ΜΠρΘεσ 5317/2022
Δικαστής: Κατερίνα Σταφυλίδου
Δικηγόρος: Π. Κούσης
(953, 954, 1196 ΑΚ, 791 ΚΠολΔ, 13 β.δ. 533/1963, 105 ν. 4495/2017)
Μεταγραφή: ο υποθηκοφύλακας οφείλει να απορρίψει την αίτηση, αν συντρέχει περίπτωση υλικής ή τοπικής αναρμοδιότητας, αν δεν έχουν υποβληθεί όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά ή αυτά που υποβλήθηκαν δεν δικαιολογούν τη ζητούμενη εγγραφή ή αν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του ακινήτου· σε περίπτωση άκυρης δικαιοπραξίας, ο υποθηκοφύλακας μπορεί να αρνηθεί τη μεταγραφή αν η ακυρότητα είναι τυπικά εμφανής χωρίς να μπορεί να επεκταθεί σε ουσιαστικό έλεγχο.
Η εκκρεμότητα που δημιουργείται με την άρνηση μεταγραφής αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει το υποθηκοφυλακείο, μετά από αίτηση οποιουδήποτε δικαιολογεί έννομο συμφέρον, χωρίς να απαιτείται επίδοση της αίτησης στον εισαγγελέα· στοιχεία για την πληρότητα της αίτησης· καθιερώνεται νομικό πλάσμα σύμφωνα με το οποίο, σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης, οι συνέπειες της μεταγραφής ανατρέχουν στον χρόνο που ο αιτών υπέβαλε την αίτηση για μεταγραφή.
Μεταβίβαση ακινήτου: η εμπράγματη δικαιοπραξία για το γεωτεμάχιο περιλαμβάνει και τα σταθερά συνδεδεμένα με το έδαφος οικοδομήματα, εφόσον ως συστατικά ακολουθούν τη νομική τύχη του κύριου πράγματος· συνεπώς, η μη αναφορά των υπαρχόντων κτισμάτων δεν αποτελεί κενό της σύμβασης· για τις αυθαίρετες κατασκευές που τακτοποιήθηκαν δεν οφείλεται αναδρομικά οποιοσδήποτε φόρος.
Άρνηση του υποθηκοφύλακα να μεταγράψει μεταβιβαστικό συμβόλαιο, διότι αφενός το κτίσμα δεν περιγραφόταν στον τίτλο κτήσης και αφετέρου δεν είχε υποβληθεί συμπληρωματική δήλωση φόρου μεταβίβασης για το αυθαίρετο κτίσμα που τακτοποιήθηκε· μη σύννομη η άρνηση του υποθηκοφύλακα γιατί το κτίσμα ακολουθεί την τύχη του ακινήτου και ο έλεγχος που δικαιούται να διενεργήσει δεν υποκαθιστά τον έλεγχο των αρμόδιων φορολογικών αρχών.
[…]
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1192 και 1193 ΑΚ προκύπτει ότι στο γραφείο μεταγραφών της περιφέρειας του ακινήτου μεταγράφονται οι περιοριστικά αναφερόμενες σε αυτά πράξεις. Σύμφωνα με το άρθρο 13 του β.δ. 533/1963 περί εκτέλεσης του άρθρου 10 του ν.δ. 4201/1961, σε περίπτωση υλικής ή τοπικής αναρμοδιότητας του υποθηκοφύλακα σχετικά με τη ζητούμενη καταχώριση ή σημείωση, όπως επίσης όταν δεν έχουν υποβληθεί όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά ή δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του δικαιούχου ή του ακινήτου, καθώς και όταν τα έγγραφα που υποβλήθηκαν δεν δικαιολογούν τη ζητούμενη καταχώριση ή σημείωση, ο υποθηκοφύλακας πρέπει να απορρίψει την αίτηση που υποβλήθηκε με αιτιολογημένη πράξη, που καταχωρίζεται πάνω στην αίτηση και να ειδοποιήσει σχετικώς τον αιτούντα για να του παραδώσει τα συνημμένα έγγραφα. Οι μεταγραπτέες πράξεις μεταγράφονται, εφόσον είναι έγκυρες. Αν είναι άκυρες, δεν παράγουν αποτελέσματα και επομένως, είναι περιττή η μεταγραφή, αφού αυτή δεν είναι ικανή να θεραπεύσει την ακυρότητα. Άκυρη δικαιοπραξία, και αν ακόμη μεταγράφει, παραμένει άκυρη και επομένως, δεν παράγει τα αποτελέσματά της (άρθρο 180 ΑΚ). Έτσι, ο μεταγραφοφύλακας μπορεί να αρνηθεί τη μεταγραφή άκυρης, μεταγραπτέας κατ’ αρχήν, πράξης. Η άρνηση της μεταγραφής, πάντως, δικαιολογείται μόνο αν δεν προσκομίζονται τα αναγκαία σε κάθε περίπτωση έγγραφα ή αν η ακυρότητα της πράξης είναι τυπικά εμφανής και ο μεταγραφοφύλακας μπορεί να σχηματίσει βεβαιότητα γι’ αυτή, χωρίς να μπορεί να επεκταθεί σε ουσιαστικό έλεγχο εγγράφων και να προβεί σε έλεγχο της βασιμότητας του μεταβιβασθέντος ή αναγνωρισθέντος δικαιώματος, π.χ. εάν δεν μπορεί να διαπιστωθεί με ασφάλεια η ταυτότητα του ακινήτου (άρθρο 1196 ΑΚ) ή παρατηρούνται ελλείψεις ως προς άλλα τυπικά στοιχεία, όπως τα προσωπικά στοιχεία των συμβαλλομένων (βλ. ΑΠ 227/2020, ΑΠ 1971/2017, ΕφΑθ 3496/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, σε περίπτωση μεταβίβασης ακινήτου με κάποια απαλλοτριωτική της κυριότητας σύμβαση, στην οποία περιγράφεται μεν το ακίνητο (έδαφος, γήπεδο, οικόπεδο, αγρός), χωρίς όμως να γίνεται μνεία των πάνω σ’ αυτό συστατικών του και μάλιστα των ουσιωδών και ως εκ τούτου αναποχωρίστων, όπως είναι και τα πάνω σ’ αυτό κτίσματα, τα προαναφερθέντα συστατικά ακολουθούν τη νομική τύχη του κυρίου, όπως προκύπτει από τον κανόνα αναγκαστικού δικαίου που θέτει η διάταξη του άρθρου 953 ΑΚ, κατά την οποία συστατικό μέρος πράγματος, που δεν μπορεί να αποχωριστεί από το κύριο πράγμα χωρίς βλάβη αυτού του ίδιου ή του κύριου πράγματος ή χωρίς αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού του, όπως είναι κατά την αποκλειστική απαρίθμηση του άρθρου 954 ΑΚ, τα με το έδαφος σταθερά συνδεδεμένα οικοδομήματα, ακολουθούν τη νομική τύχη του κύριου πράγματος. Επομένως, εμπράγματη δικαιοπραξία που αφορά το κύριο πράγμα περιλαμβάνει κατά νομική ανάγκη χωρίς άλλο και το συστατικό αυτού. Η μη μνεία, συνεπώς, σε σύμβαση μεταβιβαστική της κυριότητας ακινήτου των πάνω σ’ αυτό υπαρχόντων κτισμάτων, δεν αποτελεί κενό της σύμβασης, επειδή η δηλωθείσα βούληση για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου περιλαμβάνει, κατά τα προεκτεθέντα και τα πάνω σ’ αυτό κτίσματα, δυνάμει ρητής και αναγκαστικού δικαίου διάταξης νόμου (ΑΠ 33/2018, 1281/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 791 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, όποιος τηρεί δημόσια βιβλία στα οποία καταχωρίζονται πράξεις ή αποφάσεις που έχουν σχέση με τη σύσταση, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου ή εγγράφονται ή εξαλείφονται κατασχέσεις ή εγγράφονται αγωγές ή ανακοπές ή γίνονται σημειώσεις γι’ αυτές, αν αρνείται να ενεργήσει όπως του ζητείται, οφείλει, το αργότερο μέσα στην επόμενη από την υποβολή της αίτησης ημέρα, να σημειώσει περιληπτικά στο σχετικό βιβλίο την άρνηση του και τους λόγους της. Η εκκρεμότητα που δημιουργείται με την άρνηση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει εκείνος που τηρεί τα βιβλία, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, δημόσια βιβλία είναι εκείνα, τα οποία είναι προσιτά σε κάθε ενδιαφερόμενο για αυτοπρόσωπη έρευνα και ειδικότερα, αν πρόκειται για ακίνητα, τα βιβλία μεταγραφών, υποθηκών, κατασχέσεων και διεκδικήσεων που τηρούν οι υποθηκοφύλακες (βλ. ΕφΑθ 170/1997 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με την ως άνω διάταξη καθιερώνεται πλάσμα νόμου. Δυνάμει αυτού, ο νομοθέτης διασφαλίζει πλήρη προστασία του δανειστή, του οποίου το δικαίωμα πλήττεται από την άρνηση του τηρούντος δημόσια βιβλία, με την κανονιστική εξομοίωση δύο εν επιγνώσει του διαφορετικών περιπτώσεων: την περίπτωση που ο τηρών τα δημόσια βιβλία προβαίνει οικειοθελώς στην αιτούμενη καταχώριση με την περίπτωση που αυτός, αρνούμενος να προβεί στην οικεία καταχώριση, καταδικάζεται σε επιχείρησή της. Ο νομοθέτης, με το νομοτεχνικό μέσο του πλάσματος, αποκαθιστά τη διαταραχή, που προκύπτει λόγω της αρνήσεως του τηρούντος δημόσια βιβλία να καταχωρίσει κατά νόμον καταχωρητέες πράξεις και αποφάσεις, συνάπτοντας στην απόφαση, η οποία καταδικάζει τον τηρούντα δημόσια βιβλία να επιχειρήσει την εγγραφή, τις έννομες συνέπειες που θα επέφερε η καταχώριση, αν είχε επιχειρηθεί οικειοθελώς από αυτόν. Ως εκ τούτου, αντικείμενο της δίκης, η οποία ανοίγει με την αίτηση του ενδιαφερομένου να διαταχθεί ο τηρών δημόσια βιβλία να προβεί στην οικεία καταχώριση, επί αρνήσεως αυτού, είναι η διάγνωση του συννόμου ή μη της αρνήσεως κατά τον χρόνο, κατά τον οποίον αυτή εκδηλώθηκε, και συγκεκριμένα κατά τον χρόνο που υποβλήθηκε σ’ αυτόν η σχετική αίτηση, ο οποίος είναι και ο κρίσιμος χρόνος και όχι ο χρόνος της εκδόσεως της αποφάσεως του δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 155/2017 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, δεν απαιτείται η επίδοση αντιγράφου της αίτησης του άρθρου 791 ΚΠολΔ στον αρμόδιο Εισαγγελέα, εκτός αν αυτό διαταχθεί ειδικά από τον Δικαστή κατά το άρθρο 748 παρ. 2 ΚΠολΔ, ούτε στρέφεται κατά του τηρούντος τα βιβλία, μπορεί όμως ο τελευταίος να κλητευθεί με πρωτοβουλία του Δικαστή, κατ’ άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔ (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα [-Αρβανιτάκη], ΕρμΚΠολΔ, Άρθρα 682-903, άρθρο 791 αριθμ. 8). Στην αίτηση πρέπει να αναφέρονται οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη μεταγραφή της πράξης, η άρνηση του υποθηκοφύλακα, το έννομο συμφέρον του αιτούντος, αν αυτό δεν είναι αυτονόητο, καθώς και το αίτημα να προβεί ο εν λόγω υπάλληλος στην καταχώριση (βλ. Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Τόμος II, έκδοση 2η, 2018, άρθρο 791, αριθμ. 10).
Με την κρινόμενη αίτησή του, ο αιτών ζητεί να αρθεί η εκκρεμότητα που δημιουργήθηκε με την από 20.03.2019 άρνηση της Υποθηκοφύλακα […] να μεταγράψει στα οικεία βιβλία μεταγραφών του ανωτέρω Υποθηκοφυλακείου το από 28.11.2018 συμβόλαιο πώλησης του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης I.A., δυνάμει του οποίου μεταβιβάστηκε στον αιτούντα κατά πλήρη κυριότητα το περιγραφόμενο στην αίτηση ακίνητο, να διαταχθεί η ανωτέρω Υποθηκοφύλακας να προβεί στην αιτηθείσα μεταγραφή με ημερομηνία καταχώρισης την 20.03.2019, ήτοι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για μεταγραφή, καθώς και να καταδικαστεί η τελευταία στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.
[…]
Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική σημείωση κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο Δ.Τ. πώλησε και μεταβίβασε στον αιτούντα, δυνάμει του από 28.11.2018 συμβολαίου αγοραπωλησίας αστικού ακινήτου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης I.Δ.Α. κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή ένα […] οικόπεδο, έκτασης μέτρων τετραγωνικών εξακοσίων ογδόντα οκτώ (688 τ.μ.). […] Πριν την 14.03.1983 είχε ανεγερθεί επί του ως άνω ακινήτου αυθαίρετα μια ισόγεια γεωργική αποθήκη, εμβαδού μέτρων τετραγωνικών σαράντα δύο και είκοσι πέντε εκατοστών (42,25 τ.μ.). Την αυθαίρετη ανέγερση αυτής, ως και την αυθαίρετη περίφραξη του οικοπέδου από συρματόπλεγμα, ο Δ.Τ. τις υπήγαγε στη διαδικασία της τακτοποίησής τους, σύμφωνα με τον ν. 4495/2017. […] Επίσης, στο ανωτέρω συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης I.Δ.Α. προσαρτήθηκε κάτοψη της ανωτέρω ισόγειας αποθήκης, η οποία φέρει σφραγίδα και υπογραφή της πολιτικού μηχανικού Α.Π., στην οποία αναγράφεται ο ως άνω ηλεκτρονικός κωδικός της δήλωσης, καθώς και δήλωση της ανωτέρω μηχανικού ότι η κάτοψη που προσκομίστηκε είναι ταυτόσημη με την κάτοψη του ισογείου που έχει εισαχθεί στα αρχεία της ως άνω δήλωσης του ν. 4495/2017 στο πληροφοριακό σύστημα υπαγωγής των αυθαιρέτων του Τ.Ε.Ε.. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι την 20.03.2019 ο αιτών προσκόμισε για μεταγραφή το προαναφερόμενο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Δ.A., πλην όμως η Υποθηκοφύλακας […] αρνήθηκε να το μεταγράψει, για τους λόγους που εκθέτει αναλυτικά στην από 20.03.2019 πράξη απόρριψης αίτησης και άρνησης μεταγραφής. Ειδικότερα, η ως άνω Υποθηκοφύλακας εκθέτει στην έγγραφη άρνησή της ότι η ανωτέρω ισόγεια κατοικία δεν περιήλθε στην κυριότητα του μεταβιβάζοντος, καθώς δεν περιγράφεται στο συμβόλαιο κτήσης του ακινήτου, μολονότι υφίστατο ήδη κατά τον ανωτέρω χρόνο (17.04.1986), με συνέπεια να είναι άκυρη οποιαδήποτε μεταγενέστερη μεταβίβαση του ακινήτου, ως μεταβίβαση παρά μη κυρίου. Επιπλέον, η ανωτέρω Υποθηκοφύλακας, επικαλούμενη τις διατάξεις του ν. 1587/1950, εκθέτει ότι η μη υποβολή συμπληρωματικής δήλωσης φόρου μεταβίβασης ακινήτου προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ., ως προς την ισόγεια αποθήκη, συνιστά φορολογική παράβαση, η οποία εμποδίζει τη μεταγραφή του συμβολαίου. Αναφορικά με τον πρώτο λόγο άρνησης της Υποθηκοφύλακα, ωστόσο, επισημαίνεται ότι έλλειψη περιγραφής της ισόγειας αποθήκης στο συμβόλαιο κτήσης του ακινήτου από τον μεταβιβάζοντα δεν ανάγεται σε αυτή καθ’ αυτή τη μεταγραπτέα πράξη και σε τυπικά εμφανή έλλειψή της, αλλά ούτε μπορούσε η Υποθηκοφύλακας να σχηματίσει κρίση, πολύ δε περισσότερο βεβαιότητα γι’ αυτή, χωρίς να επεκταθεί σε ουσιαστικό έλεγχο εγγράφων και χωρίς να προβεί σε έλεγχο της βασιμότητας του μεταβιβαζόμενου δικαιώματος. Αντιθέτως, η Υποθηκοφύλακας, χωρίς να έχει σχετικό δικαίωμα, κατά τα προδιαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, επεκτάθηκε σε έρευνα του δικαιώματος κυριότητας του δικαιοπαρόχου του αιτούντος, επί του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, αποφαινόμενη ότι αυτός δεν απέκτησε κυριότητα επί της συγκεκριμένης αποθήκης. Η ουσιαστική όμως βασιμότητα του εμπράγματου δικαιώματος του αιτούντος και το νομότυπο ή μη της μεταβίβασης του ακινήτου στον προκτήτορά του, είναι ζητήματα που θα κριθούν, σε περίπτωση αμφισβήτησής τους από κάθε ενδιαφερόμενο που θα εγείρει σχετική αγωγή (αναγνωριστική, διεκδικητική) έχοντας σχετικό έννομο συμφέρον, από το αρμόδιο προς τούτο δικαστήριο. Εξάλλου, στο πωλητήριο συμβόλαιο παρατίθενται εξαντλητικά όλα τα απαραίτητα προσδιοριστικά του ακινήτου στοιχεία και ειδικότερα η ιδιότητα αυτού (οικόπεδο), η τοποθεσία του, η έκταση και τα όριά του, προσαρτάται δε σε αυτό το ανωτέρω από 30.06.2018 τοπογραφικό διάγραμμα της αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού Μ.Μ., το οποίο είναι εξαρτημένο από το κρατικό σύστημα συντεταγμένων, με αποτέλεσμα να προκύπτει χωρίς αμφιβολία η ταυτότητα του ακινήτου και συνεπώς, να καθίσταται έγκυρη η μεταγραφή του συμβολαίου. Άλλωστε, η ως άνω «τακτοποίηση» των αυθαίρετων κατασκευών ουδόλως επενεργεί στην ταυτότητα του ακινήτου, κατά το άρθρο 1196 ΑΚ (Γ. Διαμαντόπουλος, Άρνηση Υποθηκοφύλακα να μεταγράψει σύμβαση αγοραπωλησίας ακινήτου επειδή από τη συμβολαιογραφική πράξη δεν προκύπτει η ταυτότητα του ακινήτου λόγω νομιμοποίησης αυθαίρετων κατασκευών και προσθηκών, ΕλλΔνη 2016, σελ. 1040, Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, Άρνηση μεταγενέστερης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία με την αιτιολογία ότι από τη σχετική συμβολαιογραφική πράξη δεν προκύπτει η ταυτότητα του ακινήτου, ΕλλΔνη 2012, σελ. 1530). Περαιτέρω, η αιτίαση της Υποθηκοφύλακα ότι με το ένδικο συμβολαιογραφικό έγγραφο επιχειρείται η μεταβίβαση από μη κύριο δεν είναι ακριβής, διότι εν προκειμένω ο πωλητής μεταβιβάζει το ακίνητο που του ανήκει κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα (οικόπεδο), επί του οποίου υφίσταται κτίσμα, το οποίο είναι συστατικό του ακινήτου, ανεπίδεκτο χωριστού εμπράγματου δικαιώματος και συνεπώς, σύμφωνα με τη νομική σκέψη της παρούσας, […], η μεταβίβαση της κυριότητας του οικοπέδου περιλαμβάνει και το υπάρχον σε αυτό οικοδόμημα. Αναφορικά δε με τον δεύτερο λόγο άρνησης της Υποθηκοφύλακα, λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας […], η άρνηση της Υποθηκοφύλακα είναι μη νόμιμη, καθόσον αρμοδιότητά της στην προκειμένη περίπτωση ήταν να ελέγξει, εάν ο απών προσκόμισε όλα τα απαραίτητα έγγραφα, μεταξύ των οποίων η δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτου, και όχι, υποκαθιστώντας τους αρμόδιους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ. […], να προβεί σε έλεγχο για το εάν υπολογίσθηκε ορθά ή όχι από τους τελευταίους ο οφειλόμενος προς το Ελληνικό Δημόσιο φόρος μεταβίβασης ακινήτου κατά τη μεταβίβαση του ακινήτου προς τον δικαιοπάροχο του αιτούντος (ΜΠρΛαρ 17/2002 Δικογραφία 2002.138). Εν προκειμένω, ο αιτών υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. […] δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτου … και βεβαιώθηκε φόρος, συνολικού ποσού 478,21 ευρώ, ο οποίος καταβλήθηκε, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο διπλότυπο. Σε κάθε περίπτωση δε, η τακτοποίηση αυθαίρετων κτισμάτων δεν γεννά υποχρέωση καταβολής πρόσθετου φόρου, αλλά αντίθετα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 105 παρ. 4 του ν. 4495/2017, για τις επίμαχες αυθαίρετες κατασκευές δεν οφείλεται αναδρομικά οποιοσδήποτε φόρος. Ενόψει των ανωτέρω, σε συνδυασμό και με όσα έχουν αναλυτικά εκτεθεί στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η Υποθηκοφύλακας … έχουσα την αρμοδιότητα να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων του νόμου για τη μεταγραφή της επίμαχης πράξης, μη σύννομα αρνήθηκε την καταχώριση αυτής στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου […]. Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να διαταχθεί η Υποθηκοφύλακας […] να εγγράψει στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου […] την αιτηθείσα συμβολαιογραφική πράξη, όπως αναφέρεται στο διατακτικό. Περαιτέρω, πρέπει κατά το άρθρο 791 παρ. 3 ΚΠολΔ η απόφαση να κοινοποιηθεί με επιμέλεια της Γραμματείας στην Υποθηκοφύλακα […], κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Τέλος, παρόλο που η ως άνω Υποθηκοφύλακας είναι υπαίτια για τη διεξαγωγή της δίκης, το Δικαστήριο κρίνει ότι η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφιστεί και να μην επιβληθεί σε βάρος της, λόγω της δυσχέρειας του ως άνω νομικού ζητήματος (άρθρ. 179 ΚΠολΔ). […]
[Ο έλεγχος που διενεργεί ο υποθηκοφύλακας είναι σαφώς υποδεέστερος και πιο περιορισμένος από τον έλεγχο νομιμότητας που πραγματοποιείται από τον προϊστάμενο του κτηματολογικού γραφείου. Συγκεκριμένα, το εύρος του ελέγχου που μπορεί να διενεργήσει ο υποθηκοφύλακας οριοθετείται από το άρθρο 13 του β.δ. 533/1963 και μία σειρά από ειδικές διατάξεις, όπως λ.χ. το άρθρο 29 § 4 ν. 1337/1983 για τα ακίνητα που εμπίπτουν εντός Ζ.Ο.Ε. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει, κατά βάση, τις περιπτώσεις υλικής ή τοπικής αναρμοδιότητας, τη μη υποβολή όλων των απαιτούμενων δικαιολογητικών, την αβεβαιότητα ως προς την ταυτότητα του δικαιούχου ή του ακινήτου (πρβλ. ΑΚ 1196 & 1329 αρ. 1) και την περίπτωση που η αιτούμενη εγγραφή δεν δικαιολογείται από τα έγγραφα που προσκομίζονται (βλ. αντί άλλων Διαμαντόπουλο, Η δίκη των αντιρρήσεων ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή, Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου 1, 2015, § 2 αρ. 25, Μαντή, Ο έλεγχος της νομιμότητας των υποκείμενων σε δημοσιότητα πράξεων από τα Υποθηκοφυλακεία και τα Κτηματολογικά Γραφεία, 2006, σελ. 12 επ.). Επίσης, παρέχεται η δυνατότητα στον υποθηκοφύλακα να αρνηθεί τη μεταγραφή καταφανούς άκυρης πράξης, χωρίς όμως να υπεισέλθει σε ουσιαστικό έλεγχο των προσκομιζόμενων εγγράφων (ΑΠ 227/2020 ΝοΒ 2020/1682, ΑΠ 1330/2008 ΧρΙΔ 2009/317, ΜονΕφΑθ 3496/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 304/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΛαρ 108/2015 Δικογρ 2015/583, ΕφΘεσ 1399/2009 Αρμ 2010/693 με παρατηρήσεις Ταμαμίδη, ΕφΘεσ 292/2009 Αρμ 2010/382 με παρατηρήσεις Ταμαμίδη). Ουσιαστικά, ο έλεγχος στο σύστημα μεταγραφών έγκειται, κυρίως, στο κύρος της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας και δεν εκτείνεται στην υπόσταση του μεταβιβαζόμενου δικαιώματος ή την ύπαρξη της εξουσίας του δικαιοπαρόχου (βλ. Περτσελάκη, Έλεγχος νομιμότητας και δίκη αντιρρήσεων στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου, Εθνικό Κτηματολόγιο – Ισχύον δίκαιο, στρεβλώσεις και θετέον δίκαιο, Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου 10, 2018, σελ. 236, Διαμαντόπουλο, Άρνηση προϊσταμένου κτηματολογικού γραφείου να καταχωρήσει συμβολαιογραφική πράξη ή δικαστική απόφαση, ΧρΙΔ 2016, σελ. 81, ΕφΘεσ 622/2010 Αρμ 2011/418, ΜονΠρΘεσ 4329/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΘεσ 37789/2008 Αρμ 2009/1355). Τελικά, ως προς τον έλεγχο και την ευθύνη του υποθηκοφύλακα, παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη και παραστατική η προτροπή του τότε αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Οικονόμου προς τον ναυτικό υποθηκοφύλακα, η οποία περιλαμβάνεται στην υπ’ αριθμ. 47/1949 ΓνμδΕισΑΠ (Θ 1950/47): “Προτιμώτερον διά τον μεταγραφοφύλακα ν’ απέχη της εξετάσεως ταύτης, διότι ουδεμίαν ευθύνην φέρει εγγράψας κατά την αίτησιν, ενώ αρνηθείς ενδέχεται να υποπέση και εις αποζημίωσιν αν το δικαστήριον κρίνη αντιθέτως” (για την ανάδειξη του σχετικού χωρίου βλ. Διαμαντόπουλο, Η δίκη των αντιρρήσεων ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή, Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου 1, 2015, § 2 αρ. 26).]
Α.Ν.Α.Λ.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα