Top

Αναζήτηση


Πράξη & Λόγος του Ποινικού Δικαίου
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
1
Έτος
2022
 
Περισσότερα »

Παραπομπές


Πράξη & Λόγος του Ποινικού Δικαίου, 1 (2022)


Γ. Συλίκος, Η ελαφρυντική περίσταση πρότερου σύννομου βίου και γενικώς οι ελαφρυντικές περιστάσεις μετά την απόφαση 2/2022 της Ολομέλειας Αρείου Πάγου

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

239Η ελαφρυντική περίσταση πρότερου σύννομου βίου και γενικώς οι ελαφρυντικές περιστάσεις μετά την απόφαση 2/2022 της Ολομέλειας Αρείου Πάγου

Δρ. Γεώργιος Συλίκος

Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2/2022 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, για την θεμελίωση σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κατηγορουμένου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης.

«Σύννομη» χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου, όταν καθ’ όλη τηn διάρκεια της ζωής του και μέχρι την στιγμή της τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιικών κανόνων που τα προστατεύουν και κατά την τέλεση πράξεων, που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο, συμμορφώνεται με τον συγκεκριμένο νόμο, ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του και ως «δυσάρεστη έκπληξη», δηλαδή ως γεγονός μη αναμενόμενο, που κανείς δεν περίμενε από τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο.

Δηλαδή πρέπει η τέλεση της αξιόποινης πράξης να ήταν άκρως εξαιρετική και περιστασιακή, με βάση και κριτήριο τον προηγούμενο βίο του κατηγορουμένου.

Αντίθετα, αν με βάση την προηγούμενη συμπεριφορά του κατηγορουμένου αναμενόταν, στο πλαίσιο του φάσματος των ενδεχομενολογικών πιθανοτήτων, «εγκληματική συμπεριφορά» του, τότε η συμπεριφορά του δεν αποτελεί μη αναμενόμενη «εξαίρεση». [Βλ. χαρακτηριστικά και την ΑΠ 877/2020, ΠραξΛογΠΔ, Τόμος 22ος, 2021, σελ. 600].

Έτσι, κατά την Ολομέλεια, ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο.

Ταυτίζεται με την από πεποίθηση υποταγή του κατηγορουμένου στην νομιμότητα, ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του. Και αυτή η κατάσταση, κατά την Ολομέλεια, δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του κατηγορουμένου για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε, κατά την Ολομέλεια, αφ’ ενός μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη, αφ’ ετέρου δε πολλές φορές αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια.

Συνεπώς, κατά την Ολομέλεια, ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την υποταγή στη νομιμότητα, από πεποίθηση νομιμοφροσύνης, ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας του βίου.

Κατά την Ολομέλεια, το λευκό ποινικό μητρώο απλώς συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 Κ.Π.Δ. για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου προκειμένου να αποφανθεί επί του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού και δεν ασκεί καθοριστική και καταλυτική λειτουργική επίδραση στην κρίση για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης, δηλαδή δεν αποτελεί το καθοριστικό και καταλυτικό αποδεικτικό μέσο για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης.

240Σ’ αυτό το πλαίσιο τήρησης της νομιμότητας, κατά την Ολομέλεια, εάν κάποιος παραβιάζει ή απλώς δεν σέβεται και αστικούς κανόνες, η συνδρομή στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο και έτσι και πάλι δεν θεμελιώνεται η συγκεκριμένη ελαφρυντική περίσταση.

Περαιτέρω κατά την Ολομέλεια, για την θεμελίωση του σύννομου βίου, λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης, λαμβάνονται, όμως, υπόψη και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη. Μάλιστα η Ολομέλεια τονίζει την αναγκαιότητα λήψης υπόψη των περιστάσεων, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη («λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη»).

Συνεπώς για την κρίση της (μη) αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης λαμβάνονται υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά που προηγήθηκαν πριν από την αξιόποινη πράξη, λαμβάνονται όμως υπόψη και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, διότι αποκαλύπτουν προηγούμενη συμπεριφορά του κατηγορουμένου ενδεικτική της προσωπικότητάς του, η οποία, ενδεχομένως, υποδηλώνει έλλειψη σεβασμού σε έννομα αγαθά.

Επομένως:

Ενώ για την θεμελίωση σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κατηγορουμένου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης, (συν)λαμβάνονται υπόψη και συμπεριλαμβάνονται στο κρισιολογικό φάσμα (και) οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, για την οποία κατηγορείται.

Η Ολομέλεια, όμως, καθορίζει και μια επί πλέον προϋπόθεση αποδοχής ή μη του αυτοτελούς ισχυρισμού πρότερου σύννομου βίου και ένα επί πλέον κρισιολογικό κριτήριο για την αποδοχή ή την απόρριψη της ελαφρυντικής περίστασης:

η ποινή, που θα επιβληθεί (η επιβλητέα ποινή), να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας-αναλογίας.

Ο θεσμιζόμενος νομολογιακός κανόνας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σε σχέση με όλες τις ελαφρυντικές περιστάσεις:

Στο πλαίσιο αυτό, η Ολομέλεια προβαίνει σε μια γενικότερη σκέψη – νομολογιακό κανόνα, που θα διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στην δικαστηριακή πράξη:

Κατά την Ολομέλεια, οι μειωτικές της ποινής ελαφρυντικές περιστάσεις και η διάγνωσή τους δεν προηγούνται από την επιμέτρηση της ποινής.

Αντίθετα, κατ’ αντίστροφη γνωσιολογική πορεία και αξιολογική φορά, αποτελούν προϊόν της επιμέτρησης, το οποίο προκύπτει κατά και από την διεξαγωγή της επιμέτρησης.

Κατά την Ολομέλεια, αυτό σημαίνει ιδίως ότι για την μείωση της ποινής λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν φτάνει in concreto άνευ άλλου τινός η παραδοχή μόνον κάποιου μεμονωμένου λόγου ελάφρυνσης αλλά απαιτείται η διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη περίπτωση, «ενόψει του συνόλου των κανονιστικών παραδειγμάτων του νόμου και της δυνατότητας ενός αναλογικού, αν χρειαστεί, χειρισμού τους, υπολείπεται σημαντικά κατά την ποινική της απαξία σε σχέση με τον μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων».

Έτσι, κατά την Ολομέλεια, όταν η ποινή, που θα επιβληθεί μετά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, τελεί σε «προφανή δυσαναλογία» σε σχέση με την βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης, καθώς και την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας.

Επομένως, κατά την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου:

Το Δικαστήριο, από την άποψη της πορείας της κρισιολογικής αξιολόγησης της συνδρομής ή μη συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης, ΔΕΝ αναγνωρίζει πρώτα-αρχικά-προηγουμένως μια ελαφρυντική περίσταση και κατόπιν επιμετρά μειωμένη ποινή, με βάση την ελαφρυντική περίσταση που ΗΔΗ αναγνώρισε.

Αντίθετα, κατά την διαδικασία της επιμέτρησης της ποινής, προβαίνει σε συνεκτίμηση, 241συναξιολόγηση και συναποτίμηση του συνόλου των «κανονιστικών παραδειγμάτων του νόμου» και, αν χρειαστεί, και σε «αναλογικό χειρισμό τους», ώστε να διαγνώσει τον «μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων» και να διαπιστώσει αν η συγκεκριμένη, υπό κρίση, περίπτωση υπολείπεται σημαντικά κατά την ποινική της απαξία σε σχέση με τον μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων και μόνον τότε αναγνωρίζει ελαφρυντική περίσταση.

Συνεπώς σε κάθε περίπτωση κρίσης αυτοτελούς ισχυρισμού για συνδρομή ελαφρυντικής περίστασης είναι νομικώς αναγκαία μια συγκριτική αντιπαραβολή με τον «μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων».

Και μόνον εάν και όταν η συγκεκριμένη, υπό κρίση, περίπτωση υπολείπεται σημαντικά κατά την ποινική της απαξία σε σχέση με τον μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων, αναγνωρίζεται ελαφρυντική περίσταση.

Αλλιώς, αν η ποινή, η οποία θα επιβληθεί μετά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, τελεί σε «προφανή δυσαναλογία» προς την βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης, καθώς και προς την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας.

Επομένως, κατά την Ολομέλεια, το Δικαστήριο πρώτα και πρωταρχικά αξιολογεί, εκτιμά και αποτιμά την ποινική απαξία της υπό κρίση αξιόποινης πράξης σε σχέση με τον «μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων», με κριτήριο το αν υπολείπεται σημαντικά κατά την ποινική της απαξία σε σχέση με τον «μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων», και κατόπιν:

ή δεν αναγνωρίζει την αιτούμενη ελαφρυντική περίσταση, όταν η ποινή, μετά την αναγνώριση της αιτούμενης ελαφρυντικής περίστασης, τελεί σε προφανή δυσαναλογία προς την βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης, καθώς και την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη, διότι, αλλιώς, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας

ή αναγνωρίζει την αιτούμενη ελαφρυντική περίσταση, όταν η ποινή, μετά την αναγνώριση της αιτούμενης ελαφρυντικής περίστασης, δεν τελεί σε προφανή δυσαναλογία με την βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης, καθώς και την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη.

Πρέπει να επισημανθεί και να τονισθεί ότι:

Ο ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ, ΟΠΩΣ ΘΕΣΜΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ, ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΜΟΝΟΝ ΕΙΔΙΚΑ ΤΗΝ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΗ ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΡΟΥ ΣΥΝΝΟΜΟΥ ΒΙΟΥ ΑΛΛΑ ΟΛΕΣ ΓΕΝΙΚΑ ΤΙΣ ΠΑΝΤΟΕΙΔΕΙΣ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ.

Σε επίπεδο Δικονομικού Ποινικού Δικαίου:

Κατά την Ολομέλεια, οι παραδοχές της απόφασης του Δικαστηρίου της ουσίας επί του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρότερου σύννομου βίου επιβάλλεται να «συνέχονται» με τις παραδοχές της απόφασης επί της ενοχής.

Συνεπώς η κρίση περί της αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης ΔΕΝ είναι μια νέα, πρωτογενής και από μηδενική βάση κρίση επί της ελαφρυντικής περίστασης, η οποία εστιάζεται και επικεντρώνεται αποκλειστικώς και μόνον στην ελαφρυντική περίσταση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τα γενόμενα δεκτά σε σχέση με την κρίση επί της ενοχής.

Αντίθετα, πρέπει να αποτελεί κρισιολογική συνέχεια της κρίσης περί και επί της ενοχής («να συνέχεται» προς την κρίση περί και επί της ενοχής)

Γι’ αυτό, κατά την Ολομέλεια, στην απόφαση περί της ελαφρυντικής περίστασης πρέπει να υπάρχει αναφορά, στα περιστατικά, τα οποία έγιναν δεκτά στην κρίση περί και επί της ενοχής, και στα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα συγκεκριμένα περιστατικά.

Αλλιώς, εάν η απόφαση, με την οποία αναγνωρίζεται η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου σύννομου βίου, δεν λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία το Δικαστήριο δέχεται στην απόφασή του περί της ενοχής, και δεν αναφέρεται και σε αυτά, η απόφαση 242επί της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου δεν έχει την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και καθίσταται αναιρετέα.

Γενικότερος νομολογιακός κανόνας σε σχέση με την αιτιολογία παραδοχής του αυτοτελούς ισχυρισμού ελαφρυντικής περίστασης και αναγνώρισης της αιτούμενης ελαφρυντικής περίστασης

Σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, κατά την Ολομέλεια, η κρίση περί και επί ελαφρυντικής περίστασης δεν είναι ανεξάρτητη, αυτοτελής και αυτοδύναμη σε σχέση με την κρίση περί και επί της ενοχής αλλά αποτελεί μια λειτουργική κρισιολογική συνέχειά της.

Επομένως το σκεπτικό και η αιτιολογία της κρίσης περί και επί της ενοχής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και για την κρίση περί και επί της ελαφρυντικής περίστασης.

Σύμφωνα με την λογική και την συλλογιστική αυτή της Ολομέλειας, το στάδιο των ελαφρυντικών περιστάσεων δεν είναι ουσιαστικώς ανεξάρτητο και αυτοδύναμο σε σχέση με το στάδιο περί και επί της ενοχής αλλά αποτελεί λειτουργική συνέχειά του και τα δύο στάδια, το στάδιο περί της ενοχής και το στάδιο περί των ελαφρυντικών περιστάσεων, συνέχονται κριολογικά και αξιολογικά και κατά την κρίση της συνδρομής ή μη συνδρομής ελαφρυντικής περίστασης πρέπει το Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη του και την (ήδη εξενεχθείσα) αιτιολογία της απόφασής του περί της ενοχής και στην αιτιολογία της απόφασης για την ελαφρυντική περίσταση πρέπει να αναφέρεται και στην αιτιολογία περί της ενοχής.

Επομένως, όπως προεπισημάνθηκε, κατά την Ολομέλεια η κρίση επί και περί της ελαφρυντικής περίστασης ΔΕΝ εκκινεί από ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΒΑΣΗ αλλά πρέπει να αποτελεί κρισιολογική λειτουργική συνέχεια της κρίσης περί και επί της ενοχής και να αναφέρεται και στα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα αποδεικτικά μέσα και αναφέρονται στην αιτιολογία της καταδικαστικής επί της ενοχής απόφασης.

Αλλιώς, εάν η απόφαση, με την οποία αναγνωρίζεται η αιτηθείσα ελαφρυντική περίσταση, δεν λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία το Δικαστήριο δέχεται στην απόφασή του περί της ενοχής, και δεν αναφέρεται και σε αυτά, η απόφαση επί της ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και συνεπώς είναι αναιρετέα.

Πρακτική εφαρμογή του νομολογιακού κανόνα της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου

Με την απόφαση υπ’ αριθμ. 2/2022 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου αναιρείται η αναιρεσιβαλλόμενη από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας (Μ.Ο.Ε.), ως προς την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης πρότερου σύννομου βίου.

Κατά την Ολομέλεια, στην προκειμένη περίπτωση, η τέλεση της αξιόποινης πράξης δεν ήταν άκρως εξαιρετική και περιστασιακή, όλα δε τα πραγματικά περιστατικά που προηγήθηκαν, καθώς και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, αποκαλύπτουν προηγούμενη συμπεριφορά του κατηγορουμένου ενδεικτική της προσωπικότητάς του, που υποδηλώνει έλλειψη σεβασμού σε έννομα αγαθά.

Όπως προκύπτει από το ιστορικό, το οποίο έκρινε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όπως εξετίθετο στην απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας, και από τα γεγονότα, τα οποία συνέθεταν το συγκεκριμένο ιστορικό, κατά την Ολομέλεια δεν έχει σημασία σε ποια έννομα αγαθά και ποιας αξίας, στην αξιολογική κλίμακα των εννόμων αγαθών, υποδηλώνεται, από τα πραγματικά περιστατικά, που προηγήθηκαν, καθώς και από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, έλλειψη σεβασμού.

Επί πλέον, κατά την Ολομέλεια, η ποινή, η οποία, λόγω της παραδοχής της ελαφρυντικής περίστασης, στην συγκεκριμένη περίπτωση, επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο, δεν ευθυγραμμίζεται με την συνταγματική αρχή της 243αναλογίας. Συνεπώς θεωρήθηκε ότι ήταν ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΑ ΜΙΚΡΗ.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου προβαίνει σε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ, ΠΟΥ ΕΠΙΒΛΗΘΗΚΕ στον κατηγορούμενο, δηλαδή προβαίνει σε ΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ.

Αυτό σημαίνει και συνεπάγεται ότι ο Άρειος Πάγος θα προβαίνει, σε εκάστη συγκεκριμένη περίπτωση, σε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ, η οποία επιβλήθηκε, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας-αναλογίας, συνεπώς θα ελέγχει και θα κρίνει αν η ποινή, με την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, αποβαίνει «ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΩΣ ΜΙΚΡΗ», αν και «η συγκεκριμένη υπόθεση δεν υπολείπεται σημαντικά κατά την ποινική της απαξία σε σχέση με τον μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων».

Επομένως, σύμφωνα με την λογική του νομολογιακού κανόνα της Ολομέλειας:

αν αναιρεσείων είναι ο κατηγορούμενος, με αναιρετικό λόγο ότι δεν αναγνωρίσθηκε η αιτηθείσα ελαφρυντική περίσταση, εάν ο Άρειος Πάγος κρίνει ότι με την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης η ποινή αποβαίνει «δυσαναλόγως μικρή», θα απορρίπτεται ο σχετικός αναιρετικός λόγος για μη αναγνώριση της αιτηθείσας ελαφρυντικής περίστασης

αν αναιρεσείων είναι ο Εισαγγελέας, με αναιρετικό λόγο ότι εσφαλμένως αναγνωρίσθηκε η αιτηθείσα ελαφρυντική περίσταση, εάν ο Άρειος Πάγος κρίνει ότι με την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης η ποινή απέβη «δυσαναλόγως μικρή», θα γίνεται δεκτή η αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα και θα αναιρείται η απόφαση.

Πέραν των ανωτέρω, κατά την Ολομέλεια, ενώ οι παραδοχές της απόφασης επί της ενοχής επιβάλλετο να συνέχονται με τις παραδοχές επί του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρότερου σύννομου βίου, καμία αναφορά δεν υπάρχει στην απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας στα περιστατικά αυτά και στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν.

Επομένως η απόφαση, με την οποία, στην προκειμένη περίπτωση, γίνεται δεκτός ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός και αναγνωρίζεται η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου σύννομου βίου, πάσχει και από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και (συν)αναιρείται και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.

Τα κριτήρια για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου σύμφωνα με τον νομολογιακό κανόνα της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου

Σύμφωνα με τα ανωτέρω αναλυθέντα, σύμφωνα με την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τα κριτήρια για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου είναι τα ακόλουθα:

i. H συμπεριφορά του κατηγορουμένου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης.

Η συνόλη συμπεριφορά του κατηγορουμένου πρέπει να είναι σύννομη. Δεν είναι σύννομη, όταν παραβιάζει ή απλώς δεν σέβεται τους κανόνες Δικαίου γενικά, δηλαδή τους κανόνες της έννομης τάξης.

Συνεπώς ο κατηγορούμενος πρέπει να μην παραβιάζει και να σέβεται όλους τους κανόνες Δικαίου, και τους κανόνες του Αστικού Δικαίου και τους κανόνες του Διοικητικού Δικαίου (στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι κανόνες του Φορολογικού Δικαίου, του Πειθαρχικού Δικαίου, κ.λπ.) και γενικά όλους τους κανόνες οποιουδήποτε τομέα και πεδίου της έννομης τάξης.

Πρέπει να επισημανθεί ότι σε καμία περίπτωση δεν αρκεί ο κατηγορούμενος να μην παραβιάζει τους κανόνες Δικαίου της έννομης τάξης. Πρέπει όχι μόνον να μην παραβιάζει αλλά και να σέβεται εμπράκτως όλους τους κανόνες Δικαίου της έννομης τάξης ανεξαρτήτως και ασχέτως από το αν τους παραβιάζει ή δεν τους παραβιάζει.

ii. Oι περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος.

244iii. Η επιβλητέα, σε περίπτωση αποδοχής του αυτοτελούς ισχυρισμού της ελαφρυντικής περίστασης, ποινή πρέπει να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας-αναλογίας.

Συνεπώς το Δικαστήριο (πρέπει να) κρίνει την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης πρωθυστέρως.

Πρέπει το Δικαστήριο εκ των προτέρων να προδιαγιγνώσκει και να λαμβάνει υπόψη του ποια θα είναι ενδεχομένως η ποινή, που θα επιβληθεί, σε περίπτωση αναγνώρισης της αιτούμενης ελαφρυντικής περίστασης και να πραγματοποιεί ουσιαστική (όχι τυπική) συνεκτίμηση, συναποτίμηση, συναξιολόγηση, και σύγκριση αναλογίας της ποινής, που θα επιβληθεί, προς την βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης, καθώς και προς την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη, και μόνον εάν διαπιστώσει ότι η ποινή, που θα επιβληθεί εξ αιτίας της αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης, δεν είναι δυσανάλογα μικρή, να αναγνωρίζει την ελαφρυντική περίσταση (αλλιώς παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας).

Κρισιολογικό κριτήριο πρέπει να αποτελεί ότι η συγκεκριμένη υπόθεση «ενόψει του συνόλου των κανονιστικών παραδειγμάτων του νόμου και της δυνατότητας ενός αναλογικού, αν χρειαστεί, χειρισμού τους, υπολείπεται σημαντικά κατά την ποινική της απαξία σε σχέση με τον μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων».

iv. Οι ανωτέρω νομικές κρισιολογήσεις εξικνούνται σε επίπεδο Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου.

Σε επίπεδο Δικονομικού Ποινικού Δικαίου, η απόφαση αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτολογημένη μόνον εάν οι παραδοχές της απόφασης επί του αυτοτελούς ισχυρισμού ελαφρυντικής περίστασης «συνέχονται» με τις παραδοχές της απόφασης επί της ενοχής, συνεπώς εάν το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης τις συγκεκριμένες παραδοχές της απόφασης επί της ενοχής και οι παραδοχές της απόφασης επί του αυτοτελούς ισχυρισμού ελαφρυντικής περίστασης αναφέρονται και στις συγκεκριμένες παραδοχές της απόφασης επί της ενοχής.

Επομένως δεν αρκεί, πλέον, για την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου, αποκλειστικά και μόνον η εξέταση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, όπως δηλώνεται από τον πρότερο βίο του, αλλά είναι αναγκαία η συνεξέταση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, όπως εκδηλώνεται στην αξιόποινη πράξη του ή υποδηλώνεται από την αξιόποινη πράξη του.