ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Το άρθ. 4 § 3 της ΣΕΕ υποχρεώνει όλες τις κρατικές λειτουργίες, και τη δικαστική, στη λήψη γενικών ή ειδικών μέτρων, κατάλληλων να εξασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη, συμπεριλαμβανομένης και της μεταφοράς των Οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο και της σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου.
Σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης, ο διάδοχος εργοδότης έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τη συνέχιση ασφαλιστικού προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών από ομαδική ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ του μεταβιβάζοντος εργοδότη και ασφαλιστικής εταιρείας. Αν ο μεταβιβάζων δεν άσκησε το δικαίωμα καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης πριν από τη μεταβίβαση της επιχείρησης, ο οικειοθελής ή μη χαρακτήρας του προγράμματος δεν ενδιαφέρει, διότι γεννάται εκ του νόμου αξίωση των εργαζομένων για άμεση εκκαθάριση και καταβολή της παροχής, ως εάν έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος. Η εκκαθάριση γίνεται από τον εργοδότη από κοινού με επιτροπή των εργαζομένων. Η επιλογή της μεθόδου υπολογισμού της παροχής, δηλαδή των καταβλητέων, απόκειται στον εκκαθαριστή (μεταβιβάζοντα εργοδότη και εκπροσώπους των εργαζομένων). Κρίσιμος χρόνος για να υπολογισθεί η παροχή. Στα προγράμματα καθορισμένης παροχής, ο κάθε δικαιούχος έχει δικαίωμα να λάβει εκείνη την παροχή που δικαιούται και είναι ανάλογη με το στάδιο ωρίμανσης του δικαιώματός του κατά το χρονικό σημείο της μεταβίβασης της επιχείρησης. Ποιοι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα συμμετοχής στη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης.
Ι. Το άρθρο 4 § 3 της ΣΕΕ (πρώην άρθρο 10 ΣΕΚ, πρώην άρθρο 5 ΣΕΟΚ) υποχρεώνει όλες τις κρατικές λειτουργίες, άρα και τη δικαστική, στη λήψη γενικών ή ειδικών μέτρων, κατάλληλων να εξασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη, συμπεριλαμβανομένης και της μεταφοράς των Οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο και της σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Η υποχρέωση σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή της υπεροχής του, υφίσταται και πριν από την πάροδο της προθεσμίας προσαρμογής της νομοθεσίας των κρατών-μελών στις απαιτήσεις της σχετικής Οδηγίας (ΑΠ 533/2011). Κατά το ΔΕΚ (C-212/2004 Αδενέλερ κ.λπ.), η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, λαμβάνοντας υπ' όψιν το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας μεθόδους ερμηνείας που αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό, προκειμένου να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της επίμαχης Οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η Οδηγία αυτή και μάλιστα να τροποποιούν προς τούτο, εάν είναι ανάγκη, την πάγια νομολογία τους (ΔΕΕ Vera Engerberger κατά Evangelisches Werk). Ωστόσο η ερμηνεία του εθνικού́ δικαστή́ δεν μπορεί́ να κείται πέραν του γραμματικά́ δυνατού́ νοήματος της εθνικής διάταξης, να εξικνείται, δηλαδή́, μέχρι του σημείου μιας contra legem ερμηνείας αυτής (ΔΕΕ C-441/14), ούτε να απονέμει δικαιώματα ή να επιβάλει υποχρεώσεις σε ιδιώτες, οι οποίες δεν προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο, αιφνιδιάζοντας τους πολίτες με βάρη άγνωστα τα οποία δεν θα μπορούσαν να προβλέψουν και εφαρμόσουν. Εξυπακούεται ότι η υποχρέωση του δικαστηρίου να εφαρμόσει την Οδηγία προϋποθέτει τη διαπίστωση ότι η υπό κρίση υπόθεση εμπίπτει στους οριζόμενους από την Οδηγία σκοπό και πεδίο εφαρμογής. Περαιτέρω η παράγραφος 4 του άρθρου 3 της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ «περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων των επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων», με την οποία κωδικοποιήθηκε η Οδηγία 98/50/ΕΚ με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο πλην της νέας αρίθμησης των διατάξεών της, ορίζει ότι: «α) Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, οι παράγραφοι 1 και 3 δεν εφαρμόζονται επί των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε παροχές λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή προς επιζώντες βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδότησης, που ισχύουν εκτός των προβλεπόμενων εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των κρατών μελών, β) ακόμη και όταν δεν προβλέπουν σύμφωνα με το στοιχείο α) ότι οι παράγραφοι 1 και 3 εφαρμόζονται επί αυτών των δικαιωμάτων, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, καθώς και των προσώπων που έχουν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του εκχωρητή́ κατά́ την στιγμή́ της μεταβίβασης, όσον αφορά́ τα κεκτημένα δικαιώματα ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές λόγω γήρατος, περιλαμβανομένων των παροχών προς επιζώντες, βάσει των συμπληρωματικών συστημάτων που αναφέρονται στο ανωτέρω στοιχείο α)». Τούτο σημαίνει ότι, καταρχήν, η Οδηγία δίνει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να αποφασίσουν εάν θα εντάξουν τα συμπληρωματικά́ συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδότησης στον κανόνα της αυτοδίκαιης μεταβίβασης των όρων της εργασιακής σχέσης στον διάδοχο εργοδότη. Εάν τα κράτη μέλη αποφασίσουν να εξαιρέσουν τα συστήματα αυτά́ από́ τον κανόνα της αυτοδίκαιης μεταβίβασης, είναι υποχρεωμένα κατά́ την Οδηγία, να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την καθολική́ προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων που πηγάζουν από́ τα συστήματα αυτά́. Επιπροσθέτως η ως άνω εξαίρεση από την καθολική, κατά τα λοιπά, προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά, καθώς πρόκειται για επαχθή ρύθμιση, στερητική των δικαιωμάτων τους (ΔΕΕ C-126/2016, C-164/2000). Τέλος, η έννοια του κεκτημένου δικαιώματος θα πρέπει να αποδοθεί ορθότερα ως άμεση αξίωση, κατά πιστή μετάφραση του εν λόγω χωρίου από το αγγλικό κείμενο της Οδηγίας που αναφέρεται σε «immediate entitlement», δηλαδή σε άμεση αξίωση, σε αντιδιαστολή με την προσδοκώμενη αξίωση (prospective entitlement), η οποία στην ελληνική έκδοση της Οδηγίας αποδόθηκε ως «εκείνα (τα δικαιώματα) που πρόκειται να αποκτηθούν». Υπό την έννοια αυτή η άμεση αξίωση γεννάται με τη συμπλήρωση του ορίου συνταξιοδότησης, ενώ η προσδοκία στην αξίωση γεννάται εφόσον συμπληρωθούν οι προϋποθέσεις που τίθενται στη σύμβαση ομαδικής ασφάλισης. Ωσότου συντρέξουν οι τελευταίες, ωσότου δηλαδή αποκτηθεί ώριμο συνταξιοδοτικό δικαίωμα, για το οποίο υφίσταται νόμιμη προσδοκία ότι μπορεί να ικανοποιηθεί, υφίσταται απλή προσδοκία δικαιώματος, η οποία δεν γεννά αξιώσεις (ΟλΑΠ 19/2006, 40/1998, ΑΠ 1270/2010) αντιθέτως, με την συνδρομή αυτών γεννάται δικαίωμα προσδοκίας, προστατευτέο, κατά τα διαλαμβανόμενα υπό ΙΙ.
ΙΙ. Ειδικότερα, κατά την § 1 του άρθρου 4 του π.δ. 178/2002 και ήδη άρθρου 350 του π.δ. 80/2022 «Μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου», οι διατάξεις του οποίου κατά το άρθρο 2 αυτού, εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, «διά της μεταβιβάσεως και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταβιβάζονται στο διάδοχο. Ο μεταβιβάζων και μετά τη μεταβίβαση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος». Δεν ενδιαφέρει η πηγή των υποχρεώσεων που μπορεί να οφείλονται σε οποιαδήποτε νόμιμη ή συμβατική αιτία, όπως είναι η επιχειρησιακή συνήθεια (ΑΠ 1319/2006). Σε περίπτωση μεταβίβασης τμήματος εκμετάλλευσης ή δραστηριότητας ή λειτουργίας στο νέο εργοδότη, μεταβιβάζονται μόνο οι εργασιακές σχέσεις που εντάσσονται στο μεταβιβαζόμενο τμήμα ή στη μεταβιβαζόμενη λειτουργία ή δραστηριότητα (ΑΠ 1553/2002). Αντίθετα, δεν μεταβιβάζονται στον διάδοχο εργοδότη εργασιακές σχέσεις που εντοπίζονται σε τμήματα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης τα οποία καταργούνται, ή εξακολουθούν να λειτουργούν υπό́ τον αρχικό́ εργοδότη. Εξαίρεση προβλέπεται στην § 3 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι «σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης, είτε με μορφή ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική επιχείρηση..., ισχύουν τα εξής: ... Γ) Αν ο διάδοχος, πριν από τη μεταβίβαση, αρνηθεί τη συνέχιση της ασφαλιστικής σύμβασης με μορφή ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική επιχείρηση,... τα σχετικά κεφάλαια με μορφή είτε μαθηματικού αποθέματος είτε λογαριασμού συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ανήκουν στους εργαζόμενους. Στην περίπτωση αυτή, τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων ως και τα δικαιώματα προσδοκίας για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων, των οποίων η σχέση εργασίας λύθηκε κατά τον χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης, εξασφαλίζονται ως εξής: α) Στην περίπτωση ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική επιχείρηση..., τα σχετικά κεφάλαια τα οποία συγκεντρώνονται στην ασφαλιστική επιχείρηση..., εκκαθαρίζονται από τον μεταβιβάζοντα και τους εκπροσώπους των εργαζομένων και διανέμονται στους εργαζόμενους από την ασφαλιστική επιχείρηση... με βάση την δεδουλευμένη παροχή (accrued benefit) ή την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής (project benefit) σε περίπτωση προγραμμάτων με καθορισμένη παροχή... Δ) Εφόσον στην επιχείρηση δεν υπάρχουν συμβούλια εργαζομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του ν. 1767/1988, στις διαβουλεύσεις, στην εκκαθάριση και στη διανομή συμμετέχει τριμελής επιτροπή που εκλέγεται από τους εργαζόμενους με άμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορία, σε συνέλευση που συγκαλείται από τη συνδικαλιστική οργάνωση που έχει τα περισσότερα μέλη στην επιχείρηση. Ε) Αντιρρήσεις κατά του πίνακα διανομής εκδικάζονται από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. ΣΤ) Υφιστάμενα δικαιώματα για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων περιλαμβανομένων και των εργαζομένων, που η σχέση εργασίας τους λύθηκε κατά το χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης, (παροχές επιζώντων) δεν παραβλάπτονται συνεπεία της μεταβίβασης και λαμβάνονται υπ' όψιν κατά την διαδικασία διανομής των υπoπαραγράφων Γ, Δ και Ε ως ανωτέρω». Από την ανωτέρω διάταξη, ερμηνευόμενη, κατά τα εκτιθέμενα υπό Ι, από τον εθνικό δικαστή σύμφωνα με το κείμενο και το σκοπό της Οδηγίας), προκύπτουν τα ακόλουθα: Σε περίπτωση προγράμματος ομαδικής ασφάλισης σε ασφαλιστική επιχείρηση, με καθορισμένη παροχή, τη συνέχιση του οποίου αρνείται ο νέος εργοδότης, τα σχετικά κεφάλαια ανήκουν στους εργαζομένους και εκκαθαρίζονται υποχρεωτικά με σκοπό τη διανομή τους στους δικαιούχους. Ορίζοντας ο νομοθέτης ότι τα σχετικά κεφάλαια «ανήκουν» στους εργαζομένους επιβεβαιώνει ότι με την άρνηση του διαδόχου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση γεννάται αξίωση των εργαζομένων για άμεση εκκαθάριση και καταβολή της παροχής, ως να έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος. Επομένως ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να τα διανείμει σύμφωνα με τις προβλέψεις της περ. Γ. Η εκκαθάριση γίνεται από τον εργοδότη από κοινού με επιτροπή εργαζομένων, (εκκαθαριστές) χωρίς όμως η απουσία της τελευταίας από τη διαδικασία να προκαλεί την ακυρότητά της (ΑΠ 1082/2010), τυχόν δε αντίρρηση ως προς τα ποσά που καταγράφονται στον πίνακα, επιλύεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο. Η επιλογή της μεθόδου υπολογισμού της παροχής, δηλαδή των καταβλητέων, απόκειται στον εκκαθαριστή (δηλαδή τον μεταβιβάζοντα και τους εκπροσώπους των εργαζομένων, ΑΠ 603, 604/2017), ενώ ο κρίσιμος χρόνος για να υπολογισθεί η παροχή, ανεξαρτήτως της μεθόδου που θα επιλεγεί, είναι α) για τους ήδη αποχωρήσαντες η ημερομηνία αποχώρησης και β) για τους λοιπούς η ημερομηνία της μεταβίβασης της επιχείρησης. Στα προγράμματα καθορισμένης παροχής, δηλαδή στα προγράμματα με τα οποία ο εργοδότης υπόσχεται να καταβάλει προς τους εργαζομένους, με την πλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, καθορισμένες παροχές (εφάπαξ παροχή ή σύνταξη), παραμένοντας υπόχρεος στην καταβολή τους ανεξάρτητα από την εξέλιξη του προγράμματος και αναλαμβάνοντας τον οικονομικό κίνδυνο, υπό την έννοια ότι αναλαμβάνει τόσο τον αναλογιστικό κίνδυνο, όταν οι παροχές που θα πρέπει να καταβληθούν υπερβαίνουν το κεφάλαιο που έχει συγκεντρωθεί, όσο και τον επενδυτικό κίνδυνο, εάν οι επενδύσεις του κεφαλαίου δεν αποδώσουν τα αναμενόμενα, τα κεφάλαια περιλαμβάνουν, εκτός από τις συσσωρευμένες έως το χρόνο της μεταβίβασης εισφορές του εργοδότη μαζί με τις τυχόν αποδόσεις των επενδύσεών τους, και τις τυχόν απαιτήσεις κατά του εργοδότη που καλείται να καταβάλει τα χρηματικά ποσά που απαιτούνται, ώστε ο κάθε δικαιούχος να λάβει στο χρονικό σημείο της μεταβίβασης της επιχείρησης εκείνη την παροχή που δικαιούται και είναι ανάλογη με το στάδιο ωρίμανσης του δικαιώματός του. Δεδουλευμένη παροχή είναι οι μελλοντικές ισόβιες καταβολές της παροχής, η οποία υπολογίζεται βάσει των δεδομένων του εργαζομένου (μισθός, προϋπηρεσία) που ισχύουν κατά την ημερομηνία του υπολογισμού, με άλλα λόγια οι παροχές του προγράμματος υπολογιζόμενες ως εάν ήταν καταβλητέες κατά την ημερομηνία άρνησης του διαδόχου με βάση τον «δεδουλευμένο χρόνο» και όχι το συνολικό χρόνο μέχρι την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Αντίθετα, μελλοντική παροχή είναι οι μελλοντικές ισόβιες καταβολές της παροχής, η οποία υπολογίζεται βάσει των δεδομένων του εργαζομένου που θα ισχύσουν κατά την ημερομηνία κανονικής συνταξιοδότησής του, δηλαδή την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Η δε παρούσα αξία της μελλοντικής παροχής είναι η αξία της μελλοντικής παροχής σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, λαμβάνοντας υπόψιν προεξοφλητικό παράγοντα που υπολογίζεται μεταξύ της τη συγκεκριμένης χρονικής στιγμής μέχρι τη (μελλοντική) ηλικία κανονικής συνταξιοδότησης. Έτσι οι μελλοντικές παροχές υπολογίζονται απομειωμένες ώστε να προσαρμοσθούν στην παρούσα αξία (αυτήν της ημερομηνίας εκκαθάρισης) η δε μέθοδος προσαρμογής συνίσταται στην αφαίρεση ποσού που υπολογίζεται με προεξοφλητικό επιτόκιο, καθώς ο νόμος αναφερόμενος σε «παρούσα αξία μελλοντικής παροχής» εμπεριέχει, λόγω της έννοιας αυτής, τον προεξοφλητικό τόκο ως μέσο για την υπολογισμό της απομείωσης της μελλοντικής παροχής. Ο τόκος αυτός είναι δυνατόν να προσδιορίζεται συμβατικά, ενδέχεται όμως και να είναι νομοθετημένος. Διατυπώνοντας τη διάταξη (άρθρο 4 § 3 υποπαρ. Γ του π.δ. 178/2002) με το διαζευκτικό «ή», χωρίς αναφορά σε άλλες προϋποθέσεις, ο νομοθέτης αφήνει την επιλογή στους εκκαθαριστές, θεωρώντας ισότιμα τα δυο συστήματα επιλογής ως προς την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων (ΑΠ 603, 604/1917). Αν ήθελε ο νομοθέτης η εκκαθάριση των απαιτήσεων να αναφέρεται σε συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων (όπως των αποχωρησάντων η δεδουλευμένη και των με ενεργή σχέση εργασίας η παρούσα αξία μελλοντικής παροχής, αντίστοιχα) θα το είχε ορίσει ρητά. Σχετικά με τους δικαιούχους του ασφαλίσματος συνάγεται ότι: 1) Δικαίωμα συμμετοχής στη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης έχουν οι εργαζόμενοι που διατηρούν ενεργή σχέση εργασίας με τη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση, αλλά και όσοι έχουν ήδη αποχωρήσει και χαρακτηρίζονται ως εν αναμονή δικαιούχοι. Ειδικότερα, η υπό ΣΤ περίπτωση της διάταξης καταλαμβάνει κάθε εργαζόμενο η σχέση εργασίας του οποίου λύθηκε «μέχρι» το χρόνο της μεταβίβασης, δηλαδή σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή πριν από τη μεταβίβαση της επιχείρησης και όχι μόνο εκείνους των οποίων η σχέση εργασίας λύθηκε «κατά» το χρόνο της μεταβίβασης, διατύπωση η οποία μπορεί να υποληφθεί ως σχέση εργασίας που λύνεται ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση. Η ερμηνεία της διάταξης είναι σύμφωνη με το πνεύμα και το γράμμα της Οδηγίας 2001/23, άρθρο 4 εδ. β σύμφωνα με το οποίο «…τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων καθώς και των προσώπων που έχουν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του εκχωρητή κατά τη στιγμή της μεταβίβασης, όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές λόγω γήρατος…». Οι εργαζόμενοι αυτοί, εφόσον συμπλήρωσαν την υποχρέωση του ελάχιστου χρόνου παραμονής στην υπηρεσία του εργοδότη που τέθηκε ως προϋπόθεση για να έχουν δικαίωμα στην ασφαλιστική παροχή (περίοδος θεμελίωσης), δικαιούνται την καταβολή της δεδουλευμένης παροχής τους αμέσως μετά τη μεταβίβαση και όχι με την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, δηλαδή τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου από το συνταξιοδοτικό σύστημα ορίου ηλικίας, όπως συμβαίνει και με τους ενεργούς εργαζομένους των οποίων η σχέση εργασίας μεταβιβάζεται στο διάδοχο εργοδότη. Κατά τούτο η προστασία που προβλέπεται γι αυτούς από το π.δ. 178/2002 συνιστά εξαίρεση από το γενικό κανόνα που θέτει ως προϋπόθεση για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης να συνδέονται με αυτήν με ενεργή σχέση εργασίας κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Ειδικότερα, όσοι έχουν αποχωρήσει από το σύστημα έχοντας δικαιώματα τα οποία, εάν δεν μεσολαβούσε το γεγονός της μεταβίβασης, δεν θα ήταν και «άμεσα», αλλά η ικανοποίησή τους θα τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της συμπλήρωσης των προϋποθέσεων της σύνταξης, όπως η συμπλήρωση ηλικίας εξήντα ετών, συμμετέχουν στη διανομή του κεφαλαίου. 2) Οι εν ενεργεία εργαζόμενοι διατηρούν δικαίωμα προσδοκίας απόληψης της παροχής υπό την αίρεση της συμπλήρωσης των όρων της συνταξιοδότησης. 3) Στη διανομή του κεφαλαίου δεν συμμετέχουν οι εργαζόμενοι οι οποίοι, λόγω της μεταβίβασης, δεν πρόλαβαν να συμπληρώσουν τον απαραίτητο χρόνο παραμονής στο ασφαλιστικό πρόγραμμα, ώστε να θεμελιώσουν το αντίστοιχο δικαίωμα, δεδομένου ότι με τη μεταβίβαση δεν θίγεται δικό τους δικαίωμα προσδοκίας, το οποίο δεν έχει γεννηθεί ακόμη. Ως προϋπόθεση για την συμμετοχή τους δεν αρκεί να έχουν συμπληρώσει την περίοδο αναμονής στην υπηρεσία του εργοδότη για να εισέλθουν στο ασφαλιστικό πρόγραμμα, ούτε το γεγονός ότι από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά σωρεύονται και για λογαριασμό τους ασφαλιστικές εισφορές που περιλαμβάνονται στο διανεμητέο κεφάλαιο, αλλά απαιτείται να έχουν συμπληρώσει στην υπηρεσία του μεταβιβάζοντος και τον προβλεπόμενο χρόνο παραμονής, ώστε να αποκτήσουν δικαίωμα προσδοκίας στην καταβολή της παροχής, όταν συντρέξουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπονται από το ασφαλιστικό σύστημα. Στην περίπτωση που οι εκκαθαριστές (εργοδότης και εκπρόσωποι εργαζομένων) δεν συμπράξουν ή δεν συμφωνήσουν στη διανομή του καταβλητέου ποσού, η επιλογή του τρόπου διανομής (είτε με βάση τη δεδουλευμένη παροχή είτε με βάση την παρούσα αξία της μελλοντικής παροχής) δεν απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εργοδότη (πρβλ. ΑΠ 603/2017), ενώ ο χαρακτήρας του ασφαλιστικού προγράμματος ως οικειοθελούς παροχής δεν σημαίνει ότι ο εργοδότης επιλέγει ελεύθερα τη μέθοδο διανομής, διότι στην περίπτωση που ο εργοδότης ισχυρίζεται ότι το ασφαλιστικό πρόγραμμα είχε χαρακτήρα οικειοθελούς παροχής και ότι επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα ανάκλησης, τα δικαιώματα των εργαζομένων που έχουν ήδη αποκτηθεί και στα οποία περιλαμβάνονται τα δικαιώματα προσδοκίας, καταλαμβάνουν και τη δεδουλευμένη και τη μελλοντική υπό αίρεση παροχή και δεν παραβλάπτονται. Τούτο οφείλεται στο χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 4 του π.δ. 178/2002 ως αναγκαστικού δικαίου (για το χαρακτήρα της διάταξης βλ. ΑΠ 317/2022, 1629/2017). Η διακοπή της λειτουργίας του προγράμματος λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης λειτουργεί διαφορετικά από οποιονδήποτε προβλεπόμενο στο ασφαλιστικό πρόγραμμα λόγο διακοπής, δηλαδή λειτουργεί ως πλασματική επέλευση του κινδύνου, εξ αιτίας της πρόθεσης του υπερεθνικού νομοθέτη να προστατεύσει τα συμφέροντα των εργαζομένων, το γεγονός δε ότι η υποχρέωση λειτουργίας του προγράμματος δεν μεταφέρεται στον διάδοχο εργοδότη, με σκοπό να διευκολυνθεί η μεταβίβαση της επιχείρησης, δεν συνεπάγεται αντίστοιχη θυσία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, εξ ου και η πρόβλεψη του νόμου για την προστασία όχι μόνο των κεκτημένων δικαιωμάτων, αλλά και των δικαιωμάτων προσδοκίας. Δηλαδή η προβλεπόμενη από το νόμο εξαίρεση αφορά στις υποχρεώσεις του διάδοχου εργοδότη και όχι στα δικαιώματα των εργαζομένων, των οποίων μεταβιβάζεται η σχέση εργασίας. Τούτο, περαιτέρω, σημαίνει ότι η κρίση του δικαστηρίου για τον οικειοθελή ή μη χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού προγράμματος καθίσταται περιττή, δεδομένου ότι το δικαστήριο δεσμεύεται να εφαρμόσει τις αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του νόμου, οι οποίες υποχωρούν μόνο αν η διανομή λάβει χώρα κατόπιν συμφωνίας των εκκαθαριστών (εργοδότη και εργαζομένων) του διανεμητέου κεφαλαίου και ότι η ίδια συμφωνία απαιτείται για να εφαρμοσθεί στην εκκαθάριση μέθοδος διανομής διαφορετική από την προβλεπόμενη στο νόμο, όπως αυτή που προβλέπεται στο ασφαλιστικό πρόγραμμα για οποιονδήποτε άλλο λόγο διακοπής του…
Ως προς τους εν ενεργεία, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, εργαζομένους της αναιρεσίβλητης, 90ο μέχρι και 188ο των αναιρεσειόντων, η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε ότι οι εργασιακές τους σχέσεις αναλήφθηκαν από τη διάδοχο εργοδότρια «... ΤΡΑΠΕΖΑ» και ότι είχαν συμπληρώσει κατά το χρόνο της μεταβίβασης 10ετή υπηρεσία στην δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης. Ότι η τελευταία εκκαθάρισε τα κεφάλαια από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και ακολούθως η ασφαλιστική εταιρία, κατ’ εντολή της αναιρεσίβλητης, διένειμε σε αυτούς το προϊόν της εκκαθάρισης κατά τα αναφερόμενα στην απόφαση ποσά. Ότι αυτά τα χρηματικά ποσά αποτελούν την προβλεπόμενη από την ασφαλιστική σύμβαση εφάπαξ παροχή που αναλογεί σε καθένα εκ των αναιρεσειόντων. Ότι εφόσον η παροχή αυτή της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης προς τους αναιρεσείοντες είναι οικειοθελής, ο προσδιορισμός της εξαρτάται αποκλειστικά από τις παραμέτρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς που εκείνη έθεσε στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Ότι ο υπολογισμός της παροχής που διανεμήθηκε στους ανωτέρω αναιρεσείοντες, έγινε με βάση την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 4 § 3 περ. Γ΄ στ. β΄ του π.δ. 178/2002 μέθοδο της «δεδουλευμένης παροχής» (accrued benefit), για προγράμματα καθορισμένης παροχής, αφού λήφθηκε υπ' όψιν ο μέσος όρος του μισθού του μεταφερόμενου εργαζόμενου κατά τους τελευταίους 24 μήνες προ της μεταβιβάσεως και η συμπληρωμένη υπηρεσία κατά το χρόνο μεταβίβασης, ενώ έγινε χρήση τεχνικού επιτοκίου προεξόφλησης 3,35%. Ότι το άρθρο 2 παρ. α΄ και β΄ μέρους V του Παραρτήματος ΙΙΙ, όπως αυτό συμπληρώθηκε με τις υπ’ αριθ. ...8/11.6.2012 και ...1/4.7.2013 Πρόσθετες Πράξεις ορίζει: «α. Σε περίπτωση αποχώρησης μέλους από την υπηρεσία του εργοδότη για οποιονδήποτε λόγο, εκτός θανάτου … θα λαμβάνει … την Παροχή Κανονικής Συνταξιοδότησης … Η ανωτέρω παροχή υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 3 του Μέρους ΙΙΙ, βάσει δεδομένων (Μέσος Μισθός, Συνολική Υπηρεσία κ.λπ.) που ισχύουν κατά το χρόνο της αποχώρησης του μέλους από την υπηρεσία του εργοδότη». Ομοίως, στο άρθρο 4 αριθ. 3 περίπτωση 2 Κεφάλαιο V προβλέπεται σε περίπτωση εκκαθάρισης του κεφαλαίου λόγω καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης ότι «για τον υπολογισμό της παροχής χρησιμοποιούνται τα αναγκαία δεδομένα που ισχύουν κατά τον χρόνο της καταγγελίας…», ενώ στο Παράρτημα ΙΙΙ Μέρος Ι «ΟΡΙΣΜΟΙ», προβλέπεται ότι ο όρος «‘μέσος μισθός’, σημαίνει το μέσο όρο του μισθού που καταβλήθηκε στο μέλος κατά τους τελευταίους 24 μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας συνταξιοδότησής του ή της διακοπής της απασχόλησής του». Ότι, επομένως, κατά την ασφαλιστική σύμβαση, κρίσιμα δεδομένα για τον υπολογισμό της παροχής, τα οποία και έλαβε πράγματι υπ' όψιν της η δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης κατά την εκκαθάριση, είναι ο μέσος όρος του μισθού κατά τους τελευταίους 24 μήνες που προηγούνται της λύσης της σύμβασης εργασίας του αναιρεσείοντος και η συνολική υπηρεσία του κατά το χρόνο λύσης της σύμβασης εργασίας και στην προκειμένη περίπτωση, κατά το χρονικό σημείο μεταβίβασης της δραστηριότητας της αναιρεσίβλητης στην «... ΤΡΑΠΕΖΑ», οπότε και λύθηκαν οι συμβάσεις εργασίας των παραπάνω αναιρεσειόντων με τη δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης. Ότι σύμφωνα με τους παραπάνω όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, δεν μπορούν να ληφθούν υπ' όψιν, ο υποθετικός μελλοντικός μέσος μισθός και η αναγόμενη στο μελλοντικό χρονικό σημείο της συμπλήρωσης του 60ου έτους της ηλικίας υπηρεσία του εργαζόμενου και ότι σε σχέση με το τεχνικό επιτόκιο προεξόφλησης, στο άρθρο 4 αριθμός 2 περ. γ΄ Κεφάλαιο V, ρητώς προβλέπεται: «ως τεχνικό επιτόκιο: το εκάστοτε ανώτατο προβλεπόμενο από τη σχετική νομοθεσία περί ασφαλιστικών επιχειρήσεων, το οποίο σήμερα, κατά τη στιγμή εκδόσεως του συμβολαίου, ορίζεται στο 3,35%, στο πλαίσιο της Υπουργικής Απόφασης Κ3/9124/2001», το ίδιο δε επιτόκιο ορίζεται στο Παράρτημα IV με τίτλο «ΤΕΧΝΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΙΣΟΔΥΝΑΜΩΝ ΕΦΑΠΑΞ ΠΟΣΩΝ», τέλος δε ότι η ανωτέρω Υπουργική Απόφαση ίσχυε μέχρι την 1.1.2016, οπότε και καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 278 § 4 εδ. στ΄ του ν. 4364/2016. Έκρινε δε ότι ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων περί του ότι κατά τον υπολογισμό της παροχής σε καθένα εξ αυτών, έπρεπε το τεχνικό επιτόκιο να οριστεί σε 2%, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, όπως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός τους πως η αναιρεσίβλητη εσφαλμένα προέβη σε εκκαθάριση και διανομή των κεφαλαίων με βάση τη «δεδουλευμένη παροχή» (accrued benefit), ενώ έπρεπε αυτή να γίνει με βάση την «παρούσα αξία μελλοντικής παροχής» (project benefit), διότι από τη διάταξη του άρθρου 4 § 3 περ. Γ β΄ του π.δ. 178/2002, προκύπτει ότι σε περίπτωση προγράμματος με καθορισμένη παροχή, που λειτουργεί στο πλαίσιο της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης, όπως ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, τα σχετικά κεφάλαια εκκαθαρίζονται με βάση τη δεδουλευμένη παροχή ή την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής και επομένως, δεν υφίσταται υποχρέωση για τα συμβαλλόμενα μέρη, προκειμένου να ενεργήσουν την εκκαθάριση με τη μία ή την άλλη μέθοδο, αλλά αντίθετα υπάρχει ελευθερία επιλογής αυτής. Δέχθηκε ακόμη ότι εφόσον από τη σύμβαση ασφάλισης δεν προκύπτει ποια μέθοδο επέλεξαν οι συμβαλλόμενοι, τότε το σχετικό κενό θα πληρωθεί με ερμηνεία της ασφαλιστικής σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, προκειμένου να εξευρεθεί η πραγματική βούληση των συμβαλλομένων, στην προκειμένη δε περίπτωση, στο επίδικο Ομαδικό Συνταξιοδοτικό Πρόγραμμα, που, όπως προεκτέθηκε, είναι πρόγραμμα με καθορισμένη παροχή, δεν προβλέπεται συγκεκριμένος τρόπος εκκαθάρισης των κεφαλαίων του και κατά συνέπεια πρέπει το κενό αυτό να πληρωθεί με την ερμηνεία της ασφαλιστικής σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ. Ότι σύμφωνα με τους παραπάνω αναγραφόμενους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, προβλέπεται ο υπολογισμός της ασφαλιστικής παροχής με βάση, αφενός μεν τον πραγματικό μισθό του εργαζόμενου κατά το χρονικό σημείο λύσης της σύμβασης εργασίας του και όχι με βάση τον υποθετικό μισθό που θα λάμβανε ο εργαζόμενος σε απώτερο μελλοντικό χρονικό σημείο, αφετέρου δε, με βάση τη συμπληρωμένη συνολική υπηρεσία του κατά το χρόνο λύσης της σύμβασης εργασίας και όχι με βάση τη μελλοντική ή υποθετική υπηρεσία. Ότι επιπλέον, η συγκεκριμένη ασφαλιστική σύμβαση χρηματοδοτούνταν εξ ολοκλήρου από την εργοδότρια εταιρία, χωρίς καμία συνεισφορά εκ μέρους των εργαζομένων στον σχηματισμό των κεφαλαίων και συνιστούσε, όπως προεκτέθηκε, οικειοθελή παροχή αυτής (εργοδότριας), που μπορούσε να ανακληθεί ελεύθερα και για το λόγο αυτό, η δικαιοπάροχος της εναγομένης διατήρησε το δικαίωμα να θέτει εύλογους κανόνες και παραδοχές για την εκκαθάριση του προγράμματος. Ότι, επομένως, κατ΄ εφαρμογή των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, λαμβανομένων υπ' όψιν των αρχών της καλή πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αληθινή βούληση των συμβαλλομένων μερών ήταν να γίνει η εκκαθάριση με βάση τη δεδουλευμένη παροχή, λαμβάνοντας υπ' όψιν για τον υπολογισμό της, το μισθό κα την πραγματική υπηρεσία κάθε εργαζομένου κατά το χρόνο της μεταβίβασης και όχι κατά το χρόνο συμπλήρωσης της ηλικίας των εξήντα ετών ή των προϋποθέσεων για πλήρη συνταξιοδότηση από το δημόσιο ασφαλιστικό φορέα.
Με την κρίση της αυτή η αναιρεσιβαλλομένη παραβίασε ευθέως τη διάταξη της § 3 του άρθρου 4 του π.δ. 178/2002 και των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στις υπό στοιχείο ΙΙ και ΙΙΙ μείζονες σκέψεις. Τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, ο οικειοθελής χαρακτήρας της παροχής ουδεμία έννομη συνέπεια έχει στην εκκαθάριση των κεφαλαίων του ασφαλιστικού προγράμματος, ο τρόπος της οποίας, αν δεν αποφασιστεί από κοινού με τον εργοδότη και τους εκπροσώπους των εργαζομένων, θα λάβει χώρα κατά τα οριζόμενα στο νόμο. Μεταξύ δε των μεθόδων που προβλέπονται είναι διαζευκτικά είτε η μέθοδος της δεδουλευμένης παροχής είτε η μέθοδος της παρούσας αξίας της μελλοντικής παροχής, όχι όμως ο συνδυασμός αμφοτέρων, δηλαδή η αξία της δεδουλευμένης παροχής με τη χρήση του προεξοφλητικού επιτοκίου, το οποίο, στην περίπτωση της πρόωρης καταβολής της δεδουλευμένης παροχής, αφορά στην εγγυητική ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρίας και όχι του εργοδότη, δηλαδή μέθοδο που δεν προβλέπεται στο νόμο και μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο κατόπιν συμφωνίας των εκκαθαριστών. Η δε επιλεκτική, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της αναιρεσιβαλλομένης, αναφορά στους όρους του ασφαλιστικού προγράμματος δεν μπορεί να οδηγήσει ούτε σε ερμηνεία της εικαζόμενης βούλησης των μερών ούτε στην εκτίμηση ότι η οφειλόμενη παροχή εκπληρώθηκε από την αναιρεσίβλητη σύμφωνα με την καλή πίστη ή τα συναλλακτικά ήθη. Επομένως οι σχετικοί 10ος, 11ος, 15ος, 16ος, 18ος, 19ος, κατά το μέρος που τους αφορά, καθώς και οι 2ος (κατά το πρώτο σκέλος του), 5ος και 6ος πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης πρέπει να γίνουν δεκτοί. Το δεύτερο σκέλος του δεύτερου πρόσθετου λόγου που αναφέρεται σε παραβίαση από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ καταλαμβάνεται από την αναιρετική εμβέλεια του πρώτου σκέλους γι' αυτό και παρέλκει η έρευνά του…
Σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα όσοι έχουν αποχωρήσει από το σύστημα έχοντας δικαιώματα τα οποία, εάν δεν μεσολαβούσε το γεγονός της μεταβίβασης, δεν θα ήταν και «άμεσα», αλλά η ικανοποίησή τους θα τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της συμπλήρωσης των προϋποθέσεων της σύνταξης, όπως αυτή τίθεται στο πρόγραμμα, δηλαδή τη συμπλήρωση ηλικίας εξήντα ετών, αποκτούν και αυτοί άμεση αξίωση στην συνταξιοδοτική παροχή αμέσως μετά την άρνηση του διαδόχου να συνεχίσει το ασφαλιστικό πρόγραμμα, το δε γεγονός ότι οι εργασιακές τους σχέσεις δεν ήταν ενεργές κατά το χρόνο της μεταβίβασης ουδεμία επιρροή έχει, καθώς τα δικαιώματά τους προστατεύονται, κατ΄ εξαίρεση του γενικού κανόνα του π.δ. 178/2002 που απαιτεί να μην έχει λυθεί, με οποιονδήποτε τρόπο, η σχέση εργασίας, ώστε να υπάγεται ο εργαζόμενος στην προστατευτική του εμβέλεια. Προϋπόθεση είναι να εργάζονταν στο τμήμα εκείνο της επιχείρησης το οποίο μεταβιβάστηκε και, σε καταφατική περίπτωση, να δεχθεί ότι η αξίωσή τους στο ποσό του ασφαλίσματος κατέστη άμεση, αφού και γι’ αυτούς η μεταβίβαση της επιχείρησης λειτούργησε ως πλασματική επέλευση του κινδύνου. Επομένως, για την πληρότητα της αιτιολογίας της η αναιρεσιβαλλομένη όφειλε, εκτός των ανωτέρω παραδοχών της, να διατυπώσει συμπέρασμα περί του ότι οι ως άνω αναιρεσείοντες παρείχαν την εργασία τους στο τμήμα της επιχείρησης που μεταβιβάστηκε και σε καταφατική περίπτωση να δεχθεί ότι συμμετείχαν και αυτοί στην εκκαθάριση του κεφαλαίου. Συνακόλουθα υπέπεσε στην πλημμέλεια των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559, και οι 1ος και 2ος, 12ος, 13ος, 19ος λόγος κατά το μέρος που τους αφορά, 21ος καθώς και ο 22ος λόγος της αναίρεσης, καθώς και οι 1ος και 3ος πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης παρίστανται ουσιαστικά βάσιμοι.
ΑΠ 430/2024 Β2 Τμ.
Εισηγήτρια: Μαρία Χασιρτζόγλου
Παρατηρήσεις
Μεταβίβαση τμήματος επιχείρησης – Άρνηση του διαδόχου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση και συνέπειές της[*]
Α. Επί μεταβίβασης επιχείρησης διά της μεταβίβασης και από την ημερομηνία της όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταβιβάζονται στο διάδοχο ο οποίος, δι΄ αυτού, υπεισέρχεται αυτοδικαίως στην θέση του μεταβιβάζοντα ως εργοδότη[1]. Με τον τρόπο αυτό αυτοδικαίως λύνονται οι ενεργείς συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας των εργαζομένων με τον μεταβιβάζοντα και ταυτοχρόνως καταρτίζονται όμοιες με τον διάδοχο. Πλέον για τον μετά την μεταβίβαση χρόνο ο μεταβιβάζων παύει να έχει οποιαδήποτε σχέση με τους εργαζομένους[2].
Β. Ο κανόνας αυτός δεν ισχύει σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από σύστημα επαγγελματικής ασφάλισης των εργαζομένων που τυχόν υπάρχει στην μεταβιβαζομένη επιχείρηση είτε με μορφή ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική επιχείρηση, είτε με μορφή λογαριασμού που λειτουργεί στο πλαίσιο της επιχείρησης, είτε με μορφή ομαδικού προγράμματος σε ιδιωτικό συνταξιοδοτικό ταμείο. Τούτο επειδή, με βάση το άρθρο 4 § 3 π.δ. 178/2002[3], το οποίο έχει ήδη κωδικοποιηθεί ως άρθρο 350 στο π.δ. 80/2022, όταν στην μεταβιβαζομένη επιχείρηση υπάρχει τέτοιο σύστημα ο διάδοχος δεν υπεισέρχεται στην θέση του μεταβιβάζοντα στην ασφάλιση, αλλά του παρέχεται το δικαίωμα να επιλέξει (α) να συνεχίσει την ασφάλισης ως έχει[4] ή (β) να συνεχίσει την ασφάλιση με νέους όρους, οπότε οι νέοι όροι καθορίζονται όπως ορίζει ο νόμος[5] ή (γ) να αρνηθεί την συνέχιση της ασφάλισης πριν από την μεταβίβαση, οπότε τα δικαιώματα των εργαζομένων που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση προστατεύονται με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος[6].
Γ. Το άρθρο 4 § 3 στοιχ. Γ – Στ π.δ. 178/2002 θεσπίσθηκε με βάση το άρθρο 3 § 4 στοιχ. β της Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 § 2 της Οδηγίας 98/50/ΕΚ[7], και περιλήφθηκε (ομοίως ως άρθρο 3) στην μετέπειτα Οδηγία 2001/23/ΕΚ με την οποία καταργήθηκε (άρθρο 12 αυτής) η Οδηγία 77/187/ΕΟΚ όπως είχε τροποποιηθεί από την Οδηγία 98/50/ΕΚ[8], το οποίο εξαιρεί την εφαρμογή του παραπάνω κανόνα σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των εργαζομένων για παροχές λόγω γήρατος[9] ή αναπηρίας ή προς επιζώντες που απορρέουν από συμπληρωματικά συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδότησης που τυχόν ισχύουν στην μεταβιβαζομένη επιχείρηση (εξαιρουμένων των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπονται εκ του νόμου στα κράτη-μέλη[10]), συγχρόνως, όμως, παρέχει στα κράτη-μέλη την ευχέρεια να επιλέξουν την εφαρμογή του και στην περίπτωση αυτή. Στα κράτη-μέλη που δεν θα επιλέξουν την εφαρμογή του κανόνα η ίδια διάταξη επιβάλει την υποχρέωση να θεσπίσουν μέτρα προστασίας των συμφερόντων των εργαζομένων σε σχέση με τα δικαιώματά τους που απορρέουν από τέτοια συστήματα και μάλιστα όχι μόνον των εν ενεργεία αλλά και των πρώην εργαζομένων, δηλαδή αυτών που έχουν ήδη αποχωρήσει από την επιχείρηση κατά την στιγμή της μεταβίβασης. Η επιβαλλομένη προστασία των πρώην εργαζομένων συνιστά απόκλιση από τον προαναφερθέντα κανόνα με βάση τον οποίο επί μεταβίβασης επιχείρησης προστατεύονται τα δικαιώματα μόνον των εργαζομένων που κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης έχουν ενεργό σύμβασή ή σχέση εργασίας[11],[12].
Σε σχέση με το άρθρο αυτό ελάχιστα έχουν γραφεί, ενώ είναι λίγες και οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν προβεί σε ερμηνεία και εφαρμογή του όταν πρόκειται για μεταβίβαση τμήματος επιχείρησης.
Δ. Με τις παραπάνω διατάξεις, του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου, με τις οποίες προστατεύονται τα δικαιώματα των εργαζομένων που απορρέουν από την ασφάλιση σε περίπτωση άρνησης του διαδόχου να την συνεχίσει, σκοπείται η αποτροπή ενός συγκεκριμένου κινδύνου που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι. Του κινδύνου να θεωρηθεί ότι επειδή οι εργαζόμενοι στην μεταβιβαζομένη επιχείρηση δεν είναι πλέον (από την ημερομηνία της μεταβίβασης και μετά) εργαζόμενοι του μεταβιβάζοντος, επειδή ο μεταβιβάζων δεν έχει πλέον καμία σχέση με την μεταβιβαζομένη επιχείρηση και επειδή ο διάδοχος αρνείται την συνέχιση της ασφάλισης, η ασφάλιση παύει αυτοδικαίως να υφίσταται και συνεπώς απόλλυνται τα δικαιώματα των εργαζομένων, τόσο των μεταφερομένων στον διάδοχο όσο και των πρώην εργαζομένων της επιχείρησης, που απορρέουν από την ασφάλιση[13]. Ανεξάρτητα από το εάν η θεώρηση αυτή είναι ορθή ή όχι, η επίκλησή της θα δημιουργούσε πλήθος νομικών θεμάτων και εμπλοκή σε αβέβαιης έκβασης δικαστικούς αγώνες. Με τις παραπάνω διατάξεις αποτρέπεται ο κίνδυνος αυτός και στην μεν διάταξη του ενωσιακού δικαίου ρητά ορίζεται ότι επί άρνησης του διαδόχου να συνεχίσει την ασφάλιση επιβάλλεται η προστασία των δικαιωμάτων των, ενεργών και πρώην, εργαζομένων που απορρέουν από την μη συνεχιζομένη ασφάλιση, στις δε διατάξεις του εθνικού δικαίου θεσπίζεται η προστασία αυτή.
Ε. Η αριθ. 430/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου αντιμετώπισε περίπτωση μεταβίβασης τμήματος επιχείρησης στην οποία ο διάδοχος αρνήθηκε να συνεχίσει ασφαλιστική σύμβαση με την μορφή ομαδικού προγράμματος καθορισμένης παροχής[14] (συμπληρωματικό σύστημα επαγγελματικής συνταξιοδότησης) για την καταβολή συμπληρωματικής συνταξιοδοτικής παροχής στους εργαζομένους όλης της επιχείρησης, στην οποία είχε προβεί ο μεταβιβάζων συμβαλλόμενος με ασφαλιστική επιχείρηση και, με βάση τους όρους της οποίας, κατέβαλε ο ίδιος το σύνολο των ασφαλίστρων.
Εξ όσων γνωρίζουμε, αποτελεί την πρώτη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που κρίνει ποιοι εργαζόμενοι είναι φορείς των δικαιωμάτων που προστατεύονται από το άρθρο 4 § 3 στοιχ. Γ π.δ. 178/2002, ποια είναι τα δικαιώματα αυτά και ποια είναι η προστασία που τους παρέχεται σε περίπτωση μεταβίβασης τμήματος επιχείρησης.
ΣΤ. Με βάση τα γεγονότα που προκύπτουν από το κείμενο της απόφασης και τις κρίσεις της για την ερμηνεία της παραπάνω διάταξης διατυπώνονται οι σκέψεις που ακολουθούν.
(1) Οι διατάξεις του άρθρου 4 § 3 στοιχ. Γ-Στ π.δ. 178/2002, όπως και το σύνολο των διατάξεων του π.δ. τούτου, περιέχουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου επειδή με αυτές ο εθνικός νομοθέτης ενεργεί με βάση το άρθρο 3 παρ. 4 της Οδηγίας 98/50/ΕΚ[15] (όμοιο το ταυτάριθμο άρθρο της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ)[16]. Ως εκ τούτου δεν παρακάπτονται ούτε από τους συμβατικούς όρους της ασφαλιστικής σύμβασης ούτε από συμφωνίες μεταξύ μεταβιβάζοντα, διαδόχου, εργαζομένων. Είναι διαφορετικό το θέμα ότι για την εφαρμογή του άρθρου αυτού τα in concreto δικαιώματα των εργαζομένων που προστατεύονται από αυτό καθώς και η ασφαλιστική περίπτωση, δηλαδή το γεγονός από την επέλευση του οποίου εξαρτάται η καταβολή της ασφαλιστικής παροχής (ασφάλισμα)[17] είναι τα οριζόμενα στην ασφαλιστική σύμβαση.
Οι κανόνες αυτοί είναι ειδικοί, εφαρμόζονται μόνον στην περίπτωση άρνησης του διαδόχου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση και δεν συμπληρώνονται από άλλες διατάξεις που ρυθμίζουν γενικώς την λύση της ασφάλισης ή ειδικώς την λύση μιας ασφαλιστικής σύμβασης[18].
(2) Σε περίπτωση που στην επιχείρηση, τμήμα της οποίας μεταβιβάσθηκε, υπάρχει ασφαλιστική σύμβαση με μορφή ομαδικού προγράμματος καθορισμένης παροχής σε ασφαλιστική επιχείρηση την συνέχιση της οποίας αρνήθηκε ο διάδοχος, η μεταβίβαση της επιχείρησης επιφέρει τις ακόλουθες συνέπειες:
Προστατεύονται («εξασφαλίζονται» κατά την διατύπωση του νόμου) «τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων ως και τα δικαιώματα προσδοκίας για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων, των οποίων η σχέση εργασίας λύθηκε κατά τον χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης»[19] και η προστασία έγκειται στο ότι τα κεφάλαια που έχουν συγκεντρωθεί στην ασφαλιστική επιχείρηση ανήκουν στους εργαζομένους, εκκαθαρίζονται αμέσως από τον μεταβιβάζοντα και τους εκπροσώπους των εργαζομένων με βάση την δεδουλευμένη παροχή ή την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής και διανέμονται στους εργαζομένους από την ασφαλιστική επιχείρηση[20].
Προστατεύονται τα «(υ)φιστάμενα δικαιώματα[21] για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων περιλαμβανομένων και των εργαζομένων που η σχέση εργασίας τους λύθηκε κατά το χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης» και η προστασία έγκειται στο ότι αυτά «δεν παραβλάπτονται συνεπεία της μεταβίβασης και λαμβάνονται υπ' όψιν κατά την διαδικασία διανομής»[22].
(3) Ως προς την προαναφερθείσα προστασία για τα κεκτημένα δικαιώματα και τα δικαιώματα προσδοκίας λεκτέα τα ακόλουθα:
Η έννοια της φραστικής διατύπωσης ότι τα σχετικά κεφάλαια «ανήκουν στους εργαζομένους» δεν σημαίνει ότι τα κεφάλαια αυτά περιέρχονται στους εργαζομένους για να αποφασίσουν κατά βούληση την διάθεση και αξιοποίησή τους, αλλά σημαίνει ότι αυτά υποχρεωτικά εκκαθαρίζονται και διανέμονται στους εργαζομένους με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος και απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν ή αξιοποιηθούν με οποιονδήποτε άλλο τρόπο από τον μεταβιβάζοντα ή/και από τους εκπροσώπους των εργαζομένων ή/και από τους ίδιους τους εργαζομένους[23]. Η υποχρεωτική εκκαθάριση και διανομή των σχετικών κεφαλαίων γεννά αξίωση των εργαζομένων προς τούτο.
Επί μεταβίβασης τμήματος επιχείρησης τα «σχετικά κεφάλαια» δεν είναι το σύνολο των κεφαλαίων που έχουν συγκεντρωθεί στην ασφαλιστική επιχείρηση με βάση την ασφαλιστική σύμβαση[24], αλλά είναι μόνον αυτά που αναλογούν στα δικαιώματα των εργαζομένων του μεταβιβαζομένου τμήματος που προστατεύονται από τον νόμο[25].
Η εκκαθάριση διενεργείται από τον μεταβιβάζοντα και τους εκπροσώπους των εργαζομένων[26],[27] και η διανομή διενεργείται από την ασφαλιστική επιχείρηση.
Η άρνηση του διαδόχου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να εκδηλώνεται ρητά και αναμφίβολα πριν από την μεταβίβαση[28], όμως η εκκαθάριση και διανομή των σχετικών κεφαλαίων γίνεται αμέσως μετά την ημερομηνία της μεταβίβασης[29]. Τούτο επειδή δεν συντρέχει κανένας δικαιοπολιτικός λόγος να γίνει εκκαθάριση και διανομή των σχετικών κεφαλαίων εάν δεν καταστεί βέβαιο ότι επήλθε η μεταβίβαση (επειδή εάν δεν επέλθει, η ασφαλιστική σύμβαση συνεχίζεται ως έχει), και αυτό είναι αβέβαιο μέχρι την ημερομηνία της μεταβίβασης.
Με την εκκαθάριση καθορίζεται το ύψος του ποσού που θα δοθεί σε κάθε εργαζόμενο για την οριστική ικανοποίηση του (προστατευομένου) δικαιώματος του[30] και με την διανομή καταβάλλεται το ποσό αυτό σε κάθε εργαζόμενο.
Το ότι ο νόμος επιτάσσει την άμεση εκκαθάριση και διανομή των σχετικών κεφαλαίων στους εργαζομένους σημαίνει ότι επί άρνησης του διαδόχου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση η μεταβίβαση της επιχείρησης συνεπάγεται την εκ του νόμου (αυτοδικαίως) επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης όπως αυτή ορίζεται στην ασφαλιστική σύμβαση[31] (πλασματική πραγμάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου) κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης και λόγω αυτού επιτάσσεται η άμεση εκκαθάριση των σχετικών κεφαλαίων και διανομή στους εργαζομένους των παροχών που δικαιούνται αυτοί με βάση την ασφαλιστική σύμβαση. Με τον τρόπο αυτό επέρχεται άμεση ικανοποίηση των προστατευομένων δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Συνεπώς, με το προαναφερθέν άρθρο θεσπίζεται ειδική περίπτωση εκ του νόμου (αυτοδίκαιης) λύσης της ασφαλιστικής σύμβασης (για τους εργαζομένους στους οποίους αφορά η άρνηση) λόγω πλασματικής επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης. Ως εκ τούτου δεν απαιτείται καταγγελία (ως προς τους εργαζομένους στους οποίους αφορά η άρνηση) της ασφαλιστικής σύμβασης από τον μεταβιβάζοντα[32], ως συμβαλλόμενο μέρος της, τυχόν δε γενομένη γίνεται εκ περισσού. Επίσης, δεν καταλείπεται περιθώριο για προβληματισμούς ούτε ως προς το ποιές είναι οι συνέπειες της πλασματικής αυτής λύσης ούτε για εφαρμογή άλλων διατάξεων σε σχέση με την λύση μιας τέτοιας ασφαλιστικής σύμβασης υπό άλλες συνθήκες και τις εξ αυτής επερχόμενες συνέπειες[33].
Εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, οι παραπάνω συνέπειες επέρχονται σε κάθε περίπτωση άρνησης του διαδόχου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση ανεξάρτητα από την νομική φύση της παροχής ως οικειοθελούς ή μισθολογικής κλπ, και ανεξάρτητα από την νομική φύση της ασφαλιστικής σύμβασης ως γνήσιας ή μη γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου[34].
Δεδομένου ότι η μεταβίβαση της επιχείρησης από τον μεταβιβάζοντα και η άρνηση του διαδόχου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση αποτελούν άσκηση δικαιωμάτων τους και οι παραπάνω συνέπειες επέρχονται εκ του νόμου λόγω της άσκησης των δικαιωμάτων αυτών και όχι λόγω συμπεριφοράς τους που απαξιώνεται από το δίκαιο, η επέλευση των παραπάνω συνεπειών δεν επιφέρει μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας (των εργαζομένων στους οποίους αφορούν οι συνέπειες αυτές)[35], ούτε προκαλεί οποιουδήποτε είδους ανώμαλη εξέλιξη της ασφαλιστικής σύμβασης, ούτε δημιουργεί πεδίο εφαρμογής του άρθρου 281 ΑΚ[36], ούτε συνιστά περίπτωση υπαίτιας συμπεριφοράς του μεταβιβάζοντα ή του διαδόχου που να προκαλεί ματαίωση της πλήρωσης της αίρεσης (μη επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης) υπό την οποία τελεί το δικαίωμα των εργαζομένων να αξιώσουν την παροχή[37], δεδομένου άλλωστε ότι η πλήρωση της αίρεσης δεν ματαιούται, αλλά επέρχεται πλασματικά.
Για την περίπτωση προγραμμάτων με καθορισμένη παροχή ο νόμος ορίζει ως ισότιμους[38] δύο τρόπους εκκαθάρισης (εκκαθάριση με βάση είτε την δεδουλευμένη παροχή είτε την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής) και οι εκκαθαριστές επιλέγουν τον έναν από αυτούς. Απαγορεύεται να συνδυάσουν στοιχεία και από τους δύο τρόπους, όπως απαγορεύεται να εφαρμόσουν άλλο τρόπο εκκαθάρισης[39]. Ο τρόπος εκκαθάρισης που θα επιλεγεί εφαρμόζεται για το σύνολο των εκκαθαριζομένων δικαιωμάτων, δηλαδή απαγορεύεται η εφαρμογή του ενός τρόπου εκκαθάρισης για τους εν ενεργεία εργαζομένους και του άλλου για τους πρώην εργαζομένους διότι, εάν ο νόμος επέτρεπε μια τέτοια διαφοροποίηση θα το όριζε ρητά.
Με δεδομένο ότι στην ασφαλιστική σύμβαση ενδέχεται να ορίζεται, ευθέως ή καθ΄ ερμηνεία της (σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ), ο τρόπος εκκαθάρισης, ανακύπτει το ερώτημα εάν αυτός, ο συμβατικά οριζόμενος τρόπος εκκαθάρισης, εφαρμόζεται υποχρεωτικά και στην περίπτωση που η εκκαθάριση ακολουθεί την άρνηση του διαδόχου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση. Δεδομένου ότι από τον τρόπο εκκαθάρισης εξαρτάται το ύψος του ποσού (δηλαδή της παροχής) που θα λάβει ο εργαζόμενος και η παροχή ως προς όλα τα στοιχεία της ορίζεται στην ασφαλιστική σύμβαση, γίνεται δεκτό ότι εάν ο οριζόμενος στην ασφαλιστική σύμβαση τρόπος είναι εξ αυτών που ορίζει ο νόμος[40] δεσμεύει τους εκκαθαριστές[41].
(4) Ως προς την προαναφερθείσα προστασία για τα υφιστάμενα δικαιώματα λεκτέα τα ακόλουθα:
‘Οπως προαναφέρθηκε, για τα «κεκτημένα δικαιώματα» των εργαζομένων και τα «δικαιώματα προσδοκίας για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές» των πρώην εργαζομένων ο νόμος[42] ορίζει ότι εξασφαλίζονται με την εκκαθάριση και διανομή των σχετικών κεφαλαίων στους εργαζομένους και δι΄ αυτού με την άμεση ικανοποίηση των δικαιωμάτων αυτών.
Αντιθέτως, για τα «υφιστάμενα δικαιώματα για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές» των εν ενεργεία και πρώην εργαζομένων ορίζει ότι αυτά «δεν παραβλάπτονται συνεπεία της μεταβίβασης και λαμβάνονται υπ' όψιν κατά την διαδικασία διανομής»[43],[44].
Η φραστική διατύπωση «δεν παραβλάπτονται συνεπεία της μεταβίβασης και λαμβάνονται υπ' όψιν κατά την διαδικασία διανομής» σημαίνει ότι για τα «υφιστάμενα δικαιώματα» δεν επέρχεται η προαναφερθείσα λύση της ασφαλιστικής σύμβασης, αλλά αυτά συνεχίζουν να υπάρχουν και να ικανοποιούνται όπως και πριν την μεταβίβαση.
Παρά ταύτα, η φραστική διατύπωση «λαμβάνονται υπ' όψιν κατά την διαδικασία διανομής», δημιουργεί σύγχυση ως προς το νόημα της.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το νόημά της είναι πως παρότι τα δικαιώματα αυτά δεν εκκαθαρίζονται, η ύπαρξή τους συνεκτιμάται κατά την διανομή που αναφέρθηκε παραπάνω, οπότε γεννάται το ερώτημα για ποιό λόγο συνεκτιμάται, με ποιό τρόπο συνεκτιμάται και ποιές είναι οι συνέπειες της συνεκτίμησης αυτής.
Θα μπορούσε, επίσης, να υποστηριχθεί ότι το νόημά της είναι ότι μετέχουν στην διανομή. Όμως, εάν ο νομοθέτης ήθελε να μετέχουν στην διανομή, θα έπρεπε να το ορίζει ρητά, οπότε θα έπρεπε να ορίζει και τι γίνεται με τα σχετικά κεφάλαια που αναλογούν σε αυτά. Άλλωστε, η διανομή ακολουθεί την εκκαθάριση κεφαλαίων και εν προκειμένω ο νόμος δεν θέτει θέμα εκκαθάρισης των κεφαλαίων που αναλογούν στα υφιστάμενα δικαιώματα. Είναι διαφορετικό το θέμα ότι, με βάση το άρθρο 361 ΑΚ, δεν αποκλείεται με συμφωνία μεταξύ μεταβιβάζοντα, ασφαλιστικής επιχείρησης και ατομικά κάθε εργαζομένου που έχει «υφιστάμενο δικαίωμα» η κεφαλαιοποίηση των τυχόν μελλοντικών περιοδικών παροχών που δικαιούται αυτός και η άμεση καταβολή τους.
(5) Ως προς τους εργαζομένους (στους οποίους αφορά η άρνηση και) για τους οποίους επέρχονται οι προαναφερθείσες συνέπειες λεκτέα τα ακόλουθα:
Ο νόμος ορίζει ότι προστατεύονται «τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων ως και τα δικαιώματα προσδοκίας για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων, των οποίων η σχέση εργασίας λύθηκε κατά τον χρόνο μεταβίβασης»[45]. Ορίζει, επίσης, ότι «Υφιστάμενα δικαιώματα για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων περιλαμβανομένων και των εργαζομένων που η σχέση εργασίας τους λύθηκε κατά το χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης, (παροχές επιζώντων) δεν παραβλάπτονται συνεπεία της μεταβίβασης και λαμβάνονται υπ' όψιν κατά την διαδικασία διανομής»[46].
Ο όρος «εργαζόμενοι» προσδιορίζει εν προκειμένω τους εργαζομένους που αναλαμβάνει ο διάδοχος, δηλαδή, επί μεταβίβασης όλης της επιχείρησης το σύνολο των εργαζομένων της που έχουν ενεργό σύμβαση ή σχέση εργασίας την ημερομηνία της μεταβίβασης και επί μεταβίβασης τμήματος επιχείρησης μόνον τους εργαζομένους που απασχολούνται στο μεταβιβαζόμενο τμήμα έχοντας ενεργό σύμβαση ή σχέση εργασίας την ημερομηνία της μεταβίβασης. Είναι αυτονόητο ότι πρόκειται μόνον για τους εργαζομένους που είναι μέλη του προγράμματος και έχουν τα κατά περίπτωση οριζόμενα δικαιώματα που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση.
Ο όρος «εργαζόμενοι των οποίων η σχέση εργασίας λύθηκε κατά τον χρόνο μεταβίβασης» δεν προσδιορίζει μόνον τους εργαζομένους που αποχώρησαν από την μεταβιβαζομένη επιχείρηση την ημερομηνία της μεταβίβασης, αλλά προσδιορίζει το σύνολο των εργαζομένων της μεταβιβαζομένης επιχείρησης που είχαν ήδη αποχωρήσει από αυτήν μέχρι την ημερομηνία της μεταβίβασης. Αυτό προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 4 § 3 στοιχ. Γ και Στ π.δ. 178/2002 σύμφωνα με το σκοπό και το πνεύμα του άρθρου 3 § 4 στοιχ. β της Οδηγίας 98/50/ΕΚ το οποίο επιτάσσει την προστασία των δικαιωμάτων «και των προσώπων που έχουν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του εκχωρητή κατά τη στιγμή της μεταβίβασης». Είναι αυτονόητο ότι πρόκειται μόνον για τους πρώην εργαζομένους που είναι μέλη του προγράμματος και έχουν τα κατά περίπτωση οριζόμενα δικαιώματα που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση.
Επί μεταβίβασης όλης της επιχείρησης πρόκειται για το σύνολο των πρώην εργαζομένων της μεταβιβαζομένης επιχείρησης. Επί μεταβίβασης τμήματος επιχείρησης, όμως, ανακύπτει το ερώτημα εάν οι πρώην εργαζόμενοι σε αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου[47] ή όχι δεδομένου ότι το άρθρο 4 § 3 στοιχ. Γ-Στ π.δ. 178/2002, όπως και το σύνολο των άρθρων του π.δ. 178/2002, θεσπίζει ρυθμίσεις έχοντας ως πρότυπο την μεταβίβαση όλης της επιχείρησης, αλλά σε περίπτωση μεταβίβασης τμήματος της επιχείρησης δεν αποκλείεται να παρίσταται κατά περίπτωση ανάγκη ερμηνείας τούτου, όπως και άλλων άρθρων του π.δ. 178/2002, εάν η μεταβίβαση τμήματος γεννά ειδικότερα νομικά θέματα και με την προϋπόθεση ότι η ερμηνεία αυτή δεν θα υπερβαίνει τους σκοπούς του και δεν θα είναι αντίθετη στο πνεύμα του. Το ίδιο ισχύει και για την Οδηγία 98/50/ΕΚ και την Οδηγία 2001/23/ΕΚ οπότε η ερμηνεία τους, στο ίδιο πλαίσιο, αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του ΔΕΕ.
Εν προκειμένω, το ερώτημα ανακύπτει επειδή οι πρώην εργαζόμενοι στο μεταβιβαζόμενο τμήμα δεν θα καταστούν ούτε εν ενεργεία ούτε πρώην εργαζόμενοι του διαδόχου, ελλείπει οποιοσδήποτε δεσμός τους με αυτόν, η άρνηση τούτου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση δεν τους εκθέτει στον κίνδυνο που αναφέρεται παραπάνω στο στοιχ. Δ και, κατά την άποψη μας, δεν συντρέχουν (ούτε) άλλοι δικαιοπολιτικοί λόγοι που να καθιστούν επιβεβλημένη την υπαγωγή τους σε αυτόν. Αυτοί οι πρώην εργαζόμενοι του μεταβιβαζομένου τμήματος παραμένουν πρώην εργαζόμενοι του μεταβιβάζοντα, η άρνηση του διαδόχου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση αφορά μόνο τους εν ενεργεία εργαζομένους που μεταφέρονται σε αυτόν και η ασφαλιστική σύμβαση συνεχίζεται ως έχει για όλους τους εν ενεργεία και πρώην εργαζομένους του μεταβιβάζοντα. Με βάση όλα αυτά, κατά την άποψή μας, η ασφαλιστική σύμβαση συνεχίζεται και για τους πρώην εργαζομένους στο μεταβιβαζόμενο τμήμα, εξ αυτού τα δικαιώματά τους που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση ούτε απόλλυνται ούτε παραβλάπτονται με οποιοδήποτε τρόπο και, εφόσον δεν αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο που αναφέρεται παραπάνω στο στοιχ. Δ, δικαιολογείται η μη υπαγωγή τους στην προστασία που παρέχει ο νόμος[48].
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η άρνηση του διαδόχου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση οδηγεί (με την προϋπόθεση ότι θα συντελεσθεί η μεταβίβαση) στην ανάγκη να επέλθουν οι συνέπειες που ορίζει ο νόμος και για τους πρώην εργαζομένους του μεταβιβαζομένου τμήματος επειδή ο μεταβιβάζων αποκόπτεται από το μεταβιβαζόμενο τμήμα και δεν θα πρέπει να υπάρχει πλέον καμία σύνδεση της ασφαλιστικής σύμβασης (στην οποία αυτός είναι συμβαλλόμενος) ούτε με τους πρώην εργαζομένους σε αυτό. Όμως, μια τέτοια άποψη μεταθέτει το κέντρο βάρους του νομικού λόγου από την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων που εκτίθενται στον κίνδυνο που αναφέρεται παραπάνω στο στοιχ. Δ στην διευκόλυνση των συμβαλλομένων στην ασφαλιστική σύμβαση και τούτο, κατά την άποψη μας, συνιστά καταφανή υπέρβαση του σκοπού και του πνεύματος τόσο του π.δ. 178/2002 όσο και της Οδηγίας 98/50/ΕΚ[49].
(6) Ως προς την έννοια των όρων «κεκτημένα δικαιώματα», «δικαιώματα προσδοκίας», «υφιστάμενα δικαιώματα» λεκτέα τα ακόλουθα:
Τα προστατευόμενα δικαιώματα στον προαναφερθέντα, ενωσιακό και εθνικό, νόμο είναι αυτά που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση και υπάρχουν κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης. Από τους όρους, επομένως, της ασφαλιστικής σύμβασης διαπιστώνεται ποιά από τα προστατευόμενα δικαιώματα υπάρχουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 § 4 στοιχ. β Οδηγίας 98/50/ΕΚ[50] τα προστατευτέα δικαιώματα των, εν ενεργεία και πρώην, εργαζομένων ορίζονται ως «κεκτημένα δικαιώματα» ή «εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν»[51]. Ενόψει του σκοπού και του πνεύματος της διάταξης αυτής το διαζευκτικό «ή» στην προκειμένη περίπτωση λειτουργεί ως δηλωτικό των ποικίλων δικαιωμάτων που μπορεί να έχουν οι, εν ενεργεία και πρώην, εργαζόμενοι με βάση την ασφαλιστική σύμβαση και όχι ως επιβάλλον στον εθνικό νομοθέτη να επιλέξει εάν θα προστατεύσει τα μεν ή τα δε. Συνεπώς, ο εθνικός νομοθέτης υποχρεούται να προστατεύσει το σύνολο των δικαιωμάτων των, εν ενεργεία και πρώην, εργαζομένων που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση και μπορούν να υπαχθούν στις παραπάνω έννοιες.
Στο π.δ. 178/2002 τα προστατευόμενα δικαιώματα προσδιορίζονται για μεν τους εργαζομένους με τους όρους «κεκτημένα δικαιώματα»[52] και «υφιστάμενα δικαιώματα για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές»[53], για δε τους πρώην εργαζομένους με τους όρους «δικαιώματα προσδοκίας για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές»[54] και «υφιστάμενα δικαιώματα για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές»[55].
Το νόημα των όρων αυτών είναι το ακόλουθο:
Ως «κεκτημένα δικαιώματα» νοούνται τα δικαιώματα που έχει ήδη αποκτήσει ο εργαζόμενος την ημερομηνία της μεταβίβασης, δηλαδή, τόσο το δικαίωμα προσδοκίας που έχει αποκτήσει ο εργαζόμενος που πληροί κάποιες από, αλλά όχι όλες, τις προϋποθέσεις που θέτει η ασφαλιστική σύμβαση και αναμένει ότι με την πλήρωση και των λοιπών θα λάβει την παροχή κατά την αποχώρησή του από την επιχείρηση (π.χ. έχει καλύψει την ελάχιστη διάρκεια συνεχούς εργασίας στην επιχείρηση που ορίζεται στην ασφαλιστική σύμβαση, αλλά όχι το ηλικιακό όριο που ορίζεται σε αυτήν), όσο και το (πλήρες) δικαίωμα που έχει αποκτήσει ο εργαζόμενος που πληροί όλες τις προϋποθέσεις και μπορεί να το ασκήσει οποτεδήποτε αποχωρήσει από την επιχείρηση, αλλά δεν το έχει ασκήσει επειδή συνεχίζει την εργασία του[56] κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης[57],[58], επιλέγοντας να αποχωρήσει και να συνταξιοδοτηθεί αργότερα.
Ως «υφιστάμενα δικαιώματα για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων» νοούνται αυτά που ήδη υπάρχουν, δηλαδή, αυτά που έχει ασκήσει ο εργαζόμενος μέχρι την ημερομηνία της μεταβίβασης και γι’ αυτό «υφίστανται». Εάν δεν τα έχει ασκήσει είναι «κεκτημένα δικαιώματα» με την έννοια των (πλήρων) δικαιωμάτων, όπως αναφέρεται παραπάνω. Όμως, κατά την άποψή μας, τέτοια δικαιώματα δεν μπορεί να υπάρχουν όταν πρόκειται για ασφαλιστική σύμβαση με συνταξιοδοτικές παροχές επειδή η άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από μια τέτοια σύμβαση προϋποθέτει την αποχώρηση του εργαζομένου από την επιχείρηση και άρα μπορεί να ασκηθεί μόνον από αποχωρούντα, δηλαδή πρώην, εργαζόμενο και όχι από εν ενεργεία εργαζόμενο, ο οποίος έχει μόνο «κεκτημένα δικαιώματα» με την έννοια που προαναφέρθηκε, δηλαδή, είτε δικαίωμα προσδοκίας είτε δικαίωμα που θα ασκήσει αποχωρώντας από την επιχείρηση[59]. Για τον λόγο αυτό θεωρούμε ότι ήταν ορθή, σε ό,τι αφορά τέτοιες ασφαλίσεις, η ρύθμιση του προϊσχύσαντος άρθρου 3 § 4 π.δ. 572/1988[60] που όριζε ότι τα «υφιστάμενα δικαιώματα» ανήκουν μόνο σε πρώην εργαζομένους.
Ως «δικαιώματα προσδοκίας για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές» των πρώην εργαζομένων νοούνται τα δικαιώματα που έχουν αυτοί επειδή κατά την αποχώρησή τους από την επιχείρηση είχαν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις που, με βάση τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, έπρεπε να συμπληρώσουν ενόσω εργαζόντουσαν στην επιχείρηση, αλλά δεν είχαν συμπληρώσει τις λοιπές προϋποθέσεις που θέτει αυτή και, με βάση τους όρους της, μπορούν να συμπληρώσουν μετά την αποχώρησή τους, αναμένουν, δε, ότι με την συμπλήρωση και τούτων θα λάβουν την παροχή (π.χ. είχαν καλύψει την ελάχιστη διάρκεια συνεχούς εργασίας στην επιχείρηση που ορίζεται στην ασφαλιστική σύμβαση, αλλά δεν είχαν καλύψει το ηλικιακό όριο που ορίζεται σε αυτήν και με βάση τους όρους της μπορεί να συμπληρωθεί μετά την αποχώρηση).
Ως «υφιστάμενα δικαιώματα για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές» των πρώην εργαζομένων νοούνται τα δικαιώματα που έχει ήδη ασκήσει ο πρώην εργαζόμενος και γι’ αυτό είτε επίκειται η λήψη της εφάπαξ παροχής είτε επίκειται ή έχει ήδη αρχίσει η λήψη της περιοδικής παροχής. Πρόκειται, δηλαδή, για δικαιώματα που κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης έχει ήδη αρχίσει να απολαμβάνει ο πρώην εργαζόμενος.
Ζ. Τα γεγονότα της υπόθεσης επί της οποίας έκρινε η αριθ. 430/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου, όπως προκύπτουν από το κείμενο της, έχουν ως εξής:
Μεταβιβάσθηκε τμήμα επιχείρησης στην οποία ο μεταβιβάζων είχε καταρτίσει με ασφαλιστική επιχείρηση ασφαλιστική σύμβαση με την μορφή ομαδικού προγράμματος καθορισμένης παροχής (συμπληρωματικό σύστημα επαγγελματικής συνταξιοδότησης) την συνέχιση της οποίας είχε αρνηθεί ο διάδοχος πριν από την μεταβίβαση.
Στην ασφαλιστική σύμβαση περιέχονται, εκτός άλλων, και τα ακόλουθα: «Κάθε μέλος του οποίου η απασχόληση λήγει για οποιονδήποτε λόγο είτε μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των 60 χρόνων ή κατά τον χρόνο συμπλήρωσης των προϋποθέσεων για πλήρη συνταξιοδότηση από τον Κύριο Κρατικό Ασφαλιστικό Φορέα (ΙΚΑ), θα λάβει από την ημερομηνία αυτή ετήσια παροχή Κανονικής Συνταξιοδότησης…», εάν η υπηρεσία του εργαζόμενου λήξει για οποιονδήποτε λόγο, εκτός θανάτου, πριν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις του Προγράμματος για καταβολή οποιασδήποτε από τις παροχές του, τότε ο εργαζόμενος δεν θα έχει δικαίωμα να λάβει οποιαδήποτε παροχή του Προγράμματος, εκτός της ακόλουθης: «Σε περίπτωση αποχώρησης μέλους από την υπηρεσία του εργοδότη για οποιονδήποτε λόγο, εκτός θανάτου και πριν την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που περιγράφονται στο παρόν Πρόγραμμα για την απόκτηση δικαιώματος σε οποιαδήποτε παροχή και με την προϋπόθεση ότι το μέλος έχει συμπληρώσει δέκα (10) έτη συνολικής υπηρεσίας σύμφωνα με το Μέρος ΙΙ, θα λαμβάνει κατόπιν αιτήσεώς του, όπως περιγράφεται στο άρθρο 3 του παρόντος Μέρους, την Παροχή Κανονικής Συνταξιοδότησης που θα αρχίσει να του καταβάλλεται την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την Ημερομηνία Κανονικής Συνταξιοδότησης. Διευκρινίζεται ότι προϋπόθεση για την καταβολή παροχής πριν την ηλικία των εξήντα (60) αποτελεί η καταβολή σύνταξης λόγω γήρατος από τον Κρατικό Κύριο Ασφαλιστικό Φορέα (ΙΚΑ)».
Στην ασφαλιστική σύμβαση προβλέπεται, επίσης, ότι δικαίωμα εισόδου στο ομαδικό πρόγραμμα είχε κάθε εργαζόμενος της επιχείρησης με την συμπλήρωση έξι μηνών συνεχούς εργασίας σε αυτήν, οπότε καθίστατο «μέλος του προγράμματος».
Από τους παραπάνω όρους της ασφαλιστικής σύμβασης προκύπτουν, κατά την άποψη μας, τα ακόλουθα:
(α) Το ασφάλισμα (παροχή) είναι «ετήσια παροχή κανονικής συνταξιοδότησης», δηλαδή, περιοδική παροχή και ο εργαζόμενος που πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζει η ασφαλιστική σύμβαση αποκτά αξίωση στην καταβολή της.
(β) Δικαίωμα να αξιώσουν το ασφάλισμα (παροχή) έχουν οι εργαζόμενοι που αποχωρούν από την επιχείρηση και στο πρόσωπό τους πληρούνται σωρευτικά δύο προϋποθέσεις i. η συμπλήρωση 10ετους συνεχούς εργασίας στην επιχείρηση, ii. η συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας τους ή των προϋποθέσεων για πλήρη συνταξιοδότηση από τον Κύριο Κρατικό Ασφαλιστικό Φορέα. Το δικαίωμα αυτό είναι (πλήρες) δικαίωμα εντασσόμενο στα «κεκτημένα δικαιώματα» όπως αυτά ορίζονται παραπάνω στο στοιχ. 6. Με δεδομένο ότι, με βάση τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, η συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας τους ή των προϋποθέσεων για πλήρη συνταξιοδότηση από τον Κύριο Κρατικό Ασφαλιστικό Φορέα μπορεί να γίνει και μετά την αποχώρηση από την επιχείρηση, προκύπτει ότι ο εργαζόμενος που συμπληρώνει την 10ετη συνεχή εργασία στην επιχείρηση αποκτά δικαίωμα προσδοκίας εντασσόμενο στα «κεκτημένα δικαιώματα» όπως αυτά ορίζονται παραπάνω στο στοιχ. 6, ενώ δεν αποκτά τέτοιο δικαίωμα εάν δεν έχει συμπληρώσει την 10ετή συνεχή εργασία στην επιχείρηση αλλά έχει συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας του ή τις προϋποθέσεις για πλήρη συνταξιοδότηση από τον Κύριο Κρατικό Ασφαλιστικό Φορέα.
(γ) Δεν έχουν δικαίωμα να αξιώσουν το ασφάλισμα οι εργαζόμενοι που αποχωρούν από την επιχείρηση χωρίς να πληρούν σωρευτικά τις παραπάνω δύο προϋποθέσεις.
(δ) Κατ’ εξαίρεση, οι εργαζόμενοι που αποχωρούν από την επιχείρηση έχοντας συμπληρώσει 10ετή συνεχή εργασία στην επιχείρηση, αλλά μη έχοντας συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας τους ή τις προϋποθέσεις για πλήρη συνταξιοδότηση από τον Κύριο Κρατικό Ασφαλιστικό Φορέα, αποκτούν δικαίωμα να αξιώσουν το ασφάλισμα εφόσον συμπληρώσουν (ενώ έχουν αποχωρήσει από την επιχείρηση) το 60ο έτος της ηλικίας τους ή τις προϋποθέσεις για πλήρη συνταξιοδότηση από τον Κύριο Κρατικό Ασφαλιστικό Φορέα. Το δικαίωμα τους είναι δικαίωμα προσδοκίας εντασσόμενο στα «κεκτημένα δικαιώματα» όπως ορίζονται παραπάνω στο στοιχ. 6.
(ε) Η ασφαλιστική περίπτωση (ασφαλιστικός κίνδυνος[61]), δηλαδή το γεγονός από την επέλευση του οποίου εξαρτάται η καταβολή του ασφαλίσματος[62], ορίζεται (αα) για όσους είχαν συμπληρώσει κατά την αποχώρηση τους από την επιχείρηση και τις δυο προϋποθέσεις, η ημερομηνία της αποχώρησης και (ββ) για όσους είχαν αποχωρήσει έχοντας συμπληρώσει μόνο 10ετη συνεχή εργασία ορίζεται η ημερομηνία συμπλήρωσης του 60ου έτους της ηλικίας τους ή των προϋποθέσεων για πλήρη συνταξιοδότηση από τον Κύριο Κρατικό Ασφαλιστικό Φορέα. Σε κάθε περίπτωση, κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης επήλθε πλασματική επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης.
(στ) Οι, εν ενεργεία και πρώην, εργαζόμενοι στο μεταβιβασθέν τμήμα που δεν είχαν συμπληρώσει συνεχή υπηρεσία εξ μηνών στην επιχείρηση, δεν ήταν μέλη του προγράμματος. Συνεπώς, δεν είχαν κανένα δικαίωμα που να απορρέει από την ασφαλιστική σύμβαση. Είχαν μόνο «προσδοκία δικαιώματος», η οποία γενικώς δεν προστατεύεται από την έννομη τάξη, ούτε προστατεύεται από το άρθρο 4 § 3 στοιχ. Γ-Στ π.δ. 178/2002.
Η εφαρμογή των παραπάνω στους εν προκειμένω ενάγοντες-αναιρεσείοντες οδηγεί, κατά την άποψη μας, στις ακόλουθες θέσεις:
(α) Οι 1ος έως 89ος ήταν εν ενεργεία εργαζόμενοι, δεν είχαν συμπληρώσει 10ετή συνεχή εργασία στην επιχείρηση και, συνεπώς, δεν είχαν προστατεύσιμο δικαίωμα.
(β) Οι 90ος έως 188ος ήταν εν ενεργεία εργαζόμενοι, είχαν συμπληρώσει 10ετή συνεχή εργασία στην επιχείρηση και συνεπώς είχαν προστατευόμενο δικαίωμα προσδοκίας.
(γ) Οι 189ος έως 211ος είχαν αποχωρήσει από την επιχείρηση πριν από την μεταβίβαση και κατά την άποψη μας, όπως αναλύεται παραπάνω στο στοιχ. 5 δεν μετέχουν στην εκκαθάριση και διανομή που αφορά τους εργαζομένους στο μεταβιβασθέν τμήμα. Αντίθετες οι σχετικές κρίσεις της απόφασης, η οποία υποστηρίζει την συμμετοχή τους εφόσον διαπιστωθεί ότι είχαν δικαιώματα απορρέοντα από την ασφαλιστική σύμβαση και είχαν αποχωρήσει από το μεταβιβασθέν τμήμα.
Βικτωρία Σπ. Δούκα
Ομ. Καθηγήτρια Εργατικού Δικαίου ΑΠΘ
[*] Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις σημειώσεις του παρόντος κειμένου βρίσκονται αναρτημένες στις ιστοσελίδες του Αρείου Πάγου, του ΔΕΕ και ΤΝΠ-Νόμος.
[2] Με εξαίρεση την ευθύνη του που ορίζεται στο άρθρο 4 § 1 εδ. β π.δ. 178/2002 «Ο μεταβιβάζων και μετά τη μεταβίβαση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διάδοχο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος».
[3] Παρόμοιο το άρθρο 3 § 3 στοιχ. γ και § 4 π.δ. 572/1988, το οποίο π.δ. είχε εκδοθεί σε συμμόρφωση με την Οδηγία 77/178/ΕΟΚ, στην αρχική της μορφή, καταργήθηκε με το άρθρο 11 π.δ. 178/2002, και όριζε ότι «γ) Αν ο διάδοχος πριν από τη μεταβίβαση, αρνηθεί τη συνέχιση της ασφαλιστικής σύμβασης, είτε με τη μορφή ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική εταιρεία, είτε με τη μορφή Λογαριασμού που λειτουργεί στο πλαίσιο της επιχείρησης, τα σχετικά κεφάλαια με μορφή, είτε μαθηματικού αποθέματος που συγκεντρώνεται στην ασφαλιστική εταιρεία, είτε αποθέματος (Λογαριασμού) που δημιουργείται στην επιχείρηση, ανήκουν στους εργαζόμενους και εκκαθαρίζονται από τον μεταβιβάζοντα και τους εκπροσώπους των εργαζομένων, ανάλογα με το χρόνο ασφάλισης και τα ποσά που διατέθηκαν για καθένα εργαζόμενο. Λογαριασμός που τυχόν λειτουργεί εντός της επιχείρησης, σε περίπτωση που ο διάδοχος αρνηθεί τη συνέχιση της ασφάλισης εκκαθαρίζεται ως ανωτέρω εντός έτους από της δήλωσης του διαδόχου ότι αρνείται τη συνέχιση της ασφάλισης. 4. Υφιστάμενα δικαιώματα για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων των οποίων η σχέση εργασίας λύθηκε κατά το χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης δεν παραβλάπτονται συνεπεία της μεταβίβασης αυτής. Τα δικαιώματα προσδοκίας των εργαζομένων του προηγουμένου εδαφίου για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές, εκκαθαρίζονται σύμφωνα με το εδάφιο γ' της προηγούμενης παραγράφου».
[7] Το άρθρο 3 της Οδηγίας 77/178/ΕΟΚ στην αρχική μορφή του περιείχε § 3 που όριζε «3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται επί των δικαιωμάτων των εργαζομένων για παροχές λόγω γήρατος, ανικανότητος ή επιζώντων βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής προνοίας που ισχύουν εκτός των νομίμων συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των Κρατών μελών. Τα Κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, ως και των ατόμων που έχουν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του εκχωρητή κατά τη στιγμή της μεταβιβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή εκείνα που πρόκειται ν’ αποκτηθούν για παροχές λόγω γήρατος, περιλαμβανομένων των παροχών προς επιζώντες βάσει των συμπληρωματικών συστημάτων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο». Το άρθρο 1 § 2 της Οδηγίας 98/50/ΕΚ όριζε «2. Τα άρθρα 1 έως 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:» και στο άρθρο 3, εκτός άλλων, προστέθηκε § 4 ως εξής: «4. α) Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, οι παράγραφοι 1 και 3 δεν εφαρμόζονται επί των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε παροχές λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή προς επιζώντες βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδότησης, που ισχύουν εκτός των προβλεπομένων εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών. β) Ακόμη και όταν δεν προβλέπουν, σύμφωνα με το στοιχείο α), ότι οι παράγραφοι 1 και 3 εφαρμόζονται επί αυτών των δικαιωμάτων, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, καθώς και των προσώπων που έχουν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του εκχωρητή κατά τη στιγμή της μεταβίβασης, όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές λόγω γήρατος, περιλαμβανομένων των παροχών προς επιζώντες, βάσει των συμπληρωματικών συστημάτων που αναφέρονται στο ανωτέρω στοιχείο α)». Το τελευταίο αυτό κείμενο ήδη αποτελεί την § 4 του άρθρου 3 της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ.
[8] Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται εξαίρεση από τον γενικό κανόνα της προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων επί μεταβίβασης επιχείρησης που θεσπίζεται στις §§ 1, 3 του ίδιου άρθρου και για τον λόγο αυτό επιβάλλεται η στενή ερμηνεία του, όπως έκρινε και το ΔΕΚ στην απόφασή του της 4ης Ιουνίου 2002 επί της υπόθεσης C-164/00 Katia Beckmann κατά Dynamco Whicheloe Macfarlane Ltd (σκ. 29, 30), τις σκέψεις της οποίας επανέλαβε και στις αποφάσεις του της 6ης Νοεμβρίου 2003 επί της υπόθεσης C-4/01 Martin κλπ κατά South Bank University (σκ. 5) και της 11ης Ιουνίου 2009 επί της υπόθεσης C-561/07 Επιτροπή των Ε.Κ. κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας (σκ. 30).
[9] Όπως έκρινε το ΔΕΕ στην απόφασή του της 4ης Ιουνίου 2002 επί της υπόθεσης C-164/00 Beckmann κατά Dynamco Whicheloe Macfarlane Ltd σκ. 31 «μπορούν να χαρακτηρίζονται ως παροχές γήρατος μόνον οι παροχές που χορηγούνται από τη στιγμή που ο εργαζόμενος έχει περατώσει κανονικά τη σταδιοδρομία του, όπως τούτο προβλέπεται από τη γενική οικονομία του οικείου συνταξιοδοτικού συστήματος». Για την έννοια των «παροχών γήρατος» με αφορμή της απόφαση αυτή βλ. παρατηρήσεις Β. Δούκα σε ΕΕυρΔ 2002 σ. 668 επ. Την ίδια θέση αποδέχεται το ΔΕΕ και στην απόφασή του της 6ης Νοεμβρίου 2003 επί της υπόθεσης C-4/01 Martin κ.λπ. κατά South Bank University (σκ. 35).
[10] Βλ. και ΔΕΕ απόφαση 1ης Ιουνίου 2009 επί της υπόθεσης C-561/07 Επιτροπή των Ε.Κ. κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας (σκ. 32).
[11] Άρθρο 3 § 4 στοιχ. β Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 § 2 Οδηγίας 98/50/ΕΚ. Όμοιο το ταυτάριθμο άρθρο της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ.
[12] Σκέψεις για την μη συμβατότητα του άρθρου 4 § 3 π.δ. 178/2002 με το άρθρο 3 § 4 της Οδηγία ως προς τα δικαιώματα που εξαιρούνται από την προστασία του γενικού κανόνα βλ. σε Γ. Θεοδόση, Ομαδικά προγράμματα ασφάλισης προσωπικού και μεταβίβασης επιχείρησης, ΔΕΕ 2004 σ. 991 επ. (995-997).
[13] Παρόμοιοι είναι οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι επί μεταβίβασης επιχείρησης και ιδιαίτερα ο κίνδυνος να ισχυρισθεί ο μεταβιβάζων ότι εφόσον δεν είναι αυτός που έχει καταρτίσει ατομικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας με τους εργαζομένους στην μεταβιβαζομένη επιχείρηση, δεν έχει υποχρέωση να διατηρήσει τις συμβάσεις αυτές και συνεπώς δικαιούται να μην τους απασχολεί. Την αποτροπή του κινδύνου αυτού επιτυγχάνει η νομοθεσία για την προστασία των εργαζομένων επί μεταβολής του προσώπου του εργοδότη (ιδίως το άρθρο 6 παρ. 1 ν. 2112/1920) και επί μεταβίβασης επιχείρησης (π.δ. 178/2002). Βλ. σχετικώς Β. Δούκα, Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, Μια προσέγγιση του θεσμού, ΕΕργΔ 1992 σ. 433 επ., η ίδια, Μεταβίβαση επιχείρησης και ατομικές σχέσεις εργασίας, εκδ. Σάκκουλα Θεσσαλονίκη, 1997, σ. 22 επ.
[14] Σύμφωνα με το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 19 Παροχές σε Εργαζόμενους «Προγράμματα καθορισμένων παροχών είναι προγράμματα παροχών μετά την έξοδο από την υπηρεσία».
[15] Δεδομένου ότι με την Οδηγία 98/50/ΕΚ τροποποιήθηκε ο τίτλος της Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ (άρθρο 1 § 1 Οδηγίας 98/50/ΕΚ) και αντικαταστάθηκαν τα άρθρα 1 έως 7 αυτής (άρθρο 1 § 2 Οδηγίας 98/50/ΕΚ), ουσιαστικά με το π.δ. 178/2002 ενσωματώθηκε η Οδηγία 77/187/ΕΟΚ, όπως προκύπτει και από το άρθρο 1 τούτου.
[16] Το ΔΕΕ στην απόφαση του της 9ης Σεπτεμβρίου 2020 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων C-674/18 και C-675/18 EM κατά TMD Friction GmbH (C-674/18) και FL κατά TMD Friction EsCo GmbH (C-675/18) σκ. 51 έκρινε ότι οι κανόνες της οδηγίας 2001/23 έχουν επιτακτικό χαρακτήρα. με την έννοια ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί να αποκλίνει από αυτές.
[18] Γενικά για τον προβληματισμό εάν σε προγράμματα ομαδικής ασφάλισης εργαζομένων εφαρμόζονται οι διατάξεις του ασφαλιστικού νόμου βλ. Αλέξανδρος Κ. Καλαντζής, Το στοιχείο του κινδύνου και η προστασία του ασφαλισμένου - Η περίπτωση των ασφαλιστικών προϊόντων χωρίς στοιχείο κινδύνου, ΕΕμπΔ 2005, σ. 683 επ.
[19] Για την έννοια των όρων «κεκτημένα δικαιώματα», «δικαίωμα προσδοκίας», βλ. παρακάτω στοιχ. 6. Για το ποιοι νοούνται ως «εργαζόμενοι» και πρώην εργαζόμενοι ήτοι εργαζόμενοι που ορίζονται στον νόμο ως αυτοί «που η σχέση εργασίας τους λύθηκε κατά το χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης» βλ. παρακάτω στοιχ. 5.
[21] Για την έννοια του όρου «υφιστάμενα δικαιώματα» βλ. παρακάτω στοιχ. 6.
[23] Συγχρόνως σημαίνει ότι τα κεφάλαια αυτά δεν ανήκουν ούτε στον μεταβιβάζοντα ούτε στην ασφαλιστική επιχείρηση και συνεπώς δεν κατάσχονται από δανειστές τούτων και σε περίπτωση πτώχευσης τούτων δεν περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία.
[24] Επί μεταβίβασης όλης της επιχείρησης τα «σχετικά κεφάλαια» είναι το σύνολο.
[26] Στο στοιχ. Δ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Εφόσον στην επιχείρηση δεν υπάρχουν συμβούλια εργαζομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του ν. 1767/88, στις διαβουλεύσεις, στην εκκαθάριση και στη διανομή συμμετέχει τριμελής επιτροπή που εκλέγεται από τους εργαζόμενους με άμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορία, σε συνέλευση που συγκαλείται από τη συνδικαλιστική οργάνωση που έχει τα περισσότερα μέλη στην επιχείρηση».
[27] Η εκκαθάριση χωρίς την συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζομένων δεν είναι άκυρη, όπως έκρινε η ΑΠ 1082/2010 με βάση το άρθρο 8 π.δ. 572/1988, όμοιο με το οποίο είναι το άρθρο 9 π.δ. 178/2002.
[28] Άλλως τεκμαίρεται ότι αποδέχεται την συνέχιση της ασφαλιστικής σύμβασης ως έχει. Έτσι και Γ. Θεοδόσης, Ομαδικά προγράμματα ασφάλισης προσωπικού και μεταβίβασης επιχείρησης, ΔΕΕ 2004, σ. 991 επ. (998).
[29] Αντιθέτως, θεωρεί ότι η εκκαθάριση και διανομή γίνεται προ της μεταβίβασης ο Γ. Θεοδόσης, Ομαδικά προγράμματα ασφάλισης προσωπικού και μεταβίβασης επιχείρησης, ΔΕΕ 2004, σ. 991 επ. (998).
[30] Ο καθορισμός γίνεται με βάση τις παραμέτρους που ορίζει η ασφαλιστική σύμβαση και κατά κανόνα είναι ο μέσος μισθός του τελευταίου διαστήματος εργασίας του εργαζομένου στην επιχείρησης, η ακριβής διάρκεια του οποίου επίσης καθορίζεται στην ίδια σύμβαση, και η συνολική συνεχής διάρκεια εργασίας του εργαζομένου στην επιχείρηση.
[31] Επειδή πρόκειται για παροχές γήρατος/συνταξιοδότησης η ασφαλιστική περίπτωση λογικά αναμένεται να συνδέεται με την συμπλήρωση συγκεκριμένου ορίου ηλικίας ή (αποκλειστικά ή εναλλακτικά) με την συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης.
[32] Έτσι η ΕφΑθ 1536/2021. Επίσης η ΕφΑθ 6357/2012, αναφερομένη στην ΑΠ 604/2017 με την οποία απορρίφθηκε η κατ΄ αυτής αναίρεση, ορθώς έκρινε ότι μετά την άρνηση του διαδόχου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση «κατά νόμο [άρθρο 4 παρ. 3 π.δ. 178/2002] ακολουθούσε η εκκαθάριση των κεφαλαίων» που είχαν συγκεντρωθεί. Αντιθέτως, η ΕφΑθ 179/2013, αναφερομένη στην ΑΠ 603/2017 με την οποία απορρίφθηκε η κατ΄ αυτής αναίρεση, έκρινε (εσφαλμένως κατά την άποψη μας) ότι μετά την άρνηση του διαδόχου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση «σύμφωνα με το άρθρο 4 § 3 του π.δ. 178/2002 η ασφαλιστική σύμβαση έπρεπε να λυθεί και να πραγματοποιηθεί η εκκαθάριση των κεφαλαίων» και ο μεταβιβάζων «κατ’ ανάγκη κατήγγειλε την ομαδική σύμβαση ασφαλίσεως για το μέρος του προσωπικού της που μεταφέρθηκε στην διάδοχο». Ομοίως με την τελευταία, η ΕφΑθ 8815/2006, αναφερομένη στην ΑΠ 1082/2010 με την οποία απορρίφθηκε η κατ΄ αυτής αναίρεση, η οποία έκρινε υπό το (όμοιο) καθεστώς του π.δ. 572/1988 άρθρο 3 περίπτωση γ΄.
[33] Γενικά για τον προβληματισμό εάν σε προγράμματα ομαδικής ασφάλισης εργαζομένων εφαρμόζονται οι διατάξεις του ασφαλιστικού νόμου βλ. Αλέξανδρος Κ. Καλαντζής, Το στοιχείο του κινδύνου και η προστασία του ασφαλισμένου - Η περίπτωση των ασφαλιστικών προϊόντων χωρίς στοιχείο κινδύνου, ΕΕμπΔ 2005, σ. 683 επ.
[34] Τέτοιοι νομικοί χαρακτηρισμοί, τόσο της παροχής όσο και της ίδιας της σύμβασης, έχουν σημασία και απαιτείται να γίνονται για την αντιμετώπιση άλλων νομικών θεμάτων, π.χ. για το εάν μπορεί ο εργοδότης να διακόψει μονομερώς την παροχή, για το ποιός είναι ο αποδέκτης της αξίωσης των εργαζομένων στην παροχή κ.λπ.
[35] ΑΠ 1082/2020. Πρβλ. ΑΠ 1277/2010. Β. Δούκα, Μεταβίβαση επιχείρησης και ατομικές σχέσεις εργασίας, εκδ. Σάκκουλα Θεσσαλονίκη, 1997, σ. 334 επ.
[44] Με το προϊσχύσαν άρθρο 3 § 4 π.δ. 572/1988 οριζόταν «4. Υφιστάμενα δικαιώματα για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων των οποίων η σχέση εργασίας λύθηκε κατά το χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης δεν παραβλάπτονται συνεπεία της μεταβίβασης αυτής», δηλαδή, αφενός θέσπιζε προστασία για τα «υφιστάμενα δικαιώματα» μόνον των πρώην εργαζομένων και αφετέρου δεν ενέπλεκε την προστασία με την «διανομή» των εκκαθαριζομένων κεφαλαίων που αφορά τους εργαζομένους.
[49] Ομοίως και της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ, αλλά και της καταργηθείσας Οδηγίας 77/178/ΕΟΚ.
[50] «β) Ακόμη και όταν δεν προβλέπουν, σύμφωνα με το στοιχείο α), ότι οι παράγραφοι 1 και 3 εφαρμόζονται επί αυτών των δικαιωμάτων, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, καθώς και των προσώπων που έχουν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του εκχωρητή κατά τη στιγμή της μεταβίβασης, όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές λόγω γήρατος, περιλαμβανομένων των παροχών προς επιζώντες, βάσει των συμπληρωματικών συστημάτων που αναφέρονται στο ανωτέρω στοιχείο α).».
[51] Όμοια η φραστική διατύπωση στο κείμενο της Οδηγίας 98/50/ΕΚ στην γαλλική γλώσσα «protéger les intérêts... en ce qui concerne leurs droits acquis ou en cours d' acquisition», αλλά διαφορετική σε αυτό στην αγγλική γλώσσα [με όμοιες φραστικές διατυπώσεις στο γερμανικό και ιταλικό κείμενο] «protect the interests... in respect of rights conferring on them immediate or prospective entitlement».
[56] Υπό την προϋπόθεση ότι η υποχρεωτική συνταξιοδότηση δεν προβλέπεται στην νομοθεσία.
[57] Πρβλ. ΑΠ 867/2022 που έκρινε ότι η αξίωση προβάλλεται και η καταβολή γίνεται «με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης υπό την οποία αυτή τελούσε, ήτοι από τη στιγμή της συνταξιοδότησής του». Εφόσον πρόκειται για συνταξιοδοτική παροχή, είναι αναγκαία η αποχώρηση του εργαζομένου από την επιχείρηση. Έτσι και Γ. Θεοδόσης, Ομαδικά προγράμματα ασφάλισης προσωπικού και μεταβίβασης επιχείρησης, ΔΕΕ 2004, σ. 991 επ. (997).
[58] Έτσι και Ε.Ε. Δουλτσίνου, Τα δικαιώματα των εργαζομένων στην εκ του νόμου εκκαθάριση συστημάτων επαγγελματικής και διεπαγγελματικής ασφάλισης, ΝοΒ 2019, σ. 384 επ. (391).
[59] Eάν ο εργαζόμενος λαμβάνει τέτοια παροχή επειδή αποχώρησε από την επιχείρηση και συνταξιοδοτήθηκε, αλλά μετέπειτα εργάζεται ως συνταξιούχος, τότε σε περίπτωση μεταβίβασης της επιχείρησης η παροχή που λαμβάνει συνιστά υφιστάμενο δικαίωμα πρώην εργαζομένου.
[60] «4. Υφιστάμενα δικαιώματα για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων των οποίων η σχέση εργασίας λύθηκε κατά το χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης δεν παραβλάπτονται συνεπεία της μεταβίβασης αυτής».
[61] Στα ασφαλιστήρια ομαδικής ασφάλισης εργαζομένων δεν υπάρχει κατά κυριολεξία το στοιχείο του κινδύνου. Σχετικώς βλ. Αλέξανδρος Κ. Καλαντζής, Το στοιχείο του κινδύνου και η προστασία του ασφαλισμένου - Η περίπτωση των ασφαλιστικών προϊόντων χωρίς στοιχείο κινδύνου, ΕΕμπΔ 2005, σ. 683 επ.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα