Top

Αναζήτηση


Ελληνική Δικαιοσύνη
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
5
Έτος
2023
 
Περισσότερα »

Παραπομπές


Ελληνική Δικαιοσύνη, 5 (2023)


ΜΠρΠατρ 1183/2022 [ασφ] - σχόλιο: Μ. Αυγουστιανάκης

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΜΠρΠατρ 1183/2022 [ασφ]

Πρόεδρος: Ευάγγελος Κωστακιώτης.
Δικηγόροι: Βασ. Μάρκου, Χαρ. Δρούζας.

Ασφαλιστικά μέτρα. Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης. Το άρθ. 731 ΚΠολΔ προβλέπει ως πρόσφορο ασφαλιστικό μέτρο, με το οποίο εκδηλώνεται η ρυθμιστική επέμβαση του δικαστηρίου, την επιβολή υποχρέωσης για ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης. Ρύθμιση επί ασφαλιστέας αξίωσης που έχει ως αντικείμενο επαναλαμβανόμενες παροχές με μεγάλη χρονική διάρκεια. Δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης με αντικείμενο την απαγόρευση διακοπής της παροχής των υπηρεσιών στις προμηθευτικές συμβάσεις.
Η παρέκταση αρμοδιότητας δεν αρκεί να προβλέπεται ως ρήτρα, σε γενικά προδιατυπωμένους όρους συναλλαγών, χωρίς να προκύπτει ότι αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης των συμβαλλόμενων· στην περίπτωση αυτή η ρήτρα παρέκτασης είναι καταχρηστική και δεν θεμελιώνει αρμοδιότητα αποκλειστική.
Μετά τον ν. 4425/2016 οι αγορές ηλεκτρικής ενέργειας έχουν καταστεί ιδιαίτερα αβέβαιες και ρευστές, υποκείμενες σε αυξομειώσεις τιμών, σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ενέργεια στην Ελλάδα εξαρτάται πλέον από τις τιμές του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας και επομένως, από αναμφισβήτητο ελάχιστο κοινωνικό αγαθό, η ηλεκτρική ενέργεια εξελίχθηκε σε χρηματιστηριακό προϊόν, απολύτως απρόβλεπτο και, δυνητικά, μη προσβάσιμο στους πολίτες, ιδιαίτερα, δε, στους πιο ευάλωτους.
Καταχρηστικός και, συνεπώς, άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος, χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Αδιαφανής η ρήτρα αναπροσαρμογής της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος. Ανεξάρτητα της αδιαφάνειας της ρήτρας, η εντελώς απρόβλεπτη και ιλιγγιώ­δης αύξηση των τιμολογίων, στην οποία οδήγησε η επιβολή της ως άνω ρήτρας, κατέστησε μη εφικτή την εξόφλησή τους από τους πολίτες· αποτέλεσμα αυτού ήταν το Κράτος να απολέσει προσωρινά, μέχρι την καταβολή επιδότησης προς τους πολίτες, στην οποία προέβη μεταγενέστερα, το πρώτιστο καθήκον του, να παρέχει ανεμπόδιστα το κοινωνικό αγαθό της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στους πιο ευάλωτους πολίτες, πλέον δε τούτου, μια τέτοια στέρηση αποτελεί μη σεβασμό της προσωπικότητας των πολιτών και εμπόδιο στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους.

Η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης δεν αποτελεί ασφαλιστικό μέτρο με προκαθορισμένο περιεχόμενο, αλλά το πλαίσιο για τη λήψη πρόσφορων μέτρων (πρβλ. 692 § 1 ΚΠολΔ), με τα οποία ορισμένη κατάσταση (682 ΚΠολΔ), που έχει διαμορφωθεί ή τείνει να διαμορφωθεί στις έννομες σχέσεις των διαδίκων, αντιμετωπίζεται προσωρινά, ωσότου κριθούν οριστικά οι έννομες σχέσεις τους, ως προς τις οποίες έχει ανακύψει έρις και εφόσον υπάρχει άμεση και πιεστική ανάγκη (επείγουσα περίπτωση) να ενεργοποιηθούν ως τότε ή ανάλογα να αδρανοποιηθούν εν όλω ή εν μέρει, για να αποφευχθεί η δημιουργία αμετάκλητων ή δυσβάστακτων συνεπειών ως προς το πιθανολογούμενο αποτέλεσμα της κύριας δίκης (βλ. Κράνη, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ ΙΙ [2000], υπό άρθρο 731, αριθ. 1, ο ίδιος, ό.π. Εισαγ. Παρατ. άρθ. 682-738 αριθ. 16, άρθ. 682 αριθ. 5). Στη βάση δηλαδή, της ρυθμιστέας κατάστασης πρέπει να υπάρχει ορισμένο δικαίωμα που προσβλήθηκε ή κινδυνεύει να προσβληθεί ή έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου, γι’ αυτό δεν αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης απλές πραγματικές καταστάσεις (βλ. Κράνη, ό.π., άρθ. 682 αριθ. 8). Υπό την έννοια αυτή η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης καλύπτεται από τα άρθρα 731-736 και έχει ευρύτερο περιεχόμενο από απλή εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος με μέτρα ρυθμιστικού χαρακτήρα (βλ. Κράνη, ό.π., άρθ. 682 αριθ. 3), αφού μπορεί να αφορά και κάθε άλλου είδους ρύθμιση, με την οποία εξυπηρετούνται οι ανεπίδεκτες αναβολής έννομες σχέσεις των διαδίκων και παράλληλα εμπεδώνεται η δικαιική ειρήνη. Στο πλαίσιο αυτό το άρθρο 731 προβλέπει ως πρόσφορο ασφαλιστικό μέτρο με το οποίο εκδηλώνεται η ρυθμιστική επέμβαση του δικαστηρίου, την επιβολή υποχρέωσης για ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης. Αντίθετα η καταδίκη σε δήλωση βούλησης (ενέργεια νομικής πράξης) δεν είναι επιτρεπτή με ασφαλιστικά μέτρα, αφού προϋποθέτει τελεσίδικη απόφαση στην κύρια διαγνωστική δίκη (ΚΠολΔ 949), ενώ οδηγεί και σε πλήρη ικανοποίηση του αντίστοιχου δικαιώματος (βλ. Κράνη, ό.π., άρθ. 731 αριθ. 3). Αιτών μπορεί να είναι οποιοσδήποτε ισχυρίζεται διατάραξη στις έννομες σχέσεις του με τον αντίδικό του. Σε αντιστοιχία με τη διατάραξη και τα όρια της ουσιαστικής αξίωσης του πρέπει να τελεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 731 πράξη. Στην ουσία η ρύθμιση του άρθρου 731 ΚΠολΔ αποτελεί προσωρινή επιδίκαση της αντίστοιχης αξίωσης προς ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή πράξης. Το είδος της διατάραξης στις έννομες σχέσεις των διαδίκων είναι αδιάφορο και μπορεί να προέρχεται από όλο το φάσμα των ουσιαστικών έννομων σχέσεών τους, σε οποιονδήποτε κλάδο του δικαίου και αν εντάσσονται, αρκεί να υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. Κράνη, ό.π., άρθ. 683 αριθ. 1). Αν η ασφαλιστέα αξίωση έχει ως αντικείμενο επαναλαμβανόμενες παροχές με μεγάλη χρονική διάρκεια, όταν δηλαδή η ασφαλιστέα αξίωση αφορά την απόλαυση αγαθών διαρκώς, στο πλαίσιο διαρκούς έννομης σχέσης, τότε τίθεται το ερώτημα, αν μπορεί να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία, με τη μορφή της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, η έννομη σχέση, από την οποία απορρέουν οι διαρκείς παροχές. Προκαταβολικά πρέπει να σημειωθεί, ότι στις διαρκείς συμβάσεις το είδος και το μέγεθος της οφειλόμενης παροχής εξαρτάται από τον παράγοντα χρόνο. Εν προκειμένω η εκπλήρωση της παροχής εκτείνεται σε μακρό (συνεχή ή διακοπτόμενο) χρόνο (βλ. Απ. Γεωργιά­δης, Ενοχικό δίκαιο, γενικό μέρος, 1999, § 4 ΙΙ 8 σ. 57 αριθ. περιθ. 34), γίνεται δηλαδή με συνεχή ενέργεια ή παράλειψη. Στην κατηγορία αυτή θα πρέπει να υπαχθούν και οι παροχές που η εκπλήρωσή τους γίνεται περιοδικώς, περιλαμβάνουν πολλές στιγμιαίες πράξεις, οι οποίες όμως παρουσιάζουν μια ενότητα και συνέχεια κατά την εκτέλεση (λειτουργία) τους και επιπλέον τα μέρη δεν ενδιαφέρονται μόνο για το αποτέλεσμα, αλλά και για την ομαλή εκπλήρωση κατά τις ενδιάμεσες φάσεις (Στέλιος Γ. Σταματόπουλος, «Αρχές (όρια και μέτρο) των ασφαλιστικών μέτρων στην πράξη», Δ 2003. 816 επ.). Σε αυτό λοιπόν το ερώτημα υποδεικνύεται κατ’ αρχήν η καταφατική απάντηση, τουλάχιστον σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι «προσωρινές» παροχές έχουν περιορισμένη έκταση, σε σύγκριση με εκείνες που θα κριθούν στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Η ίδια (καταφατική) απάντηση προτείνεται και για τις περιπτώσεις εκείνες που η προσωρινή επιδίκαση περιορίζεται σε μικρό χρονικό διάστημα σε σύγκριση με τη συνολική διάρκεια της έννομης σχέσης, στο πλαίσιο της οποίας ο δικαιούχος θα απολαύσει τα αγαθά που αναμένει με την ικανοποίηση της απαίτησής του. Ανακύπτει όμως το ερώτημα ποιο θα είναι εκείνο το σταθερό και αναμφισβήτητο κριτήριο που θα διακρίνει την «περιορισμένη έκταση» της προσωρινής παροχής από εκείνη που θα κριθεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης ή το «μικρό χρονικό διάστημα» σε σχέση με τη συνολική διάρκεια της έννομης σχέσης. Γι’ αυτήν την κατηγορία λοιπόν ειδικά, οι διατάξεις των άρθρων 728 § 1 και 734 § 2 προβλέπουν εξαιρέσεις από τον κανόνα της ΚΠολΔ 692 § 4. Έτσι τίθεται το ερώτημα: έξω από τον κύκλο των περιπτώσεων που ρυθμίζουν αυτές οι ανωτέρω διατάξεις, νοείται ασφαλιστικό μέτρο όταν αντικείμενο της ασφαλιστέας αξίωσης είναι διαρκείς παροχές; Χαρακτηριστικό παράδειγμα τούτης της κατηγορίας είναι οι διαφορές από παροχές κοινής ωφελείας (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΟΤΕ κ.λπ.) (προμηθευτικές συμβάσεις) ή οι σχετικές διαφορές που προκύπτουν από τη σύμβαση εργασίας και την άκυρη, κατά τους ισχυρισμούς του εργαζομένου, καταγγελία αυτής, ώστε να παρίσταται αναγκαία η προσωρινή επαναπρόσληψη αυτού [του εργαζομένου] βλ. Στ. Σταματόπουλο, ό.π., σ. 825). Υποστηρίζεται λοιπόν, για παράδειγμα, στις προμηθευτικές συμβάσεις, ότι αν αντικείμενο των ασφαλιστικών μέτρων είναι η προσωρινή απαγόρευση να πραγματοποιήσει η ΔΕΗ τη διακοπή της ηλεκτροδότησης στο πλαίσιο υπάρχουσας συμβατικής σχέσης, τότε δεν υφίσταται πρόβλημα από τη ρύθμιση του άρθρου 692 § 4 ΚΠολΔ. Αντίθετα, αν αντικείμενο των ασφαλιστικών μέτρων είναι η προσωρινή καταδίκη της ΔΕΗ να καταρτίσει με τον αιτούντα σύμβαση ηλεκτροδότησης, τότε το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να διατάξει τη ΔΕΗ να ηλεκτροδοτήσει το ακίνητο του αιτούντος, αφού με ένα τέτοιο ασφαλιστικό μέτρο θα ικανοποιείται το ασφαλιστέο δικαίωμα (Μπέης, ΠολΔ 692, § 5.1.2 σ. 138, βλ. Στ. Σταματόπουλο, ό.π., σ. 826). Έτσι, το επιτρεπτό της λήψης ασφαλιστικών μέτρων, στο πλαίσιο προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, προκειμένου για διαρκείς συμβάσεις από παροχές κοινής ωφέλειας (προμηθευτικές συμβάσεις) έχει κατ’ επανάληψη απασχολήσει τη θεωρία και τη νομολογία κυρίως με αφετηρία προβληματισμού το κατά πόσον η προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης σε ανάλογες περιπτώσεις προσκρούει στη ρύθμιση του άρθρου 692 § 4 ΚΠολΔ. Κατά μία άποψη, στην περίπτωση των προμηθευτικών συμβάσεων, εφόσον το αντικείμενο των ασφαλιστικών μέτρων είναι η προσωρινή απαγόρευση της κοινωφελούς παροχής (π.χ. ηλεκτροδότησης, υδροδότησης κ.ο.κ.), τότε ζητείται παραδεκτά η απαγόρευση διακοπής της στο πλαίσιο προσωρινών μέτρων ρύθμισης της κατάστασης (βλ. σχετ. Παρατηρήσεις Παν. Ι. Γιαννόπουλου, σε ΕΠολΔ 2012. 491 υπό την ΜΠρΑγρ 441/2012 ΕΠολΔ 2012/485, Μπέη, ΠολΔ, άρθ. 692, σ. 138, Κράνη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ ΙΙ [2000], άρθ. 731/732, αριθ. 5 in fine, Στ. Σταματόπουλος, ό.π. σ. 826, Απαλαγάκη (-Τριανταφυλλίδης), ΚΠολΔ, 2010, άρθ. 732 αριθ. 6, Βαθρακοκοίλης, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 2012, άρθ. 731-732, αριθ. 232, Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, άρθ. 731 αριθ. 21-22, ΜΠρΧαλκ 203/1991 Δ 1992. 223 με ενημερωτικό σημείωμα Στ. Σταματόπουλου και παρατηρήσεις Βασ. Κυπραίου και Κων. Μπέη σε Δ 1992. 225, ΜΠρΚοζ 56/2009 ΤΝΠ-Νόμος, ΜΠρΑθ 3745/2005 ΤΝΠ-Νόμος, ΜΠρΑθ 9275/2005 Δ 2006/395), με επίκληση προεχόντως του διαρκούς χαρακτήρα της σύμβασης (ΜΠρΧαλκ 203/1991 Δ 1992. 223), του επιχειρήματος ότι σε ανάλογες περιπτώσεις δεν εγείρεται ζήτημα εξασφάλισης ή διατήρησης του ασφαλιστέου δικαιώματος, αλλά προσωρινής διατήρησης των συνθηκών εκείνων που υπήρχαν στη διαμορφωμένη κατά το χρόνο που επιχειρήθηκε η μεταβολή ή άλλη αλλοίωση της εριζόμενης έννομης σχέσης και την αποτροπή δημιουργίας ανεπανόρθωτης βλάβης καθ’ όλο το χρονικό διάστημα, εωσότου κριθεί οριστικά το ασφαλιστέο δικαίωμα (ΜΠρΚοζ 56/2009 ΤΝΠ-Νόμος) και τέλος ότι στις περιπτώσεις που ο πάροχος των κοινωφελών υπηρεσιών έχει δεσπόζουσα ή καθολική θέση στην αγορά, η απειλή διακοπής της παροχής των υπηρεσιών του λόγω μη ικανοποίησης των οικονομικών απαιτήσεών του, υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης και συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (ΜΠρΑγριν 441/2012 ό.π., βλ. Παρατηρήσεις Παν. Γιαννόπουλου, σε ΕΠολΔ 2012. 491 επ.). Η αντίθετη άποψη αποκρούει τη δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης με αντικείμενο την απαγόρευση διακοπής της παροχής των υπηρεσιών στις προμηθευτικές συμβάσεις, με επίκληση του επιχειρήματος ότι στη θετική υποχρέωση του παρόχου για τη θετική παροχή των υπηρεσιών του αντιστοιχεί και μια αρνητική προς παράλειψη υποχρέωση προς μη διακοπή της παροχής (ΜΠρΛαμ 473/2013 ΤΝΠ-Νόμος, ΜΠρΖακ 622/2010 ΕφΑΔ 2011. 339, ΜΠρΘεσ 17800/2002 Αρμ 2002/1601, ΜΠρΧαλκ 695/1993 ΕλλΔνη 1994. 194, ΜΠρΧαλκ 474/1993 ΕλλΔνη 1994. 193). Κατά τη θέση αυτή, η τελευταία υποχρέωση, ως μη αυτοτελής και παρεπόμενη, δεν έχει αυτοτελή υπόσταση, αφού αποτελεί την άλλη πλευρά της υποχρέωσης για θετική παροχή, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται εν προκειμένω ασφαλιστέα απαίτηση και κατ’ επέκταση, ούτε και ασφαλιστικά μέτρα. Προτείνεται ακόμη (ΜΠρΖακ 622/2010 ΕφΑΔ 2011. 339) το επιχείρημα ότι αφενός δεν υπάρχει νομική δυνατότητα να εξαναγκαστεί ο πάροχος, με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων να μην «καταγγείλει» την προμηθευτική σύμβαση (υπό την έννοια της διακοπής της παροχής των υπηρεσιών), που έχει συνάψει με τον αιτούντα, διότι θα πρόκειται για προσωρινή καταδίκη σε μη δήλωση βούλησης, ενόψει του ότι η καταγγελία, ως μονομερής δικαιοπραξία, είναι δήλωση της βούλησης, και ότι περαιτέρω δεν υπάρχει στον νόμο διάταξη που να καθιερώνει αυτού του είδους την παροχή, και αφετέρου ότι η απειλή του οφειλέτη ότι στο μέλλον δεν θα εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ούτε προσβολή των αντίστοιχων αξιώσεων του δανειστή αποτελεί, ούτε το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας στοιχειοθετεί. Όπως ορθά αντιπαρατηρείται (Στ. Σταματόπουλος, ό.π., 826 υποσημ. 33), η ανωτέρω ερμηνευτική εκδοχή δεν παρουσιάζεται πειστική στο βαθμό που παραγνωρίζει ότι η υποχρέωση προς παράλειψη δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά την αντίστροφη όψη της υποχρέωσης για θετική παροχή, με περαιτέρω αποτέλεσμα να καταλήγει να εξαρτάται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων από την εκάστοτε θεώρηση της αυτής έννομης σχέσης. Αμφίβολο εξάλλου πρέπει να θεωρηθεί αφενός το κατά πόσον η διακοπή της παροχής των υπηρεσιών μπορεί να θεωρηθεί ως «καταγγελία» (ορθότερος θα έπρεπε να θεωρηθεί ο χαρακτηρισμός της ως «επίσχεσης» ή άσκησης ένστασης μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος δεδομένου ότι η διακοπή της εκτέλεσης ορισμένης σύμβασης δεν ταυτίζεται εννοιολογικά με την καταγγελία αυτής), ενώ και το επιχείρημα ότι η απαγόρευση παράβασης ορισμένης εξομοιώνεται λειτουργικά με «καταδίκη σε μη δήλωση βούλησης» ελέγχεται ως προς το νομικό του έρεισμα, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση αφενός μεν η καθεαυτή παροχή των υπηρεσιών αποτελεί υλική πράξη, αντίστοιχα δε η διακοπή της παροχής, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος ή η σύμβαση, αποτελεί συμβατική παράβαση, που ενεργοποιεί αντίστοιχα την αξίωση προς εκπλήρωση κατά το άρθρο 287 ΑΚ. Αμφίβολης ορθότητας, τέλος, θα πρέπει να θεωρηθεί και ο προτεινόμενος περιορισμός της εμβέλειας των ασφαλιστικών μέτρων κατά τρόπο που να αποκλείεται των ορίων της προσωρινής δικαστικής προστασίας η επαπειλούμενη συμβατική παράβαση, αφενός μεν επειδή η περίπτωση μπορεί να ενταχθεί αβίαστα στο εννοιολογικά εύρος της επείγουσας περίστασης και αφετέρου επειδή η κατά το άρθρο 287 ΑΚ αξίωση προς εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης-προς εκτέλεση υλικής πράξης, όταν αποδεδειγμένα επίκειται παράβαση των υποχρεώσεων του οφειλέτη, είναι αγώγιμη είτε υπό τη μορφή της αναγνωριστικής αγωγής, είτε της αγωγικής για καταδίκη σε πράξη (945, 946 ΚΠολΔ) ή παράλειψη ή ανοχή (947 ΚΠολΔ) και κατ’ αποτέλεσμα δεκτική προστασίας στο πεδίο των ασφαλιστικών μέτρων (βλ. Παρατηρήσεις Παν. Γιαννόπουλου, σε ΕΠολΔ 2012. 491 επ.). Εξάλλου, γίνεται δεκτή απόκλιση από τον ανωτέρω δεσμευτικό κανόνα σε ακραίες περιπτώσεις, όταν η άρνηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων δημιουργεί για τον αιτούντα αφόρητες συνέπειες, που δεν επιδέχονται υποκατάστατες λύσεις και οι οποίες, συγκρινόμενες με τις συνέπειες, που προκαλούνται στον αντίδικό του από τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων, είναι αντικειμενικώς πολύ βαρύτερες ενόψει και του πιθανολογούμενου αποτελέσματος της κύριας δίκης (Δ. Κράνης σε Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 692, αριθ. 4, σ. 1356, με παραπομπές στη θεωρία, ΜΠρΑθ 13130/1997 ΕΔΠολ 1997. 209). Έτσι, γίνεται δεκτό στη νομολογία ότι ο κανόνας αυτός υποχωρεί, όταν πιθανολογείται κίνδυνος σημαντικής προσβολής της αξίας του ανθρώπου, η οποία διασφαλίζεται συνταγματικά, όπως συμβαίνει, όταν απειλείται η ζωή ανθρώπου ή βλάβη της υγείας του (ΜΠρΑθ 1273/2016, ΜΠρΑθ 5486/2015, ΜΠρΑθ 5083/2015 ΤΝΠ-Νόμος, ΜΠρΑθ 550/2012 ΝοΒ 2012. 319, ΜΠρΑθ 6822/2008 ΕφΑΔ 2008. 1049), καθώς και όταν απειλείται η επιβίωση της οικογένειάς του (βλ. ΜΠρΑθ 10000/2015, ΜΠρΑθ 9998/2015, ΜΠρΑθ 3399/2015 ΤΝΠ-Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτούντες εκθέτουν, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ότι δυνάμει των αναφερόμενων συμβάσεων παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, η καθ’ ης τους παρέχει ηλεκτρικό ρεύμα. Ότι αν και ήταν πάντοτε συνεπείς στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, τις οποίες και συνεχίζουν να εκπληρώνουν αδυνατούν να καταβάλλουν το ποσό της ρήτρας αναπροσαρμογής, που τους επιβλήθηκε και ανέρχεται στα αναφερόμενα ποσά για κάθε αιτούντα, η οποία είναι παράνομη και καταχρηστική κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα. Ζητούν, δε, επικαλούμενοι επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο, από τυχόν διακοπή της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, να απαγορευθεί προσωρινά και μέχρι την έκδοση απόφασης επί της τακτικής αγωγής, η διακοπή της ηλεκτροδότησης από την καθ’ ης, για όσο διάστημα δεν αποπληρώνεται η ρήτρα αναπροσαρμογής για τους αναφερόμενους αριθμούς παροχών, να απειληθεί σε βάρος της καθ’ ης χρηματική ποινή ποσού 20.000 ευρώ για κάθε παράβαση της απόφασης και να καταδικασθεί η καθ’ ης στη δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, για να συζητηθεί κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 33, 683 §§ 1 και 4 και 686 επ. ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι αιτούντες είναι κάτοικοι Αχαΐας και οι συμβάσεις συνήφθησαν στον τόπο διαμονής τους, όπου εκπληρώνουν και την παροχή τους, περαιτέρω, δε, δεν αρκεί η παρέκταση αρμοδιότητας να προβλέπεται ως ρήτρα, σε γενικά προδιατυπωμένους όρους συναλλαγών, χωρίς να προκύπτει ότι αποτέλεσε αποτέλεσμα αντικείμενο διαπραγμάτευσης των συμβαλλόμενων. Στην περίπτωση αυτή η ρήτρα παρέκτασης είναι καταχρηστική και δεν θεμελιώνει αρμοδιότητα αποκλειστική (ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001. 1128). Περαιτέρω, παραδεκτά σωρεύονται υποκειμενικά οι αιτήσεις, δεδομένου ότι αντικείμενο της διαφοράς είναι ομοειδείς απαιτήσεις και υποχρεώσεις, που στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ιστορική και νομική βάση και επιπλέον το δικαστήριο είναι αρμόδιο για καθέναν από τους ενάγοντες. Είναι ορισμένη και νόμιμη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της καθ’ ης, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις καθώς και σ’ αυτές τις διατάξεις των άρθρων 176 και 947 ΚΠολΔ. Συνεπώς πρέπει η κρινόμενη αiτηση να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 87 § 2 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι «οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμιά περiπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος», προκύπτει ότι κάθε δικαστήριο υποχρεούται αλλά και δικαιούται να εξετάζει αν μια διάταξη είναι συνταγματική. Περαιτέρω, σύμφωνα με το όρθρο 2 του Συντάγματος, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτεiας, ενώ κατά το άρθρο 5 του Συντάγματος, καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και τέλος κατά το άρθρο 25 του Συντάγματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική τους άσκηση. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, προκύπτει ότι πρώτιστη υποχρέωση της Πολιτείας, ως κοινωνικού κράτους δικαίου, αποτελεί, μεταξύ άλλων, η παροχή στους πολίτες της των απολύτως αναγκαίων κοινωνικών αγαθών, ώστε να διασφαλίζεται ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, καθώς και η δυνατότητα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Τέτοια αγαθό είναι η παροχή νερού, ηλεκτρικής ενέργειας, παιδείας και υγείας. Εξάλλου, μετά το Νοέμβριο του 2020 ισχύει πλέον νέο κανονιστικό πλαίσιο για τη λειτουργία της Ηλεκτρικής Ενέργειας. Ειδικότερα, με σκοπό τη μετάβαση του Ελληνικού Συστήματος αγοράς Η/Ε σε μια ενοποιημένη ΕΕ εκδόθηκε ο ν. 4425/2016, με τις διατάξεις του οποίου, όπως τροποποιήθηκαν με το ν. 4512/2018, θεσπίστηκαν τέσσερις επιμέρους χονδρεμπορικές αγορές Η/Ε και ειδικότερα: 1) η ενεργειακή χρηματοπιστωτική αγορά, 2) η αγορά επόμενης ημέρας, 3) η ενδοημερήσια αγορά και 4) η αγορά εξισορρόπησης. Στην Ελληνική Αγορά Εξισορρόπησης υιοθετείται το μοντέλο της κεντρικής κατανομής των μονάδων από τον Διαχειριστή του Συστήματος Μεταφοράς ΑΔΜΗΕ) μέσω της εκτέλεσης Διαδικασιών Ενοποιημένων Παραγραμματισμού. Συνεπεία των ως άνω εξελίξεων, οι αγορές Η/Ε έχουν καταστεί ιδιαίτερα αβέβαιες και ρευστές, υποκείμενες σε αυξομειώσεις τιμών, σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ενέργεια στην Ελλάδα, ειδικότερα, πλέον, εξαρτάται από τις τιμές του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Επομένως, από αναμφισβήτητο ελάχιστο κοινωνικό αγαθό, η ηλεκτρική ενέργεια εξελίχθηκε σε χρηματιστηριακό προϊόν, απολύτως απρόβλεπτο και, δυνητικά, μη προσβάσιμο στους πολίτες, ιδιαίτερα, δε, στους πιο ευάλωτους.

ΙΙ. Κατά την § 1 του άρθ. 2 του ν. 2251/1994 περί «προστασίας των καταναλωτών» όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων (γενικοί όροι συναλλαγών: ΓΟΣ) δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, αν κατά την κατάρτιση της συμβάσεως τους αγνοούσε ανυπαιτίως και ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. 2. Οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών που καταρτίζονται στην Ελλάδα, διατυπώνονται στην ελληνική γλώσσα. Εξαιρούνται οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών. 3. Έντυποι γενικοί όροι συναλλαγών εκτυπώνονται ευανάγνωστα σε εμφανές μέρος ταυ εγγράφου της σύμβασης. 4. Όροι που συμφωνήθηκαν ύστερα από διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλομένων (ειδικοί όροι) είναι επικρατέστεροι από τους αντίστοιχους γενικούς όρους. 5. Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας του καταναλωτικού κοινού. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτο για λογαριασμό του προμηθευτή, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή. 6. Γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Ο ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές» στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της οποίας ορίζεται ότι: «ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση της καλής πίστεως, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση», ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας οδηγίας, «τα Κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Με τους Γενικούς Όρους των Συναλλαγών (ΓΟΣ) είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου. Η ρύθμιση της § 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ για την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου, ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ βασικά προσανατολίζεται προς τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και, συνεπώς, άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος, χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται, όταν με το περιεχόμενο του ΓΟΣ αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης, ελέγχεται για καταχρηστικότητα ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της. Έτσι, η διάταξη του άρθρου 2 § 6 του ν. 2251/1994, στη νέα διατύπωσή της με το ν. 2741/1999, πρέπει να ερμηνεύεται, μέσω τελολογικής συστολής του γράμματός της, προς την κατεύθυνση της «ουσιώδους διαταράξεως» της συμβατικής ισορροπίας. Αυτή ταυτίζεται με κάθε απόκλιση από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου ή από τις ρυθμίσεις εκείνες, που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της σύμβασης με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του συνήθως απρόσεκτου μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτή του συγκεκριμένου είδους αγαθών ή υπηρεσιών. Η παράλειψη ενημέρωσης του καταναλωτή ΓΟΣ καθιστά αυτόν αδιαφανή και εντεύθεν καταχρηστικό, ως επίσης και η πρόσδοση σε τέτοιο όρο ορισμένου περιεχομένου, εξαγομένου από τη σιωπηρή συμπεριφορά του καταναλωτή (ΟλΑΠ 15/2007, ΑΠ 2123/2009, ΑΠ 1219/2001 και ΑΠ 1030/2001 ΤΝΠ-Νόμος). Εξάλλου, το γεγονός ότι ένας όρος είναι σύμφωνος με μια απόφαση της ΡΑΕ, που είναι αρμόδια για τη λειτουργία της ενεργειακής αγοράς, δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση, ότι καθιστά εξ ορισμού τον όρο μη καταχρηστικό. Ο έλεγχος της καταχρηστικότητας ενός όρου ανήκει αποκλειστικά στα Δικαστήρια, τα οποία ελέγχουν την ουσιαστική καταχρηστικότητα του όρου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 49 του ν. 4001/2011: «Οι πολίτες έχουν δωρεάν και εύκολη, χωρίς διακρίσεις, πρόσβαση στην πληροφορία που θα τους επιτρέπει να επιλέγουν τον κατάλληλο για αυτούς Προμηθευτή και ιδίως τις εκάστοτε ισχύουσες χρεώσεις και τους όρους των συμβάσεων Προμήθειας εκάστου Προμηθευτή. Τέλος, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 138 του ν. 4001/2011, εκδόθηκε η ΥΑ 29/2013 (ΦΕΚ Β 832/9.4.2013) «Κώδικας Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας σε πελάτες», που στο άρθρο 7 § 1 αναφέρει: «Κάθε Προμηθευτής οφείλει να τηρεί την αρχή της διαφάνειας, όπως αυτή εξειδικεύεται στο Κεφάλαιο 2 του παρόντος Τμήματος», ενώ στο άρθρο 9 προβλέπεται ότι: ...Τα κείμενα των εντύπων διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή, εύληπτο και ευανάγνωστο. Δεν επιτρέπεται η ανακοίνωση των όρων σε μικρά παράθυρα, που δε μπορούν εύκολα να εντοπιστούν ή να αναγνωσθούν» και κατά τα άρθρα 16, 17 και 18 του παραρτήματος ΙΙΙ του ως άνω κώδικα προβλέπουν ότι η προσφορά προμήθειας και η σύμβαση προμήθειας περιέχουν κατ’ ελάχιστον την πλήρη και αναλυτική περιγραφή των τιμολογίων προμήθειας, τη διαδικασία τιμολόγησης, τη μεθοδολογία υπολογισμού των χρεώσεων και την εκτίμηση του ετήσιου κόστους βάσει της προσφοράς προμήθειας. Ειδικότερα, οποιοσδήποτε μηχανισμός αναπροσαρμογής των τιμολογίων πρέπει να είναι: 1) διαφανής και γνωστός στον πελάτη εκ των προτέρων, 2) να κατατείνει στην αποφυγή υπερβολικής μεταβλητότητας ως προς το ύψος της κατανάλωσης, 3) να προσφέρει κατά το δυνατόν επαρκείς επιλογές ως προς τη δυνατότητα διαχείρισης του κινδύνου διαχρονικής διακύμανσης των τιμών.

Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Όλοι οι αιτούντες έχουν συνάψει συμβάσεις παροχής ηλεκτρικής ενέργειας με την καθ’ ης. Η πρώτη αιτούσα, Ε.Σ., κάτοικος Πατρών, διαθέτει τη με αριθ. ... παροχή, που ηλεκτροδοτεί την επί της οδού ... αρ. ... κατοικία της. Είναι πελάτης Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου με όριο 1.900 kWh. Πάντοτε ήταν συνεπής στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων της, πλην όμως πλέον φέρεται να αδυνατεί να εκπληρώσει το ποσό της ρήτρας αναπροσαρμογής, που πιθανολογείται ότι ανέρχεται σε 531,96 ευρώ. Ο δεύτερος αιτών, Ν.Σωτ., κάτοικος Πατρών, διαθέτει τη με αρ. ... παροχή, που ηλεκτροδοτεί την επί της οδού ... αρ. ... κατοικία του. Ήταν πελάτης, μέχρι την 6.5.2022 πελάτης Οικιακού Τιμολογίου και έκτοτε κατέστη πελάτης του τιμολογίου ..., ήτοι σταθερού οικιακού τιμολογίου, 12μηνης διάρκειας χωρίς κλίμακες και ρήτρα αναπροσαρμογής. Η οφειλή του από τη ρήτρα αναπροσαρμογής, καθότι πρόκειται για δικαιούχο επιδότησης από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, πιθανολογείται ότι ανέρχεται σε 983,14 ευρώ, πλην όμως ο ίδιος ο αιτών αναφέρει ότι ανέρχεται σε μικρότερο ποσό και συγκεκριμένα σε 844,56 ευρώ. Ο τρίτος των αιτούντων, Στ.Κ., κάτοικος Πατρών, διέθετε τη με αρ. ... παροχή, που ηλεκτροδοτούσε την επί της οδού ... αρ. ... κατοικία του, μέχρι την 2.6.2022, οπότε και αιτήθηκε τη λύση της σύμβασης προμήθειας με αρ. .../11.1.2020, δηλώνοντας ότι αναγνωρίζει ανεπιφύλακτα την οφειλή που θα προέκυπτε μετά την έκδοση του από 6.6.2022 τελικού λογαριασμού. Επίσης δέχθηκε τη μεταφορά του υπολοίπου από την ως άνω παροχή, στην οποία ήταν συμβεβλημένος. Η οφειλή του από τη ρήτρα αναπροσαρμογής, καθότι πρόκειται για δικαιούχο επιδότησης από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, πιθανολογείται ότι ανέρχεται σε 315,38 ευρώ. Η τέταρτη αιτούσα, Ειρ.Μ., κάτοικος Πατρών, διαθέτει τη με αρ. ... παροχή, που ηλεκτροδοτεί την επί της οδού ... αρ. ... κατοικία της. Είναι πελάτης Οικιακού Τιμολογίου. Πάντοτε ήταν συνεπής στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων της, πλην όμως πλέον φέρεται να αδυνατεί να εκπληρώσει το ποσό της ρήτρας αναπροσαρμογής, που πιθανολογείται ότι ανέρχεται σε 1.338,27 ευρώ. Ο πέμπτος αιτών, Αν.Ρ., διαθέτει τη με αρ. ... παροχή, που ηλεκτροδοτεί την επί της οδού ... αρ. ... κατοικία του. Είναι πελάτης Οικιακού Τιμολογίου. Πάντοτε ήταν συνεπής στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων του, πλην όμως πλέον φέρεται να αδυνατεί να εκπληρώσει το ποσό της ρήτρας αναπροσαρμογής, που πιθανολογεiται ότι ανέρχεται σε 527,39 ευρώ, πλην όμως ο αιτών αναφέρει ότι ανέρχεται σε μικρότερο ποσό και συγκεκριμένα σε 245,89 ευρώ. Ο έκτος αιτών, Δημ.Ν., κάτοικος Πατρών, διαθέτει τη με αρ. ... παροχή, που ηλεκτροδοτεί την επί της οδού ... κατοικία του. Είναι πελάτης Οικιακού Τιμολογίου. Πάντοτε ήταν συνεπής στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, πλην όμως πλέον φέρεται να αδυνατεί να εκπληρώσει το ποσό της ρήτρας αναπροσαρμογής, που πιθανολογείται ότι ανέρχεται σε 256,55 ευρώ. Η έβδομη αιτούσα, Π.Λ., κάτοικος Πατρών, διαθέτει τη με αρ. ... παροχή, που ηλεκτροδοτεί την επί της οδού ... αρ. ... κατοικία της. Είναι πελάτης Οικιακού Τιμολογίου. Πάντοτε ήταν συνεπής στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων της, πλην όμως πλέον φέρεται να αδυνατεί να εκπληρώσει το ποσό της ρήτρας αναπροσαρμογής, που πιθανολογείται ότι ανέρχεται σε 437,63 ευρώ. Ο όγδοος αιτών, Ι.Π., κάτοικος ... Αχαΐας, νόμιμος χρήστης υδροληψίας που ηλεκτροδοτείται από τη με αρ. ... παροχή, και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την άρδευση παραγωγικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων στη θέση ... των ... Αχαίας. Το ποσό που οφείλει από τη ρήτρα αναπροσαρμογής πιθανολογείται ότι ανέρχεται σε 7.545,71 ευρώ. Τέλος, ο ένατος αιτών, Αρ.Μ., κάτοικος ... Αχαΐας, νόμιμος χρήστης υδροληψίας που ηλεκτροδοτείται από τη με αρ. ... παροχή, και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την άρδευση παραγωγικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων στη θέση ... των ... ­Αχαΐας. Το ποσό που οφείλει από τη ρήτρα αναπροσαρμογής πιθανολογείται ότι ανέρχεται σε 8.394,53 ευρώ. Πιθανολογείται, δηλαδή, ότι οι αιτούντες, είτε πρόκειται για τους πρώτους επτά εξ αυτών, που ηλεκτροδοτούν τις κατοικίες τους, είτε για τους δυο τελευταίους, που ηλεκτροδοτούν τα μέσα παραγωγής της αγροτικής τους επαγγελματικής απασχόλησης, ήταν απόλυτα συνεπείς στις υποχρεώσεις τους απέναντι στην καθ’ ης και εξακολουθούν να καταβάλλουν το ποσό που αντιστοιχεί στην κατανάλωση της ηλεκτρικής ενέργειας, παρόλο που και αυτή είναι πλέον ιδιαίτερα αυξημένη, πλην όμως αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στην καταβολή της ρήτρας αναπροσαρμογής. Πιθανολογείται ότι η ως άνω ρήτρα είναι αδιαφανής, αφού οι αιτούντες, όπως και κάθε μέσος πολίτης, είναι αδύνατον να κατανοήσουν τον μαθηματικό τύπο, με τον οποίο υπολογίζεται, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κάποιος να ερευνήσει το ακριβές ή μη του υπολογισμού του, αλλά πολύ περισσότερο να είναι σχεδόν αδύνατον να μπορέσει να προϋπολογίσει την αξία της. Ειδικότερα, ως προς το τελευταίο, πιθανολογείται ότι ουδέποτε οι αιτούντες ενημερώθηκαν εκ των προτέρων όχι μόνο για την επιβολή της ως άνω ρήτρας, αλλά πολύ περισσότερο για τον τρόπο υπολογισμού αυτής, παρόλο, που όπως προαναφέρθηκε, ακόμη και αν έστω εκ των υστέρων τίθετο ο τύπος υπολογισμού υπόψη των καταναλωτών-αιτούντων, και πάλι δεν θα την καθιστούσε διαφανή, ενόψει της πολυπλοκότητάς της. Το γεγονός, δε, ότι προβλέπεται στις συμβάσεις η δυνατότητα της μονομερούς τροποποίησης των όρων της σύμβασης, δεν καθιστά τη ρήτρα αυτή διαφανή, αφού ποτέ οι αιτούντες όπως και όλοι οι πελάτες της καθ’ ης δεν ενημερώθηκαν προσωπικά ποιες είναι οι συνθήκες που επιβάλλουν να ανέλθει η ως άνω αναπροσαρμογή στο ύψος στο οποίο ανήλθε. Ανεξάρτητα, όμως, της αδιαφάνειας του ως άνω όρου, η εντελώς απρόβλεπτη και ιλιγγιώδη αύξηση των τιμολογίων, στην οποία οδήγησε η επιβολή της ως άνω ρήτρας, κατέστησε μη εφικτή την καταβολή τους σε πάρα πολλούς πολίτες, μεταξύ των οποίων και στους αιτούντες. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν το Κράτος να απολέσει προσωρινά, μέχρι την καταβολή επιδότησης προς τους πολίτες, στην οποία προέβη μεταγενέστερα προκειμένου να μειώσει την υπέρογκη χρέωση των πολιτών, το πρώτιστο καθήκον του, να παρέχει ανεμπόδιστα το κοινωνικό αγαθό της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στους πιο ευάλωτους πολίτες, πλέον δε τούτου μια τέτοια στέρηση, αποτελεί μη σεβασμό της προσωπικότητας των πολιτών και εμπόδιο στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Κατόπιν τούτων, το παρόν Δικαστήριο, αυτεπάγγελτα, πιθανολογεί αφενός ότι η ως άνω ρήρα είναι πρώτιστα αντισυνταγματική για τους λόγους που προαναφέρθηκαν δευτερευόντως, δε, και αδιαφανής. Αποτέλεσμα βεβαίως της μεταγενέστερης επέμβασης του Κράτους, με τη μορφή επιδοτήσεων, και της κατάργησης της ως άνω ρήτρας, είναι να έχουν πλέον μειωθεί οι λογαριασμοί ρεύματος, αλλά οι αιτούντες να κινδυνεύουν να διακοπεί η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, λόγω των συσσωρευμένων, εξαιτίας της ως άνω ρήτρας, προγενέστερων οφειλών. Επομένως, συντρέχει επείγουσα ανάγκη και επικείμενος κίνδυνος, να προστατευθούν οι αιτούντες, προκειμένου να μη στερηθούν το κοινωνικό αγαθό της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση. Να διαταχθεί η απαγόρευση προσωρινά, και μέχρι τη έκδοση απόφασης επί της τακτικής αγωγής, της διακοπής της ηλεκτροδότησης των αναφερόμενων στο διατακτικό παροχών, εφόσον η διακοπή οφείλεται στις αναλυτικά αναφερόμενες στο διατακτικό οφειλές που προέρχονται από την ρήτρα αναπροσαρμογής. Να απειληθεί κατά της καθ’ ης χρηματική ποινή ποσού 1.000 ευρώ για κάθε παραβίαση της απόφασης. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν λόγω της δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (179 ΚΠολΔ).

Παρατηρήσεις

Ρήτρες αναπροσαρμογής της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος

1. Η σχολιαζόμενη απόφαση είναι απόφαση ασφαλιστικών μέτρων με αντικείμενο την προστασία καταναλωτών έναντι ρήτρας αναπροσαρμογής της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος. Στην απόφαση εξετάζονται πολύ ενδιαφέροντα θέματα δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου. Σχετικά με τα θέματα δικονομικού δικαίου παρουσιάζει ενδιαφέρον η εξέταση ζητημάτων ως προς την επιλογή του πρόσφορου ασφαλιστικού μέτρου, αλλά και ως προς το κύρος ρήτρας παρέκτασης αρμοδιότητας. Σχετικά με τα θέματα ουσιαστικού δικαίου ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση ζητημάτων συνταγματικού δικαίου, ιδίως ως προς τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και τις υποχρεώσεις της Πολιτείας ως κοινωνικού κράτους δικαίου, καθώς και ζητημάτων ιδιωτικού δικαίου, κυρίως προστασίας του καταναλωτή έναντι γενικών όρων συναλλαγών (ΓΟΣ).

Αντικείμενο εγγύτερης εξέτασης θα αποτελέσουν στη συνέχεια τα ζητήματα ιδιωτικού δικαίου (προστασίας του καταναλωτή έναντι ΓΟΣ). Παράλληλα λαμβάνονται υπόψη και οι πρόσφατες αποφάσεις ΠΠρΑθ 67-68/2023 [εκουσ], οι οποίες αφορούν επίσης το κύρος ρητρών αναπροσαρμογής της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος και εκδόθηκαν μεταγενεστέρως στο πλαίσιο εκδίκασης συλλογικών αγωγών[1].

2. Κατά τη σχολιαζόμενη απόφαση η ρύθμιση της § 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ για την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου, ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ βασικά προσανατολίζεται προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ[2].

Ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της ΑΚ 281 για τον έλεγχο της συμβατικής ελευθερίας υπάρχει όμως αμφισβήτηση: Στη θεωρία γίνεται δεκτή η εφαρμογή της ΑΚ 281 και για τον έλεγχο της άσκησης των φυσικών ελευθεριών (π.χ. της συμβατικής ελευθερίας)[3], ενώ στη νομολογία, κατά το παρελθόν, επικρατέστερη ήταν η άποψη για την εφαρμογή της ΑΚ 281 μόνο στα δικαιώματα υπό στενή έννοια και όχι και στις φυσικές ελευθερίες ή ευχέρειες[4]. Κατά την πρόσφατη περίοδο φαίνεται να επικρατεί η άποψη ότι είναι δυνατή η εφαρμογή της ΑΚ 281 και σε περίπτωση καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (όπως της συμβατικής ελευθερίας)[5].

Θα πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι η συσχέτιση της ειδικής ρύθμισης για τους ΓΟΣ (άρθρο 2 § 6 του ν. 2251/1994) με την ΑΚ 281 έχει πλέον περιορισμένη πρακτική σημασία, εφόσον υπάρχει η ειδική ρύθμιση. Η συσχέτιση αυτή θεωρείται χρήσιμη στη νομολογία του ΑΠ προκειμένου να αξιοποιηθεί και η διαχρονικού δικαίου αρχή του άρθρου 19 ΕισΝΑΚ και να εφαρμοσθεί η ισχύουσα ειδική ρύθμιση (άρθρο 2 § 6) και σε προγενέστερες σχέσεις[6].

3. Η σχολιαζόμενη απόφαση ορθώς αναφέρεται στην απόκλιση από τους κανόνες (διατάξεις) ενδοτικού δικαίου ως κριτήριο καταχρηστικότητας των ΓΟΣ[7], επισημαίνει όμως στη συνέχεια ότι με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα[8]. Στην απόφαση φαίνεται λοιπόν να υιοθετείται η άποψη ότι στο εσωτερικό των κανόνων ενδοτικού δικαίου υπάρχει μία διάκριση μεταξύ κανόνων που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα και άλλων που δεν έχουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα[9].

Σχετικά με τους κανόνες ενδοτικού δικαίου ορθά επισημαίνεται στη θεωρία μία διπλή λειτουργία τους: αφενός καλύπτουν αναπόφευκτα κενά της συμβατικής ρύθμισης, αφετέρου προσφέρουν πρότυπα δίκαιης συναλλακτικής συμπεριφοράς (καθοδηγητική λειτουργία)[10]. Αυτή όμως η διάκριση αναδεικνύει τη διπλή λειτουργία των κανόνων ενδοτικού δικαίου και δεν εισάγει μία εσωτερική διάκριση των συγκεκριμένων κανόνων σε διαφορετικές κατηγορίες[11]. Άλλωστε, ακόμη και στις διατάξεις που θεωρούνται απλώς «τεχνικής υφής», η νομοθετική ρύθμιση εμπεριέχει το στοιχείο (και την απαίτηση) της δίκαιης στάθμισης. Κατόπιν αυτών, η άποψη υπέρ της διάκρισης μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών κανόνων ενδοτικού δικαίου με κριτήριο την ύπαρξη «καθοδηγητικής» λειτουργίας των κανόνων φαίνεται να προσδίδει στη διάκριση σημαντικές πρακτικές συνέπειες, χωρίς όμως να υπάρχει ένα σαφές κριτήριο διάκρισης.

4. Κατά τη σχολιαζόμενη απόφαση η διάταξη του άρθρου 2 § 6 ν. 2251/1994, «στη νέα διατύπωσή της με το ν. 2741/1999»[12], πρέπει να ερμηνεύεται, μέσω τελολογικής συστολής του γράμματός της, προς την κατεύθυνση της «ουσιώδους διαταράξεως» της συμβατικής ισορροπίας (η οποία ταυτίζεται στη συνέχεια με κάθε απόκλιση από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου – βλ. και παραπ. αριθ. 3)[13].

Η διατύπωση της σχετικής διάταξης του ν. 2251/1994 (άρθρο 2 § 6) παρουσιάζει πολλές διακυμάνσεις ως προς τον απαιτούμενο βαθμό διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας (υπέρμετρη διατάραξη – [απλή] διατάραξη - σημαντική διατάραξη)[14]. Ήδη όμως υπό την αρχική διατύπωση του ν. 2251/1994 («υπέρμετρη διατάραξη») είχε επισημανθεί η αναντιστοιχία προς τη διατύπωση της Οδ. 93/13 («σημαντική ανισορροπία») και είχε διατυπωθεί η ερμηνευτική άποψη υπέρ της έννοιας της «σημαντικής διατάραξης»[15]. Επομένως, ήδη υπό την αρχική διατύπωση του ν. 2251/1994 είχε διατυπωθεί η άποψη για την ερμηνεία του βαθμού διατάραξης σύμφωνα με τη διατύπωση που καθιερώθηκε μεταγενεστέρως με τον ν. 3587/2007 (άρθ. 2).

5. Κατά τη σχολιαζόμενη απόφαση η παράλειψη ενημέρωσης του καταναλωτή σχετικά με το περιεχόμενο ΓΟΣ καθιστά αυτόν αδιαφανή και εντεύθεν καταχρηστικό[16]. Παρακάτω, κατά την απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη και τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης, «πιθανολογείται» ότι η ρήτρα αναπροσαρμογής είναι αδιαφανής, αφού οι αιτούντες, όπως και κάθε μέσος πολίτης, είναι αδύνατον να κατανοήσουν τον μαθηματικό τύπο, με τον οποίο υπολογίζεται, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κάποιος να ερευνήσει το ακριβές ή μη του υπολογισμού του, αλλά πολύ περισσότερο να είναι σχεδόν αδύνατον να μπορέσει να προϋπολογίσει την αξία της. Αναφέρεται μάλιστα ειδικότερα η απόφαση και στην έλλειψη ενημέρωσης των καταναλωτών-αιτούντων ως προς τον τρόπο υπολογισμού της αναπροσαρμογής, αλλά και ως προς τις συνθήκες προσδιορισμού του ύψους της αναπροσαρμογής.

Σχετικά με τη διαφάνεια των ρητρών αναπροσαρμογής διατυπώνονται πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις και κρίσεις και στις συναφείς αποφάσεις ΠΠρΑθ 67-68/2023. Επί του ζητήματος της διαφάνειας των ΓΟΣ και τις συνέπειες της αδιαφάνειας πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα:

(α) Όπως γίνεται δεκτό, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας (η οποία μάλιστα αποτυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδ. 93/13) οι ΓΟΣ πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής[17]. Η αρχή της διαφάνειας συνδέεται βεβαίως και με την υποχρέωση ενημέρωσης του καταναλωτή, όπως ορθά επισημαίνεται στη σχολιαζόμενη απόφαση (καθώς και στις συναφείς αποφάσεις ΠΠρΑθ 67-68/2023).

(β) Η αρχή διαφάνειας διατρέχει όλα τα στάδια ελέγχου των ΓΟΣ (ένταξη, ερμηνεία, έλεγχος περιεχομένου – βλ. ν. 2251/1994 άρθρο 2)[18]. Συγκεκριμένα, οι ΓΟΣ πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως το νόημά τους (βλ. άρθρο 2 § 2). Η αδιαφάνεια του ΓΟΣ (ως έλλειψη σαφήνειας) μπορεί να αποκλείει ήδη την ένταξη του αδιαφανούς ΓΟΣ[19]. Αν η αδιαφάνεια δεν αποκλείει την ένταξη, αλλά οδηγεί σε ασάφεια ως προς το περιεχόμενο της ρήτρας, τότε ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας της ρήτρας, οπότε, σε περίπτωση αμφιβολίας, η ρήτρα ερμηνεύεται υπέρ του καταναλωτή (άρθρο 2 § 4)[20]. Σε περίπτωση όμως άσκησης συλλογικής αγωγής επιλέγεται η δυσμενέστερη για τον καταναλωτή ερμηνευτική εκδοχή, εφόσον οδηγεί σε απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης του σχετικού όρου (άρθρο 2 § 5).

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η αδιαφάνεια του ΓΟΣ, ακόμη και αν δεν αποκλείει την ένταξη, μπορεί να στοιχειοθετεί καταχρηστικότητα, υπό την έννοια ότι η αδιαφάνεια (αοριστία) του όρου συνεπάγεται (σημαντική) διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων (άρθρο 2 § 6)[21].

6. Ειδικά στην προκείμενη περίπτωση τίθεται ζήτημα κύρους ρήτρας αναπροσαρμογής της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος. Ανακύπτει λοιπόν πρόβλημα ως προς τον έλεγχο ρήτρας που αφορά το κύριο αντικείμενο της σύμβασης (σχέση παροχής και αντιπαροχής – βλ. Οδ. 93/13 άρθρο 4)[22]. Το ζήτημα δεν θίγεται στη σχολιαζόμενη απόφαση, εξετάζεται όμως στις αποφάσεις ΠΠρΑθ 67-68/2023, κατά τις οποίες οι ρήτρες αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δεν υπόκεινται σε ευθύ έλεγχο καταχρηστικότητας, αλλά μόνο σε έλεγχο διαφάνειας.

Ως προς το ζήτημα αυτό είναι ορθή η αφετηρία της Οδ. 93/13 (άρθρο 4): Δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας ρήτρες που αφορούν τον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της σύμβασης ή την αναλογικότητα μεταξύ παροχής και παροχής[23], εφόσον βεβαίως οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό (αρχή της διαφάνειας). Πρέπει όμως να γίνουν δύο επισημάνσεις: Αφενός η εξαίρεση των ρητρών που αφορούν τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου και την αναλογικότητα μεταξύ παροχής και παροχής δεν καταλαμβάνει αναγκαίως και ρήτρες που αφορούν την τροποποίηση των σχετικών όρων της σύμβασης (βλ. π.χ. άρθρο 2 § 7 περ. ε), ή την εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεων (βλ. π.χ. άρθρο 2 § 7 περ. ζ-ι)[24]. Αφετέρου η έλλειψη διαφάνειας των ρητρών συνιστά όχι μόνο κριτήριο μη ένταξης της ρήτρας στη σύμβαση, αλλά και κριτήριο καταχρηστικότητας (βλ. π.χ. άρθρο 2 § 7 περ. ε, ια – βλ. και παραπ. 5,β).

7. Κατά τη σχολιαζόμενη απόφαση το γεγονός ότι ένας όρος είναι σύμφωνος με μια απόφαση της ΡΑΕ, που είναι αρμόδια για τη λειτουργία της ενεργειακής αγοράς, δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση, ότι καθιστά εξ ορισμού τον όρο μη καταχρηστικό. Ο έλεγχος της καταχρηστικότητας ενός όρου ανήκει αποκλειστικά στα Δικαστήρια, τα οποία ελέγχουν την ουσιαστική καταχρηστικότητα του όρου.

Τίθεται επομένως στη προκείμενη περίπτωση ζήτημα ως προς τη δυνατότητα ελέγχου του περιεχομένου όρων που υποδεικνύονται από τη Διοίκηση[25]. Στην περίπτωση αυτή, κατά την κρατούσα γνώμη (προς την οποία φαίνεται να εναρμονίζεται και η σχολιαζόμενη απόφαση) γίνεται δεκτό ότι δεν αποκλείεται ο έλεγχος καταχρηστικότητας των όρων[26].

Στο σημείο αυτό εμφανίζεται όμως μία διαφοροποιημένη προσέγγιση των αποφάσεων ΠΠρΑθ 67-68/2023, κατά τις οποίες στο μέτρο που οι προμηθευτές ακολουθούν τη σύσταση της ΡΑΕ ως προς την εφαρμογή της προτεινόμενης ρήτρας αναπροσαρμογής, τεκμαίρεται ότι η συγκεκριμένη ρήτρα των προμηθευτών «πληροί τις ανάγκες διαφάνειας, επαληθευσιμότητας και συγκρισιμότητας»[27]. Η διαφοροποίηση αυτή απορρέει από την παραδοχή των αποφάσεων του ΠΠρΑθ ότι οι ρήτρες αναπροσαρμογής δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας αλλά μόνο διαφάνειας (βλ. παραπ. αριθ. 6). Εξάλλου, κατά τις ανωτέρω αποφάσεις, και στην περίπτωση υιοθέτησης ρητρών που υποδεικνύονται από τη ΡΑΕ τεκμαίρεται απλώς η διαφάνεια των σχετικών ρητρών, χωρίς να αποκλείεται η απόδειξη της έλλειψης διαφάνειας υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις.

8. Σε συνέχεια των ανωτέρω σκέψεων, κατά τη σχολιαζόμενη απόφαση, στην κρινόμενη υπόθεση πιθανολογήθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

Πιθανολογείται ότι η ανωτέρω ρήτρα αναπροσαρμογής είναι αδιαφανής, αφού οι αιτούντες, όπως και κάθε μέσος πολίτης, είναι αδύνατον να κατανοήσουν τον μαθηματικό τύπο, με τον οποίο υπολογίζεται, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κάποιος να ερευνήσει το ακριβές ή μη του υπολογισμού του, αλλά πολύ περισσότερο να μπορέσει να προϋπολογίσει την αξία της, δεδομένου ότι δεν υπήρξε σχετική ενημέρωση[28].

Ανεξάρτητα όμως από την αδιαφάνεια της ανωτέρω ρήτρας, κατά την απόφαση, η επιβολή της ρήτρας κατέστησε μη εφικτή την καταβολή του ποσού της αναπροσαρμογής σε πάρα πολλούς πολίτες, μεταξύ των οποίων και στους αιτούντες, με αποτέλεσμα το Κράτος να απολέσει προσωρινά το πρώτιστο καθήκον να παρέχει ανεμπόδιστα το κοινωνικό αγαθό της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στους πιο ευάλωτους πολίτες, συνέπεια που αποτελεί επιπλέον μη σεβασμό της προσωπικότητας των πολιτών και εμπόδιο στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους.

Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως, «πιθανολογεί» αφενός ότι η ως άνω ρήτρα είναι πρωτίστως αντισυνταγματική για τους λόγους που έχει εκθέσει, δευτερευόντως δε και αδιαφανής. Κατά συνέπεια δέχεται την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσει προσωρινή απαγόρευση της διακοπής της ηλεκτροδότησης των παροχών, εφόσον η διακοπή οφείλεται στις οφειλές που προέρχονται από την ρήτρα αναπροσαρμογής.

Όπως έχει ήδη εισαγωγικά επισημανθεί, η σχολιαζόμενη απόφαση περιλαμβάνει ενδιαφέρουσες σκέψεις σε ζητήματα δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου (συνταγματικού και ιδιωτικού – βλ. και παραπ. αριθ. 1). Οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν περιορίσθηκαν στα ζητήματα ιδιωτικού δικαίου προστασίας του καταναλωτή έναντι των ΓΟΣ. Ανεξάρτητα πάντως από τις επιφυλάξεις ή και διαφωνίες που μπορεί να υπάρχουν ως προς επιμέρους θέσεις της απόφασης, είναι προφανές ότι οι σκέψεις της εμπλουτίζουν τον σχετικό επιστημονικό διάλογο.

Μιχαήλ Κ. Αυγουστιανάκης

Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ



[1] Στο Διαδίκτυο παρέχεται ήδη δυνατότητα πρόσβασης στην ΠΠρΑθ 67/2023, καθώς και σε περίληψη της ΠΠρΑθ 68/2023.

[2] Βλ. και ΟλΑΠ 15/2007, 13/2015. Βλ. σχετικά και Απ. Γεωργιάδη, ΓενΑρχ, έκδ. 5, 2019, § 23 αριθ. 23 μ.π.π.· Μ. Σταθόπουλο, Γεν­ΕνοχΔ, έκδ. 5, 2018, § 13 και σημ. 82 μ.π.π.

[3] Βλ. ενδεικτ. Γεωργιάδη, ό.π., αριθ. 22 μ.π.π.· Σταθόπουλο, ό.π., § 5 αριθ. 51 και σημ. 95 μ.π.π.

[4] Βλ. ενδεικτ. ΟλΑΠ 33/1987 (με ισχυρή μειοψ.) ΝοΒ 1988. 324. Πρβλ. και Γεωργιάδη, ό.π. (μ.π.π.)· Σταθόπουλο, ό.π. (μ.π.π.).

[5] Βλ. ΟλΑΠ 15/2007, 13/2015. Πρβλ. και Γεωργιάδη, ό.π. § 23 αριθ. 22 επ., § 33 αριθ. 30 μ.π.π.

[6] Βλ. ΟλΑΠ 15/2007, 13/2015.

[7] Βλ. και ΟλΑΠ 12/2017. Πρβλ. επίσης Γεωργιάδη, ό.π., § 33 αριθ. 28.

[8] Βλ. ενδεικτ. και ΑΠ 2123/2009, 652/2010. Πρβλ. Δέλλιο, Γενικοί Όροι Συναλλαγών, έκδ. 2, 2013, αριθ. 342 και σημ. 738 μ.π.π. Βλ. και επόμ. σημ.

[9] Βλ. προηγούμ. σημ. Βλ. και Μεντή, ΓΟΣ, έκδ. 2, 2020, αρ. 6.15, όπου γίνεται και διάκριση μεταξύ διατάξεων τεχνικής υφής (π.χ. ΑΚ 425, 526) και διατάξεων που ενέχουν το στοιχείο της εξισωτικής δικαιοσύνης (δίκαιης στάθμισης αντιτιθέμενων συμφερόντων).

[10] Βλ. Σταθόπουλο, σε: ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, Ια, έκδ. 2, 2016, άρθ. 3 αριθ. 15· Απ. Γεωργιάδη, Εισαγωγή στη νομική επιστήμη, 2020, § 10 αριθ. 22. Πρβλ. και Παπανικολάου, Μεθοδολογία Ιδιωτικού Δικαίου, 2000, αρ. 526, όπου συμπλέκονται ακόμη περισσότερο μεταξύ τους οι δύο λειτουργίες του ενδοτικού δικαίου.

[11] Βλ. ενδεικτ. Σταθόπουλο, ό.π.· Παπανικολάου, ό.π.

[12] Με τον ν. 2741/1999 μεταβλήθηκε ο απαιτούμενος βαθμός διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας: αντί της «υπέρμετρης» διατάραξης αρκούσε πλέον (απλή) «διατάραξη». Βλ. και Μεντή, ό.π., αριθ. 6.12 μ.π.π.

[13] Συγκεκριμένα, κατά την απόφαση, η «ουσιώδης διατάραξη» της συμβατικής ισορροπίας «ταυτίζεται με κάθε απόκλιση από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου ή από τις ρυθμίσεις εκείνες, που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της σύμβασης με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του συνήθως απρόσεκτου μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτή του συγκεκριμένου είδους αγαθών ή υπηρεσιών». Για το πρότυπο του καταναλωτή (με βάση το οποίο κρίνεται η καταχρηστικότητα των ΓΟΣ) βλ. ενδεικτ. και Μεντή, ό.π., αριθ. 6.21 επ. μ.π.π.

[14] Βλ. ενδεικτ. Μεντή, ό.π., αριθ. 6.10 επ. μ.π.π. Βλ. και Σταθόπουλο, ΓενΕνοχΔ (2018), § 13 και σημ. 81.

[15] Βλ. ενδεικτ. Αυγουστιανάκη, σε: Σταθόπουλο/Χιωτέλλη/Αυγουστιανάκη, Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο Ι, 1995, § 3 σ. 107. Βλ. και Σταθόπουλο, ό.π. (μ.π.π.). Βλ. επίσης ΟλΑΠ 15/2007.

[16] Κατά την απόφαση το ίδιο συνεπάγεται και η πρόσδοση σε τέτοιο όρο ορισμένου περιεχομένου, εξαγομένου από τη σιωπηρή συμπεριφορά του καταναλωτή. Βλ. και ΟλΑΠ 15/2007, ΑΠ 2123/2009, 1219/2001, 1030/2001.

[17] Βλ. ενδεικτ. ΟλΑΠ 15/2007, 12/2017. Πρβλ. και Δέλλιο, ό.π., αριθ. 265.

[18] Βλ. ενδεικτ. και Δέλλιο, ό.π., αριθ. 264 επ.· Μεντή, ό.π., αριθ. 5.1, 6.71· Ευθυμίου, Η αρχή της διαφάνειας στο δίκαιο των ΓΟΣ, 2013, σ. 53 επ.

[19] Βλ. και Δέλλιο, ό.π., αριθ. 286 επ.· Μεντή, ό.π., αριθ. 4.9, 6.71· Ευθυμίου, ό.π., σ. 53 επ. Βλ. και ΠΠρΑθ 67-68/2023.

[20] Βλ. και Μεντή, ό.π., αριθ. 5.23· Ευθυμίου, ό.π., σ. 72 επ.

[21] Βλ. και Μεντή, ό.π., αριθ. 6.62 επ.· Ευθυμίου, ό.π., σ. 90 επ. Βλ. και ΟλΑΠ 15/2007, όπου η αρχή της διαφάνειας συγκαταλέγεται μεταξύ των αρχών που συνάγονται από τις ειδικές περιπτώσεις καταχρηστικότητας (άρθ. 2 § 7).

[22] Πρβλ. και Δέλλιο, ό.π., αριθ. 242 επ.· Μεντή, ό.π., αριθ. 3.37 επ. μ.π.π.

[23] Πρβλ. και Αυγουστιανάκη, ό.π., § 3 σ. 101 επ. μ.π.π. Βλ. ενδεικτ. και Σταθόπουλο, ΓενΕνοχΔ (2018), § 13 αριθ. 17 επ. (μ.π.π.).

[24] Πρβλ. και Μεντή, ό.π., αριθ. 6.130 επ.

[25] Βλ. ενδεικτ. Δέλλιο, ό.π., αριθ. 212 επ.· Μεντή, ό.π., αριθ. 3.63. Η περίπτωση αυτή διακρίνεται από την περίπτωση ρητρών που απηχούν «νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» (βλ. Οδ. 93/13 άρθρο 1).

[26] Βλ. ενδεικτ. Δέλλιο, ό.π. αριθ. 213 επ.· Μεντή, ό.π.

[27] Κατά τις ΠΠρΑθ 67-68/2023, το ίδιο ισχύει συνεκδοχικώς και για την περίπτωση της εφαρμογής μιας ισοδύναμης (προς τη υποδεικνυόμενη από την ΡΑΕ) ρήτρας αναπροσαρμογής, κατά τις επιταγές των διατάξεων του εθνικού και ενωσιακού δικαίου.

[28] Διαφορετική προσέγγιση στο σημείο αυτό έχουν οι ΠΠρΑθ 67-68/2023 (βλ. παραπ. αριθ. 7).