1121Η ανεξαρτησία της πειθαρχικής διαδικασίας του Κώδικα Δικηγόρων και η συσχέτισή της με την ποινική δίκη
Αθανάσιος Γ. Γεωργιάδης
Δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω,
Προέδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων Περιφ. Εφετείου Θεσσαλονίκης
Ι. Εισαγωγικά
Αφορμή για την παρούσα μελέτη έδωσε η ενασχόλησή μου τα τελευταία χρόνια με το Πειθαρχικό Δίκαιο των Δικηγόρων και η διαπίστωση ότι και οι καταγγελίες, κυρίως ιδιωτών κατά δικηγόρων, είναι πολλές καθώς και ότι, δυστυχώς, αρκετοί συνάδελφοι έχουν ποινικές εμπλοκές. Το Πειθαρχικό Δίκαιο των Δικηγόρων αποτελεί το Η΄ κεφάλαιο του Κώδικα Δικηγόρων (στο εξής για συντομία «ΚΔ») και διαρθρώνεται στα άρθρα 139-159. Παράλληλα, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 147 παρ. 5 ΚΔ, έχει εγκριθεί από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων την 16.12.2013 ο Κώδικας Λειτουργίας Πειθαρχικών Συμβουλίων Δικηγορικών Συλλόγων (στο εξής για συντομία ΚΛΠΣΔΣ) που δημοσιεύθηκε στο Νομικό Βήμα του έτους 2013 (σελ. 2806 επ.).
ΙΙ. Αρνητικές προϋποθέσεις και κωλύματα διορισμού δικηγόρου ή απώλειας της δικηγορικής ιδιότητας.
1. Με το άρθρο 6 του ΚΔ, που φέρει τον τίτλο «Προϋποθέσεις δικηγορικής ιδιότητας – Κωλύματα» θεσπίζονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο κάποιου για να διοριστεί ως δικηγόρος. Ειδικότερα, στην παρ. 4 του άρθρου αυτού θεσπίζεται κώλυμα διορισμού η αμετάκλητη καταδίκη ορισμένου προσώπου: α) για κακούργημα ή και β) για τα εγκλήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης, εκβίασης, πλαστογραφίας, νόθευσης, δωροδοκίας, τοκογλυφίας, ψευδορκίας, απάτης και απιστίας. Η υπό στοιχείο β΄ ομάδα εγκλημάτων περιλαμβάνει και τα πλημμελήματα για τα αναφερόμενα εγκλήματα, αφού η διάταξη δεν διακρίνει αν είναι πλημμελήματα ή κακουργήματα. Πρόκειται για ιδιαίτερα «ατιμωτικά» αδικήματα, η τέλεση των οποίων προσάπτει στον δικηγόρο τη χειρότερη μομφή απαξιώνοντας πλήρως την προσωπικότητα και τον ρόλο του ως θεματοφύλακα του Συντάγματος και των νόμων σύμφωνα με τον όρκο που έχει δώσει κατά τον διορισμό του, δηλαδή να «φυλάττει» πίστη στην Πατρίδα, στο Σύνταγμα και στους Νόμους του Κράτους.
2. Περαιτέρω, με το άρθρο 7 ΚΔ προβλέπονται καταστάσεις, η συνδρομή έστω και μίας εξ αυτών στο πρόσωπο εν ενεργεία δικηγόρου, αποτελεί λόγο αυτοδίκαιης αποβολής της ιδιότητας του δικηγόρου και διαγραφής του από το μητρώο του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Τέτοια περίσταση είναι, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 εδ. α ΚΔ, και η συνδρομή των κωλυμάτων διορισμού· επομένως, και η τυχόν αμετάκλητη 1122καταδίκη του δικηγόρου για οποιοδήποτε κακούργημα, όπως η έννοια του κακουργήματος ορίζεται στο άρθρο 18 ΠΚ, καθώς και η αμετάκλητη καταδίκη του για κάποιο από τα πιο πάνω δέκα «ατιμωτικά» πλημμελήματα επιφέρει τη διαγραφή του.
ΙΙΙ. Οι συνέπειες της συνδρομής των αρνητικών προϋποθέσεων και των κωλυμάτων
1. Η εκ μέρους του δικηγόρου συνέχιση διενέργειας πράξεων ή υπόσχεσης διενέργειας πράξεων που ανήκουν αποκλειστικά στις αρμοδιότητες του δικηγόρου, παρά το ότι αυτός έχει απωλέσει αυτοδικαίως τη δικηγορική του ιδιότητα λόγω συνδρομής των προαναφερθεισών περιστάσεων εμπίπτει αυτομάτως κατά το άρθρο 9 ΚΔ στην αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ποινικού αδικήματος του άρθρου 175 ΠΚ περί αντιποίησης.
2. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 152 παρ. 7 ΚΔ «α) Ο αρμόδιος εισαγγελέας, σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος δικηγόρου για αυτεπάγγελτα διωκόμενο έγκλημα, οφείλει να ανακοινώνει την ποινική δίωξη στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει τις ποινικές διατάξεις για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη και σε περίληψη τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την πράξη και συνοδεύεται υποχρεωτικά από αντίγραφα της οικείας ποινικής δικογραφίας. β) Οι γραμματείς των δικαστηρίων ή των δικαστικών συμβουλίων έχουν υποχρέωση να διαβιβάζουν στον οικείο δικηγορικό σύλλογο τα παραπεμπτικά ή απαλλακτικά βουλεύματα κάθε βαθμού δικαιοδοσίας, καθώς και τις πρωτόδικες, τελεσίδικες και αμετάκλητες καταδικαστικές ή απαλλακτικές αποφάσεις που αφορούν σε δικηγόρο, μαζί με αντίγραφα της ποινικής δικογραφίας που αφορούν τις σε βάρος του δικηγόρου κατηγορίες.».
2.2. Η εμπειρία δείχνει ότι στην υπό (α) περίπτωση, οι εισαγγελείς δεν επισυνάπτουν περίληψη των πραγματικών περιστατικών και αυτό το καταγράφουμε ως σημαντική παράλειψη με ιδιαίτερη σημασία ιδίως όταν η εν λόγω υπόθεση δεν συσχετίζεται με αναφορά κατά του δικηγόρου.
2.3. Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί ότι η εν λόγω ενημέρωση εκ μέρους των εισαγγελέων δεν είναι πάντοτε επίκαιρη. Έχει συμβεί να έχει κοινοποιηθεί σε Δικηγορικό Σύλλογο κατ’ ευθείαν η αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση για κακούργημα ή ατιμωτικό πλημμέλημα χωρίς προηγουμένως να έχει ενημερωθεί ο Δικηγορικός Σύλλογος για την ποινική εκκρεμότητα σε βάρος του μέλους του ή, εάν υπήρξε μία αρχική ενημέρωση, όπως αυτή που υπαινιχθήκαμε στην προηγούμενη παράγραφο, να πέρασε «απαρατήρητη» από όργανα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Γεννάται τότε το ερώτημα, εάν πρέπει να ξεκινήσει πειθαρχική διαδικασία σε βάρος του δικηγόρου ή εάν θα πρέπει να ζητηθεί με απόφαση του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου κατ’ ευθείαν η έκδοση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης διαπιστωτικής πράξης περί αυτοδίκαιης απώλειας της δικηγορικής ιδιότητας του συγκεκριμένου δικηγόρου. Προκειμένου να απαντηθεί το ανωτέρω ερώτημα, είναι σκόπιμο να ανατρέξει κανείς στις ισχύουσες ρυθμίσεις. Ειδικότερα:
2.4. Οι ισχύουσες ρυθμίσεις
2.4.1.- Στο άρθρο 139 του ΚΔ περί των Γενικών Αρχών του Πειθαρχικού Δικαίου των Δικηγόρων προβλέπονται τα ακόλουθα: «1. Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από κάθε άλλη. 2. Οι πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται από τα Πειθαρχικά Συμβούλια. 3. Η ποινική διαδικασία δεν αναστέλλει την πειθαρχική. Ο πειθαρχικός δικαστής δύναται να διατάξει την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, έως ότου περατωθεί η ποινική. Σε περίπτωση αθώωσης στην ποινική δίκη, η πειθαρχική διαδικασία επαναλαμβάνεται αν έχει τιμωρηθεί ο διωχθείς. Πάντως, οι διαπιστώσεις που εμπεριέχονται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο βούλευμα, για την ύπαρξη ή μη ορισμένων γεγονότων, γίνονται δεκτές και στην πειθαρχική δίκη. … 4. … 5 6. Η χάρη, η αποκατάσταση, καθώς και η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο άρση του ποινικώς κολάσιμου της πράξης ή η ολική ή μερική άρση των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, δεν αίρουν το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης. 7. … 8 ».
2.4.1.1.- Σοβαρές επιφυλάξεις δημιουργεί η διάταξη που υπογραμμίσαμε ανωτέρω, ότι γίνονται δεκτές στην πειθαρχική δίκη οι διαπιστώσεις για την ύπαρξη ή μη ορισμένων γεγονότων που περιέχονται σε αμετάκλητες κρίσεις. Εδώ φαίνεται ότι ευθέως ο νομοθέτης του ΚΔ αποκλείει καταρχήν την ανταπόδειξη που θα μπορούσε να προβληθεί στο πλαίσιο της πειθαρχικής δίκης. Τούτο, όμως, δεν συμβιβάζεται με την ανεξαρτησία της πειθαρχικής διαδικασίας και της πειθαρχικής δίκης που προτάσσεται στην παρ. 1. 2.4.1.2.- Επίσης, ζήτημα προκαλεί η μη αναφορά σε διαπιστώσεις πραγματικών γεγονότων από αμετάκλητες αποφάσεις πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων[1]. Λογικά και για την ταυτότητα του νομικού 1123λόγου και τα αποδειχθέντα στις αποφάσεις πραγματικά περιστατικά θα πρέπει να γίνονται δεκτά ως αποδεδειγμένα. Ταυτόχρονα, όμως, και η μεταγενέστερη αθώωση στην ποινική δίκη επιδρά στην πειθαρχική διαδικασία που τυχόν προηγήθηκε, γιατί, όταν έχει προχωρήσει η δεύτερη κι έχει καταδικαστεί πειθαρχικώς ο εγκαλούμενος δικηγόρος, τότε θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας στοχεύει μόνον στην πειθαρχική απαλλαγή του. Δεν το προβλέπει ρητά ο ΚΔ[2]. Σκοπίμως ή από αβλεψία;
2.4.2.- Επίσης στο άρθρο 17 παρ. 11 του ΚΛΠΣΔΣ προβλέπεται ότι «Αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά και αξιόποινη πράξη, η αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση Ποινικού δικαστηρίου, καθώς και το απαλλακτικό βούλευμα δεν εμποδίζουν το Πειθαρχικό Συμβούλιο να εκδικάσει την υπόθεση στην ουσία της και να εκδώσει απόφαση λαμβάνοντας υπόψη του τη σχετική ποινική δικογραφία, την οποία οφείλει να αποστείλει σε αντίγραφα ο αρμόδιος εισαγγελέας ύστερα από αίτηση του εισηγητή της Υπόθεσης.». Παρατηρείται ότι ο ΚΛΠΣΔΣ φαίνεται να απομακρύνεται από το ενδεχόμενο αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας, όταν εξαγγέλλει ότι η ποινική απόφαση δεν εμποδίζει την πρόοδο της πειθαρχικής διαδικασίας. Μάλλον υπονοεί a priori ότι η πειθαρχική διαδικασία προηγήθηκε της ποινικής εκδίκασης.
2.4.3.- Σημαντική είναι και η διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρθρου 140 ΚΔ που θέτει το πλαίσιο των πειθαρχικών παραπτωμάτων ενώ η διάταξη της δεύτερης παραγράφου τα εξειδικεύει/συμπληρώνει και η τρίτη, τέλος, δημιουργεί ένα ιδιώνυμο πειθαρχικό παράπτωμα που σχετίζεται απολύτως με το υπό εξέταση ζήτημα. Έτσι:
2.4.3.1- Στην πρώτη παράγραφο προσδιορίζεται σαφώς ότι «το πειθαρχικό παράπτωμα έχει αυστηρώς προσωποπαγή χαρακτήρα και συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του δικηγόρου, που μπορεί να του καταλογιστεί εφόσον αυτή:
α) αντίκειται προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το Σύνταγμα και τους νόμους που συνδέονται άρρηκτα με την άσκηση του λειτουργήματος του και την απονομή της Δικαιοσύνης,
β) αντίκειται προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τις διατάξεις εσωτερικού και διεθνούς δικαίου που αφορούν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
γ) αντίκειται προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τις διατάξεις κωδίκων δεοντολογίας, εσωτερικών κανονισμών του οικείου δικηγορικού συλλόγου, αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και των Γενικών Συνελεύσεων αυτού,
δ) είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του ως υπερασπιστή και εκπροσώπου των ηθικών και υλικών συμφερόντων του εντολέα του,
ε) θίγει το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος»,
2.4.3.2.- Στην δεύτερη παράγραφο προσδιορίζεται σαφώς ότι αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα:
«α) Πράξεις που μαρτυρούν έλλειψη αφοσίωσης προς την Πατρίδα και το Δημοκρατικό Πολίτευμα της Χώρας,
β) Η χρησιμοποίηση της ιδιότητας του δικηγόρου για την επιδίωξη παράνομων ιδιοτελών σκοπών. Η απαίτηση για τη λήψη νόμιμης αμοιβής δεν συνιστά τέτοιο σκοπό,
γ) Η εν γένει αναξιοπρεπής ή απρεπής συμπεριφορά του και
δ) Η παραβίαση του δικηγορικού απορρήτου.».
2.4.3.3.- Στην τρίτη παράγραφο ορίζεται πέραν αμφιβολίας με ρητό και κατηγορηματικό τρόπο ότι «Κάθε κακούργημα που τελείται από δικηγόρο είναι και αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα. Επίσης, κάθε πλημμέλημα που η διάπραξη του και η σχετική καταδίκη είναι ασυμβίβαστες με το δικηγορικό λειτούργημα είναι και αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα.». Ειδικότερα με το περιεχόμενο της τρίτης παραγράφου τονίζεται με έμφαση η πειθαρχικώς ελεγκτέα συμπεριφορά του εν ενεργεία δικηγόρου που τελεί τα ανωτέρω αδικήματα.
Μάλιστα, ο νομοθέτης χρησιμοποιεί την οριστική έγκληση «τελείται», που σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να περιμένουν τα πειθαρχικά όργανα και την καταδίκη αλλά αντιθέτως θα πρέπει να ενεργοποιηθούν για να ασκήσουν τις αρμοδιότητές τους.
2.4.4.- Επαγωγική συμπερασματική επισήμανση
Από τις προηγηθείσες διατάξεις συμπεραίνεται ότι η πειθαρχική διαδικασία είναι πράγματι μία ανεξάρτητη διαδικασία σε σχέση με την ποινική διαδικασία. Βέβαια, υπάρχουν σχέσεις έντονης αλληλεπίδρασης και, για τον λόγο αυτόν, παρέχεται κατά την παρ. 3 του άρθρου 139 ΚΔ η δυνατότητα αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας μέχρι την περάτωση της ποινικής διαδικασίας, νοουμένης προφανώς της αμετάκλητης περάτωσης. Ωστόσο, η αξιοποίηση της δυνατότητας αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας θα οδηγούσε πιθανόν σε πειθαρχική αρνησιδικία αν 1124ληφθεί υπόψη ο χρόνος εκδίκασης των κακουργημάτων και ιδίως εκείνων που έχουν σχέση με οικονομικής φύσης αδικήματα.
2.5.- Το ζήτημα της παραγραφής
Στους υπό διερεύνηση προβληματισμούς μας και σε συνέχεια της πιο πάνω συμπερασματικής επισήμανσης θα πρέπει να προστεθεί και η παράμετρος της παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων, τα οποία σύμφωνα με το άρθρο 141 παρ. 1 ΚΔ παραγράφονται τρία έτη μετά από την ημέρα που διαπράχθηκαν, ενώ κατά την παρ. 2 «πειθαρχικό παράπτωμα που συνιστά και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν από την παραγραφή του τελευταίου ενώ όσο διαρκεί η ποινική διαδικασία και μέχρι την περάτωσή της αναστέλλεται η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος». Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 3 «Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος αναστέλλεται με την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη» και τέλος, κατά την παρ. 4 «Η παραγραφή πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται με την τέλεση άλλου πειθαρχικού παραπτώματος που αποσκοπεί στη συγκάλυψη του πρώτου ή στη ματαίωση έγερσης πειθαρχικής δίωξης γι’ αυτό.».
2.6.- Η ποινή της παύσης και η διαγραφή του δικηγόρου
Περαιώνοντας την αναφορά μας στη νομοθεσία, θα πρέπει να υπομνηστεί ότι κατ’ άρθρο 142 ΚΔ επιβάλλεται ποινή οριστικής παύσης, άρα διαγραφής, στις πιο βαριές περιπτώσεις τέλεσης ποινικών αδικημάτων και τέτοιες είναι η αμετάκλητη καταδίκη για οποιοδήποτε κακούργημα αλλά και για κάποιο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 6 παρ. 4 ΚΔ πλημμελήματα, δηλαδή για τα δέκα ατιμωτικά εγκλήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης, εκβίασης, πλαστογραφίας, νόθευσης, δωροδοκίας, τοκογλυφίας, ψευδορκίας, απάτης και απιστίας. Επομένως, με τη συνδρομή αυτής της περίπτωσης θα πρέπει να λάβει χώρα η προβλεπόμενη διοικητική διαδικασία, δηλαδή η έκδοση απόφασης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης διαπιστωτικής του κωλύματος καθώς, αυτός είναι αρμόδιος για τον διορισμό του δικηγόρου σύμφωνα με το άρθρο 4 ΚΔ. Έτσι, δημοσιοποιείται η διαγραφή του δικηγόρου με συνέπειες την αποπομπή του από τα Δικαστήρια και, σε περίπτωση ενασχόλησής του με δικηγορικές υπηρεσίες, την δίωξή του για το αδίκημα της αντιποίησης του δικηγορικού λειτουργήματος (άρθρο 145 ΚΔ).
*
ΙV.- Τελικώς, πόσο ανεξάρτητη είναι η εν γένει πειθαρχική διαδικασία;
1. Όπως είδαμε, η πειθαρχική δίκη φέρεται κατ’ αρχάς να είναι γενικώς αυτοτελής και ανεξάρτητη και τα πειθαρχικά παραπτώματα να έχουν προσωποπαγή εκ της ιδιότητάς χαρακτήρα. Πράγματι, αρχικώς φαίνεται να παρέχεται στον Δικηγορικό Σύλλογο μία αυτονομία ως προς την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας. Κι αυτό, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 139 παρ. 3 ΚΔ, η ποινική διαδικασία δεν αναστέλλει την πειθαρχική. Απλώς ο πειθαρχικός δικαστής δύναται να διατάξει την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, έως ότου περατωθεί η ποινική. Πράγματι, κατά το άρθρο 152 παρ. 2 ΚΔ, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου μόλις λάβει γνώση αναφοράς ή και αυτεπαγγέλτως ακόμη παραγγέλλει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, την οποία αναθέτει σε μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου. Ωστόσο, σύμφωνα με την παρ. 6 του ίδιου άρθρου, δεν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για πράξεις, για τις οποίες έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα. Με την παράγραφο αυτή δημιουργείται ένα πρώτο, ίσως δικαιολογημένο, ρήγμα στην αυτονομία της πειθαρχικής διαδικασίας, γιατί αντικαθιστά την προκαταρκτική πειθαρχική διερεύνηση η αντίστοιχη που διατάχθηκε από τον εισαγγελέα στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.
2.- Περαιτέρω, το άρθρο 153 ΚΔ υπό τον τίτλο: «Άσκηση πειθαρχικής δίωξης» προβλέπει τα εξής: «1. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται ενώπιον του αρμόδιου Πειθαρχικού Συμβουλίου αποκλειστικά από τον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, εφόσον από την αιτιολογημένη έκθεση της προκαταρκτικής εξέτασης προκύπτουν σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο δικηγόρο. Δεν διώκεται πειθαρχικά δικηγόρος εκ μόνης της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ή Εταίρου δικηγορικής Εταιρείας για πράξεις ή παραλείψεις αυτής, ως νομικού προσώπου. Στο έγγραφο της πειθαρχικής δίωξης πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς ο τόπος, ο χρόνος και τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα και ο διωκόμενος δικηγόρος.»[3]. 2. Το έγγραφο της πειθαρχικής δίωξης μαζί με το πόρισμα της προκαταρκτικής εξέτασης και 1125τα λοιπά στοιχεία του φακέλου αποστέλλονται αμέσως στον Πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου. Σε περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων τμημάτων στο πειθαρχικό συμβούλιο της έδρας του πολιτικού εφετείου, ο σχετικός φάκελος διαβιβάζεται στον Πρόεδρο του τμήματος που έχει τα περισσότερα χρόνια ενεργούς δικηγορίας. Ο τελευταίος διενεργεί κλήρωση ενώπιον των Προέδρων όλων των τμημάτων της ίδιας εφετειακής περιφέρειας για το ποιό τμήμα θα χρεωθεί την υπόθεση μεταξύ όλων των τμημάτων που έχουν συγκροτηθεί στην έδρα του πολιτικού εφετείου.». Λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο αυτό διαπιστώνουμε ότι οι πιο πάνω διατάξεις δημιουργούν εύλογους προβληματισμούς για τη συσχέτιση της πειθαρχικής διαδικασίας με την ποινική, τους οποίους επιχειρούμε να επιλύσουμε κατά τα ειδικότερα χωρίς να παραβλέπουμε ότι η ανεξαρτησία περιορίζεται εντέλει μόνο στην κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας. Κι αυτό, γιατί, αν αυτή δεν έχει περατωθεί και μεσολαβήσει αμετάκλητη ποινική καταδίκη του εγκαλουμένου δικηγόρου, τα πράγματα δρομολογούνται σε βάρος του (εγκαλουμένου) ακριβώς εξαιτίας της καταδίκης, αφού η τυχόν προηγηθείσα πειθαρχική αθωωτική απόφαση αποβάλλει την αξία της, καθώς με την αμετάκλητη ποινική καταδίκη επήλθε η αυτοδίκαιη απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας και εκκρεμεί για την τυπική περαίωση του θέματος η έκδοση της διαπιστωτικής απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης. Πράγματι, παρότι ο Κώδικας Δικηγόρων δεν το προβλέπει ρητά, με πρωτοβουλία του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου η αμετάκλητη ποινική απόφαση, που είχε κοινοποιηθεί στον Δικηγορικό Σύλλογο από την Εισαγγελία, διαβιβάζεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης για την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης της αποβολής της δικηγορικής ιδιότητας.
3. Η ως άνω διαπιστωτική πράξη δεν προϋποθέτει, ελλείψει εκτελεστότητας, την προηγούμενη ακρόαση του αμετακλήτως καταδικασθέντος δικηγόρου, ακριβώς διότι η αυτοδίκαιη απώλεια της ιδιότητας προβλέπεται από τον ίδιο τον νόμο ως αυτόθροη συνέπεια της επέλευσης του αμετακλήτου της ποινικής καταδίκης και δεν συνιστά κύρωση ποινικού ή πειθαρχικού χαρακτήρα (ΣτΕ 931/2018, ΕλλΔνη 2018. 1168-1170). Από την προσεκτική ανάγνωση της απόφασης αυτής (ιδίως σκ. 5), η αναφερόμενη έλλειψη «ακρόασης» αναφέρεται όχι στην μη κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας αλλά στην μη (διοικητική) ακρόαση του δικηγόρου από τον Υπουργό πριν την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης, ως προς την οποία μάλιστα ο Υπουργός έχει δέσμια αρμοδιότητα να ενεργήσει άμεσα καθώς επήλθε η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας του δικηγόρου. Επιπλέον, στη με αριθ. 6 σκέψη της εν λόγω απόφασης, δεν αφήνεται περιθώριο τυχόν ερμηνείας περί του μη διαπιστωτικού χαρακτήρα της απόφασης του Υπουργού, ενόψει του ότι ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός και ότι η διοικητική πλέον στέρηση του δικαιώματος προς άσκηση δικηγορίας εξυπηρετεί αποκλειστικώς το δημόσιο συμφέρον της ομαλής λειτουργίας της Δικαιοσύνης[4]. Ακολούθησαν με ίδιο ακριβώς σκεπτικό και οι αριθ. 2265/2020 και 2499/2022 αποφάσεις του ΣτΕ (δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είχαν, μάλιστα, προηγηθεί με όμοιο σκεπτικό, αναφερόμενες όμως στον προγενέστερο Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ. 3206/1954), η αριθ. 347/2020 απόφαση του ΣτΕ (Αρμ 2020.1238) και η αριθ. 1523/2017 απόφαση του ΣτΕ (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν προχωρήσει κανείς τη συλλογιστική αυτή, θα μπορούσε, ενδεχομένως, να υποστηρίξει ότι τόσο τα όργανα του Δικηγορικού Συλλόγου όσο και ο Υπουργός εντέλει, εάν δεν δρομολογήσουν την έκδοση της διαπιστωτικής περί της αποβολής της δικηγορικής ιδιότητας απόφασης, δεν αποκλείεται να βρεθούν αντιμέτωποι με κατηγορία για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος του άρθρου 259 ΠΚ.
4. Στο ερώτημα, λοιπόν, πώς οριοθετείται κατόπιν αυτών ο ρόλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η γνώμη μας είναι ότι όντως υπάρχει πλήρης ανεξαρτησία ως προς την απόφαση περί της κίνησης και διενέργειας πειθαρχικής διαδικασίας (αρχικά με προκαταρκτική έρευνα και μετά με άσκηση δίωξης ή και απευθείας με άσκηση δίωξης) σε σχέση με την ποινική διαδικασία, ότι σίγουρα η πειθαρχική έρευνα μπορεί να εμπλουτιστεί από τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας ή ακόμη και από την πρωτόδικη όμως απόφαση, ίσως και την κατ’ έφεση και έως η τελευταία να καταστεί αμετάκλητη. Όταν η ποινική απόφαση καταστεί αμετάκλητη, τότε τα περιθώρια αυτενέργειας του Πειθαρχικού Συμβουλίου εκμηδενίζονται.
V. Καταληκτικές σκέψεις - προτάσεις
1.- Καθώς εξαντλήθηκαν, πιστεύουμε, οι διάφορες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η πειθαρχική διαδικασία πρέπει να κινείται άμεσα και με γοργούς ρυθμούς, ώστε να κρίνει πρώτα 1126το Πειθαρχικό Συμβούλιο και επιβοηθητικά να γίνεται αρωγός σ’ αυτό η ποινική προδικασία. Λέγουμε προδικασία γιατί ο στόχος θα πρέπει να είναι αυτός. Να προλαβαίνει, κατά την άποψή μας, η πειθαρχική την ποινική διαδικασία, όπου είναι εφικτό, ώστε να εκκαθαρίζεται αυτή μέσα στο πλαίσιο των δικηγορικών πραγμάτων. Δεν εννοούμε τίποτε περισσότερο και ούτε έχουμε κάποια κρυφή σκέψη για τυχόν επιεικέστερη μεταχείριση του εγκαλούμενου/αναφερόμενου δικηγόρου από ένα δικηγορικό σώμα, το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Άλλωστε, αν υπάρξει αμετάκλητη ποινική καταδίκη, η διαγραφή είναι μονόδρομος. Για να δώσουμε μία ακραία πτυχή στις σκέψεις μας, ας αναλογιστεί κάποιος αν θα ήταν ανεκτό άραγε να ασκεί δικηγορία ένας παιδεραστής δικηγόρος μέχρι την έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής απόφασης λαμβανομένων υπόψη των χρόνων περαίωσης της ποινικής διαδικασίας ή, από την άλλη πλευρά, αν θα ήταν πιο φρόνιμο σε επαγγελματικά που συνδέονται με την άσκηση της δικηγορίας, όπως π.χ. στην περίπτωση υπεξαίρεσης μιας επιδικασθείσας αποζημίωσης να τιμωρείται ο επίορκος συνάδελφος χωρίς να αναμένεται η αμετάκλητη ποινική καταδίκη του. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια των δικηγόρων στελεχώνονται κατά τεκμήριο από έμπειρους δικηγόρους, δηλαδή ανθρώπους με καλή νομική γνώση και μπορούν να εκφέρουν άποψη σε πλείστες περιπτώσεις χωρίς την ανάγκη να αναμείνουν την αμετάκλητη ποινική έκβαση της περίπτωσης. Ίσως έτσι να αποσοβείτο και μία άλλως μη αναστρέψιμη κατάσταση από τυχόν ερημοδικίες και απαράδεκτα δικονομικά μέσα, που δυστυχώς υπήρξαν και τέτοιες περιπτώσεις διαγραφής δικηγόρων.
2. Προϋπόθεση ευόδωσης μίας τέτοιας προσέγγισης είναι η συνεργασία των Πειθαρχικών Οργάνων με τις διωκτικές και Εισαγγελικές αρχές, ώστε να διατίθενται κατά την κρίση του Εισαγγελέα στα πειθαρχικά όργανα κρίσιμα στοιχεία της προδικαστικής ποινικής διαδικασίας, όπως προανακριτικό ή και ανακριτικό υλικό μετά το πέρας της ανάκρισης.
3.- Εμείς οι ίδιοι οι Δικηγόροι οφείλουμε –κι έχουμε υποχρέωση άλλωστε– να προστατεύουμε το Δικηγορικό Σώμα σύμφωνα με τον όρκο μας και τις υπομνήσεις των αποφάσεων του ΣτΕ. Κατόπιν τούτων το υπό εξέταση ζήτημα καθίσταται απολύτως τεχνικό και θα πρέπει να εξελίσσεται ως εξής:
3.1.- Εάν υπάρχει αναφορά τρίτου παθόντος εντολέα και δεν υφίσταται ποινική διαδικασία σε εξέλιξη, ακολουθείται η προβλεπόμενη διαδικασία (ά. 152 ΚΔ).
3.2.- Αν εκτός από αναφορά ο εντολέας υπέβαλε και έγκληση ή χωρίς αυτός να έχει υποβάλει έγκληση αν κινήθηκε αυτεπαγγέλτως ποινική προδικασία και υπάρχει εισαγγελική ενημέρωση, θα πρέπει να γίνει διάκριση σε ποιο στάδιο αυτή βρίσκεται, δηλαδή α) εάν βρίσκεται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης για τη διερεύνηση τέλεσης ποινικού αδικήματος, ή β) εάν έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη, ή γ) εάν εκδόθηκε απόφαση.
3.2.1.- Στην πρώτη περίπτωση, θα πρέπει να διαταχθεί προκαταρκτική πειθαρχική διερεύνηση από τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου με όλη την προβλεπόμενη διαδικαστική σειρά ενεργειών (κλήση του δικηγόρου σε κατάθεση, εξέταση μαρτύρων, λήψη υπόψη αποδεικτικών στοιχείων, έκδοση πορίσματος και αναλόγως άσκηση ή μη πειθαρχικής δίωξης από τον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, στον οποίον ανατίθεται αποκλειστικά η σχετική αρμοδιότητα). Δηλαδή δεν θα πρέπει να αναστέλλεται η πειθαρχική διαδικασία. Αντιθέτως, θα εκκινήσει. Εάν στην συνέχεια κρίνει το Πειθαρχικό Συμβούλιο ότι θα πρέπει να ανασταλεί η πειθαρχική διαδικασία, αυτό είναι άλλο ζήτημα.
3.2.2.- Στη δεύτερη περίπτωση, ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου θα πρέπει να ασκήσει την πειθαρχική δίωξη (άρθρο 153 παρ. 1 ΚΔ) και θα διαβιβαστεί η υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο ή στο Τμήμα αυτού που κληρώθηκε όταν υφίστανται περισσότερα τμήματα. Ο εισηγητής του Πειθαρχικού Συμβουλίου που θα οριστεί θα διεξαγάγει την πειθαρχική ανάκριση (άρθρο 154 ΚΔ) και θα ακολουθήσουν όσα προβλέπονται.
3.2.3.- Στην τρίτη κατά σειρά περίπτωση, θα πρέπει να διακρίνουμε δύο υποπεριπτώσεις: i) Εάν η ποινική απόφαση δεν είναι τελεσίδικη, τότε θα πρέπει να ισχύουν ό,τι και στην υπό (β) περίπτωση, δηλαδή άσκηση πειθαρχικής δίωξης και πειθαρχικής ανάκρισης και, ενδεχομένως, επιβολή πειθαρχικής ποινής,
ii) εάν είναι ήδη αμετάκλητη η ποινική απόφαση, κατά τη γνώμη μας πάλι, θα πρέπει να παραλειφθεί η άσκηση πειθαρχικής δίωξης και ο Πρόεδρος του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου να διαβιβάσει αμελλητί την εν λόγω απόφαση στον Υπουργό Δικαιοσύνης για την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης περί της αυτοδίκαιης απώλειας της δικηγορικής ιδιότητας. Πράγματι, μία αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση φέρει τα εχέγγυα της ορθής κρίσης, αφού διήλθε δύο ουσιαστικά και ένα ακυρωτικό στάδιο.
11274. Για τους λόγους αυτούς, έχει τεράστια σημασία να κινείται άμεσα η πειθαρχική διαδικασία. Οι χρόνοι που προβλέπονται στον Κώδικα Δικηγόρων για τη διεκπεραίωσή της είναι ασφυκτικοί, πλην όμως θα πρέπει να τηρούνται. Σημαντικό αναγνωρίζεται εδώ το έργο του Συντονιστή Δικηγόρου που ελέγχει και την πορεία της διεκπεραίωσης του έργου των Τμημάτων του Πειθαρχικού Συμβουλίου (που ορίζεται κατά Εφετειακή περιφέρεια) ενημερώνοντας τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου (άρθρο 149 παρ. 5 ΚΔ). Σημαντική βοήθεια θα αποτελούσε, άλλωστε, στα μέλη των Τμημάτων, η πραγματική διάθεση μόνιμου γραμματέα, όπως άλλωστε προβλέπει ο ΚΔ στο άρθρο 149 παρ. 4, καθώς και η τήρηση πειθαρχικού αρχείου, χρήσιμου στις περιπτώσεις υποτροπής.-
[1] Έτσι και Β. Τσιγαρίδας/Ι. Κωνσταντίνου σε ΕρμΚώδΔικηγ (επιμ. Κ. Γώγου/Ι. Κωνσταντίνου)2, 2016, άρθρ. 152 αρ. 7.
[2] Βλ. Β. Τσιγαρίδα/Ι. Κωνσταντίνου, ό.π., άρθρ. 152 αρ. 5.
[3] Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 απαλείφθηκε και η παρ., όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 62 Ν. 4745/2020,ΦΕΚ Α 214/6.11.2020, διαμορφώθηκε ως άνω με το άρθρο 137 Ν. 4938/2022,ΦΕΚ Α 109/6.6.2022.
[4] Για την ιστορία αναφέρουμε ότι προήδρευε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Αικ. Σακελλαροπούλου.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα