ΕιρΘεσ 1019/2023 [μικρ]
Ειρηνοδίκης: Ευσταθία Αθανασιάδου.
Δικηγόροι: Ραχ. Αλεξανδρίδου, Βασ. Παππά.
Μικροδιαφορές. Μετά τον ν. 4842/2021, στη νέα διαδικασία κατά τις ειδικές διατάξεις για τις μικροδιαφορές, προκειμένου να μην επέλθουν οι επαχθείς συνέπειες της ερημοδικίας, ανεξαρτήτως της εκ μέρους των διαδίκων προηγούμενης κατάθεσης προτάσεων ή υπομνήματος, είναι υποχρεωτική η παράσταση αυτών κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ή η κατάθεση μόνον κοινής δήλωσης κατ’ άρθ. 242 § 2 ΚΠολΔ. Συνέπειες ερημοδικίας διαδίκου στη διαδικασία των μικροδιαφορών.
Συνέπειες εισαγωγής υπόθεσης σε εσφαλμένη διαδικασία. Εισαγωγή μισθωτικής διαφοράς στη διαδικασία των μικροδιαφορών. Ερημοδικία ενάγουσας λόγω μη παράστασής της στο ακροατήριο. Παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο προκειμένου να δικασθεί με τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 215, 226, 237 § 6 εδ. 5-6, 468, 260, 469 § 1, 272 και 591 §§ 6, 8 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον ν. 4335/2015 και τον ν. 4842/2021 και εφαρμόζονται και επί αγωγών, που κατατίθενται κατά τις ειδικές διατάξεις για τις μικροδιαφορές μετά την 1.1.2022, προκύπτουν οι ακόλουθες ερμηνευτικές διακρίσεις: α) Με το άρθρο 25 του ν. 4842/2021 και σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση αυτού ως προς το άρθρο 469 ΚΠολΔ, κατά την ορισμένη δικάσιμο, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην τακτική διαδικασία κατά τα άρθρα 237, 238 ΚΠολΔ, η υπόθεση συζητείται με την παρουσία των διαδίκων, αν όμως αυτοί συμφωνούν, μπορούν να καταθέσουν κοινή δήλωση, κατά την § 2 του άρθρου 242 ΚΠολΔ, για τη συζήτηση της υπόθεσης δίχως την παρουσία τους. Αν δεν εμφανιστεί κανείς οι από τους διαδίκους η υπόθεση ματαιώνεται, κατά το άρθρο 260 ΚΠολΔ, ενώ, αν δεν εμφανισθεί ο ενάγων ή ο εναγόμενος, εφαρμόζονται οι §§ 1 και 2 του άρθρου 272 και η § 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, αντίστοιχα. Επομένως, στη νέα διαδικασία κατά τις ειδικές διατάξεις για τις μικροδιαφορές, προκειμένου να μην επέλθουν οι επαχθείς συνέπειες της ερημοδικίας, ανεξαρτήτως της εκ μέρους των διαδίκων προηγούμενης κατάθεσης προτάσεων ή υπομνήματος, είναι υποχρεωτική η παράσταση αυτών κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ή η κατάθεση μόνο κοινής δήλωσης κατά το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ. Ο διάδικος, λοιπόν, που κατέθεσε μεν προτάσεις ή υπόμνημα νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 468 ΚΠολΔ, δικάζεται ερήμην, εάν δεν παρίσταται προσηκόντως κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. β) Από τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ προκύπτει ότι επαχθής συνέπεια της ερημοδικίας του εναγόμενου και του ενάγοντα στην τακτική διαδικασία είναι το πλάσμα της δικαστικής ομολογίας της ιστορικής βάσης της αγωγής και της παραίτησης από την αγωγή, η οποία απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμη, αντίστοιχα. Οι δυσμενείς συνέπειες της ερημοδικίας των προαναφερόμενων διατάξεων επεκτείνονται και στη νέα διαδικασία των μικροδιαφορών, καθώς κατ’ άρθ. 469 § 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ ορίζεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 271 § 3 και 272 §§ 1-2 ΚΠολΔ εφαρμόζονται αναλόγως και στη νέα διαδικασία κατά τις ειδικές διατάξεις για τις μικροδιαφορές (Αν. Πλεύρη σε Χ. Απαλαγάκη/Στ. Σταματόπουλο, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2022, Τόμος 1, άρθ. 271, σ. 1029, αριθ. 2, άρθ. 272, σ. 1033, αριθ. 1, Α. Φλώρου στο ίδιο έργο, άρθ. 469, σ. 1472, αριθ. 3). Και γ) σύμφωνα με την § 6 του άρθρου 591 ΚΠολΔ «Αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η εφαρμοστέα διαδικασία δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η τυχόν εσφαλμένη εισαγωγή της υπόθεσης προς εκδίκαση κατά μη αρμόζουσα διαδικασία δεν καθιστά απαράδεκτη ιην αγωγή, αλλά το δικαστήριο διατάζει και αυτεπάγγελτα με μη οριστική απόφαση την εκδίκαση κατά την προσήκουσα διαδικασία, εφόσον είναι καθ’ ύλην αρμόδιο. Με τη διάταξη αυτή παρέχεται η ευχέρεια στο δικαστήριο να παραπέμψει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση προς εκδίκαση με την αρμόζουσα διαδικασία ή να την κρατήσει και να τη δικάσει με την προσήκουσα διαδικασία, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι κατά τη συνεδρίαση στο ακροατήριο τηρήθηκαν οι δικονομικοί κανόνες της προσήκουσας εφαρμοστέας διαδικασίας και δεν επιβάλλεται από τη δικονομική αρχή της καλόπιοτης διεξαγωγής της δίκης η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση για προπαρασκευή των διαδίκων. Το δικαστήριο πρέπει να ερευνά τόσο το περιεχόμενο της προδικασίας όσο και της διαδικασίας στο ακροατήριο για να κρίνει αν η διαδικασία στην οποίο έχει εισαχθεί καλύπτει τις προϋποθέσεις της διαδικασίας που πρέπει να εφαρμοστεί, οπότε σε καταφατική περίπτωση προβαίνει σε αυτεπάγγελτη εφαρμογή της και εκδικάζει την υπόθεση με την προσήκουσα διαδικασία, ακόμη και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την έκδοση της απόφασης (ΕφΔωδ 17/2007, ΕιρΧαν 620/2013 ΤΝΠ-Νόμος, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος ΙΙ, 2000, άρθρο 591, αριθ. 10 επ., σ. 1099 επ.). Ωστόσο, με την προσθήκη της παραγράφου οκτώ στο ανωτέρω άρθρο από την 1.1.2022 και εντεύθεν, αν εισαχθεί κατά τις διατάξεις των μικροδιαφορών υπόθεση, που κανονικά υπαγόταν σε κάποια ειδική διαδικασία, το δικαστήριο οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση, αφού δεν υφίσταται πια η δυνατότητα να τη διακρατήσει και να την εκδικάσει κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία, εκδικάζοντάς την, δηλαδή, χωρίς να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 466-471 ΚΠολΔ, όπως είχε την ευχέρεια αυτή για τις αγωγές, που είχαν ασκηθεί μέχρι την 31.12.2021, υπό τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν ανωτέρω (ΑΠ 715/1972 ΝοΒ 1972. 1052, ΕφΑθ 972/2003 ΑρχΝ 2003. 762, ΕιρΡοδ 1/2015, ΕιρΚαρδ 363/1985 ΤΝΠ-Νόμος, Α. Πλεύρη σε Χ. Απαλαγάκη/Στ. Σταματόπουλο, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2022, Τόμος 2, άρθ. 591, σ. 2020, αριθ. 12, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π., Τόμος Ι, 2000, άρθρο 466, αριθ. 4, σ. 8281. Και τούτο διότι, από τον σκοπό του νομοθέτη, όπως αυτός συνάγεται από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4842/2021, προκύπτει η βούλησή του να εξομοιωθεί σχεδόν πλήρως η ειδική διαδικασία των μικροδιαφορών με αυτήν της τακτικής, αφού πλέον τηρείται ειδική προδικασία και για τις υποθέσεις που υπάγονται στις διατάξεις για τις μικροδιαφορές (άρθρο 468 ΚΠολΔ) με την προσκόμιση των αποδεικτικών μέσων εκ μέρους του ενάγοντα πριν την ορισμένη δικάσιμο και την προκατάθεση υπομνήματος εκ μέρους του εναγόμενου εντός ειδικής προθεσμίας ενέργειας, ενώ μόνη εξαίρεση στη ριζική αναδόμηση που είχε ήδη επέλθει στην τακτική διαδικασία, η οποία έχει διαμορφωθεί σε έγγραφη διαδικασία, αποτελεί το άρθρο 469 ΚΠολΔ κατά το οποίο προβλέπεται μεν η παράσταση των διαδίκων στο ακροατήριο, πλην όμως περιορίζεται στη δυνητική παροχή διασαφήσεων για όλα τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και μόνον κατά την κρίση του ειρηνοδίκη, ενώ ταυτόχρονα ενεργοποιείται η δυνατότητα της μη παράστασης αυτών στο ακροατήριο και η συζήτηση της υπόθεσης ακόμη και χωρίς την παρουσία τους, με μόνη την κατάθεση κοινής τους δήλωσης κατά την § 2 του άρθρου 242 ΚΠολΔ, όπως ακριβώς δηλαδή συμβαίνει ήδη κατά την τακτική διαδικασία, η οποία διεξάγεται χωρίς την παρουσία των διαδίκων στο ακροατήριο, αποκλειόμενης, ως εκ τούτου, της, κατά κανόνα, θεσπιζόμενης και ισχύουσας και μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4842/2021 υποχρεωτικής προφορικότητας της διαδικασίας, που ορίζεται στις ειδικές διαδικασίες κατ’ άρθρο 591 § 1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ ως προς την προβολή όλων των ισχυρισμών και ενστάσεων των διαδίκων, με αντίστοιχη καταχώρισή τους στα πρακτικά συνεδριάσεως, επί ποινή απαραδέκτου. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 614 § 1 ΚΠολΔ: «Κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών δικάζονται οι μισθωτικές διαφορές, οι διαφορές από οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, οι εργατικές διαφορές, οι διαφορές επαγγελματιών και οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, οι διαφορές από αμοιβές, οι διαφορές για ζημιές από αυτοκίνητα, οι διαφορές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και οι διαφορές από πιστωτικούς τίτλους». Η δε περίπτωση του άρθρου 614.1 ΚΠολΔ καταλαμβάνει όλες τις διαφορές, που απορρέουν από σύμβαση μίσθωσης πράγματος, κινητού (ΑΠ 732/2012 ΤΝΠ-Νόμος) ή ακινήτου, αγροτικού κτήματος, άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου, επίμορτη αγροληψία (619 ΑΚ). Εμπίπτουν δε εδώ και οι διαφορές, που αναφέρονται στην αποζημίωση του μισθωτή ή του εκμισθωτή από κάποια νόμιμη αιτία (άρθρα 577 και 594 ΑΚ) και ιδίως λόγω μη εκτέλεσης της σύμβασης. Είναι άσχετο, όμως, αν η διαφορά μετά την κατάρτισή της προέρχεται από την ομαλή ή ανώμαλη εξέλιξή της. Περαιτέρω, σύμφωνα με ης διατάξεις των άρθρων 14 § 1 περ. β΄ και 29 § 1 ΚΠολΔ, στην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου υπάγονται όλες οι διαφορές, κύριες ή παρεπόμενες, από σύμβαση μίσθωσης, καθώς και οι διαφορές του άρθρου 601 ΑΚ, εφόσον σε όλες τις περιπτώσεις αυτές το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει τα εξακόσια (600) ευρώ. Το ύψος του καταβαλλόμενου μισθώματος αποτελεί το κριτήριο κατανομής της αρμοδιότητας για όλες τις άνω διαφορές, ακόμη και στην περίπτωση που με την αγωγή ζητείται η καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού. Κρίσιμος, δε, χρόνος για να υπολογιστεί με βάση ποιο μίσθωμα θα κριθεί η αρμοδιότητα είναι ο χρόνος άσκησης της αγωγής (άρθρο 10 ΚΠολΔ). Προκειμένου δε για διαφορές, που ως αναγκαία ιστορική αιτία έχουν τη σύμβαση μίσθωσης ακινήτου, αποκλειστική αρμοδιότητα έχει το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 εδ. α΄ ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλη ή κατά τόπο αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση.
