Top

Αναζήτηση


Αρμενόπουλος
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
8
Έτος
2023
 
Περισσότερα »

Παραπομπές


Αρμενόπουλος, 8 (2023)


ΕφΘεσ 103/2023 - σχόλιο: Α.-Ν. Λιόντας

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΕφΘεσ 103/2023

Πρόεδρος: Αναστασία Κυριαζή
Δικαστές: Θ. Τσαμαδιά, Κ. Εμμανουηλίδου (εισηγήτρια)
Δικηγόροι: Γ. Γιαζιτζόγλου – Δ. Σαμαράς

(785, 798 ΑΚ, 480Α, 481, 482, 486 ΚΠολΔ, 8 ν. 3741/1929)

Διανομή: αντικείμενο συμβατικής ή δικαστικής διανομής μπορεί να αποτελέσει και το δικαίωμα της καθ’ ύψος, κατά βάθος ή κατά πλάτος επέκτασης μίας οικοδομής, αφού αποτελεί αυτοτελές ιδιόρρυθμο δικαίωμα στο οποίο προέχει ο εμπράγματος χαρακτήρας.
Αυτούσια διανομή: η με δικαστική απόφαση σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών σε οικόπεδο με οικοδομή ή σε ακάλυπτο και οικοδομήσιμο οικόπεδο αποτελεί περίπτωση αυτούσιας διανομής και προϋποθέτει αίτημα ενός των συγκυρίων· επίσης, η επιδίκαση κοινής μερίδας σε ορισμένους συγκυρίους προϋποθέτει, επίσης, αίτημα αυτών.
Περίπτωση αυτούσιας διανομής αποτελεί και η επιδίκαση (απονεμητική κατανομή) άνισων μερίδων στους συγκυρίους ανάλογα με τη μερίδα τους· για την εξίσωση των άνισων μερών το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού, που φέρει αποζημιωτικό χαρακτήρα, ακόμη για την εξίσωση των άνισων μερών προς την αξία των μερίδων των κοινωνών· η αυτούσια διανομή με τον τρόπο αυτό προϋποθέτει αίτημα ενός των συγκυρίων προς το δικαστήριο.

[…]

Κατά το άρθρο 785 εδ. α΄ ΑΚ «Αν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους από κοινού, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, υπάρχει ανάμεσά τους κοινωνία κατ’ ιδανικά μέρη». Αντικείμενο της κοινωνίας είναι δικαίωμα οποιουδήποτε είδους και όχι μόνον εμπράγματο δικαίωμα. Έτσι, αντικείμενο της κοινωνίας μπορεί να είναι το δικαίωμα σε προϊόντα διάνοιας, το δικαίωμα εκμίσθωσης πράγματος, αλλά και το δικαίωμα επέκτασης της οικοδομής (υψούν) (βλ. Ι. Κατράς, Δίκαιο οροφοκτησίας, εκδ. 2020, παρ. 37, σ. 689, Απ. Γεωργιάδη, ΕιδΕνοχΔ, ΙΙ,κεφ.34, αριθ. 8). Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ.1, 3, 4, 5, 8 παρ.1, 9 και 13 του Ν. 3741/1929, 1002 και 1117 ΑΚ, προκύπτει ότι το δικαίωμα επέκτασης της οικοδομής, είτε προς τα άνω με την προσθήκη νέων ορόφων, είτε προς τα κάτω με την ανόρυξη υπογείου ή προς τα πλάγια με την ανέγερση νέας πτέρυγας, είναικατά την άποψη που θεωρεί ως ορθότερη το παρόν Δικαστήριο - ένα ιδιόρρυθμο δικαίωμα, το οποίο δεν είναι μελλοντικό ή προσδοκίας, ούτε τελεί υπό αίρεση, αλλά υφίσταται από την στιγμή, που δημιουργείται κατά το νόμο, δηλ. με τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, έχει αυτοτέλεια και λειτουργεί αυτόνομα στα πλαίσια της οροφοκτησίας, προέχει δε ο εμπράγματος χαρακτήρας του, καθόσον α) του αναλογεί συγκεκριμένο ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου, όπως και σε κάθε οριζόντια ιδιοκτησία, β) αναφέρεται σε συγκεκριμένη υλοποίησή του σε συγκεκριμένες χωριστές ιδιοκτησίες εφόσον το επιτρέπει ο ισχύων στην περιοχή του ακινήτου συντελεστής δόμησης, αλλιώς περιορίζεται σε δικαίωμα συγκυριότητας επί του οικοπέδου, γ) είναι μεταβιβάσιμο, δηλ. μπορεί να μεταβιβασθεί από τους συνιδιοκτήτες της οικοδομής εν όλω ή και εν μέρει σε έτερο συνιδιοκτήτη της οικοδομής ή και σε τρίτο (μη οροφοκτήτη) που από την ολοκλήρωση της μεταβίβασης αποκτά δικαίωμα συγκυριότητας επί του εδάφους, δ) είναι κληρονομητό, κατασχετό και αντικείμενο εμπράγματης ασφάλειας, ε) καταχωρίζεται ως αυτοτελές ιδιοκτησιακό αντικείμενο σε ιδιαίτερο κτηματολογικό φύλλο και δη ως αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία με κτηματολογικές εγγραφές αναφορικά με την κυριότητα (άρθρο 11 του ν. 2664/1998) και στ) υπόκειται σε Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) κατά το άρθρο 1 του ν. 4223/2013 και για το λόγο αυτό δηλώνεται ως αυτοτελές δικαίωμα επί ακινήτου στη δήλωση Ε9 και λαμβάνει δικό του Αριθμό Ταυτότητας Ακινήτου (Α.Τ.Α., βλ. ΔΕΔ 328/2018 δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Εφόσον δε κατά τα ανωτέρω, το δικαίωμα επέκτασης μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβατικής διανομής, είναι αυτονόητο ότι μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο και δικαστικής διανομής (798 επ. του ΑΚ), με τη μορφή είτε της αυτούσιας είτε μη, αλλά και να συσταθεί τέτοιο με δικαστική απόφαση κατ’ άρθρο 480Α του ΚΠολΔ, κατά τα κατωτέρω λεπτομερώς αναφερόμενα, δηλ. με τη διανομή οικοπέδου μεθ’ οικοδομής με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθώς το Δικαστήριο της διανομής δεν μπορεί να έχει λιγότερες εξουσίες από αυτές των ίδιων των κοινωνών (ΑΠ 94/2010 δημ. σε www.areiospagos.gr, ΑΠ 1052/1996, ΕφΘεσ 480/2021, ΕφΑθ 6387/2004, ΕφΑθ 3398/2000 όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ, Ι. Κατράς Δίκαιο Οροφοκτησίας εκδ. 2020 σε.688-689 και σε Αγωγές, Αιτήσεις και Ενστάσεις Ενοχικού Δικαίου Αστικού Κώδικα εκδ. 2018 σελ.1030-1032, Δ. Παπαστερίου Οριζόντια και Κάθετη Ιδιοκτησία στο Κτηματολογικό Δίκαιο εκδ. 2014 σελ. 290 αρ.364, Κ. Βασιλείου Οριζόντια Ιδιοκτησία και Κάθετη Ιδιοκτησία εκδ.2006 σελ. 557 επ., Αντιθ. ΑΠ 122/2022, ΑΠ 733/2010, ΕφΘεσ 2278/2019, ΕφΑθ 3699/2013, όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο 4ος λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίοκατ’ εκτίμηση των εκτιθεμένων στο εφετήριοπλήττονται τόσο η εκκαλούμενη οριστική απόφαση, όσο και η συνεκκληθείσα μη οριστική, περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 8 του ν. 3741/1929 και 798 επ. του ΑΚ, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ορθά κρίθηκε με τις πληττόμενες ότι το δικαίωμα επέκτασης της οικοδομής (υψούν) μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής διανομής είτε αυτό έχει συσταθεί, είτε συστήνεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 480 Α του ΚΠολΔ από το Δικαστήριο.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 798, 799, 800 και 801 του ΑΚ και 480, 480Α, 481, 482, 484 παρ. 1 και 486 του ΚΠολΔ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 1113 του ΑΚ, εφαρμόζονται και επί διανομής κοινού πράγματος, προκύπτει ότι αν δεν συμφωνούν όλοι οι κοινωνοί για τη λύση της κοινωνίας με διανομή, κάθε κοινωνός μπορεί να ζητήσει τη δικαστική διανομή κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ (άρθρ. 478 επ.). Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις των άρθρων 799 και 800 του ΑΚ, καθώς και εκείνων των άρθρων 480 παρ.1 και 2, 482 και 484 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι επί αγωγής διανομής, το Δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του και σε περίπτωση που τα διανεμητέα είναι περισσότερα και η αυτούσια διανομή όλων ή μερικών από αυτά είναι αδύνατη ή ασύμφορη, είναι όμως δυνατή η κατανομή τους σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την αυτούσια διανομή με τον τρόπο αυτόν. Περαιτέρω, με το άρθρο 480 Α (όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 12 του ν. 2207/1994) καθιερώθηκε για πρώτη φορά ως τρόπος αυτούσιας διανομής κοινού οικοπέδου, στο οποίο υπάρχει οικοδομή (παρ.1) ή το οποίο είναι ακάλυπτο και οικοδομήσιμο (παρ.2), η -κατόπιν σχετικού αιτήματος κάποιου από τους συγκυρίους του οικοπέδουσύσταση χωριστής ιδιοκτησίας, είτε κατά ορόφους ή μέρη ορόφων, είτε σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, στα οποία θα είναι δυνατή η ανέγερση χωριστών οικοδομημάτων, σύμφωνα με τον ν. 3741/1929 και το ν.δ. 1024/1971, αντίστοιχα, καθώς και τα άρθρα 1002 και 1117 ΑΚ, ορίζεται δε περαιτέρω στην παρ. 1 του άρθρου 480Α ΚΠολΔ ότι το Δικαστήριο αποφασίζει τη διανομή με τον τρόπο που αναφέρεται στην παράγραφο αυτή, αν είναι εφικτή και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων, ότι η απόφαση που διατάζει τη διανομή κατά τον τρόπο αυτό προσδιορίζει τα χωριστά μέρη της οικοδομής που αναλογούν στις μερίδες των συγκυρίων και τα επιδικάζει σ’ αυτούς και ότι, αν με την εν λόγω διανομή περιέρχονται σε κάποιο συγκύριο περισσότερες αυτοτελείς ιδιοκτησίες, η απόφαση καθορίζει το ποσοστό της συγκυριότητας που αναλογεί σε καθεμία από τις ιδιοκτησίες αυτές (ΑΠ 619/2022, ΑΠ 2230/2009, αμφ. δημ. σε www.areiospagos.gr). Επιπλέον, κατά την παρ. 3 του ως άνω άρθρου 480 του ΚΠολΔ «Αν ορισμένοι κοινωνοί ζήτησαν να λάβουν κοινή μερίδα, η μερίδα αυτή λογίζεται ως ενιαία. Στο μέρος που περιέρχεται σ’ αυτούς με την αυτούσια διανομή συνιστάται κοινωνία κατά το λόγο των μερίδων τους». Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι η επιδίκαση σε ορισμένους κοινωνούς των ποσοστών τους σε μία κοινή μερίδα προϋποθέτει αίτημα των ιδίων (ΑΠ 170/2017, ΑΠ 1022/2013, αμφ. δημ. στην www. areiospagos.gr, ΑΠ 972/2005, ΕφΠατρ 114/2019 αμφ. δημ. στη ΝΟΜΟΣ), το οποίο μπορεί να προβληθεί παραδεκτά με τις προτάσεις στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αν ο διάδικος δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 481 παρ.1 του ΚΠολΔ, κατά την οποία το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη, αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, συνάγεται ότι η κρίση περί του αδυνάτου ή ασύμφορου της αυτούσιας διανομής ή αντιθέτως περί του δυνατού αυτής, είναι κρίση περί πραγματικών γεγονότων και γι’ αυτό είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 619/2022, ΑΠ 987/2019, ΑΠ 284/2014, ΑΠ 1104/2008 όλες δημ. στην www.areiospagos.gr), το δε Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, προς τούτο, εκτός από τις μερίδες των κοινωνών και το τυχόν αίτημα για κοινή μερίδα, το είδος, τις διαστάσεις, το σχήμα, το εμβαδόν κλπ του διανεμητέου ακινήτου και ιδίως την υπάρχουσα κατάσταση του διανεμητέου και όχι την κατάσταση που θα διαμορφωθεί, αν προηγουμένως εκτελούνταν οι αναγκαίες οικοδομικές εργασίες (ΕφΑθ 8828/2001, ΕφΑθ 5901/1987, αμφ. δημ. στη ΝΟΜΟΣ, Λ. Πίψου Η Δικαστική Διανομή σελ. 293). Πρόδηλα αδύνατη ή ασύμφορη είναι η αυτούσια διανομή, όταν κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής το διανεμητέο δεν μπορεί να διανεμηθεί σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών χωρίς να μειωθεί η αξία του και όταν τα μέρη στα οποία πρόκειται να διανεμηθεί καθίστανται άχρηστα στο κοινωνικό σύνολο ως οικονομικές μονάδες ή η αξία τους, λόγω ακριβώς της αδυναμίας τους να χρησιμεύσουν ως οικονομικές μονάδες, μειώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε το σύνολο των μερίδων να υστερεί της αξίας του διανεμητέου πράγματος ως ενιαίου (ΑΠ 987/2019, ΑΠ 170/2017, ΑΠ 735/2013, ΑΠ 256/2007, ΑΠ 1895/2009, όλες δημ. στην www.areiospagos.gr). Εξάλλου, από το συνδυασμό των ίδιων διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι για να οδηγηθεί το Δικαστήριο της ουσίας στην κρίση ότι η απαιτούμενη αυτούσια διανομή συγκεκριμένου κοινού ακινήτου, την οποία διώκει κατά κύριο λόγο και ευνοεί το δίκαιο, είναι εφικτή ή ανέφικτη, πρέπει να διαλάβει στην απόφασή του ότι ερεύνησε όλες τις προϋποθέσεις και τις πιθανές περιπτώσεις αυτούσιας διανομής και ότι από την έρευνα αυτή κατέληξε στην κρίση ότι αυτή είναι ή δεν είναι εφικτή, σύμφωνα με το νόμο και το συμφέρον των κοινωνών, κατά δε το άρθρο 800 ΑΚ, η διανομή γίνεται αυτούσια, αν το αντικείμενο ή τα αντικείμενα που πρόκειται να διανεμηθούν είναι δυνατόν χωρίς μείωση της αξίας να διαιρεθούν ή να κατανεμηθούν σε ομοειδή μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών (ΑΠ 987/2019, ΑΠ 519/2019, ΑΠ 36/2018, ΑΠ 179/2017 όλες δημ. στην www.areiospagos.gr). Επίσης, αν τα μέρη που σχηματίσθηκαν είναι ίσα, η αυτούσια διανομή τους μεταξύ των κοινωνών γίνεται με κλήρωση, ώστε με αυτήν να λάβει κάθε κοινωνός ανάλογα με τη μερίδα του μέρη, εκτός αν η με την κλήρωση διανομή μπορεί να οδηγήσει σε τεμαχισμό της ιδιοκτησίας κάποιου από τους κοινωνούς ή είναι προδήλως αντίθετη προς το συμφέρον του, οπότε το Δικαστήριο μπορεί, ύστερα από σχετική αίτηση, να επιδικάσει σε κάθε κοινωνό ό,τι του αναλογεί, δηλαδή ανάλογα με τη μερίδα του μέρη, δίχως κλήρωση. Αν όμως τα μέρη που σχηματίσθηκαν είναι άνισα, η αυτούσια διανομή γίνεται με την επιδίκασή τους στους συγκυρίους κατά το λόγο των μερίδων τους. Με τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 480 και 486 του ΚΠολΔ, επιτράπηκε, υπό τις διαλαμβανόμενες σε αυτές προϋποθέσεις, η αυτούσια διανομή με απονέμηση, δηλαδή χωρίς κλήρωση, με απευθείας επιδίκαση στους συγκυρίους άνισων, ομοειδών ή μη, μερών, κατά τον λόγο των μερίδων τους. Προϋπόθεση για να λάβει χώρα επιδίκαση (απονέμηση) από το Δικαστήριο και όχι κλήρωση είναι, επί άνισων μερίδων, να μην υφίσταται αναλογία των μερών προς τις μερίδες των κοινωνών, δηλαδή να μην είναι δυνατή η διαίρεση των μερών σε τόσα ίσα κατ’ αξίαν μέρη όσος είναι ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής των μερίδων των κοινωνών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 ΚΠολΔ, η οποία εξειδικεύει τον τρόπο εφαρμογής της αυτούσιας διανομής, όταν αυτή κριθεί δυνατή, γι’ αυτό και συνοδεύει λειτουργικά τα άρθρα 480 και 480Α του πιο πάνω Κώδικα (ΟλΑΠ 101/1975 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 36/2018, ΑΠ 170/2017, ΑΠ 284/2014, ΑΠ 115/2011, ΑΠ 1735/2011, ΑΠ 154/2011, ΑΠ 981/2010 όλες δημ. στην www.areiospagos.gr). Περαιτέρω, το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 481 αριθμ.2 εδάφ. α΄ του ΚΠολΔ, μπορεί για την εξίσωση άνισων μερών, να αποφασίσει ότι οι κοινωνοί που λαμβάνουν ορισμένα μέρη θα καταβάλουν σε άλλους κοινωνούς ορισμένο χρηματικό ποσό, που έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στη δυνατότητα εξίσωσης άνισων μερών, όταν η διανομή πρέπει να γίνει με το σχηματισμό ίσων μερών, ώστε κάθε κοινωνός να λάβει ανάλογα με τη μερίδα του τέτοια (ίσα) μέρη. Ωστόσο, ενόψει του σκοπού της, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της αυτούσιας διανομής, είναι αναλόγως εφαρμοστέα και στην περίπτωση που, κατά το άρθρο 486 παρ.2 του ΚΠολΔ, γίνεται επιδίκαση από το Δικαστήριο άνισων μερών, αντίστοιχων προς το μέγεθος των μερίδων των κοινωνών, οπότε δεν αποκλείεται να υποχρεωθούν ορισμένοι κοινωνοί να καταβάλουν σε άλλους χρηματικό ποσό, προς εξίσωση της αξίας των άνισων μερών, όχι μεταξύ τους, αλλά προς την αξία των μερίδων των κοινωνών (ΑΠ 211/2019, ΑΠ 36/2018, ΑΠ 1022/2013, ΑΠ 115/ 2011, ΑΠ 981/2010, ΑΠ 2230/2009, ΑΠ 837/2007, όλες δημ. στην www.areiospagos.gr). Σε κάθε περίπτωση, αυτούσια διανομή δεν μπορεί να γίνει με τη λήψη μόνο χρηματικού ποσού από κάποιο κοινωνό, παρά μόνο στις προβλεπόμενες από τα άρθρα 483 του ΚΠολΔ και 1889 του ΑΚ περιπτώσεις, της διανομής κοινής επιχείρησης και της επιδίκασης στη σύζυγο του κληρονομουμένου ακινήτου που χρησίμευε ως οικογενειακή στέγη, αλλά ούτε συγχωρείται, αν δεν συντρέχει τέτοια εξαιρετική περίπτωση, κάποιος κοινωνός να λάβει τη μερίδα του κυρίως σε χρήμα, αφού έτσι καταλύεται η έννοια της αυτούσιας διανομής. Θα πρέπει συνεπώς το χρηματικό ποσό που ορίζεται να λάβει κάποιος κοινωνός να αποτελεί συμπλήρωμα απλώς του αυτούσιου μέρους του κοινού που λαμβάνει, να είναι δηλαδή σημαντικά μικρότερο από την αξία του μέρους που λαμβάνει είτε με κλήρωση, είτε με απονέμηση (ΑΠ 837/2007 δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 486 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 216 παρ.1, 219 παρ.1, 223 και 224 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη αυτούσια διανομή με απονεμητική κατανομή, προϋποθέτει, κατά την ίδια διάταξη, σχετικό (αυτοτελές) αίτημα του κοινωνού, το οποίο μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις οποιουδήποτε από τους συγκύριους διαδίκους κατά την πρώτη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συζήτηση της αγωγής περί διανομής, διαφορετικά είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο (ΑΠ 1588/2008, ΑΠ 1602/2008, ΑΠ 256/2007 όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ), αφού το δικαστήριο δεν έχει την δυνατότητα να επιλέξει αυτεπαγγέλτως τον εν λόγω τρόπο διανομής, αλλά επιλαμβάνεται σχετικώς μόνον κατόπιν ρητού αντίστοιχου, και με τις (πρωτόδικες) προτάσεις υποβαλλόμενου, αιτήματος κοινωνού (ΕφΑιγ 15/2019, ΕφΑθ 2760/ 2013, αμφ. δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από το άρθρο 482 παρ.2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση αυτούσιας διανομής, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της αξίας των μερών είναι εκείνος της συζήτησης, η οποία διεξάγεται μετά την αποδεικτική διαδικασία, όταν το Δικαστήριο εκδίδει την οριστική του απόφαση για τη διαίρεση των αντικειμένων της κοινωνίας στα αντίστοιχα μέρη που θα διανεμηθούν (ΑΠ 1735/2011 δημ. στη ΝΟΜΟΣ).

[…]

[Ως προς τη φύση του δικαιώματος επέκτασης μίας οικοδομής και τη δυνατότητά του να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής διανομής δεν υπάρχει ομοφωνία. Σύμφωνα με μία άποψη, δεν πρόκειται για αυτοτελές δικαίωμα κυριότητας αλλά εμφανίζεται ως συνέπεια του υφιστάμενου δικαιώματος συνιδιοκτησίας επί του εδάφους, δηλαδή ως δικαίωμα παρεπόμενο της συνιδιοκτησίας· κατ’ άλλη διατύπωση, το δικαίωμα επέκτασης είναι εξουσία που εμπεριέχεται στο δικαίωμα συνιδιοκτησίας που έχει ο δικαιούχος επί του εδάφους (βλ. Τσετσέκο, Οριζόντια και Κάθετη Ιδιοκτησία, Χωριστή Κυριότητα, 2002, σελ. 198, ΑΠ 122/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 135/2009 ΕλλΔνη 2009/765, ΑΠ 1377/2004 ΕλλΔνη 2005/1469, ΜονΕφΔωδ 204/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2192/2010 ΕΔΠολ 2010/337, ΠολΠρΘεσ 19853/2013 ΕλλΔνη 2014/1117). Στο πλαίσιο της άποψης αυτής, το δικαίωμα στην επέκταση της οικοδομής δεν μπορεί να αποτελέσει ούτε αντικείμενο δικαστικής διανομής, γιατί δεν πρόκειται για ενσώματο διανεμητέο αντικείμενο (βλ. Πίψου, Δικαστική διανομή, 2006, σελ. 290, ΕφΑιγ 34/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3699/2013 ΕλλΔνη 2014/456 με αντίθετες παρατηρήσεις Κατρά, ΜονΠρΑθ 2911/2023 ΤΝΠ Sakkoulas-Online). Σύμφωνα με παραλλαγή της άποψης αυτής, αποτελεί δικαίωμα προσδοκίας (εμπράγματου χαρακτήρα) που τελεί σε μεταβατικό στάδιο μέχρι την αποπεράτωση της ανέγερσης (βλ. Παπαστερίου, Οριζόντια και Κάθετη Ιδιοκτησία στο Κτηματολογικό Δίκαιο, 2014, § 7 αρ. 353). Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, στην οποία προσχωρεί η απόφαση του Εφετείου, πρόκειται για ένα αυτοτελές μεταβιβαστό δικαίωμα (ΑΠ 232/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1692/2013 ΕλλΔνη 2014/83) και, συνεπώς, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής διανομής (ΑΠ 94/2010 ΕλλΔνη 2010/1027). Στα επιχειρήματα που παραθέτει η σχολιαζόμενη απόφαση υπέρ του αυτοτελούς χαρακτήρα του δικαιώματος επέκτασης, θα μπορούσε να προστεθεί και η πλήρης νομική προστασία που αυτό απολαύει (βλ. Περτσελάκη, Η διατάραξη της κυριότητας, 2022, σελ. 624). Με δεδομένο ότι το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου (ΑΠ 232/2022) έχει διαφορετική άποψη από το Γ΄ Τμήμα του Ακυρωτικού (ΑΠ 122/2022), η περαιτέρω εξέλιξη της νομολογίας αναμένεται με ενδιαφέρον.]

Α.Ν.Α.Λ.