Top

Αναζήτηση


Ελληνική Δικαιοσύνη
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
2
Έτος
2024
 
Περισσότερα »

Ελληνική Δικαιοσύνη, 2 (2024)


ΔΕΕ της 20.4.2023, C-291/21, Starkinvest SRL - σχόλιο: Ν. Κατηφόρης

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΔΕΕ της 20.4.2023, C-291/21, Starkinvest SRL

Προδικαστική παραπομπή. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις. Κανονισμός (ΕΕ) 655/2014. Διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού. Προϋποθέσεις έκδοσης διαταγής δέσμευσης. Άρθρο 4. Έννοια της «δικαστικής απόφασης». Άρθρο 7. Έννοια της «δικαστικής απόφασης που υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση». Δικαστική απόφαση η οποία υποχρεώνει τον οφειλέτη να καταβάλει χρηματική ποινή σε περίπτωση παράβασης διαταγής περί παύσεως προσβολής. Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012. Άρθρο 55. Πεδίο εφαρμογής.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18. Με απόφαση του tribunal de commerce de Liège (εμποροδικείου Λιέγης, Βέλγιο) της 3ης Σεπτεμβρίου 2013, η οποία επικυρώθηκε με απόφαση του cour d’appel de Liège (εφετείου Λιέγης, Βέλγιο) της 6ης Ιανουαρίου 2015, οι εταιρίες Soft Paris και Soft Paris Parties υποχρεώθηκαν, επ’ απειλή χρηματικής ποινής ύψους 2.500 ευρώ για κάθε παράβαση, μεταξύ άλλων, να παύσουν κάθε εμπορία των προϊόντων τους και παροχή των υπηρεσιών τους εντός της Μπενελούξ με το λεκτικό σήμα SOFT PARIS.

19. Στις 27 Απριλίου 2021, κατόπιν σχετικής αιτήσεως της Starkinvest, εκδόθηκε διαταγή πληρωμής ποσού 86.694,22 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 85.000 ευρώ αφορούσε χρηματική ποινή για το χρονικό διάστημα από τις 24 Μαρτίου έως τις 27 Απριλίου 2021.

20. Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 3 Μαΐου 2021 στη γραμματεία του tribunal de première instance de Liège (πρωτοδικείου Λιέγης, Βέλγιο), η Starkinvest ζήτησε την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού, μέχρι του ποσού των 85.000 ευρώ, για κάθε ποσό που ενδεχομένως περιείχαν οι τηρούμενοι στη Γαλλία τραπεζικοί λογαριασμοί της εδρεύουσας στην Ιρλανδία Soft Paris Parties.

21. Στο πλαίσιο της ανάλυσης των προϋποθέσεων εκδόσεως διαταγής δέσμευσης των εν λόγω τραπεζικών λογαριασμών, ο αρμόδιος για τις κατασχέσεις δικαστής του tribunal de première instance de Liège (πρωτοδικείου Λιέγης), που είναι το αιτούν δικαστήριο, επισημαίνει ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 655/2014 θεσπίζει ένα σύστημα που διακρίνει δύο περιπτώσεις, στην πρώτη εκ των οποίων ο δανειστής διαθέτει ήδη εκτελεστό τίτλο και, ως εκ τούτου, απαλλάσσεται από την υποχρέωση να δικαιολογήσει το βάσιμο της απαιτήσεώς του, ενώ στη δεύτερη ο δανειστής δεν διαθέτει εκτελεστό τίτλο και, επομένως, πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχουν πιθανότητες να κριθεί βάσιμη η αγωγή του κατά του οφειλέτη για την κύρια υπόθεση.

22. Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το ζήτημα που πρέπει να εξετάσει εν προκειμένω είναι το αν η Starkinvest μπορεί να επικαλεστεί την απόφαση του cour d’appel de Liège (εφετείου Λιέγης) της 6ης Ιανουαρίου 2015 ως εκτελεστό τίτλο, δηλαδή ως απόφαση που «υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση του δανειστή», κατά την έννοια του άρθρου 7 § 2 του κανονισμού 655/2014.

23. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η απόφαση αυτή, με την οποία διατάχθηκε η καταβολή χρηματικής ποινής στη Starkinvest σε περίπτωση παραβάσεως της διαταγής περί παύσεως της προσβολής, δεν προσδιορίζει το ακριβές ποσό της χρηματικής ποινής, δεδομένου ότι, εξ ορισμού, το ποσό αυτό δεν είναι γνωστό κατά τον χρόνο εκδόσεώς της. Εντούτοις, κατά το βελγικό δίκαιο, δεν είναι αναγκαία η εκκαθάριση του ποσού της χρηματικής ποινής πριν από τη συντηρητική κατάσχεση, εφόσον η απόφαση με την οποία διατάσσεται η καταβολή χρηματικής ποινής είναι εκτελεστή και έχει επιδοθεί. Το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται επί του ζητήματος αυτού μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής κατά της διενεργούμενης κατασχέσεως.

24. Στο μέτρο όμως που η «απαίτηση» ορίζεται, στο άρθρο 4 του κανονισμού 655/2014, ως «απαίτηση πληρωμής συγκεκριμένου ληξιπρόθεσμου χρηματικού ποσού ή απαίτηση πληρωμής προσδιορίσιμου χρηματικού ποσού που απορρέει από συναλλαγή ή από γεγονός που έχει ήδη επέλθει, υπό τον όρο ότι μια τέτοια απαίτηση μπορεί να τεθεί ενώπιον δικαστηρίου», το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η χρηματική ποινή, της οποίας η αιτία και το βασικό ποσό καθορίζονται με δικαστική απόφαση, ενώ το απαιτητό ποσό διαφοροποιείται ανάλογα με ενδεχόμενες μελλοντικές παραβάσεις του οφειλέτη, μπορεί να θεωρηθεί ως απαίτηση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

25. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι, αν δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό, η απόφαση περί επιβολής χρηματικής ποινής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απόφαση που «υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 655/2014, όπερ θα στερούσε από το δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης, ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε αίτηση για την έκδοση διαταγής δέσμευσης λογαριασμού, κάθε εξουσία ελέγχου της εκ πρώτης όψεως ύπαρξης της προβαλλόμενης απαίτησης. Ωστόσο, ένας τέτοιος έλεγχος θα παρείχε στο επιληφθέν της αιτήσεως δικαστήριο τη δυνατότητα να εξακριβώσει αν είναι πράγματι πιθανό να οφείλεται η χρηματική ποινή για την οποία ζητείται η έκδοση διαταγής δέσμευσης, μήπως τυχόν εφαρμόζεται εν προκειμένω κάποιος κανόνας παραγραφής και αν τηρήθηκαν όλοι οι δικονομικοί κανόνες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τον ενημερωτικό χαρακτήρα της επίδοσης της επιβληθείσας χρηματικής ποινής.

26. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, στο πλαίσιο της ερμηνείας που πρέπει να γίνει, πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 55 του κανονισμού 1215/2012, το οποίο ορίζει ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος και επιβάλλουν χρηματική ποινή είναι εκτελεστές στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης μόνον εφόσον το πληρωτέο ποσό έχει προσδιορισθεί οριστικά από το δικαστήριο προέλευσης.

27. Επιπλέον, εφόσον γίνει δεκτό ότι η δικαστική απόφαση με την οποία επιβάλλεται χρηματική ποινή συνιστά απόφαση η οποία «υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση», κατά την έννοια του άρθρου 7 § 2, του κανονισμού 655/2014 και ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου εκτελεστού τίτλου έχει ως αποτέλεσμα να στερείται ο δικαστής που είναι αρμόδιος να επιτρέψει ή μη την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης την εξουσία εξετάσεως της εκ πρώτης όψεως ύπαρξης της προβαλλόμενης απαίτησης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν πρέπει να απαιτείται να έχει προσδιοριστεί προηγουμένως οριστικά το ποσό της χρηματικής ποινής.

28. Υπό τις συνθήκες αυτές ο αρμόδιος για τις κατασχέσεις δικαστής του tribunal de première instance de Liège (πρωτοδικείου Λιέγης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Συνιστά η επιδοθείσα δικαστική απόφαση η οποία υποχρεώνει διάδικο στην καταβολή χρηματικής ποινής, σε περίπτωση παραβάσεως διαταγής περί παύσεως προσβολής, δικαστική απόφαση που υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση του δανειστή κατά την έννοια του άρθρου 7 § 2 του κανονισμού [655/2014];

2) Πρέπει να γίνει δεκτό ότι δικαστική απόφαση που υποχρεώνει διάδικο στην καταβολή χρηματικής ποινής, καίτοι είναι εκτελεστή στη χώρα προελεύσεως, εμπίπτει στην έννοια της “δικαστικής απόφασης” κατά το άρθρο 4 του κανονισμού [655/2014] μολονότι το ύψος της χρηματικής ποινής δεν έχει προσδιορισθεί κατά τρόπο οριστικό, όπως επιτάσσει το άρθρο 55 του κανονισμού [1215/2012];»

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

29. Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να εκδικάσει την υπό κρίση υπόθεση με την ταχεία διαδικασία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 105 § 1 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

30. Προς στήριξη του αιτήματός του, επικαλέστηκε τη φύση της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής δέσμευσης λογαριασμού της οποίας έχει επιληφθεί και το γεγονός ότι έχει ανασταλεί η εκδίκαση της διαφοράς εν αναμονή της ερμηνείας που θα παράσχει το Δικαστήριο.

31. Όπως προκύπτει από το άρθρο 105 § 1 του Κανονισμού Διαδικασίας, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας.

32. Εν προκειμένω, στις 14 Ιουνίου 2021, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να απορρίψει την αίτηση εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία, διότι οι λόγοι τους οποίους προέβαλε το αιτούν δικαστήριο δεν ήταν ικανοί να αποδείξουν τη συνδρομή, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, των προϋποθέσεων του άρθρου 105 § 1 του Κανονισμού Διαδικασίας.

33. Πράγματι, η ταχεία διαδικασία αποτελεί δικονομικό μέσο για την αντιμετώπιση εξαιρετικά επείγουσας περίπτωσης (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C-497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το απλό και ασφαλώς θεμιτό συμφέρον των ιδιωτών να προσδιοριστεί το συντομότερο δυνατόν η έκταση των δικαιωμάτων που αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ή αμιγώς οικονομικά συμφέροντα, όσο σημαντικά και θεμιτά και αν είναι, δεν είναι ικανά να δικαιολογήσουν αφ’ εαυτών την εφαρμογή ταχείας διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Energieversorgungscenter Dresden-Wilschdorf, C-938/19, EU:C:2021:908, σκέψεις 43 και 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

34. Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7 § 2 του κανονισμού 655/2014 έχει την έννοια ότι δικαστική απόφαση η οποία υποχρεώνει έναν οφειλέτη να καταβάλει χρηματική ποινή σε περίπτωση μελλοντικής παραβάσεως διαταγής περί παύσεως της προσβολής και η οποία, συνεπώς, δεν προσδιορίζει οριστικά το ποσό της χρηματικής ποινής συνιστά απόφαση που υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, με αποτέλεσμα ο δανειστής που ζητεί την έκδοση διαταγής δέσμευσης λογαριασμού να απαλλάσσεται από την υποχρέωση να προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις ώστε να πεισθεί το δικαστήριο αυτό ότι είναι πιθανό να κριθεί βάσιμη η αγωγή του κατά του οφειλέτη για την κύρια υπόθεση.

35. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 17 § 1, του κανονισμού 655/2014, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αίτησης για την έκδοση διαταγής δέσμευσης λογαριασμού εξετάζει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις και οι απαιτήσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό.

36. Οι προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής δέσμευσης προβλέπονται στο άρθρο 7 του κανονισμού 655/2014. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου αυτού, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της δεύτερης παραγράφου του, προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι το επιληφθέν δικαστήριο εκδίδει διαταγή δέσμευσης όταν ο δανειστής, ο οποίος έχει επιτύχει την έκδοση δικαστικής απόφασης, τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού ή την κατάρτιση δημοσίου εγγράφου που υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτησή του, προσκομίζει επαρκή στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη λήψης ασφαλιστικού μέτρου. Αν ο δανειστής δεν έχει επιτύχει ακόμη την έκδοση δικαστικής απόφασης, τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού ή την κατάρτιση δημοσίου εγγράφου με αυτό το περιεχόμενο, οφείλει, σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του εν λόγω άρθρου, να προσκομίσει επαρκή στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν όχι μόνον ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη λήψης του ζητούμενου μέτρου, αλλά και ότι είναι πιθανό να κριθεί βάσιμη η αγωγή του κατά του οφειλέτη για την κύρια υπόθεση.

37. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι οι όροι «δικαστική απόφαση» και «απαίτηση» που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 7 § 2 του κανονισμού 655/2014 ορίζονται αντιστοίχως στα σημεία 5 και 8 του άρθρου 4 του κανονισμού αυτού.

38. Κατά το άρθρο 4, σημείο 5 του κανονισμού 655/2014, ως «απαίτηση» νοείται η «απαίτηση πληρωμής συγκεκριμένου ληξιπρόθεσμου χρηματικού ποσού ή απαίτηση πληρωμής προσδιορίσιμου χρηματικού ποσού που απορρέει από συναλλαγή ή από γεγονός που έχει ήδη επέλθει, υπό τον όρο ότι μια τέτοια απαίτηση μπορεί να τεθεί ενώπιον δικαστηρίου».

39. Επομένως, αν είναι δυνατή η έκδοση διαταγής δέσμευσης προκειμένου να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, το ίδιο πρέπει να ισχύει και για απαιτήσεις που δεν είναι ακόμη ληξιπρόθεσμες, εφόσον απορρέουν από συναλλαγή ή από γεγονός που έχει ήδη συμβεί και το ύψος τους μπορεί να προσδιοριστεί όταν προβάλλονται ενώπιον δικαστηρίου με σκοπό την έκδοση της διαταγής δέσμευσης.

40. Μεταξύ των απαιτήσεων, κατά το άρθρο 4, σημείο 5 του κανονισμού 655/2014, που δεν έχουν ακόμη καταστεί ληξιπρόθεσμες περιλαμβάνονται, όπως εκθέτει η αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού αυτού, οι απαιτήσεις εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας και οι αστικές απαιτήσεις αποζημίωσης ή επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση οι οποίες βασίζονται σε αξιόποινη πράξη, περιπτώσεις στις οποίες δεν εμπίπτει, εντούτοις, η απαίτηση βάσει της οποίας εκδόθηκε η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δικαστική απόφαση περί επιβολής χρηματικής ποινής.

41. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 65 και 66 των προτάσεών του, η συναλλαγή ή το γεγονός από το οποίο απορρέει η μη εισέτι ληξιπρόθεσμη απαίτηση του άρθρου 4, σημείο 5 του κανονισμού 655/2014 πρέπει να προηγείται της εκδόσεως της δικαστικής απόφασης που υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση, κατά την έννοια του άρθρου 7 § 2 του κανονισμού αυτού, περίπτωση η οποία προδήλως δεν συντρέχει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η παράβαση της διαταγής περί παύσεως της προσβολής μπορεί να καταλήξει στην καταβολή χρηματικής ποινής μόνο μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης που επιβάλλει τη χρηματική ποινή.

42. Ο όρος «δικαστική απόφαση» με τον οποίο νοείται, κατά το άρθρο 4, σημείο 8, του κανονισμού 655/2014, «κάθε απόφαση δικαστηρίου των κρατών μελών, ασχέτως της ονομασίας της», έχει την έννοια ότι η απόφαση αυτή πρέπει να είναι εκτελεστή [πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, K.H.K. (Δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών), C-555/18, EU:C:2019:937, σκέψη 44].

43. Κατόπιν των προεκτεθέντων, ως «απόφαση που υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση», κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 655/2014, πρέπει να νοείται η εκτελεστή απόφαση που υποχρεώνει τον οφειλέτη να καταβάλει ένα συγκεκριμένο ή προσδιορίσιμο κατά τον χρόνο εκδόσεώς της ποσό.

44. Όπως, όμως, επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 62, 63 και 73 των προτάσεών του, η δικαστική απόφαση που καθορίζει το βασικό ποσό της επαπειλούμενης χρηματικής ποινής σε περίπτωση παραβάσεως διαταγής περί παύσεως της προσβολής, ακόμη και αν είναι εκτελεστή, επιβάλλει μεν, βεβαίως, την υποχρέωση καταβολής ενός θεωρητικώς προσδιορίσιμου ποσού, πλην όμως δεν μπορεί να προσδιορίζει το ακριβές ποσό της εισπρακτέας απαιτήσεως, δεδομένου ότι το ποσό αυτό εξαρτάται από μελλοντικά γεγονότα και, επομένως, δεν είναι γνωστό κατά την ημερομηνία εκδόσεως της δικαστικής απόφασης που επιβάλλει τη χρηματική ποινή.

45. Πράγματι, η φράση «απόφαση που υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση του δανειστή», η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 7 § 2 του κανονισμού 655/2014, πρέπει να ερμηνευθεί εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων που προηγούνται του εν λόγω άρθρου 7 § 2, καθώς και των διατάξεων που έπονται αυτού.

46. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 του κανονισμού 655/2014 προβλέπει ρητώς στην § 3 ότι, όταν ο δανειστής έχει ήδη επιτύχει την έκδοση αποφάσεως, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση έχουν διεθνή δικαιοδοσία «για την έκδοση διαταγής δέσμευσης για την οριζόμενη στην απόφαση […] απαίτηση».

47. Ομοίως, κατά το άρθρο 8 § 2, στοιχείο ζ΄, σημείο ii του κανονισμού 655/2014, ο δανειστής μπορεί να ζητήσει την έκδοση διαταγής δέσμευσης για «το ποσό της κυρίας απαίτησης που ορίζεται στην απόφαση […] ή [για] μέρος αυτού».

48. Επομένως, στο μέτρο που η δικαστική απόφαση που υποχρεώνει έναν διάδικο να καταβάλει χρηματική ποινή σε περίπτωση μελλοντικής παραβάσεως διαταγής περί παύσεως της προσβολής δεν προσδιορίζει το ακριβές ποσό της εισπρακτέας απαιτήσεως, δεν μπορεί να συνιστά «απόφαση που υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση», κατά την έννοια του άρθρου 7 § 2 του κανονισμού 655/2014, η οποία απαλλάσσει τον δανειστή από την υποχρέωση να προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις ώστε να πεισθεί το δικαστήριο που έχει επιληφθεί αιτήσεως για την έκδοση διαταγής δέσμευσης ότι είναι πιθανό να κριθεί βάσιμη η αγωγή του κατά του οφειλέτη για την κύρια υπόθεση.

49. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τους σκοπούς του κανονισμού 655/2014, ο οποίος επιδιώκει να θεσπίσει μια διαδικασία στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως εναλλακτική δυνατότητα προς τα συντηρητικά μέτρα που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, η οποία παρέχει, μέσω δεσμευτικών και άμεσα εφαρμοστέων διατάξεων, τη δυνατότητα αποτελεσματικής και ταχείας δεσμεύσεως κεφαλαίων τα οποία τηρούνται σε τραπεζικούς λογαριασμούς [πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, K.H.K. (Δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών), C-555/18, EU:C:2019:937, σκέψεις 31 και 32].

50. Πράγματι, το άρθρο 7 του κανονισμού 655/2014, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 14, αποσκοπεί στην επίτευξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων του δανειστή και των συμφερόντων του οφειλέτη, προβλέποντας διαφορετικές προϋποθέσεις για την έκδοση της διαταγής δέσμευσης αναλόγως του αν ο δανειστής έχει ήδη λάβει ή όχι, σε κράτος μέλος, τίτλο ο οποίος υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση. Ειδικότερα, στην πρώτη περίπτωση ο δανειστής απαιτείται να αποδείξει μόνον ότι υφίσταται επείγουσα ανάγκη λήψης του ασφαλιστικού μέτρου λόγω της υπάρξεως άμεσου κινδύνου, ενώ στη δεύτερη περίπτωση πρέπει επίσης να πείσει το δικαστήριο περί του εκ πρώτης όψεως βασίμου της απαιτήσεώς του [πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, K.H.K. (Δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών), C-555/18, EU:C:2019:937, σκέψη 40].

51. Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 75 επ. των προτάσεών του, μια ερμηνεία του άρθρου 7 § 2 του κανονισμού 655/2014, κατά την οποία η επιβολή της υποχρέωσης καταβολής ενός θεωρητικώς προσδιορίσιμου ποσού, του οποίου όμως το ακριβές ύψος παραμένει αβέβαιο, θα συνιστούσε «απόφαση που υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, θα μπορούσε να θίξει την ισορροπία περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως, η οποία συνίσταται στη στάθμιση, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού αυτού, του συμφέροντος του δανειστή να επιτύχει την έκδοση διαταγής δέσμευσης και του συμφέροντος του οφειλέτη να αποτρέψει κάθε κατάχρηση μιας τέτοιας διαταγής.

52. Κατά συνέπεια, η απαίτηση να προσδιορίζεται το ακριβές ποσό της εισπρακτέας απαιτήσεως και, ως εκ τούτου, να εκκαθαρίζεται η χρηματική ποινή πριν από την επίδοση της διαταγής δέσμευσης δικαιολογείται από την ανάγκη να επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του δανειστή και των συμφερόντων του οφειλέτη.

53. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το βελγικό δίκαιο, καθόσον εφαρμόζει, όσον αφορά τη χρηματική ποινή, διατάξεις οι οποίες θεσπίστηκαν μετά την κύρωση της Συμβάσεως Μπενελούξ περί ενιαίου νόμου για τη χρηματική ποινή, που υπογράφηκε στη Χάγη στις 26 Νοεμβρίου 1973, διαφέρει από τους κανόνες που ισχύουν στα άλλα κράτη μέλη.

54. Προς άρση των δυσχερειών που θα μπορούσαν να προκύψουν λόγω των διαφορών μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών επί του ζητήματος αυτού, προστέθηκε ως ειδική διάταξη στο άρθρο 43 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7) ο κανόνας ότι οι «αλλοδαπές αποφάσεις που καταδικάζουν σε χρηματική ποινή ως μέσο εκτελέσεως κηρύσσονται εκτελεστές στο κράτος μέλος εκτελέσεως μόνο αν το ποσό έχει προσδιορισθεί κατά τρόπο οριστικό από τα δικαστήρια του κράτους [μέλους] προελεύσεως». Ο κανόνας αυτός επαναλήφθηκε με την ίδια διατύπωση στο άρθρο 49 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1) και περιλαμβάνεται πλέον, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 55 του κανονισμού 1215/2012 (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Bohez, C-4/14, EU:C:2015:563, σκέψη 56).

55. Μολονότι ο κανονισμός 655/2014 δεν περιέχει αντίστοιχο κανόνα για τη χρηματική ποινή, εντούτοις δεν μπορεί να συναχθεί εξ αυτού ότι η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να αποκλείσει τη χρηματική ποινή από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Συγκεκριμένα, το άρθρο 48, στοιχείο β΄ του κανονισμού 655/2014 προβλέπει ότι ο κανονισμός αυτός ισχύει υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του κανονισμού 1215/2012. Επίσης, η απαίτηση να προσδιορίζεται επακριβώς το ποσό της εισπρακτέας απαίτησης και να έχει προηγουμένως εκκαθαριστεί η χρηματική ποινή όχι μόνον εντάσσεται στον σκοπό της αποτελεσματικότητας που επιδιώκει ο κανονισμός 655/2014, αλλά και συνάδει με την επιδιωκόμενη εξισορρόπηση συμφερόντων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Bohez, C-4/14, EU:C:2015:563, σκέψεις 46 και 57).

56. Κατόπιν των προεκτεθέντων, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7 § 2 του κανονισμού 655/2014 έχει την έννοια ότι δικαστική απόφαση η οποία υποχρεώνει έναν οφειλέτη να καταβάλει χρηματική ποινή σε περίπτωση μελλοντικής παραβάσεως διαταγής περί παύσεως της προσβολής και η οποία, συνεπώς, δεν προσδιορίζει οριστικά το ποσό της χρηματικής ποινής δεν συνιστά απόφαση που υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, με αποτέλεσμα ο δανειστής που ζητεί την έκδοση διαταγής δέσμευσης λογαριασμού να μην απαλλάσσεται από την υποχρέωση να προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις ώστε να πεισθεί το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της αιτήσεως για την έκδοση της διαταγής δέσμευσης ότι είναι πιθανό να κριθεί βάσιμη η αγωγή του κατά του οφειλέτη για την κύρια υπόθεση.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 7 § 2 του κανονισμού (ΕΕ) 655/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, περί της διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού προς διευκόλυνση της διασυνοριακής είσπραξης οφειλών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι: δικαστική απόφαση η οποία υποχρεώνει έναν οφειλέτη να καταβάλει χρηματική ποινή σε περίπτωση μελλοντικής παραβάσεως διαταγής περί παύσεως της προσβολής και η οποία, συνεπώς, δεν προσδιορίζει οριστικά το ποσό της χρηματικής ποινής δεν συνιστά απόφαση που υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, με αποτέλεσμα ο δανειστής που ζητεί την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού να μην απαλλάσσεται από την υποχρέωση να προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις ώστε να πεισθεί το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της αιτήσεως για την έκδοση της διαταγής δέσμευσης ότι είναι πιθανό να κριθεί βάσιμη η αγωγή του κατά του οφειλέτη για την κύρια υπόθεση.

Παρατηρήσεις

Διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού

Στο πλαίσιο του τελολογικού προσανατολισμού του Κανονισμού (ΕΕ) 655/2014 στην ισόρροπη ικανοποίηση του συμφέροντος του δανειστή για προσωρινή δικαστική προστασία αφενός και του συμφέροντος του οφειλέτη για αποτροπή της καταχρηστικής εκδόσεως και χρήσεως της Ευρωπαϊκής Διαταγής Δεσμεύσεως Λογαριασμού (ΕΔΔΛ), ουσιαστική προϋπόθεση για την έκδοση αυτής –όπως και για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε όλα τα εθνικά δίκαια– αποτελεί η ύπαρξη της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 7 § 2 Καν (ΕΕ) 655/2014, «όταν ο δανειστής δεν έχει ακόμα πετύχει σε κράτος μέλος την έκδοση δικαστικής απόφασης, τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού ή την κατάρτιση δημόσιου εγγράφου που να υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση του δανειστή, ο δανειστής πρέπει να προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις, ώστε να πεισθεί το δικαστήριο ότι υπάρχουν πιθανότητες να κριθεί βάσιμη η αγωγή του κατά του οφειλέτη για την κύρια υπόθεση». Απαιτείται, δηλαδή, καταρχάς, η επίκληση από τον δανειστή της υπάρξεως της απαιτήσεως, για την εξασφάλιση της οποίας ζητείται η έκδοση της ΕΔΔΛ, με αναφορά στον γενεσιουργό λόγο ή την προέλευση αυτής καθώς και των πραγματικών περιστατικών που τη θεμελιώνουν (άρθρο 8 § 2 στοιχ. ζ΄, η΄ Καν. (ΕΕ) 655/2014· αιτιολ. σκέψη 14 εδ. β΄)[1]. Ως απόρροια, ωστόσο, του παρεπόμενου χαρακτήρα και της τελολογικής συνδέσεως του συγκεκριμένου ασφαλιστικού μέτρου με την ασφαλιζόμενη απαίτηση, ο δανειστής που υποβάλλει αίτηση για έκδοση ΕΔΔΛ, έχοντας ήδη εξοπλιστεί με εκτελεστό, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεώς του[2], τίτλο και δη με δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο, που ενσωματώνει την εν λόγω απαίτηση, δεν υποχρεώνεται να επικαλεστεί και αποδείξει την ύπαρξη αυτής. Πρέπει, μόνο, να επικαλεσθεί και αποδείξει το γεγονός της μη συμμορφώσεως ή της εν μέρει συμμορφώσεως του οφειλέτη κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως, όπως επίσης και τον βαθμό μη συμμορφώσεως, για να είναι δυνατή η κρίση του δικαστηρίου περί του αν το εναπομείναν υπόλοιπο της οφειλής είναι άξιο προστασίας με την έκδοση ΕΔΔΛ (άρθρο 8 § 2 στοιχ. θ΄ Καν. (ΕΕ) 655/2014)[3].

Προσέτι δε, δυσκολίες δημιούργησε η προβλεπόμενη από πολλές εθνικές νομοθεσίες περίπτωση εκτελέσεως, που το αντικείμενό της συνίσταται στην παράλειψη πράξεως, με τη διευκόλυνση του δανειστή στην αυτούσια ικανοποίηση της αξιώσεως, μέσω της ασκήσεως πιέσεως στον οφειλέτη, δια των απειλούμενων ποινών, να εκπληρώσει οικειοθελώς την αντίστοιχη υποχρέωσή του. Εξάλλου, και στο επίπεδο του ενωσιακού δικαίου, το άρθρο 55 ΚανΒρ Ια, που επαναλαμβάνει χωρίς ουσιαστική μεταβολή τις ρυθμίσεις των άρθρων 43 ΣυμΒρ και 49 ΚανΒρ Ι, διαλαμβάνει ότι «(Ο)ι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος και επιβάλλουν ποινή υπό μορφή πληρωμής είναι εκτελεστές στο κράτος αναγνώρισης ή εκτέλεσης μόνο εφόσον το πληρωτέο ποσό έχει προσδιοριστεί κατά τρόπο οριστικό από το δικαστήριο προέλευσης»[4].

Το ΔΕΕ απασχόλησε εν προκειμένω το ζήτημα, αν στην έννοια της «αποφάσεως», κατ’ άρθρο 7 § 1 Καν. (ΕΕ) 655/2014, περιλαμβάνεται η δικαστική απόφαση, η οποία υποχρεώνει τον οφειλέτη να καταβάλει χρηματική ποινή για μελλοντική παράβαση διαταγής περί παύσεως της προσβολής, καθώς σε αυτήν δεν προσδιορίζεται οριστικά το ποσό της χρηματικής ποινής, μη απαλλασσόμενου, κατά συνεκδοχή, του δανειστή από την υποχρέωση να προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις, ώστε να πεισθεί το δικαστήριο της διαταγής δεσμεύσεως για το ενδεχόμενο να κριθεί βάσιμη η αγωγή του αιτούντος κατά του οφειλέτη για την κύρια υπόθεση.

Όπως επεσήμανε ο Γενικός Εισαγγελέας, «(η) χρηματική ποινή λόγω μη συμμορφώσεως προς διαταγή περί παύσεως προσβολής η οποία επιβάλλεται με δικαστική απόφαση δεν προηγείται της αποφάσεως αυτής»[5], καθώς «η διαταγή περί παύσεως προσβολής αυτή καθαυτή επιβάλλεται με την εν λόγω δικαστική απόφαση». Βάσει των παραπάνω επισημάνσεων, το ΔΕΕ προχώρησε σε τελολογική προσέγγιση του ζητήματος, εντάσσοντας την επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 7 § 1 Καν. (ΕΕ) 655/2014 στο σύστημα του Κανονισμού, όπως αυτό αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 7 και στην αιτιολ. σκέψη 14 αυτού, κρίνοντας ότι, «η δικαστική απόφαση που καθορίζει το βασικό ποσό της επαπειλούμενης χρηματικής ποινής σε περίπτωση παραβάσεως διαταγής περί παύσεως της προσβολής, ακόμη και αν είναι εκτελεστή, επιβάλλει μεν, βεβαίως, την υποχρέωση καταβολής ενός θεωρητικώς προσδιορίσιμου ποσού, πλην όμως δεν μπορεί να προσδιορίζει το ακριβές ποσό της εισπρακτέας απαιτήσεως, δεδομένου ότι το ποσό αυτό εξαρτάται από μελλοντικά γεγονότα και, επομένως, δεν είναι γνωστό κατά την ημερομηνία εκδόσεως της δικαστικής απόφασης που επιβάλλει τη χρηματική ποινή»[6]. Με άλλα λόγια, δεν νοείται η υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής του Καν. (ΕΕ) 655/2014 μιας μελλοντικής απαιτήσεως, της οποίας ο λόγος παραγωγής δεν έχει ακόμα συντελεστεί[7].

Η ανωτέρω ερμηνευτική προσέγγιση του ΔΕΕ συντονίζει το βήμα και με την κατ’ άρθρο 947 ΚΠολΔ διαδικασία έμμεσης εκτελέσεως, η οποία, διερχόμενη από δυο διακριτά μεταξύ τους διαδικαστικά στάδια απαιτεί την έκδοση δυο δικαστικών αποφάσεων. Σε περίπτωση παραβιάσεως της υποχρεώσεως του οφειλέτη προς παράλειψη (ή ανοχή), δηλ. μη συμμορφώσεώς του με την πρώτη απόφαση, με την οποία απειλούνται εναντίον του τα μέσα εκτελέσεως της χρηματικής ποινής και της προσωπικής κρατήσεως, ακολουθεί το δεύτερο στάδιο, στο οποίο επιβάλλονται τα μέσα αυτά[8]. Η πρώτη απόφαση συνιστά μεν τον εκτελεστό τίτλο, βάσει του οποίου διενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση, μόνο, όμως, ως προς την καταδίκη σε παράλειψη ή ανοχή και όχι ως προς την επιβολή των ποινών[9].

[1. Το Δικαστήριο με την απόφαση της 5.10.2023, C-565/22, επί προδικαστικής παραπομπής του εθνικού Ανώτατου Δικαστηρίου της Αυστρίας (Oberster Gericthshof), εξέτασε το δικαίωμα υπαναχώρησης του καταναλωτή σε περίπτωση συναφθείσας εξ αποστάσεως σύμβασης παροχής υπηρεσίας με αρχική δωρεάν δοκιμαστική συνδρομή και μετέπειτα μετατροπή αυτής σε επί πληρωμή κανονική συνδρομή. Εταιρεία παρέχει υπηρεσίες διαδικτυακής μάθησης και συμβάλλεται εξ αποστάσεως βάσει γενικών όρων συναλλαγών. Οι σχετικοί όροι συναλλαγών προβλέπουν περίοδο δωρεάν δοκιμαστικής συνδρομής τριάντα (30) ημερών και δυνατότητα υπαναχώρησης της σύμβασης οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια του ως άνω χρονικού διαστήματος. Μετά τη λήξη της ως άνω περιόδου καθίσταται η συνδρομή επί πληρωμή. Εφόσον η περίοδος συνδρομής επί πληρωμή παρέλθει χωρίς καταγγελία, παρατείνεται αυτή για ορισμένο χρονικό διάστημα. Η «VKI» (ένωση για την πληροφόρηση των καταναλωτών) εκτιμά ότι ο καταναλωτής διαθέτει το δικαίωμα υπαναχώρησης όχι μόνο κατά την περίοδο δωρεάν δοκιμαστικής συνδρομής αλλά και κατά τη μετατροπή της δωρεάν δοκιμαστικής συνδρομής σε επί πληρωμή κανονική συνδρομή. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας επιλήφθηκε της διαφοράς κατόπιν άσκησης αγωγής της «VKI», η οποία έγινε δεκτή από το «Εμποροδικείο» Βιέννης, εν συνεχεία άσκησης έφεσης από την Εταιρεία και απόρριψης της αγωγής της «VKI» από το Εφετείο Βιέννης, και τελικώς άσκησης αναίρεσης από τη «VKI».

2. Κατά το άρθρο 2 στ. 7 της οδηγίας 2011/83 ως εξ αποστάσεως σύμβασης ορίζεται «κάθε σύμβαση η οποία συνάπτεται μεταξύ του εμπόρου και του καταναλωτή στο πλαίσιο ενός οργανωμένου συστήματος πωλήσεων εξ αποστάσεως ή παροχής υπηρεσιών χωρίς την ταυτόχρονη παρουσία του εμπόρου και του καταναλωτή, με αποκλειστική χρήση ενός ή περισσοτέρων μέσων επικοινωνίας εξ αποστάσεως μέχρι και τη στιγμή σύναψης της σύμβασης». Κατά το άρθρο 6 § 1 στ. «ε» και «η» της οδηγίας 2011/83 «Πριν δεσμευθεί ο καταναλωτής με σύμβαση συναπτόμενη εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος ή με οποιαδήποτε αντίστοιχη προσφορά, ο έμπορος παρέχει στον καταναλωτή τις ακόλουθες πληροφορίες με ευκρινή και κατανοητό τρόπο: … ε. τη συνολική τιμή των αγαθών ή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των φόρων, ή αν, λόγω της φύσεως των αγαθών ή των υπηρεσιών, η τιμή δεν μπορεί ευλόγως να καθοριστεί εκ των προτέρων, τον τρόπο με τον οποίο πρόκειται να υπολογιστεί η τιμή, καθώς και, όπου ενδείκνυται, όλες τις πρόσθετες επιβαρύνσεις αποστολής, παράδοσης ή ταχυδρομείου και κάθε άλλη δαπάνη ή, όταν αυτές οι επιβαρύνσεις δεν μπορούν ευλόγως να υπολογιστούν εκ των προτέρων, το γεγονός ότι μπορεί να απαιτηθούν τέτοιες πρόσθετες επιβαρύνσεις… η. όπου υπάρχει δικαίωμα υπαναχώρησης, τις προϋποθέσεις, την προθεσμία και τις διαδικασίες άσκησης του δικαιώματος σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1, καθώς και το υπόδειγμα του εντύπου υπαναχώρησης…». Κατά το άρθρο 8 της οδηγίας 2011/83 «1. Όσον αφορά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις, ο έμπορος παρέχει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 ή θέτει αυτές τις πληροφορίες στη διάθεση του καταναλωτή με τρόπο κατάλληλο για το μέσο της επικοινωνίας εξ αποστάσεως, που χρησιμοποιείται σε απλή και κατανοητή γλώσσα. Εφόσον οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται πάνω σε σταθερό μέσο, οφείλουν να είναι ευανάγνωστες. 2. Εάν μια εξ αποστάσεως σύμβαση που πρόκειται να συναφθεί με ηλεκτρονικό μέσο επιβάλλει στον καταναλωτή την υποχρέωση να πληρώσει, ο έμπορος οφείλει να παράσχει στον καταναλωτή με σαφή και ευκρινή τρόπο και αμέσως προτού ο καταναλωτής υποβάλλει την παραγγελία του τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1… Ο έμπορος οφείλει να μεριμνήσει ώστε ο καταναλωτής, υποβάλλοντας την παραγγελία του, να αναγνωρίσει ρητώς ότι η παραγγελία συνεπάγεται υποχρέωση πληρωμής… Εάν ο έμπορος δεν συμμορφωθεί με το παρόν εδάφιο, ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται από τη σύμβαση ή την παραγγελία». Κατά το άρθρο 9 της οδηγίας 2011/83 «1. Εκτός εάν ισχύουν οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 16, ο καταναλωτής διαθέτει προθεσμία 14 ημερών για να υπαναχωρήσει από την εξ αποστάσεως σύμβαση ή τη σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος χωρίς να αναφέρει τους λόγους και χωρίς καμία επιβάρυνση πέρα από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 13 παράγραφος 2 και στο άρθρο 14. 2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προθεσμία υπαναχώρησης λήγει 14 ημέρες: α. από την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης, για τις συμβάσεις υπηρεσιών… γ. από την ημέρα σύναψης της σύμβασης, σε περίπτωση συμβάσεων παροχής […] ψηφιακού περιεχομένου που δεν παρέχεται πάνω σε σταθερό μέσο». Κατά δε το άρθρο 10 της οδηγίας 2011/83 «1. Εάν ο έμπορος δεν έχει παράσχει στον καταναλωτή τις πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα υπαναχώρησης, όπως απαιτείται από το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία η), η προθεσμία υπαναχώρησης λήγει 12 μήνες μετά το τέλος της αρχικής προθεσμίας υπαναχώρησης, όπως αυτή προσδιορίζεται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 2. 2. Εάν ο έμπορος έχει παράσχει στον καταναλωτή τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εντός 12 μηνών από την ημέρα που ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2, η περίοδος υπαναχώρησης λήγει 14 ημέρες από την ημέρα που ο καταναλωτής λαμβάνει τις εν λόγω πληροφορίες».

3. Το εθνικό Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας υπέβαλλε το σχετικό προδικαστικό ερώτημα προς διευκρίνιση της έννοιας του άρθρου 9 § 1 της οδηγίας 2011/83 και συγκεκριμένα της δυνατότητας άσκησης του δικαιώματος της υπαναχώρησης, σε συναφθείσα εξ αποστάσεως σύμβαση, με περίοδο δωρεάν δοκιμαστικής συνδρομής, εν συνεχεία δε μετατροπής αυτής σε επί πληρωμή κανονική συνδρομή και μετέπειτα, ελλείψει καταγγελίας, αυτόματης παράτασης για ορισμένο χρονικό διάστημα, άπαξ ή και σε κάθε μία περίπτωση μεταβολής των όρων και παράτασης της σύμβασης. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η αναγνώριση του δικαιώματος υπαναχώρησης αποσκοπεί στην αντιστάθμιση του μειονεκτήματος, που συνεπάγεται για τον καταναλωτή η εξ αποστάσεως σύμβαση, παρέχοντας στον καταναλωτή μια εύλογη προθεσμία περίσκεψης, προκειμένου να εξετάσει και να δοκιμάσει το αποκτηθέν αγαθό (βλ. ενδεικτικά και C430/17, 23.1.2019, EU:C:2019:47, σκ. 45). Περαιτέρω, το Δικαστήριο επισήμανε ότι βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2011/83, ο έμπορος υποχρεούται στην παροχή πληροφοριών σχετικά με την τιμή της παροχής κατά τρόπο κατανοητό και ευκρινή και η προθεσμία άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης άρχεται από την ημέρα πραγματοποίησης της σχετικής πληροφόρησης του καταναλωτή. Κατόπιν τούτων, κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι ο σκοπός του δικαιώματος υπαναχώρησης από συναφθείσα εξ αποστάσεως σύμβαση παροχής υπηρεσιών πληρούται, εφόσον ο καταναλωτής διαθέτει πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή ενημέρωση αναφορικά με τους όρους της σύμβασης και την τιμή, που πρόκειται να καταβάλλει είτε κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης είτε σε κάθε χρονικό σημείο μεταβολής αυτής. Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης δύναται να αναγνωρισθεί άπαξ κατά τη σύναψη της σύμβασης ή και κατά την εκάστοτε μεταβολή, αναλόγως της παρασχεθείσας ενημέρωσης κατά τη σύναψη της σύμβασης και της μεταβολής των όρων της σύμβασης. Εναπόκειται στο εθνικό Δικαστήριο η κρίση επί των πραγματικών περιστατικών]

Νικόλαος Κατηφόρης

Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ



[1] Γ. Κόντης, Επίκαιρα ζητήματα κατάσχεσης τραπεζικών λογαριασμών κατά το εθνικό και κοινοτικό δικονομικό δίκαιο, 2018, σ. 135 επ., G. Orfanidis, Die Verordnung (EU) Nr. 655/2014 des Europäischen Parlaments und des Rates über ein europäisches Verfahren zur vorläufigen Kostenpfändung, σε: Das Europäische Wirtschaftsrecht vor neuen Herausforderungen, Herausgegeben von Klaus J. Hopt und Dimitris Tzouganatos, 2014, σ. 263 επ. (283), Λ. Μ. Πίψου, Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 655/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 περί της διαδικασίας ευρωπαϊκής διαδικασίας δέσμευσης λογαριασμού προς διευκόλυνση της διασυνοριακής είσπραξης οφειλών, σε: Ένωση Ελλήνων Δικονομολόγων, Η κατάσχεση εις χείρας τρίτου, 2017, σ. 289 επ. (336)· βλ. και Μ. Μαρκουλάκη, Σκέψεις περί του νομικού χαρακτήρα της κατ’ άρθρο 947 § 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ αγωγής: με αφορμή την ΑΠ 134/2015, ΕΠολΔ 2016, σ. 200 επ.

[2] ΔΕΚ 7.11.2019, C-555/18, K.H.K./B/A/C., E.E.K., ECLI:EU:C: 2019:937, σκέψη 44· βλ. και Π. Γέσιου – Φαλτσή/Λ.-Μ. Πίψου, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙΙβ, Η διεθνής αναγκαστική εκτέλεση κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, 2η έκδ., 2023, § 94 V 2, αριθ. 125 και υποσημ. 388.

[4] Βλ. Χ. Ευθυμίου, Προσωρινή εξασφάλιση, μέσω Ευρωπαϊκής Διαταγής Δέσμευσης Λογαριασμού, απαίτησης απορρέουσας από χρηματική ποινή (σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΔΕΕ, 20.4.2023, C-291/21, Starkinvest SRL, σε: Ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων και διεθνής αναγκαστική εκτέλεση, 2023, σ. 157 επ. (158).

[5] Αιτιολογική σκέψη 67.

[6] Αιτιολογική σκέψη 44· Βλ. και Χ. Ευθυμίου, ό.π., σ. 176 επ., Α. Καλαντζή, Παρατηρήσεις υπό την ΔΕΕ της 20.4.2023, C-291/21, Starkinvest SRL, σε: Lex & Forum, 2023, σ. 409 επ.

[7] Ε. Τζουνάκου, ό.π., σ. 83· βλ. και Α. Καλαντζή, ό.π.

[8] ΣχΠολΔικ VIII, σ. 139· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ε. Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη), ΚΠολΔ2, άρθρο 947, αριθ. 9 επ., Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, 2η έκδ. (ανατ.), τ. 2ος, άρθρο 947, αριθ. 229, Γ. Νικολόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2η έκδ., 2012, σ. 282, Λ. Πίψου, Αναγκαστική εκτέλεση για παράλειψη ή ανοχή πράξεως κατά το άρθρο 947 ΚΠολΔ, 1992, 202 επ., Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙα / Ειδικό Μέρος, 2η έκδ., 2017, § 51, σ. 132 επ., η ίδια, Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, 3η έκδ., 2022, § 51, σ. 408 επ., Ε. Μπαλογιάννη, σε Ι. Τέντε (επιμ.), Αναγκαστική Εκτέλεση, 2η έκδ., 2019, σ. 162 επ., Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙ, Ειδικό Μέρος, 3η έκδ., 2024, § 37 IV, σ. 84 επ., Σ.-Σ. Πανταζόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2η έκδ., 2022, σ. 384 επ., Π. Ρεντούλης, σε Χ. Απαλαγάκη/Σ. Σταματόπουλος, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τ. 2ος, 2022, άρθρο 947, § VII, σ. 3059 επ.· πρβλ. Κ. Μπέη, ο οποίος κάνει λόγο για οριστική απαγγελία καταδίκης που τελεί υπό όρο (Πολιτική Δικονομία, Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων, τ. 23, 2005, Αναγκαστική Εκτέλεση, Ειδικό Μέρος Ι, άρθρο 947, σ. 1769 επ.).

[9] Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙ, Ειδικό Μέρος, 3η έκδ., 2024, § 37 IV, αριθ. 39, σ. 94.