Από … η ενάγουσα δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο… Ωστόσο, από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι η ενάγουσα κατέθεσε μεν κατ’ άρθρα 468 § 2 εδ. α΄, 115 § 3 ΚΠολΔ τα αποδεικτικά μέσα και προτάσεις, αλλά δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο στην ως άνω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρο 272 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 469 § 1, όπως αυτά ίσχυαν επί αγωγών που κατατίθενται κατά τις ειδικές διατάξεις για τις μικροδιαφορές μετά την 1.1.2022). Αντίθετα, οι εναγόμενοι κατά την εκφώνηση και προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου παραστάθηκαν διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, επιπλέον δε είχαν καταθέσει κατ’ άρθρα 468 § 2 εδ. α΄, 115 § 3 ΚΠολΔ για αποδεικτικά μέσα και υπόμνημα.
Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου, εκθέτει ότι δυνάμει του από 22.3.2018 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης εκμίσθωσε στον πρώτο εναγόμενο και στη συνέχεια από τον Ιούλιο του έτους 2018 και στη δεύτερη εναγόμενη το αναφερόμενο στην αγωγή ακίνητο … Με βάση το παραπάνω ιστορικό ζητά να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με απόφαση, που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 1.920 ευρώ για οφειλόμενα μισθώματα και το συνολικό ποσό των 1.860 ευρώ ως αποζημίωση για τις προκληθείσες φθορές στο μίσθιο, καθώς και να καταδικασθούν αυτοί στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και τα αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή απαραδέκτως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά τη διαδικασία των ειδικών διατάξεων των άρθρων 466-471 ΚΠολΔ για τις μικροδιαφορές, διότι, έχει ως αναγκαία ιστορική αιτία την αναφερόμενη σε αυτή σύμβαση μίσθωσης ακινήτου ευρισκόμενου … του Δήμου …, με μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 380 ευρώ. Κατά συνέπεια, αποκλειστικά αρμόδιο καθ’ ύλη κα κατά τόπο δικαστήριο προς εκδίκαση της διαφοράς, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και δη των διατάξεων για τις μισθωτικές διαφορές (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), είναι, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Ειρηνοδικείο Βασιλικών, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το επίδικο μίσθιο (άρθρα 14 § 1β, 29 ΚΠολΔ), στο οποίο, ως κατά τόπο αρμόδιο, θα πρέπει να παραπεμφθεί η εκδίκασή της. Επισημαίνεται ότι εν προκειμένω η εξέταση του παραδεκτού της κατάθεσης της αγωγής προηγείται της εφαρμογής του εκ του άρθρου 272 § 1 τεκμηρίου της ερημοδικίας της ενάγουσας, που θα οδηγούσε στην απόρριψη της αγωγής χωρίς περαιτέρω έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχέρειας της ερμηνείας του κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, καθώς και να οριστεί το νόμιμο παράβολο, γιο την περίπτωση κατά την οποία η ενάγουσα θα ασκήσει κατά της απόφασης αυτής ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 469 § 1 εδ. γ΄, 501, 502 § 1, 505 § 2 περ. α΄ ΚΠολΔ).
Παρατηρήσεις
Η ερημοδικία των διαδίκων στις δίκες των μικροδιαφορών και η προσήκουσα διαδικασία εκδίκασης μιας υπόθεσης
Η σχολιαζόμενη απόφαση αντιμετωπίζει επιτυχώς τις νέες διατάξεις των μικροδιαφορών που εισήχθησαν με το ν. 4842/2021. Ως γνωστό οι διατάξεις αυτές παρέμεναν απαράλλαχτες για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα από την εισαγωγή του ΚΠολΔ, παρά την πληθώρα τροποποιητικών νομοθετικών ρυθμίσεων στον χώρο του αστικού δικονομικού δικαίου, με εξαίρεση τις περιοριστικές μεταρρυθμίσεις του ν. 3994/2011. Οι ισχύουσες διατάξεις αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεων της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του ν. 4842/2021, στην οποίαν είχα την τιμή να είμαι μέλος και υιοθετήθηκαν οι ρυθμίσεις που είχα εισηγηθεί. Κομβικά σημεία της νομοθετικής αυτής μεταρρύθμισης ήταν δύο: α) η προσέγγιση, αλλά με ορισμένες διαφοροποιήσεις, των ρυθμίσεων των μικροδιαφορών προς αυτή της τακτικής διαδικασίας μετά το ν. 4335/2015 και το ν. 4842/2021, έτσι ώστε οι σχετικές διατάξεις των μικροδιαφορών να αποτελούν απόκλιση από την τακτική διαδικασία, όπως ανέκαθεν είχε γίνει δεκτό στη θεωρία του δικονομικού δικαίου και β) η αποσαφήνιση ότι οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 466 επ. ΚΠολΔ δεν εφαρμόζονται στις ειδικές διαδικασίες (άρθρο 591 § 8 ΚΠολΔ), με τις απ’ εδώ απορρέουσες πρακτικές συνέπειες (ιδίως ως προς το ζήτημα του ανέκκλητου ή μη των οριστικών αποφάσεων), ζήτημα που αντιμετωπιζόταν με αμφισβητούμενο και διαφορετικό τρόπο στη θεωρία και νομολογία.
Σημαντική είναι η διάταξη του άρθρου 469 § 1 ΚΠολΔ κατά την οποίαν οι διάδικοι πρέπει να παρίστανται κατά την ημερομηνία που έχει οριστεί να δικαστεί η υπόθεσή τους, έστω και αν έχουν καταθέσει υπόμνημα. Διαφορετικά μπορούν να καταθέσουν κοινή δήλωση κατά το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ. Η τελολογία των ως άνω διατάξεων είναι αφενός ότι ο ειρηνοδίκης θα μπορούσε να εξετάσει τους διαδίκους είτε ως αποδεικτικό μέσο, είτε προς παροχή διευκρινίσεων κατά το άρθρο 245 ΚΠολΔ, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται οικονομία δικαστικής ενέργειας, χρόνου και δαπάνης και αφετέρου, η μη δυνατότητα μονομερούς ανάκλησης της δήλωσης του άρθρου 242 ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ενός των διαδίκων, μετά την κατάθεση της αρχικής κοινής δήλωσης, όμοια όπως ακριβώς ρυθμίζεται και στο άρθρο 591 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ για τις δίκες των περιουσιακών διαφορών στις ειδικές διαδικασίες, προκειμένου να αποτρέπονται καταχρηστικές και αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων συμπεριφορές. Πάντως, σε περίπτωση που υιοθετηθεί τελικώς η εξαγγελθείσα ενοποίηση ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων, θα πρέπει να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση ως προς το δικαιοδοτικό όργανο που θα εκδικάζει τις ως άνω διαφορές, ενώ η αύξηση του ποσού των μικροδιαφορών δεν ενδείκνυται.
Η σχολιαζόμενη απόφαση ασχολείται και με το ζήτημα περί του πρακτέου, όταν μία υπόθεση που εισήχθη να εκδικαστεί εσφαλμένως με τη διαδικασία των μικροδιαφορών υπάγεται σε άλλη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Το ζήτημα έχει γενικότερο ενδιαφέρον και τίθεται και αντιστρόφως, όπως και στη σχέση της τακτικής με κάποια ειδική διαδικασία ή με τη διαδικασία των μικροδιαφορών. Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα είναι ότι η διαδικασία δεν είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, εξετάζεται όμως αυτεπαγγέλτως (άρθρο 591 § 6 ΚΠολΔ) και για το λόγο αυτό: α) δεν επηρεάζει το σχετικό ζήτημα η ερημοδικία ενός των διαδίκων κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, εφόσον η ερημοδικία τους συνδέεται με δυσμενείς συνέπειες επί της ουσίας της υπόθεσης και β) δεν ελέγχεται η εσφαλμένη εκδίκαση μιας υπόθεσης με το ένδικο μέσο της έφεσης, η οποία απαιτεί για τη βασιμότητά της επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης, αλλά ούτε και με το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ. Μόνη εξαίρεση εντοπίζεται, όταν η επιλογή της διαδικασίας εκδίκασης καθορίζει και το υλικώς αρμόδιο δικαστήριο, διότι τότε ακριβώς παρακάμπτεται ο φυσικός δικαστής (άρθρα 8 Συντ., 109 ΚΠολΔ). Επίσης, κρίσιμη για την επίλυση του ζητήματος της διαφορετικής διαδικασίας εκδίκασης μιας υπόθεσης είναι η για πρώτη φορά εισαχθείσα διάταξη του άρθρου 591 § 6 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί μεν να ορίζεται στις διατάξεις των δικών των ειδικών διαδικασιών, έχει όμως γενικότερη εμβέλεια και μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής και σε άλλες υποθέσεις που εντοπίζεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, σύμφωνα με την οποίαν αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποίαν έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποίαν δικάζεται. Βασικό κριτήριο του εάν θα δικάσει το δικαστήριο με την προσήκουσα διαδικασία, μετά τη διαπίστωση της εισαγωγής της υπόθεσης με εσφαλμένη διαδικασία, είναι η δικονομική βλάβη του διαδίκου, στην οποίαν δεν κάνει ρητή αναφορά η ως άνω απόφαση. Θα πρέπει να αποφεύγεται η αυθωρεί και παραχρήμα παραπομπή της εκδίκασης μιας υπόθεσης σε άλλη δικάσιμο ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου που θα δικάσει αυτή με την προσήκουσα διαδικασία, όπως παρατηρείται έντονα στη νομολογία, με καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, εν όψει και των συνεπειών που επέρχονται από την ως άνω θεώρηση και το τι επακολουθεί ως προς την εκδίκαση μιας υπόθεσης (π.χ. κατάθεση νέας κλήσης με προσδιορισμό δικασίμου, επίδοση στον αντίδικο, ενδεχόμενη αναβολή συζήτησης κατά το άρθρο 241 ΚΠολΔ κ.ο.κ.). Έτσι π.χ. στη συγκεκριμένη ως άνω σχολιαζόμενη υπόθεση το δικαστήριο δεν θα μπορούσε να εκδικάσει την υπόθεση με την προσήκουσα διαδικασία, αυτή δηλ. των περιουσιακών διαφορών, εφόσον οι προσκομισθείσες ένορκες βεβαιώσεις λήφθηκαν δίχως προηγούμενη κλήτευση των διαδίκων (άρθρο 468 § 2 ΚΠολΔ), κάτι που όμως απαιτείται όταν η υπόθεση εκδικάζεται με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 422 § 1, 591 § 1 ΚΠολΔ), επί ποινή του ανυπόστατου αυτών (άρθρο 424 ΚΠολΔ). Ομοίως, εάν μία υπόθεση που εκδικάζεται κανονικά με τη κάποια ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών, εκδικάζεται με τη διαδικασία των μικροδιαφορών, η δικονομική βλάβη του διαδίκου, θα συνίσταται όχι στο ότι π.χ. οι προσκομισθείσες με επίκληση ένορκες βεβαιώσεις λήφθηκαν ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου, αλλά στο ότι η εκδοθείσα απόφαση είναι ανέκκλητη (άρθρο 512 ΚΠολΔ). Και βέβαια δεν εντοπίζεται δικονομική βλάβη, όταν η υπόθεση έχει εισαχθεί να εκδικαστεί με την τακτική διαδικασία, ενώ αυτή εκδικάζεται με τις μικροδιαφορές, εφόσον οι τελευταίες προσεγγίζουν την πρώτη και αποτελούν απόκκλιση απ’ αυτήν κατά τα προαναφερθέντα. Εν κατακλείδει, ένας ουσιαστικός δικαστής δεν θα πρέπει να αρκείται στην απλή διαπίστωση της εσφαλμένης διαδικασίας εισαγωγής εκδίκασης μιας υπόθεσης, αλλά θα πρέπει να κρίνει ad hoc, εάν μπορεί να εφαρμόσει την προσήκουσα διαδικασία για την επίλυση της εισαχθείσας ενώπιόν του διαφοράς και εάν συντρέχει ή όχι δικονομική βλάβη των διαδίκων, η οποία, καίτοι δεν ορίζεται ρητά στο άρθρο 591 παρ. 6 ΚΠολΔ, εμπεριέχεται στην τελολογία του.
Στέφανος Πανταζόπουλος
Αρεοπαγίτης, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα