714Τα όρια άσκησης του δικαιώματος «διαφήμισης» του δικηγόρου και η αντίστοιχη πειθαρχική ευθύνη[1]
Σωτήριος Κυβέλος
Δ.Ν., Δικηγόρος
1. Η ρύθμιση του δικαιώματος
Σε αντίθεση με τον προγενέστερο ΚΔικηγ (ν.δ. 3026/1954) κατά τον οποίο δεν επιτρεπόταν καθόλου η «διαφήμιση» του δικηγόρου παρά μόνο μέσω της πινακίδας του στη θύρα του δικηγορικού γραφείου του, το άρθρο 40 του νέου ΚΔικηγ (ν.4194/2013) προσαρμόζεται στα δεδομένα της σύγχρονης ψηφιακής εποχής και προβλέπει ρητά τη δυνατότητα «διαφήμισης» του δικηγόρου, θέτοντας παράλληλα και τα όρια άσκησης αυτού του δικαιώματος. Έτσι, το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί μόνον υπό τους όρους και τα όρια της ρύθμισης του ΚΔικηγ, δηλαδή «με τρόπο που προσιδιάζει στο δικηγορικό λειτούργημα» και «συνάδει με το κύρος του και την αξιοπρέπεια του δικηγορικού λειτουργήματος».
Με τη νέα ρύθμιση του ΚΔικηγ, σε αντίθεση με το προισχύον νομικό καθεστώς, προκρίθηκαν αφενός το δικαίωμα του δικηγόρου να καταστεί αναγνωρίσιμος και γνωστός σε όσους αναζητούν δικηγόρο ή δικηγόρο με γνώσεις συγκεκριμένου γνωστικού πεδίου και αφετέρου το δικαίωμα του αποδέκτη της «διαφήμισης» που ενδεχομένως αναζητεί δικηγόρο με βάση τις ανάγκες του να μπορεί να τον επιλέξει όντας επαρκώς ενημερωμένος, ώστε να ικανοποιήσει αυτές τις ανάγκες του. Κατά συνέπεια, το πληροφοριακό στοιχείο είναι αυτό που χαρακτηρίζει πρώτιστα τη δικηγορική διαφήμιση.
2. Ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος
Από τις ρυθμίσεις του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) και του Κώδικα Δεοντολογίας των Δικηγόρων[2] προκύπτει ότι στο πλαίσιο του αναγνωρισθέντος δικαιώματος «διαφήμισης» στον δικηγόρο, ο δικηγόρος:
(1ον) Δικαιούται να προβάλει και να δημοσιοποιεί τους τομείς της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό (άρ. 40 παρ. 1 ΚΔικηγ).
(2ον) Δικαιούται να προβαίνει σε δημοσίευση επαγγελματικών καταχωρήσεων σε έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα, με στοιχεία επικοινωνίας και αναφορά είτε σε τίτλους σπουδών που αφορούν την επιστημονική ειδίκευσή του είτε τον τομέα δραστηριότητάς του (άρ. 40 παρ. 2 ΚΔικηγ).
(3ον) Δικαιούται να παρέχει τις ανωτέρω πληροφορίες στο κοινό, με δημιουργία ιστοσελίδας στο διαδίκτυο και καταχώρηση σε καταλόγους δικηγόρων και σε νομικά έντυπα, με την προϋπόθεση ότι η πληροφόρηση είναι ακριβής και όχι παραπλανητική και σέβεται τις θεμελιώδεις αρχές του επαγγέλματος (αρ. 9 ΚΔεοντ).
3. Περιεχόμενο του δικαιώματος
Ως προβολή και δημοσιοποίηση των τομέων δραστηριότητας του δικηγόρου νοείται η γνωστοποίηση στο ευρύ κοινό των πληροφοριών που αφορούν τον τομέα δραστηριότητας του δικηγόρου, μέσω όλων των ΜΜΕ, μη αποκλειομένων της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου.
Ως δημοσίευση επαγγελματικών καταχωρήσεων σε όλα τα ηλεκτρονικά μέσα νοείται αρχικά η παράθεση των στοιχείων επικοινωνίας του δικηγόρου στα οποία περιλαμβάνεται ο αριθμός τηλεφώνου του, το email, το φαξ, το προσωπικό ιστολόγιο ή η ιστοσελίδα του και ο χάρτης τοποθεσίας του γραφείου του. Περαιτέρω, η καταχώρηση μπορεί να περιλαμβάνει είτε τους αναγνωρισμένους τίτλους σπουδών που αφορούν την 715επιστημονική ειδίκευση του δικηγόρου, δηλαδή κάποιου τίτλου εξειδίκευσης σε συγκεκριμένο αντικείμενο δικαίου, όπως μεταπτυχιακό ή διδακτορικό, είτε τον τομέα δραστηριότητάς του, δηλαδή το πεδίο του δικαίου στο οποίο εξειδικεύεται εμπειρικά ο δικηγόρος (ποινικό δίκαιο, κτηματολογικό δίκαιο κ.λπ.).
Η καταχώρηση αυτή, εκτός από την ιστοσελίδα που ρητώς επιτρέπεται στον δικηγόρο να χρησιμοποιεί, επιτρέπεται να γίνει σε όλα τα λειτουργούντα κοινωνικά δίκτυα (social networks), τα οποία αποτελούν εικονικές κοινότητες ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα που επικοινωνούν και αναπτύσσουν φιλικές, σχέσεις, μέσω ενός ιστοχώρου, όπως το Facebook, το Twitter, το Linkedin, το Google+, το Myspace κ.ά.. Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης διαθέτουν δωρεάν ηλεκτρονικό περιβάλλον και αποθηκευτικό χώρο της δραστηριότητας του δικηγόρου και μπορούν να χρησιμοποιηθούν, πέραν των προσωπικών επαφών του δικηγόρου, για την προβολή των στοιχείων του, για την επικοινωνία του με τους πελάτες του και για την προσέλκυση νέων πελατών. Το βασικό πλεονέκτημα αυτών των κοινωνικών δικτύων είναι ότι η χρήση τους γίνεται ανέξοδα και επιτρέπουν την άμεση και συνεχή επικοινωνία και αλληλεπίδραση του δικηγορικού γραφείου με τα μέλη του δικτύου, ενώ οι υποψήφιοι πελάτες διευκολύνονται στην επιλογή του δικηγόρου με την επιθυμητή εξειδίκευση στους τομείς που τους αφορούν[3].
Ειδικώς, ως προς την επαγγελματική ιστοσελίδα, κάθε δικηγόρος ή Δικηγορική Εταιρεία, που διατηρεί ή δημιουργεί τέτοια ιστοσελίδα, οφείλει να το γνωστοποιεί στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο με την υποβολή της ετήσιας δήλωσης (αρ. 40 παρ. 5 ΚΔικηγ). Η συγκεκριμένη γνωστοποίηση έχει αμιγώς πληροφοριακό χαρακτήρα προς τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο και δεν υπολαμβάνεται δι’ αυτής οποιαδήποτε ρητή ή σιωπηρή έγκριση του περειχομένου της. Σε αντίθεση με τις επαγγελματικές ιστοσελίδες, η προβολή των ανωτέρω πληροφοριών και στοιχείων του δικηγόρου μέσω μιας υπηρεσίας κοινωνικής δικτύωσης, η οποία έχει προσωπικά χαρακτηριστικά και χαρακτηρίζεται από την άμεση αλληλεπίδραση των χρηστών, δεν εμπίπτει στην υποχρέωση γνωστοποίησης[4]. Ασφαλώς, ωστόσο, παρά την έλλειψη γνωστοποίησης, επειδή η δραστηριοποίηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συμπληρώνει τους άλλους τρόπους προβολής του δικηγορικού γραφείου, η χρήση τους θα πρέπει να γίνεται με τήρηση του ΚΔικηγ και της δικηγορικής δεοντολογίας.
Τέλος, στο δικαίωμα διαφήμισης του δικηγόρου περιλαμβάνεται, εφόσον δεν απαγορεύεται ρητώς, η δυνατότητα του δικηγόρου να δίνει συνεντεύξεις ή να εμφανίζεται στον Τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, σχολιάζοντας οποιοδήποτε θέμα της επικαιρότητας, νομικό ή μη, αλλά του απαγορεύεται η εμφάνιση αυτή να αφορά παροχή στοιχείων ή πληροφοριών σε σχέση με εκκρεμούσα, ενώπιον της Δικαιοσύνης, υπόθεση την οποία χειρίζεται ο ίδιος (αρ. 40 παρ. 4 ΚΔικηγ.). Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση σημειώνεται ότι η κατά τα ανωτέρω διαφήμιση του δικηγόρου πρέπει να ασκείται «με τρόπο που προσιδιάζει στο δικηγορικό λειτούργημα» και «συνάδει με το κύρος του και την αξιοπρέπεια του δικηγορικού λειτουργήματος». Ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τις επίμαχες αόριστες νομικές έννοιες, προκειμένου να θέσει τα όρια του δικαιώματος, γεγονός που ασφαλώς δημιουργεί αμφιβολία, ασάφεια και διαφορετικές ερμηνείες από καθέναν για το ποιες ενέργειες του δικηγόρου πλήττουν το «κύρος» ή την «αξιοπρέπεια» του δικηγορικού λειτουργήματος.
4. Πειθαρχική ευθύνη
Στην παρ. 6 του άρ. 40 του ΚΔικηγ καθιερώνεται πειθαρχικό παράπτωμα που τιμωρείται με πρόστιμο από 1.000 έως 10.000 ευρώ για κάθε παράβαση, ενώ σε περίπτωση υποτροπής επιβάλλεται η ποινή της προσωρινής παύσης από την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος για δύο ως έξι μήνες και πρόστιμο μέχρι το διπλάσιο του ανώτατου ορίου.
Ως προς τη ρύθμιση αυτή μπορούν να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις:
(1) Πρόκειται για ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα, κατ΄ απόκλιση των γενικών πειθαρχικών ρυθμίσεων του ΚΔικηγ.
(2) Η κατάφαση τέλεσης του εν λόγω πειθαρχικού παραπτώματος, πλην των περιπτώσεων που συνιστούν πρόδηλη παραβίαση της παρ. 3 του άρθρου 40 ΚΔικηγ, προϋποθέτει την εξειδίκευση των παραπάνω αόριστων εννοιών που αφορούν το «κύρος» και την «αξιοπρέπεια» του δικηγορικού λειτουργήματος.
(3) Η αναφορά στην έννοια της υποτροπής σχετίζεται με παράβαση της ίδιας διάταξης και όχι άλλης.
(4) Η προηγούμενη καταδίκη θα έπρεπε, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, να υπάγεται σε κάποια χρονική συνάρτηση με τη νέα τέλεση του παραπτώματος 716ώστε να μην θεωρείται ως υποτροπή παράπτωμα τελεσθέν προ δεκαετίας. Επομένως, κατά τούτο, η διάταξη πιθανόν είναι ατελής, αφού δεν διευκρινίζει ειδικότερα.
5. Γενική παρατήρηση
Ως γενική παρατήρηση επί των ρυθμίσεων που αφορούν τη διαφήμιση του δικηγόρου μπορεί να σημειωθεί ότι πράγματι η ρύθμιση του άρθρου 40 του νέου ΚΔικηγ αποτελούσε κοινωνική αναγκαιότητα και ήταν επιτακτική, ώστε να προσαρμοστεί το δικηγορικό λειτούργημα στα σύγχρονα δεδομένα. Από την άλλη πλευρά, όμως, το ποια είναι τα όρια αυτού του δικαιώματος, η υπέρβαση των οποίων συνιστά και ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα, ειδικώς τυποποιούμενο στην ίδια διάταξη, είναι ζήτημα που δεν προκύπτει ευθέως και με πλήρη σαφήνεια από τις σχετικές ρυθμίσεις και συνεπώς στο σημείο αυτό εκτιμάται ότι θα ήταν αναγκαία η επέμβαση του νομοθέτη προκειμένου να τεθούν αυτά τα όρια με βάση εκ των προτέρων γνωστούς κανόνες, οι οποίοι θα διασφαλίζουν την ασφάλεια δικαίου.
[1] Η παρούσα μελέτη αποτελεί την γραπτή αποτύπωση της εισήγησής μου στο συνέδριο που διοργάνωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης και η Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. στις 16-17/12/2022 στο ΕΒΕΘ με τίτλο «Απονομή Δικαιοσύνης και Δικηγορικό Λειτούργημα».
[2] Ο Κώδικας Δεοντολογίας των Δικηγόρων εγκρίθηκε με την από 4.1.1980 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και δημοσιεύτηκε στον Κώδικα Νομικού Βήματος στον τόμο του 1986 και σύμφωνα με το άρθρο 41 αυτού ισχύει από την ημέρα της δημοσιεύσεώς του στο «Νομικό Βήμα» ή τον «Κώδικα Νομικού Βήματος».
[3] Ι. Ιγγλεζάκης, «Υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης και δικηγόροι», 2014 (σε http://iglezakis.gr/).
[4] Κ. Γώγος – Ι. Κωνσταντίνου (επιμ.), Κώδικας Δικηγόρων Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2η έκδοση, 2019, σ. 177.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα