκαν με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, αρχικά, στην οθόνη του μηχανήματος και, εν συνεχεία, στον προσαρτημένο εκτυπωτή του, και τα οποία (ηλεκτρονικά έγγραφα) έχουν νομοθετικά εξομοιωθεί προς τα ιδιωτικά έγγραφα λόγω της εγγύτητάς τους. Συνακολούθως, για να επιτελέσουν τα ανωτέρω ηλεκτρονικά έγγραφα τη λειτουργία των ιδιωτικών εγγράφων και, ως εκ τούτου, να πληρωθεί ο απαιτούμενος από το άρθρο 2 της Σύμβασης συστατικός έγγραφος τύπος της συμφωνίας περί διαιτησίας, θα πρέπει αυτά να συνοδεύονται, τουλάχιστον, από την απλή ηλεκτρονική υπογραφή των συμβαλλομένων μερών, κατά τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη Γ.. Σύμφωνα δε με τους όρους χρήσης του …, η Συμφωνία, στην οποία περιλαμβάνεται ρητά η ρήτρα περί υπαγωγής σε διαιτησία, ισχύει για όλους τους χρήστες της Σελίδας ή των Υπηρεσιών και για τους επισκέπτες της Σελίδας, οι οποίοι με κάθε τρόπο χρησιμοποιούν τη Σελίδα ή τις Υπηρεσίες που παρέχονται από την εταιρεία στην οποία ανήκει και από την οποία ελέγχεται η Σελίδα, ήτοι την … . Εξ αυτού προκύπτει ότι οι χρήστες της ανωτέρω ιστοσελίδας και, ιδίως, τα μέλη αυτής, έκαναν χρήση της Σελίδας και των Υπηρεσιών με βάση κάποιο στοιχείο μοναδικότητας, το οποίο, κατά το συνήθως συμβαίνον και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, είναι κάποιος χορηγούμενος από την ανωτέρω εταιρεία κωδικός, διαφορετικός και μοναδικός για έκαστο χρήστη, ούτως ώστε, με την εισαγωγή αυτού, να προκύπτει η ταυτότητα του κάθε χρήστη, η οποία αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για τη σύναψη συμβάσεων. Εν προκειμένω, από τα προσκομιζόμενα από τον αιτούντα ηλεκτρονικά έγγραφα δεν προκύπτει ούτε καν η είσοδος στην ανωτέρω ιστοσελίδα του …, πολλώ δε μάλλον, η απλή ηλεκτρονική υπογραφή αυτού στα εν λόγω έγγραφα, η οποία θα συνίστατο σε έναν χορηγούμενο κωδικό που θα του προσέδιδε την αναγκαία μοναδικότητα, αλλά υφίστανται μόνο οι ισχυρισμοί του αιτούντος ότι αμφότεροι ήταν μέλη της συγκεκριμένης ιστοσελίδας και συνήψαν το δάνειο μέσω αυτής αποδεχόμενοι την ισχύουσα έκδοση της Συμφωνίας κατά τη στιγμή της χρήσης. Συνεπώς, εκ των προσκομιζομένων εγγράφων δεν πληρούται η προϋπόθεση του συστατικού εγγράφου τύπου της διαιτητικής ρήτρας, η οποία, ελλείψει αυτού, καθίσταται άκυρη. Η ακυρότητα, όμως, αυτή αίρεται εάν αμφότερα τα μέρη μετάσχουν ανεπιφυλάκτως στην διαιτητική διαδικασία (βλ. νομική σκέψη Γ.). Στην από 18.1.2018 ένορκη δήλωση διαιτησίας του διευθύνοντα συμβούλου της εταιρείας διαδικτυακής διαιτησίας …, η οποία προσκομίστηκε σε επικυρωμένο αντίγραφο συνοδευόμενο από την προσήκουσα μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, αναφέρεται ότι η με αριθμό …/29.9.2015 διαιτητική απόφαση εκδόθηκε βάσει ένορκης δήλωσης που παρασχέθηκε από την …, η οποία δεν αμφισβητήθηκε από τα μέρη. Η από 18.1.2018 ένορκη δήλωση του … συνιστά αναφέρον έγγραφο, στο οποίο μνημονεύεται το ουσιώδες περιεχόμενο της αναφερόμενης ένορκης δήλωσης του … και του αιτούντος για υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία, που παρασχέθηκε από την ως άνω εταιρεία, η οποία (ένορκη δήλωση) δεν αμφισβητήθηκε από τα μέρη (436 § 1 ΚΠολΔ). Από αυτό προκύπτει ότι ο … μετείχε μαζί με τον αιτούντα ανεπιφυλάκτως στη διαιτητική διαδικασία και, ως εκ τούτου, η ακυρότητα λόγω ελλείψεως εγγράφου τύπου της ρήτρας περί διαιτησίας θεραπεύθηκε. Συμπληρωματικά, στην περίπτωση που δεν θεραπευόταν η προκείμενη ακυρότητα, το ανωτέρω αναφέρον έγγραφο, το οποίο περιλαμβάνει, ως προαναφέρθηκε, όλο το ουσιώδες περιεχόμενο του ως άνω αναφερόμενου εγγράφου, αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο βεβαιώνεται το γεγονός ότι αμφότερα τα μέρη γνώριζαν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν την ύπαρξη της συμφωνίας περί υπαγωγής αυτών σε διαιτησία και, ως εκ τούτου, η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου τάσσεται υπέρ της εγκυρότητας της συμφωνίας της διαιτησίας (βλ. νομική σκέψη Γ.). Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις των άρθρων 2 και 4 της Διεθνούς Σύμβασης της Νέας Υόρκης για την αναγνώριση ισχύος της ανωτέρω αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης, όμως, το παρόν Δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως και τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 5 § 2 της αυτής Σύμβασης, ήτοι το αντικείμενο της διαφοράς να είναι επιδεκτικό ρύθμισης με διαιτησία κατά το ελληνικό δίκαιο και η αναγνώριση της διαιτητικής απόφασης να μην αντίκειται στη δημόσια τάξη, κατά τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη Ε.. Κατ’ αρχάς, οι διαφορές που προέρχονται από την έννομη σχέση της σύμβασης δανείου είναι, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 867 ΚΠολΔ, διαφορές που μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία κατά το ελληνικό δίκαιο, αφού το αντικείμενό τους, λόγω της φύσης τους ως περιουσιακού δικαίου διαφορές, μπορεί να διατεθεί ελεύθερα από τα μέρη. Περαιτέρω, η προκείμενη σύμβαση δανείου, από την οποία προέρχεται η διαφορά που επιλύθηκε με την ανωτέρω αλλοδαπή διαιτητική απόφαση, συνομολογήθηκε σε bitcoin. Η δε απόφαση αναγνώρισε, μεταξύ άλλων, ότι ο … οφείλει στον αιτούντα 1,17356326 bitcoins.
Με την αναγνώριση της ισχύος αυτής της απόφασης, από το παρόν Δικαστήριο θα αναγνωριστεί η ύπαρξη χρέους υπό μορφή bitcoin στην ημεδαπή, ενώ, ταυτόχρονα, θα δοθεί η δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής στον αιτούντα, ήτοι τίτλου εκτελεστού, με τον οποίο θα μπορέσει o αιτών να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση στην Ελλάδα για χρέος οφειλόμενο σε κρυπτοχρήμα. Το bitcoin, ως κρυπτοχρήμα, είναι μετατρέψιμο σε νόμιμο χρήμα (νόμισμα), όμως η ισοτιμία του δεν υπόκειται στον έλεγχο κάποιου κεντρικού φορέα και, λόγω αυτού σε συνδυασμό με την αποκεντρωμένη φύση του (του bitcoin), υπόκειται σε αυξομειώσεις απρόβλεπτες και ραγδαίες. Εξ αυτού και μόνο του γεγονότος δημιουργείται ανασφάλεια στις συναλλαγές και κίνδυνος για τους συναλλασσομένους είτε να απωλέσουν τα χρήματά τους σε μια στιγμή, είτε να δουν το παθητικό τους να αυξάνεται ραγδαία από τη μια ημέρα στην άλλη. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λόγω της ευμεταβλητότητας του bitcoin δεν το θεωρεί χρήμα, ενώ η ελληνική έννομη τάξη το έχει χαρακτηρίσει ψηφιακό δεδομένο. Ο κίνδυνος, όχι μόνο για τους συναλλασσομένους, αλλά και για το ίδιο το κράτος διογκώνεται, όταν πραγματοποιούνται συναλλαγές εντός της επικράτειάς του σε κρυπτοχρήμα, τη στιγμή που δεν υπάρχει νομοθετική ρύθμιση για τις προκείμενες συναλλαγές, κυρίως, γιατί οιοδήποτε εισόδημα σε κρυπτοχρήμα θα παραμένει αφορολόγητο.
Στο ελληνικό δίκαιο υπάρχει νομοθετικό κενό σχετικά με το bitcoin και, ως διαλαμβάνεται στη νομική σκέψη ΣΤ. της παρούσας, δεν υφίσταται λεπτομερειακή ρύθμιση φορολογίας εισοδήματος σε κρυπτοχρήμα, όπως στις ΗΠΑ. Επομένως, κάθε φορά που θα πραγματοποιείται συναλλαγή ή, εν γένει, κάθε φορά που θα εισέρχονται κεφάλαια στην ημεδαπή σε κρυπτοχρήμα, η εθνική οικονομία θα υφίσταται απώλεια εσόδων. Αναφορικά δε με την φοροδιαφυγή και το κατά πόσο αυτή μπορεί να ενταθεί λόγω του bitcoin, και δεδομένου ότι είναι, ήδη, γνωστές οι περιπτώσεις προσώπων που φοροδιαφεύγουν, χρησιμοποιώντας τις αγοραπωλησίες μέσω διαδικτύου προκειμένου να αποφύγουν τον εντοπισμό τους, η επιδίωξη των προκείμενων προσώπων θα γίνει κατά πολύ ευκολότερη από την κυκλοφορία του κρυπτοχρήματος και επέκεινα.
Μπορεί το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την από 22.10.2015 απόφασή του επί της υπόθεσης C-264/14, κατόπιν προδικαστικών ερωτημάτων, που του απηύθυνε το σουηδικό Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, να χαρακτήρισε το bitcoin ως μέσο πληρωμής και να δέχθηκε τις συναλλαγές που πραγματοποιούνταν με αυτό, όμως, ως προαναφέρθηκε, εξέδωσε την συγκεκριμένη απόφαση κατόπιν ερωτήματος σουηδικού δικαστηρίου. Η απόφαση, δηλαδή, αυτή αφορούσε ιδίως, στα δεδομένα της Σουηδίας, στην οποία ο όγκος των χαρτονομισμάτων και κερμάτων που βρίσκονται σε κυκλοφορία έχει μειωθεί κατά 40% από το 2009, ενώ η χώρα είναι προσανατολισμένη στην έκδοση ψηφιακού νομίσματος και, εξ αυτού, προκύπτει ότι το δίκαιο της χώρας αυτής, όπως και των ΗΠΑ, είναι πιο εναρμονισμένο με τη φύση του κρυπτοχρήματος. Επιπροσθέτως, ένα ανεξέλεγκτο νομοθετικά μέσο πληρωμής καθίσταται προσφορότερο στο να χρησιμοποιείται στην τέλεση αξιόποινων πράξεων, όπως είναι η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (βλ. Σημείωμα Συζήτησης του 2016 του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και ΑΠ 2080/2017 στη νομική σκέψη ΣΤ.).
Από τα ανωτέρω και σε συνδυασμό με τις νομικές σκέψεις Ε. και ΣΤ. της παρούσας, καθώς και τα όσα αναφέρονται στο προσκομιζόμενο από τον αιτούντα επικυρωμένο αντίγραφο των όρων χρήσης του … (με τελευταία ενημέρωση την 9.9.2015) και συγκεκριμένα στο άρθρο 6 (Υλικοί κίνδυνοι σχετιζόμενοι με τα εικονικά νομίσματα), το οποίο δεν έχει μεταφραστεί (λαμβάνεται, όμως, υπ’ όψιν ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο· βλ. νομική σκέψη Δ.), προκύπτει ότι η εισροή κεφαλαίων στην ημεδαπή υπό μορφή bitcoin και, εν γένει, κρυπτοχρήματος, σε οιαδήποτε έννομη σχέση και εάν ερείδονται (τα κεφάλαια αυτά) αντίκειται στην ουσιαστική δημόσια τάξη, καθώς ευνοεί τη φοροδιαφυγή, διευκολύνει την τέλεση βαρύτατων αξιόποινων πράξεων και δη, κακουργημάτων και εντείνει την ανασφάλεια των συναλλαγών, πλήττοντας, κατά αυτόν τον τρόπο, έτι περισσότερο την εθνική οικονομία.
Συνακολούθως, η αναγνώριση ισχύος στην ημεδαπή μιας απόφασης που αναγνωρίζει το ίδιο το bitcoin ως μια αποκεντρωμένη μονάδα νομίσματος ομότιμων (peer to peer), την ύπαρξη χρέους σε bitcoin, το ύψος του οποίου ανέρχεται σε 1,17356326 bitcoins, τη στιγμή που 1 bitcoin αντιστοιχεί σε 5.555,60 € ή σε $ 6.396,80 (Δολάρια ΗΠΑ) (1 € αντιστοιχεί σε 0,00018000 bitcoin), κατά τον χρόνο συζήτησης της παρούσας, θα οδηγούσε στην ανάπτυξη των ανωτέρω συνεπειών, η οποία αντιτίθεται ευθέως στην έννοια της διεθνούς (ουσιαστικής) δημόσιας τάξης, δηλαδή, προς τους θεμελιώδεις κανόνες και αρχές, που κρατούν κατά τον παρόντα χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές και πολιτικές αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα που αποτρέπει τη διαταραχή του ως άνω ρυθμού με την αναγνώριση της ανωτέρω αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης ή και μέσω αυτής στην εφαρμογή στην ημεδαπή κανόνων του δικαίου των ΗΠΑ, το οποίο ρυθμίζει, τουλάχιστον φορολογικά, τις συναλλαγές σε bitcoin και, εν γένει, κρυπτοχρήμα, που μπορεί να προξενήσουν την ίδια διαταραχή (βλ. νομικές σκέψεις Ε. και ΣΤ.).
Και μόνη η αναγνώριση της ισχύος στην Ελλάδα, η οποία ουδεμία ασφαλιστική δικλείδα διαθέτει μέσω κάποιας συγκεκριμένης νομοθετικής ρύθμισης, μιας αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης που αναγνωρίζει το bitcoin ως αποκεντρωμένη μονάδα νομίσματος ομότιμων (peer to peer), διαταράσσει ουσιωδώς τον βιοτικό ρυθμό της χώρας, αφού ενθαρρύνει τις συναλλαγές σε bitcoin και προάγει την εξομοίωση αυτού με το νόμιμο χρήμα (νόμισμα), τη στιγμή που το κρυπτοχρήμα, εν γένει, υφίσταται ραγδαίες και απρόβλεπτες αυξομοιώσεις βραχυπρόθεσμα. Το ζήτημα, δηλαδή, για την ανωτέρω δεν είναι εάν η ημεδαπή διαιτησία θα είχε φτάσει σε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα βασιζόμενη στους αναγκαστικούς κανόνες του ελληνικού δικαίου, αλλά εάν οι συνέπειες της εφαρμογής του δικαίου των ΗΠΑ στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι σε τόση αντίθεση με τις ελληνικές διατάξεις και τους σκοπούς για τους οποίους αυτές τέθηκαν, ώστε η αναγνώριση της ισχύος της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης να είναι απαράδεκτη σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές.
Τα ανωτέρω ενισχύονται από το γεγονός ότι η ελληνική νομοθεσία είναι προσανατολισμένη στην αποτροπή δημιουργίας ιδιωτικού χρήματος, ενώ, ως προαναφέρθηκε, το κρυπτοχρήμα αποτελεί μορφή ιδιωτικού χρήματος (βλ. τέλος νομικής σκέψης ΣΤ.). Σύμφωνα με άπαντα τα προαναφερόμενα, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί εν όλω στην ουσία της, εξαιτίας του ότι η αναγνώριση της ισχύος της προκείμενης αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης είναι αντίθετη γενικά προς τη δημόσια τάξη και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 5 § 2 εδ. β΄ της Διεθνούς Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958 περί αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Bitcoin και δημόσια τάξη στο πεδίο της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας
Ι. Το ζήτημα
Προσβάλλεται η ελληνική ουσιαστική δημόσια τάξη από αλλοδαπή διαιτητική απόφαση που επιδικάζει αποζημίωση σε bitcoin; Αυτό ήταν το ερώτημα που κλήθηκε να απαντήσει το Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Επικυρώνοντας την πρωτοβάθμια απόφαση (ΜΠρΑγρ 193/2018, ΝΟΜΟΣ), το Εφετείο έκρινε ότι, εντός του πλαισίου της Διεθνούς Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958, την οποία η Ελλάς έχει κυρώσει ήδη από το 1961, η αναγνώριση και κήρυξη εκτελεστότητας αμερικανικής διαιτητικής απόφασης με το ανωτέρω περιεχόμενο προσβάλλει τη δημόσια τάξη της χώρας μας.
ΙΙ. Η απόφαση του Εφετείου
Σύμφωνα με τον βασικό συλλογισμό της απόφασης, τα κρυπτονομίσματα, στην κατηγορία των οποίων εντάσσεται και το bitcoin (όρος που δεν διαθέτει ελληνικό λειτουργικό ισοδύναμο –προς το παρόν), ευνοούν τη φοροδιαφυγή και διευκολύνουν το οικονομικό έγκλημα, προξενώντας αβεβαιότητα στις εμπορικές συναλλαγές, ενώ παράλληλα, επιφέρουν βλαπτικές συνέπειες σε βάρος της εθνικής οικονομίας. Προς επίρρωση των προαναφερόμενων κρίσεων, το Εφετείο επικαλείται τη θέση που έλαβε επί του θέματος η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Επιπρόσθετα, το Εφετείο επισημαίνει το αρρύθμιστο του αντικειμένου στο πεδίο του ελληνικού φορολογικού δικαίου, στοιχείο που οδηγεί στην έλλειψη φορολόγησης του εισοδήματος που προκύπτει στο πλαίσιο των σχετικών συναλλαγών. Το Εφετείο ολοκληρώνει τον συλλογισμό του με τις ακόλουθες σκέψεις: Η αναγνώριση αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης που αντιμετωπίζει το bitcoin ως αποκεντρωμένη νομισματική μονάδα ομότιμων (peer to peer), και διατάσσει την καταβολή συγκεκριμένου ποσού σε bitcoin, έρχεται σε αντίθεση με τη δημόσια τάξη, και ειδικότερα, με τους θεμελιώδεις κανόνες και τις σήμερα κρατούσες αρχές της ελληνικής έννομης τάξης σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Τέλος, η ενθάρρυνση αντίστοιχων συναλλαγών, καθώς και η υποστήριξη της εξίσωσής τους με αυτές που λαμβάνουν χώρα σε επίσημα αναγνωρισμένες νομισματικές μονάδες, θα είχε ως συνέπεια τη διασάλευση των επικρατούντων οικονομικών συνθηκών της χώρας, με δεδομένη την ξαφνική και απρόβλεπτη διακύμανση της αξίας του bitcoin.
ΙΙΙ. Σχόλιο
Σε αντίθεση με την εμβριθέστατη ανάλυση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση μηχανικά, με συμπιλήματα της απόφασης του Πρωτοδικείου Αγρινίου, και μηδενικές αναφορές σε θεωρία και νομολογία επί του θέματος της δημόσιας τάξης.
Ωστόσο, οι εξελίξεις ως προς το ζήτημα των κρυπτονομισμάτων μεταξύ του έτους δημοσίευσης της πρωτόδικης (2018) και του έτους έκδοσης της δευτεροβάθμιας (2021) απόφασης δεν φαίνεται να απασχόλησαν το Εφετείο [Βλ. Rizos, The Nature of Rights Upon Cryptocurrencies, σε: Dr. Tatiana-Eleni Synodinou/Prof. Philippe Jougleux/Prof. Dr. Christiana Markou/Prof. Dr. Thalia Prastitou-Merdi, EU Internet Law in the Digital Single Market (2021), σ. 605-627, και παλαιότερα Ρίζος, Τυπολογική προσέγγιση του μη κρατικού χρήματος, ΕλλΔνη 2017. 202-212· Rizos, The Consumer’s Right of Withdrawal in case of Payment with Bitcoins (updated version), European Journal of Consumer Law/Revue Européenne de Droit de la Consommation 2016. 174-205].
Συγκεκριμένα, η Ελληνική Δημοκρατία αναμένεται να μεταφέρει σύντομα στο εθνικό μας δίκαιο την κρίσιμη οδηγία της ΕΕ που σχετίζεται με τα κρυπτονομίσματα (βλ. Οδηγία 2019/713 της 17ης Απριλίου 2019 για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου). Νέες διατάξεις φορολογίας εισοδήματος και κανόνες δικαίου που εστιάζουν στα κρυπτονομίσματα προετοιμάζονται από κυβερνητικά κλιμάκια του Υπουργείου Οικονομικών. Ακόμη και τώρα, δηλαδή χωρίς νομοθετικό πλαίσιο επί του θέματος, η δήλωση των εισοδημάτων από αντίστοιχες δραστηριότητες συνιστά φορολογική υποχρέωση του πολίτη. Εξάλλου, ανταλλακτήρια bitcoin έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην ελληνική επικράτεια. Τα ανωτέρω προφανώς έχουν διαφύγει της προσοχής του Εφετείου, το οποίο θεώρησε ότι τα κρυπτονομίσματα κυκλοφορούν σε καθεστώς πλήρους ατιμωρησίας, αντίληψη που υπό τις σημερινές συνθήκες μπορεί να χαρακτηριστεί ως παρωχημένη.
Παραπέμποντας στην απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ στην υπόθεση Skatteverket/David Hedqvist (C-264/14, ECLI:EU:C:2015:718), το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέκρουσε τη συνεκτίμηση της απόφασης, με το επιχείρημα ότι η εν λόγω κρίση του ΔΕΕ αφορούσε αποκλειστικά τη σουηδική έννομη τάξη, άρα δεν σχετίζεται με την ελληνική έννομη τάξη, και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να επηρεάσει την κρίση του. Οι εξελίξεις όμως οδηγούν νομοτελειακά στην αντίθετη κατεύθυνση. Τα «κυβερνονομίσματα» ήρθαν για να μείνουν. Η αντιμετώπισή τους σε κρατικό επίπεδο δεν φέρει το στίγμα της ποινικής καταστολής, αλλά της βαθμιαίας προσαρμογής τους στο υφιστάμενο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Ήδη έχει «ανάψει» η συζήτηση και για το εφαρμοστέο δίκαιο σε υποθέσεις που σχετίζονται με κρυπτονομίσματα [βλ. Andrew Dickinson, Cryptocurrencies and the Conflict of Laws, σε: Fox, D./Green, S., Cryptocurrencies in Public and Private Law (2019), σ. 93 επ.].
Απτό παράδειγμα αποτελεί το Ηνωμένο Βασίλειο: Σε απόφαση του 2019, το High Court εξέτασε ενδελεχώς τη φύση και τη λειτουργία του bitcoin, και κατέληξε στον χαρακτηρισμό του ως καινοφανούς οριστού, ταυτοποιήσιμου, άυλου, εμπορεύσιμου, και ανταλλάξιμου περιουσιακού στοιχείου, που φέρει χαρακτηριστικά σταθερότητας [AA v Persons Unknown & Ors, Re Bitcoin [2019] EWHC 3556 (Comm) per HHJ Bryan, at 57: “I consider that that analysis as to the proprietary status of crypto currencies is compelling and for the reasons identified therein should be adopted by this court”. Βλ. επίσης Iain Sheridan, Financial Regulation and Technology–A Legal and Compliance Guide (2022), σ. 70 επ.]. Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και άλλες έννομες τάξεις του Κοινοδικαίου (Σιγκαπούρη και Νέα Ζηλανδία, βλ. Sheridan, ό.π., σ. 74). Αυτή ήταν άλλωστε και η πρόθεση του καθ’ ου, δηλαδή η λήψη συγκεκριμένης ποσότητας κρυπτονομίσματος με επενδυτική/κερδοσκοπική πρόθεση, δραστηριότητα που επικρατεί σε παγκόσμιο επίπεδο (Sheridan, ό.π., σ. 75 επ.: “… exchange tokens are also purchased as an investment, just as an investor may choose to buy equities or fixed income products. The vast majority of bitcoins serve this function as either direct or indirect investments”).
Με βάση τις ανωτέρω επισημάνσεις, μπορεί να προεξοφληθεί ότι η κρίση που διατύπωσε το Εφετείο δεν θα μακροημερεύσει.
Απόστολος Άνθιμος
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα