ΜΠρΒολ 151/2024
Δικαστής: Κωνσταντίνος Νταρακλίτσας
Δικηγόροι: Ι. Τσάτσος/Π. Σδράκα
(144 § 1, 145, 925, 995 § 1 ΚΠολΔ)
Αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου επιδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 995 § 1 ΚΠολΔ, επί ποινή ακυρότητας στον αυτοπροσώπως παρόντα καθ’ου η κατάσχεση, και όχι στους συγγενείς ή συνοίκους ή στους δυνάμενους να παραλαμβάνουν κοινοποιούμενα δικόγραφα υπαλλήλους.
Όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση είναι απών κατά την κατάσχεση, η επίδοση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου πρέπει να γίνει, όπως ορίζει το άρθρο 995 § 1 ΚΠολΔ, επί ποινής ακυρότητας της κατάσχεσης που θεμελιώνει λόγο ανακοπής κατ’αυτής, εξαιτίας της σπουδαιότητας που αποδίδει στην τήρηση των σχετικών διατάξεων ο νομοθέτης, ανεξαρτήτως επίκλησης και απόδειξης δικονομικής βλάβης.
Ακύρωση επιταγής προς εκτέλεση και κατασχετήριας έκθεσης, διότι δεν επιδόθηκε την επόμενη ημέρα από την κατάσχεση στον απόντα, κατά την κατάσχεση καθ’ου, αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης, αλλά αυτή επιδόθηκε σύζυγο του.
Ακύρωση επιταγής προς εκτέλεση και κατασχετήριας έκθεσης, λόγω μη απόδειξης κοινοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση των απαραίτητων εγγράφων που αποδεικνύουν την ενεργητική νομιμοποίηση ΕΔΑΔΠ προς επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης και συγκεκριμένα, λόγω μη απόδειξης κοινοποίησης με την επιταγή προς εκτέλεση, της καταχώρισης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψης της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων.
[…]
Mε το υπό κρίση δικόγραφο ανακοπής, ο ανακόπτων, για τους λόγους που ειδικότερα εκθέτει σε αυτό, ζητεί, να ακυρωθούν: α) η από 20.11.2023 επιταγή προς εκτέλεση, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …/2023 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου και β) η υπ’ αριθμ. …/25.1.2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Λάρισας με έδρα το Πρωτοδικείο Βόλου Ι.Β. Επίσης ζητεί να επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα σε βάρος της καθ’ ης. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, το υπό κρίση δικόγραφο ανακοπής, κατά τη διάταξη του άρθρου 933 του ΚΠολΔ (κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης), στο οποίο κατ’ άρθρο 218 § ΚΠολΔ σωρεύονται περισσότερες ανακοπές του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά διαφορετικών πράξεων εκτέλεσης (βλ. Α. Βαθρακοκοίλη, Η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, 2022, σ. 224, αρ. 675), παραδεκτώς και αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο σύμφωνα με το άρθρ. 933 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ, αφού ο εκτελεστός τίτλος δεν έχει εκδοθεί από το Ειρηνοδικείο, ως το Δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπου βρίσκεται το κατασχεθέν ακίνητο, κατά την προκείμενη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ σύμφωνα με το άρθρο 937§3 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, προκύπτει ότι η υπό κρίση ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τον ν. 4335/2015, καθώς οι επικαλούμενοι με αυτή λόγοι βάλλουν κατά του κύρους της επιταγής προς πληρωμή και της κατάσχεσης και η ανακοπή αυτή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου στις 12.2.2024 και επιδόθηκε στην καθ’ ης, στις 14.2.2024 (βλ. την υπ’ αρ. …/14.2.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην έδρα του Πρωτοδικείου Αθηνών, Γ.Τ., ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των 45 ημερών (934 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ) από την ημέρα κατά την οποία κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα αντίγραφο της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης (βλ. Α. Βαθρακοκοίλη, Η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, 2022, σ. 58-61, υποσ. 261, Σ. Πανταζόπουλο, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2η έκδ., 2022, σ. 242), ήτοι με εναρκτήρια ημέρα την 26.1.2024 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Λάρισας με έδρα το Πρωτοδικείο Βόλου Ι.Β. επί του αντιγράφου της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης που προσκομίζει ο ανακόπτων) και που έληγε την 11.3.2024 ημέρα Δευτέρα, συνυπολογίζοντας και τις ενδιάμεσες εξαιρετέες ημέρες καθόσον ο χρόνος διάρκειας των προθεσμιών του άρθρου 934 ΚΠολΔ δεν ορίζεται σε εργάσιμες ημέρες (βλ. Α. Βαθρακοκοίλης, Η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, 2022, σ. 61, αρ. 188). Συνεπώς, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Σύμφωνα με το άρθρο 955 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και το άρθρο 995 παρ. 1 ΚΠολΔ προκειμένου για ακίνητα, αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται μόλις περατωθεί η κατάσχεση στον καθ’ ου η εκτέλεση, αν ήταν παρών, και, αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο επιμελητής συντάσσει έκθεση για την άρνησή του. Αν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου, η επίδοση γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που περατώθηκε η κατάσχεση, εφόσον εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την περάτωση της κατάσχεσης. Η παράλειψη των διατυπώσεων αυτών επιφέρει ακυρότητα της κατάσχεσης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης πρέπει να γίνει στον παρόντα καθ’ ου η κατάσχεση και όχι στους συγγενείς ή συνδίκους ή στους δυνάμενους να παραλαμβάνουν κοινοποιούμενα δικόγραφα υπαλλήλους. Η παρουσία των τελευταίων προσώπων δεν σημαίνει και παρουσία του καθ’ ου η εκτέλεση. Αυτός είναι παρών, όταν παρευρίσκεται αυτοπροσώπως. Αν ο καθ’ ου η εκτέλεση είναι απών κατά την κατάσχεση, η επίδοση πρέπει να γίνει όπως ορίζουν οι παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 145 ΚΠολΔ. Οι παραπάνω διατυπώσεις επιβάλλονται με ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης (αρθρ. 955 παρ. 1 εδ. δ’ και 995 παρ. 1 εδ. γ’ ΚΠολΔ), εξαιτίας της σπουδαιότητας που αποδίδει στην τήρησή τους ο νομοθέτης. Συνεπώς, η μη τήρησή τους θεμελιώνει λόγο ανακοπής κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (κατάσχεσης), ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης (βλ. ΑΠ 2155/1986 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΑθ 55/2024, Αρμ 4/2024.441-446, σχόλιο: Α. Πλεύρη, ΜΠρΙωαν 525/2023 Αρμ 2023.1597, Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τόμ. 2, 3η έκδ., 2024, § 42, σ. 226, αρ. 60, Κ. Κεραμεύς / Δ. Κονδύλης / Ν. Νίκας (-Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη), Ερμηνεία ΚΠολΔ - Αναγκαστική εκτέλεση, 2η έκδ., 2021, άρθ. 955, σ. 365, Σ.-Σ. Πανταζόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2η έκδ., 2022, σ. 435).
Με τον πρώτο κατά σειρά λόγο της ένδικη ανακοπής προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης είναι άκυρη κατά τη διάταξη του άρθρου 995 ΚΠολΔ, διότι η επίδοση του αντιγράφου αυτής δεν διενεργήθηκε προσωπικώς προς τον ανακόπτοντα αλλά στη σύζυγό του Ε.Ζ. και διότι αντίγραφο αυτής δεν επιδόθηκε στον ανακόπτοντα το αργότερο την επόμενη ημέρα, καίτοι έχει την κατοικία του στον ίδιο Δήμο, όπου έγινε η κατάσχεση. Ο υπό κρίση λόγος είναι νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 955 ΚΠολΔ και πρέπει να εξεταστεί κατά την ουσιαστική του βασιμότητα.
Όπως αποδεικνύεται από την ίδια ανωτέρω αναφερόμενη έκθεση κατάσχεσης, ο καθ’ ου η εκτέλεση και ήδη ανακόπτων δεν ήταν παρών κατά τη διενέργεια της κατάσχεσης, καθώς σημειώνεται χαρακτηριστικά από τον συντάξαντα αυτή δικαστικό επιμελητή ότι «δεν βρήκαμε κανέναν προς τον οποίο να δηλώσω την ιδιότητά μου». Παρόντες ήταν μόνο οι μάρτυρες Φ.Ρ. και Φ.Β., που υπέγραψαν την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης. Ακολούθως, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό …/26.1.2024 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής εκτέλεσης επιδόθηκε αυθημερόν στη σύνοικο σύζυγο του καθ’ου η εκτέλεση – ανακόπτοντα Ε.Ζ. Πλην όμως σύμφωνα με τα όσα ορίζει η διάταξη του άρθρου 995 ΚΠολΔ, αντίγραφο της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης επιδίδεται μετά την περαίωση της κατάσχεσης στον καθ’ ου η εκτέλεση, εφόσον είναι παρών. Αντίθετα, εφόσον αυτός είναι απών, ο διενεργών την εκτέλεση δικαστικός επιμελητής επιδίδει το εν λόγω αντίγραφο το αργότερο την επόμενη ημέρα, εφόσον ο καθ’ ου η εκτέλεση έχει την κατοικία του στον ίδιο Δήμο, όπου έγινε η κατάσχεση. Η διάταξη του άρθρου 995 παρ. 1 ΚΠολΔ, που έχει όμοιο περιεχόμενο με αυτή του άρθρου 955 παρ. 1 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται επί κατάσχεσης κινητών, προβλέπει ειδικότερη διαδικασία για την επίδοση του αντιγράφου της εκθέσεως κατασχέσεως, που υπερισχύει των όσων προβλέπουν οι γενικές διατάξεις των άρθρων 122 επ. ΚΠολΔ. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ενημέρωση του καθ’ ου η εκτέλεση περί της εναντίον του κινηθείσας διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και της κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας του, η επίδοση πρέπει να γίνει στον ίδιο προσωπικά και δεν μπορεί να γίνει σε σύνοικο ή συγγενή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Έτσι στην υπό κρίση περίπτωση, αφού ο καθ’ ου η εκτέλεση και ήδη ανακόπτων ήταν απών κατά τη επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης επί της ακίνητης περιουσίας του, αλλά συνάμα ήταν κάτοικος του ίδιου Δήμου όπου βρίσκεται το κατασχεθέν ακίνητο, ο δικαστικός επιμελητής όφειλε να επιδώσει το αντίγραφο της έκθεσης που συνέταξε σχετικά με την κατάσχεση, στον ίδιο προσωπικά, το αργότερο έως την επόμενη από την επιβολή της κατάσχεσης, χωρίς να αρκεί η επίδοση στη σύνοικο αυτού κατ’ άρθρο 128 ΚΠολΔ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αφού η έλλειψη των ανωτέρω διατυπώσεων συνεπάγεται κατά τον νόμο την απόλυτη ακυρότητα της έκθεσης κατάσχεσης, σύμφωνα με τη ρητή γραμματική ερμηνεία της επίδικης διάταξης του άρθρου 995 παρ. 1 εδαφ. α’-γ’ ΚΠολΔ και κατά τα αναφερόμενα στην παραπάνω νομική σκέψη, πρέπει, να γίνει δεκτός ο υπό κρίση πρώτος λόγος ανακοπής.
