Top

Αναζήτηση


Επιθεώρηση Ακινήτων
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
4
Έτος
2024
 
Περισσότερα »

Συγγραφέας


Επιθεώρηση Ακινήτων, 4 (2024)


Χ. Καρυπίδης, Η τήρηση της διοικητικής προδικασίας του άρθρου 8 α.ν. 1539/1938, ως προϋπόθεση του παραδεκτού διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής κατά του Δημοσίου από το πεδίο του εμπραγμάτου δικαίου στο Εθνικό Κτηματολόγιο

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο     Επόμενο »

A- A A+    Εκτύπωση   

804Η τήρηση της διοικητικής προδικασίας του άρθρου 8 α.ν. 1539/1938, ως προϋπόθεση του παραδεκτού διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής κατά του Δημοσίου από το πεδίο του εμπραγμάτου δικαίου στο Εθνικό Κτηματολόγιο

Χρήστος Καρυπίδης

Δικηγόρος, ΜΔΕ ΔΠΜΣ ΑΠΘ Κτηματολόγιο

Εμπράγματη και κτηματολογική αγωγή

Επί εμπράγματης αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής κατά του ελληνικού δημοσίου, η διάταξη του άρθρου 8 § 1 του α.ν. 1539/1938, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 24 του ν. 2732/1999, ορίζει ότι, «οποιοσδήποτε αξιώνει δικαίωμα κυριότητας ή άλλο, εκτός της νομής, εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, ανεξάρτητα αν αυτό κατέχεται από το Δημόσιο ή τον ίδιο, οφείλει, πριν υποβάλει σχετική αγωγή στο αρμόδιο, κατά τις κείμενες διατάξεις, Δικαστήριο, να κοινοποιήσει με Δικαστικό Επιμελητή προς το Δημόσιο αίτηση, η οποία θα περιλαμβάνει τις αξιώσεις του, ήτοι το δικαίωμά του, το είδος, την έκταση, την ακριβή θέση όπου κείται το ακίνητο, και τα όριά του, μετά τοπογραφικού διαγράμματος, συνταγμένου από μηχανικό, και τους τίτλους στους οποίους στηρίζει το δικαίωμά του, ως και τα ονόματα και την ακριβή διεύθυνση κατοικίας των μαρτύρων, οι οποίοι μπορούν να καταθέσουν υπέρ αυτού». Η αγωγή, που ασκείται, κατά του δικονομικούς και ουσιαστικούς κανόνες του εμπραγμάτου δικαίου, χωρίς να έχει τηρηθεί η ως άνω προδικασία, κηρύσσεται απαράδεκτη από το αρμόδιο δικαστήριο[1].

Καθίσταται σαφές ότι με το άρθρο αυτό, η ισχύς της τροποποιηθείσας παρ. 1 του οποίου άρχισε από τη δημοσίευση του ν. 2732/1999 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως[2], καθιερώνεται κατά τροποποίηση της αρχικής προβλέψεως του άρθρου 8 § 1 του α.ν. 1539/1938, η τήρηση της προδικασίας της αίτησης θεραπείας πριν από την άσκηση οιασδήποτε κατά του Δημοσίου διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής[3], ανεξαρτήτως εάν το ακίνητο κατέχεται ή όχι από το Δημόσιο[4] και συνεπώς είναι απαράδεκτη, αν δεν προηγηθεί η επίδοση της αιτήσεως αυτής και δεν περάσουν έξι μήνες (από την επίδοση), εκτός αν στο μεσοδιάστημα (των έξι μηνών) ο αιτών έλαβε ειδοποίηση ότι έγιναν δεκτές ή απορρίφθηκαν οι αξιώσεις του[5]. Η νέα αυτή νομοθετική ρύθμιση εναρμονίζεται, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν. 2732/1999, πληρέστερα με τη συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία των δασών και του περιβάλλοντος γενικότερα. Έτσι, από τις 30.7.1999 και εφεξής, η τήρηση της εν λόγω διοικητικής προδικασίας, αποτελούσα προϋπόθεση του παραδεκτού της σχετικής αγωγής και εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης[6], απαιτείται όχι μόνο όταν το ακίνητο κατέχεται από το Δημόσιο, όπως γινόταν δεκτό υπό το προηγούμενο καθεστώς, αλλά και όταν δεν κατέχεται από αυτό. Η τήρηση της προδικασίας, όμως, είναι υποχρεωτική, όταν το Δημόσιο είναι εναγόμενο[7], και όχι όταν 805προσλαμβάνει οποιαδήποτε άλλη δικονομική ιδιότητα στην έννομη σχέση της δίκης[8].

Κατά το άρθρο 8 § 4 του α.ν. 1539/1938, μόνο έξι μήνες μετά την επίδοση της ανωτέρω αίτησης μπορούν οι αναφερόμενοι στην παρ. 1 (του εν λόγω άρθρου), αν δε λάβουν ειδοποίηση για την αποδοχή των αξιώσεών τους (σιωπηρή άρνηση της αίτησης), στο σύνολο ή κατά ένα μέρος, να ασκήσουν αγωγή. Η διαδικασία, όμως, που ακολουθεί την επίδοση δεν είναι προπαρασκευαστική της άσκησης της αγωγής, αλλά αποβλέπει στην επίλυση της διαφοράς από την αρμόδια διοικητική αρχή με στόχο την αποφυγή δημιουργίας άσκοπων δικών. Επίσης, η αναφορά στην αίτηση των ονομάτων των μαρτύρων που μπορούν να καταθέσουν υπέρ του αιτούντος δεν ασκεί επιρροή στο παραδεκτό της διεκδικητικής αγωγής[9]. Ακόμη, η μνεία τήρησης της ως άνω προδικασίας (αν και θα έπρεπε για λόγους δικονομικής τάξης και αποφυγής άσκοπων ενστάσεων) δεν αποτελεί στοιχείο αναγκαίο για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής κατά του Δημοσίου και η παράλειψη αναφοράς για τήρησή της δεν καθιστά αόριστη και απορριπτέα την αγωγή[10].

Προσέτι[11], για οποιοδήποτε δικαίωμα κυριότητος, ή άλλο, πλην της νομής, εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου κατεχομένου υπό του Δημοσίου (προδικασία που είχε επεκταθεί και για ακίνητα κατεχόμενα από δήμους και κοινότητες[12] και ήδη με το άρθρο 62 του ν. 1416/1984 έπαυσε να ισχύει ως προς αυτούς[13] απαιτείται για το παραδεκτό της αγωγής με την οποία επιδιώκεται η αναγνώριση κυριότητος έναντι του Δημοσίου[14], μόνο εφόσον το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στην κατοχή του Δημοσίου[15]. Στην περίπτωση μάλιστα που το Δημόσιο αμφισβητεί την κατοχή του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου, τότε μόνο πρέπει να διατάσσονται αποδείξεις γι’ αυτή (αν υπήρχε κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής), ως περιστατικό που καθιστά παραδεκτή την αγωγή και χωρίς την τήρηση της εν λόγω προδικασίας[16]. Εφόσον δεν έχει γίνει από το Δημόσιο κατάληψη του ακινήτου, κατά τον οριζόμενο από το α.ν. 1539/38 τρόπο, του ακινήτου που έχει εγκαταλειφθεί από τον ιδιοκτήτη του, αυτός που διεκδικεί το ακίνητο από τον ιδιοκτήτη του δεν υποχρεούται να απευθύνει και κατά του Δημοσίου ή να κοινοποιήσει και σ’ αυτό και μάλιστα με την ποινή της ακυρότητας, το δικόγραφο της αγωγής του[17].

Έτι, ακόλουθα, στο πεδίο του εθνικού κτηματολογίου αντικείμενο της δίκης του ν. 2664/1998 και το άρθρο 6 § 2 είναι η διαπίστωση της υπάρξεως του σχετικού εγγραπτέτου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή “άγνωστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του υπάρχοντος δικαιώματος. Ειδικότερα, στο άρθρο 9 §§ 1 και 2 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι: «Ακίνητα που δεν έχουν εγγραφεί ως ανήκοντα σε ορισμένο πρόσωπο και φέρονται στα κτηματολογικά βιβλία και στα λοιπά στοιχεία του Κτηματολογίου ως ακίνητα «άγνωστου ιδιοκτήτη» θεωρείται ότι ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου μόλις καταστεί οριστική η πρώτη εγγραφή». Στην περίπτωση αυτή δημιουργείται (κατά το άρθρο 7 § 1 του ν. 2664/1998) υπέρ του Δημοσίου αμάχητο τεκμήριο (άρθρο 7 § 2 ν. 2664/1998). Επομένως, στην περίπτωση ακινήτου φερόμενου ως «άγνωστου ιδιοκτήτη» και πριν καταστεί οριστική η πρώτη εγγραφή το Ελληνικό Δημόσιο δεν νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση διεκδικητικής ή αναγνωριστικής αγωγής σχετικά με εμπράγματο δικαίωμα τρίτου επί του ακινήτου αυτού, ήτοι δεν ισχύουν οι προϋποθέσεις της προδικασίας του άρθρο 8 α.ν. 1539/1938, διότι το επίδικο ακίνητο δεν ανήκει στο ελληνικό δημόσιο από την στιγμή που δεν οριστικοποιήθηκε η πρώτη εγγραφή, ως εκ τούτου, δεν αξιώνεται 806εμπράγματο δικαίωμα έναντι του ελληνικού δημοσίου, αλλά ζητείται η διόρθωση των κτηματολογικών στοιχείων της πρώτης εγγραφής[18].

Επιπροσθέτως, με την τροποποίηση του άρθρου 6 § 2 ν.2668/1998 με το άρθρου 24 § 1 ν. 3983/2011[19] ορίζεται ότι: «Όταν η αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που αναγράφεται ως δικαιούχος δικαιώματος στις αρχικές εγγραφές, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 8 του α.ν. 1539/1938, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 του ν. 2732/1999». Έτσι, επί διορθωτικών αγωγών του άρθρου 6 § 2 ν. 2664/1998 όταν στις αρχικές εγγραφές των κτηματολογικών φύλλων αναγράφεται, ως δικαιούχος του δικαιώματος, «άγνωστος ιδιοκτήτης, δεν απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 8 του α.ν. 1539/1938. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου δεν απαιτείται πολύ περισσότερο η τήρηση της διαδικασίας αυτής στην περίπτωση της παρ. 3, που το Δημόσιο δεν αναγράφεται ως δικαιούχο του αναγραφόμενου δικαιώματος, αλλά απλώς καλείται στη σχετική δίκη, επειδή όταν θα οριστικοποιηθεί η εγγραφή θα αποκτήσει το σχετικό δικαίωμα, εφ’ όσον βέβαια δεν διορθωθεί η πρώτη εγγραφή και δεν αναγραφεί ως δικαιούχος κάποιος τρίτος[20].

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί, ειδικά όταν πρόκειται για αγωγές επί «αγνώστου ιδιοκτήτη» με χρησικτησία στρεφόμενες κατά του ελληνικού δημοσίου (αδέσποτο ή εγκαταλελειμμένο, ανταλλάξιμο, εντός οικισμού, με τίτλο προϊσχύοντος δικαίου κ.λπ.) ότι η αγωγή αυτή συνιστά κτηματολογικό μέσο προστασίας των εγγραπτέων δικαιωμάτων, δια του οποίου ο προσβαλλόμενος από ανακριβή πρώτη εγγραφή δικαιούται να απαιτήσει από τον εμφανιζόμενο στο κτηματολογικό φύλλο ως δικαιούχο, αφενός την αναγνώριση του δικαιώματος του, αφετέρου τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής[21]. Το αντικείμενο των κτηματολογικών εγγραφών αποτελούν τα εγγραπτέα δικαιώματα που αφορούν αποκλειστικά σε ακίνητα ή σε ιδιοκτησιακά αντικείμενα που συνδέονται με το έδαφος. Ως εκ τούτου, η διάταξη του άρθρου 6 § 2 ν. 2664/1998 αποτελεί αναγνωριστικής ή διεκδικητικής φύσεως αγωγή που εμπίπτει στα εμπράγματα δικαιώματα και την κυριότητα. Με αυτή, επιδιώκεται η αποκατάσταση της ανακρίβειας που εντοπίζεται στην πρώτη εγγραφή του κτηματολογικού φύλλου, ήτοι της έννομης προστασίας του εγγραπτέου δικαιώματος (αναγνωριστική και καταψηφιστική έννοια) και διόρθωσής του (διαπλαστική έννοια)[22].

Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις άσκησης της αγωγής εστιάζονται στην ύπαρξη (προσβολής) διαγραπτέου δικαιώματος κατά τον κρίσιμο χρόνο[23] που διέπεται από την ανακρίβεια της κτηματολογικής εγγραφής και της κτήσης του εμπράγματου δικαιώματος κυριότητας (όπως ιδιοκτησίας Ελληνικού Δημοσίου[24], βακουφικά[25], ΟΤΑ[26], ανώμαλες δικαιοπραξίες[27], έλλειψη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας[28] ή ποσοστών ή ανακρίβειας ακόμη και υπέρβασης[29], καθώς επίσης χρησικτησίας κατά τρίτου[30], ΟΤΑ[31], νπδδ και ελληνικού δημοσίου[32]). Έτσι, αφού προσδιοριστούν τα προστατευτέα εγγραπτέα δικαιώματα, εξετάζεται ποιες ανακριβείς πρώτες εγγραφές ενεργοποιούν την προσφερόμενη από το νόμο προστασία και η αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της αγωγής που διαφέρει σε κάθε περιοχή[33]. Ως εκ τούτου, το αντικείμενο της αγωγής στοχεύει στη διόρθωση της εσφαλμένης πρώτης εγγραφής με την έκδοση τελεσίδικης και αμετάκλητης δικαστικής απόφασης. Κατά συνέπεια, η διάταξη του άρθρου 6 § 2 θεσπίστηκε για τη διευκόλυνση του δικαιούχου, παρέχοντας το δικαίωμα και όχι την υποχρέωση σε αυτόν να επιλέξει την άσκησης της αγωγής με τον 807πλέον ασφαλή τρόπο διόρθωσης της ανακριβούς πρώτης εγγραφής και την ασφάλεια που παρέχει η δικαστική απόφαση του Κτηματολογικού Δικαστή.

Συμπεράσματα-προβληματισμοί

Με αφορμή τον προβληματισμό στην επίκληση και χρήση ενός δικονομικού δικαιώματος που δεν τυγχάνει εφαρμογής στις κτηματολογικές αγωγές και τις παραπάνω σκέψεις, πρέπει για πολλοστή φορά να αναφερθεί ότι είναι επιτακτική η ανάγκη ολοκλήρωσης του κτηματολογίου με τις συνεχιζόμενες παρατάσεις και την άρνηση της κεντρικής εξουσίας για νομοθετικές παρεμβάσεις-λύσεις, διότι το κτηματολόγιο -σε αντίθεση με υποθηκοφυλακείο- είναι βασισμένο στο κτηματοκεντρικό σύστημα δημοσιότητας και όχι στο προσωποκεντρικό. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον θα μπορεί να προβεί σε έρευνα και μελέτη επί των εγγραπτέων πράξεων και δικαιωμάτων επί ακινήτων μέσω του Κ.Α.Ε.Κ. (Κωδικό Αριθμό Ειδικού Κτηματολογίου), ώστε να λάβει γνώση και πληροφόρηση για τα πρόσωπα τα οποία επέχουν δικαιωμάτων (και όχι μόνο) στο ελεγχόμενο ακίνητο. Έτσι, σε αντίθεση με τα βιβλία μεταγραφών, στο κτηματολόγιο κατοχυρώνεται η ουσιαστική δημοσιότητα της εμπράγματης κτήσης που διέπει το τεκμήριο ακρίβειας της καλή πίστης, εξασφαλίζοντας με απόλυτη νομική και τεχνική ακρίβεια την καταγεγραμμένη πληροφορία, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των συναλλασσομένων με την παροχή αξιόπιστων πληροφοριών.

Η ανάγκη που οδηγεί στην επανάληψη της αναφοράς όλων των παραπάνω που έχουν νομοθετικά και νομολογιακά επιλυθεί είναι η διαπίστωση της επαναλαμβανόμενης τακτικής «συνήθειας» να υποβάλλεται (μεταξύ άλλων φαιδρών ισχυρισμών) από το ΝΣΚ με τις προτάσεις του η ένσταση της προδικασίας του άρθρου 8 α.ν. 1539/1938 σε αγωγές του άρθρου 6 § 2 ν. 2664/1998, Τούτου προκαλεί ερωτηματικά, άραγε υπάρχει άγνοια νομομάθειας, έλλειψη σεβασμού στο νομοθέτη και αδυναμία στην ερμηνεία των διατάξεων του νόμου, όπως εφαρμόζεται και διέπεται από την νομολογία, ή άρνηση και αδιαφορία στους ίδιους τους νόμους που θέσπισε το ίδιο κράτος, γεγονός που καταντά αμετροέπεια σε βαθμό αντισυνταγματικότητας (;).

Ο πανικός του ελληνικού δημοσίου στα ζητήματα των αρχικών εγγραφών κι εν γένει του Εθνικού Κτηματολογίου το οποίο αποκάλυψε όλες τις παθογένειες του συστήματος βιβλίων και μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου αλλά και του τρόπου διαχείρισης, κατοχύρωσης, καταχώρισης κι αναγνώρισης των εμπραγμάτων (και ενοχικών) δικαιωμάτων με δημοσιότητα, η ανοχή, παράταση, αμέλεια, παθητικότητα και δαιδαλώδη νομοθεσία με την έλλειψη διάθεσης για οριστικές τομές επί του ιδιοκτησιακού, η οποία κρυμμένη κάτω από το χαλί κράτα πάνω από μια εκατονταετία, δημιουργούν ανησυχία και προβληματισμό επί της κυριότητας, διάθεσης, χρήσης, αξιοποίησης και οικονομικής ανάπτυξης που θίγουν το δικαίωμα της περιουσίας και προκαλούν βλάβη στον ιδιώτη.



[1] Βλ. Α. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, Ερμηνεία-Νομολογία Αστικού Κώδικα (κατ’ άρθρο), Τόμος Δ΄, Ημίτομος Α΄, Εμπράγματο Δίκαιο, Άρθρα 947-1141, Αθήνα 2007, σελ. 630-633 (υπό άρθρο 1094).

[2] Άρθρ. 28 ν. 2732/1999, ΦΕΚ Α΄ 154/30.7.99.

[3] ΑΠ 692/2009, ΑΠ 2006/2006, ΑΠ 320/2004, ΤΝΠ Νόμος.

[4] ΠΠρΡόδου 231/2006, ΤΝΠ Νόμος.

[5] ΕφΔωδ 64/2006, ΤΝΠ Νόμος.

[6] ΑΠ 1054/2013, ΤΝΠ Νόμος.

[7] Επίσης, όταν ενάγων στην έννομη σχέση δίκης επί αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής είναι Ο.Τ.Α. και εναγόμενο το Ελληνικό Δημόσιο, κατ’ εφαρμογή του ισχύοντος άρθρου 8 § 1 του ανωτέρω νόμου, απαιτείται, για το παραδεκτό της εγερθείσας αγωγής, η τήρηση της σε αυτό προβλεπόμενης προδικασίας (ΠΠρΜυτ 99/2006, ΤΝΠ Νόμος).

[8] ΑΠ 432/1981, ΤΝΠ Νόμος.

[9] ΑΠ 320/2004, ΤΝΠ Νόμος.

[10] ΑΠ 931/1996, ΤΝΠ Νόμος.

[11] Μελέτη Αποστολά, Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 5 τεύχος 2 σελ. 176 επ.

[12] Εξαίρεση του κανόνα αποτελεί όταν η αγωγή, αναγνωριστική ή διεκδικητική, μεταξύ του δημοσίου και τον Ο.Τ.Α. (ΑΠ 692/2005, ΤΝΠ Νόμος), ως τούτου η προδικασία τηρείται απαρέγκλιτα.

[13] ΑΠ 1048/1996, ΕλλΔνη 1997.799.

[14] ΑΠ 962/2000, ΕΕΝ 2002.31· ΑΠ 1001/1987, ΕΕΝ 1988.494· ΕφΑθ 1396/1989, ΕλλΔνη 1991.1007.

[15] ΑΠ 301/1998, ΤΝΠ Νόμος· ΠΠρΘεσ 2677/1990, Αρμ 1991.766.

[16] ΑΠ 301/1998, ΤΝΠ Νόμος.

[17] ΑΠ 973/1983, ΤΝΠ Νόμος.

[18] ΑΠ 1178/2014, ΤΝΠ Νόμος.

[19] Άρθρο 25 του νόμου και ΦΕΚ 144/17.6.2011.

[20] ΑΠ 2007/2013, ΤΝΠ Νόμος.

[21] ΑΠ 2143/2013, ΤΝΠ Νόμος.

[22] Άρθρο 71 ΚΠολΔ [Διαπλαστική αγωγή]: «Δικαστικήν προστασίαν δύναται να ζήτηση ο επιδιώκων την σύστασιν, μεταβολήν ή κατάργηαιν εννόμου σχέσεως εις τας υπό του νόμου οριζομένας περιπτώσεις»· βλ. ΕφΑθ. 600/2016, ΤΝΠ Νόμος.

[23] Η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας διόρθωσης της εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής, οριστικοποιεί αυτή παράγοντας αμάχητο τεκμήριο κυριότητας (άρθρ. 7α ν. 2664/1998).

[24] ΜΠρΘεσ 4389/2014, ΤΝΠ Ισοκράτης.

[25] ΑΠ 1196/2012, ΤΝΠ Νόμος.

[26] ΑΠ 242/2017, ΤΝΠ Νόμος.

[27] ΑΠ 13/2003, ΤΝΠ Νόμος.

[28] ΑΠ 142/2015, ΤΝΠ Νόμος.

[29] ΑΠ 986/2017, ΤΝΠ Νόμος.

[30] ΜΠρΘεσ 5383/2008 ΤΝΠ, Ισοκράτης.

[31] ΑΠ 242/2017, ΤΝΠ Νόμος.

[32] ΑΠ 4198/2011, ΤΝΠ Νόμος.

[33] Τα δικαιώματα που συστάθηκαν ή μεταβλήθηκαν μετά τον κρίσιμο χρόνο, τα οποία αποτελούν μεταγενέστερες εγγραφές, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρ. 6 § 2, μετατοπίζεται δε στην περίπτωση που η επίδικη διόρθωση στηρίζεται στο θεσμό της έκτακτης χρησικτησίας (ΑΠ 148/2016, ΤΝΠ Νόμος).