Top

Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΑΠ 311/2024 Τμ.Α2 - Πλήρες κείμενο

A- A A+    Εκτύπωση   

ΑΠ 311/2024 Τμ.Α2 - Πλήρες κείμενο

Σύνθεση: Θεόδωρος Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος, Κυριάκος Μπαμπαλίδης, Παναγιώτης Βενιζελέας, Κλεόβουλος - Δημήτριος Κοκκορός, Ελένη Θεοδωρακοπούλου (Εισηγήτρια) Αρεοπαγίτες
Δικηγόροι: Παναγιώτης Γιαννόπουλος - Απόστολος Αποστόλου, Αικατερίνα Σπυρίδου

Αναίρεση∙ όταν εσφαλμένο είναι μόνο το αιτιολογικό της απόφασης και όχι το διατακτικό, τότε η αναίρεση απορρίπτεται χωρίς αντικατάσταση αιτιολογιών, εκτός εάν υφίσταται έννομο συμφέρον για να αποτραπεί η δημιουργία δεδικασμένου∙ εάν η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αβάσιμη ενώ θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ο Άρειος Πάγος πρέπει να αναιρέσει την απόφαση ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της, διότι η απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης είναι δυσμενέστερη για τον ενάγοντα έναντι της απόρριψης της αγωγής ως απαράδεκτης∙ αναιρεί διότι η αγωγή, η οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, έπρεπε κανονικά να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, οπότε μόνο με βάση την ορθή αιτιολογία ο ενάγων μπορεί να επανέλθει∙ Λόγοι αναίρεσης∙ λόγο αναίρεσης δεν μπορούν να αποτελέσουν οι παραδρομές που εμφιλοχώρησαν κατά τη σύνταξη της απόφασης (γραφικά ή λογιστικά λάθη), καθώς προβλέπεται ο ειδικός τρόπος για τη διόρθωσή τους (άρθρ. 315, 317 επ. ΚΠολΔ)∙ Νομιμοποίηση προς διεξαγωγής δίκης∙ αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, το δε δικαστήριο οφείλει να ελέγξει μόνο, κατά τη διαπίστωση της νομιμοποίησης, όσα περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο∙ σε περίπτωση που οι αγωγικοί ισχυρισμοί δεν αιτιολογούν την παραπάνω σχέση, τότε η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ενώ εάν οι ισχυρισμοί αυτού αποδειχθούν αναληθείς, η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη∙ Ικανότητα δικαίου∙ έννοια νομικής προσωπικότητας∙ η νομική προσωπικότητα απονέμενεται σε νομικά πρόσωπα, τα οποία αποκτούν χωριστή περιουσία έναντι αυτής των μελών τους και συνεπώς παρουσιάζουν περιουσιακή και οικονομική αυτοτέλεια∙ κατ’ εξαίρεση ο διαχωρισμός αυτός κάμπτεται όταν τούτο προβλέπεται είτε από ορισμένη διάταξη νόμου, είτε από την καλή πίστη∙ μορφές κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας∙ κριτήρια για τη διαπίστωση της κατάχρησης∙ Σύμβαση έργου∙ στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής (σύμβαση, έργο που συμφωνήθηκε να εκτελεσθεί, παράδοση ή προσφορά του έργου και συμφωνηθείσα αμοιβή και αν αυτή έχει συμφωνηθεί κατά μονάδα εργασίας ποιες ποσότητες στις συμφωνηθείσες μονάδες από κάθε εργασία εκτελέσθηκαν).

Νομικές διατάξεις: 68, 315, 317 επ. 578 ΚΠολΔ, 34, 61, 62, 70, 200, 281, 288, 481, 681, 682, 694, 926 ΑΚ

Αριθμός 311/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό και Ελένη Θεοδωρακοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Γιαννόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και διακριτικό τίτλο «… Α.Ε.», που εδρεύει στην Κασσανδρεία Χαλκιδικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και διακριτικό τίτλο «… Α.Ε.», που εδρεύει στο Κάνιστρο Παλιουριού Χαλκιδικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Η πρώτη αναιρεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Απόστολο Αποστόλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και η δεύτερη αναιρεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνα Σπυρίδου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21.6.2016 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκε η απόφαση 8307/2018 του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10.5.2021 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η εκδοθείσα, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμ. 8307/2018 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Με την από 21.6.2016 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η ενάγουσα ανώνυμη τεχνική εταιρία και ήδη αναιρεσείουσα εξέθεσε τα εξής: Ότι δυνάμει σύμβασης έργου μεταξύ των δύο εναγομένων εταιριών και ήδη αναιρεσιβλήτων, η δεύτερη από αυτές ανέθεσε στην πρώτη την κατασκευή ενός ξενοδοχειακού συγκροτήματος στην περιοχή της Κασσάνδρας Χαλκιδικής. Ότι ακολούθως, δυνάμει του από 27.2.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού, η ως άνω εργολάβος εταιρία ανέθεσε στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, ως υπεργολάβο, την κατασκευή τμήματος του παραπάνω έργου που περιγράφει αναλυτικά στην αγωγή, αντί αμοιβής ύψους 7.267.786,70 ευρώ, πλέον ΦΠΑ. Ότι στις 26.2.2014 είχε υπογραφεί μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης το από 26.2.2014 κείμενο συγγραφής υποχρεώσεων, το οποίο προέβλεπε όλες τις επιπλέον λεπτομέρειες της συνεργασίας τους καθώς και το συνταχθέν από την ενάγουσα από 26.2.2014 τιμολόγιο και προϋπολογισμός προσφοράς που συνόδευαν την μεταξύ τους σύμβαση. Ότι βάσει όρου της συγγραφής υποχρεώσεων, σε κάθε καταβολή μετά από σχετική επιμέτρηση και πιστοποίηση των εργασιών, η πρώτη εναγομένη παρακρατούσε ποσοστό 10% επί του καταβαλλόμενου ποσού, ως εγγύηση καλής εκτέλεσης των συγκεκριμένων εργασιών και ότι κάθε φορά που εκτελούνταν το επόμενο στάδιο εργασιών, της απέδιδε μέρος του ποσού που είχε παρακρατηθεί, ως εγγύηση καλής εκτέλεσης της προηγούμενης εργασίας ύψους 5%. Ότι ακολούθως με προφορικές εντολές της πρώτης εναγομένης ανατέθηκαν στην ενάγουσα και πρόσθετες εργασίες, τις οποίες αυτή εκτέλεσε, με αποτέλεσμα το συνολικό ύψος της συμφωνηθείσας αμοιβής της να ανέλθει σε 10.731.000 ευρώ. Ότι παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα εκτέλεσε εμπροθέσμως και προσηκόντως τις συμφωνηθείσες εργασίες, η πρώτη εναγομένη δεν της κατέβαλε μέρος της συμφωνηθείσας αμοιβής της, ύψους 90.999,77 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, από παρακρατηθείσες εγγυήσεις καλής εκτέλεσης. Ότι στη συνέχεια, η πρώτη εναγομένη ανέθεσε στην ενάγουσα δυνάμει έξι (6) ιδιωτικών συμφωνητικών και άλλες πρόσθετες εργασίες και ότι η αμοιβή της γι’ αυτές θα εξοφλούνταν με μηνιαίες καταβολές και μετά από έλεγχο και πιστοποίηση των εργασιών που είχαν κάθε φορά εκτελεσθεί. Ότι στις 30.10.2015 υπογράφηκε μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο συμφώνησαν από κοινού τη λύση αζημίως όλων των πριν την ημερομηνία αυτή συναφθεισών μεταξύ τους συμβάσεων (κύριας και συμπληρωματικών). Ότι με το ίδιο συμφωνητικό συμφώνησαν ότι μέχρι 20.12.2015 όφειλαν να προβούν σε εκκαθάριση των μεταξύ τους οικονομικών σχέσεων, και ειδικότερα ότι η ενάγουσα υπεργολάβος όφειλε να υποβάλει στην πρώτη εναγομένη εργολάβο όλες τις επιμετρήσεις που υπολείπονταν για όσες εργασίες είχε εκτελέσει, η δε εργολάβος όφειλε να ελέγξει αυτές και να προβεί σε πιστοποίηση της εκτέλεσης των εργασιών, ακολούθως δε σε καταβολή της αμοιβής αυτής. Ότι επίσης συμφωνήθηκε ότι μέχρι 31.1.2016 η εργολάβος όφειλε να εκτελέσει τις εργασίες που απαιτούνταν για τη διόρθωση και αποκατάσταση των ελαττωμάτων και ελλείψεων που παρουσίαζαν οι εργασίες που είχε εκτελέσει η ενάγουσα υπεργολάβος, η δαπάνη για τις οποίες βάρυναν την υπεργολάβο μέχρι του ποσού των 225.000 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο υπόλοιπο από το παρακρατηθέν χρηματικό ποσό, από το ποσοστό του 10% που παρακρατούσε η πρώτη εναγομένη εργολάβος από την αμοιβή της ενάγουσας υπεργολάβου, ως εγγύηση καλής εκτέλεσης των εργασιών που είχαν πραγματοποιηθεί. Ότι η ενάγουσα εκπλήρωσε την απορρέουσα από το ως άνω συμφωνητικό υποχρέωσή της υποβάλλοντας στις 15.2.2016 στην πρώτη εναγομένη το σχετικό έγγραφο τελικής επιμέτρησης εργασιών, συνολικής αξίας με ΦΠΑ 578.030,88 ευρώ, από το οποίο, αφαιρουμένου του ποσού των εργασιών που εκτέλεσαν τρίτες εταιρίες, απέμενε οφειλόμενο στην ενάγουσα ποσό ύψους 483.543,88 ευρώ, το οποίο η πρώτη εναγομένη ουδέποτε κατέβαλε. Ότι η πρώτη εναγομένη δεν της γνωστοποίησε μέσα στη συμφωνηθείσα προθεσμία, την εκτέλεση οποιασδήποτε διόρθωσης ή αποκατάστασης των ελαττωμάτων ή ελλείψεων των εργασιών της και ως εκ τούτου τεκμαίρεται ότι δεν υπήρχαν τέτοιες και συνεπώς να υποχρεούται η εργολάβος να της καταβάλει ολόκληρο το παρακρατηθέν από αυτήν ποσό της αμοιβής της, που ανήλθε ήδη στο ποσό των 225.422,63 ευρώ. Ότι προκειμένου να προβεί η ενάγουσα στην υπογραφή της αρχικής σύμβασης υπεργολαβίας και με σκοπό να πεισθεί αυτή ότι η δεύτερη εναγομένη εταιρία, κυρία του έργου, είναι στην πραγματικότητα εγγυήτρια της τήρησης των όρων της συμβάσεως, η τελευταία δύο ημέρες πριν την υπογραφή της συμβάσεως απέστειλε στην ενάγουσα επιστολή με την οποία την ενημέρωνε, ως κυρία του έργου για την ανάθεση του έργου στην πρώτη εναγομένη, πλην όμως από την υπογραφή και τη σφραγίδα της δεύτερης εναγομένης επί της επιστολής προέκυπτε ότι οι εναγόμενες (εργολάβος και κυρία του έργου) είχαν τον ίδιο νόμιμο εκπρόσωπο, την ίδια διεύθυνση και τον ίδιο αριθμό τηλεφώνου. Ότι είναι προφανές ότι πρόκειται για εταιρίες ιδίων συμφερόντων, που μπορεί να εμφανίζονται τυπικά ως διαφορετικά νομικά πρόσωπα, στην πραγματικότητα όμως είναι ένα και το αυτό νομικό πρόσωπο. Ότι τα ανωτέρω συνετέλεσαν στο να εμπιστευθεί η ενάγουσα την πρώτη εναγομένη και να υπογράψει μαζί της την αρχική σύμβαση, έχοντας την πεποίθηση ότι πρόκειται για την ίδια εταιρία. Ότι η δεύτερη εναγομένη που τελούσε σε γνώση όλων των ανωτέρω συμφωνιών, ενέκρινε αυτές δια του κοινού νομίμου εκπροσώπου της. Ότι οι εναγόμενες παρέλαβαν εν τοις πράγμασι το έργο που αυτή εκτέλεσε, κατά τις έγγραφες και προφορικές εντολές τους και τις μεταξύ τους συμφωνίες, χωρίς να προβάλουν καμία επιφύλαξη. Ότι λόγω της ως άνω παράνομης, υπαίτιας και αντισυμβατικής συμπεριφοράς των εναγομένων και λόγω της εκ μέρους τους μη καταβολής των οφειλομένων, αυτή (ενάγουσα) φάνηκε ασυνεπής στις υποχρεώσεις της έναντι των προμηθευτών της, με αποτέλεσμα να πληγεί η επαγγελματική της φήμη και αξιοπιστία. Με βάση τα ανωτέρω η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, με βάση τις μεταξύ τους συμβάσεις, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού α) το ποσό των 658.643,88 ευρώ, που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο της αμοιβής της για εκτελεσθείσες από αυτήν εργασίες, β) το ποσό των 225.422,63 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μέρος της αμοιβής της, το οποίο παρακράτησε η πρώτη εναγομένη ως εγγύηση καλής εκτέλεσης των εργασιών εκ μέρους της και γ) το ποσό των 500.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής εκδόθηκε στις 31.5.2018 από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγομένη, ως νομικά αβάσιμη άλλως ως αόριστη και ακολούθως έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη, την οποία υποχρέωσε να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 64.821,60 ευρώ (και τον ανάλογο ΦΠΑ μόλις η ενάγουσα εκδώσει το κατά τη φορολογική νομοθεσία απαραίτητο φορολογικό στοιχείο), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Την απόφαση αυτή προσβάλλει η αναιρεσείουσα με την κρινόμενη από 10.5.2021 αίτηση αναιρέσεως.

Κατά το άρθρ. 553 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Ο χαρακτήρας της απόφασης ως τελεσίδικης ή μη κρίνεται κατά το χρόνο της άσκησης του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, ήτοι της κατάθεσης του σχετικού δικογράφου της στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 329/2019, ΑΠ 423/2017, ΑΠ 242/2015). Η προθεσμία άσκησης αναίρεσης κατά απόφασης που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό δεν συντρέχει με την προθεσμία άσκησης έφεσης κατ' αυτής, αλλά αρχίζει από τότε που έληξε η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης, οπότε η πρωτόδικη απόφαση καθίσταται τελεσίδικη και υπόκειται σε αναίρεση (ΑΠ 222/2020, ΑΠ 423/2017, ΑΠ 153/2015). Η κατ' αντιμωλία οριστική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου καθίσταται τελεσίδικη και προσβλητή με αναίρεση, μόνο, αφ' ότου έπαυσε να υπόκειται σε έφεση είτε διότι παρήλθε η νόμιμη γνήσια προθεσμία, από την επίδοση της απόφασης, των τριάντα (30) ημερών, εάν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα ή των εξήντα (60) ημερών, εάν ο εκκαλών διαμένει στο εξωτερικό (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ) είτε διότι παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών, από τη δημοσίευση της απόφασης, αν η απόφαση δεν έχει επιδοθεί, εφόσον αυτή δημοσιεύθηκε μετά την 1.1.2016 (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) (ΑΠ 477/2022). Στην προκείμενη περίπτωση, η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση, δημοσιευθείσα στις 31.5.2018, δεν επιδόθηκε από κάποιον εκ των διαδίκων και δεν προσβλήθηκε με το ένδικο μέσο της έφεσης εντός της νόμιμης κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας. Συνεπώς η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη, όπως εμμέσως συνομολογείται από τις αναιρεσίβλητες. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 511, 518, 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρου 61 του ΑΚ να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 62 του ιδίου Κώδικα, σε έννομες σχέσεις, που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως, νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς, που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ' αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ' αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο, ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του κ.ν. 2190/1920, όπως ίσχυε πριν το ν. 4518/2018, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρία ως σύνολο εννόμων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ.1 και 12 παρ. 1 και 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρίας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρίας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει, όμως, να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρίας ή των μεριδίων εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρίας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρία (ανώνυμη, ναυτική ή Ε.Π.Ε., βλ. άρθρο 1 παρ. 3 κ.ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3604/2007, 41 παρ. 2 ν. 959/1979, 43 α.ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρία. Συνεπώς, δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρίας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Περαιτέρω, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά, κατά την παραπάνω έννοια, ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρίας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ' αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρίας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρία επιχείρησης, αφού η εταιρία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρίας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρίας ως νομικού προσώπου. Όμως, η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρίας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της, υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρίας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρίας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ' υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρίας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρίας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρία, όταν η εταιρία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας ή κατ' άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ' αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρίας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρον (άρθρο 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλεισθεί η ευθύνη της εταιρίας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον απ' αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται όμως γι' αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα μπορούν να επικαλεσθούν τη μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρία στο βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως από το μέτοχο αυτόν ή εταίρο στην εταιρία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερομένου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας (ΟλΑΠ 2/2013, ΑΠ 406/2021, ΑΠ 1450/2021, ΑΠ 615/2019, ΑΠ 1091/2021, ΑΠ 1355/2018). Συνεπώς, η κάμψη της νομικής προσωπικότητας μπορεί και πρέπει να αντιμετωπίζεται, ως το έσχατο μέσο, αξιολογώντας την υποκεφαλαιοδότηση της εταιρίας, τη σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας και τη χρησιμοποίηση του νομικού προσώπου της εταιρίας, για αποφυγή εκπλήρωσης αναληφθεισών υποχρεώσεων και πρόκληση ζημίας σε τρίτο. Κατάχρηση του θεσμού της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι δυνατό να γίνει και από άλλο νομικό πρόσωπο και συγκεκριμένα από μητρική εταιρία σε βάρος θυγατρικής της ή από εταιρίες του ίδιου ομίλου επιχειρήσεων. Ειδικά μάλιστα στο χώρο των ομίλων επιχειρήσεων, οι συνθήκες αδιαφάνειας ως προς τη δομή και τη δράση τους συναξιολογείται ως επιμέρους κριτήριο, προς το σκοπό άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου. Εξάλλου, υποκεφαλαιοδότηση συντρέχει, όταν τα ίδια κεφάλαια της εταιρίας δεν επαρκούν, για να ικανοποιήσουν τις χρηματοδοτικές της ανάγκες, όπως αυτές προκύπτουν, μέσα από το είδος και την έκταση της επιδιωκόμενης και πραγματικής επιχειρηματικής της δραστηριότητας, αφού ληφθούν υπόψη και οι υπάρχουσες μέθοδοι χρηματοδότησης της εταιρίας και οι ανάγκες αυτές δεν μπορούν, επίσης, να καλυφθούν με πιστώσεις τρίτων και η εταιρία χρηματοδοτείται με εμφανώς μικρότερο ποσό από τους μετόχους της, ιδίως τον κυρίαρχο μέτοχο, ο οποίος και διαμορφώνει την επιχειρηματική της δραστηριότητα. Από το γεγονός ότι στο πλαίσιο ομίλου επιχειρήσεων, η μητρική εταιρία αποτελεί τον κύριο ή τον αποκλειστικό μέτοχο της θυγατρικής εταιρίας, δεν προκύπτει αυτόματα υποχρέωση της μητρικής εταιρίας να χρηματοδοτεί συνεχώς και χωρίς κανένα περιορισμό τη θυγατρική εταιρία, ώστε η τελευταία να παραμένει εσαεί βιώσιμη. Για την προσφυγή στην άρση της αυτοτέλειας θα πρέπει η ανεπαρκής χρηματοδότηση να συνιστά συμπεριφορά κακόπιστης πρόκλησης βλάβης προς τους θιγέντες εταιρικούς δανειστές (ΑΠ 1697/2022, ΑΠ 1091/2021). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ' αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 597/2015). Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που αναφέρονται σε αυτή, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος-υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Η επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματος του και νέων γεγονότων, τα οποία απλώς διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας χωρίς να αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 910/2017, ΑΠ 1087/2014). Η πληρότητα ή μη του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση αυτής, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 917/2017). Ο Άρειος Πάγος ελέγχει την επάρκεια ή μη της θεμελίωσης της αγωγής με βάση τις διακρίσεις της νομικής αοριστίας, της ποιοτικής αοριστίας και της ποσοτικής αοριστίας. Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 106/2015).

Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλομένη απόφασή του, ερευνώντας τη νομική βασιμότητα της αγωγής ως προς της δεύτερη εναγομένη, απέρριψε αυτήν με την ακόλουθη αιτιολογία: "... Ωστόσο η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας, με βάση την αρχή της σχετικότητας των ενοχών, δεδομένου ότι τούτη, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, δεν συνδέεται ενοχικά με την ενάγουσα. Πέραν τούτου,... η ενάγουσα υπεργολάβος δεν έχει ευθεία αγωγή προς πληρωμή της αμοιβής της κατά της αρχικής εργοδότριας, με την οποία δεν συνδέεται νομικά, δεδομένου ότι πρόκειται για εταιρία που ανέλαβε ως υπεργολάβος μέρος του έργου και όχι για υπεργολάβο φυσικό πρόσωπο, που εργάσθηκε σωματικά, οπότε θα δικαιούνταν να ασκήσει απευθείας κατά της κυρίας του έργου την απαίτηση του για το μισθό του κατ’ άρθρ. 702 ΑΚ. Εξάλλου, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι η ενάγουσα στηρίζει την αγωγή της σε βάρος της δεύτερης εναγομένης στην εκ μέρους της τελευταίας κατάχρηση του θεσμού της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πρώτης εναγομένης, την οποία σημειωτέον δεν επικαλείται ρητά, η αγωγή κατά της δεύτερης εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, καθόσον στο αγωγικό δικόγραφο δεν γίνεται επίκληση της ύπαρξης μεταξύ των δύο εταιριών σχέσης μητρικής προς θυγατρική εταιρία, ούτε εκτίθεται ότι αυτές είναι μέλη του ιδίου ομίλου εταιριών, όπως απαιτείται κατά τον νόμο, για να μπορεί να θεμελιωθεί η καταχρηστική εκμετάλλευση της νομικής προσωπικότητας της εργολάβου εταιρίας από τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία, μη αρκούντος προς τούτο μόνο του γεγονότος ότι, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, η πρώτη εναγόμενη ενεργούσε για λογαριασμό και προς όφελος και της δεύτερης εναγομένης, ούτε ότι οι δύο εταιρίες είχαν για περιορισμένο χρονικό διάστημα κοινό νόμιμο εκπρόσωπο, ούτε βεβαίως ότι είχαν κοινή έδρα και κοινό αριθμό τηλεφώνου. Περαιτέρω τα όσα επικαλείται η ενάγουσα περί του ότι πείσθηκε από τα ως άνω κοινά στοιχεία των δύο εταιριών ότι επρόκειτο για μία εταιρία και ότι εξαιτίας τούτου προέβη στην υπογραφή και εκτέλεση των ένδικων συμβάσεων, αλυσιτελώς προβάλλονται, στο μέτρο που δεν είναι από μόνα τους ικανά να επιφέρουν οποιαδήποτε έννομη συνέπεια, ούτε και να θεμελιώσουν τη νομιμότητας της εναγωγής της δεύτερης εναγομένης. Κατόπιν τούτων η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς τη δεύτερη εναγόμενη...". Με βάση τις ανωτέρω αιτιολογίες, το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή ως προς τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, αφενός μεν ως μη νόμιμη, καθό μέρος γινόταν επίκληση της καταρτισθείσας μεταξύ της αναιρεσείουσας και της πρώτης αναιρεσίβλητης σύμβασης έργου, αφετέρου δε ως αόριστη, καθό μέρος θεμελιωνόταν στην άρση της νομικής προσωπικότητας και αυτοτέλειας της πρώτης αναιρεσίβλητης. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, το οποίο, με βάση τα ως άνω εκτιθέμενα περιστατικά, τα οποία ανταποκρίνονται στο πραγματικό περιεχόμενο της αγωγής, απέρριψε αυτήν ως αόριστη, καθό μέρος επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί στην άρση της νομικής προσωπικότητας της πρώτης αναιρεσίβλητης, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 62, 70, 71 και 281 ΑΚ, καθόσον τα εν λόγω περιστατικά, ήτοι α) ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία - εργολάβος ενεργούσε για λογαριασμό και προς όφελος της δεύτερης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας - κυρίας του έργου, αφού η τελευταία, με την από 25.2.2014 επισυναπτόμενη στην αγωγή επιστολή της, την ενημέρωνε για τη σύμβαση εργολαβίας που είχε υπογράψει με την πρώτη αναιρεσίβλητη καθώς και για την ένταξη του έργου στον ειδικό αναπτυξιακό νόμο, β) ότι κατά τον ανωτέρω χρόνο (25.2.2014) οι δύο αναιρεσίβλητες είχαν κοινό νόμιμο εκπρόσωπο, κοινή έδρα και κοινό αριθμό τηλεφώνου, και γ) ότι από τα ανωτέρω στοιχεία πείσθηκε ότι επρόκειτο, εν τοις πράγμασι, για ίδια εταιρία, αν και εμφανίζονται τυπικά ως διαφορετικά νομικά πρόσωπα, και ότι εξαιτίας τούτου προέβη στην υπογραφή και εκτέλεση των ένδικων συμβάσεων, αληθή υποτιθέμενα και συνεκτιμώμενα στο σύνολό τους, δεν αρκούν να θεμελιώσουν τη νομική έννοια της κατάχρησης της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου της πρώτης αναιρεσίβλητης εταιρίας και δεν δικαιολογούν την άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας αυτής, ώστε να συντρέχει ευθύνη και της δεύτερης αναιρεσίβλητης από τις μεταξύ της αναιρεσείουσας και της πρώτης αναιρεσίβλητης συμβάσεις, αφού δεν καταδεικνύουν άσκηση κυριαρχικής επιρροής και ελέγχου επί της πρώτης αναιρεσίβλητης εργολάβου εταιρίας από την δεύτερη αναιρεσίβλητη κυρία του έργου και καταστρατήγηση των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, δεδομένου ότι, ειδικότερα, δεν γίνεται επίκληση της ύπαρξης μεταξύ των δύο εταιριών σχέσης μητρικής προς θυγατρική εταιρία, ούτε εκτίθεται ότι αυτές είναι μέλη του ιδίου ομίλου εταιριών, μη αρκούντος προς τούτο μόνο του γεγονότος ότι, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, η πρώτη εναγόμενη ενεργούσε για λογαριασμό και προς όφελος και της δεύτερης εναγομένης, ακόμη και αν αυτή ήταν ο ουσιαστικός φορέας της επιχειρηματικής δράσης της, ούτε ότι οι δύο εταιρίες είχαν για περιορισμένο χρονικό διάστημα κοινό νόμιμο εκπρόσωπο, κοινή έδρα και κοινό αριθμό τηλεφώνου, αφού ο τρόπος λειτουργίας και συνεργασίας των αναιρεσιβλήτων εταιρειών, και αν ακόμη ανήκουν στον ίδιο όμιλο, κατά την άσκηση των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, με άσκηση διοίκησης μέσω του ίδιου φυσικού προσώπου, συνιστά θεμιτό τρόπο εξυπηρέτησης των συμφερόντων της δεύτερης αναιρεσίβλητης εταιρείας, μη αποκλείοντας άνευ ετέρου την κανονική λειτουργία της πρώτης ως εταιρείας αναπτύσσουσας αυτοτελή επιχειρηματική δραστηριότητα και διαθέτουσας συναλλακτική οργάνωση, και δεν συνιστά κατάχρηση του θεσμού του νομικού προσώπου, εφόσον η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται και τη συνδρομή και άλλων στοιχείων, όπως ανεπαρκή χρηματοδότηση της πρώτης αναιρεσίβλητης, με συγκεκριμένη αναφορά σε έλλειψη εσόδων οποιασδήποτε μορφής διαφορετικών από τα ίδια κεφάλαια της δεύτερης αναιρεσίβλητης, είτε σύγχυση της περιουσίας των δύο εταιρειών, ιδίως με παράθεση των περιουσιακών τους στοιχείων, καθώς και του συγκεκριμένου τρόπου συγχύσεως αυτών, είτε εικονικότητα του νομικού προσώπου της πρώτης αναιρεσίβλητης, είτε έλλειψη συναλλακτικής οργάνωσης και δράσης της πρώτης αναιρεσίβλητης, με την έννοια, ότι, εν τέλει, η κυρία του έργου δεύτερη αναιρεσίβλητη χρησιμοποίησε ως προκάλυμμα τη νομική προσωπικότητα της πρώτης για να καταστρατηγήσει το νόμο και να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτους ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της. Επομένως, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, το οποίο εκτιμώντας κυριαρχικώς τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά αναφορικά με την κάμψη της νομικής προσωπικότητας της πρώτης αναιρεσίβλητης, απέρριψε την αγωγή ως αόριστη όσον αφορά τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, δεν απαίτησε για τη νομική βασιμότητα της αγωγής περισσότερα στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος, ούτε, παρά τον νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα ή παρέλειψε να λάβει υπόψη πράγματα προταθέντα, αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση του επίμαχου αγωγικού αιτήματος της αναιρεσείουσας, ούτε και, παρά το νόμο, κήρυξε απαράδεκτο λόγω αοριστίας και, συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, λόγω εσφαλμένης εφαρμογής των προαναφερομένων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, καθώς και οι τέταρτος, κατ’ αμφότερα τα σκέλη, από τον αρ. 8, και τρίτος, από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους, προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι.

Από τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης. Για τον έλεγχο της νομιμοποίησης το δικαστήριο οφείλει να αρκεσθεί στους εμπεριεχόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο ισχυρισμούς. Αρκεί, δηλαδή, μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός είναι ο φορέας του δικαιώματος και ο εναγόμενος ο φορέας της αντίστοιχης υποχρεώσεως ή ότι αυτοί είναι τα υποκείμενα της έννομης σχέσης, που φέρεται προς κρίση. Αν οι αγωγικοί ισχυρισμοί δεν αιτιολογούν ένα τέτοιο σύνδεσμο ενάγοντος και εναγομένου, η αγωγή θα είναι ανομιμοποίητη και θα απορριφθεί ως απαράδεκτη. Αν, όμως, οι αγωγικοί ισχυρισμοί αιτιολογούν μεν τον ως άνω σύνδεσμο αλλά αποδεικνύεται η αναλήθεια των ισχυρισμών αυτών, τότε η αγωγή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος ή της επίδικης υποχρεώσεως. Ποια πρόσωπα είναι οι κατά κανόνα- φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής. Συνεπώς, η από μέρους του εναγομένου προβαλλόμενη έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής (ΑΠ 783/2021, ΑΠ 266/2021, ΑΠ 260/2020, ΑΠ 59/2019). Ο αναιρετικός έλεγχος της νομιμοποιήσεως γίνεται με το λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι κατά τον ΚΠολΔ η νομιμοποίηση των διαδίκων νοείται ως η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση. Επειδή λοιπόν το ουσιαστικό δίκαιο καθορίζει το αντικείμενο της έννομης σχέσης αλλά και τους φορείς, η τυχόν εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ζήτημα της νομιμοποίησης κάποιου διαδίκου σημαίνει ότι το σφάλμα αυτό οφείλεται σε παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 266/2021, ΑΠ 260/2020, ΑΠ 59/2019). Συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις αυτές ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι εκείνο του αριθμού 14 του ίδιου Κώδικα, ο οποίος ανακύπτει μόνο όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (ΑΠ 1738/2022, ΑΠ 1542/2022, ΑΠ 1537/2022, ΑΠ 1278/2017). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 578 ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Εσφαλμένο αιτιολογικό υπάρχει όταν κριθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση υπάγονται σε άλλον κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα όμοιο προς το διατακτικό της απόφασης. Ως αιτιολογικό, δηλαδή, νοείται εδώ η νομική αιτία, ήτοι οι διατάξεις του νόμου που αποτελούν τη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και δεν ταυτίζονται με την αιτιολογία της απόφασης που ανάγονται στην ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού αυτού (ΟλΑΠ 6/2019, ΟλΑΠ 32/2002). Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, αν ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει ότι το διατακτικό της απόφασης είναι ορθό, υπάρχει όμως σφάλμα στις αιτιολογίες, απορρίπτει την αναίρεση χωρίς να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 8/1993, ΑΠ 1624/2008). Έτσι η ευδοκίμηση των λόγων αναίρεσης που αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ), εξαρτάται από την ορθότητα όχι των νομικών αιτιολογιών, αλλά του διατακτικού της απόφασης (ΑΠ 690/2019). Εφόσον, όμως, υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί το δεδικασμένο, αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Επομένως, αν αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ο Άρειος Πάγος πρέπει να αναιρέσει την απόφαση μόνον ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της (βλ. ΑΠ 1259/2020,), δεδομένου ότι η απόρριψη αγωγής ως μη νόμιμης είναι δυσμενέστερη για τον ενάγοντα από την απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης (πρβλ. ΑΠ 1954/2017, ΑΠ 2315/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο απέρριψε, όπως αναφέρθηκε, την αγωγή ως προς τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, καθό μέρος γινόταν επίκληση, και ως προς την ευθύνη αυτής, μόνον της καταρτισθείσας μεταξύ της αναιρεσείουσας και της πρώτης αναιρεσίβλητης σύμβασης έργου, ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία, ότι αυτή, υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, «δεν συνδέεται ενοχικά με την ενάγουσα...». Ωστόσο, ενόψει του ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, ανέφερε στην αγωγή της, ότι συνήψε την από 27.2.2014 σύμβαση του αναφερόμενου επίδικου έργου με την πρώτη εναγομένη - αναιρεσίβλητη, χωρίς την επίκληση ουδεμίας άλλης ενοχικής σχέσης, που να συνδέει αυτήν με τη δεύτερη εναγομένη, πέραν της άρσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πρώτης εναγομένης, ως προς την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη, έπρεπε το Πρωτοδικείο, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, και ειδικότερα λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της δεύτερης εναγομένης, αφού υπό τα εκτιθέμενα, αυτή δεν ήταν φορέας της αγωγικής υποχρέωσης. Εν τέλει, όμως, το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι η δεύτερη εναγομένη δεν συνδέεται ενοχικά με την ενάγουσα και απορρίπτοντας την αγωγή, κατά το οικείο σκέλος, ως μη νόμιμη, σε ορθό κατ' αποτέλεσμα διατακτικό κατέληξε, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία. Ωστόσο, επειδή στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει έννομο συμφέρον της αναιρεσείουσας προς αποτροπή δυσμενούς γι' αυτή δεδικασμένου από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, πρέπει, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, ο Άρειος Πάγος να μην αρκεσθεί στην αντικατάσταση της αιτιολογίας, αλλά να αναιρέσει την απόφαση μόνον ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της (ΑΠ 540/2017), διότι μόνο με βάση την ορθή αιτιολογία η αναιρεσείουσα μπορεί να ασκήσει νέα αγωγή. Το δεδικασμένο από την απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης είναι σαφώς δυσμενέστερο σε σχέση με την απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης. Επομένως, κατά παραδοχή του πέμπτου λόγου της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια η από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, πρέπει να αναιρεθεί, ως προς τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της, προκειμένου να αντικατασταθεί, κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ, η αιτιολογία της απόρριψης της αγωγής, ως μη νόμιμης, με την αιτιολογία της απόρριψης αυτής, ως απαράδεκτης λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως και κατά τα λοιπά να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.

Κατά το άρθρο 681 ΑΚ, με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, αποκαλούμενος εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, ο δε έτερος, αποκαλούμενος εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή, ενώ κατά το άρθρο 694 του ίδιου κώδικα, η αμοιβή του εργολάβου καταβάλλεται κατά την παράδοση του έργου... αν η παράδοση του έργου και η καταβολή της αμοιβής συμφωνήθηκε να γίνουν τμηματικά, η αμοιβή καταβάλλεται μόλις γίνει η παράδοση κάθε τμήματος. Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 681, 682 και 694 ΑΚ συνάγεται ότι ο εργολάβος, όταν ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του ή του υπολοίπου αυτής, οφείλει να επικαλεστεί στην αγωγή του, για το ορισμένο αυτής, τη σύμβαση μίσθωσης έργου κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ήτοι τη σύμβαση που καταρτίσθηκε, το έργο που συμφωνήθηκε με αυτή να εκτελεσθεί, την εκτέλεση και παράδοση ή την προσφορά του έργου και τη συμφωνηθείσα αμοιβή και αν αυτή έχει συμφωνηθεί κατά μονάδα κάθε εργασίας και ποιες ποσότητες στις συμφωνηθείσες μονάδες από κάθε εργασία εκτελέσθηκαν (ΑΠ 761/2022, ΑΠ 1503/2021, ΑΠ 57/2012). Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 106/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, κατά την έρευνα του ορισμένου της αγωγής, δέχθηκε τα ακόλουθα: «... Περαιτέρω η αγωγή είναι αόριστη αναφορικά με τα ακόλουθα κονδύλια της εργολαβικής αμοιβής, που εμπεριέχονται στο ποσό των 483.543,88 ευρώ, το οποίο ζητείται με βάση το υπό στοιχείο Α1 αίτημα: α) ως προς το υπ' αριθμ. 5 κονδύλιο, ύψους 5.920 ευρώ για την «απασχόληση μηχανημάτων για μεταφορές», β) ως προς το υπ' αριθμ. 18 κονδύλιο, ύψους 2.341,92 ευρώ για «υλικά ύδρευσης και αποκατάστασης βλαβών στον δρόμο εκτός εργοταξίου», γ) ως προς το υπ' αριθμ. 19 κονδύλιο, ύψους 28.903,17 ευρώ για «αποζημίωση εργοταξίου (ηλεκτρολογικά)», δ) ως προς το υπ' αριθμ. 20 κονδύλιο, ύψους 15.000,00 ευρώ για «αποζημίωση εργοταξίου (υδραυλικά)», ε) ως προς το υπ' αριθμ. 23 κονδύλιο, ύψους 34.036,11 ευρώ για «εγκιβωτισμένα δίκτυα αποχέτευσης κτιρίων», στ) ως προς το υπ' αριθμ. 24 κονδύλιο, ύψους 53.435,55 ευρώ για «δίκτυο ομβρίων και φυτεμένων δωμάτων κεντρικό κτίριο - τρυπολόγιο», ζ) ως προς το υπ' αριθμ. 27 κονδύλιο, ύψους 18.550,00 ευρώ για «ηλεκτρολογικές εργασίες δωματίων Π4-Π5), η) ως προς το υπ' αριθμ. 29 κονδύλιο, ύψους 700 ευρώ για «άρδευση φυτεμένα - ζαρντινιέρες αφορά ΓΙ6 - Π11», θ) ως προς το υπ' αριθμ. 32 κονδύλιο, ύψους 4.346,00 ευρώ για «τροποποίηση δωματίων Π7- Π11», ι) ως προς το υπ' αριθμ. 33 κονδύλιο, ύψους 9.164,79 ευρώ για «υλικά αποχέτευσης επί τόπου», ια) ως προς το υπ' αριθμ. 35 κονδύλιο, ύψους 3.200 ευρώ για «τοποθέτηση κοιλοδοκών για πρέκι στην πτέρυγα Π 5 & αποξήλωση λόγω καθαίρεσης τοίχων και επανατοποθέτηση» και ιβ) ως προς το υπ' αριθμ. 37 κονδύλιο, ύψους 1.304,00 ευρώ για «δαπάνες ΔΕΗ Γ2014 - 2015) αφορά το Γυμναστήριο», καθόσον η ενάγουσα, όπως προκύπτει από το δικόγραφό της ισχυρίζεται ότι η αμοιβή της για τις εργασίες αυτές είχε συμφωνηθεί κατά μονάδα εργασιών, μετά από επιμέτρηση. Για την πληρότητα επομένως όλων των ανωτέρω κονδυλίων που αφορούν εργασίες, πλην των υπό στοιχείο β', ι και ιβ', θα έπρεπε να αναφέρονται στην αγωγή,... οι ακριβείς εργασίες που εκτελέστηκαν, η ποσότητα αυτών και η τιμή μονάδας για καθεμιά από αυτές, χωρίς βέβαια να θεωρείται τιμή μονάδας το σύνολο ενός τμήματος του έργου, όπως λ.χ. η «απασχόληση μηχανημάτων για μεταφορές», οι «ηλεκτρολογικές εργασίες δωματίων» και όλα τα υπόλοιπα ανωτέρω αναφερόμενα, όπως διατείνεται εν προκειμένω η ενάγουσα, θεωρώντας αυτά ως μία μονάδα εργασίας. Περαιτέρω η αγωγή είναι αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη και ως προς τα υπό στοιχείο β' και ι κονδύλια, που αφορούν υλικά, διότι για την πληρότητα των εν λόγω κονδυλίων θα έπρεπε να αναφέρεται στην αγωγή ποια είναι τα υλικά αυτά κατ' είδος, ποσότητα και αξία, ενώ τέλος αόριστο είναι και το υπό στοιχείο ιβ' κονδύλιο, που αφορά δαπάνες ΔΕΗ για τα έτη 2014 - 2015, διότι δεν αφορούν εργολαβική αμοιβή (εργασίες ή υλικά) και δεν εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει συμφωνία επιβάρυνσης της εργολάβου με το ως άνω ποσό...". Με βάση το ως άνω εκτιθέμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση περιεχόμενο, το οποίο ανταποκρίνεται στην ιστορική της βάση, η αγωγή είναι αόριστη, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα, ενώ εκθέτει, αναφορικά με τα ανωτέρω αγωγικά κονδύλια, ότι η αμοιβή για τις εργασίες που αντιστοιχούσαν σε αυτά, είχε συμφωνηθεί κατά μονάδα εργασιών μετά από επιμέτρηση, παρ’ όλα αυτά, δεν αναφέρει τις επί μέρους ποσότητες των εργασιών αυτών και ποια είναι η μονάδα μέτρησης κάθε εργασίας, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι οι εργασίες αυτές έχουν συμπεριληφθεί στον τελικό πίνακα επιμέτρησης (για τον οποίο το δικαστήριο ουσίας, μετά από την αποδεικτική διαδικασία έκρινε ότι έχει εγκριθεί στο σύνολό του). Συνεπώς, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, με το να απορρίψει την αγωγή, όσον αφορά τα εν λόγω αγωγικά κονδύλια, ως αόριστη, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο και δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Επομένως, ο ένατος λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 7/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό λόγο μέρος, τα ακόλουθα: «... Εξάλλου πρέπει να απορριφθεί η αγωγή και κατά το μέρος που ζητείται με αυτήν το υπό στοιχείο A 2 ποσό των 225.422,63 ευρώ, το οποίο ζητεί η ενάγουσα όχι κατ' εφαρμογή και περαιτέρω ερμηνεία του άρθρ. 3 του από 30.10.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης (δυνάμει του οποίου τούτη ευθυνόταν για τις δαπάνες διόρθωσης του έργου μέχρι του ποσού των 225.000 ευρώ), το οποίο μόνον διηγηματικώς αναφέρει και βάσει του οποίου εξάλλου θα έπρεπε να περιορίζεται το αίτημα της μόνο στο ποσό των 225.000 ευρώ, αλλά, όπως η ίδια ρητά επικαλείται στο δικόγραφο της, ως επιμέρους υπόλοιπα οφειλόμενων αμοιβών της, ύψους 90.999,77 ευρώ, 11.086,16 ευρώ, 33.116,79 ευρώ, 156.152,86 ευρώ και 109.167,05 ευρώ, που παρακρατήθηκαν ως εγγύηση καλής εκτέλεσης των εργασιών της, στα πλαίσια της αρχικής από 27.02.2014 σύμβασης υπεργολαβίας, όπως αυτή διευρύνθηκε, και των από 24.11.2014, από 29.07.2015 και από 16.10.2015 συμπληρωματικών συμβάσεων αντίστοιχα, οι οποίες όμως, όπως η ίδια εκθέτει, έχουν ήδη λυθεί». Έτσι όμως που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο, απορρίπτοντας την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς το κονδύλιο των 225.422 ευρώ, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 361, 681 και 694 ΑΚ, καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, με τον όρο «5» του ενσωματούμενου στο δικόγραφο αυτής από 30.10.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης των παραπάνω συμβάσεων, εξαιρέθηκαν της παραίτησης των συμβαλλομένων μερών από τις αναφερόμενες αξιώσεις, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις που αναφέρονται στον όρο "3" του συμφωνητικού και αφορούν την αποκατάσταση τυχόν ελαττωμάτων και ελλείψεων του έργου, που βαρύνουν την αναιρεσείουσα υπεργολάβο, και τις αμοιβές της τελευταίας που έχουν παρακρατηθεί για το λόγο αυτό από την αναιρεσίβλητη εργολάβο ως εγγύηση καλής εκτέλεσης του έργου. Επομένως, ο έβδομος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται, κατ’ εκτίμηση, το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 (και όχι 20) ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.

Στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται, αφενός, ότι, κατά την ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, και αφετέρου, ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη και οι οποίοι εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βουλήσεως. Ειδικότερα, παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στις ως άνω διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, υφίσταται, όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχθηκε, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (ΑΠ 648/2019, ΑΠ 426/2010, ΑΠ 355/2007), κατά την ανέλεγκτη, ως προς αυτό, κρίση του (ΑΠ 1749/2005), είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρ. 173 και 200 του ΑΚ (ΑΠ 648/2019, ΑΠ 849/2017). Η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αλλά αρκεί να προκύπτει και έμμεσα απ' αυτή, όπως συμβαίνει όταν, παρά την έλλειψη σχετικής διαπίστωσης στην απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, που το ανάγκασαν να καταφύγει στη συμπλήρωση ή ανάλογα στην ερμηνεία τους (ΑΠ 648/2019, ΑΠ 416/2018). Ιδίως αυτό συμβαίνει όταν το δικαστήριο προβαίνει στο συσχετισμό των όρων της σύμβασης, στη λήψη στοιχείων εκτός της σύμβασης ή αντλεί επιχειρήματα από το σκοπό της (ΑΠ 648/2019, ΑΠ 849/2017, ΑΠ 447/2016). Περαιτέρω, ο ορθός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου, που μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση, με βάση το περιεχόμενό της που έγινε ανέλεγκτα δεκτό, και υπάγει αυτό στην έννοια μιας ρυθμισμένης σύμβασης, χωρίς να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός που έδωσαν σ' αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 20, ΑΠ 928/2019, ΑΠ 845/2019, ΑΠ 2049/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό λόγο μέρος, τα ακόλουθα: "Περαιτέρω, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη κατά το μέρος που αφορά τα ποσά των 2.300 ευρώ, των 96.200 ευρώ και των 76.600 ευρώ, που εμπεριέχονται στο υπό στοιχείο A 1 αίτημα, τα οποία αντιστοιχούν στο υπόλοιπο της αμοιβής της ενάγουσας για εκτελεσθείσες από αυτήν εργασίες, διότι κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, πρόκειται για αξιώσεις απορρέουσες από τις από 24.11.2014, από 29.07.2015 και από 16.10.2015 συμπληρωματικές συμβάσεις για την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών, οι οποίες όμως λύθηκαν αζημίως μεταξύ των μερών, τα οποία παραιτήθηκαν ρητά από οποιαδήποτε αξίωσή τους απορρέουσα απ' αυτές, δυνάμει των υπ' αριθμ. 1 και 5 όρων του από 30.10.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού". Με τον έκτο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και όχι από τον αριθ. 19) πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αν και διαπίστωσε την ύπαρξη κενού στο από 30.10.2015 συμφωνητικό, ως προς την δικαιοπρακτική βούληση των μερών, παρέλειψε να προσφύγει στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 Α.Κ., και ειδικότερα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τα παραπάνω κονδύλια ως μη νόμιμα, με την αιτιολογία ότι η αναιρεσείουσα είχε παραιτηθεί από τις εν λόγω αξιώσεις δυνάμει των όρων 1 και 5 του από 30.10.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού, ενώ αν εφάρμοζε τις διατάξεις 173, 200 ΑΚ, θα είχε εξετάσει αν τα κονδύλια αυτά αφορούν αξιώσεις της αναιρεσείουσας που καλύπτονται από τον όρο 2 του συμφωνητικού, σύμφωνα με τον οποίο η αναιρεσείουσα δικαιούται αμοιβής για όσες εργασίες εκτέλεσε στο έργο και για τις οποίες δεν είχε υποβάλλει ακόμη τις αντίστοιχες επιμετρήσεις. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει σαφώς ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δεν διαπίστωσε, αμέσως ή εμμέσως, κενό ή αμφιβολία στην περιεχόμενη στο επίμαχο από 30.10.2015 συμφωνητικό λύσης των συμβάσεων δικαιοπρακτική βούληση των διαδίκων και συνεπώς δεν είχε υποχρέωση να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ ούτε και προσέφυγε στη χρήση των κανόνων αυτών, αλλά αντίθετα εκτιμώντας το περιεχόμενο του ανωτέρω συμφωνητικού, δέχθηκε ανελέγκτως ότι τα ανωτέρω επίμαχα κονδύλια της ένδικης αγωγής είναι μη νόμιμα, καθόσον αφορούν αξιώσεις της αναιρεσείουσας από την αρχική σύμβαση και τις συμπληρωματικές συμβάσεις πρόσθετων εργασιών, για τις οποίες είχαν ήδη υποβληθεί πριν το συμφωνητικό επιμετρήσεις και για τις οποίες η τελευταία παραιτήθηκε με τον όρο 5 του εν λόγω συμφωνητικού, ενώ αντικείμενο ρύθμισης του όρου 2 του συμφωνητικού αποτελούν οι εργασίες, για τις οποίες η αναιρεσείουσα μέχρι 30.10.2015 δεν είχε υποβάλλει τις απαιτούμενες επιμετρήσεις.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ του (αντιφατική αιτιολογία (Ολ.ΑΠ 6/2006, ΑΠ 1217/2020). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 736/2019). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 1217/2020). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 68/2020, ΑΠ 12/2020, ΑΠ 1217/2020). Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια (ΑΠ 24/2023, ΑΠ 162/2020). Περαιτέρω, ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης μίσθωσης έργου είναι η συμφωνία για την αμοιβή, ως αντάλλαγμα για την εκτέλεση του έργου, και μπορεί, κατά την κατάρτιση της σύμβασης, το ύψος αυτής να ορισθεί κατ' αποκοπή (ΑΠ 1367/2000), κατά μονάδα εργασίας (ΑΠ 314/2009), επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, σε ποσοστά. Επίσης, η αμοιβή είναι δυνατόν να είναι εκ των προτέρων ορισμένη ή να καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της (ΑΠ 2065/2022), οπότε ο προσδιορισμός της γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ενώ, εάν στη σύμβαση δεν προβλέφθηκε και δεν ορίσθηκε τίποτα για την αμοιβή του εργολάβου, λογίζεται αυτή κατά τεκμήριο σιωπηρώς συμφωνηθείσα, εφόσον το έργο κατά τις συνήθεις περιστάσεις εκτελείται μόνο με αμοιβή, το ποσό δε της αμοιβής θα καθορισθεί στην περίπτωση αυτή από την ισχύουσα διατίμηση ή θα καθορισθεί ως εύλογη αμοιβή εκείνη, που καταβάλλεται από άλλους εργοδότες για όμοιες εργασίες. Ειδικότερα, ως προς το ύψος της αμοιβής που οφείλεται σε μια τέτοια περίπτωση, λαμβάνεται υπόψη η νόμιμη, άλλως η ειθισμένη για παρόμοια έργα αμοιβή, ενώ αν δεν υπάρχει τέτοια, προσδιορίζεται μία εύλογη αμοιβή (πρβλ. ΑΠ 890/2022, ΑΠ 1376/2012, ΑΠ 1383/2010). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Δυνάμει της από 20.02.2014 σύμβασης ανάθεσης έργου που καταρτίσθηκε στην Αθήνα μεταξύ της εταιρίας «… ΑΕ.» και της πρώτης εναγομένης, η πρώτη ανέθεσε στη δεύτερη την κατασκευή και τον εξοπλισμό ενός ξενοδοχειακού συγκροτήματος πέντε αστέρων δυναμικότητας 640 κλινών, επί έκτασης περίπου 120 στρεμμάτων στην περιοχή Κάνιστρο του Δήμου Κασσάνδρας Χαλκιδικής, αντί αμοιβής ύψους 41.477.820 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. ύψους 23%. Με τη σύμβαση αυτή η εργολάβος εταιρία ανέλαβε το σύνολο των οικοδομικών και ηλεκτρομηχανολογικών εργασιών, των εργασιών διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου και την προμήθεια και εγκατάσταση όλου του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού και όλου του ξενοδοχειακού εξοπλισμού, σύμφωνα με τις μελέτες που συνόδευαν την εκδοθείσα οικοδομική άδεια. Με το άρθρ. 10 της σύμβασης αυτής προβλέφθηκε η δυνατότητα υποκατάστασης τρίτου στην εκτέλεση του έργου με απόφαση της αναδόχου και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της κυρίας του έργου. Στα πλαίσια αυτά δυνάμει της από 27.02.2014 σύμβασης ανάθεσης έργου που επακολούθησε, η ως άνω ανάδοχος εταιρία και εν προκειμένω πρώτη εναγόμενη, ανέθεσε στην ενάγουσα, ως υπεργολάβο, την εκτέλεση μέρους του έργου και ειδικότερα την εκτέλεση των χωματουργικών εργασιών και των εργασιών κατασκευής σκυροδέματος και οπλισμένου σκυροδέματος, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη σύμβαση εκείνη, αντί αμοιβής, ύψους 7.267.786,70 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. Η συνολική προθεσμία περάτωσης του έργου ορίσθηκε σε 350 ημερολογιακές ημέρες με έναρξη την 01.03.2014 και λήξη την 15.02.2015. Η ως άνω σύμβαση συνοδευόταν από την από 26.02.2014 συγγραφή υποχρεώσεων, η οποία προέβλεπε όλες τις επιπλέον λεπτομέρειες της συνεργασίας μεταξύ εργολάβου και υπεργολάβου, το από 26.02.2014 τιμολόγιο προσφοράς και τον από 26.02.2014 προϋπολογισμό εργασιών. Για την εξυπηρέτηση των αναγκών του έργου εξάλλου ανατέθηκαν από την πρώτη εναγόμενη στην ενάγουσα, δυνάμει συμπληρωματικών συμβάσεων, οι οποίες συνοδεύονταν κάθε φορά από το σχετικό τιμολόγιο μελέτης εργασιών και τον αντίστοιχο προϋπολογισμό αυτών, και πρόσθετες εργασίες, όπως εξάλλου ομολογεί η πρώτη εναγόμενη με τις προτάσεις της, και συγκεκριμένα: α) δυνάμει της από 29.07.2014 συμπληρωματικής σύμβασης ανατέθηκαν στην ενάγουσα εργασίες τοποθέτησης φύλλου νάυλον κάτω από τα δάπεδα των υπογείων, θερμομόνωσης δαπέδων ισογείων από διογκωμένη πολυστερίνη, πάχους 5 εκ., υγρομόνωσης τοιχίων υπογείου, τοποθέτησης πρόσθετου δομικού πλέγματος, κατασκευής στραγγιστηρίου περιμετρικά της θεμελίωσης και απομόνωσης στοιχείου σκυροδέματος (αρμών) με διογκωμένη πολυστερίνη, β) δυνάμει της από 24.11.2014 συμπληρωματικής σύμβασης ανατέθηκαν στην ενάγουσα εργασίες διενέργειας εξυγιαντικών στρώσεων με άμμο, κατασκευής προσωρινών οδών πρόσβασης και διαμόρφωσης χώρων απόθεσης, κατασκευής προσωρινής αντιστήριξης, υγρομονώσεων - θερμομονώσεων δωματίων, κατασκευής βιομηχανικού δαπέδου στους χώρους στάθμευσης, κατασκευής τσιμεντοκτονίας δωματίων και δωμάτων, κατασκευής οπτοπλινθοδομών και κατασκευής θεμελιακής γείωσης και αντικεραυνικής προστασίας κτιρίων, γ) δυνάμει της από 24.11.2014 συμπληρωματικής σύμβασης ανατέθηκαν στην ενάγουσα χωματουργικές εργασίες, εργασίες κατασκευής τοίχων αντιστήριξης από οπλισμένο σκυρόδεμα και εργασίες κατασκευής σωληνωτών και κιβωτοειδών οχετών, δ) δυνάμει της από 22.06.2015 συμπληρωματικής σύμβασης ανατέθηκαν στην ενάγουσα οικοδομικές και ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες εντός των δωματίων των κτιρίων με ονομασία Π6 , Π7Α-Β, Π8Α-Β, Π9Α- Β, Π10Α-Β και Π11Α-Β, όπως αναλυτικά αναφέρονταν στον συνημμένο προϋπολογισμό και τιμολόγιο εργασιών και αφορούσαν 60 δωμάτια ενός επίπεδου και 16 διώροφα δωμάτια στην πτέρυγα Π6 και Π7Β, ε) δυνάμει της από 29.07.2015 συμπληρωματικής σύμβασης ανατέθηκαν στην ενάγουσα εργασίες στεγάνωσης φυτεμένων δωματίων με διπλό ασφαλτόπανο και μόνωσης στη θέση των υδρορροών, όπως αναλυτικά αναφέρονταν στον συνημμένο προϋπολογισμό και στο τιμολόγιο εργασιών, εργασίες σφράγισης διαστολής των αρμών των κτιρίων, στεγάνωσης των δεξαμενών, κατασκευής επιχρισμάτων με τσιμεντοκτονία και κατασκευής θερμομόνωσης εξωτερικών επιφανειών όψεων κτιρίου. Την 15.09.2015 έλαβε χώρα καταγραφή των πρόσθετων εργασιών που είχαν ανατεθεί στην ενάγουσα, διευκρινίστηκαν αυτές που είχαν υλοποιηθεί από αυτήν και τέθηκε απώτατη ημερομηνία ολοκλήρωσης των λοιπών, βάσει σχετικού χρονοδιαγράμματος που υπογράφηκε τόσο από την ενάγουσα, όσο και από την πρώτη εναγόμενη. Ακολούθως την 19.09.2015 υπογράφηκε νέα συμπληρωματική σύμβαση μεταξύ των μερών, δυνάμει της οποίας αποφασίσθηκε από κοινού η παράταση όλων των προαναφερόμενων συμπληρωματικών συμβάσεων προσθέτων εργασιών μέχρι των ορίων που έθετε το ως άνω χρονοδιάγραμμα, που επισυνάφθηκε στη σύμβαση αυτή, ενώ επιπρόσθετα προβλέφθηκε ρήτρα 350 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης κάθε εργασίας από τα 12 είδη εργασιών που αναφέρονταν στο πιο πάνω χρονοδιάγραμμα. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με την τελική διάταξή της, αποτελούσε ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα της από 27.02.2014 (και όχι της από 26.02.2014 όπως προφανώς εκ παραδρομής αναγράφηκε) αρχικής σύμβασης μεταξύ των διαδίκων. Ένα περίπου μήνα αργότερα και συγκεκριμένα την 16.10.2015 καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων πρόσθετη συμπληρωματική σύμβαση, με την οποία ανατέθηκαν στην ενάγουσα πρόσθετες εργασίες κατασκευής στοιχείων σκυροδεμάτων με τοποθέτηση βλήτρων, εργασίες αδιατάρακτης κοπής στοιχείων από οπλισμένο σκυρόδεμα, αγκυρώσεων νέων ράβδων οπλισμού, κατασκευών από οπλισμένο σκυρόδεμα σε υπερυψωμένα δάπεδα, τοποθέτησης διογκωμένης πολυστερίνης ως υλικού πλήρωσης, καθαιρέσεων πλινθοδομών, ανάμιξης πρόσμικτων σκυροδέματος και τοποθέτησης υδροφραγμών, τοποθέτησης ηχομονωτικού δαπέδου, στεγανώσεων πισινών, αποστραγγιστικού δικτύου δωμάτων, επένδυσης πισινών με πλακάκι ψηφίδα, κατασκευής δικτύου αποχέτευσης και φρεατίων επίσκεψης σε διάφορες διαστάσεις, όπως αναλυτικά τούτες αναφέρονταν στον συνημμένο προϋπολογισμό και το σχετικό τιμολόγιο εργασιών. Τελικά την 30.10.2015 τα μέρη με το με την ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό τους συμφώνησαν ότι δυνάμει ρητής, προφορικής εντολής της εργολάβου προς την υπεργολάβο, η τελευταία είχε εκτελέσει κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, τις αναφερόμενες λεπτομερώς στον συνημμένο (στο συμφωνητικό αυτό) πίνακα, πρόσθετες εργασίες, ότι η αμοιβή της υπεργολάβου για την εκτέλεση των εργασιών αυτών θα προέκυπτε μετά την ολοκλήρωση των επιμετρήσεων στο σύνολο των εργασιών του πίνακα και ότι το τίμημα που θα προέκυπτε θα καταβαλλόταν από την εργολάβο στην υπεργολάβο σε μετρητά, το αργότερο μέχρι την 20.12.2015. Το συμφωνητικό, βάσει ρητής αναφοράς του, συνόδευε το με την ίδια ημερομηνία συμφωνητικό λύσης που υπογράφηκε ταυτόχρονα μεταξύ των μερών. Στο τελευταίο, που φέρει τον τίτλο «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΛΥΣΗΣ», αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη αφού έλαβαν υπόψη τους: α) όλες τις συναφθείσες μέχρι την ημερομηνία αυτή προηγούμενες μεταξύ τους συμβάσεις, δηλαδή τόσο την από 27.02.2014 (και όχι την από 26.02.2014, όπως προφανώς εκ παραδρομής αναγράφηκε) αρχική, όσο και τις από 29.07.2014, από 24.11.2014, από 24.11.2014, από 22.06.2015, από 29.07.2015, από 16.10.2015 και από 19.09.2015 συμπληρωματικές, καθώς και τις δύο προφορικές συμβάσεις ανάθεσης χωματουργικών εργασιών και εργασιών κατασκευής σκυροδέματος και ανάθεσης χωματουργικών εργασιών και εργασιών δικτύων όμβριων υδάτων, αντίστοιχα, η εκτέλεση των οποίων διεπόταν από τους όρους της αρχικής σύμβασης ανάθεσης έργου, καθώς και β) το γεγονός ότι στο πλαίσιο καθεμιάς από τις ανωτέρω συμβάσεις η υπεργολάβος είχε αναλάβει να εκτελέσει περισσότερες ανεξάρτητες μεταξύ τους εργασίες, από τις οποίες, μέχρι την αποχώρηση της τελευταίας από το έργο, κάποιες είχαν ολοκληρωθεί, ενώ άλλες είτε δεν είχαν ακόμη ξεκινήσει, είτε ήταν ημιτελείς ή χρήζουσες διορθώσεων και γ) το ότι τα συμβαλλόμενα μέρη επιθυμούσαν υπό τους όρους και προϋποθέσεις που εμπεριέχονταν στο συμφωνητικό αυτό να λύσουν από κοινού τις συμβάσεις, συμφώνησαν, συνομολόγησαν και έκαναν αμοιβαίως αποδεκτά, κατά πιστή μεταφορά του κειμένου του συμφωνητικού, τα ακόλουθα, που είναι κρίσιμα εν προκείμενω: «1. Τα στο παρόν συμβαλλόμενα μέρη λύουν από κοινού και αζημίως τις συμβάσεις. 2. Μέχρι τις 20.12.2015 τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν να προβούν στην εκκαθάριση των μεταξύ τους οικονομικών σχέσεων. Ειδικότερα η υπεργολάβος οφείλει να υποβάλει στην εργολάβο όλες τις υπολειπόμενες επιμετρήσεις για όσες εργασίες εκτέλεσε μέχρι την αποχώρηση της από το έργο. Η εργολάβος οφείλει να ελέγξει τις επιμετρήσεις και να πιστοποιήσει την εκτέλεση των εργασιών που περιέχονται σε αυτές. Ακολούθως, το κόστος των ως άνω εργασιών θα αφαιρεθεί από το μη αποσβεσθέν από άλλες επιμετρήσεις, ποσό που η εργολάβος έχει συνολικά καταβάλει στην υπεργολάβο δυνάμει των συμβάσεων. Σε περίπτωση που το υπόλοιπο της ως άνω αφαίρεσης είναι θετικό, η υπεργολάβος οφείλει να επιστρέψει ατόκως το ποσό αυτό στην εργολάβο το αργότερο μέχρι την 31.01.2016. Σε περίπτωση που το ως άνω υπόλοιπο είναι αρνητικό, η εργολάβος οφείλει να επιστρέψει το ποσό αυτό ατόκως στην υπεργολάβο το αργότερο μέχρι την 31.01.2016. 3. Ο εργολάβος οφείλει μέχρι τις 31.01.2016 να εκτελέσει τις εργασίες που απαιτούνται για τη διόρθωση και αποκατάσταση των ελαττωμάτων και ελλείψεων που παρουσιάζουν οι εργασίες που εκτέλεσε ο υπεργολάβος. Οι δαπάνες για τις εργασίες διόρθωσης και αποκατάστασης βαρύνουν τον υπεργολάβο, μέχρι του ποσού των € 225.000 και ο εργολάβος δικαιούται να τις συμψηφίσει με τυχόν απαιτήσεις του υπεργολάβου έναντι του εργολάβου σύμφωνα με τον όρο 2 του παρόντος.... 4 5. Κατόπιν των ανωτέρω, τα στο παρόν συμβαλλόμενα μέρη δηλώνουν ρητά, ανέκκλητα και ανεπιφύλακτα ότι αποδέχονται πλήρως τις ως άνω συμφωνίες και ότι εξαιρουμένων των όρων 2, 3 και 4 του παρόντος, εφεξής δεν έχουν, δεν διατηρούν και σε κάθε περίπτωση παραιτούνται από οποιαδήποτε αξίωση, απαίτηση ή και δικαίωμα που ήθελε προκύψει συνεπεία της κατάρτισης των συμβάσεων, της εκτέλεσής τους ή και της λύσης τους». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα μέρη συμφώνησαν, στα πλαίσια της εκκαθάρισης των μεταξύ τους οικονομικών σχέσεων, να εξοφληθούν τυχόν οφειλόμενες αμοιβές της ενάγουσας, ή να επιστραφούν τυχόν εισπραχθείσες προκαταβολικά, για όσες εργασίες είχε εκτελέσει η τελευταία το αργότερο μέχρι την 30.10.2015, οπότε και αποχώρησε από το έργο. Οι εργασίες μάλιστα αυτές, οι οποίες είχαν εκτελεσθεί μέχρι την ως άνω ημερομηνία, ολικά ή εν μέρει, ήταν αυτές που συμφώνησαν τα μέρη και τις συμπεριέλαβαν στον πίνακα εργασιών που επισυνάφθηκε στο από 30.10.2015 πρώτο εκ των αναφερόμενων ανωτέρω συμφωνητικό τους. Το μόνο δε που απέμενε ήταν η ολοκλήρωση των επιμετρήσεων τους, ώστε να μπορεί να υπολογιστεί η αμοιβή της ενάγουσας. Για τον λόγο αυτό με το δεύτερο εκ των ανωτέρω από 30.10.2015 συμφωνητικό προβλέφθηκε η μέχρι την 20.12.2015 υποβολή εκ μέρους της ενάγουσας προς την πρώτη εναγόμενη όλων των υπολειπόμενων επιμετρήσεων, των ως άνω εργασιών που είχε συμφωνηθεί ότι είχαν εκτελεσθεί. Ακολούθως την 18.11.2015 η ενάγουσα απέστειλε στην πρώτη εναγόμενη την με την ίδια ημερομηνία επιστολή της, στην οποία ανέφερε σε σχέση με το από 30.10.2015 πρώτο ιδιωτικό συμφωνητικό που είχε καταρτισθεί ότι «Σας γνωρίζουμε ότι οι τιμές που αναγράφονται στον πίνακα - προσάρτημα του από 30.10.2015 ιδιωτικού συμφορητικού (πρόσθετων εκτελεσμένων εργασιών), που συνυπογράψαμε, απορρέουν από οικονομικές προσφορές που σας έχουν αποσταλεί σε προγενέστερο χρόνο και τιμολόγια χρέωσης προς την … ΑΤΕΒΕ. Το σύνολο της αποζημίωσης των εργασιών του προσαρτήματος θα διαμορφωθεί μετά από την από κοινού συμφωνία (… ΑΤΕΒΕ – ... Α.Ε.) των τιμών μονάδος των εργασιών». Το ως άνω έγγραφο αποτελεί εξώδικη ομολογία της ενάγουσας περί του ότι για καμία εργασία, από τις συμφωνηθείσες την 30.10.2015, δεν είχε συμφωνηθεί αμοιβή κατ' αποκοπήν, ούτε επομένως και για τις αναφερόμενες στον επισυναπτόμενο στην αγωγή από 15.02.2016 πίνακα, υπό στοιχεία 3, 6, 7, 8, 9, 17, 25 και 26 εργασίες (για τις οποίες όπως σημειώθηκε ήδη εξάλλου ουδόλως αναφέρεται ότι η αμοιβή τους συμφωνήθηκε κατά μονάδα εργασιών, ούτε και εκτίθενται στο δικόγραφο τα απαραίτητα για το ορισμένο αυτών στοιχεία) και ως εκ τούτου τα ως άνω κονδύλια πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ήλθε σε συμφωνία με την πρώτη εναγόμενη, στα πλαίσια της μεταξύ τους σχέσης εκκαθάρισης, ως προς τις ποσότητες και τις τιμές μονάδας μέρους των ανωτέρω αναφερόμενων στον από 30.10.2015 πίνακα εργασιών, και ειδικότερα για τις αναφερόμενες σ' αυτόν εργασίες με αύξοντα αριθμό 1 (γύψινο κορδόνι), 4 (κατασκευή μεταλλικού παταριού), 15 (προμήθεια αποθηκών containers), 16 (προμήθεια containers Καλλιθέας), 27 (υδρορροές), 32 (υλικά επί τόπου του έργου), 33 (υλικά επί τόπου του έργου), 34 (υλικά επί τόπου του έργου), 35 (υλικά επί τόπου του έργου). Ακολούθως η πρώτη εναγόμενη κατέβαλε στην ενάγουσα 185.000 ευρώ, και συγκεκριμένα της μετέφερε ηλεκτρονικά στο λογαριασμό της το ποσό των 100.000 ευρώ την 07.12.2015 και το ποσό των 85.000 ευρώ την 11.12.2015 και περί ώρα 10:23. Κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία η ενάγουσα περί ώρα 15:49, προκειμένου να είναι συνεπής στην αναληφθείσα με το από 30.10.2015 συμφωνητικό υποχρέωσή της, απέστειλε προς την πρώτη εναγόμενη ηλεκτρονικό μήνυμα, κοινοποιούμενο και προς τον εκπρόσωπο της τελευταίας, … …, με το οποίο υπέβαλε την συνημμένη σ' αυτό «Ανάλυση Πιστοποίησης», στην οποία εμπεριέχονταν επιμέτρηση των εργασιών και υπολογισμός της αμοιβής της γι' αυτές, συνολικού ύψους 371.685,78 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Ενόψει όμως του ότι η αμοιβή για κάποιες από τις εν λόγω εργασίες είχε ήδη καταβληθεί σ' αυτήν, ενώ για άλλες από τις εργασίες που εμπεριέχονταν στο από 30.10.2015 συμφωνητικό δεν είχε επιτευχθεί συμφωνία ως προς τις τιμές ανά μονάδα εργασίας όπως είχε συμφωνηθεί να γίνει μεταξύ των μερών, μετά την από 18.11.2015 επιστολή της ενάγουσας, το περιεχόμενο της οποίας είχε αποδεχθεί σιωπηρά η πρώτη εναγόμενη), η ενάγουσα απέστειλε στην τελευταία την 15.02.2016 με ηλεκτρονικό μήνυμα, νέα ανάλυση πιστοποίησης, συνολικής αξίας 578.030,88 ευρώ, τα κονδύλια της οποίας (με εξαίρεση το ποσό των 17.000 ευρώ από το υπ' αριθμ.2 κονδύλιο, για ημιτελή δωμάτια με γυψοσανίδες, συνολικής αξίας 21.450 ευρώ και το ποσό των 77.487 ευρώ από τα υπ' αριθμ. 8 και 25 κονδύλια για υδραυλικές εργασίες μηχανοδιαδρόμων Π7-8-9-10-11 και για δίκτυο πυρόσβεσης Π8-9-10-11), ήδη ζητάει. Σημειωτέον ότι κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, δηλαδή από την 11.12.2015 μέχρι την 15.02.2016, δεν κατέστη εφικτό να επιτευχθεί συμφωνία των μερών ως προς τις τιμές ανά μονάδα εργασίας, παρά τις μεταξύ τους συνομιλίες και διαπραγματεύσεις που εμφιλοχώρησαν και αφορούσαν τις υπόλοιπες εργασίες, που δεν είχαν πληρωθεί και που εμπεριέχονταν στον συνημμένο στο από 30.10.2015 συμφωνητικό, πίνακα, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών της ενάγουσας, οι οποίοι ωστόσο από πουθενά δεν αποδεικνύονται. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι στο από 30.10.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης υφίσταται κενό αναφορικά: α) με τις συνέπειες που θα επέρχονταν σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής των υπολειπόμενοι επιμετρήσεων εκ μέρους της υπεργολάβου και β) με τις συνέπειες που θα επέρχονταν σε περίπτωση παράλειψης της εργολάβου να ελέγξει τις ως άνω επιμετρήσεις και να πιστοποιήσει την εκτέλεση των εργασιών. Συνεπώς, υφίσταται ανάγκη ερμηνείας του όρου αυτού με βάση τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρ. 173 και 200 ΑΚ. Από το προεκτεθέν περιεχόμενο του ανώτερο από 30.10.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης, ερμηνευόμενο κατά την αληθινή βούληση των μερών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, λαμβανομένης υπόψη της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι η αληθινή βούληση των μερών ήταν η δυνατότητα υποβολής εκ μέρους της υπεργολάβου των επιμετρήσεων που υπολείπονταν, έστω και μετά την 20.12.2015 και η υποχρέωση της εργολάβου να προβεί σε έλεγχο και πιστοποίηση της εκτέλεσης αυτών σε εύλογο χρόνο, τεκμαιρόμενης άλλως σιωπηρώς της έγκρισης της τελικής επιμέτρησης, όπως αυτή είχε υποβληθεί, έχοντας έτσι υποχρέωση η εργολάβος να καταβάλει στην υπεργολάβο την αμοιβή που αντιστοιχούσε στις εργασίες - που περιλαμβάνονταν στην τελική επιμέτρηση και δεν είχαν μέχρι τότε πληρωθεί. Στην κρίση αυτή καταλήγει το δικαστήριο με βάση: α) το γεγονός ότι κοινή επιθυμία των μερών, που καθ' όλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους διατηρούσαν αγαστές σχέσεις, ήταν να απαλλαγούν άμεσα και με όσο το δυνατό συνοπτικότερες και απλοποιημένες διαδικασίες από τις συνδέουσες αυτά συμβάσεις, θεωρώντας μόνο ως εκκρεμότητα (πέραν των εξαιρέσεων των κρυμμένων ελαττωμάτων και των παραβιάσεων της εργατικής νομοθεσίας) την αμοιβή της υπεργολάβου για τις εργασίες που είχαν εκτελεσθεί και περιέχονταν στον από 30.10.2015 πίνακα και τις τυχόν απαιτούμενες διορθώσεις του συνόλου των εργασιών που αυτή είχε εκτελέσει, β) το γεγονός ότι τα μέρη, μετά την 11.12.2015, οπότε κατέβαλε η εργολάβος στην υπεργολάβο μέρος του οφειλόμενου προς αυτήν ποσού για τις εργασίες που είχαν εκτελεσθεί και για τις οποίες είχαν καταλήξει σε συμφωνία για την τιμή μονάδας καθεμιάς από αυτές, συνέχισαν από κοινού τις διαπραγματεύσεις προς επίτευξη συμφωνίας για το τίμημα και των λοιπών εργασιών που είχαν εκτελεσθεί, ξεπερνώντας μάλιστα εν γνώσει αμφοτέρων, την ορισθείσα προθεσμία της 20.12.2015, γ) το γεγονός ότι ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος σε αντίστοιχη περίπτωση θα επιθυμούσε τη διεκπεραίωση της υφιστάμενης εκκρεμότητας. Ειδικά η εργολάβος, φερόμενη επιμελώς και με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, αφότου έλαβε την από η 15.02.2016 ανάλυση πιστοποίησης της ενάγουσας με τις αναφερόμενη μάλιστα σ' αυτήν τιμές μονάδος, όφειλε να ελέγξει τις επιμετρήσεις, να πιστοποιήσει τις εκτελεσθείσες εργασίες και σε περίπτωση διαφωνίας της ως προς το ύψος της τιμής μονάδας κάθε εργασίας να κοινοποιήσει τη διαφωνία της εγγράφως στην υπεργολάβο και όχι να αφήσει το ζήτημα της αμοιβής της πρώτης σε εκκρεμότητα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι και την άσκηση της παρούσας αγωγής και αφότου μάλιστα το ξενοδοχείο ξεκίνησε τη λειτουργία του, επικαλούμενη δυσκολίες στη διαδικασία των επιμετρήσεων, δ) το γεγονός ότι στην συγγραφή υποχρεώσεων που είχαν αρχικά υπογράψει τα μέρη, και ειδικότερα στον υπ' αριθμ. 18.3 όρο, προβλεπόταν ότι τυχόν άπρακτη παρέλευση των προθεσμιών από την υποβολή εκάστης πιστοποίησης της αναδόχου άνευ απαντήσεως εκ μέρους της εργοδότριας θα ισοδυναμούσε με βεβαίωση - αποδοχή της πιστοποίησης, η δε ανάδοχος θα δικαιούνταν να προβεί άμεσα στην τιμολόγηση των πιστοποιημένων εργασιών. Με βάση δηλαδή τον ανωτέρω όρο που είχε προηγουμένως συμφωνηθεί μεταξύ των μερών, το Δικαστήριο κρίνει ότι και στην παρούσα περίπτωση τα μέρη, αν γνώριζαν το κενό στην από 30.10.2015 συμφωνία τους θα επιθυμούσαν να το καλύψουν με τον ίδιο τρόπο. Με βάση όλα τα ανωτέρω, εφόσον η ενάγουσα υπέβαλε στην πρώτη εναγόμενη την από 15.02.2016 τελική επιμέτρηση των εργασιών και η πρώτη εναγόμενη ουδέποτε απάντησε, ούτε αμφισβήτησε τις εκεί επιμετρήσεις και την τιμή μονάδας κάθε εργασίας, τεκμαίρεται η σιωπηρή συμφωνία της ως προς τα στοιχεία αυτά, τα οποία δεν μπορεί τώρα να προσβάλει και οφείλει ήδη στην ενάγουσα την αναφερόμενη εκεί αμοιβή της. Τα ανωτέρω δεν παραλλάσσουν από το γεγονός ότι την 09.12.2015 η πρώτη εναγόμενη απέστειλε στην ενάγουσα επιστολή, βάσει της οποίας ενημέρωνε την τελευταία ότι είχε προχωρήσει σε εργασίες αποκατάστασης ή επιδιόρθωσης στα αναφερόμενα εκεί σημεία του έργου, η οποία δεν αποτελεί αμφισβήτηση των ως άνω από 15.02.2016 τελικών επιμετρήσεων, ούτε των αναφερόμενων εκεί τιμών μονάδος, ούτε και θα μπορούσε άλλωστε, δεδομένου ότι το πρώτο από τα ανωτέρω έγγραφα προηγούνταν της τελικής επιμέτρησης κατά δύο περίπου μήνες. Συνεπώς η ενάγουσα δικαιούται για αμοιβή της για εκτελεσθείσες από αυτήν μέχρι την 30.10.2015 εργασίες, τα αναφερόμενα στην από 15.2.2016 ανάλυση πιστοποίησης υπό στοιχείο 1, 2, 4, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 21 και 22 κονδύλια και συγκεκριμένα… Συνεπώς η πρώτη εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα για τις πιο πάνω αιτίες το συνολικό ποσό των 64.821.6 ευρώ…". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσείουσας.

Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της ουσιαστικής βασιμότητας των αγωγικών κονδυλίων που αφορούν τις εργασίες υπό στοιχεία 3, 6, 7, 8, 9, 17, 25 και 26 του τελικού από 15.2.2016 πίνακα επιμετρήσεων, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 173, 200, 361, 681, 682 και 694 του ΑΚ, τις οποίες έτσι παραβίασε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το δικαστήριο της ουσίας, ενώ δέχεται α) ότι στη συγγραφή υποχρεώσεων προβλεπόταν ότι τυχόν άπρακτη παρέλευση των προθεσμιών από την υποβολή εκάστης πιστοποίησης της αναδόχου άνευ απαντήσεως εκ μέρους της εργοδότριας θα ισοδυναμούσε με βεβαίωση - αποδοχή της πιστοποίησης, η δε ανάδοχος θα δικαιούνταν να προβεί άμεσα στην τιμολόγηση των πιστοποιημένων εργασιών και ότι και στην παρούσα περίπτωση τα μέρη, αν γνώριζαν το κενό στην από 30.10.2015 συμφωνία τους, θα επιθυμούσαν να το καλύψουν με τον ίδιο τρόπο, β) ότι κατ’ ορθή, δυνάμει των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, ερμηνεία του από 30.10.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού, η παράλειψη της εργολάβου αναιρεσίβλητης να ελέγξει έγκαιρα και να προβεί σε πιστοποίηση των υποβληθεισών επιμετρήσεων, ακόμη και αν αυτές έχουν υποβληθεί εκπρόθεσμα, συνιστά σιωπηρή έγκριση της τελικής επιμέτρησης και θεμελιώνει υποχρέωση αυτής να καταβάλει στην υπεργολάβο αναιρεσείουσα την αμοιβή που αντιστοιχεί στις εργασίες που περιλαμβάνονται στην τελική επιμέτρηση και δεν είχαν μέχρι τότε πληρωθεί, αδιακρίτως, και γ) ότι η ενάγουσα υπέβαλε στην πρώτη εναγόμενη την από 15.02.2016 τελική επιμέτρηση των εργασιών και η πρώτη εναγόμενη ουδέποτε αμφισβήτησε τις εκεί επιμετρήσεις, παρ’ όλα αυτά, δέχεται ως βάσιμα ορισμένα μόνον από τα κονδύλια του επίμαχου πίνακα, κρίνοντας ότι η πρώτη εναγομένη δεν αμφισβήτησε την τιμή μονάδας των αντίστοιχων εργασιών, τεκμαιρομένης έτσι σιωπηρής συμφωνίας ως προς την αμοιβή της ενάγουσας ως προς τις εργασίες αυτές, και απορρίπτει ως αβάσιμα τα αγωγικά κονδύλια που αφορούν τις εργασίες υπό στοιχεία 3, 6, 7, 8, 9, 17, 25 και 26 του τελικού από 15.2.2016 πίνακα επιμετρήσεων, δεχόμενο ότι για τις εργασίες αυτές δεν είχε συμφωνηθεί αμοιβή κατ’ αποκοπήν, αλλά ούτε και αμοιβή με βάση την τιμή μονάδος εργασιών, μολονότι και οι ανωτέρω εργασίες περιλαμβάνονται στον ίδιο πίνακα, διαλαμβάνοντας έτσι ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το διαχωρισμό των αναφερομένων στον πίνακα εν λόγω εργασιών, σε εργασίες για τις οποίες συμφωνήθηκε σιωπηρά αμοιβή κατά τιμή μονάδας και σε εργασίες για τις οποίες δεν συμφωνήθηκε αμοιβή κατ’ αποκοπήν ή κατά τιμή μονάδος, καθώς και ως προς τη δυνατότητα ή μη του αναδόχου να προβεί μονομερώς στην τιμολόγηση των ανωτέρω εργασιών, ενώ, επί πλέον, δεν αναφέρει για ποιο λόγο, σε περίπτωση που δεν υπήρξε εξ αρχής συμφωνία για τον υπολογισμό της αμοιβής των τελευταίων αυτών εργασιών, δεν υπήρξε και γι’ αυτές σιωπηρή, λόγω μη αμφισβήτησης από την εναγομένη, συμφωνία κατ’ αποκοπήν αμοιβής. Οι ως άνω αιτιολογίες του Εφετείου καθίστανται περαιτέρω ανεπαρκείς, με αποτέλεσμα την επίταση της ασάφειας ως προς το θέμα της αμοιβής των εν λόγω εργασιών, αφού η προσβαλλομένη δέχεται μεν ότι αυτές συμφωνήθηκαν μεταξύ των μερών και εκτελέστηκαν από την αναιρεσείουσα, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει με σαφήνεια, αν τελικώς και για τις εργασίες αυτές είχε συμφωνηθεί αμοιβή με υπολογισμό του ύψους της κατ’ άλλο τρόπο και ποιος ήταν αυτός ή αν συμφωνήθηκε αμοιβή που όμως δεν είχε καθορισθεί, ή, αντιθέτως, δεν προβλέφθηκε και δεν ορίστηκε τίποτα για την αμοιβή αυτών, χωρίς μάλιστα, στην τελευταία αυτή περίπτωση, να αιτιολογεί γιατί δεν προέβη στην εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 682 ΑΚ, ώστε να προσδιορίσει το ίδιο (δικαστήριο) είτε την ειθισμένη για παρόμοιες εργασίες καταβαλλόμενη αμοιβή είτε μια εύλογη αμοιβή, με βάση τη μη αμφισβήτηση από την πρώτη εναγομένη των επιμετρήσεων. Επομένως, ο όγδοος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 566 παρ. 1, 118 αριθμός 4, 119 και 120 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος και να διαπιστωθεί, αν και ποιο λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ, θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Διαφορετικά, ο λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, ως αόριστος και η αοριστία του δεν μπορεί να θεραπευθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (Ολ. ΑΠ 27/1998, 32/1996). Λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναφέρονται στο έγγραφο της αναίρεσης, πληρούν το πραγματικό λόγου του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 345/2015). Στους λόγους αναιρέσεως του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνονται και οι παραδρομές, κατά τη σύνταξη της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, εξ αιτίας των οποίων έγιναν λάθη γραφικά ή λογιστικά. Για τη διόρθωση τέτοιων σφαλμάτων προβλέπουν, ειδικώς, τα άρθρα 315, 317 επ. ΚΠολΔ (ΑΠ 1066/2021, ΑΠ 709/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, ισχυρίζεται ότι προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, για το λόγο ότι, ενώ δέχθηκε ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη εκτέλεσε συγκεκριμένες εργασίες (ήτοι τις υπό α/α 1, 2, 4, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 21 και 22) για τις οποίες είχαν συμφωνηθεί συγκεκριμένες τιμές μονάδος, και, επίσης, δέχθηκε ανελέγκτως, εκκαθαρίζοντας την αμοιβή της για την υπ’ αρ. 2 εργασία "ημιτελή δωμάτια σε γυψοσανίδες", ότι η αναιρεσίβλητη εκτέλεσε εργασία για 39 μονάδες και ότι η συμφωνημένη τιμή μονάδας ανερχόταν σε 550 ευρώ ανά μονάδα, ακολούθως, από εσφαλμένο πολλαπλασιασμό επιδίκασε για τη συγκεκριμένη εργασία το ποσό των 4.450 ευρώ αντί για το ποσό των 21.450 ευρώ (39X550). Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι κατά τα εκτεθέντα στην ανωτέρω νομική σκέψη, τέτοια πλημμέλεια (λογιστικό λάθος) ιδρύει λόγο διορθώσεώς της και δεν ιδρύει οποιονδήποτε αναιρετικό λόγο από όσους αναφέρονται (περιοριστικώς) στο άρθρο 559 ΚΠολΔ.

Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9γ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας υπό οιανδήποτε μορφή της και η οποία αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης. Τέτοια αίτηση είναι ιδίως το αίτημα ή η βάση της αγωγής, της ανταγωγής, της κυρίας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και του ενδίκου μέσου. Ο λόγος αυτός ιδρύεται μόνο, όταν το δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί αιτήματος της αγωγής στο διατακτικό ή το αιτιολογικό με προσόντα διατακτικού. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον δέκατο λόγο αναιρέσεως προβάλλει, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 9 του ΚΠολΔ, διότι άφησε αδίκαστη επιμέρους αίτηση της αγωγής και ειδικότερα δεν έκρινε αναφορικά με τα αγωγικά κονδύλια που αφορούν εργασίες της τελικής επιμέτρησης του επίδικου έργου ήτοι α) 28 'Έξαερισμοί πτέρυγας Π1", συνολικού ποσού 748 ευρώ, β) 30 "Εγκατάσταση ύδρευσης - αποχέτευσης Π4, συνολικού ποσού 7.800 ευρώ, γ) 31 "Εγκατάσταση δαπεδοθέρμανσης" Π4, συνολικού ποσού 2.200 ευρώ, δ) 34 "Μόνωση διαδρόμων (προεκτάσεις πλακών)", συνολικού ποσού 4.266,70 ευρώ, ε) 36 "Εξαερισμοί μονώσεων πτερυγών", συνολικού ποσού 3.000 ευρώ και στ) 38 "Αρμοί κτηρίων", συνολικού ποσού 16.054,40 ευρώ. Όμως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η προσβαλλόμενη απόφαση δίκασε την αίτηση αυτή και απέρριψε τα σχετικά κονδύλια ως νομικά αβάσιμα (12 φύλλο, στοιχ. 26επ. της προσβαλλόμενης). Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 9 του ΚΠολΔ και ο δέκατος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και α) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη δεύτερη αναιρεσίβλητη μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της και β) κατά παραδοχή των γενομένων δεκτών ως άνω αναιρετικών λόγων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη και κατά το μέρος, που αφορά τα αγωγικά κονδύλια 3, 6, 7, 8, 9, 17, 25 και 26 του τελικού από 15.12.2016 πίνακα επιμετρήσεων καθώς και το αγωγικό κονδύλιο των 225.422,63 ευρώ και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων οι οποίοι εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Αναιρουμένης δε της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει περαιτέρω να διαταχθεί, συμφώνως προς το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, η επιστροφή του παράβολου στην καταθέσασα αυτό αναιρεσείουσα και να καταδικασθεί η πρώτη αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), ενώ τα μεταξύ της αναιρεσείουσας και της δεύτερης αναιρεσίβλητης δικαστικά έξοδα, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους λόγω των ερμηνευτικών δυσχερειών οι οποίες υπήρξαν ως προς τις εφαρμοστέες διατάξεις (άρθρο 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

- Αναιρεί την υπ' αριθμ. 8307/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, όσον αφορά τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, μόνο ως προς την αιτιολογία που επισημαίνεται στο σκεπτικό.

- Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ. 8307/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη, μόνο κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιό της.

- Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.

- Διατάσσει την απόδοση του παράβολου στην αναιρεσείουσα.

- Καταδικάζει την πρώτη αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.

- Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της αναιρεσείουσας και της δεύτερης αναιρεσίβλητης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Ιανουάριου 2024.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Φεβρουάριου 2024.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