ΑΠ 1272/2023 Τμ.Γ
Πρόεδρος:Γ. Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής:Γ. Καλαμαρίδης, Αρεοπαγίτης
Σύνθεση: Μ. Μουλιανιτάκη, Μ. Δαβίου-Απέργη, Μ. Κουφούδη
Δικηγόροι:Ό. Παπαχρήστου - Σ. Πεπονάς
Νομικές Διατάξεις: άρθρα 216 § 1, 559 αρ. 14 ΚΠολΔ
Σε αγωγή αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου, το ορισμένο αυτής κρίνεται κυρίως με βάση το εάν προκύπτει, από την περιέχουσα στην αγωγή περιγραφή, η ταυτότητα του ακινήτου. Εάν το διεκδικούμενο ακίνητο είναι τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να προσδιορίζεται και η θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο. Κρίση περί του λόγου αναίρεσης 559 αρ. 14 ΚΠολΔ.
Με την κρινόμενη από 2.11.2020 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 446/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος άσκησε κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος… την από… αγωγή, με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά του επί ενός ακινήτου εμβαδού 348 τ.μ., που βρίσκεται έξω από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλης, στη θέση «…» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην κοινότητας… και το οποίο αποτελείται από τμήμα εμβαδού 240 τ.μ., το οποίο απέκτησε με το αναφερόμενο συμβόλαιο πώλησης και από έτερο τμήμα εμβαδού 108 τ.μ., το οποίο απέκτησε με έκτακτη χρησικτησία. Ζήτησε, επίσης, να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του…, όπου το ακίνητό του έχει καταχωρηθεί ως αποτελούμενο από δύο διακεκριμένα αγροτεμάχια με δύο ΚΑΕΚ, που έχουν εγγραφεί ως ανήκοντα στο Δημόσιο. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 4811/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το ακίνητο περιλαμβάνεται εν όλω ή εν μέρει στους τίτλους των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, ή αν περιλαμβάνεται εν όλω ή εν μέρει εντός των… δημόσια κτήματα. Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, εκδόθηκε η 1932/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης, το εναγόμενο άσκησε την από 9.11.2018 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω προσβαλλόμενη 446/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 552, 553, 556, 558, 564 § 1 και 566 § 1 ΚΠολΔ). Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή (άρθ. 577 § 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 577 § 3 ΚΠολΔ). Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα (ΟλομΑΠ 18/1998). Η δε ποιοτική αοριστία, δηλαδή η επίκληση των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά περιστατικών, και η ποσοτική αοριστία, δηλαδή η μη αναφορά όλων των στοιχείων που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχονται από τους αρ. 8 και 14, αντιστοίχως, του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλομΑΠ 15/2000), αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη την αγωγή, λαμβάνοντας υπ’ όψιν γεγονότα που δεν αναφέρονται σ’ αυτήν ή αντιθέτως έκρινε αόριστη την αγωγή μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν τέτοια γεγονότα. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός περί αοριστίας της αγωγής, για να είναι παραδεκτός, πρέπει να προτείνεται νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 562 § 2 του ΚΠολΔ και, ειδικότερα, αν ο αναιρεσείων έχει ηττηθεί στον πρώτο βαθμό, η νόμιμη επαναφορά του ισχυρισμού του στο Εφετείο μπορεί να γίνει μόνο με λόγο έφεσης, κύριο ή πρόσθετο (ΑΠ 852/2021, ΑΠ 29/2021, ΑΠ 142/2013). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία, ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου ειδικότερα περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και, μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ούτως ώστε να είναι δυνατόν στον μεν εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου και όχι ασαφούς επίδικου αντικειμένου, στο δε δικαστήριο να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτέλεσης. Η περιγραφή του ακινήτου από την οποία να μην γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του μπορεί να γίνεται και με την αποτύπωσή του με τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, από το οποίο προκύπτει, πλην του σχήματος, οι πλευρές του, η θέση του, ο προσανατολισμός του και το εμβαδόν του, εφόσον το τοπογραφικό διάγραμμα τούτο ενσωματώνεται στο δικόγραφο της αγωγής (ΑΠ 1319/2020, ΑΠ 1597/2018, 305/2017, ΑΠ 781/2016). Το γεγονός όμως ότι το μνημονευόμενο τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο εμφαίνεται το επίδικο ακίνητο, δεν προσαρτήθηκε στην αγωγή, δεν την καθιστά αόριστη ως προς την περιγραφή του, αν από την όλη περιγραφή του ακινήτου στο δικόγραφο της αγωγής δεν γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά του (ΑΠ 166/2023, ΑΠ 9/2020, ΑΠ 301/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, ισχυρίζεται το αναιρεσείον ότι είχε προβάλει πρωτοδίκως με τις προτάσεις του την ένσταση αοριστίας της αγωγής, επειδή δεν προσδιορίζεται σ’ αυτήν το επίδικο ακίνητο σε σχέση με τη μείζονα έκταση των 18 στρεμμάτων, από την οποία φέρεται ότι προήλθε, και επί πλέον, επειδή το από τον Νοέμβριο του 1963 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Θ. Μ., στο οποίο παρέπεμπε, δεν ήταν συνημμένο στην αγωγή. Ότι τον ισχυρισμό αυτόν, που δεν έγινε δεκτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επανέφερε με λόγο έφεσης και ενώπιον του Εφετείου, το οποίο όμως, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν, κρίνοντας ορισμένη την αγωγή και υποπίπτοντας έτσι στην παράβαση του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, επειδή δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή λόγω της αοριστίας της. Όπως, όμως, προκύπτει από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της πιο πάνω αγωγής του αναιρεσιβλήτου, τα δύο τμήματα από τα οποία αποτελείται το επίδικο ακίνητο, επί του οποίου ο τελευταίος ζήτησε την αναγνώριση της κυριότητάς του, περιγράφονται στην αγωγή πλήρως, ώστε να μην προκύπτει καμία αμφιβολία ως προς την ακριβή τους ταυτότητα. Ειδικότερα, ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του ότι με το… συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Λ., σε συνδυασμό με το… συμβόλαιο της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμα, απέκτησε την κυριότητα, νομή και κατοχή ενός αγροτεμαχίου, το οποίο βρίσκεται εκτός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης και στη θέση «…» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην κοινότητας… Ότι το αγροτεμάχιο αυτό, μέσα στο οποίο είναι κτισμένη μία οικία εμβαδού 30 τ.μ. με στεγασμένη βεράντα επιφάνειας 60 τ.μ., εμφαίνεται με τα περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Α στο από μηνός… τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Θ. Μ., το οποίο έχει προσαρτηθεί στο… συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Π.. Ότι το αγροτεμάχιο αυτό έχει έκταση 240 τ.μ., όπως εμφαίνεται με τα περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Α στο από μηνός… τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Ι. Μ., το οποίο έχει προσαρτηθεί στο ανωτέρω αναφερόμενο… συμβόλαιο και συνορεύει βόρεια με πλευρά Α-Ε μήκους 19 μέτρων με οδό πλάτους 5 μέτρων, νότια με πλευρά μήκους 17 μέτρων με δημόσιο χώρο και ανατολικά με πλευρά τεθλασμένη Α-Β-Γ συνολικού μήκους 13 μέτρων με ιδιοκτησία…, ενώ άλλα 108 τ.μ. περίπου αποτελούν το προς βορράν τμήμα του, ώστε τα δύο αυτά τμήματα αποτελούν το επίδικο ακίνητο συνολικού εμβαδού 348 τ.μ.. Αναφέρεται στη συνέχεια στην αγωγή ότι σύμφωνα με τη γενόμενη κτηματογράφηση από τον ΟΚΧΕ, το επίδικο ακίνητο έχει έκταση 348 τ.μ. και φέρει δύο ΚΑΕΚ μετά από αυθαίρετη κατάτμησή του, ήτοι προσδιορίζεται στο κτηματολόγιο με τους αριθμούς…, που έχουν εγγραφεί ως ανήκοντα στο… Εκτίθεται δε στη συνέχεια στην αγωγή ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε τμήμα ευρύτερης έκτασης 18 στρεμμάτων, που ανήκε στον Π. Γ. του Κ., ο οποίος απέκτησε την κυριότητά της με έκτακτη χρησικτησία, καθώς τη νεμόταν από το έτος 1900 και ο οποίος στη συνέχεια κατέτμησε την έκταση αυτή και μεταβίβασε κατά κυριότητά του επίδικο ακίνητο, που προήλθε από την κατάτμηση αυτή, στον Ν. Π. το έτος 1963 με το αναφερόμενο συμβόλαιο και τελικά το επίδικο περιήλθε στον ενάγοντα, μέσω των αναφερόμενων δικαιοπαρόχων του. Ενόψει των ανωτέρω, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου, καθώς αναφέρεται η θέση του, όπως επίσης αναφέρονται οι πλευρικές του διαστάσεις, οι συνορίτες του, καθώς και το εμβαδόν των τμημάτων του και το συνολικό του εμβαδόν, ενώ αναφέρονται και οι… με βάση τους οποίους το ακίνητο έχει καταχωρηθεί στο κτηματολόγιο, ώστε να μην προκύπτει καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν ήταν δε αναγκαίο για την πληρότητα της αγωγής να προσδιοριστεί η θέση του επιδίκου μέσα στην ανωτέρω έκταση των 18 στρεμμάτων, από την οποία προήλθε, καθώς αυτό δεν διεκδικείται ως μέρος της ευρύτερης αυτής έκτασης, αλλά ως αυθύπαρκτο και αυτοτελές ακίνητο, με συγκεκριμένο προσδιορισμό της θέσης και των ορίων του, ενώ αυτό προσδιορίζεται και από την καταχώρησή του στο κτηματολόγιο με συγκεκριμένους… Η μη ενσωμάτωση δε στην αγωγή των αναφερομένων ανωτέρω τοπογραφικών διαγραμμάτων δεν καθιστά αυτήν αόριστη, δεδομένου ότι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, το επίδικο ακίνητο προσδιορίζεται πλήρως στην αγωγή. Κατά συνέπεια, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον σχετικό λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος περί αοριστίας της αγωγής, όχι παρά τον νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και επομένως, ο τα αντίθετα υποστηρίζων πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος. […]
(Αναιρεί τη ΜΕφΠειρ 446/2020)
Παρατηρήσεις
Ευαγγελίας (Ελίνας) Ασημακοπούλου, Δ.Ν., Δικηγόρου
Στην προκείμενη περίπτωση, η κρίση περί του βασίμου του λόγου αναίρεσης 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, ήτοι περί της ορθής ή μη αντιμετώπισης στοιχείων του παραδεκτού της αγωγής, είναι η δικονομική αφορμή για ακόμη μία οριοθέτηση των απαιτήσεων ορισμένου της αγωγής.
Ειδικότερα, η απόφαση ασχολείται με το ορισμένο της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου (αυτονόητα, τα ίδια ισχύουν και για τη διεκδικητική αγωγή, δεδομένου ότι περιέχει αναγνωριστικό σκέλος)· ιδίως, ως προς την περιγραφή του ίδιου του ακινήτου, δηλαδή ως προς την περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Συγκεκριμένα, αναφέρει «Προκειμένου ειδικότερα περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και, μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ούτως ώστε να είναι δυνατόν στον μεν εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου και όχι ασαφούς επίδικου αντικειμένου, στο δε δικαστήριο να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτέλεσης. Η περιγραφή του ακινήτου από την οποία να μην γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του μπορεί να γίνεται και με την αποτύπωσή του με τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, από το οποίο προκύπτει πλην του σχήματος, οι πλευρές του, η θέση του, ο προσανατολισμός του και το εμβαδόν του, εφόσον το τοπογραφικό διάγραμμα τούτο ενσωματώνεται στο δικόγραφο της αγωγής… Το γεγονός όμως ότι το μνημονευόμενο τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο εμφαίνεται το επίδικο ακίνητο, δεν προσαρτήθηκε στην αγωγή, δεν την καθιστά αόριστη ως προς την περιγραφή του, αν από την όλη περιγραφή του ακινήτου στο δικόγραφο της αγωγής δεν γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά του…».
Η νομολογία του Ανώτατου Ακυρωτικού εστιάζει στο επαρκές της περιγραφής του ακινήτου, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα αυτού (ήτοι, να προκύπτει επαρκώς το αντικείμενο της διαφοράς)[1]. Χαρακτηριστική οριοθέτηση τούτης της τοποθέτησης γίνεται, επίσης, σταθερά από τη νομολογία: Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου τμήματος να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ούτως ώστε να είναι δυνατόν στον εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου επίδικου αντικειμένου, στο δε δικαστήριο να μορφώσει πεποίθηση για το αντικείμενο απόδειξης. Η περιγραφή του ακινήτου από την οποία δεν προκύπτει αμφιβολία μπορεί να γίνεται και με την αποτύπωσή του σε τοπογραφικό διάγραμμα, το οποίο ενσωματώνεται στο δικόγραφο της αγωγής[2]. Εφόσον όμως η περιγραφή του ακινήτου επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του, η ενσωμάτωση τοπογραφικού διαγράμματος στην αγωγή δεν είναι απαραίτητη. Η επαρκής περιγραφή ταυτοποίησης του ακινήτου επικεντρώνεται στη διαφύλαξη συμφερόντων άμυνας του εναγομένου και στη δημιουργία σαφούς αντικειμένου απόδειξης[3].
Οι σκέψεις που διατυπώνονται έχουν γενικότερο ενδιαφέρον. Συστηματοποιείται συνεχώς το θέμα του βασικού κριτηρίου απόφανσης περί του ορισμένου ή μη μίας αγωγής, τόσο ως προς τη διαμόρφωση της ιστορικής βάσης της αγωγής (άρθ. 216 § 1 εδ α΄ ΚΠολΔ) όσο και ως προς την περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς (άρθ. 216 § 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ)[4]. Η κατάστρωση ενός σαφούς αντικειμένου απόδειξης και η εξασφάλιση της δυνατότητας στο αντίδικο μέρος να καταστρώσει τη συμμετοχή του στη δίκη φαίνεται πως αποτελούν κοινά δικονομικά κριτήρια ως προς την πληρότητα των πραγματικών ισχυρισμών και στη διεθνή δικονομική θεωρία[5]. Άλλωστε, και στο εγχώριο δικονομικό δίκαιο συστηματοποιείται σταθερά ως βασικό κριτήριο της πληρότητας των αγωγικών ισχυρισμών η δημιουργία ενός σαφούς αντικειμένου δίκης, επί του οποίου θα κληθεί να απαντήσει ο εναγόμενος, η δημιουργία ενός σαφούς αντικειμένου απόδειξης και η δυνατότητα εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης[6].
[1] Πάγια νομολογία: ΑΠ 932/2012, sakkoulas-online· ΑΠ 725/2010, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 345/2005, ΕλλΔνη 2007. 1019· ΑΠ 2002/2006, ΕλλΔνη 2007. 1653επ· ΑΠ 168/2004, sakkoulas-online.
[3] Σε άλλες εμπράγματες αγωγές, όπως λ.χ. η αγωγή ομολογήσεως δουλείας, η περιγραφή ακινήτου θεωρείται ακριβής όταν δεν προκύπτει αντίφαση στην περιγραφή των συνόρων δουλεύοντος και δεσπόζοντος ακινήτου (ΕιρΛαμ 16/2021, ΕπΑκ 2022. 881επ). Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι σε αγωγές διόρθωσης κτηματολογικών εγγραφών, η αναφορά στον αριθμό ΚΑΕΚ καλύπτει κάθε κενό περιγραφής του ακινήτου σε σύνορα, πλευρικές διαστάσεις ή το κενό παράλειψης επισύναψης τοπογραφικού διαγράμματος, καθώς αίρει κάθε αμφιβολία για την ταυτότητα του ακινήτου· εφόσον αντικείμενο της διαφοράς είναι όλο το ακίνητο, όπως εμφανίζεται στο κτηματολογικό διάγραμμα (και όχι τμήμα αυτού) (ΠΠρΒολ 45/2019, Αρμ 2020. 223επ, με παρατηρήσεις Α.Ν. Λιόντα· βλ. και Πλιάτσικα, Η αγωγή ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, 2024, σ. 277επ. Συστηματική επεξεργασία του ζητήματος για τις εμπράγματες αγωγές σε Μακρίδου, Ζητήματα απαραδέκτου εμπράγματων αγωγών, ΕπΑΚ 2020. 1επ. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τις αγωγές που επιφέρουν γεωμετρικές μεταβολές, όπου βάσει του άρθρου 57 ν. 4602/2019 επιβάλλεται η προσάρτηση διαγράμματος γεωμετρικών μεταβολών.
[4] Βλ. για το ορισμένο της αγωγής, Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1986, σ. 206επ· Νίκα, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, 2021, σ. 177επ, μ.π.π.· Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία, 2016, σ. 116επ, μ.π.π.. Βλ. ιδίως Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, ιδίως σ. 16επ, μ.π.π..
[5] Για το ζήτημα της συγκέντρωσης του ορισμένου της αγωγής (σε κάθε περίπτωση) σ’ αυτούς τους δύο άξονες, βλ. Ασημακοπούλου, Η σύγχρονη φυσιογνωμία της συζητητικής αρχής, 2017, σ. 164επ, μ.π.π. και αναλυτική επισκόπηση δικονομικής θεωρίας και νομολογίας. Βλ. την ίδια, σ. 138, για τη σύνδεση της θεμελίωσης ιστορικής βάσης της αγωγής με το δικαίωμα ακροάσεως του εναγομένου.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα