Top

Αναζήτηση


Ελληνική Δικαιοσύνη
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
3
Έτος
2024
 
Περισσότερα »

Συγγραφέας


Ελληνική Δικαιοσύνη, 3 (2024)


Γ. Κόντης, Παρουσίαση του νόμου 5095/2024 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας υπ’ αριθ. 333/2024 απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης σχετικά με την απονομή δικαιοδοτικής ύλης σε δικηγόρους

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο     Επόμενο »

A- A A+    Εκτύπωση   

658Παρουσίαση του νόμου 5095/2024 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας υπ’ αριθ. 333/2024 απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης σχετικά με την απονομή δικαιοδοτικής ύλης σε δικηγόρους

Γεώργιος Κόντης

Δ.Ν., Δικηγόρος

Εισαγωγικά: Με το παρόν νομοθέτημα θεσμοθετείται, για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλη έκταση, η μεταφορά δικαστηριακής ύλης από τα δικαστήρια στους δικηγόρους. Εξυπηρετείται, έτσι, πρωτίστως, ο σκοπός της αποφόρτισης των πολιτικών δικαστηρίων από την πληθώρα των αστικών υποθέσεων, τις οποίες τα τελευταία διαχειρίζονται, με τελικό στόχο την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης. Συνδυάζεται το συγκεκριμένο νομοθέτημα και με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις για το «δικαστικό χάρτη» και την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας (βλ. ν. 5108/2024), οι οποίες συντείνουν στην εξυπηρέτηση του ίδιου ως άνω σκοπού.

Διάρθρωση: Ο νόμος 5095/2024 αποτελείται από έξι (6) μέρη. Το πρώτο μέρος αποτελείται από δύο άρθρα, με τα οποία καθορίζονται ο σκοπός και το αντικείμενο του νόμου αντίστοιχα. Το δεύτερο μέρος αποτελείται από έξι (6) κεφάλαια και ρυθμίζει τη νέα διαδικασία των κληρονομητηρίων, τις αποδοχές κληρονομιών, τις συναινετικές εγγραφές και εξαλείψεις προσημειώσεων και υποθηκών και τις ένορκες βεβαιώσεις. Ειδικότερα, το πρώτο κεφάλαιο (άρθρα 3 έως 10) ρυθμίζει τη διαδικασία χορήγησης κληρονομητηρίου και από δικηγόρο, το δεύτερο κεφάλαιο (άρθρο 11) ρυθμίζει τη διαδικασία αποδοχής κληρονομίας με πράξη δικηγόρου, το τρίτο κεφάλαιο (άρθρα 12-13) ρυθμίζει τη διαδικασία εγγραφής και εξάλειψης συναινετικής προσημείωσης υποθήκης με πράξη δικηγόρου, το τέταρτο κεφάλαιο (άρθρα 14-17) ρυθμίζει τη διαδικασία λήψης ένορκων βεβαιώσεων αποκλειστικά, πλέον, από δικηγόρους και συμβολαιογράφους, το πέμπτο κεφάλαιο (άρθρο 18) αναφέρεται στους λόγους εξαίρεσης ενός δικηγόρου, όταν ο τελευταίος εκδίδει πράξεις, κατ’ αντιστοιχία προς τους δικαστικούς λειτουργούς, με ανάλογη τροποποίηση του άρθρου 52 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ενώ στο έκτο κεφάλαιο από τη μία πλευρά (άρθρο 19) ρυθμίζεται η σύμπραξη του δικηγόρου στη διαδικασία εγγραφής ή τροποποίησης καταστατικού σωματείου μέσω της διενέργειας προελέγχου των σχετικών δικαιολογητικών εγγράφων, ενώ, από την άλλη πλευρά, ρυθμίζεται (άρθρο 20) η ένταξη του αδικήματος της δωροδοκίας στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 4990/2022 και, τέλος, (άρθρο 21) η αρμοδιότητα του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος για την άσκηση ποινικής δίωξης. Το τρίτο μέρος του νομοθετήματος αφορά, από τη μία πλευρά, ζητήματα του Ταμείου Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (άρθρο 22) ενώ, από την άλλη πλευρά, ρυθμίζεται (άρθρα 23 – 26) το ζήτημα της καταβολής των αποζημιώσεων από την παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο της νομικής βοήθειας. Το τέταρτο μέρος περιλαμβάνει τις εξουσιοδοτικές, καταργούμενες και μεταβατικές διατάξεις του νόμου (άρθρα 27, 28 και 29 αντίστοιχα). Τέλος, με το πέμπτο μέρος του νόμου θεσπίζονται ρυθμίσεις του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (άρθρο 30) και του Υπουργείου Υγείας (άρθρο 31) και με το έκτο κεφάλαιο καθορίζεται το χρονικό σημείο έναρξης του νομοθετήματος.

Ειδικότερο περιεχόμενο: Ο σκοπός της επιτάχυνσης της απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης εκφράζεται ρητά στο άρθρο 1 του νόμου, όπου και ορίζεται ότι το παρόν νομοθέτημα αποσκοπεί στην αποφόρτιση των δικαστηρίων από διαδικασίες, οι οποίες μπορούν να διεκπεραιωθούν αποτελεσματικά από δικηγόρους, και, ως εκ τούτου, στοχεύει στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης. Τούτο προκύπτει σαφώς και από την οικεία αιτιολογική έκθεση με την ειδικότερη επισήμανση ότι η μεταφερόμενη ύλη αφορά γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, οι οποίες 659βρίσκονται στα όρια της δικαιοδοτικής και διοικητικής λειτουργίας, υπό την έννοια ότι στις περιπτώσεις αυτές το κράτος περιβάλλει με το κύρος του πράξεις πολιτών, καθώς και περιπτώσεις με προέχον το στοιχείο της συναινέσεως. Ο δικηγόρος με το κύρος που διαθέτει ως άμισθος δημόσιος λειτουργός και συλλειτουργός της δικαιοσύνης διασφαλίζει την ακεραιότητα, ασφάλεια και ποιότητα στη μεταφορά των διαδικασιών, κάτι που αναφέρεται ρητά και στην οικεία αιτιολογική έκθεση.

Από την άλλη πλευρά, το νομοθέτημα στοχεύει στην οριστική επίλυση ενός μακροχρόνια εκκρεμούς ζητήματος, αυτού της εκκαθάρισης και εξόφλησης των αποζημιώσεων της νομικής αρωγής στους δικαιούχους δικηγόρους, οι οποίοι έχουν παράσχει τις υπηρεσίες τους στους ευεργετούμενους από το θεσμό με συγκεκριμένες παρεμβάσεις στο ν.δ. 1017/1971.

Η πραγμάτωση του σκοπού της αποφόρτισης των δικαστηρίων και της επιτάχυνσης της απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης διέρχεται μέσα από το αντικείμενο του παρόντος νομοθετήματος, όπως αυτό διαρθρώνεται στο άρθρο 2 αυτού. Μέσω στοχευμένων μεταρρυθμίσεων στον Αστικό Κώδικα και τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας πραγματοποιείται η μεταφορά ύλης από τα πολιτικά δικαστήρια στους δικηγόρους σε τέσσερα αντικείμενα, ήτοι (α) στην έκδοση και παροχή κληρονομητηρίου, (β) στην αποδοχή κληρονομίας, (γ) στην συναινετική εγγραφή και εξάλειψη προσημειώσεων υποθήκης και (δ) στην παροχή ένορκων βεβαιώσεων. Επισημαίνεται ότι η δυνατότητα λήψης ένορκης βεβαίωσης και ενώπιον δικηγόρου θεσπίστηκε, το πρώτον, με το ν. 4842/2021 και το άρθρο 21 αυτού.

Το άρθρο 3 περιγράφει τη διαδικασία έκδοσης κληρονομητηρίου από δικηγόρο καταργούμενης, έτσι, της αποκλειστικής αρμοδιότητας του ειρηνοδίκη, όπως όριζε έως τώρα το άρθρο 819 ΚΠολΔ, πριν την παρούσα τροποποίηση. Με το άρθρο 3 τροποποιείται η πρώτη παράγραφος του άρθρου 819 ΚΠολΔ και ορίζεται, πλέον, ότι το πιστοποιητικό για το κληρονομικό δικαίωμα χορηγείται με πράξη δικηγόρου, μέλους του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας του πρωτοδικείου του δικαστηρίου της κληρονομίας, η οποία εκδίδεται κατόπιν σχετικής αιτήσεως του κληρονόμου ή του καταπιστευματοδόχου ή του κληροδόχου ή του εκτελεστή διαθήκης. Προκρίθηκε η λέξη «πράξη» ως συνάδουσα με τη δικηγορική ιδιότητα, αν και, ουσιαστικά και ο ειρηνοδίκης, κατά το προϋφιστάμενο καθεστώς, προέβαινε σε έκδοση «διάταξης».

Η αίτηση για τη χορήγηση κληρονομητηρίου αποτελεί δικόγραφο και υπογράφεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος, συνοδευόμενη τόσο από το γραμμάτιο προείσπραξης του υπογράφοντος πληρεξουσίου δικηγόρου, όσο και από ειδικό γραμμάτιο προκαταβολής της αμοιβής (ουσιαστικά αποζημίωσης) του δικηγόρου, που χορηγεί το κληρονομητήριο, το οποίο εκδίδει ο δικηγορικός σύλλογος, του οποίου ο τελευταίος είναι μέλος. Η προς διασφάλιση της δημοσιότητας ρύθμιση που προβλέπει την επί δεκαήμερο ανάρτηση της αιτήσεως για την έκδοση κληρονομητηρίου σε ειδικό χώρο του τοπικά αρμόδιου ειρηνοδικείου διατηρείται. Πιο εύστοχη θα ήταν, εντούτοις, η χρήση της φράσης «δικαστηρίου» στο πλαίσιο και της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας με το νόμο 5108/2024. Ατέλεια για τη χορήγηση κληρονομητηρίου προβλέπεται για το Δημόσιο, τους ΟΤΑ, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (ουσιαστικά τον e-ΕΦΚΑ) και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με την εξαίρεση της αμοιβής του δικηγόρου, που εκδίδει το κληρονομητήριο, την οποία καταβάλλουν κατά το ήμισυ (1/2).

Ο οικείος δικηγορικός σύλλογος καταρτίζει, ετησίως, πριν την έναρξη εκάστου δικαστικού έτους κατάλογο δικηγόρων, ο οποίος διαβιβάζεται στη γραμματεία του δικαστηρίου. Ο ορισμός του δικηγόρου, ο οποίος χορηγεί το κληρονομητήριο, πραγματοποιείται από τη γραμματεία του δικαστηρίου, τηρουμένης της σειράς του ανωτέρω καταλόγου. Ειδικότερα, ο δικηγόρος ενημερώνεται από τη γραμματεία του δικαστηρίου με μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και παραλαμβάνει, έγχαρτα ή ηλεκτρονικά, την αίτηση και τα έγγραφα, που τη συνοδεύουν, μετά την παρέλευση του δεκαήμερου χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο η αίτηση για την έκδοση του κληρονομητηρίου παραμένει αναρτημένη στο δικαστήριο. Ενθαρρύνεται, γενικότερα, η ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ δικηγόρου και δικαστηρίου.

Το νέο άρθρο 819 ΚΠολΔ ορίζει συγκεκριμένη αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών, από την ημέρα, κατά την οποία ο δικηγόρος παραλαμβάνει την ενημέρωση και τα σχετικά έγγραφα από το δικαστήριο, εντός της οποίας αυτός θα πρέπει να εκδώσει την πράξη χορήγησης του κληρονομητηρίου. Σε περίπτωση, κατά την οποία ο ορισθείς δικηγόρος δεν εκδώσει την πράξη, αποβιώσει ή αρνείται ή κωλύεται να αναλάβει την έκδοση της πράξης εντός της ανωτέρω τριακονθήμερης προθεσμίας, ορίζεται ο 660επόμενος στην σειρά του καταλόγου δικηγόρος. Μέσα στο ως άνω χρονικό διάστημα των τριάντα ημερών, ο δικηγόρος που θα εκδώσει την πράξη του κληρονομητηρίου, θα πρέπει να έχει ζητήσει και οποιαδήποτε άλλη διευκρίνιση ή συμπλήρωση σε σχέση με την αίτηση και τα έγγραφα από τον αιτούντα. Η παραβίαση των υποχρεώσεων του δικηγόρου, ιδίως όταν αυτή είναι επανειλημμένη, όπως αναφέρεται σχετικά κα στην οικεία αιτιολογική έκθεση, κατά τα ανωτέρω, ενεργοποιεί την πειθαρχική του ευθύνη κατά τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων και ενδέχεται να οδηγήσει ακόμα και σε αποκλεισμό του δικηγόρου από τον ως άνω κατάλογο για χρονικό διάστημα έως και ενός (1) έτους.

Ο δικηγόρος, που αναλαμβάνει την έκδοση του κληρονομητηρίου εξετάζει τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου, ιδίως αυτές του άρθρου 1596 (εννοιολογικά στοιχεία κληρονομητηρίου), του άρθρου 1597 (περιεχόμενο αίτησης), 1598-1560 (περισσότεροι του ενός κληρονόμοι) και 1561 (περιεχόμενο κληρονομητηρίου) και σε περίπτωση ελλείψεώς τους απορρίπτει την αίτηση. Το κληρονομητήριο (πιστοποιητικό κληρονομικού δικαιώματος) υπό την έννοια της σχετικής πράξης του δικηγόρου, χορηγείται από τη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο κατατέθηκε η αίτηση και παραδίδεται στο πρόσωπο, το οποίο αιτήθηκε την έκδοσή του, με απόδειξη παραλαβής, η οποία φυλάσσεται στο αρχείο του δικαστηρίου. Αυτή είναι η έννοια του ρήματος «εκδίδεται» στην τέταρτη παράγραφο του άρθρου 3 του νόμου.

Διακρίνεται, έτσι, η συγκεκριμένη διαδικασία από την αμιγώς δικαστική, όταν εντός του δεκαήμερου διαστήματος, κατά το οποίο η αίτηση είναι αναρτημένη στο δικαστήριο, ασκείται παρέμβαση και ο δικαστής προσδιορίζει δικάσιμο για τη συζήτησή της, οπότε και αναστέλλεται η έκδοση του κληρονομητηρίου. Διατηρείται, κατά συνέπεια, η προηγούμενη ρύθμιση του άρθρου 819 ΚΠολΔ. Στις περιπτώσεις έκδοσης εφετειακής απόφασης, το πιστοποιητικό χορηγείται από τη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στο οποίο πρέπει και να αποσταλεί αντίγραφο της απόφασης.

Το άρθρο 4 του νομοθετήματος προβαίνει στις απαραίτητες λεκτικές και εκφραστικές προσαρμογές στο άρθρο 820 ΚΠολΔ, ώστε αυτό να εναρμονίζεται, πλέον, με τη δυνατότητα του Δικηγόρου να εκδίδει πράξη πιστοποίησης κληρονομικού δικαιώματος. Στη διάταξη ορίζεται, στο πλαίσιο του αναθεωρημένου άρθρου 820 ΚΠολΔ, το περιεχόμενο του κληρονομητηρίου, είτε αυτό εκδίδεται από δικηγόρο, είτε από το δικαστήριο, ενώ καθορίζεται και το ειδικότερο περιεχόμενο του κληρονομητηρίου, όταν αυτό χορηγείται σε εκτελεστή διαθήκης.

Με το άρθρο 5 του νόμου μεταρρυθμίζεται το άρθρο 824 ΚΠολΔ αναφορικά με το πλαίσιο παροχής έννομης προστασίας σε σχέση με την έκδοση κληρονομητηρίου. Ως εξωδικαστική πράξη, η καταφατική ή απορριπτική πράξη του δικηγόρου ως προς την πιστοποίηση του κληρονομικού δικαιώματος προσβάλλεται με ανακοπή εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από τη δημοσίευσή της, εφαρμοζόμενων των διατάξεων των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ. Αντίστοιχα, με έφεση εντός της ίδιας προθεσμίας προσβάλλεται η δικαστική απόφαση, η οποία διατάσσει την έκδοση του κληρονομητηρίου. Η έφεση είναι το μοναδικό ένδικο μέσο, το οποίο επιτρέπεται να ασκηθεί κατά της απόφασης. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η άσκηση της ανακοπής και της έφεσης αναστέλλουν την ισχύ της πράξης ή της απόφασης και την έκδοση του πιστοποιητικού. Με τριτανακοπή προσβάλλεται, επίσης, η απόφαση που ανακαλεί, αφαιρεί, τροποποιεί ή κηρύσσει ανίσχυρο πιστοποιητικό κληρονομικού δικαιώματος εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την καταχώριση της περίληψης της οικείας δικαστικής απόφασης σε εφημερίδα της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του κληρονομούμενου, όπως ορίζει το άρθρο 1965 ΑΚ.

Το άρθρο 6 του νόμου εισάγει τις απαραίτητες λεκτικές και εκφραστικές διορθώσεις στο άρθρο 1956 ΑΚ, ώστε να υπάρξει εναρμόνιση με τη δυνατότητα του δικηγόρου να εκδίδει πράξη πιστοποίησης κληρονομικού δικαιώματος. Αξιοσημείωτη και ορθή είναι, ταυτόχρονα, η αντικατάσταση της λέξης «ειρηνοδίκης» από τη φράση «δικαστήριο της κληρονομίας», η οποία και υποδηλώνει τη βούληση του νομοθέτη για την κατάργηση των ειρηνοδικείων και την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, η οποία επήλθε με το μεταγενέστερο νόμο 5108/2024.

Αντιστοίχως, στο άρθρο 7 εισάγονται εκφραστικές τροποποιήσεις, ώστε να διαμορφωθεί ανάλογα, στο πλαίσιο του άρθρου 1958 ΑΚ, η αποδεικτική διαδικασία για την έκδοση κληρονομητηρίου ενώπιον δικηγόρου. Έτσι, η λέξη «προσαχθεί» αντικαθίστανται από τη λέξη «προσκομισθεί», ενώ η δυνατότητα του ειρηνοδίκη να επιτρέπει τη χρήση διαφορετικών αποδεικτικών μέσων ή να υποχρεώνει τον αιτούντα να 661βεβαιώνει ενόρκως ότι δε γνωρίζει την ύπαρξη άλλων αποδεικτικών μέσων, αντικαθίσταται από την ευχέρεια, πλέον, του δικηγόρου να αξιολογεί και άλλα αποδεικτικά μέσα εκτός από τα δημόσια έγγραφα. Αντίστοιχα, επίσης, και με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 και στο πλαίσιο της, κατ’ εξαίρεση, διατηρούμενης δικαστικής διαδικασίας για την έκδοση πιστοποιητικού και της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, η λέξη «ειρηνοδίκης» αντικαθίσταται από τη λέξη «δικαστής».

Το άρθρο 1959 ΑΚ αναφορικά με την αυτεπάγγελτη έρευνα της ακρίβειας των δηλώσεων, στις οποίες προβαίνει ο αιτών την έκδοση πιστοποιητικού κληρονομικού δικαιώματος, μεταρρυθμίζεται, επίσης, λεκτικά, βάσει του άρθρου 8, ώστε να προσαρμόζεται στη δυνατότητα και του δικηγόρου να εκδίδει πράξεις πιστοποίησης κληρονομικού δικαιώματος. Αντίστοιχη είναι και η ρύθμιση του άρθρου 9, με την οποία τροποποιείται λεκτικά το άρθρο 1960 ΑΚ, αναφορικά με τη χορήγηση κοινού κληρονομητηρίου. Έτσι, χαρακτηριστικά, η φράση «ο ειρηνοδίκης μπορεί να απαιτήσει» αντικαθίσταται από τη φράση “ο αρμόδιος να εκδώσει το κληρονομητήριο μπορεί να ζητήσει”, ενώ η φράση “να βεβαιώσουν ότι” αντικαθίσταται από τη φράση “να προσκομίσουν ένορκες βεβαιώσεις με τις οποίες βεβαιώνουν ότι”, έτσι ώστε η διάταξη να εναρμονίζεται, πλέον, και με την εξουσία του δικηγόρου να εκδίδει κληρονομητήριο. Το ίδιο ισχύει και για τη διάταξη του άρθρου 1961 Α.Κ., αναφορικά με το περιεχόμενο του κληρονομητηρίου, όπου η φράση “αν ο ειρηνοδίκης κρίνει” αντικαθίσταται από την ουδέτερη φράση “αν κριθεί”.

Το Β΄ κεφάλαιο του νόμου ρυθμίζει, κυρίως, τη διαδικασία υποβολής δήλωσης αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της γραμματείας του δικαστηρίου της κληρονομίας. Στο πλαίσιο αυτό και ο κληρονόμος δύναται να υποβάλει δήλωση αποδοχής κληρονομίας, οπότε και εισάγεται στην περίπτωση αυτή η υποχρεωτική παράσταση του δικηγόρου στη διαδικασία. Η ρύθμιση αυτή πραγματώνεται με την προσθήκη δεύτερου και τρίτου εδαφίου στο άρθρο 812 ΚΠολΔ, μέσω του άρθρου 11 του νόμου, το οποίο, πλέον, αποκτά την ακόλουθη μορφή: «Η δήλωση αποποίησης κληρονομίας ή αποδοχής κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής, αποδοχής ή αποποίησης του λειτουργήματος του εκτελεστή ή παραίτησης από αυτό και αποδοχής του διορισμού κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας ή παραίτησης από αυτόν γίνεται στη γραμματεία του δικαστηρίου της κληρονομίας. Με τη διαδικασία του πρώτου εδαφίου δύναται να υποβληθεί και δήλωση αποδοχής κληρονομίας από τον κληρονόμο. Στην περίπτωση αυτή, ο δηλών έχει υποχρέωση να παρίσταται μετά πληρεξουσίου δικηγόρου».

Το Γ΄ κεφάλαιο του νομοθετήματος και, ειδικότερα, το άρθρο 12 αυτού αναφέρεται στη διαδικασία συναινετικής εγγραφής και εξάλειψης προσημείωσης υποθήκης με την σύμπραξη δικηγόρου μέσω της εισαγωγής της νέας διάταξης του άρθρου 208 ΚΠολΔ. Το διαδικαστικό πλαίσιο του νέου άρθρου 208 ΚΠολΔ προσομοιάζει, εν γένει, με αυτό για την έκδοση του κληρονομητηρίου.

Όπως ορίζεται στη νέα διάταξη του άρθρου 208 ΚΠολΔ, τίτλο για την συναινετική εγγραφή ή την συναινετική εξάλειψη συναινετικής προσημείωσης υποθήκης αποτελεί πράξη δικηγόρου, ο οποίος είναι μέλος του δικηγορικού συλλόγου του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο, ενώπιον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση, η οποία υπογράφεται υποχρεωτικά από πληρεξούσιο δικηγόρο και συνοδεύεται από τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα, τα γραμμάτια προείσπραξης των πληρεξουσίων δικηγόρων του αιτούντος και του καθ’ ου η αίτηση, το ειδικό γραμμάτιο προκαταβολής αμοιβής (ουσιαστικά αποζημίωσης) του δικηγόρου, που θα συντάξει την πράξη και την έγγραφη συναίνεση του καθ’ ου η αίτηση, η οποία υπογράφεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του παρέχοντος τη συναίνεση κατά τα ανωτέρω. Η αίτηση για την έκδοση της πράξης δύναται να υποβληθεί και ηλεκτρονικά. Σκόπιμη, πάντως, θα ήταν και εδώ η χρήση της φράσης «δικαστηρίου» αντί «ειρηνοδικείου», η οποία και συμβαδίζει με την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.

Το Δημόσιο, οι ΟΤΑ, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου καταβάλλουν μόνο το ήμισυ της αποζημίωσης που προβλέπεται για το δικηγόρο, που συντάσσει την σχετική πράξη. Η έγγραφη συναίνεση στις περιπτώσεις αυτές είτε συντάσσεται με συμβολαιογραφικό, είτε με ψηφιακά βεβαιωμένο έγγραφο. Στο έγγραφο της συναίνεσης αποτυπώνεται η συμφωνία του καθ’ ου για την εγγραφή της προσημείωσης υποθήκης, η αιτία και το ποσό της οφειλής, το ποσό της προσημείωσης, ενώ, επίσης, περιγράφονται το ακίνητο ή τα ακίνητα, επί των οποίων εγγράφεται η προσημείωση υποθήκης.

Όπως και στην περίπτωση του κληρονομητηρίου, ο δικηγόρος, που εκδίδει την πράξη, επιλέγεται από ειδικό 662κατάλογο, που καταρτίζει και διαβιβάζει στη γραμματεία του δικαστηρίου ο οικείος δικηγορικός σύλλογος κατά την έναρξη του δικαστικού έτους. Ο δικηγόρος ενημερώνεται για τον ορισμό του από τη γραμματεία του δικαστηρίου με μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και παραλαμβάνει την αίτηση και τα έγγραφα ακόμη και ηλεκτρονικά. Ο δικηγόρος οφείλει μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών να εκδώσει την πράξη (μέσα στην ίδια προθεσμία θα πρέπει, επίσης, να έχει ζητήσει διευκρινίσεις και συμπληρωματικά έγγραφα από τον αιτούντα). Αν ο δικηγόρος αρνείται να εκδώσει την πράξη, αποβιώσει ή, σε κάθε περίπτωση, δεν εκδώσει αυτήν, αντικαθίσταται από τον επόμενο στη σειρά του καταλόγου δικηγόρο. Παραβίαση των καθηκόντων του δικηγόρου, κατά τα ανωτέρω, ενεργοποιεί, όπως και στην ανωτέρω περίπτωση του κληρονομητηρίου, την πειθαρχική ευθύνη του δικηγόρου, η οποία μπορεί και να οδηγήσει έως και σε αποκλεισμό ενός (1) έτους από τον οικείο κατάλογο.

Για τη διασφάλιση της ενότητας της έννομης τάξης, με το άρθρο 13 του παρόντος νόμου, τροποποιείται και το άρθρο 1274 ΑΚ, έτσι ώστε τίτλο για την εγγραφή και εξάλειψη προσημείωσης υποθήκης, εκτός από τη δικαστική απόφαση, τη διαταγή πληρωμής ή το πρακτικό διαμεσολάβησης, να αποτελεί και κάθε άλλη πράξη ή διαταγή, που αναγνωρίζεται στο νόμο ως τίτλος για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, όπως, πλέον, η πράξη του δικηγόρου για την εγγραφή (ή εξάλειψη) προσημείωσης υποθήκης κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του νέου άρθρου 208 ΚΠολΔ.

Το Δ΄ κεφάλαιο του νόμου 5095/2024, και πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 14 αυτού, εισάγει αφενός την αποκλειστική, πλέον, αρμοδιότητα συμβολαιογράφων και δικηγόρων αναφορικά με την έκδοση ένορκων βεβαιώσεων και, αφετέρου, την κατάργηση της αντίστοιχης αρμοδιότητας του ειρηνοδίκη, μέσω της σχετικής τροποποίησης του άρθρου 421 ΚΠολΔ. Προς τον σκοπό διασφάλισης της ενότητας της έννομης τάξης, αποκλειστική αρμοδιότητα δικηγόρων και συμβολαιογράφων για τη λήψη ένορκων βεβαιώσεων και κατάργηση της αντίστοιχης αρμοδιότητας του ειρηνοδίκη εισάγεται και στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας με την τροποποίηση του άρθρου 185 αυτού, μέσω του άρθρου 15 του παρόντος νόμου.

Το άρθρο 16 μεταρρυθμίζει τον Κώδικα Δικηγόρων ιδίως στο πεδίο του πίνακα αμοιβών καθορίζοντας ελάχιστη αμοιβή για την παράσταση δικηγόρου σε διαδικασία λήψης ένορκης βεβαίωσης. Το άρθρο 17 επισφραγίζει την ως άνω βούληση του νομοθέτη σχετικά με την αποκλειστική αρμοδιότητα συμβολαιογράφων και δικηγόρων για τη λήψη ένορκων βεβαιώσεων.

Με δεδομένο ότι ο νόμος αναθέτει στους δικηγόρους καθήκοντα, τα οποία, έως τώρα, ασκούνταν από δικαστικούς λειτουργούς, ο νομοθέτης προβαίνει στην ανάλογη μεταρρύθμιση της πρώτης παραγράφου του άρθρου 52 ΚΠολΔ, έτσι ώστε οι λόγοι εξαίρεσης δικαστών, εισαγγελέων και δικαστικών υπαλλήλων να συντρέχουν και στο πρόσωπο του δικηγόρου, όταν ο τελευταίος εκδίδει τις πράξεις, που αναφέρονται στο παρόν νομοθέτημα (άρθρο 18).

Περαιτέρω, στο ΣΤ΄ κεφάλαιο του νόμου και με το άρθρο 19 αυτού τροποποιείται η πρώτη παράγραφος του άρθρου 787 ΚΠολΔ και, πλέον, ο ειρηνοδίκης, ο οποίος είναι αρμόδιος για την εγγραφή σωματείου στα οικεία βιβλία, την τροποποίηση του καταστατικού του, την παροχή εξουσιοδότησης για την σύγκληση γενικής συνέλευσης των μελών αυτού, τη ρύθμιση της προεδρίας της ή τη διάλυση του σωματείου, επικουρείται από δικηγόρο, ο οποίος και ασκεί προέλεγχο της υποβληθείσας αιτήσεως και των συνοδευτικών αυτής εγγράφων. Η ισχύς της ρυθμίσεως εκκινεί από την 1η Μαΐου 2024. Εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την παραλαβή του φακέλου ο δικηγόρος δύναται να ζητήσει διευκρινίσεις και συμπληρωματικά έγγραφα από τον αιτούντα, οπότε και προσκομίζονται σε νέα προθεσμία τριών (3) εργάσιμων ημερών. Μετά τη διενέργεια του προελέγχου, ο φάκελος διαβιβάζεται στον ειρηνοδίκη, ο οποίος εκδίδει και την οικεία διαταγή.

Η ρύθμιση ομοιάζει με τις αντίστοιχες για τα κληρονομητήρια και τις αποδοχές κληρονομίας, καθώς και με τις διαδικασίες συναινετικής εγγραφής και εξάλειψης προσημείωσης υποθήκης. Έτσι, και στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διάταξης προβλέπεται η κατάρτιση καταλόγου δικηγόρων, ο οποίος αποστέλλεται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο πριν την έναρξη του δικαστικού έτους στη γραμματεία του ειρηνοδικείου και τηρείται σε αυτό. Ταυτόχρονα με την κατάθεση της αίτησης στη γραμματεία του δικαστηρίου, ο τελευταίος εκδίδει και την πράξη διορισμού του δικηγόρου, που θα προβεί στον προέλεγχο. Η αίτηση για την εγγραφή του σωματείου στα βιβλία του ειρηνοδικείου συνοδεύεται από το γραμμάτιο προκαταβολής της αμοιβής του δικηγόρου, που διενεργεί τον 663προέλεγχο. Ο φάκελος μπορεί να σταλεί στο δικηγόρο και ηλεκτρονικά. Ο τελευταίος υποχρεούται να έχει ολοκληρώσει τον προέλεγχο εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών. Εάν ο δικηγόρος αρνείται ή κωλύεται να ολοκληρώσει τον προέλεγχο ή αποβιώσει ή, σε κάθε περίπτωση, δεν ολοκληρώσει τη διαδικασία του προελέγχου εντός της προαναφερόμενης δεκαπενθήμερης προθεσμίας, ενεργοποιείται, και στην συγκεκριμένη περίπτωση, η πειθαρχική του ευθύνη, η οποία μπορεί να οδηγήσει και στη διαγραφή του για διάστημα μέχρι και ενός (1) έτους από το οικείο κατάλογο. Η, κατά τα ανωτέρω, αδυναμία του δικηγόρου να ανταπεξέλθει στα καθήκοντά του, έχει ως αποτέλεσμα να ορίζεται, αυτεπαγγέλτως, ο επόμενος κατά σειρά στον κατάλογο δικηγόρος. Οι ειδικότερες προδιαγραφές για την εφαρμογή της διάταξης (αδιάβλητη επιλογή δικηγόρων, ύψος και καταβολή αποζημίωσης) καθορίζονται με την σχετική απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, όπως αναλύεται κατωτέρω. Και στην προκειμένη περίπτωση, σκόπιμη θα ήταν η χρήση των όρων δικαστής και δικαστήριο για την εναρμόνιση των διατάξεων με αυτές του ν. 5108/2024 για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.

Όπως σημειώθηκε ανωτέρω, ο κύριος κορμός του παρόντος νομοθετήματος διαμορφώνει το νέο πλαίσιο μεταφοράς ύλης από τα δικαστήρια στους δικηγόρους ιδίως στο πλαίσιο γνήσιων υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου και ελλείπει το στοιχείο της αντιδικίας και το κράτος περιβάλλει με το κύρος του συγκεκριμένες διαδικασίες. Εντούτοις, ο ν. 5095/2024 ρυθμίζει, διάσπαρτα, και άλλα επιμέρους ζητήματα, όπως την ένταξη του αδικήματος της δωροδοκίας στο υλικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 του νόμου 4990/2022 σχετικά με την προστασία προσώπων, τα οποία αναφέρουν παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου (άρθρο 20), τη μεταρρύθμιση της § 4 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σχετικά με την αρμοδιότητα του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος για την άσκηση ποινικής δίωξης στις περιπτώσεις τέλεσης φορολογικών και οικονομικών εγκλημάτων μείζονος ποινικής απαξίας (άρθρο 21), τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (άρθρο 22), αλλά και τη μη ύπαρξη ελέγχου για ασφαλιστικές εισφορές κατά την καταβολή της αποζημίωσης για υπηρεσίες νομικής αρωγής στους δικαιούχους δικηγόρους, συμβολαιογράφους και δικαστικούς υπαλλήλους (άρθρο 23).

Όπως επισημάνθηκε, ένας εκ των στόχων του πρόσφατου νομοθετήματος είναι και η επίλυση του ως άνω χρονίζοντος προβλήματος της καταβολής των αποζημιώσεων νομικής αρωγής στα δικαιούμενα πρόσωπα. Για το λόγο αυτό, ο νόμος προβλέπει την, μέσω έκδοσης Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, σύσταση ομάδας εργασίας είκοσι ατόμων, κατά το μέγιστο, αποτελούμενη από στελέχη του Υπουργείου Δικαιοσύνης με αποκλειστικό αντικείμενο την εκκαθάριση και καταβολή των οφειλόμενων αποζημιώσεων νομικής βοήθειας (άρθρο 24). Τα μέλη της ομάδας αυτής ορίζονται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης με απόφασή του, κατόπιν σχετικής αιτήσεώς τους, και εργάζονται υπό εξαιρετικές συνθήκες (περιλαμβανομένων υπερωριών, αργιών και εξαιρετέων ημερών). Με την ανωτέρω ΚΥΑ θα καθορισθεί και η σχετική αμοιβή των εν λόγω υπαλλήλων του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Στα άρθρα 25 και 26 αναλύεται, ειδικότερα, ο τρόπος εκκαθάρισης και καταβολής των οφειλόμενων αποζημιώσεων.

Το Τέταρτο Μέρος του νομοθετήματος και, πιο συγκεκριμένα, τα άρθρα 27 έως και 29 εισάγουν το πλαίσιο των εξουσιοδοτικών, μεταβατικών και καταργούμενων διατάξεων. Έτσι, στο άρθρο 27 ορίζεται ότι οι προϋποθέσεις εγγραφής στους οικείους καταλόγους των δικηγορικών συλλόγων αναφορικά με τις πράξεις εγγραφής και εξάλειψης προσημείωσης υποθήκης και έκδοσης κληρονομητηρίου, το ύψος και ο τρόπος καταβολής της δικηγορικής αμοιβής, καθώς και το αδιάβλητο της κατάρτισης των ανωτέρω καταλόγων και η σχετική επιμόρφωσή των δικηγόρων θα καθορισθούν με σχετική απόφαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης (βλ. κατωτέρω). Με αντίστοιχη απόφαση μπορεί να καθορισθεί ενιαίος τύπος κληρονομητηρίου κατά το άρθρο 819 ΚΠολΔ.

Το άρθρο 28 § 1 παραπέμπει, περαιτέρω, στο άρθρο 32 § 2 του νομοθετήματος, έτσι ώστε οι διατάξεις του παρόντος νομοθετήματος για τα κληρονομητήρια και τις προσημειώσεις υποθήκης να εφαρμόζονται για αιτήσεις, οι οποίες υποβάλλονται από την 1η Ιουνίου 2024 και εφεξής. Οι διατάξεις για τον επικουρικό ρόλο του δικηγόρου στα ειρηνοδικεία (δικαστήρια) και τον προέλεγχο των αιτήσεων και των δικαιολογητικών εγγράφων για την εγγραφή ή διάλυση σωματείου ή την τροποποίηση του καταστατικού του θα εφαρμόζονται από την 1η Ιουνίου 2024 και εφεξής. Οι ρυθμίσεις για τις αποδοχές κληρονομίας, από την άλλη 664πλευρά, ισχύουν για όσες αποδοχές κληρονομίας διενεργούνται από τις 15 Μαρτίου 2024 και εφεξής, δηλαδή από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος. Όπως αναφέρει, ταυτόχρονα, η τρίτη παράγραφος του άρθρου 28, εάν έχουν επιδοθεί κλήσεις για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης έως τις 15 Μαρτίου 2024, χρονικό σημείο έναρξης ισχύος του παρόντος, μόνο για αυτές τις περιπτώσεις, αποκλειστικά, διατηρείται η αρμοδιότητα του ειρηνοδίκη.

Με την υπ' αριθ. 33305/ΦΕΚ Β΄ 2706/9.5.2024 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίστηκαν οι προϋποθέσεις εγγραφής των δικηγόρων στους ειδικούς καταλόγους, οι οποίοι θα διαθέτουν τη δυνατότητα να εκδίδουν πράξεις εγγραφής και εξάλειψης προσημείωσης υποθήκης (άρθρο 208 § 1 ΚΠολΔ), να επικουρούν τους ειρηνοδίκες κατά τη διαδικασία εγγραφής σωματείου, τροποποίησης του καταστατικού του, κ.ο.κ. (787 § 1 ΚΠολΔ), καθώς και να εκδίδουν κληρονομητήρια κατά τα άρθρα 819 § 2 ΚΠολΔ.

Με το άρθρο 1 της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως ρυθμίζονται η κατάρτιση των καταλόγων και το δικαίωμα εγγραφής σε αυτούς. Σε κάθε Πρωτοδικείο της χώρας καταρτίζονται τρεις κατάλογοι δικηγόρων, οι οποίοι θα είναι αρμόδιοι για την έκδοση των πράξεων που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 208 § 1 ΚΠολΔ, 787 § 1 και 819 § 2 ΚΠολΔ. Για εκάστη κατηγορία πράξεων καταρτίζεται ιδιαίτερος κατάλογος (§ 1).

Προκειμένου κάθε δικηγόρος να δύναται να εγγραφεί στους ανωτέρω καταλόγους θα πρέπει να πληροί, σωρευτικά, τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) να είναι μέλος του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, (β) να έχει τακτοποιήσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις έναντι του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, (γ) να μην υφίσταται εις βάρος του πειθαρχική ποινή (με εξαίρεση αυτήν της επίπληξης), (δ) να έχει συμπληρώσει τον ανάλογο χρόνο υπηρεσίας, ο οποίος προβλέπεται για κάθε κατηγορία από τις ανωτέρω πράξεις, (ε) να έχει λάβει πιστοποιητικό πραγματικής παρακολούθησης των ειδικών επιμορφωτικών σεμιναρίων και (στ) να μην έχει διαγραφεί από οποιονδήποτε από τους τρεις καταλόγους λόγω υποτροπής σε περιπτώσεις μη έκδοσης ή μη επεξεργασίας του φακέλου εντός των προθεσμιών, που ορίζουν οι οικείες διατάξεις (§ 2).

Για την δυνατότητα εγγραφής στον κατάλογο στο πλαίσιο της εκδόσεως κληρονομητηρίου κατ’ άρθρο 819 § 2 ΚΠολΔ, ο ελάχιστος χρόνος δικηγορικής υπηρεσίας είναι τρία (3) έτη, για την εγγραφή στον κατάλογο για τις πράξεις εγγραφής και εξάλειψης συναινετικής προσημείωσης υποθήκης, κατ’ άρθρο 208 ΚΠολΔ, ο ελάχιστος χρόνος δικηγορικής υπηρεσίας είναι δύο (2) έτη, ενώ για την εγγραφή στον κατάλογο για τη διενέργεια προελέγχου σε σχέση με την εγγραφή σωματείου στα οικεία βιβλία ή την τροποποίηση του καταστατικού του κ.ο.κ., κατ’ άρθρο 787 ΚΠολΔ, ο ελάχιστος χρόνος υπηρεσίας είναι ένα (1) έτος δικηγορίας. Ο, κατά τα ανωτέρω, ελάχιστος χρόνος δικηγορίας θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί κατά το χρονικό σημείο υποβολής της αίτησης στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο (§ 3).

Η ανωτέρω αίτηση συνοδεύεται από το πιστοποιητικό πραγματικής παρακολούθησης των ειδικών σεμιναρίων επιμόρφωσης. Ο οικείος δικηγορικός σύλλογος ελέγχει την πλήρωση των υπόλοιπων ουσιαστικών προϋποθέσεων (§ 4). Υφίσταται, επιπλέον, η δυνατότητα για κάθε δικηγόρο να εγγραφεί σε περισσότερους του ενός καταλόγους (§ 5).

Η ως άνω επιμόρφωση αποτελεί την προϋπόθεση εγγραφής του δικηγόρου στους ανωτέρω καταλόγους. Τα ειδικά σεμινάρια διεξάγονται μία φορά ανά δικαστικό έτος και παρέχεται, έτσι, η σχετική πιστοποίηση στους δικηγόρους που επιθυμούν να περιληφθούν στους καταλόγους του επόμενου δικαστικού έτους. Για την επικουρία στη διαδικασία εγγραφής σωματείου στα τηρούμενα βιβλία ή της τροποποίησης του καταστατικού σωματείου (άρθρο 787 ΚΠολΔ), η ελάχιστη διάρκεια των σεμιναρίων είναι δώδεκα (12) ώρες. Τα σεμινάρια για τις πράξεις συναινετικής εγγραφής και εξάλειψης προσημείωσης υποθήκης (άρθρο 208 ΚΠολΔ) έχουν ελάχιστη διάρκεια δεκαέξι (16) ωρών, ενώ τα αντίστοιχα σεμινάρια για την έκδοση κληρονομητηρίου (άρθρο 819 § 2 ΚΠολΔ) έχουν ελάχιστη διάρκεια είκοσι τεσσάρων (24) ωρών.

Τα σεμινάρια δύνανται να διεξάγονται και με ψηφιακό τρόπο με ταυτόχρονη, όμως, διασφάλιση της πραγματικής παρακολούθησης από τους δικηγόρους. Η πραγματική συμμετοχή και παρακολούθηση του ειδικού επιμορφωτικού σεμιναρίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη χορήγηση του σχετικού πιστοποιητικού. Τα διαδικαστικά ζητήματα σχετικά με την οργάνωση των σεμιναρίων (εκπαιδευτικό περιεχόμενο, εισηγητές, χρονική διάρκεια επιμέρους συνεδρίας του σεμιναρίου και κάθε άλλο σχετικό ζήτημα) ρυθμίζονται από τριμελή επιτροπή οργάνωσης των σεμιναρίων, η οποία απαρτίζεται από τον αρχαιότερο 665Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον Πρόεδρο της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας και το Γενικό Διευθυντή Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους. Τα σεμινάρια δεν έχουν κόστος για τους δικηγόρους, που επιμορφώνονται. Το κόστος διεξαγωγής των σεμιναρίων, στο οποίο περιέχεται και η αποζημίωση των εισηγητών, επιβαρύνει τους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας και η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων καθορίζει το ύψος αποζημίωσης των εισηγητών και την αναλογία επιβάρυνσης εκάστου Δικηγορικού Συλλόγου στην συνολική δαπάνη (άρθρο 2).

Οι τρεις (3) κατάλογοι που καταρτίζονται από τους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους και συμπεριλαμβάνουν τους πιστοποιημένους δικηγόρους αποστέλλονται στον Προϊστάμενο του Δικαστηρίου, που φέρει, κατά νόμο, την ευθύνη τήρησής τους. Αν Δικηγορικός Σύλλογος δεν κατορθώσει να καταρτίσει έναν ή περισσότερους καταλόγους, τότε με πράξη του Προϊσταμένου του οικείου Πρωτοδικείου ορίζεται ο κατάλογος ή οι κατάλογοι όμορου Πρωτοδικείου, από τον οποίο θα ορίζονται οι αρμόδιοι για την έκδοση των σχετικών πράξεων δικηγόροι. Ο ορισμός θα λαμβάνει χώρα από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο τηρείται ο κατάλογος.

Η υπουργική απόφαση ορίζει ότι κατά την έναρξη εφαρμογής του νόμου οι κατάλογοι θα πρέπει να αποσταλούν έως την 1η Ιουνίου 2024 (άρθρο 32 § 2 του νόμου) και θα ισχύουν έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2025. Από το τελευταίο χρονικό σημείο και εφεξής οι κατάλογοι θα πρέπει να αποστέλλονται την προτεραία της έναρξης κάθε επόμενου δικαστικού έτους. Οι κατάλογοι του επόμενου δικαστικού έτους θα περιλαμβάνουν τους ήδη εγγεγραμμένους δικηγόρους προηγούμενου δικαστικού έτους, εφόσον αυτοί εξακολουθούν να πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου, καθώς και τους δικηγόρους, που προστίθενται κατά το εκάστοτε τρέχον δικαστικό έτος. Σε περίπτωση, κατά την οποία δικηγόρος παραβιάζει τα καθήκοντα του αναφορικά με την προσήκουσα και εμπρόθεσμη άσκηση των καθηκόντων του σχετικά με την έκδοση των πράξεων, που προβλέπονται στο παρόν νομοθέτημα, αυτός διαγράφεται από τον σχετικό κατάλογο και εκπίπτει για ένα (1) έτος από το δικαίωμα υποβολής αίτησης εγγραφής στον οικείο κατάλογο του επόμενου δικαστικού έτους. Σε διαγραφή άγει και η μη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων, που θα πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο του δικηγόρου, που είναι εγγεγραμμένος στον σχετικό κατάλογο ή καταλόγους. Στις περιπτώσεις έκπτωσης λόγω πλημμελούς ή μη εκπλήρωσης των ανωτέρω καθηκόντων ή επιβολής πειθαρχικής ποινής για τον συγκεκριμένο λόγο, ο δικηγόρος θα πρέπει να επαναλάβει τα ειδικά σεμινάρια επιμόρφωσης (άρθρο 3).

Η διάταξη του άρθρου 4 της εν λόγω υπουργικής απόφασης συνάδει και με τις νομοθετικές ρυθμίσεις για το νέο δικαστικό χάρτη. Οι κατάλογοι των δικηγόρων καταρτίζονται αλφαβητικά με βάση το αρχικό γράμμα του επωνύμου του δικηγόρου. Η ανάθεση γίνεται στον πρώτο αλφαβητικά δικηγόρο και ακολουθούν οι επόμενοι. Όταν ολοκληρωθεί ο κατάλογος η ανάθεση γίνεται εκ νέου στον πρώτο κ.ο.κ. Σε περίπτωση, κατά την οποία, και με βάση το νέο δικαστικό χάρτη, στην ίδια περιφερειακή ενότητα υφίσταται έδρα Πρωτοδικείου και παράλληλη έδρα αυτού, σε κάθε έδρα τηρούνται ξεχωριστοί κατάλογοι.

Με απόφαση του Προϊσταμένου του οικείου Πρωτοδικείου και με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου μπορεί να ορίζεται ότι σε έναν δικηγόρο θα μπορεί να ανατίθεται μεγαλύτερος αριθμός υποθέσεων για την έκδοση των σχετικών πράξεων. Η διάταξη προβλέπει, ακόμη, και τη δυνατότητα ηλεκτρονικής τήρησης των καταλόγων και αυτοματοποιημένης διαδικασίας ανάθεσης και αντικατάστασης δικηγόρων. Σε περίπτωση άρνησης έκδοσης πράξης εκ μέρους δικηγόρου, κωλύματος, θανάτου ή άλλης περίπτωσης πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του, η υπόθεση ανατίθεται στον επόμενο, κατά την αλφαβητική σειρά, δικηγόρο, στον οποίον δεν έχουν ανατεθεί υποθέσεις, ακόμα και αν στον δικηγόρο που εμφάνισε το κώλυμα είχε ανατεθεί μεγαλύτερος αριθμός υποθέσεων και το πρόβλημα εντοπίζεται σε μία εξ αυτών.

Τέλος, η διάταξη του άρθρου 5 της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως καθορίζει το πλαίσιο των αμοιβών των δικηγόρων, οι οποίοι εκδίδουν τις πράξεις που προβλέπονται στο νόμο 5095/2024. Για την επεξεργασία φακέλου στο πλαίσιο εγγραφής σωματείου στα οικεία βιβλία, τροποποίησης του καταστατικού του κ.ο.κ., στο πλαίσιο του άρθρου 787 ΚΠολΔ, η αμοιβή ορίζεται στο ποσό των 120 ευρώ. Για την έκδοση πράξεων εγγραφής και εξάλειψης συναινετικής προσημείωσης υποθήκης, κατά το άρθρο 208 ΚΠολΔ, η αμοιβή ανέρχεται στο ποσό των 160 ευρώ, ενώ για την έκδοση πράξης χορήγησης κληρονομητηρίου, κατά το 666άρθρο 819 ΚΠολΔ η αμοιβή του δικηγόρου ανέρχεται στο ποσό των 200 ευρώ.

Η απόφαση προβλέπει ότι τα ανωτέρω ποσά θα καταβάλλονται στους δικηγόρους καθαρά άνευ φορολογικών ή άλλων επιβαρύνσεων. Ο αιτών την έκδοση της πράξης προκαταβάλλει την αμοιβή του δικηγόρου στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο με την έκδοση του σχετικού γραμματίου προείσπραξης, το οποίο υποβάλλεται μαζί με την αίτηση. Είναι δυνατή και η ηλεκτρονική πληρωμή και έκδοση του γραμματίου. Προϋπόθεση για την καταβολή της αμοιβής από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο προς το Δικηγόρο αποτελεί η προσκόμιση από τον τελευταίο στον Σύλλογο επικυρωμένου, από τη Γραμματεία, αντιγράφου της πράξεως που εξέδωσε ή βεβαίωση της Γραμματείας για την προσήκουσα εκπλήρωση των καθηκόντων του.