ΠεντΕφΑθ 840/2024
Πρόεδρος: Αικατερίνη Δρίλλια
Δικαστές: Β. Κατσούλα, Α. Μπέσση, Κ. Κατσίβελη, Κ. Γεωργούλια
Εισαγγελέας: Πασχάλης Παπαοικονόμου
Δικηγόρος: Π. Βρυνιώτης
(2, 115 παρ. 1, 375 παρ. 2 ΠΚ)
Κήρυξη απαράδεκτης της ποινικής δίωξης για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, ελλείψει υποβολής έγκλησης από το παθόν νομικό πρόσωπο.
[…]
Στην κατηγορουμένη αποδίδεται ότι στην Αθήνα στις 18.4.2011, έχοντας την ιδιότητα συμβολαιογράφου και του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ακινήτου της οφειλέτιδος εταιρείας με την επωνυμία «…», το οποίο κατασχέθηκε με την υπ’ αριθμόν … κατασχετήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … και την υπ’ αριθμόν … Επαναληπτική περίληψη κατασχετήριου εκθέσεως του ιδίου δικαστικού επιμελητή, με επισπεύδοντα δανειστή τον …, και κατόπιν πλειστηριασμού που διενεργήθηκε στις 26.5.2010 κατακυρώθηκε στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ … Α.Ε.» έναντι του ποσού του ενός εκατομμυρίου οκτακόσιων χιλιάδων (1.800.000) ευρώ, εισέπραξε αυθημερόν το πλειστηρίασμα από την υπερθεματίστρια και συνέταξε την υπ’ αριθμόν … περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως ακινήτου, ωστόσο, καίτοι εκ του νόμου (άρθρο 1003 παρ. 4 σε συνδυασμό με άρθρο 965 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ) είχε την υποχρέωση το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό, ήτοι μέχρι τις 21.7.2010 να προβεί σε δημόσια κατάθεση του πλειστηριάσματος στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, εκείνη προέβη στην κατάθεση του ποσού των οκτακόσιων ενενήντα εννέα χιλιάδων επτακοσίων εξήντα δύο ευρώ και δέκα τεσσάρων λεπτών (899.762,14), μόλις στις 14.4.2011 και τις 18.4.2011 με τα υπ’ αριθμόν … και … γραμμάτια συστάσεως παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και κατόπιν εντόνων οχλήσεων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ … Α.Ε.», χωρίς, εντούτοις να καταβάλει την ως άνω ημερομηνία (18.4.2011) το υπόλοιπο χρηματικό ποσό του πλειστηριάσματος, ύψους εννιακοσίων χιλιάδων διακοσίων τριάντα επτά ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (900.237,86), εκδηλώνοντας έμπρακτα την πρόθεση ιδιοποιήσεως αυτού. Επιπροσθέτως δε, στον ίδιο ως άνω τόπο, στις 9.5.2011, έχοντας την ιδιότητα της συμβολαιογράφου και του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ακινήτου της οφειλέτιδος εταιρείας με την επωνυμία «…», το οποίο κατασχέθηκε με την υπ’ αριθμόν … κατασχετήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … και την υπ’ αριθμόν … Επαναληπτική περίληψη κατασχετηρίου εκθέσεως του ίδιου δικαστικού επιμελητή με επισπεύδοντα τον … και κατόπιν πλειστηριασμού που διενεργήθηκε στις 21.7.2010 και κατακυρώθηκε στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ … Α.Ε.» έναντι του ποσού των οκτακόσιων πενήντα χιλιάδων (850.000) ευρώ, εισέπραξε αυθημερόν το πλειστηρίασμα από την υπερθεματίστρια και συνέταξε την υπ’ αριθμόν … περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως ακινήτου. Ωστόσο, καίτοι από τον νόμο (άρθρο 1003 παρ. 4 σε συνδυασμό με άρθρο 965 παρ. 4 του ΚΠολΔ) είχε την υποχρέωση το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό, ήτοι μέχρι τις 24.7.2010, να προβεί σε δημόσια κατάθεση του εκπλειστηριάσματος στο Παρακαταθηκών και Δανείων, εκείνη προέβη στην κατάθεση του ποσού των πεντακοσίων σαράντα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα ευρώ και σαράντα λεπτών (549.970,40) στις 6.5.2011 και στις 9.5.2011 με τα υπ’ αριθμόν … και … γραμμάτια συστάσεως παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και κατόπιν εντόνων οχλήσεων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ … Α.Ε.», εντούτοις αρνήθηκε να καταβάλει το υπόλοιπο χρηματικό ποσό του εκπλειστηριάσματος, ύψους τριακοσίων χιλιάδων είκοσι εννέα ευρώ και εξήντα λεπτών (300.029,60), εκδηλώνοντας έμπρακτα την πρόθεση ιδιοποιήσεως αυτού. Με την εκκαλούμενη απόφαση η κατηγορουμένη καταδικάστηκε, στις 19.6.2019, σε ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών, για την αξιόποινη πράξης της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (άρθρο 258 παρ. γ’ υποπ. β’ προϊσχύσαντος ΠΚ) κατ’εξακολούθηση, όπως τα συγκροτούντα αυτήν αντικειμενικά στοιχεία, αναφέρονται ανωτέρω, σύμφωνα με το κατηγορητήριο. Μετά τη θέση σε ισχύ του νέου ΠΚ, από 1.7.2019, το άρθρο 258 του προϊσχύσαντος ΠΚ, καταργήθηκε και το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, καλύπτεται από το περί υπεξαίρεσης άρθρο 375 του ισχύοντος ΠΚ, κατά τις διατάξεις του οποίου «1. Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. 2. Αν η αξία του αντικειμένου στην παράγραφο 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 462 νέου ΠΚ, καταργήθηκε ο νόμος 1608/1950, του οποίου το άρθρο 1 παρ. 1 προέβλεπε για την κακουργηματική υπεξαίρεση στην υπηρεσία, της οποίας το αντικείμενο έχει αξία μεγαλύτερη των 120.000 ευρώ και συνολική ζημία που προξενήθηκε στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δίκαιου, από τα αναφερόμενα στο άρθρο 263Α περ. γ ΠΚ, υπερέβαινε το ποσό των 150.000 ευρώ, την ποινή της κάθειρξης. Συνακόλουθα, η αποδιδόμενη πλέον στην κατηγορουμένη αξιόποινη πράξη είναι εκείνη της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 παρ. 2 του νέου ΠΚ (ΑΠ 1213/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς το αντικείμενο της υπεξαίρεσης ανέρχεται σε ποσό μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ και δεν στρέφεται άμεσα κατά του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ. Στην προκειμένη περίπτωση η τελευταία, φέρεται ότι, ως υπάλληλος δύο πλειστηριασμών, με οφειλέτιδα την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…», υπεξαίρεσε μέρος από τα αντίστοιχα ποσά των πλειστηριασμάτων. Υπό τα περιστατικά αυτά, παθόν από την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης είναι το νομικό πρόσωπο της ως άνω ανώνυμης εταιρίας, καθώς δικαιούχος και συνεπώς κύριος του πλειστηριάσματος, μέχρι την καταβολή του στους δανειστές, που λαμβάνει χώρα μετά την κατάρτιση του πίνακα κατάταξης και την καταβολή του στους δανειστές που έχουν καταταγεί, είναι ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης, στην περιουσία του οποίου εξακολουθεί να ανήκει, υπό τους περιορισμούς ότι: α) αυτός μεν στερείται της εξουσίας διαθέσεως του πλειστηριάσματος, καθόσον προορίζεται για την ικανοποίηση των δανειστών του πίνακα κατάταξης και β) οι δανειστές του δεν έχουν το δικαίωμα κατάσχεσης του προοριζόμενου για τους αναγγελθέντες δανειστές πλειστηριάσματος, αλλά δικαιούνται να προβούν στην κατάσχεση του τυχόν περισσεύματος προ της απόδοσής του στον καθ’ ου η εκτέλεση κατά τα οριζόμενα στο κεφάλαιο περί κατασχέσεως εις χείρας τρίτου (Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόμος Β, 1979, σελ 893 – Μέσα εκτέλεσης, κατάσχεσης, Πλειστηριασμός, Διαδικασία Κατατάξεως). Επομένως, δικαιούχος του πλειστηριάσματος έως τη διανομή του είναι ο καθ’ ου η εκτέλεση, του οποίου είναι περιουσιακό στοιχείο, δεσμευμένο προς διανομή στους δανειστές και ότι πλεονάσει θα αποδοθεί τελικά σε αυτόν (Μαργαρίτης, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σελ. 698, σημ. 14). Έτσι, ενόψει της νομικής φύσης του πλειστηριασμού, ως αναγκαστικής πώλησης περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη για την, κατά τον τρόπο που ορίζουν οι περί αναγκαστικής εκτελεσης διατάξεις ικανοποίηση των πιστωτών από το πλειστηρίασμα, τούτο και πριν αλλά ακόμη και μετά τη δημοσία κατάθεσή του, αποτελεί ιδιοκτησία του οφειλέτη, με τη διάφορά ότι είναι ακατάσχετο και αυτός στερείται την εξουσία διαχειρίσεώς του (ΑΠ 1578/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Το αδίκημα της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2, διώκεται ύστερα από έγκληση (άρθρο 381 παρ. 1 νέου ΠΚ), ενώ για τα εγκλήματα, τα οποία από αυτεπαγγέλτως διωκόμενα, κατέστησαν κατ’ έγκληση διωκόμενα υπό το πρισμά των διατάξεων του νέου ΠΚ, με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 464 αυτού, προβλέφθηκε ότι: «Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις, για την δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στην παρόντα Κώδικα, ενώ διωκόταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδό τους», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 115 παρ. 1 ισχύοντος ΠΚ έγκληση δικαιούται να υποβάλει ο αμέσως παθών από την αξιόποινη πράξη, εκτός, αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.
Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι, με τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τον νέο ΠΚ, για την ποινική δίωξη της υπεξαίρεσης που στρέφεται σε βάρος ιδιώτη, απαιτείται έγκληση, ενώ εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες με αντικείμενο πράξεις υπεξαίρεσης για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον νέο νόμο, ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση, δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ότι επιθυμεί την πρόοδό τους, δηλαδή από 1.7.2019 έως 1.11.2019.
Στην προκειμένη περίπτωση, η αποδιδόμενη στην κατηγορουμένη αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης (άρθρο 375 παρ. 2 ΠΚ) στρέφεται σε βάρος ιδιώτη και δη της δικαιούχου του πλειστηριάσματος οφειλέτιδας, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», ανεξαρτήτως αν η παρούσα ποινική δίκη άνοιξε αυτεπαγγέλτως πριν την 1.7.2019, κατόπιν της από 13.4.2011 αναφοράς-αίτησης της Τράπεζας …, η οποία αφενός μεν δεν είναι παθούσα, καθόσον τυγχάνει υπερθεματίστρια και δανείστρια, αφετέρου δεν εκδηλώνει επιθυμία για δίωξη της κατηγορουμένης, παρά ανακοινώνει στην εισαγγελική αρχή την μη καταβολή εκ μέρους της των δύο πλειστηριασμάτων, αιτούμενη να διενεργηθούν τα νόμιμα. Το αμέσως ζημιωθέν παθόν νομικό πρόσωπο, δηλαδή η οφειλέτιδα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…», δεν εξέφρασε βούληση για δίωξη της εν λόγω αξιόποινης πράξης, δεν παραστάθηκε ως πολιτική αγωγή ή για υποστήριξη της κατηγορίας, δεν υπέβαλε έγκληση, ούτε δήλωση επιθυμίας προόδου της δίκης, ούτε έως την 1.11.2019 αλλά μέχρι και σήμερα.
Ενόψει επομένως των ανωτέρω, εφόσον ελλείπει η υποβολή έγκλησης ή δήλωση επιθυμίας προόδου της δίκης από το άμεσα ζημιωθέν ως άνω νομικό πρόσωπο, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατά της κατηγορουμένης ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης (άρθρο 372 παρ. 2 ΠΚ).
[…]
[Τρία ενδιαφέροντα ζητήματα τέθηκαν στην υπόθεση που απασχόλησε το δικαστήριο. Πιο συγκεκριμένα:
(i) Με τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (από 1.7.2019), καταργήθηκε το άρθρο 258 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, το οποίο τυποποιούσε το αδίκημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία. Παράλληλα, με το άρθρο 462 του νέου ΠΚ (επίσης σε ισχύ από 1.7.2019) καταργήθηκε ο Ν. 1608/1950 «περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων δια τους καταχραστάς του Δημοσίου», ενώ δεν περιλήφθηκε στον νέο Ποινικό Κώδικα διάταξη αντίστοιχη με εκείνη του άρθρου 263Α ΠΚ. Κατά συνέπεια, πράξεις ιδιοποίησης (με χρόνο τέλεσης πριν την 1.7.2019) που ενέπιπταν στο άρθρο 258 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950 (διότι η αξία του αντικειμένου υπερέβαινε τις 150.000 €), «διοχετεύθηκαν» σε δύο κατευθύνσεις: α. εφόσον η πράξη στρεφόταν άμεσα κατά του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, ενέπιπτε πλέον στο άρθρο 375 παρ. 3 νέου ΠΚ, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να διώκεται αυτεπαγγέλτως [σ.σ.: μεταγενέστερα, και πιο συγκεκριμένα με τον Ν. 4689/2020, η διάταξη αυτή επεκτάθηκε ώστε να καλύπτει και αντίστοιχες πράξεις σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης]∙ β. εφόσον η πράξη στρεφόταν κατά νομικού προσώπου από εκείνα που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο του άρθρου 263Α προϊσχΠΚ, ενέπιπτε πλέον στο άρθρο 375 παρ. 2 νέου ΠΚ, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να απαιτείται έγκληση για τη δίωξή της, σύμφωνα με το άρθρο 381 παρ. 1 νέου ΠΚ, όπως ίσχυε από την 1.7.2019. Σε αυτή την τελευταία κατηγορία ανήκει η πράξη που απασχόλησε το δικαστήριο εν προκειμένω. Ας σημειωθεί ότι η πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 381 ΠΚ με το άρθρο 60 παρ. 1 Ν. 5090/2024, δυνάμει του οποίου η υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος διώκεται αυτεπαγγέλτως, δεν επιδρά σε υποθέσεις όπως αυτή που απασχόλησε την παραπάνω απόφαση, αλλά μόνο σε πράξεις που τελούνται από την 1.7.2024 (ημερομηνία θέσης σε ισχύ της κρίσιμης διάταξης σύμφωνα με το άρθρο 138 παρ. 2 Ν. 5090/2024) και εφεξής.
(ii) Δεδομένου ότι η πράξη, έστω κι αν διατηρούσε τον κακουργηματικό της χαρακτήρα, διωκόταν πλέον κατ’ έγκληση του παθόντος, εγέρθηκε το ερώτημα ποιος είναι ο παθών στην προκειμένη περίπτωση. Επρόκειτο για φερόμενη ιδιοποίηση μέρους των πλειστηριασμάτων από συμβολαιογράφο-υπάλληλο δύο πλειστηριασμών ακινήτων που ανήκαν στην οφειλέτιδα εταιρεία. Κρίθηκε ότι παθών, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν είναι ο υπερθεματιστής-δανειστής (τραπεζικό ίδρυμα εν προκειμένω), αλλά ο δικαιούχος (και συνεπώς κύριος) του πλειστηριάσματος, ήτοι ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης, στην περιουσία του οποίου παραμένει το πλειστηρίασμα, έστω με περιορισμούς. Οφείλει, βέβαια, κανείς να παρατηρήσει ότι ένας από τους περιορισμούς αυτούς είναι η έλλειψη εξουσίας διάθεσης, αφού το πλειστηρίασμα προορίζεται για την ικανοποίηση των δανειστών του πίνακα κατάταξης, με αποτέλεσμα να εγείρεται ζήτημα σε σχέση με την έννοια του παθόντος κατ’ άρθρο 115 παρ. 1 ΠΚ σε συνδυασμό με άρθρο 375 ΠΚ. Με βάση την παραδοχή του δικαστηρίου, πάντως, δεν θα ετίθετο ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 1 Ν. 1608/1950 ούτε υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, το σημαντικότερο όμως είναι ότι δεν είχε υποβληθεί έγκληση του παθόντος (δηλαδή της οφειλέτιδας εταιρείας), με αποτέλεσμα το απαράδεκτο της ποινικής δίωξης.
(iii) Στην απόφαση διατυπώνεται, τέλος, και μία παρατήρηση εκ του περισσού. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι, ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί παθών ο υπερθεματιστήςδανειστής (δηλαδή το τραπεζικό ίδρυμα), η από μέρους του απλή ανακοίνωση στην εισαγγελική αρχή σχετικά με τη μη καταβολή μέρους των δύο πλειστηριασμάτων με αίτημα «να διενεργηθούν τα νόμιμα» δεν συνιστά έγκληση του παθόντος υπό την έννοια του άρθρου 114 παρ. 1 ΠΚ. Αντίθετα, θα απαιτείτο ρητή δήλωση βούλησης για δίωξη/τιμώρηση του υπαιτίου. Σύμφωνα με το δικαστήριο, λοιπόν, ακόμη κι αν το τραπεζικό ίδρυμα ήταν το παθόν νομικό πρόσωπο στην προκειμένη περίπτωση, η ως άνω «ανακοίνωση» της πράξης στην εισαγγελική αρχή δεν θα επαρκούσε καθεαυτή να στηρίξει παραδεκτή δίωξη.]
Ι.Ν.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα