Top

Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΜΠρΠειρ 4067/2024 - Πλήρες κείμενο

A- A A+    Εκτύπωση   

ΜΠρΠειρ 4067/2024 - Πλήρες κείμενο [*]

Σύνθεση: Ελένη Σφήκα, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Κωνσταντίνος Ζάρδας, Αριστοτέλης Μερεκούλιας

Εργατικό ατύχημα· αξιώσεις παθόντος· αξίωση λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης· αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα από αδικοπρακτική συμπεριφορά, είναι δυνατό να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης, αν επιδρά δυσμενώς στο οικονομικό μέλλον αυτού και του προκαλεί ζημία που δεν εμπίπτει στις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ· η ζημία δε αυτή, ως εκ της φύσεώς της και του μελλοντικού της χαρακτήρα, δεν είναι δυνατόν και, επομένως, ούτε νομικώς αναγκαίο να συγκεκριμενοποιείται και να καθορίζεται με ακρίβεια, αλλά αρκεί να είναι βεβαία με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων· για το ορισμένο της κατ' άρθρο 931 ΑΚ αξίωσης δεν απαιτείται να προσδιορίζεται συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, ενώ η αξίωση αυτή παραδεκτά σωρεύεται με την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.

Νομικές διατάξεις: άρθρα 71, 297, 298, 299, 330, 662, 914, 922, 926, 931, 932 ΑΚ, 16 ν. 551/1915, 8, 34, 60 α.ν. 1846/1951, 2, 3 π.δ. 778/1980, 32Α ν. 1568/1985, 7 π.δ. 17/1996, 1, 3, 4, 5 ν. 1396/1983

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ - ΕΡΓΑΤΙΚΑ

Αριθμός Απόφασης

4067/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ελένη Σφήκα, Πρωτoδ;iκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τον Γραμματέα Αριστομένη Μερμίγκη.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την 4 Απριλίου 2024 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ενάγοντος: … (…) … (...) του … (…), κατοίκου Νίκαιας Αττικής (οδός … αρ. …), με Α.Φ.Μ. …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Ζάρδα (AM ΔΣΑ …).

Των εναγομένων: 1] μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” κι το δ.τ. "…”, Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στον Πειραιά (οδός … αρ. …) κι εκπροσωπείται νόμιμα, 2] ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “… Ο.Ε.” και δ.τ. “… Ο.Ε.”, Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής (… αρ. …) κι εκπροσωπείται νόμιμα και 3] … … του …, ατομικά και ως διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της αμέσως ανωτέρω ομορρύθμου εταιρίας, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (… αρ. …) Α.Φ.Μ. …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Αριστοτέλη Μερεκούλια (AM ΔΣΑ …).

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 4.9.2023 (αρ. εκθ. κατ. …/.../8.9.2023) αγωγή του, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 21.11.2023, κατά την οποία αναβλήθηκε για την παρούσα δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο απ’ όπου εκφωνήθηκε στη σειρά της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 551/1915, εργατικό ατύχημα θεωρείται κάθε βίαιο συμβάν που πλήττει το μισθωτό κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής και επιφέρει είτε το θάνατό του είτε ανικανότητα αυτού προς εργασία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ημερών, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ο παθών προκάλεσε με δόλο το ατύχημα. Εφόσον επέλθουν οι δυσμενείς συνέπειες του ατυχήματος, δημιουργείται προεχόντως αξίωση του παθόντος για αποκατάσταση της υλικής, θετικής ή αποθετικής ζημίας αυτού (ΑΚ 297, 298, 330 ή 914 και 919). Η ευθύνη του εργοδότη για την ικανοποίηση της αξίωσης αυτής είναι αντικειμενική, δηλαδή δεν προϋποθέτει δικό του πταίσμα. Η λειτουργία της ρυθμίζεται με ειδικό τρόπο στην εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία (άρθρα 16 του ν. 551/1915, 34 παρ.2 και 60 παρ.3 του α.ν. 1846/1951). Παράλληλα, όμως, προς την αξίωση για αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας δημιουργείται και αξίωση για αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας του παθόντος εργαζομένου (ή των μελών της οικογένειάς του, σε περίπτωση θανάτου), με την εκ μέρους του εργοδότη, που ευθύνεται και για τις πράξεις ή παραλείψεις των προσώπων στα οποία αναθέτει την εκπλήρωση των εργοδοτικών του υποχρεώσεων (ήτοι των "προστηθέντων", ΑΚ 922), καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την ανακούφιση ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΚ 299, 932). Η αξίωση αυτή είναι αδικοπρακτική (ΑΚ 914). Ως παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη νοείται και η παράβαση από αυτόν γενικών ή ειδικών διατάξεων για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων ή και μόνη η παραβίαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας υπέρ της ζωής και της υγείας (ΑΚ 662), την οποία αυτός υπέχει έναντι του εργαζομένου και την οποία οφείλει να εκπληρώνει με την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, σύμφωνα με την κοινή αντίληψη για καλόπιστη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων. Η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση προϋποθέτει ότι στο εργατικό ατύχημα συνετέλεσε πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων αυτού, ήτοι οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι απαραίτητα η ειδική αμέλεια που περιγράφεται στο άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 (ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 614/2017). Και, επιπλέον, η αξίωση αυτή προϋποθέτει ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στο πταίσμα και στην επέλευση της ζημίας, με την έννοια ότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το δυσμενές αποτέλεσμα δεν θα ήταν δυνατό να επέλθει χωρίς την παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη (ΑΠ 370/2018, 1389/2018, 614/2017, 757/2015, 145/ 2014). II. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 914 και 922 του ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι α) η υπαιτιότητα του υποχρέου ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η δέουσα στις συναλλαγές προσοχή και επιμέλεια που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταβάλει, β) το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτών και γ) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης κα της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΑΠ 1389/2018, ΑΠ 1337/2018) και ιδία η προηγούμενη συμπεριφορά του (υπαίτιου), από την οποία δημιουργήθηκε κατάσταση, η οποία επέβαλε τη λήψη μέτρων προς αποτροπή του απειλούμενου κινδύνου. III. Κατά, δε, τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως προϋποθέτει: 1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του ή ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής. Περαιτέρω, από τα άρθρα 681, 688-691 και 698 ΑΚ, προκύπτει ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται, κατ’ αρχήν, ως προστηθείς του εργοδότη. Όταν, όμως, ο εργοδότης επιφύλαξε (ρητά ή σιωπηρά) για τον εαυτό του τη διεύθυνση και την επίβλεψη εκτελέσεως του έργου και μάλιστα (επιφύλαξε) το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως με τον εργοδότη, οπότε, στην περίπτωση αυτή, τα σχετικά με την ευθύνη (ενδοσυμβατική ή εξωσυμβατική) αυτών (εργοδότη-εργολάβου) ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 330, 334, 922 ΑΚ (ΑΠ 1853/2009). Τα πραγματικά, όμως, αυτά περιστατικά, που θεμελιώνουν την ευθύνη του εργοδότη-κυρίου του έργου, ήτοι ότι ο τελευταίος επιφύλαξε για τον εαυτό του την διεύθυνση και την επίβλεψη εκτελέσεως του έργου, πρέπει να εκτίθενται στην από τα άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ ασκούμενη αγωγή, ώστε το δικαστήριο να μπορεί να ελέγξει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής και για τον εναγόμενο-κύριο του έργου των διατάξεων αυτών, ήτοι εάν υπάρχει ευθύνη και του εργοδότη (ΑΠ 61/2023, 798/2014, ΜΕφΑθ 3020/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). IV. Εξάλλου, σε περίπτωση που ο εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο, εφαρμογή έχει το άρθρο 71 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο "Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που είχαν ανατεθεί σε αυτά και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επί πλέον εις ολόκληρον". Η διάταξη δεν ιδρύει την ευθύνη, η οποία απορρέει από άλλες, ειδικότερες διατάξεις (όπως αυτές που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη), αλλά διαγράφει το πλαίσιο λειτουργίας της ευθύνης αυτής. Η ευθύνη δημιουργείται προεχόντως για το νομικό πρόσωπο. Αλλά προκύπτει από τη συμπεριφορά των οργάνων του, δια των οποίων αυτό ενεργεί. Ως υπαίτιο πρόσωπο ευθυνόμενο εις ολόκληρο νοείται το όργανο εκείνο, το οποίο με τη συμπεριφορά του, δηλαδή με πράξη ή παράλειψη που μπορεί να καταλογισθεί στο ίδιο, δημιούργησε για το νομικό πρόσωπο την υποχρέωση αποζημιώσεως (ΑΠ 88/2018, ΑΠ 472/2018) [ΑΠ 1530/2023 Τ.Ν.Π. “NOMOS"]. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό και με αυτές των διατάξεων των άρθρων 65 παρ. 1 και 67 του ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες, αντίστοιχα, "το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα" και "όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα...", σαφώς προκύπτουν τα ακόλουθα: α) οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούλησή τους (ΑΠ 641/2011) και β) εφόσον τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα παραβιάσουν υπαιτίως με πράξη ή παράλειψη κανόνα που επιβάλλει επιταγή ή απαγόρευση στο νομικό πρόσωπο, τότε ευθύνονται και αυτά προσωπικά από αδικοπραξία. Εξομοιώνεται, δηλαδή, η υπαίτια παράβαση από τα όργανα αυτά νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου με υπαίτια παράβαση ίδιας νόμιμης υποχρέωσης. Κατά συνέπεια, τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα φέρουν προσωπική αδικοπρακτική ευθύνη για τις παραβάσεις νομίμων υποχρεώσεων τόσο των ίδιων όσο και των νομικών προσώπων [ΑΠ 211/2022, 246/2022, 54/2019, 1723/2014, 253/2013 Τ.Ν.Π. “NOMOS”]. V. Κατά το άρθρο 931 ΑΚ: «Η αναπηρία ή η παραμόρφωση, που προξενήθηκε στον παθόντα, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψιν κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ, προκύπτει, ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα από αδικοπρακτική συμπεριφορά, είναι δυνατό να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης, αν επιδρά δυσμενώς στο οικονομικό μέλλον αυτού και του προκαλεί ζημία που δεν εμπίπτει στις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ. Η ζημία δε αυτή, ως εκ της φύσεώς της και του μελλοντικού της χαρακτήρα, δεν είναι δυνατόν και, επομένως, ούτε νομικώς αναγκαίο να συγκεκριμενοποιείται και να καθορίζεται με ακρίβεια, αλλά αρκεί να είναι βεβαία με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (βλ. ΑΠ 1009/2013, ΑΠ 135/2013, ΑΠ 1355/2011, ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ). Ως αναπηρία θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως παραμόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται, όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό - οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη αυτή προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης, που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας πράγμα που συμβαίνει ιδιαίτερα σε ανήλικο, που δεν έχει εισέλθει ακόμη στην παραγωγική διαδικασία και δεν μπορεί ήδη από την επέλευση της αναπηρίας ή παραμορφώσεως να επικαλεσθεί περιουσιακή ζημία. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική - οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό, οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας και παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί (βλ. ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 1273/2013, ΑΠ 560/2013, ΑΠ 509/2013, ΑΠ 670/2006 Τ.Ν.Π. "NOMOS"). Το ποσό του επιδικαζόμενου εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμορφώσεως αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου, καθώς και με συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμορφώσεώς του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ αξίωσης χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Επομένως, για τον υπολογισμό της χρηματικής παροχής της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ δεν έχουν εφαρμογή τα ισχύοντα επί της αξιώσεως αποζημιώσεως του άρθρου 929 του ίδιου Κώδικα, όπου για τον καθορισμό αυτής προσδιορίζεται κατ’ αρχήν το ύψος της θετικής και αποθετικής ζημίας του παθόντος βλάβη του σώματος ή της υγείας του και το ποσοστό αυτής μειώνεται κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας του τελευταίου, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η χρηματική παροχή της πρώτης διατάξεως δεν αποτελεί αποζημίωση, δεν συνδέεται δηλαδή με συγκεκριμένη μελλοντική περιουσιακή ζημία, αλλά δίδεται για το γεγονός και μόνο της αναπηρίας ή παραμορφώσεως και προσδιορίζεται κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου με βάση τους προεκτεθέντες προσδιοριστικούς παράγοντες (βλ. ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 1273/2013, ΑΠ 560/2013, ΑΠ 509/2013, ΑΠ 525/2011 Τ.Ν.Π. “NOMOS”). Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 928 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται ως επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς, είτε μεμονωμένως, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών (βλ. ΑΠ 150/2015, ΑΠ 331/2014, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 1438/2013, ΑΠ 329/2013, ΑΠ 72/2012, ΑΠ 1087/2010, ΑΠ 1432/2009, ΑΠ 765/2007, ΑΠ 634/2007, ΑΠ 670/2006, ΕφΠειρ 796/2008 Τ.Ν.Π. “NOMOS”). Τέλος, καθόσον αφορά την αποζημίωση εκ του άρθρου 931 ΑΚ, θα πρέπει για το ορισμένο και το νόμω βάσιμο της αγωγής να αναφέρονται εκείνα τα περιστατικά, τα οποία διακρίνουν, κατά τα ανωτέρω, τη σχετική αξίωση από τις αξιώσεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1009/2013, ΕφΔυτΜακ 102/2015 Τ.Ν.Π. "NOMOS”).

Με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσελήφθη από την δεύτερη εναγομένη εταιρία, που δραστηριοποιείται σε ανέγερση οικοδομών και εκπροσωπείται νομίμως από τον τρίτο εναγόμενο ως διαχειριστή της, για να απασχοληθεί ως οικοδόμος. Ότι την 10.5.2023, εργαζόμενος στον Πειραιά σε έργο ανοικοδόμησης καταστήματος εστίασης, κυριότητας της πρώτης εναγομένης εταιρίας, που είχε αναλάβει να εκτελέσει η δεύτερη εναγομένη, υπέστη εργατικό ατύχημα υπό τις περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες, που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του εξαιτίας του οποίου εμφανίζει σήμερα αριστερή ημιπάρεση, όντας ανίκανος να βαδίσει λόγω αναπηρίας στο αριστερό του πόδι και να χρησιμοποιήσει το αριστερό χέρι του, ενώ έχει χάσει την όρασή του από τον αριστερό οφθαλμό του. Ότι αποκλειστικά υπαίτιοι για το ατύχημα και τον τραυματισμό του είναι οι εναγόμενοι -και συγκεκριμένα η πρώτη ως κυρία του έργου, έχοντας επιφυλάξει για τον εαυτό της τη διεύθυνση της εκτέλεσης και επίβλεψης αυτού, η δεύτερη ως εργοδότριά του και ο τρίτος ατομικά και ως διαχειριστής της δεύτερης (εργοδότριας)- που με ενδεχόμενο δόλο ή τουλάχιστον από βαριά αμέλειά τους δεν τον προμήθευσαν με τα αναγκαία μέσα ατομικής προστασίας (κράνος και ιμάντες αντιπτωτικής προστασίας) ούτε επέβλεψαν την ασφαλή εκτέλεση των εργασιών. Ζητεί, δε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι -ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος και υπό τις ανωτέρω ιδιότητές τους- να του καταβάλουν i] το ποσό των 300.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από το ένδικο εργατικό ατύχημα, όπως επαρκώς την εξειδικεύει και ii] το ποσό των 300.000 ευρώ ως χρηματική παροχή για την προκληθείσα αναπηρία του που επιδρά δυσμενώς στο προσωπικό, οικογενειακό, επαγγελματικό, οικονομικό και κοινωνικό μέλλον του, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι αντίδικοί του στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 §2, 25 §2, 35, 37, 41 ΚΠολΔ) για την εκδίκασή της κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών - εργατικών διαφορών (άρθρ. 614 αρ. 3, 621, 622 ΚΠολΔ). Για το παραδεκτό της συζήτησής της -λαμβανομένου υπόψη του χρόνου κατάθεσής της (8.9.2023)- προσκομίζεται υπογεγραμμένο από τον ενάγοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του το με ημερομηνία 31.8.2023 έντυπο ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση [(παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 4640/2019 [(ΦΕΚ τ. Α' 190/30.11.2019, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 4647/2019 (ΦΕΚ τ. Α'204/16.12.2019)]. Η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων, δεδομένου ότι εκτίθενται επαρκώς i) η ύπαρξη της εργασιακής σχέσης μεταξύ των διαδίκων, ii) η βλάβη του σώματος του εργαζομένου, iii) η επέλευση του ατυχήματος κατά την εκτέλεση της εργασίας του, iv) η παράνομη και ζημιογόνος συμπεριφορά του εργοδότη, του νομίμου εκπροσώπου του και του κυρίου του έργου, v) η απόδοση του ατυχήματος σε πταίσμα της εργοδότριας εταιρίας, του νομίμου εκπροσώπου της και της κυρίας του έργου, vi) η σχέση προστήσεως και vii) η πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος. Επιπλέον, επαρκώς εξειδικεύεται η ηθική βλάβη του ενάγοντος, χωρίς να είναι αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, να εκτίθεται η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, που συνιστά στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη -μαζί με άλλους ειδικότερους προσδιορισμούς (έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, κοινωνική θέση και προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ποινικός χαρακτήρας της πράξης του υπαιτίου)- για τον καθορισμό του εύλογου χρηματικού ποσού για την ικανοποίηση του παθόντος και δεν αποτελεί ίδιον και αυτοτελές στοιχείο, ώστε η παράθεσή του να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτου διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται για αυτό κατά κρίση ελεύθερη (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 2005. 822, ΕφΠειρ 51/2023, ΜονΕφΠειρ 245/2016 Τ.Ν.Π. “NOMOS”). Περαιτέρω, επαρκώς αναφέρονται τα περιστατικά, που αποτελούν προϋποθέσεις για την εφαρμογή των κανόνων ουσιαστικού δικαίου στους οποίους θεμελιώνεται το αίτημα του ενάγοντος και δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής εκ μέρους του κατά των εναγόμενων, παρά τα όσα αντίθετα, αβασίμως, υποστηρίζουν οι εναγόμενοι. Συγκεκριμένα, ο ενάγων αναφέρει ότι ο τραυματισμός του οφείλεται σε υπαιτιότητα του προστηθέντος εργολάβου (δεύτερης εναγομένης), αλλά και της κυρίας του έργου (πρώτης εναγομένης), η οποία είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της την εποπτεία και τον έλεγχο του εκτελούμενου έργου στο κατάστημά της, ήτοι ότι από την παράνομη συμπεριφορά τους και ειδικότερα από αμέλειά τους δεν έλαβαν τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα και εξ αυτού επήλθε ο τραυματισμός του, με τις εντεύθεν συνέπειες, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα. Για δε το ορισμένο της κατ’ άρθρο 931 ΑΚ αξίωσης, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο [V] νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, ενώ η αξίωση αυτή παραδεκτά σωρεύεται με την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Η υπό κρίση αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 299, 330, 346, 481,648 επ., 662, 914, 922, 926, 931,932 ΑΚ, 70, 907, 908 §1 περ. δ' και 176 ΚΠολΔ, καθώς και σε αυτές των άρθρων 8 §5 περ. γ' του Α.Ν. 1846/1951, άρθρ. 2 και 3 του ΠΔ 778/1980, 32Α αρ. 1 και 3 του Ν. 1568/85 Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων", άρθρ. 7 §§1 και 6 του ΠΔ 17/1996, άρθρ. 1, 3, 4 και 5 του Ν. 1396/1983. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, χωρίς να απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον η διάταξη του άρθρου 15 § 2 Ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ 24.7/25.8.1920 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμ. 8 του ΕισΝΚΠολΔ, προβλέπει ότι οι αγωγές με τις οποίες επιδιώκεται η καταβολή αποζημίωσης από εργατικό ατύχημα δεν υποβάλλονται στο προβλεπόμενο από το Ν. ΓπΟΗ/1912 τέλος δικαστικού ενσήμου, ενώ, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου ούτε οι αγωγές επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από εργατικό ατύχημα, εφόσον συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος απαλλαγής από την καταβολή του τέλους αυτού (οράτε ΑΠ 691/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 36/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛάρ 51/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 20371/2012 Αρμ. 2012 σ. 1292, Κ. Μακρίδου Δικονομία Εργατικών Διαφορών σ. 142-143).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο με την επιμέλεια των διαδίκων και περιέχονται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και οι υπεύθυνες δηλώσεις που προσκομίζουν οι εναγόμενοι, καθώς γίνεται δεκτό ότι δεν ελήφθησαν με αποκλειστικό σκοπό να χρησιμεύσουν στην παρούσα δίκη, από τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει κι επικαλείται ο ενάγων, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων του, τηρηθεισών των προϋποθέσεων που θέτουν οι διατάξεις των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ, από τις ομολογίες των διαδίκων (άρθ. 261 εδ. β' και 352 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρ. 336 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο τρίτος εναγόμενος, … …, πολιτικός μηχανικός, δραστηριοποιείται ως εργολάβος στον τομέα των κατασκευαστικών εργασιών κτηρίων. Τον Αύγουστο του 2019 προσέλαβε τον ενάγοντα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να τον απασχολήσει ως οικοδόμο στα οικοδομικά έργα που αναλαμβάνει. Στις 15.3.2023, δυνάμει ομοιόχρονης έγγραφης σύμβασης ανάθεσης έργου, η πρώτη εναγομένη, μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το δ.τ. “…”, νομίμως επροσωπούμενη από τον … …, ανέθεσε στον τρίτο εναγόμενο ως εργολάβο την κατασκευή, για λογαριασμό της, του καταστήματος που βρίσκεται στον Πειραιά, στην οδό … αρ. …, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που θα υποδεικνύονταν από αυτόν (εργολάβο και ήδη τρίτο εναγόμενο). Την πρόοδο των εργασιών που εκτελούνταν, καθώς και τη γενική επίβλεψη αυτών, με καθημερινή παρουσία στο έργο, είχε αποκλειστικά ο τρίτος εναγόμενος ως εργολάβος. Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη και κυρία του έργου είχε τη διεύθυνση και την επίβλεψη εκτελέσεως του έργου και ότι επιφύλαξε για τον εαυτό της το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον ως άνω εργολάβο τρίτο εναγόμενο, έχοντα και την ιδιότητα του εργοδότη του ενάγοντος. Επομένως, η πρώτη εναγομένη δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη έναντι του ενάγοντος και η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ομοίως, δεν αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη εταιρία, δραστηριοποιούμενη στον τομέα της διαχείρισης ακινήτων, συμπεριλαμβανομένης της ανέγερσης οικοδομών επί οικοπέδων ιδιοκτησίας της ή τρίτων, συμβλήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο στο εν λόγω έργο ή είχε οποιαδήποτε σχέση με τον ενάγοντα. Άλλωστε, και οι δύο εξετασθέντες στο ακροατήριο μάρτυρες σαφώς κατέθεσαν ότι μόνο τον τρίτο εναγόμενο γνώριζαν ως εργοδότη τους και μόνο από αυτόν λάμβαναν εντολές και οδηγίες τόσο στα προηγούμενα όσο και στο επίδικο έργο. Συνακόλουθα, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και ως προς την δεύτερη εναγομένη, η οποία δεν είχε καταστεί εργοδότρια του ενάγοντος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 10.5.2023 το συνεργείο του τρίτου εναγομένου, αποτελούμενο από τον ενάγοντα, τον … … και τον … …, εκτελούσε ξυλουργικές εργασίες και εργασίες ελαιοχρωματισμού στο εσωτερικό της ως άνω οικοδομής (ισογείου καταστήματος) υπό την επίβλεψη και τις οδηγίες του τρίτου εναγομένου, που ήταν παρών. Ειδικότερα, ο ενάγων και ο … … προέβαιναν σε εγκατάσταση ξύλινων επενδύσεων στην εσωτερική οροφή του καταστήματος. Για να μπορούν να εκτελούν την εν λόγω εργασία, βρίσκονταν επάνω σε κινητό μεταλλικό ικρίωμα (πύργος) και δη στο τοποθετημένο επ’ αυτού δάπεδο εργασίας, σε ύψος 2,00μ. από το έδαφος. Η άνοδος και η κάθοδος από το δάπεδο εργασίας του μεταλλικού αυτού ικριώματος γινόταν μέσω μίας φορητής επεκτεινόμενης - ανοιγόμενης μεταλλικής κλίμακας τύπου “Λ”, που ήταν τοποθετημένη από τους ίδιους τους εργαζόμενους εφαπτομένη στο μεταλλικό ικρίωμα. Μεταξύ, δε, του μεταλλικού ικριώματος και της φορητής κλίμακας υπήρχε υψομετρική διαφορά, καθώς η κλίμακα ήταν 10 εκατοστά χαμηλότερη από το δάπεδο του ικριώματος. Περί ώρα 13:15 ολοκλήρωσαν την ως άνω εργασία τους και πρώτος κατέβηκε από τη σκαλωσιά ο … …, χρησιμοποιώντας τη φορητή κλίμακα. Ακολούθως, ο ενάγων, προκειμένου να κατέβει και αυτός από τη σκαλωσιά, επιχείρησε να πατήσει στη φορητή κλίμακα για να κατέλθει, πλην όμως, πριν προλάβει να έλθει το πέλμα του σε επαφή με τη σκάλα, έχασε την ισορροπία του και έπεσε με το κεφάλι του στο δάπεδο, αφού πρώτα προσέκρουσε με το κεφάλι του στο σιδερένιο χερούλι της πόρτας που υπήρχε στο σημείο εκείνο. Αμέσως οι συνάδελφοί του ειδοποίησαν το ΕΚΑΒ και περί ώρα 13:58 ο παθών μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γ.Ν. “Τζάνειο” και στη συνέχεια έγινε διανοσοκομειακή διακομιδή του στο Π.Γ.Ν. “ΑΤΤΙΚΟΝ” περί ώρα 17:20, οπότε εισήχθη στη ΜΕΘ, όπου παρέμεινε μέχρι την 16.6.2023, οπότε και μεταφέρθηκε στη Νευροχειρουργική Κλινική. Κατά τον Ιούνιο και Αύγουστο του έτους 2023 εμφάνιζε αριστερή ημιπάρεση, αδυναμία ορθοστάτησης και αρχόμενες έκτοπες οστεοποιήσεις στα αριστερά άνω και κάτω άκρα, ενώ διαπιστώθηκε απώλεια όρασης από τον αριστερό του οφθαλμό. Στις 19.9.2023 μεταφέρθηκε στην Κλινική Φυσ. Ιακτρικής - Αποκατάστασης του Εθνικού Κέντρου Αποκατάστασης, όπου νοσηλεύθηκε ακολουθώντας πρόγραμμα αποκατάστασης λόγω αριστερής ημιπάρεσης σε έδαφος κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, εξερχόμενος την 1.3.2024 λόγω βελτίωσης. Σχετικά με την πρόκληση του εργατικού ατυχήματος αποδείχθηκε ότι κατά την προσπάθεια του ενάγοντος να κατέλθει από το μεταλλικό ικρίωμα, αυτό δεν μετακινήθηκε καθόλου, ούτε άλλωστε προβάλλεται σχετικός αγωγικός ισχυρισμός. Επομένως, τυχόν μη λειτουργία των φρένων στους τροχούς που βρίσκονταν στις απολήξεις του ικριώματος, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας που εξετάστηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος και ήταν παρών στο χώρο του ατυχήματος, δεν επέδρασε με κανένα τρόπο στην πρόκλησή του. Ούτε, όμως, η εφαπτομένη στο ικρίωμα φορητή κλίμακα μετακινήθηκε, αφού ο παθών έκανε μεν τον βηματισμό για να την προσεγγίσει, λόγω και της μεταξύ τους υψομετρικής διαφοράς 10 εκατοστών, ως προελέχθη, αλλά δεν πρόλαβε να πατήσει πάνω σ’ αυτή, επειδή απώλεσε την ισορροπία του και έπεσε. Η κρίση περί του ότι το πόδι του δεν ήρθε σε επαφή με τη σκάλα ερείδεται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι αυτός έπεσε με το κεφάλι. Αν, αντίθετα, είχε πατήσει ήδη στη σκάλα και αυτή γλιστρούσε λόγω αστάθειας, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας που εξετάστηκε στο ακροατήριο με την επιμέλεια του ενάγοντος, η πτώση του δεν θα ήταν με το κεφάλι, αλλά με τον κορμό ή τα κάτω άκρα του. Συνεπώς, οποιαδήποτε τυχόν έλλειψη σταθερότητας της σκάλας, η οποία, άλλωστε δεν αποδείχθηκε, δεν προκάλεσε ούτε συνετέλεσε στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος. Άλλωστε, ο ενάγων κατά την προσπάθειά του να μεταβεί από το μεταλλικό ικρίωμα στη φορητή κλίμακα, παρότι τα χέρια του ήταν ελεύθερα, δεν κρατήθηκε από τη σκάλα προκειμένου να πατήσει με ασφάλεια, να σταθεροποιηθεί το σώμα του πάνω σ’ αυτή και ακολούθως να κατέλθει. Σημειώνεται ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των εργασιών, ο ενάγων, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι στο έργο, δεν φορούσε το προστατευτικό κράνος που του είχε προμηθεύσει ο τρίτος εναγόμενος ως εργοδότης του, αφενός επειδή η χρήση του περιόριζε τις κινήσεις του αφετέρου από υπερβολική εμπιστοσύνη στις ικανότητές του, καθώς ήταν έμπειρος οικοδόμος με τριακονταετή υπηρεσία. Ακόμη όμως και αν ο ενάγων έφερε κράνος κατά τη στιγμή του ατυχήματος, δεν θα απετρέπετο η πτώση του και ο τραυματισμός του. Ως εκ τούτου ο αγωγικός ισχυρισμός ότι δεν του είχε χορηγηθεί προστατευτικό κράνος από τον εργοδότη του και ότι η παράλειψη αυτή προκάλεσε το ένδικο ατύχημα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επισημαίνεται ότι τουλάχιστον σε εσωτερικές εργασίες που εκτελούνται σε ύψος κάτω των 2,50 μ., όπως εν προκειμένω, δεν απαιτείται εκ του νόμου η χρήση ιμάντων ασφαλείας αντιπτωτικής προστασίας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, ώστε δεν υπήρχε σχετική παράνομη παράλειψη του τρίτου εναγομένου. Υπό τα ανωτέρω εκτεθέντα αποδεικνύεται ότι ο τρίτος εναγόμενος εργοδότης δεν βαρύνεται με οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητα για την πρόκληση του ένδικου εργατικού ατυχήματος. Εξάλλου, η χρήση κινητού μεταλλικού ικριώματος ήταν ενδεδειγμένη για την εκτέλεση της εργασίας που ανατέθηκε στον ενάγοντα, καθώς η εργασία ήταν εσωτερική και δεν υπερέβαινε τα 12,00 μ., το δε ικρίωμα ήταν ύψους 2,00 μ. και διέθετε δάπεδο εργασίας (άρθρ. 2 § 2 και 3 περ. γ' εδ. β' του ΠΔ 778/1980). Επιπλέον, παρά τον αντίθετο ισχυρισμό του ενάγοντος, ο τρίτος εναγόμενος είχε μεριμνήσει για την χορήγηση μέτρων ατομικής προστασίας και ειδικότερα προστατευτικού κράνους στον ενάγοντα, αλλά και στους λοιπούς εργαζομένους του, ζητώντας από αυτούς να το φορούν καθ’ ό χρόνο βρίσκονταν στο εργοτάξιο, πλην όμως ο ενάγων δεν συμμορφωνόταν για τους λόγους που προεκτέθηκαν. Το ένδικο ατύχημα οφείλεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο παθών απώλεσε την ισορροπία του κατά την μετάβασή του από το μεταλλικό ικρίωμα προς τη φορητή κλίμακα. Και τούτο, διότι, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος αδιαμφισβήτητα γνώριζε το βαθμό επικινδυνότητας που ενέχει η χρήση ικριωμάτων και κλίμακας, λόγω της πολυετούς εμπειρίας του στις οικοδομικές εργασίες, όπου είναι συνήθης η χρήση του παραπάνω εξοπλισμού και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερο ύψος από αυτό των 2,00μ. που βρέθηκε στην επίδικη περίπτωση, από αμέλειά του δεν ακολούθησε ασφαλή και ενδεδειγμένο τρόπο καθόδου. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη στιγμή που επιχείρησε να πατήσει το πόδι του στη βαθμίδα της κλίμακας δεν φρόντισε να κρατιέται από αυτή (κλίμακα) με τα δυο του χέρια, ώστε να μεταβεί από το ικρίωμα στην κλίμακα με ασφάλεια, έχοντας τρία σημεία επαφής με την κλίμακα (2 χέρια και 1 πόδι), με αποτέλεσμα να χάσει εντελώς την ισορροπία του και να πέσει με το κεφάλι στο δάπεδο. Αν όμως ο ενάγων ακολουθούσε τον ανωτέρω ασφαλή τρόπο μετάβασης, δεδομένου ότι τόσο το μεταλλικό ικρίωμα όσο και η φορητή κλίμακα ήταν σταθερά και προσηκόντως τοποθετημένα στο δάπεδο, το ένδικο ατύχημα θα είχε αποφευχθεί. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και ως προς τον τρίτο εναγόμενο, απορριπτομένης αυτής στο σύνολό της, παρέλκουσας της εξέτασης των ενστάσεων των εναγομένων. Τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός τους, να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος που ηττήθηκε (άρθρα 176, 191 §2 ΚΠολΔ), λαμβανομένου, ωστόσο, υπόψη του ότι τα αγωγικά κονδύλια χρηματικής ικανοποίησης (άρθ. 932 ΑΚ) και χρηματικής παροχής (άρθ. 931 ΑΚ), μη δυνάμενα, κατά το ύψος τους, να καθοριστούν δεσμευτικά από τον ενάγοντα, προσδιοριζόμενα δε, εκ των ενόντων, από το Δικαστήριο, με τα συνήθη κριτήρια προσδιορισμού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (πρβλ. 178 §2 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. και ΠΠρΘεσ 19513/2008, ΤΝΠ ΔΣΑ), πρέπει να οριστούν στο αναφερόμενο στο διατακτικό της παρούσας ύψος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει τον ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακόσιων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά την 11.12.2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


[*] Η απόφαση δημοσιεύεται με πρωτοβουλία του Δικηγόρου Αθηνών Αριστοτέλη Μερεκούλια.