Με τον τρίτο κατά σειρά λόγο ανακοπής, ζητείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης επιταγής καθώς και της δι’αυτής επισπευδόμενης εκτέλεσης λόγω μη κοινοποίησης στον ανακόπτοντα κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ των απαραίτητων εγγράφων που αποδεικνύουν την ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ης η αίτηση να επισπεύσει την εκτέλεση και ειδικότερα: α) της με αριθμό πρωτοκόλλου …/11.04.2023 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, με την οποία η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…” ανάθεσε ή τροποποίησε τους όρους της αρχικής σύμβασης διαχείρισης της ένδικης απαίτησης στην καθ’ ης και β) ολόκληρων των συμβάσεων διαχείρισης και μεταβίβασης και όχι μόνον των περιλήψεων των εγγράφων που αναφέρονται ειδικότερα στο δικόγραφο της κρινόμενης ανακοπής. Ως προς τον εξεταζόμενο λόγο ανακοπής, το μεν αίτημά του ως προς την ακύρωση των διά της προσβαλλόμενης επιταγής εκτέλεσης, τυγχάνει απορριπτέο ως αόριστο, καθόσον επί της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ πρέπει αναγκαίως να προσδιορίζονται οι επιμέρους πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας που προσβάλλονται και οι λόγοι για τους οποίους έκαστη εξ αυτών ανακόπτεται (ΜΠρΛαμ 141/2020, ΜΠρΑθ 4029/2015, ΤΝΠ Νόμος), ενώ το δε αίτημά του να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση τυγχάνει νόμιμο. Κατά τα λοιπά, ως προς το πρώτο σκέλος του, διά του οποίου προβάλλεται η ακυρότητα της επιταγής λόγω μη συγκοινοποίησης της υπ’ αρ. …/…04.2023 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, ο εξεταζόμενος λόγος είναι νόμιμος και πρέπει να κριθεί κατά την ουσιαστική του βασιμότητα. Ενώ, ως προς το δεύτερο σκέλος του παρόντος λόγος ανακοπής με περιεχόμενο που αναφέρεται στην προσκόμιση ολόκληρων των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων και ανάθεσης της διαχείρισης, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς αρκεί η προσκόμιση των εγγράφων εκείνων που αποδεικνύουν τη συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του αιτούντος την έκδοση της διαταγής πληρωμής και συγκεκριμένα απαιτείται η καταχώριση σε περίληψη, που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμόν 161/337/2003 και ήδη 207/2020 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο Ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, μαζί με τα σχετικά αποσπάσματα (βλ. ΑΠ 434/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 177/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 574/2020, www.efeteio-peir.gr, 272, Α. Βαθρακοκοίλης, Η έναρξη της εκτέλεσης κατά τον ΚΠολΔ, 2023, σ. 329, Γ. Διαμαντόπουλος, Ερανισμοί και Ανταποδόσεις Θέμιδος, τόμ. 5, 2023, σ. 961, Αναγκαίο περιεχόμενο των κατ’ άρθρο 925 § 1 ΚΠολΔ νομιμοποιητικών εγγράφων επί ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σε ΕΔΑΔΠ στο πλαίσιο του ν. 4354/2015 ή κατόπιν τιτλοποίησης απαιτήσεων του ν. 3156/2003).
Από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν τα διάδικα μέρη αποδεικνύονται τα εξής: Με αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή, Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…», ενεργούσας ως διαχειρίστριας απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», εκδόθηκε η υπ' αρ. …/2023 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, κατά της E.T., για το ποσό των 59.031,39 Ευρώ, απαίτηση που απέρρεε από την με αριθμό …/27.6.2005 σύμβαση στεγαστικού δανείου που η τελευταία συνήψε με την «… Τράπεζα». Στη συνέχεια, παρά πόδας του υπ’ αρ. …/2023 α’ εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, εκδόθηκε κατά της Ε.Τ. και κατά του ανακόπτοντος, ως τρίτου κυρίου ενυπόθηκου ακινήτου, η από 20.11.2023 επιταγή του δικηγόρου Α.Κ., που κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα την 23.11.2023, σύμφωνα με την επισημείωση επί του επιδοθέντος αντιγράφου αυτή, ανωτέρω δικαστικού επιμελητή. Μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως συγκοινοποιούμενα στην εν λόγω επιταγή (και δη ως σχετικό με αριθμό 6) συγκαταλέγεται και η «με αριθμό πρωτοκόλλου …/11.04.2023 τομ. …, αυξ. Αριθμ. 17, καταχώρισης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών της περίληψης της από 18.06.2023 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων». Η καθ’ ης η ανακοπή στις προτάσεις της ουδόλως αναφέρει ότι το εν λόγω έγγραφο κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα μαζί με την προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση, ούτε όμως προσκομίζει έκθεση επίδοσης από την οποία να αποδεικνύεται ότι το συγκεκριμένο έγγραφο συγκοινοποιήθηκε πράγματι στον ανακόπτοντα. Η ανωτέρω παράλειψη δεν δύναται να αντισταθμιστεί από το γεγονός ότι η καθ’ ης προσκομίζει την εν λόγω σύμβαση διαχείρισης με τις προτάσεις της κατά την προκείμενη δίκη, αφού η παράλειψη τήρησης των διατυπώσεων του άρθρου 925§1 ΚΠολΔ προκαλεί ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης του καθ’ ού η εκτέλεση (Α. Βαθρακοκοίλης, Η έναρξη της εκτέλεσης κατά τον ΚΠολΔ, 2023, σ. 328, αρ. 875), Συνεπώς, αφού από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν αποδεικνύεται η επίδοση του ανωτέρω εγγράφου και αφού η τήρηση των διατυπώσεων του άρθρου 925§1 ΚΠολΔ επιβάλλεται και στην περίπτωση της μετάθεση της νομιμοποιήσεως από τον δικαιούχο στον μη δικαιούχο (και αντιστρόφως), χωρίς να συντελείται οποιαδήποτε διαδοχή στην επίμαχη απαίτηση, όπως συμβαίνει και όταν η Εταιρία Διαχειρίσεως (ΕΔΑΔΠ) ενεργεί απλώς ως διαχειρίστρια για λογαριασμό του πιστωτικού ιδρύματος (βλ. Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τόμ. 1, 3η έκδ., 2023, § 22, σ. 526-531, υποσ. 96), θα πρέπει ο υπό κρίση τρίτος λόγος ανακοπής, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμος και ειδικότερα κατά το πρώτο σκέλος του, να γίνει δεκτός ως ουσιαστικώς βάσιμος.
Κατόπιν των ανωτέρω, κατά παραδοχή του πρώτου και του τρίτου λόγου της ανακοπής και παρελκομένης της έρευνας του δεύτερου και τέταρτου λόγου αυτής αντίστοιχα, οι οποίοι καθίστανται πλέον άνευ αντικειμένου, εφόσον κατατείνουν στην ακύρωση των ιδίων πράξεων της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι ο τρίτος ομοίως με τον πρώτο λόγο σε ακύρωση της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης και ο τέταρτος ομοίως με τον τρίτο λόγο σε ακύρωση της προσβαλλόμενης επιταγής προς εκτέλεση (βλ. ΑΠ 1054/1999 ΕλλΔνη 40.1540, ΕφΑθ 1294/2009 ΕλλΔνη 52.190, ΕφΘεσ 2292/2006 ΧρΙΔ 2007.156, ΕφΑθ 5824/2001 ΕλλΔνη 43.185, ΕφΑθ 260/2001 ΕλλΔνη 42.1372), θα πρέπει να γίνει δεκτή η κρίνομενη ανακοπή ως εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσίαν και να ακυρωθούν: α) η από …11.2023 επιταγή προς εκτέλεση, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …/2023 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου και β) η υπ’ αριθμ. …/25.1.2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Λάρισας με έδρα το Πρωτοδικείο Βόλου Ι.Β. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η καθ’ης η ανακοπή στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του ανακόπτοντος λόγω της ήττας της, κατόπιν σχετικού αιτήματός του (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ άρθρα 63§2, 66, 68 Ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι έκρινε απορριπτέο. ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανακοπή. ΑΚΥΡΩΝΕΙ: α) την από …11.2023 επιταγή προς εκτέλεση, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …/2023 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου και β) την υπ’ αριθμ. … έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Λάρισας με έδρα το Πρωτοδικείο Βόλου, Ι.Β. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης στα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
[…]
[Η σχολιαζόμενη απόφαση εκδόθηκε επί ανακοπής για την ακύρωση επιταγής προς εκτέλεσης διαταγής πληρωμής και κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου, ήτοι πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας. Το Δικαστήριο έκανε (ορθώς) δεκτό τον πρώτο και τρίτο λόγο ανακοπής και ακύρωσε τις ανακοπτόμενες πράξεις. Ο πρώτος λόγος ανακοπής αφορούσε ακυρότητα των προσβαλλόμενων πράξεων εκτέλεσης, διότι η κατασχετήρια έκθεση δεν επιδόθηκε την επόμενη ημέρα από την κατάσχεση στον απόντα, κατά την κατάσχεση καθ’ου, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 995 § 1 ΚΠολΔ, αλλά αυτή επιδόθηκε στην σύνοικο σύζυγο του.
Επί του σημαντικού αυτού δικονομικού ζητήματος, είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε από την στήλη αυτή σε δυο περιπτώσεις, ήτοι σε σχόλιο μας υπό την ΜονΠρΙωαν 525/2023, η οποία δημοσιεύθηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου του Αρμενόπουλου στις σελ. 1597 επ. και σε σχόλιο μας υπό την ΜονΕφΑθ 55/2024, δημοσιευμένη στο τεύχος Απριλίου 2024 του Αρμενόπουλου, σελ. 441-446. Σε αμφότερες τις ως άνω δημοσιευμένες αποφάσεις παραπέμπει η σχολιαζόμενη απόφαση. Η θέση δε της σχολιαζόμενης απόφασης, ως προς την ανωτέρω πρόβλεψη του άρθρου 995 § 1 ΚΠολΔ εντοπίζεται και στην πρόσφατη, αδημοσίευτη στον νομικό τύπο ΜονΠρΡοδ 175/2024. Όπως σημειώθηκε και στο πλαίσιο των ως άνω σχολίων, επί κατάσχεσης ακινήτων η διάταξη του άρθρου 995 § 1 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 77 του ν. 4842/2021) ορίζει ότι: «1. Αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται μόλις περατωθεί η κατάσχεση στον καθ`ου η εκτέλεση, αν ήταν παρών, και, αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο επιμελητής συντάσσει έκθεση για την άρνησή του. Αν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου, η επίδοση γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που έγινε η κατάσχεση, εφόσον εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάσχεση. Η παράλειψη των διατυπώσεων αυτών επιφέρει ακυρότητα. Ως τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό ακινήτου ορίζεται η εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά τον χρόνο της κατάσχεσης κατά το π.δ. 59/2016 (Α’ 95).».
Η εν λόγω διάταξη (όπως και το άρθρο 955 § 1 ΚΠολΔ επί κατάσχεσης κινητών πραγμάτων), προβλέπει μια ειδικότερη, σε σχέση με τις γενικές διατάξεις περί επιδόσεων των άρθρων 122 επ. ΚΠολΔ, διαδικασία για την επίδοση αντιγράφου συγκεκριμένα της κατασχετήριας έκθεσης και σε αμφότερες τις ως άνω διατάξεις θεμελιώνεται λόγος ανακοπής και ακύρωσης της κατάσχεσης και δη ανεξαρτήτως επίκλησης και απόδειξης δικονομικής βλάβης, σε περίπτωση μη τήρησης των ως άνω διατυπώσεων. Η επίδοση, λοιπόν, της κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου πρέπει, κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου και επί ποινή απόλυτης ακυρότητας της κατάσχεσης, να γίνει στον αυτοπροσώπως παρόντα καθ’ ου η κατάσχεση για την άμεση ενημέρωση του και όχι στους συγγενείς ή συνοίκους αυτού (στην περίπτωση της σχολιαζόμενης απόφαση η ακυρωθείσα κατασχετήρια έκθεση επιδόθηκε στην σύνοικο σύζυγο του καθ’ ου η εκτέλεση) ή στους δυνάμενους να παραλαμβάνουν κοινοποιούμενα δικόγραφα υπαλλήλους (βλ. ΜονΠρΛαρ 2775/2001, Δικογραφία 2001.517· ΜονΠρΡοδ 295/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι ως άνω διατάξεις προβλέπουν, μάλιστα, ειδικά τί απαιτείται να διενεργηθεί, όταν ο καθ’ου η κατάσχεση είναι παρών και αρνηθεί να παραλάβει την κατασχετήρια έκθεση και τί στην περίπτωση που αυτός είναι απών.
Επομένως, όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση είναι απών κατά την κατάσχεση, όταν δηλαδή δεν είναι αυτοπροσώπως παρών ο ίδιος, η επίδοση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης πρέπει να γίνει όπως ορίζουν τα άρθρα 955 § 1 και 995 § 1 ΚΠολΔ για την κατάσχεση κινητών και ακινήτων αντίστοιχα, δηλαδή η επίδοση πρέπει να γίνει (επί ποινή ακυρότητας) το αργότερο την επομένη της ημέρας, που έγινε η κατάσχεση, αν εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου ή της κοινότητας όπου έγινε η κατάσχεση, άλλως μέσα σε οκτώ ημέρες από την κατάσχεση.
Ο λόγος για τον οποίο οι ως άνω διατυπώσεις επιβάλλονται ρητά (άρθρο 995 § 1 εδ. γ΄ για την κατάσχεση ακινήτων) με ποινή απόλυτης ακυρότητας της κατάσχεσης είναι η σπουδαιότητα την οποία αποδίδει στην τήρηση τους ο νομοθέτης, όπως έχει επισημάνει ήδη από το έτος 1986 το Ακυρωτικό στη με αριθμό 2155/1986 (ΝοΒ 1987.1244) απόφαση του. Γίνεται, λοιπόν δεκτό από τον Άρειο Πάγο, ότι η μη τήρηση των ως άνω διατυπώσεων θεμελιώνει λόγο ανακοπής κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (κατάσχεσης), ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης από τον ανακόπτοντα – καθ’ ου η κατάσχεση. Την άποψη αυτή δέχεται και επαναλαμβάνει και η ως άνω δημοσιευόμενη απόφαση. Η γνώμη αυτή υποστηρίζεται επίσης και στην επιστήμη (Βλ. Μπρίνια, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης ΙΙ, β έκδοση, άρθρο 955, σελ. 761· Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη), Ερμηνεία ΚΠολΔ2, 2021, άρθρο 955, σελ. 365-366, αριθ. 2-3, άρθρο 995, αριθ. 2, σελ. 853-854, αριθ. 3, σελ. 854-857, αριθ. 5· Απαλαγάκη/ Σταματόπουλο (-Ρεντούλη), Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τ. ΙΙ, 2022, υπό άρθρο 995, σελ. 3287-3288, αριθ. 1).
Ο τρίτος λόγος ανακοπής αφορούσε την ακύρωση επιταγής προς εκτέλεση και κατασχετήριας έκθεσης, λόγω μη απόδειξης (συγ)κοινοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση των απαραίτητων εγγράφων που αποδεικνύουν την ενεργητική νομιμοποίηση ΕΔΑΔΠ προς επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης και συγκεκριμένα, λόγω μη απόδειξης κοινοποίησης με την επιταγή προς εκτέλεση, της καταχώρισης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψης της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων. Και επί του προκείμενου λόγου ανακοπής, το Δικαστήριο εφήρμοσε ορθά την κρίσιμη δικονομική ρύθμιση του άρθρου 925 ΚΠολΔ, η παράλειψη τήρησης των διατυπώσεων του οποίου προκαλεί ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης του καθ’ου η εκτέλεση και δη ανεξαρτήτως μετάθεσης της νομιμοποίησης και επίσπευσης εκτέλεσης από ΕΔΑΔΠ (Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ. Ι, 2023, σελ. 526-531). Στην ένδικη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι συγκοινοποιήθηκε πράγματι στον καθ’ου η εκτέλεση μαζί με την ανακοπτόμενη επιταγή, εγγράφου που απαιτεί ο νόμος για την ενεργητική νομιμοποίηση ΕΔΑΔΠ προς επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης και συγκεκριμένα, λόγω μη απόδειξης συγκοινοποίησης με την επιταγή προς εκτέλεση, της καταχώρισης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψης της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (επί του ζητήματος βλ. σχετ. και EφΘεσ 521/2023, αδημ. μ.π.π. στη νομολογία, ΜονΕφΕυβ 92/2023, αδημ., ΜονΠρΜυτιλ 299/2023, sakkoulas on-line, Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι, 2014, σελ. 380 επ. ως προς την ratio legis του άρθρου 925 ΚΠολΔ, Παπαχρήστου-Δημητρά, Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη, 2021, σελ. 137-140 μ.π.π. στη νομολογία).]
Α.Π.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα