Top

Ελληνική Δικαιοσύνη, 2 (2024)


ΜΠρΠατρ 69/2024 [ασφ] - σχόλιο: Ι. Κατράς/Σ. Γεωργουλέας

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο     Επόμενο »

A- A A+    Εκτύπωση   

ΜΠρΠατρ 69/2024 [ασφ]

Πρόεδρος: Μαρία Λουτράρη.
Δικηγόροι: Α. Δ., Β. Σκόνδρας.

Μετά τον ν. 4335/2015 στις δίκες ασφαλιστικών μέτρων είναι υποχρεωτική η παράσταση δικηγόρου και δεν επιτρέπεται η παράσταση του διαδίκου αυτοπροσώπως· υποχρεωτική είναι και η κατάθεση προτάσεων-σημειώματος, αλλιώς ο διάδικος δικάζεται ερήμην.

Οι διατάξεις των §§ 3 και 4 του άρθρου 115 με την προηγούμενη μορφή του, όπως δηλαδή αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του με την § 2 του άρθρου πρώτου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, όριζαν ότι ενώπιον του ειρηνοδικείου οι διάδικοι έχουν δικαίωμα, και όχι υποχρέωση, όπως στα άλλα δικαστήρια να υποβάλλουν προτάσεις, με παράλληλη δυνατότητα του ειρηνοδίκη να υποχρεώσει τους διαδίκους να καταθέσουν προτάσεις σε δύσκολες υποθέσεις. Ήδη με την τροποποιημένη διάταξη της § 3 του άρθρου 115, όπως αυτή ισχύει από 1.1.2016 καταλαμβάνουσα και τις εκκρεμείς κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 4335/2015 υποθέσεις (άρθρο ένατο § 4 ν. 4335/2015), η κατάθεση των προτάσεων καθίσταται υποχρεωτική και στο ειρηνοδικείο, καταργουμένης της δυνατότητας της παράλειψης κατάθεσης, διατηρείται δε η προαιρετική κατάθεση προτάσεων μόνο στις υποθέσεις των μικροδιαφορών, λόγω του μικρού οικονομικού αντικειμένου των τελευταίων και της εν γένει απλότητας των οικείων υποθέσεων, στις οποίες ούτως ή άλλως επιτρέπεται η παράσταση των διαδίκων χωρίς την παρουσία πληρεξουσίων δικηγόρων (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015). Συνεπώς ακόμα και στις εκκρεμείς κατά την 1.1.2016 ενώπιον του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, η κατάθεση σημειώματος - προτάσεων είναι πλέον υποχρεωτική, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι κατά το άρθρο 94 ΚΠολΔ (όπως ισχύει από 1.1.2016 μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο πρώτο § 2 ν. 4335/2015) η παράσταση με δικηγόρο είναι πλέον υποχρεωτική (και) στις δίκες ασφαλιστικών μέτρων και δεν επιτρέπεται η παράσταση του διαδίκου αυτοπροσώπως [βλ. ΜΠρΜεσολ 8/2016 ΤΝΠ-Νόμος, Γ. Ορφανίδη, Καθηγητή Πολιτικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, «Η ρύθμιση του άρθρου 94 ΚΠολΔ μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 4335/2015», Μελέτη δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας). Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι ο νομοθέτης θέλησε να συνδέσει την προαιρετική κατάθεση προτάσεων με την δυνατότητα αυτοπρόσωπης παράστασης του διαδίκου (μικροδιαφορές) και αντιστρόφως την υποχρεωτική κατάθεση προτάσεων με την υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου (όλες οι άλλες διαδικασίες πλην των μικροδιαφορών). Στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν το έγγραφο σημείωμά τους το αργότερο ως το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο [εκτός αν το δικαστήριο έταξε προθεσμία για την υποβολή σημειωμάτων μετά το πέρας της συζήτησης (βλ. άρθρο 691 § 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ)] μαζί με όλα τα αποδεικτικά και διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με το σημείωμά τους, καθώς υπάρχει υποχρέωση προς προαπόδειξη. Κύρωση από την μη κατάθεση ή μη εμπρόθεσμη κατάθεση ή γενικά μη κανονική κατάθεση προτάσεων είναι η ερημοδικία του διαδίκου, έστω και αν ο διάδικος είχε εμφανισθεί και είχε προφορικά αναπτύξει τους ισχυρισμούς του (Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2012, Τόμος 1, άρθρο 115, αριθ. 5, σ. 226, ΜΠρΘεσ 77/1994 Αρμ 1994. 845).

Στην προκείμενη περίπτωση παραστάθηκε κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος και επισπεύδων την παρούσα συζήτηση ο Α. Δ., ενόψει και του ότι αμφότεροι οι διάδικοι νομίμως παραστάθηκαν κατά τις προγενέστερες δικασίμους κατά τις οποίες αναβλήθηκε η συζήτηση της προκείμενης υπόθεσης (ως προκύπτει από το έκθεμα του δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2023, και της 26ης Απριλίου 2023, που τηρείται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού). Πλην όμως ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος, δεν κατέθεσε έγγραφο σημείωμα κατά την ορισθείσα προθεσμία που έθεσε προς τούτο το Δικαστήριο. Συνεπώς, ο διάδικος που εκπροσωπεί θεωρείται δικονομικά απών, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην άνω μείζονα σκέψη και πρέπει να δικασθεί ερήμην. Η συζήτηση, ωστόσο, θα προχωρήσει κανονικά σαν να είναι όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρα 686 § 7 ΚΠολΔ).

Παρατηρήσεις Ι

Μη κατάθεση σημειώματος και ερημοδικία διαδίκου στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων

Α.1. Σύμφωνα με το άρθρο 94 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον ν. 4335/2015, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Επιτρέπεται η δικαστική παράσταση διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο: α) στο ειρηνοδικείο, εφόσον πρόκειται για μικροδιαφορές β) για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος.

2. Κατά την απολύτως κρατούσα, πλέον, άποψη –και σε αντίθεση με το καθεστώς που ίσχυε πριν από τον ν. 4335/2015– η παράσταση με δικηγόρο και στις δίκες των ασφαλιστικών μέτρων είναι υποχρεωτική και δεν επιτρέπεται πλέον η παράσταση του διαδίκου αυτοπροσώπως (ΜΠρΜεσολ 8/2016 ΕλλΔνη 2016. 250 όπου και Σημείωμά μου, ΜΠρΠειρ 154/2018 αδημ. - Γεωργία Βρεττού, Κράνης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα: ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2020, άρθ. 690, αριθ. 2, Ι. Βαλμαντώνης σε Ι. Χαμηλοθώρη/Γ. Ορφανίδη: Ασφαλιστικά μέτρα, έκδ. 2023, σ. 82, αριθ. 171). Έτσι, πλέον γίνεται δεκτό ότι ο διάδικος που δεν παρίσταται με δικηγόρο δικάζεται ερήμην (ΜΠρΠειρ 108/2018 αδημ. - Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, ΜΠρΠειρ 528/2017 αδημ. Πηγή Τονιόλου, ΜΠρΠειρ 461/2017 αδημ. - Ιωάννα Κορίτου). Τα ίδια ισχύουν και για την παράσταση κατά τη συζήτηση για έκδοση προσωρινής διαταγής, όπου οι διάδικοι πρέπει να παρίστανται με ή διά δικηγόρου, εκτός αν συντρέχει περίπτωση να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος ή πρόκειται για προσωρινή διαταγή σε μικροδιαφορά, οπότε ο διάδικος μπορεί να παραστεί και χωρίς δικηγόρο.

Β.1. Σύμφωνα με το άρθρο 115 § 3 του ΚΠολΔ: «Με την επιφύλαξη των υποθέσεων των μικροδιαφορών, η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική». Στην § 2 του ίδιου άρθρου 115 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν δεν ορίζεται διαφορετικά, στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας καθώς και στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση. Διαφορετικά ορίζει ο νόμος –και επομένως δεν είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση– στην τακτική διαδικασία (βλ. άρθρο 237 § 6 εδ. ζ΄ του ΚΠολΔ). Είναι προφανές ότι η ρύθμιση του άρθρου 115 είχε υπόψη της την τακτική διαδικασία· γι’ αυτό στην § 2 κάνει ειδική μνεία στην εκούσια δικαιοδοσία, ενώ ως προς τις ειδικές διαδικασίες το άρθρο 591 § 1 του ΚΠολΔ παραπέμπει στη ρύθμιση και του άρθρου 115 αναφέροντας ότι: «Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών». Αντίστοιχη ρύθμιση δεν υπάρχει στις διατάξεις για τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Ερωτάται, λοιπόν, αν οι διατάξεις των άρθρων 1-590 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Ελλείψει ειδικής ρύθμιση θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις των άρθρων 1-590 του ΚΠολΔ, εφαρμόζονται και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μόνον αν δεν αντιβαίνουν στις ειδικές διατάξεις της διαδικασίας αυτής και της φύσης της ως εξαιρετικά επείγουσας.

2. Η συζήτηση στα ασφαλιστικά μέτρα παραμένει προφορική –με εξαίρεση τη συναινετική προσημείωση– και μετά τον ν. 4842/2021 (ΜΠρΗρακλ 231/2019 ΤΝΠ-Νόμος, Κράνης ό.π., άρθρο 690, αριθ. 4, Κ. Μαρτίνος/Α. Σβύνος, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 2022, άρθρο 691, αριθ. 1). Το γεγονός βέβαια αυτό δεν σημαίνει αναγκαίως ότι δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων. Όμως, και υπό το προ των νόμων 4335/2015 και 4842/2021 καθεστώς, η διάταξη του άρθρου 115 § 3 του ΚΠολΔ όριζε ότι: «Οι διάδικοι ενώπιον του ειρηνοδικείου έχουν δικαίωμα, ενώ ενώπιον των άλλων δικαστηρίων έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν προτάσεις». Και με το καθεστώς αυτό γινόταν δεκτό ότι δεν απαιτείτο η κατάθεση προτάσεων στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, παρά το γεγονός ότι η διάταξη όριζε ότι οι διάδικοι ενώπιον των άλλων δικαστηρίων έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν προτάσεις. Έτσι, και υπό το καθεστώς των νόμων 4335/2015 και 4842/2021 γίνεται δεκτό ότι δεν απαιτείται στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων η κατάθεση προτάσεων-σημειώματος (Κράνης: ό.π., Κ. Μαρτίνος/Α. Σβύνος: ό.π., άρθ. 691, αριθ. 1, Ι. Βαλμαντώνης: ό.π., σ. 691, αριθ. 189).

3. Η σχολιαζόμενη απόφαση δέχθηκε ότι εφόσον ο αιτών δεν κατέθεσε σημείωμα μέσα στη δοθείσα προθεσμία, δικάζεται ερήμην. Το περίεργο με τα ασφαλιστικά μέτρα είναι ότι σε αντίθεση προς τια άλλες διαδικασίες (τακτική, ειδικές, εκουσία) συνήθως το σημείωμα κατατίθεται μετά τη συζήτηση μέσα σε προθεσμία που ορίζει το δικαστήριο. Επομένως, δεν είναι λογικό να θεωρείται νομίμως προστάμενος ο διάδικος κατά τη συζήτηση και εκ των υστέρων μετά τη συζήτηση να θεωρείται ο ίδιος διάδικος ως μη νομίμως παραστάς και να ερημοδικάζεται.

Γ.1. Ένα άλλο ζήτημα που πρέπει να επισημανθεί είναι η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 686 § 7 του ΚΠολΔ. Κατά τη διάταξη αυτή «Αν κατά τη συζήτηση της αίτησης ή της ανταίτησης στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι». Γίνεται δεκτό ότι από τη διάταξη αυτή του άρθρου 686 § 7 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η ερημοδικία οποιουδήποτε διαδίκου στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν συνεπάγεται βλαβερές δικονομικές συνέπειες γι' αυτόν, δεδομένου ότι, στη διαδικασία αυτή ισχύει, το ανακριτικό σύστημα και συνεπώς, σε περίπτωση ερημοδικίας διαδίκου, αυτός δικάζεται σαν να ήταν παρών. Το δικαστήριο όμως προβαίνει πάντα σε αυτεπάγγελτη έρευνα, κατ’ άρθ. 110 § 2 ΚΠολΔ, για τη νομιμότητα και το εμπρόθεσμο της κλήτευσης του απόντος διαδίκου, σε περίπτωση δε που η κλήτευση δεν έγινε καθόλου ή έγινε εκπρόθεσμα ή κατά τρόπο μη νόμιμο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης (ΜΠρΘεσ 3593/2023 αδημ. - Βασίλειος Κατέρης).

2. Δεν γίνεται αντιληπτό τι ακριβώς εξυπηρετεί η διάταξη αυτή του άρθρου 686 § 7 του ΚΠολΔ και δεν εφαρμόζονται οι συνέπειες της ερημοδικίας του ισχύουν στις λοιπές διαδικασίες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Σε τι εξυπηρετεί την ταχεία πολιτική δίκη, όπως επιγράφεται ο ν. 4842/2021; Ορθότερη θα ήταν η θεσμοθέτηση της δυσμενούς συνέπειας της ερημοδικίας του διαδίκου και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

3. Να σημειωθεί ότι η ΜΠρΘεσ 361/2023 (αδημ. - Νικόλαος Παύλου), παραλείποντας να αναφερθεί στη διάταξη του άρθρου 686 § 7 ΚΠολΔ (η οποία προστέθηκε με το άρθρο 45 του ν. 4842/2021), δέχθηκε ότι: «Η ερημοδικία του αιτούντος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίζεται όπως η ερημοδικία του καθού η αίτηση. Πράγματι, η ερημοδικία αυτού που ζητεί προσωρινή δικαστική προστασία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ευνοϊκότερα από ό,τι στην περίπτωση της οριστικής δικαστικής προστασίας. Εφόσον ο αιτών ερημοδικεί, δεν είναι δυνατόν για το Δικαστήριο να ασχοληθεί με ένα αίτημα, το οποίο στην πραγματικότητα εγκαταλείφθηκε από τον ενδιαφερόμενο. Τελολογικώς λοιπόν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του αιτούντος, η αίτηση πρέπει να απορρίπτεται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο (βλ. ΜΠρΘεσ 15162/2018 ΕλλΔνη 60. 543, ΜΠρΒολ 1007/2017 ΕλλΔνη 58. 1765, με σύμφωνες παρατηρήσεις Ι. Κατρά, με παραπομπή και στην ΜΠρΠειρ 3/2017 αδημ., ΜΠρΚεφ 28/2014 ΕλλΔνη 55. 585, Ι. Κατράς, Σύστημα Ασφαλιστικών Μέτρων κ.λπ., εκδ. γ΄, 2013, σ. 162-163)». Η άποψη αυτή, είναι μεν contra legem, πρέπει όμως να επικροτηθεί ως ορθή και να νομοθετηθεί.

Ι. Ν. Κατράς

Παρατηρήσεις ΙΙ

Υποχρεωτική παράσταση πληρεξουσίου δικηγόρου και συνέπειες μη καταθέσεως «σημειώματος» (προτάσεων) στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων μετά τον ν. 4335/2015: Υπερβολική «τυποποίηση» της διαδικασίας ή προσαρμογή του ΚΠολΔ στη δικαστηριακή πρακτική με σκοπό την πληρέστερη προστασία των διαδίκων;

Η σχολιαζομένη απόφαση του ΜΠρΠατρ πραγματεύεται συνολικώς –και ορθώς κατά την άποψή μας– το πλαίσιο παραστάσεως των διαδίκων στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4335/2015. Με την τροποποίηση των άρθρων 94 και 115 ΚΠολΔ από το άρθρο πρώτο § 1 ν. 4335/2015 έχει καταστεί –χωρίς εξαιρέσεις– υποχρεωτική στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων η παράσταση των διαδίκων με πληρεξούσιο δικηγόρο. Η εν λόγω τροποποίηση του άρθρου 94 ΚΠολΔ, το οποίο, υπό την προ του ν. 4335/2015 διατύπωσή του, ρητώς εξαιρούσε τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων από τη σχετική υποχρέωση (περίπτωση β΄ της παραγράφου 2), κρίνεται κατ’ αρχήν ορθή, αφ’ ενός μεν διότι η αυξανομένη πολυπλοκότητα μεγάλου αριθμού υποθέσεων επιβάλλει χειρισμό τους από επαγγελματία νομικό, αφ’ ετέρου δε διότι εν πάση περιπτώσει με τον τρόπο αυτό διασφαλίζονται κατά τον βέλτιστο τρόπο τα έννομα συμφέροντα των διαδίκων στο πλαίσιο της σύγχρονης πολιτικής δίκης. Σημειωτέον ότι η διαλαμβανομένη στην ισχύουσα διάταξη της περ. β΄ § 2 του άρθρου 94 ΚΠολΔ εξαίρεση της παραστάσεως χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο («για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος») δεν δύναται να αγάγει στο συμπέρασμα ότι, λόγω της συνδρομής «επικειμένου κινδύνου» ως διαδικαστικής προϋποθέσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει να επιτρέπεται (γενικώς) η αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου[1], διότι στην προκειμένη περίπτωση ο «επικείμενος κίνδυνος» συνέχεται όχι με την ουσία της υποθέσεως, αλλά ακριβώς με την αδυναμία παραστάσεως με πληρεξούσιο δικηγόρο[2], προϋπόθεση, η οποία συνήθως δεν θα συντρέχει, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά την κρατούσα δικαστηριακή πρακτική, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων επιδίδεται στον καθ’ ου αυτή προ της προσδιορισθείσας δικασίμου προς συζήτηση και σε ικανή χρονική απόσταση από αυτήν κατά την κρίση του αρμοδίου για τον προσδιορισμό Δικαστή (άρθρο 686 § 2 ΚΠολΔ), ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος για την ανεύρεση πληρεξουσίου δικηγόρου και για την προετοιμασία της άμυνας προεχόντως του καθ’ ου η αίτηση (δεδομένου ότι ο επιτιθέμενος αιτών, ως διατηρών την πρωτοβουλία των κινήσεων, έχει προετοιμασθεί καταλλήλως για την προσήκουσα παράστασή του στο Δικαστήριο).

Περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά στο έτερο ζήτημα της υποχρεωτικής καταθέσεως προτάσεων («σημειώματος», όπως είναι γνωστό στη δικαστηριακή πρακτική) στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, στο Πέμπτο Βιβλίο του ΚΠολΔ περί ασφαλιστικών μέτρων δεν διαλαμβάνεται σχετική ειδική διάταξη και ως εκ τούτου ισχύει η νέα γενική ρύθμιση της παραγράφου 3 του άρθρου 115 ΚΠολΔ, η οποία ρητώς εξαιρεί από τη σχετική υποχρέωση αποκλειστικώς και μόνο τις υπαγόμενες στη διαδικασία των μικροδιαφορών υποθέσεις. Η τελευταία αυτή διάταξη παρίσταται, κατά την άποψή μας, απολύτως σαφής, και ως εκ τούτου η κατάθεση προτάσεων («σημειώματος») στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι πλέον υποχρεωτική[3], η δε ρύθμιση αυτή είναι συστηματικώς και τελολογικώς πλήρως συμβατή με την πρόβλεψη της υποχρεωτικής εκπροσωπήσεως από πληρεξούσιο δικηγόρο, όπως ευστόχως γίνεται δεκτό από την σχολιαζομένη απόφαση («…ο νομοθέτης θέλησε να συνδέσει την προαιρετική κατάθεση προτάσεων με την δυνατότητα αυτοπρόσωπης παράστασης του διαδίκου (μικροδιαφορές) και αντιστρόφως την υποχρεωτική κατάθεση προτάσεων με την υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου (όλες οι άλλες διαδικασίες πλην των μικροδιαφορών)…»), και διευκολύνει το σχηματισμό ορθής δικανικής κρίσεως, καθ’ όσον παρέχεται, δια της παραθέσεως των εκατέρωθεν ισχυρισμών στα κατατιθέμενα «σημειώματα», δυνατότητα ενδελεχούς μελέτης αυτών, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας τόσο των νομικών, όσο και των πραγματικών ζητημάτων, τα οποία τίθενται όλο και συχνότερα στα πλαίσια των συγχρόνων συναλλαγών και εν γένει της συνεχούς εξελίξεως των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Η αντίθετη άποψη[4], υποστηρίζουσα (χωρίς πειστική επιχειρηματολογία) ότι και υπό το καθεστώς ισχύος του ν. 4335/2015 είναι προαιρετική η κατάθεση «σημειώματος», δεν δύναται να εξεύρει έρεισμα στη φύση των ασφαλιστικών μέτρων και ιδίως στην καθιέρωση του ανακριτικού συστήματος (άρθρο 691 § 1 ΚΠολΔ), διότι αφ’ ενός μεν η εφαρμογή του ανακριτικού συστήματος δεν εκτοπίζει το γενικώς κρατούν στην πολιτική δίκη σύστημα της συζητήσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ), αλλά συνδυάζεται με αυτό, ως εκ τούτου δε δεν έχει την έννοια ότι ο Δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων λαμβάνει υπόψη του γεγονότα θεμελιωτικά αυτοτελών ισχυρισμών, μη επικληθέντα εκ μέρους των διαδίκων ή στηριζόμενα αποκλειστικώς στις ιδιωτικές του γνώσεις, αλλά απλώς ότι δύναται να αναζητεί τα απαιτούμενα στοιχεία για το σχηματισμό της κρίσεώς του[5] επί τη βάσει των προταθέντων ισχυρισμών, με συνέπεια να μην είναι εξ ορισμού ασύμβατη με την υποχρεωτική κατάθεση προτάσεων («σημειώματος»), αφ’ ετέρου δε ανακριτικό σύστημα ισχύει και στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 744 ΚΠολΔ), όπου η υποχρεωτική κατάθεση προτάσεων ουδόλως αμφισβητείται[6]. Εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο ή δεν καταθέσει έγγραφες προτάσεις («σημείωμα»), τότε, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 686 § 7 ΚΠολΔ, όπως έχει τροποποιηθεί με τη διάταξη του άρθρου 45 ν. 4842/2021, θεωρείται ότι δεν λαμβάνει νομίμως μέρος στη συζήτηση και λογίζεται ερήμην δικαζόμενος, χωρίς όμως να υφίσταται δυσμενείς συνέπειες ερημοδικίας, καθ’ όσον «η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι»[7]. Ωστόσο, η αυστηρή τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων σε όλο το πλέγμα των υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων και δη σε υποθέσεις, όπου εν τοις πράγμασιν ελλείπει το στοιχείο της αντιδικίας (όπως προεχόντως η ιδιαιτέρως συχνή στην δικαστηριακή πρακτική συναινετική εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης κατά τη διάταξη του άρθρου 706 ΚΠολΔ προς εξασφάλιση απαιτήσεων από δάνεια και λοιπές πιστωτικές συμβάσεις και η ανάκληση αυτής μετά την ολοσχερή εξόφληση των σχετικών απαιτήσεων), παρίσταται ανεπιεικής για τον καθ’ ου η σχετική αίτηση (κατά κανόνα υποψήφιο λήπτη στεγαστικού ή καταναλωτικού ή επιχειρηματικού δανείου ή λήπτη πιστώσεως με αλληλόχρεο λογαριασμό, ο οποίος παρέχει εμπράγματη εξασφάλιση του λαμβανομένου δανείου ή της λαμβανομένης πιστώσεως στο αιτούν πιστωτικό ίδρυμα), διότι συνεπάγεται μη αναγκαία επιβάρυνση αυτού με δικαστικά έξοδα, για το λόγο δε αυτό είναι σκόπιμη η εισαγωγή σχετικής εξαιρέσεως με πρόβλεψη δυνατότητας αυτοπρόσωπης εμφανίσεως του διαδίκου και συμμετοχής του στη διαδικασία προς παροχή της συναινέσεως αυτού προφορικώς, χωρίς υποχρέωση καταθέσεως εγγράφου «σημειώματος», ενόψει ιδίως της επικειμένης ψηφίσεως από την Βουλή των Ελλήνων του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπό τον τίτλο «Ενίσχυση δικηγορικής ύλης: Ρυθμίσεις για τα σωματεία, τα κληρονομητήρια, τις αποδοχές και αποποιήσεις κληρονομιών, τις εγγραφές και εξαλείψεις συναινετικών προσημειώσεων υποθηκών και τις ένορκες βεβαιώσεις και για το Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων και την πληρωμή των υποθέσεων νομικής βοήθειας», δια του οποίου εισάγεται νέο άρθρο 706Α στον ΚΠολΔ, προβλέπον (παραλλήλως προς την ρύθμιση του άρθρου 706 ΚΠολΔ) τη συναινετική εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης από δικηγόρο.

Σπύρος Γεωργουλέας

Εφέτης



[1] Όπως δέχονται οι Κ. Γεωργίου, Η ικανότητα προς το δικολογείν: ιστορική διαδρομή της ΚΠολΔ 94 και το πρόβλημα της ικανότητας προς το δικολογείν στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, εις ΕλλΔνη 57. 130 επ., ασαφώς Γρ. Κομπολίτης, Τροποποιηθείσες διατάξεις που αφορούν ειδικά την ενώπιον του Ειρηνοδικείου διαδικασία, εις ΕλλΔνη 57. 123 επ., Β. Φούρκας, Η εφαρμογή του άρθρου 94 ΚΠολΔ μετά τις τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 (πότε επιτρέπεται η αυτοπρόσωπη παράσταση διαδίκου προς επιχείρηση διαδικαστικών πράξεων στην πολιτική δίκη), εις ΕΠολΔ 2016 188. Ομοίως η ΜΠΠειρ 501/2016 ΝοΒ 2016. 2075 και η ΕιρΑθ 73/2019 ΤΝΠ-Νόμος.

[2] Δ. Κράνης, εις Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα [Δ. Κράνης/Π. Αρβανιτάκης/Ι. Φιλιώτης], Ερμηνεία ΚΠολΔ2, 2η έκδ., 2020, άρθρα 682-903, Ασφαλιστικά Μέτρα – Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας – Διαιτησία, υπό το άρθρο 690, αριθ. 2, Χ. Απαλαγάκη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2016, σ. 334, Μ. Μαργαρίτης/Ά. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Θεωρία – Νομολογία, Τ. Ι, έκδ. 2η, 2018, υπό το άρθρο 94, αριθ. 5, Γ. Ορφανίδης, Η ρύθμιση του άρθρου 94 ΚΠολΔ μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 4335/2015 (δημοσιευθείσα στην ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας), Γ. Διαμαντόπουλος, Τα ασφαλιστικά μέτρα μετά το ν. 4335/2015 και επίκαιρα ζητήματα της δίκης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον ειρηνοδικείου (εισήγηση στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών), Αγγ. Καγιούλη, Οι τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων σύμφωνα με το ν. 4335/2015, εις ΕλλΔνη 57. 138 επ., 143, Ε. Τζουνάκου, Υποχρεωτική η παράσταση δικηγόρου στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μετά το ν. 4335/2015; εις ΝοΒ 2017. 1001 επ. Ομοίως οι ΜΠρΕυρυτ 33/2019 ΤΝΠ-Νόμος, ΜΠρΜεσ 8/2016 ΕλλΔνη 57. 250 με σημ. Ι. Κατρά, ΜΠρΑμφ 48/2016 ΝοΒ 2017. 342 επ., ΕιρΘεσ 526/2020, ΕιρΧαν 212/2017, ΕιρΧαν 92/2017, ΕιρΡοδ 161/2017 ΤΝΠ-Νόμος.

[3] ΕιρΧαν 92/2017 ΤΝΠ-Νόμος.

[4] Δ. Κράνης, ό.π., υπό τον αριθ. 4, Μ. Μαργαρίτης/Ά. Μαργαρίτη, ό.π., Τ. Ι, υπό το άρθρο 115, αριθ. 8, ΕιρΑθ 73/2019 ΤΝΠ-Νόμος.

[5] Ι. Χαμηλοθώρης, Ασφαλιστικά Μέτρα, Ερμηνεία – Νομολογία – Υποδείγματα, 2010, σ. 51-52, Δ. Κράνης, ό.π., υπό το άρθρο 691, αριθ. 1, Μ. Μαργαρίτης/Ά. Μαργαρίτη, ό.π., Τ. ΙΙ, υπό το άρθρο 691, αριθ. 2. Ομοίως ΜΠρΠειρ 3297/2019 αδημ., ΜΠρΓρεβ 258/2008 Αρμ 2008. 1678, ΜΠρΑθ 5217/1999 Δ 1999. 759, ΜΠρΠειρ 2393/1992 ΕλλΔνη 34. 1549 και ΑΠ 1509/1982 Δ 1984. 322 ως προς το ανεπίτρεπτο αξιοποιήσεως των ιδιωτικών γνώσεων του Δικαστή.

[6] Μ. Μαργαρίτης/Ά. Μαργαρίτη, ό.π., Τ. Ι, υπό το άρθρο 115, αριθ. 8.

[7] Δ. Κράνης, ό.π., υπό τους αριθ. 2-3, ΜΠρΠατρ 381/2017 ΤΝΠ-Νόμος.