Top

Αναζήτηση


Ελληνική Δικαιοσύνη
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
3
Έτος
2022
 
Περισσότερα »

Παραπομπές


Ελληνική Δικαιοσύνη, 3 (2022)


ΜΕφΘεσ 494/2022 - σχόλιο: Ε. Κώνστα

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Τιτλοποίηση απαιτήσεων κατ’ άρθ. 10 ν. 3156/2003. Διαδικασία, δημοσιότητα. Επί μεταβιβάσεως επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατόν να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθ. 3 ν. 2844/2000, η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (αποκτήσεως) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα.
Η εταιρεία διαχειρίσεως ενεργεί πράξεις διαχειρί­σεως ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού. Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 925 § 1 ΚΠολΔ, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθού η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξάμενης εκτέλεσης και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθού η εκτέλεση έλαβε άλλοθεν γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούντα τον διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά. Απαιτείται η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή.
Η δικονομική αρχή της διάθεσης, ως συνέπεια του απαλλοτριωτού των ιδιωτικών δικαιωμάτων ισχύει και στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Οι δικονομικές συμβάσεις, με τις οποίες συμφωνείται, μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, ότι αποκλείεται η αναγκαστική εκτέλεση, για την ικανοποίηση του δανειστή, γενικά ή για ορισμένες αξιώσεις του, δεν είναι ισχυρές. Το δικαίωμα του δανειστή να ζητήσει και επιτύχει την ουσιαστική πραγματοποίηση της αξιώσεώς του, είναι αναπαλλοτρίωτο. Είναι όμως ισχυρές οι δικονομικές συμβάσεις, με τις οποίες συμφωνείται ο περιορισμός των δικαιωμάτων και εξουσιών του δανειστή, κατά την εκτελεστική διαδικασία, είτε χρονικά είτε κατ’ αντικείμενο.
Λόγο ανακοπής του άρθ. 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθ. 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης.

3. Α. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως «ιδιωτική τοποθέτηση» θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. «Μεταβιβάζων», κατά την § 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και «αποκτών» νομικό μόνο πρόσωπο - ανώνυμη εταιρία - με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και «τιτλοποιεί» τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα «ομολογίες» ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. § 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (§ 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (§ 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (§ 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της § 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της § 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30.10.2003 - ΦΕΚ Β΄ 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/9.11.2020 - ΦΕΚ Β΄ 4944/9.11.2020- απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μία τέτοιας μεταβιβάσεως επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (§ 16), η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (αποκτήσεως) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την ως άνω σύμβαση διαχειρίσεως, η οποία κατά τα εννοιολογικά της στοιχεία ταυτίζεται με τη σύμβαση εντολής (713 επ. ΑΚ) και αντιπροσωπεύσεως (211 επ. ΑΚ), η παράγραφος 14 του ως άνω άρθρου 10, ορίζει τα ακόλουθα: «Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή». Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ως άνω εταιρεία διαχειρίσεως ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως). Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Με άλλα λόγια δεν της απονέμει ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Εξάλλου η ανάγκη αποσυμφορήσεως και απαλλαγής των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πελατών τους υπήρξε πιεστική, κι έτσι εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4354/2015 (άρθρα 1-3) μία νέα, εντελώς διάφορη από την προηγούμενη, διαδικασία μεταβιβάσεως, αποκτήσεως και διαχειρίσεως μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων. Είναι ανάγκη στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι με το ν. 4904/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λπ. με τιτλοποίηση. Εξακολούθησε και εξακολουθεί να ισχύει για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Μάλιστα, για να μην υπάρξει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίσθηκε στο άρθρο 1 § 1 περ. δ΄ του ν. 4954/2015 ότι: «Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3106/2003 (Α΄ 157), ν. 1905/1990 (Α΄ 141), 1665/1986 (Α΄ 194), 3606/2007 (Α΄ 195) και 4261/2014 (Α΄ 100)». (ΑΠ 909/2021, ΤΝΠ-ΔΣΑ βλ. Γ. Αποστολάκης, Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια σε ΕπΑκ 4/2021. σ. 697-707).

Β. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 § 1 του ΚΠολΔ, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθού η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε ανεξάρτητος και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθού η εκτέλεση έλαβε άλλοθεν γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούντα τον διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 § 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας (ΑΠ 345/2006 ΤΝΠ-Νόμος).

Γ. Η θεμελιώδης δικονομική αρχή της διάθεσης, ως συνέπεια του απαλλοτριωτού των ιδιωτικών δικαιωμάτων, η οποία καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, ισχύει και στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπου εκδηλώνεται με πολλαπλό περιεχόμενο και πραγματώνεται σε διαφορετικό κάθε φορά βαθμό. Έτσι, η εκτέλεση αρχίζει και κατ’ αρχήν αποπερατώνεται μόνο μετά από αίτηση ή ενέργεια των υποκειμένων της. Συναφής προς την αρχή της διάθεσης είναι και εκείνη της πρωτοβουλίας του επισπεύδοντας, η οποία καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 927 ΚΠολΔ και σημαίνει, ειδικότερα, ότι η πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης εξελίσσεται από στάδιο σε στάδιο κατ’ αρχήν μετά από ενέργειες του επισπεύδοντος (ΕφΑθ 2700/2021 ΤΝΠ-Νόμος). Οι δικονομικές συμβάσεις, με τις οποίες συμφωνείται, μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, ότι αποκλείεται η αναγκαστική εκτέλεση, για την ικανοποίηση του δανειστή, γενικά ή για ορισμένες αξιώσεις του, δεν είναι ισχυρές. Το δικαίωμα του δανειστή, όταν υπάρχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως, να ζητήσει και επιτύχει, με τη βοήθεια των αρμοδίων οργάνων και σύμφωνα με την καθοριζόμενη διαδικασία, την ουσιαστική πραγματοποίηση της αξιώσεως του, είναι αναπαλλοτρίωτο. Αντίθετα, είναι βασικά ισχυρές οι δικονομικές συμβάσεις, με τις οποίες συμφωνείται ο περιορισμός των δικαιωμάτων και εξουσιών του δανειστή, κατά την εκτελεστική διαδικασία, είτε χρονικά, όταν συμφωνείται ότι, η βάσει εκτελεστού τίτλου εκτελεστική διαδικασία θέλει ενεργηθεί μόνο μετά πάροδο ορισμένου χρόνου ή από την επέλευση γεγονότος ή από την πλήρωση ορισμένης αιρέσεως, είτε κατ’ αντικείμενο, όταν συμφωνείται ότι ο δανειστής δεν θα μπορεί να εκτελέσει σε ολόκληρη την περιουσία του οφειλέτη, παρά μόνο σε ορισμένα περιουσιακά του στοιχεία είτε, τέλος, κατ’ έκταση, όταν συμφωνείται ότι ο δανειστής μπορεί να χρησιμοποιήσει ορισμένες, εκ των αναγνωριζομένων στο νόμο, δυνατότητες εκτελέσεως. Η δικονομική ενέργεια των τελευταίων αυτών δικονομικών συμβάσεων έγκειται στο ότι περιορίζεται το δικονομικό δικαίωμα του δανειστή για αναγκαστική εκτέλεση, χρονικά, κατ’ έκταση ή κατ’ αντικείμενο και παρέχεται στον οφειλέτη, σε περίπτωση αντισυμβατικής συμπεριφοράς του δανειστή, εκτός από την αγωγή για αποζημίωση, δικαίωμα να εναντιωθεί, με ανακοπή, κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του εκτελέσεως (ΕφΠειρ 311/2014, ΕφΘεσ 815/1999, ΕφΚρ 143/1991 ΤΝΠ-Νόμος, Μπρίνιας, Αναγκ. Εκτέλεση, στο άρθρο 915, σ. 195-196). Η δικονομική σύμβαση δεν είναι αναγκαίο να περιβληθεί τύπον τινά, αποδεικνυομένη, σε περίπτωση αμφισβητήσεώς της, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο (ΕφΘεσ 815/1999 ό.π.).

Δ. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 § 1 και 25 § 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτελέσεως, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη (ΑΠ 724/2017, ΑΠ 893/2008, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του ΑΠ). Περαιτέρω, οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (ΟλΑΠ 62/1990, ΑΠ 563/2003 ΤΝΠ-Νόμος). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρον 281 ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 1202/2018, ΑΠ 535/2015, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 823/2010, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του ΑΠ). Εξάλλου κατά το άρθρο 482 του ΑΚ «σε περίπτωση οφειλής, εις ολόκληρον ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίμησή του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικά είτε μερικά. Έως την καταβολή ολόκληρης της παροχής παραμένουν υπόχρεοι όλοι οι οφειλέτες». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 481, 483, 487, 488 και 926 ΑΚ συνάγεται ότι, επί παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, η οποία προϋποθέτει ενότητα της υποχρέωσης προς παροχή όχι όμως και ταυτότητα του παραγωγικού λόγου των κατ` ιδίαν, ενοχών, καθιερώνεται δικαίωμα του δανειστή, κατά τη νομικώς ανέλεγκτη και απολύτως ελεύθερη (κατ’ αρέσκειαν) κρίση του, να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε από τους εις ολόκληρον οφειλέτες για μέρος ή το σύνολο της οφειλής, συγχρόνως ή διαδοχικώς, χωρίς να μπορεί να αποκρουσθεί με την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος λόγω διαφοροποιήσεων στην περιουσιακή κατάσταση των συνοφειλετών ή διαφορετικού βαθμού ευθύνης τούτων ως προς την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής, αφού ο νόμος απέβλεψε στην ταχεία ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή, εκτός αν συντρέχουν εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις υπέρβασης των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος του δανειστή (ΑΠ 871/2010, ΕφΛαμ 159/2011 ΤΝΠ-Νόμος).

4. Από… πιθανολογήθηκαν τ’ ακόλουθα: Κατόπιν αιτήσεως της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Άλφα Τράπεζα Ανώνυμος Εταιρεία» εκδόθηκε η .../2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία οι αιτούντες, ως εγγυητές και η πρωτοφειλέτιδα εταιρία «Κ.Π. ΑΒΕΕ», υποχρεώθηκαν στην σε ολόκληρο καταβολή σ’ αυτήν (τράπεζα) νομιμοτόκως του χρηματικού ποσού των 782.905,00 €, ως καταλοίπου της .../31.10.1997 συμβάσεως πίστωσης που κινήθηκε με αλληλόχρεο λογαριασμό και είχε καταρτιστεί μεταξύ της πρωτοφειλέτιδας και της «Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας Ελλάδος», όπως αυτή είχε συγχωνευθεί διά απορροφήσεως από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Αlpha Τράπεζα Πίστεως ΑΕ» και ήδη «Άλφα Τράπεζα Ανώνυμος Εταιρεία». Η εν λόγω διαταγή πληρωμής, όπως συνομολογείται, κοινοποιήθηκε στους οφειλέτες για πρώτη φορά την 11.6.2012 με επιταγή προς πληρωμή, συνολικού ποσού 805.570,26 ευρώ, αναλυόμενο σε κεφάλαιο 782.905,00 ευρώ, τόκοι από 8.3.2012 έως 7.6.2012, χρόνο σύνταξης της επιταγής 10.412,26 ευρώ, δικαστική δαπάνη 12.213 ευρώ, αντίγραφο, σύνταξη και επίδοση 40 ευρώ. Η εν λόγω τράπεζα μεταβίβασε την άνω απαίτησή της, με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τα άρθρα 10 και 14 του ν. 3156/2003, στην καθ’ ης εδρεύουσα στο Λουξεμβούργο αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «L. S. S.A.R.L.», με την από 29.11.2018 σύμβαση πώλησης και αγοράς απαιτήσεων και την από 27.12.2018 σύμβαση εκχώρησης απαιτήσεων. Αντίγραφα των άνω συμβάσεων καταχωρήθηκαν με την κατάθεση εντύπου συγκεκριμένης μορφής, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία 3Α μείζονα σκέψη της παρούσας, στο Δημόσιο Βιβλίο του ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αρ. πρωτ. …/27.12.2018. Με την άνω καταχώρηση επήλθε η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, ενώ παράλληλα αυτή λογίζεται εκ του νόμου ως αναγγελία από την μεταβιβάζουσα Άλφα Τράπεζα στην άνω πρωτοφειλέτιδα ανώνυμη εταιρία «Κ.Π. ΑΒΕΕ». Σημειωτέον ότι με την κατά τον άνω τρόπο διάθεση (εκχώρηση) των προς τιτλοποίηση απαιτήσεων μεταβιβάζονται εκ του νόμου (άρθρο 458 ΑΚ) και οι εγγυήσεις των απαιτήσεων, επομένως και οι υποχρεώσεις των αιτούντων. Κατόπιν αυτών, η καθ’ ης, αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «L. S. S.A.R.L.» κατέστη ειδική διάδοχος και δικαιούχος της επίδικης απαίτησης με υπόχρεους την άνω πρωτοφειλέτιδα και τους αιτούντες, εγγυητές (άρθρο 458 ΑΚ). Στη συνέχεια, δυνάμει της από 31.7.2019 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης, που καταχωρήθηκε στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, σύμφωνα με το άρθ. 10 § § 14 και 16 του ν. 3156/2003 με αριθ. πρωτ. …/1.8.2019, η ειδική διάδοχος της επίδικης απαίτησης ανέθεσε τη διαχείριση αυτής στην εδρεύουσα στην Ελλάδα (Νέα Σμύρνη Αττικής) μονοπρόσωπη ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις με την επωνυμία «C. H. (Σ. Ε.) ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ». Η εν λόγω εταιρία, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχείο 3Α μείζονα σκέψη της παρούσας, ενεργώντας ως διαχειρίστρια της καθ’ ης, ειδικής διαδόχου της απαίτησης που μεταβιβάστηκε με σκοπό την τιτλοποίηση, δεν έχει την ιδιότητα της μη δικαιούχου διαδίκου, αφού ο ν. 3156/2003 δεν απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού (ΑΠ 909/2021 ΤΝΠ-ΔΣΑ). Έτσι, η εν λόγω διαχειρίστρια μπορούσε να ενεργεί μόνο πράξεις διαχειρίσεως (νομικές και υλικές), με σκοπό την είσπραξη ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εντολέως της καθ’ ης, δικαιούχου εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «L. S. S.A.R.L.». Την 16.7.2021 η καθ’ ης ειδική διάδοχος της άνω απαίτησης «L. S. S.A.R.L.», δια της εντολοδόχου της διαχειρίστριας εταιρίας, κοινοποίησε στους αιτούντες επικυρωμένο αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. .../2012 διαταγής πληρωμής, μαζί με την από 14.7.2021 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία αξίωνε να της καταβάλουν: α) για επιδικασθέν κεφάλαιο ποσό 782.905,00 € με το νόμιμο τόκο από την 8.3.2012, πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων, ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο, χωρίς αναφορά ποσού, β) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη ποσό 12.213 €, νομιμοτόκως από την επομένη της κοινοποίησης της πρώτης από 7.6.2012 επιταγής προς πληρωμή, ήτοι από 12.6.2012 γ) για αντίγραφο απογράφου, σύνταξη της από 7.6.2012 επιταγής, συμβουλή και επίδοση ποσό 40 €, νομιμοτόκως από την επομένη της κοινοποίησης της πρώτης από 7.6.2012 επιταγής προς πληρωμή, ήτοι από 12.6.2012 και δ) για σύνταξη της ήδη ανακοπτόμενης επιταγής προς πληρωμή ποσό 50 € και για παραγγελία προς επίδοση και επιδόσεις ποσό 173,60 €. Περαιτέρω, αντίκλητος διορίστηκε ο υπογράφων την άνω επιταγή προς πληρωμή πληρεξούσιος δικηγόρος, ενώ δεκτική καταβολής ορίστηκε η άνω καθ’ ης ειδική διάδοχος. Μαζί με την εν λόγω επιταγή, κοινοποίησε, όπως υποχρεούνταν κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ, και τα νομιμοποιητικά έγγραφα που αποδείκνυαν την ειδική διαδοχή της και συγκεκριμένα: 1) Περίληψη της από 29.11.2018 σύμβασης πώλησης και αγοράς απαιτήσεων μεταξύ της «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και της «L. S. S.A.R.L.», σε συνέχεια της οποίας καταρτίστηκε η από 27.12.2018 σύμβαση εκχώρησης απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αρ. πρωτ. …/27.12.2018 στον τόμο … μετά του παραρτήματος αυτής στην οποία αναφέρονταν η ως άνω μεταβιβασθείσα έννομη σχέση, από την οποία πήγαζε η επίδικη απαίτηση. Η εν λόγω περίληψη ήταν το έγγραφο που καταχωρήθηκε στο Δημόσιο Βιβλίο με την άνω αναφερόμενη προκαθορισμένη εκ του νόμου μορφή με συγκοινοποιούμενη την 9 σελίδα (σε σύνολο 19 σελίδων) στην οποία αναφέρεται ότι η μεταβιβαζόμενη απαίτηση αφορά την «Κ.Π. ΑΒΕΕ», που πηγάζει από σύμβαση δανείου, με αριθμό … και ηλεκτρονικό αριθμό …, καταρτισθείσα την 31.10.1997 και ασφαλισθείσα με προσημείωση ακινήτων που φέρουν τους κωδικούς αριθμούς … 2) Περίληψη της από 31.7.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της «L. S. S.A.R.L.» και της «C. H. ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» σε συνέχεια της οποίας συνήφθη η από 31.7.2019 ιδιωτική σύμβαση, καταχωρησθείσα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αρ. πρωτ. …/1.8.2019 στον τόμο ... Και 3) η υπ’ αριθ. …/17.10.2019 ανακοίνωση καταχώρισης στο ΓΕΜΗ της μεταβολής της επωνυμίας της διαχειρίστριας εταιρίας σε «C. H. ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ». Τα εν λόγω έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται ότι εξειδικεύεται επαρκώς η ταυτότητα της επίδικης απαίτησης και η υπόχρεη αυτής εταιρία, χωρίς ανάγκη αναφοράς επιπρόσθετων στοιχείων, όπως ποσό και ονόματα εγγυητών, τα οποία ήταν ήδη γνωστά στους αιτούντες οφειλέτες, πιθανολογείται ότι αποδείκνυαν πλήρως την ειδική διαδοχή της αποκτώσας την απαίτηση καθ’ ης εταιρίας ειδικού σκοπού, λαμβανομένου υπόψη ότι η καθ’ ης ως εκδοχέας αυτής, με σκοπό την τιτλοποίηση, έγινε από και δια της αναγγελίας της εκχώρησης, κυρία της εκχωρηθείσας απαίτησης, με όλα τα ήδη τυχόν υπάρχοντα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνδέονταν αναπόσπαστα με τη φύση της άνω απαίτησης, χωρίς βελτίωση ή χειροτέρευση της προηγούμενης νομικής θέσης της πρωτοφειλέτιδας «Κ.Π. ΑΒΕΕ» και των αιτούντων-εγγυητών (άρθρο 458ΑΚ) (ΑΠ 937/2005 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Κατά συνέπεια, οι αιτούντες-εγγυητές και οφειλέτες στην άνω μεταβίβαση με σκοπό την τιτλοποίηση τα μόνα στοιχεία που έπρεπε να γνωρίζουν ήταν η μεταβίβαση της συγκεκριμένης άνω απαίτησης και το ακριβές χρονικό σημείο από το οποίο και μετά η νέα δανείστρια («L. S. S.A.R.L.») υπεισήλθε στη θέση της μέχρι τότε δανείστριας (Άλφα Τράπεζα Ανώνυμος Εταιρεία), στοιχεία που προκύπτουν από την άνω αναγγελία της, λαμβανομένου υπόψη ότι η νομική θέση και η έκταση η ευθύνη τους έναντι της νέας δανείστριας «L. S. S.A.R.L.» παραμένει ίδια και απαράλλακτη με την νομική θέση και την ευθύνη που είχαν έναντι της αρχικής δανείστριας Άλφα Τράπεζας. Επομένως από το χρονικό σημείο αυτό και μετά τυχόν καταβολή απ’ αυτούς για την άνω εκχωρηθείσα απαίτηση έπρεπε να γίνεται προς τη νέα δανείστρια και όχι στην αρχική Άλφα Τράπεζα που πλέον αποξενώθηκε απ’ αυτήν. Αυτό περαιτέρω σημαίνει ότι η οφειλέτιδα και οι αιτούντες, ως συνυπόχρεοι εγγυητές, δεν έχουν κανένα έννομο συμφέρον να γνωρίζουν, ενόψει και του αναιτιώδους χαρακτήρα της άνω εκχώρησης, το περιεχόμενο της σύμβασης πώλησης που καταρτίστηκε μεταξύ του παλαιάς και της νέας δανείστριας, της οποίας η προβλεπόμενη στο νόμο δημοσίευση σκοπό έχει την πληροφόρηση των τιτλούχων επενδυτών σχετικά με τους όρους της πώλησης και όχι των οφειλετών. Στη συνέχεια, την 29.7.2021, δυνάμει της υπ’ αριθ. .../29.7.2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης, Αθ.Β., η ειδική διάδοχος επέβαλλε αναγκαστική κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία των αιτούντων, που ανήκει στην ψιλή κυριότητα της δεύτερης αιτούσας με επικαρπωτή τον πρώτο αιτούντα και συγκεκριμένα: … Ως ημερομηνία διενέργειας του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ορίστηκε η 9η Μαρτίου 2022, ημέρα Τετάρτη και ώρα 10:00 έως 14:00 ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Ά.Τ. Οι αιτούντες, επιδιώκοντας την ακύρωση της άνω επιταγής προς πληρωμή και της κατασχετήριας έκθεσης, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την από 13.9.2022 ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με την οποία υποστήριξαν ότι οι άνω πράξεις είναι άκυρες. Την εν λόγω ανακοπή έστρεψαν κατά της διαχειρίστριας εταιρίας «C. H. των απαιτήσεων της εταιρίας ειδικού σκοπού «L. S. S.A.R.L.» Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχεία 3Α μείζονα σκέψη της παρούσας, στην εν λόγω ανακοπή η μόνη νομιμοποιούμενη παθητικά ήταν η επισπεύδουσα εταιρία («L. S. S.A.R.L.») και όχι η διαχειρίστρια (C. H.), αφού ο ν. 3156/2003 δεν απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ' εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού (ΑΠ 909/2021 ΤΝΠ-ΔΣΑ). Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ανακοπής τους ισχυρίστηκαν ότι μεταξύ των εγγράφων που τους κοινοποιήθηκαν δεν περιέχονταν η με ημερομηνία 29.11.2018 σύμβαση πώλησης και αγοράς απαιτήσεων μεταξύ της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και της εταιρίας με την επωνυμία «L. S. S.A.R.L.», ενώ το ενσωματωμένο στη με ημερομηνία 27.12.2018 εκποιητική σύμβαση παράρτημα, που κατά το άρθρο 3 αυτής αποτελεί τον κατάλογο των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, εμπεριέχει ελλιπή στοιχεία, καθόσον δεν αναγράφονται σε αυτό τα οφειλόμενα κεφάλαια ανά απαίτηση, το ονοματεπώνυμο και οι διευθύνσεις των οφειλετών και των εγγυητών, οι παρεπόμενες εμπράγματες ή ενοχικές ασφαλίσεις, αλλά μνημονεύεται μόνον το όνομα της πρωτοφειλέτριας εταιρίας με την επωνυμία «Κ.Π. ΑΒΕΕ», υπέρ της οποίας εγγυήθηκαν οι ανακόπτοντες. Ότι, με βάση τα παραπάνω, δεν στοιχειοθετείται η ενεργητική νομιμοποίηση της νυν καθ’ ης για την επίσπευση της πληττόμενης εκτελεστικής διαδικασίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον άνω λόγο ως μη νόμιμο και οι αιτούντες με τον πρώτο λόγο της έφεσης τους παραπονούνται για κακή εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου. Ο λόγος αυτός, ανεξάρτητα του ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος του άρθρου 522 ΚΠολΔ θα ελέγξει αυτεπάγγελτα την παθητική νομιμοποίηση της άνω ανακοπής, καθόσον αυτή έπρεπε να στρέφεται μόνο κατά της καθ’ ης επισπεύδουσας αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού (όπως εκτιμήθηκε και η υπό κρίση αίτηση αναστολής) και όχι κατά της διαχειρίστριας εταιρίας που ενεργεί ως εντολοδόχος και αντιπρόσωπος της πρώτης και δεν έχει την ιδιότητα της μη δικαιούχου διαδίκου, πιθανολογείται ότι θ’ απορριφθεί ως μη νόμιμος, γιατί τα άνω έγγραφα που κοινοποιήθηκαν σ’ αυτούς με την επιταγή προς πληρωμή πιθανολογείται ότι αποδεικνύουν πλήρως την ειδική διαδοχή της καθ’ ης, επισπεύδουσας την εκτέλεση αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού, ενώ για τους άνω αναφερόμενους λόγους στερούνται του εννόμου συμφέροντος ν’ αξιώνουν την κοινοποίηση σ’ αυτούς της από 29.11.2018 σύμβασης πώλησης και αγοράς απαιτήσεων μεταξύ της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και της εταιρίας με την επωνυμία «L. S. S.A.R.L.». Περαιτέρω, οι αιτιάσεις τους ότι το ενσωματωμένο στη με ημερομηνία 27.12.2018 σύμβαση παράρτημα, που κατά το άρθρο 3 αυτής αποτελεί τον κατάλογο των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, εμπεριέχει ελλιπή στοιχεία, καθόσον δεν αναγράφονται σε αυτό τα ονοματεπώνυμα και οι διευθύνσεις τους ως εγγυητών και οφειλετών καθώς και το οφειλόμενο κεφάλαιο σε σχέση με τη δική τους υποχρέωση, αλλά μνημονεύεται μόνον το όνομα της πρωτοφειλέτριας εταιρίας με την επωνυμία «Κ.Π. ΑΒΕΕ», (υπέρ της οποίας εγγυήθηκαν οι αιτούντες-ανακόπτοντες), με αναφορά του αριθμού της σύμβασης πιθανολογείται ότι ομοίως θ’ απορριφθούν ως μη νόμιμες γιατί κατά τα άνω αναφερόμενα δεν ήταν απαραίτητη η αναγραφή των ονομάτων τους ως εγγυητών και του ποσού της απαίτησης κατά κεφάλαιο σε σχέση με αυτούς, αφού η δική τους υποχρέωση ως παρεπόμενη συνεκχωρήθηκε, κατ’ άρθρο 458 ΑΚ, με την επίδικη απαίτηση. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη κι αν ήθελε εκτιμηθεί ότι έπρεπε να αναφέρεται το κατά κεφάλαιο ποσό της απαίτησης σε σχέση με την πρωτοφειλέτιδα εταιρία, ως έλασσον που εμπεριέχεται στο μείζον πιθανολογείται ότι ως προς το στοιχείο αυτό ο λόγος θ’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος γιατί από τα λοιπά αναφερόμενα στοιχεία (όνομα οφειλέτιδας εταιρίας, αριθμός σύμβασης και ύπαρξη προσημειώσεων επί τεσσάρων ακινήτων) εξειδικεύεται πλήρως η ταυτότητα της απαίτησης, κατά τρόπο μη επιδεχόμενης αμφισβήτησης ότι η επίδικη απαίτηση μεταβιβάστηκε στην αλλοδαπή ειδικού σκοπού εταιρία με σκοπό την τιτλοποίηση. Επομένως, με βάση τα άνω έγγραφα, η καθ’ ης, κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ, δια της εντολοδόχου της διαχειρίστριας, μπορούσε να επιστηρίξει με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή αναγκαστική σε βάρος τους εκτελεστική διαδικασία, όπως και το έπραξε. Σημειωτέον ότι οι αιτούντες με την άνω ανακοπή τους δεν ισχυρίστηκαν ότι η επισπευδόμενη σε βάρος τους από την καθής αναγκαστική εκτέλεση είναι άκυρη γιατί τους κοινοποιήθηκε απόσπασμα (περίληψη) και όχι ολόκληρη η από 27.12.2018 σύμβαση εκχώρησης, ισχυρισμός ο οποίος θα δικαιολογούσε, υπό προϋποθέσεις, την ακυρότητα, λόγω παράβασης του άρθρου 925 ΚΠολΔ, της επισπευδόμενης εκτέλεσης, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία 3Β μείζονα σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, οι αιτούντες, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, ισχυρίστηκαν ότι η καθής καταχρηστικά επισπεύδει σε βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση, αφού με την πληττόμενη επιταγή προς εκτέλεση αυτή είχε δηλώσει ρητά ότι σε περίπτωση μη εξόφλησης θα διαταχθεί αναγκαστική εκτέλεση, ρητώς όμως εξαιρούμενης της επιβολής κατάσχεσης και της διενέργειας πλειστηριασμού επί της κυρίας κατοικίας των καθ’ ων η εκτέλεση και ήδη αιτούντων (ανακοπτόντων), δήλωση η οποία επαναλήφθηκε και στην ανακοπτόμενη έκθεση κατάσχεσης. Ότι παρά τη δήλωσή της αυτή η καθ’ ης η ανακοπή προέβη στην κατάσχεση της κύριας κατοικίας τους, όπως αυτή ως άνω περιγράφηκε, στην οποία διαμένουν οι οικογένειες αμφοτέρων των αιτούντων, χωρίς να διαθέτουν άλλο ακίνητο, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον ίδιο σκοπό. Ότι η καθής δεν προσδιορίζει το ακριβές ύψος της απαίτησής της κατά κεφάλαιο και τόκους, το οποίο ομοίως δεν προσδιορίστηκε και κατά τη μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης. Ότι η δικαιοπάροχος της καθής για την ικανοποίηση τη επίδικης απαίτησης είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 800.000 ευρώ επί ακινήτου (βιοτεχνικού κτίσματος), κείμενου στο Λάκκωμα Χαλκιδικής που ανήκει στην κυριότητα της πρωτοφειλέτιδος εταιρίας με την επωνυμία «Κ.Π. ΑΒΕΕ», για την οποία, προκειμένου να το κατασχέσει, την 8.9.2021 κατέθεσε αίτηση διορισμού προσωρινής διοίκησης της εν λόγω εταιρίας. Ότι η καθ’ ης για την ικανοποίηση της ίδιας απαίτησης επέβαλε κατάσχεση α) την 6.9.2021 με τιμή πρώτης προσφοράς 1.100.000 ευρώ επί ενός οικοπέδου, κειμένου στην περιοχή … Θεσσαλονίκης, εμβαδού 1.493,70τ.μ., μετά του επ’ αυτού υφιστάμενου διώροφου καταστήματος με υπόγειο, εμβαδού 1.052 τ.μ., η αξία του οποίου εκτιμήθηκε στο ποσό των 3.620.000,00 ευρώ και ανήκει στην εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα κατά ποσοστό 99% του πρώτου εξ αυτών (αιτούντων) και 1% στη σύζυγό του, επίσης συνοφειλέτρια έναντι της καθ’ ης η ανακοπή και β) την 6.9.2021 με τιμή πρώτης προσφοράς 366.000 ευρώ επί της κύριας κατοικίας της Ελ.Π., κόρης του πρώτου και αδελφή της δεύτερης που ομοίως αποτελεί τη δική της μοναδική πρώτη κατοικία. Ότι, ενόψει όλων των παραπάνω, λαμβανομένου ότι από την εκπλειστηρίαση του επίδικου ακινήτου προσδοκάται μερική μόνον ικανοποίηση της απαίτησής της καθής, αφού αυτή ανέρχεται κατά κεφάλαιο στο ποσό των 782.905 ευρώ, η συμπεριφορά της καθ’ ης η ανακοπή να επισπεύσει τη σε βάρος τους εκτελεστική διαδικασία, με βάση την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή εξειδικεύεται επαρκώς στην ανακοπή, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Το πρωτοβάθμιο απέρριψε τον άνω λόγο ως αόριστο γιατί δεν προσδιορίζονταν το σύνολο της απαίτησης και τα έξοδα εκτέλεσης που πρέπει να καλυφθούν από το επιτευχθησόμενο πλειστηρίασμα ποσό, καθώς επίσης δεν εξειδικεύεται η ύπαρξη ή ανυπαρξία άλλων δανειστών που ενδέχεται να αναγγελθούν για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους από αυτό (πλειστηρίασμα). Οι αιτούντες με το δεύτερο λόγο της έφεσης τους παραπονούνται για κακή εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου. Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θ’ απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον ο άνω λόγος της ανακοπής έπρεπε ν’ απορριφθεί ως μη νόμιμος. Ειδικότερα, ο άνω λόγος, κατά το σκέλος με το οποίο οι αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι καταχρηστικά επισπεύδεται σε βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση, αφού με την πληττόμενη επιταγή προς εκτέλεση η επισπεύδουσα καθής είχε δηλώσει ρητά ότι σε περίπτωση μη εξόφλησης θα διαταχθεί αναγκαστική εκτέλεση, ρητώς όμως εξαιρούμενης της επιβολής κατάσχεσης και της διενέργειας πλειστηριασμού επί της κυρίας κατοικίας των καθ’ ων η εκτέλεση και ήδη αιτούντων (ανακοπτόντων), δήλωση η οποία επαναλήφθηκε και στην ανακοπτόμενη έκθεση κατάσχεσης, κρίνεται μη νόμιμος, καθόσον η άνω δήλωση δεν ασκεί έννομη επιρροή στο κύρος της κατάσχεσης, ούτε καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματός της, αφού, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο 3Γ νομική σκέψη της παρούσας, η εκτέλεση αρχίζει και αποπερατώνεται μόνο μετά από αίτηση ή ενέργεια του επισπεύδοντος. Περαιτέρω, οι αιτούντες δεν ισχυρίστηκαν ότι μεταξύ αυτών και της καθής καταρτίστηκε έγκυρη δικονομική σύμβαση, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο 3Γ μείζονα σκέψη της παρούσας, με αντικείμενο την μη εκ μέρους της εκτέλεση σε συγκεκριμένο περιουσιακό τους στοιχείο, ενώ εάν ήθελε υποτεθεί ότι η εν λόγω δήλωση της καθής ήταν μονομερής και απευθυντέα προς αυτούς για κατάρτιση σύμβασης, οι αιτούντες δεν εκθέτουν ούτε ότι αυτή έγινε αποδεκτή ούτε ότι γνωστοποίησαν την αποδοχή της στην καθής. Ο άνω λόγος της ανακοπής, κατά τα υπόλοιπο σκέλος, ομοίως πιθανολογείται ότι θ’ απορριφθεί ως μη νόμιμος γιατί, εκτός του ότι οι ανακόπτοντες δεν ισχυρίζονται ότι με τις κατασχέσεις των υπόλοιπων ακινήτων θα επιτευχθεί η πλήρης ικανοποίηση της αξιώσεως της καθής, ακόμη και αν αληθεύουν τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, η εν λόγω κατάσχεση δεν εμφανίζεται, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ως μέτρο εξαιρετικής σκληρότητας γι’ αυτούς που υπερβαίνει τα ανεκτά όρια θυσίας τους, αφού δεν υπάρχει δυσαναλογία μεταξύ του μέσου αναγκαστικής εκτελέσεως και του σκοπού, για τον οποίο επιβάλλεται, λαμβανομένου υπόψη ότι η καθής έχει το νόμιμο δικαίωμα ως συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της να αποφασίζει και να επιδιώκει την ικανοποίηση της απαίτησής της και κατά των λοιπών συνοφειλετών, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία 3Δ μείζονα σκέψη της παρούσας. Κατόπιν όλων των παραπάνω πιθανολογείται ότι η ανακοπή δεν είναι βάσιμη, ότι ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση και συνακολούθως ότι δεν θα ευδοκιμήσει η έφεση των αιτούντων (ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων). Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναστολής, ενώ, τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων θα συμψηφισθουν στο σύνολό τους, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΜΕφΘεσ 494/2022

Δικ.: Ανθία Τσαφίτσα

Σημείωση

Η διαφοροποίηση της έννοιας «διαχειρίσεως» στο ν. 3156/2003 και ν. 4354/2015

Η εισαγωγή του ν. 4354/2015 υπαγορεύθηκε από την ανάγκη να αντιμετωπισθεί ο μεγάλος αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων που εκτινάχθηκε σε δυσθεώρητα ύψη την περίοδο της οικονομικής κρίσεως και της μνημονιακής περιόδου που ακολούθησε. Στην πραγματικότητα επιχειρήθηκε με τον ν. 4354/2015, η δημιουργία μιας δευτερογενούς αγοράς δανείων, η οποία θα κρίνεται ωφέλιμη τόσο για τα πιστωτικά ιδρύματα, όσο και για τους οφειλέτες[1]. Η λειτουργία μιας τέτοιας αγοράς πραγματοποιήθηκε υπό καθεστώς αυστηρής εποπτείας των εταιρειών απόκτησης και διαχείρισης των απαιτήσεων από την ΤτΕ, όπως ο νόμος εισάγει, καθώς και τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, προκειμένου να μην χειροτερεύσει η νομική και πραγματική θέση των οφειλετών.

Όπως επανειλημμένως έχει ειπωθεί, εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι «εταιρείες αποκτήσεως» (ΕΑΑΔΠ) και οι «εταιρείες διαχειρίσεως» απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ Ειδικότερα, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) είναι ανώνυμες εταιρείες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (παρ. 1α). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 § 1α), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες[2]. Στις ΕΔΑΔΠ δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (2 § 1 ν. 4354/2015 και 2 § 5 στ. δ' ν. 4261/2014 σε συνδυασμό) ή σύμφωνα με τα άρθρα 1 §§ 1α, β, γ, 2 § 4 του ν. 4353/2015 ανατίθεται υποχρεωτικά από τις ΕΑΑΔΠ, η διαχείριση της εισπράξεως των μεταβιβασθέντων δανείων[3]. Σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του αυτού ως άνω νόμου «οι Εταιρείες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, … οι Εταιρείες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Με τη διάταξη αυτή ο νόμος ιδρύει μία ακόμη περίπτωση κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης, με την οποία οι ΕΔΑΔΠ νομιμοποιούνται να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις αντί του δικαιούχου της απαίτησης, δηλαδή των ΕΑΑΔΠ και των πιστωτικών ιδρυμάτων που παραχώρησαν την διαχείριση των απαιτήσεων. Η ΕΔΑΔΠ καλείται από το νόμο να διαχειριστεί τις απαιτήσεις αυτές ενεργώντας είτε εξώδικες ενέργειες είτε διαδικαστικές ενέργειες. Η ανάθεση της διαχείρισης θα γίνει με σύμβαση κατά τους όρους του άρθρου 2 §§ 1-3 του ν. 4354/2015.

Παλαιότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 11 του ν. 3156/2003 εισήχθη στη χώρα μας ένας νέος θεσμός, που ονομάσθηκε «τιτλοποίηση απαιτήσεων» και αφορά αφενός την «τιτλοποίησης επιχειρηματικών απαιτήσεων» και αφετέρου την «τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα». Η χρήση του θεσμού της τιτλοποίησης υπήρξε διαδεδομένη από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που άδραξαν την ευκαιρία να πουλήσουν τις μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τους από την παροχή πάσης φύσεως πιστώσεων, εξασφαλίζοντας, με τον τρόπο αυτόν, ρευστότητα[4]. Σκοπός του νομοθέτη δεν ήταν μόνο η εξασφάλιση της ρευστότητας των εμπορικών επιχειρήσεων, αλλά και η απαλλαγή τους από το βάρος της είσπραξης των απαιτήσεών τους. Κατά κύριο λόγο η τιτλοποίηση αφορά επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, χωρίς να αποκλείονται και ξένες επιχειρήσεις που διαθέτουν κάποιο υποκατάστημα εδώ[5]. Σύμφωνα με το άρθ. 10 § 2 «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με τον νόμο αυτόν (εταιρεία ειδικού σκοπού) προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις. Εκδότης των ομολογιών είναι ο ίδιος ο «αποκτών». Συνήθως η εταιρεία ειδικού σκοπού ιδρύεται εκ των υστέρων με μοναδικό σκοπό την απόκτηση των απαιτήσεων και την έκδοση ομολογιών. Επειδή η εταιρεία ειδικού σκοπού μπορεί να μη διαθέτει τις κατάλληλες εγκαταστάσεις ή το προσωπικό προκειμένου να εισπράξει τις συγκεκριμένες απαιτήσεις δυνάμει της § 14 του άρθ. 10 προβλέπεται ότι «με έγγραφη συμφωνία η ανάθεση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως τις υπηρεσίες του στην ΕΕ, στον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είναι είτε εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν την μεταβίβασή τους στον αποκτώντα». Σκοπός του νομοθέτη είναι η αποτελεσματικότερη διαχείριση των απαιτήσεων από πρόσωπα που διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις. Απαραίτητη προϋπόθεση σε περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, είναι τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Ο διαχειριστής αναλαμβάνει τη διεκδίκηση και την είσπραξη των απαιτήσεων δυνάμει εξουσιοδότησης από την εταιρεία ειδικού σκοπού. Λειτουργεί δηλαδή, στο όνομα και για λογαριασμό της[6]. Υποχρεούται δε να καταθέσει, αμέσως με την είσπραξή τους, το προϊόν των τιτλοποιημένων απαιτήσεων, υποχρεωτικά σε χωριστή έντοκη κατάθεση που τηρείται στον ίδιο, εφόσον είναι πιστωτικό ίδρυμα, διαφορετικά σε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο. Στην κατάθεση γίνεται ειδική μνεία ότι αυτή αποτελεί χωριστή περιουσία διακριτή από την περιουσία του διαχειριστή και του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο κατατίθεται. Η ανάθεση της διαχείρισης σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθ. 3 του ν. 2844/2000. Τόσο η εταιρεία τιτλοποίησης, όσο και ο τρίτος μπορεί να είναι εισπρακτικές εταιρείες[7].

Επειδή, η ρύθμιση του ν. 3156/2003 δεν κρίθηκε επαρκής για να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, ήρθε ο ν. 4354/2015 να καλύψει τα οποιαδήποτε κενά. Κατά την εφαρμογή των δύο νομοθετικών κειμένων δημιουργήθηκαν ευλόγως ζητήματα ως προς την έκταση της εφαρμογής τους, αφενός εξαιτίας της ομοιότητας που παρουσιάζουν τα εν λόγω νομοθετήματα, τόσο ως προς τον σκοπό, όσο προς τον τρόπο λειτουργίας τους, αφετέρου και των σημαντικών διαφοροποιήσεων που παρουσιάζουν. Από το γράμμα του νόμου καθίσταται σαφές ότι ο ν. 4354/2015 δεν επηρεάζει την εφαρμογή του ν. 3156/2003 (άρθ. 1 § 1 περ. δ΄) και τα δύο νομοθετήματα μπορούν να ισχύσουν παράλληλα. Στην πράξη τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να επιλέξουν να τιτλοποιήσουν τις απαιτήσεις τους αποφεύγοντας τις αυστηρές προϋποθέσεις που θέτει ο ν. 4354/2015 για τη μεταβίβαση και στη συνέχεια τη διαχείριση του μεταβιβαζόμενου χαρτοφυλακίου να αναλάβει ΕΔΑΔΠ της επιλογής τους. Ήδη το Υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε διευκρινίσεις για την εφαρμογή του ν. 4354/2015 κατά τη μεταβίβαση μέσω τιτλοποίησης μη εξυπηρετούμενων δανείων[8].

Η σχολιαζόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης είναι η πρώτη που αντιμετωπίζει το ζήτημα σχετικά με την διαφοροποίηση των ανωτέρω νομοθετημάτων ως προς την νομιμοποίηση των εταιρειών διαχείρισης που αναλαμβάνουν να διαχειριστούν τις απαιτήσεις για λογαριασμό των εταιρειών ειδικού σκοπού. Ειδικότερα προχωρεί σε διάκριση ως προς την νομιμοποίηση των εταιρειών διαχείρισης του ν. 4354/2015 να εκπροσωπούν ως μη δικαιούχοι διάδικοι τις ΕΑΑΔΠ ή τα πιστωτικά ιδρύματα, από τις εταιρείες διαχείρισης και είσπραξης που προβλέπονται στον ν. 3156/2003 και περιορίζονται σε αντιπροσωπευτική ικανότητα. Σύμφωνα με την σχολιαζόμενη απόφαση, η εταιρεία διαχειρίσεως του ν. 3156/2003 ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως), καθότι δια των ρυθμίσεων αυτού, δεν απονέμεται στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία αποκτήσεως) η ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρείες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Με την νομοθετική ρύθμιση του ν. 3156/2003 ρυθμίζονται οι όροι και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Αντιθέτως, οι ΕΔΑΔΠ του ν. 4354/2015 στις οποίες ανατίθεται, αφενός κατά νομοθετική επιταγή από τις ΕΑΑΔΠ (άρθ. 1 § 1 γ') και αφετέρου δυνητικώς από πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα (άρθ. 2 § 1), η διαχείριση των σχετικών απαιτήσεων, καίτοι δεν καθίστανται ειδικοί διάδοχοι των αυτών διότι δεν είναι κύριοι των απαιτήσεων, ωστόσο νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι στις διεξαγόμενες, για τις υπό διαχείριση απαιτήσεις, δίκες[9]. Στο εν λόγω σχήμα η εταιρεία δεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος ή εκπρόσωπος της αναθέτουσας τράπεζας. Πηγή της νομιμοποιή­σεώς της είναι η συγκεκριμένη, ειδική, νομοθετική ρύθμιση, που καθιστά την ΕΔΑΔΠ μη δικαιούχου ή μη υπόχρεο διάδικο και επομένως ασκεί, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, όλα τα δικαιώματα του τρίτου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της.

Επομένως, πρέπει να επιδοκιμαστεί η σχολιαζόμενη απόφαση, η οποία εκδικάζοντας αίτηση αναστολής εκτελέσεως επισπεύδουσας αναγκαστικής εκτελέσεως ακινήτου διακρίνει το πεδίο εφαρμογής των προαναφερομένων νομοθετημάτων ως προς το ζήτημα των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων, διατυπώνοντας την άποψη ότι δεν θα πρέπει να συγχέονται με τους νομίμους αντιπροσώπους των διαδίκων, οι οποίοι ενεργούν εν ονόματι και για λογαριασμό των τελευταίων[10]. Δηλαδή η εταιρεία, στην οποία η εταιρεία ειδικού σκοπού του άρθρου 10 ν. 3156/2003 αναθέτει με σύμβαση εντολής τη διαχείριση των αποκτώμενων απαιτήσεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ του νόμου μη δικαιούχος, κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενος διάδικος και επομένως δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό της εντολέως της εταιρείας, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να καθιδρύσει κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση. Επομένως, κάθε διαδικαστική ενέργεια που επιχειρεί για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού απόκτησης απαιτήσεων, όπως κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, είναι απαράδεκτη για έλλειψη νομιμοποίηση. Τέλος, επειδή από την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής θεωρίας και της νομολογίας γίνεται δεκτό ότι πηγή της κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης αποτελεί μόνον ο νόμος, όχι κάποιο δικαιοπρακτικό θεμέλιο, δεν μπορεί να γίνει αναλογική εφαρμογή της ρύθμισης του ν. 4354/2015 στην περίπτωση του ν. 3156/2003.

Ελευθερία Κώνστα

Εφέτης



[1] «Το πιστωτικό ίδρυμα θα μπορεί να ενισχύσει τη ρευστότητά του, εισπράττοντας άμεσα ένα τμήμα της αμοιβής του, το οποίο είναι αμφίβολο αν θα εισέπραττε με αναγκαστική εκτέλεση και σε κάθε περίπτωση θα το εισέπραττε πολύ αργότερα. Από την άλλη πλευρά, ο δανειολήπτης θα μπορεί να λάβει από τον εκδοχέα πολύ ευνοϊκότερες προτάσεις ρύθμισης, απ' ό, τι θα μπορούσε να εξασφαλίσει από το πιστωτικό ίδρυμα, διότι ο εκδοχέας θα έχει αγοράσει την απαίτηση σε τιμή μικρότερη της ονομαστικής αξίας της και συνεπώς μια πρόταση ρύθμισης που θα ήταν ζημιογόνα για το πιστωτικό ίδρυμα και δεν θα μπορούσε να προταθεί από αυτό, θα είναι κερδοφόρα για τον εκδοχέα» Αιτιολογική Έκθεση (Γενικό Μέρος) του Ν. 4354/2015 «Περί διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων»

[2] Γ. Διαμαντόπουλος, Ερανισμοί & Ανταποδόσεις Θέμιδος, τόμ. 4, 2021, σ. 187 επ.

[3] Το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων περιλαμβάνει (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871-872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης.

[4] Σ. Ψυχομάνης, Εμπορικό Δίκαιο, 2018, σ. 379-380, όπου γίνεται μνεία ότι «η τιτλοποίηση απαιτήσεων θεωρείται ως η βασική αιτία της χρηματοοικονομικής 1296 κρίσης, που ξέσπασε στις ΗΠΑ το 2008, και εξαπλώθηκε ταχέως σε όλο τον κόσμο, με την ευρεία κυκλοφορία των εχόντων εκδοθεί «τοξικών ομολόγων», εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου: “ υπήρξε απαραίτητη η θέσπιση στην Ελλάδα ενός σύγχρονου, πλήρους και συμβατού με την οικογένεια δικαίων στην οποία ανήκει το ελληνικό δίκαιο πλέγματος διατάξεων που θα διασφαλίζουν τη δημιουργία τόσο της χρηματιστηριακής όσο και της εξωχρηματιστηριακής αγοράς ομολόγων που εκδίδονταν στα πλαίσια ομολογιακών δανείων ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς επίσης και η θέσπιση διατάξεων που να επιτρέπουν την τιτλοποίηση επιχειρηματικών απαιτήσεων και απαιτήσεων από ακίνητα (securitisation). Με τον τρόπο αυτό η Ελληνική κεφαλαιαγορά θα αποκτήσει πληρότητα προς το όφελος των επιχειρήσεων και της εθνικής οικονομίας».

[5] Κουλουριανός Θ., Ο θεσμός της τιτλοποίησης απαιτήσεων υπό τη μορφή χρηματοδότησης των επιχειρήσεων σύμφωνα με τον ν. 3156/2003, ΧρΙΔ 2016, σ. 184.

[6] Βενιέρη Ι., σε Περάκη Ε., το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρείας, 10ος τόμος, Νομική βιβλιοθήκη 2005, σ. 503.

[7] Ψυχομάνη Σ., Τιτλοποίηση επιχειρηματικών απαιτήσεων- ένας νέος, νομικά και οικονομικά προβληματικός θεσμός, ΔΕΕ 3/2014, σ. 263.

[8] https://www.minfin.gr/sychnes-eroteseis-apanteseis-gia-ton-nomo-n.-4354/20151/-/asset_publisher/oORcqIsqT0zl/content/dieukriniseis-gia-ten-epharmoge-tou-n-4354-2015-kata-temetabibase-meso-titlopoieses-me-exyperetoumenon-daneion?inheritRedirect=false

[10] ΑΠ 909/2021 ΤΝΠ-ΔΣΑ και Αποστολάκης Γ., Ο δικαστικός έλεγχος της νομιμοποίησή ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ΕΠολΔ 2018, σ. 232 επ.