Top

Αναζήτηση


Ελληνική Δικαιοσύνη
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
5
Έτος
2024
 
Περισσότερα »

Παραπομπές


Ελληνική Δικαιοσύνη, 5 (2024)


ΜΕφΑθ 2435/2024 - σχόλιο: Κ. Παντελίδου

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΥΙΟΘΕΣΙΑ

Αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης για υιοθεσία. Η δημόσια τάξη, ως ανασχετικός παράγων εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου, λειτουργεί περιπτωσιολογικά, και μόνη η άγνοια ή η απαγόρευση αυτή καθ’ εαυτή ενός γνωστού σε εμάς θεσμού από το αλλοδαπό δίκαιο δεν μπορεί να οδηγήσει στην κρίση, ότι η εφαρμογή του δικαίου αυτού κατ’ ανάγκη προσκρούει στην ελληνική δημόσια τάξη, δηλαδή αυτό που προσκρούει ή όχι στη δημόσια τάξη δεν είναι ο κανόνας του αλλοδαπού δικαίου, αλλά η συγκεκριμένη εκάστοτε εφαρμογή του.
Ο όρος «οικογένεια» προσδιορίζεται από την κοινωνική εμπειρία, και κρίνεται από τον νομοθέτη και τον δικαστή. Τα ομόφυλα ζευγάρια είναι εξίσου ικανά με τα ετερόφυλα να δεσμευτούν σε σταθερές σχέσεις και βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση με ένα ζευγάρι διαφορετικού φύλου όσον αφορά την ανάγκη τους για νομική αναγνώριση και προστασία της σχέσης τους. Το ΕΔΔΑ έχει αναγνωρίσει ότι η σχέση ομόφυλων ζευγαριών εμπίπτει στην έννοια της οικογενειακής ζωής του άρθ. 8 ΕΣΔΑ.
Υιοθεσία από ζευγάρι γυναικών. Το μοντέλο της οικογένειας που η σύνθεση των μελών της αποτελεί διαφορετική περίπτωση σε σχέση με τα καθιερωμένα δεν προκαλεί τις κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις, διότι τελικά αυτή η διαφορετικότητα δεν μπορεί να αποβεί σε βάρος του πραγματικού συμφέροντος του τέκνου.
Με τη διάταξη του άρθ. 11 § 1 ν. 5089/2024, εισάγεται κανόνας αναγνώρισης της γονεϊκής σχέσης που έχει δημιουργηθεί μέσω νόμιμων διαδικασιών της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στο εξωτερικό (ακόμη και μη προβλεπόμενων στο ελληνικό δίκαιο), ανεξαρτήτως του φύλου του ενός ή των δύο γονέων και της πρόβλεψης ή μη του τρόπου δημιουργίας της ως άνω σχέσης στην εσωτερική έννομη τάξη.
Η άρνηση αναγνώρισης του δεδικασμένου που απορρέει από αλλοδαπή δικαστική απόφαση για την υιοθεσία της ανήλικης θα αποτρέψει τελικώς να παράγει και στη χώρα μας τα έννομα αποτελέσματά της, γεγονός που προσκρούει βάναυσα και αντιστρατεύεται το πραγματικό συμφέρον του ανηλίκου και είναι αποδοκιμαστέο από τη διεθνή και ελληνική έννομη τάξη, αφού θα εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος της ανήλικης εξαιτίας του γενετήσιου προσανατολισμού των γονέων της.

I. Με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας από 13.3.2024 με αρ. εκθ. κατ. .../2024 κλήση της εκκαλούσας - αιτούσας, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας σύνθεση λόγω προαγωγής της Δικαστή που εξέδωσε την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. 4408/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου), η ένδικη από 15.1.2018 έφεση της αιτούσας και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθ. 424/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και αφορά αναγνώριση δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης. Η κρινόμενη έφεση, η οποία φέρεται προς συζήτηση μετά την έκδοση της με αριθ. 1882/2023 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε στο σύνολό της η με αριθ. 503/2020 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που είχε εκδοθεί επί της ως άνω έφεσης και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, συγκροτούμενου από διαφορετικό δικαστή από εκείνον που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513, 51 β, 748, 761 και 762 ΚΠολΔ, και έχει επιδοθεί αντίγραφο αυτής και της από 13.3.2024 κλήσης, κατ’ άρθρο 748 ΚΠολΔ στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών… Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως άνω, διαδικασία.

II. Κατά το άρθρο 580 § 4 του ΚΠολΔ οι αποφάσεις της Ολομέλειας και των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν, κατά δε το άρθρο 581 § 2 του ίδιου κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφεται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 § 1 εδ. β΄. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι η υποχρέωση του δικαστηρίου της παραπομπής να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση περιορίζεται μόνο στο νομικό ζήτημα που έλαβε θέση ο Άρειος Πάγος, δεχόμενος το σχετικό λόγο αναίρεσης. Αντίθετα, τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται ως προς την ουσία της διαφοράς, η περί της οποίας κρίση του είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 548/2008 ΤΝΠ-Νόμος). Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 579 § 1 ΚΠολΔ αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε το άρθρο 581 §§ 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Από τις τελευταίες διατάξεις προκύπτει ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της έκδοσης αυτής κατάσταση, δηλαδή, με την αναίρεση της απόφασης εξαφανίζεται αυτή και αναβιώνει η εκκρεμοδικία της αγωγής ή έφεσης επί της οποίας εκδόθηκε. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη αυτού την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/200 7, ΑΠ 2057/2006 ΤΝΠ-Νόμος). Ειδικότερα δε, σε περίπτωση αναίρεσης εφετειακής απόφασης στο σύνολο της, οι διάδικοι επανέρχονται στη θέση που ήταν πριν από τη συζήτηση της έφεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση (ΑΠ 1220/2007, ΑΠ 553/2008 ΤΝΠ-Νόμος).

III. Στην προκείμενη περίπτωση, η αιτούσα, ελληνικής καταγωγής και μόνιμος κάτοικος Νέας Υόρκης ΗΠΑ με την από 1.11.2016 αίτησή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθ. κατάθ. …/2016, ισχυρίσθηκε ότι αφού αρχικά κατήρτισε στις 8.7.2009 σύμφωνο συμβίωσης στην ως άνω πόλη (Νέα Υόρκη ΗΠΑ) με την K.S., ακολούθως, τέλεσε και γάμο μετά της τελευταίας στην ίδια πόλη στις 22.11.2013. Ότι κατόπιν της αναφερομένης στην ένδικη αίτηση αιτήσεως των δύο συζύγων, εκδόθηκε η από 30.8.2015 απόφαση του Οικογενειακού δικαστηρίου της Πολιτείας του Ντιλαγουέαρ, με την οποία κηρύχθηκε θετό τέκνο τους ένα θήλυ τέκνο το οποίο γεννήθηκε στις 18.12.2014 στην πόλη Ντόβερ της ίδιας Πολιτείας και φέρει έκτοτε το ονοματεπώνυμο Μ. Κ.-S, (ήτοι τα επώνυμα των δύο υιοθετουσών συζύγων). Ότι επιπλέον στις 22.7.2006 συνήψε και σύμφωνο συμβίωσης στην Ελλάδα με την ως άνω K.S. και ότι η ίδια διατηρεί στην Ελλάδα εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων τα οποία επιθυμεί μελλοντικά να μεταβιβάσει στην ως άνω υιοθετημένη ανήλικη. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η ανωτέρω απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου έχει αποκτήσει και στην ελληνική επικράτεια ισχύ δεδικασμένου. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 424/2017 οριστική του απόφαση, η οποία απέρριψε την αίτηση με το σκεπτικό ότι η προαναφερόμενη απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου αντίκειται στη δημόσια τάξη κατά τη διάταξη του άρθρου 33 του ΑΚ και τα χρηστά ήθη, διότι η υιοθεσία ανήλικου τέκνου από ομόφυλο παντρεμένο ζευγάρι γυναικών, την οποία η αλλοδαπή αυτή απόφαση επέτρεψε, είναι αντίθετη σε κυριαρχικές αρχές και αντιλήψεις, που διέπουν στην παρούσα χρονική περίοδο τη ζωή και το βιοτικό ρυθμό της Ελλάδος. Κατά της αποφάσεως αυτής, ασκήθηκε η ένδικη από 15.1.2018 έφεση από την αιτούσα, με την οποία παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στα δικόγραφα λόγους, ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση άλλως να μεταρρυθμιστεί κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια και στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αίτηση στο σύνολό της και καθ’ όλα αυτής τα αιτήματα. Όπως προαναφέρθηκε, επί της ως άνω έφεσης εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθ. 4408/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που δέχθηκε τυπικά την έφεση, ανέβαλε τη συζήτηση και έταξε όσα αναφέρονται σ’ αυτήν και στη συνέχεια η υπ’ αριθ. 503/2020 απόφασή του ως άνω δικαστηρίου με την οποία ανακλήθηκε η ανωτέρω υπ’ αριθ. 4408/2018 μη οριστική απόφαση, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 424/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διακρατήθηκε και δικάσθηκε η από 31.10.2016 ένδικη αίτηση, την οποία απέρριψε ως νόμω αβάσιμη. Κατά της αμέσως προαναφερθείσας υπ’ αριθ. 503/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η αιτούσα άσκησε αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1882/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε στο σύνολό της η άνω απόφαση του Εφετείου, και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, συγκροτούμενο από διαφορετικό Δικαστή, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, εφόσον η υπόθεση συζητείται στο δικαστήριο της παραπομπής, η κρινόμενη έφεση θα ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, εντός των ορίων που διαγράφονται από την παραπάνω αναιρετική απόφαση, ενώ η διάδικος επανέρχεται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε.

IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 780 ΚΠολΔ, με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου έχει στην Ελλάδα, χωρίς άλλη διαδικασία, την ισχύ, που της αναγνωρίζει το δίκαιο του κράτους του δικαστηρίου που την εξέδωσε, εφ’ όσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: 1) αν η απόφαση εφάρμοσε τον ουσιαστικό νόμο που έπρεπε να εφαρμοστεί κατά το ελληνικό δίκαιο και εκδόθηκε από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία κατά το δίκαιο της πολιτείας της οποίας τον ουσιαστικό νόμο εφάρμοσε και 2) αν δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη. Η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται σε υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας και έχει προδήλως τον χαρακτήρα ειδικού κανόνα έναντι εκείνης του άρθρου 905 § 4 του ίδιου Κώδικα, με την οποία ορίζονται οι προϋποθέσεις αναγνωρίσεως δεδικασμένου από απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που αφορά στην προσωπική κατάσταση, καθόσον η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρεται στις υποθέσεις της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 780 ΚΠολΔ συνάγεται περαιτέρω ότι δεν απαιτείται οποιαδήποτε διαδικασία για την αναγνώριση στην Ελλάδα των αλλοδαπών αποφάσεων επί υποθέσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας, άρα και εκείνων για την τέλεση υιοθεσίας (άρθ. 800 ΚΠολΔ), εκτός αν υπάρχει διεθνής σύμβαση, που ορίζει διαφορετικά. Οι αποφάσεις αυτές ισχύουν στην ημεδαπή αυτοδικαίως, έτσι ώστε, οποιοδήποτε δικαστήριο ή άλλη αρχή, ενώπιον των οποίων ανακύπτει ως κύριο ή προδικαστικό το ζήτημα της ισχύος μιας τέτοιας αποφάσεως, δικαιούται και οφείλει να ελέγχει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των προϋποθέσεων, που αξιώνει για την ισχύ της το άρθρο 780 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 9/2016, ΟλΑΠ 17/2008 ΤΝΠ-Νόμος). Πλην, όμως, επειδή τις περισσότερες φορές είναι δυσχερής η διάγνωση της συνδρομής των προαναφερόμενων προϋποθέσεων ισχύος της (αλλοδαπής αποφάσεως) από τις αρμόδιες, προς εφαρμογή της, δημόσιες αρχές, παρίσταται ανάγκη δικαστικής διάγνωσης και διαπίστωσής τους (προϋποθέσεων ισχύος), ούτως ώστε, κατ’ αναλογία της διατάξεως του άρθρου 905 § 4 ΚΠολΔ, να αναγνωρίζεται, όταν υφίσταται ανάγκη προς τούτο, από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθ. 905 § 1 ΚΠολΔ) η ισχύς αλλοδαπής απόφασης που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και αφορά την προσωπική κατάσταση, με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθ. 780 ΚΠολΔ, υπό την έννοια της διαπλαστικής ή διαπιστωτικής ενέργειας, που αυτές αναπτύσσουν, η οποία διαμέσου των ρυθμίσεων του ουσιαστικού δικαίου διαμορφώνει ή κατοχυρώνει την υπόσταση ή το περιεχόμενο ορισμένης έννομης σχέσης ή κατάστασης (ΜΕφΠειρ 353/2014 ΤΝΠ-Νόμος, Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ II. 2020, άρθρο 780, αριθ. 11). Περαιτέρω, με το ν. 3765/2009 κυρώθηκε, κατ’ άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση για την προστασία των παιδιών και τη συνεργασία σχετικά με τη διακρατική υιοθεσία που υπογράφηκε στη Χάγη στις 29.5.1993, στο άρθρο 23 της οποίας ορίζονται τα εξής: «1. Υιοθεσία, για την οποία η αρμόδια αρχή Συμβαλλόμενου Κράτους παρέχει πιστοποίηση ότι έγινε σύμφωνα με τη Σύμβαση, αναγνωρίζεται ως νόμιμη στα άλλα Συμβαλλόμενα Κράτη. Η πιστοποίηση προσδιορίζει πότε και από ποιον δόθηκαν οι συμφωνίες που προβλέπονται από το άρθρο 17 υποπαράγραφο γ. 2. Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος, κατά το χρόνο της υπογραφής, της επικύρωσης, της αποδοχής, της έγκρισης ή της προσχώρησης, γνωστοποιεί στο Θεματοφύλακα της Σύμβασης την ταυτότητα και τις λειτουργίες της Αρχής ή των Αρχών οι οποίες, σε αυτό το κράτος, είναι αρμόδιες να προβούν στην πιστοποίηση. Επίσης γνωστοποιεί στο Θεματοφύλακα της Σύμβασης οποιαδήποτε τροποποίηση στο διορισμό αυτών των αρχών». Κατά δε το άρθρο 2 § 6 του ως άνω νόμου: «Η αναγνώριση από την Ελλάδα μιας υιοθεσίας που πραγματοποιήθηκε σε αλλοδαπό Συμβαλλόμενο Κράτος τελεί υπό τις προϋποθέσεις: α) ότι έχει παρασχεθεί η πιστοποίηση από την Αρμόδια Αρχή του Συμβαλλόμενου Κράτους ότι η υιοθεσία έγινε σύμφωνα με τη Σύμβαση και β) ότι η υιοθεσία δεν είναι προδήλως αντίθετη προς τη δημόσια τάξη, λαμβανομένου υπ' όψιν του συμφέροντος του παιδιού». Σύμφωνα δε με το άρθρο 24: «Οι αρμόδιες αρχές ενός Συμβαλλόμενου Κράτους μπορούν να αρνηθούν την αναγνώριση μας υιοθεσίας εφόσον αυτή είναι προδήλως αντίθετη προς τη δημόσια τάξη αυτού, λαμβανομένου υπ’ όψη του συμφέροντος του παιδιού». Επιπλέον στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθ. 28 § 1 του Συντάγματος) ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Κατά την ενάσκηση αυτού του δικαιώματος, δεν επιτρέπεται παρέμβαση δημόσιας αρχής, παρά μόνον εφόσον είναι σύμφωνη με τον νόμο και είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για λόγους εθνικής ασφάλειας, δημόσιας ασφάλειας ή οικονομικής ευημερίας της χώρας, για την αποτροπή των εκτροπών ή του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας ή των ηθών ή για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων, στο δε άρθρο 14 της ίδιας ως άνω Ευρωπαϊκής Σύμβασης ορίζεται ότι: «η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής ας εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως». Επίσης από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1542, 1543, 1544, 1546, 1549, 1550, 1555 ΑΚ προκύπτει ότι η υιοθεσία επιτρέπεται μόνο όταν αυτός που υιοθετείται είναι ανήλικος και πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του υιοθετούμενου. Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, αυτός που υιοθετεί πρέπει να είναι ικανός για δικαιοπραξία, να έχει συμπληρώσει τα τριάντα χρόνια του και να μην έχει υπερβεί τα εξήντα, να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοχτώ αλλά όχι και περισσότερο από πενήντα χρόνια, ενώ η υιοθεσία τελείται με δικαστική απόφαση, ύστερα από αίτηση του υποψηφίου θετού γονέα, που συναινεί αυτοπροσώπως ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως και ο ίδιος ο υιοθετούμενος (εφόσον έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του) αλλά και οι φυσικοί του γονείς. Απαραίτητη είναι τέλος και η διεξαγωγή έρευνας από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 23 και 33 ΑΚ, προκύπτει ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση και τη λύση της υιοθεσίας ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους, δηλαδή του υιοθετούντος και του υιοθετούμενου, εφόσον οι διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου δεν προσκρούουν στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη της Ελληνικής Πολιτείας. Το επιλαμβανόμενο, δηλαδή, Δικαστήριο, ως έχον, κατά τα ανωτέρω, την απαιτούμενη διεθνή δικαιοδοσία, θα κρίνει, εάν οι διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου, που τυγχάνουν εφαρμογής ως προς τον αλλοδαπό διάδικο, παραβιάζουν ή όχι την ημεδαπή δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη και αν, κατ’ επέκταση, θα εφαρμοσθούν ή όχι από αυτό, δεδομένου ότι η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης, που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 33 ΑΚ, είναι πρόκριμα στην εφαρμογή κάθε αλλοδαπής διάταξης και επομένως, όταν το εφαρμοστέο δίκαιο είναι αλλοδαπό δίκαιο, ο δικαστής προκαταρκτικά οφείλει να κρίνει αν αυτή προσαρμόζεται στην ημεδαπή δημόσια τάξη και συμβιβάζεται με αυτήν. Ακολούθως, δημόσια τάξη, υπό την αναφερόμενη στο άρθρο 33 ΑΚ έννοια, είναι το σύνολο των θεμελιωδών κανόνων και αρχών που κρατούν κατά ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία μπορεί να προξενήσει διαταραχή στα βιοτικό ρυθμό, ο οποίος κυριαρχεί στη χώρα και διέπεται από τις εν λόγω αρχές (ΟλΑΠ 6/1990 ΤΝΠ-Νόμος). Η δημόσια τάξη, ως ανασχετικός παράγων εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου, λειτουργεί περιπτωσιολογικά, και μόνη η άγνοια ή η απαγόρευση αυτή καθ’ εαυτή ενός γνωστού σε εμάς θεσμού από το αλλοδαπό δίκαιο, δεν μπορεί να οδηγήσει στην κρίση, ότι η εφαρμογή του δικαίου αυτού κατ’ ανάγκη προσκρούει στην ελληνική δημόσια τάξη, δηλαδή αυτό που προσκρούει ή όχι στη δημόσια τάξη δεν είναι ο κανόνας του αλλοδαπού δικαίου, αλλά η συγκεκριμένη εκάστοτε εφαρμογή του. Ειδικότερα, ο δικάζων δικαστής δεν αξιολογεί το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο, ούτε τον ειδικότερο εφαρμοστέο αλλοδαπό κανόνα δικαίου κατά τρόπο απόλυτο, γενικό και αφηρημένο. Εξετάζει μόνο κατά πόσο οι έννομες συνέπειες, οι οποίες θα παραχθούν στην ημεδαπή από την εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου επί των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών της κάθε ειδικότερης περίπτωσης, γίνονται ή όχι ανεκτές από τον κρατούντα στη χώρα μας βιοτικό κοινωνικό ρυθμό. Επίσης, επί αιτήσεως υιοθεσίας ανηλίκου με στοιχεία αλλοδαπότητος, το δικαστήριο θα πρέπει εξατομικευμένα να ερευνήσει τις ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις, οι οποίες θα καθιστούσαν αφόρητη, για τις θεμελιώδεις, ως άνω, αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού δικαίου, την απόρριψη της αιτήσεως. Να σημειωθεί επίσης ότι, στην ημεδαπή έννομη τάξη το ενδιαφέρον σχετικά με το θεσμό της υιοθεσίας έχει επικεντρωθεί στο συμφέρον του υιοθετουμένου και στην παροχή δυνατότητας σε αυτόν να μεγαλώσει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με ανάπτυξη σχέσεων στοργής και αφοσίωσης, με σωστή ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση και με ομαλή εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Εξάλλου κεφαλαιώδους σημασίας αποτελεί η επαναπροσέγγιση της έννοιας της οικογένειας προκειμένου αυτή να προσαρμοσθεί στα επίκαιρα κοινωνικά δεδομένα και τις εξελίξεις που έχουν επέλθει στην παρεχόμενη προστασία σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο όρος «οικογένεια» προσδιορίζεται από την κοινωνική εμπειρία, και κρίνεται από τον νομοθέτη και τον δικαστή. Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα στατικό θεσμό αλλά αντίθετα για ένα δυναμικό που προσαρμόζεται με βάση τις εξελίξεις στην κοινωνία και τις αλλαγές στην αντίληψη των κοινωνικών και πολιτειακών ζητημάτων και σχέσεων (Παπαδοπούλου, Η νομική έννοια της «Οικογένειας» και τα Ομόφυλα Ζευγάρια: Μαθήματα από το ΕΔΔΑ. σε Τιμ. Τομ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, 2016, σ. 361). Επιπλέον τα ομόφυλα ζευγάρια είναι εξίσου ικανά με τα ετερόφυλα να δεσμευτούν σε σταθερές σχέσεις και βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση με ένα ζευγάρι διαφορετικού φύλου όσον αφορά στην ανάγκη τους για νομική αναγνώριση και προστασία της σχέσης τους. Προς τούτο, σημαντική επιρροή ασκεί η μετάδοση των ψυχολογικών, κοινωνιολογικών και ιατρικών δεδομένων. Σύμφωνα με αυτά, δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι σήμερα καμία στατιστική απόκλιση, μεταξύ παιδιών που μεγαλώνουν σε ομόφυλες οικογένειες και παιδιών που μεγαλώνουν σε ετερόφυλες οικογένειες, ως προς τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό, την ακαδημαϊκή, την ψυχική, την κοινωνική τους ανάπτυξη. Αυτό που έχει σημασία είναι η ποιότητα της σχέσης γονέων και παιδιών καθώς και τα υλικά αγαθά (Κουκούλης, Δυνατότητες απόκτησης παιδιών από ομόφυλα ζεύγη στην ελληνική δικαιοταξία, ΕΦΑΠΟΛΔ 2019. 280, Γαλάνη, Η αναδοχή ανηλίκου από ομόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης υπό το φως του Συντάγματος και της ΕΙΔΑ - Από την αναδοχή στην τεκνοθεσία, ΕΦΑΠΟΛΔ 2021. 25, Ρεθυμιω­τάκη. Συντροφικότητα, γάμος και συγγένεια χωρίς έμφυλη διαφορά: μια πρόκληση για το οικογενειακό δίκαιο, σε Τιμ. Τομ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη 2016, σ. 807-808). Τέλος καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση των νέων αντιλήψεων διαδραματίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο, έχει αναγνωρίζει ότι η σχέση ομόφυλων ζευγαριών εμπίπτει στην έννοια της οικογενειακής ζωής του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, διότι πληρούν τους όρους των κοινωνικό - συναισθηματικών δεσμών και της αμοιβαίας φροντίδας (βλ. ΕΔΔΑ, Schalk και Kopf κατά Αυστρίας της 24.6.2010, X. κ.ά. κατά Αυστρίας της 19.2.2013, Oliari κ.ά. κατά Ιταλίας της 21.7.2015, Taddeucci και McCall κατά Ιταλίας της 30.6.2016, ΝοΒ 2017. 740, Orlandi κ.ά. κατά Ιταλίας της 14.12.2017, Fedotova κ.ά. κατά Ρωσίας της 17.1.2023, Buhuceanu κ.ά. κατά Ρουμανίας της 23.5.2023, Ακτύπης, Απαγόρευση διακρίσεων και σύμφωνο συμβίωσης στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΝοΒ 2015. 702).

V. Από τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Η αιτούσα, ελληνικής καταγωγής, που διαμένει μόνιμα στη Νέα Υόρκη ΗΠΑ, έχει συνάψει το με αρ. κατ. …/8.7.2009 σύμφωνο συμβίωσης με την K.S., μόνιμη κάτοικο επίσης ΗΠΑ. Τα ανωτέρω πρόσωπα τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 22.11.2013 ενώ μετέπειτα συνήψαν και σύμφωνο συμβίωσης στην Ελλάδα, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/22.7.2016 πράξης της Συμβολαιογράφου Σ.Π. Στις 12.11.2010 η αιτούσα γέννησε ένα τέκνο, τον Χρ. Κ.-S. ο οποίος στη συνέχεια υιοθετήθηκε από την K.S. Στη συνέχεια, κατόπιν κοινής αιτήσεως της αιτούσας μετά της ως άνω συζύγου της, εκδόθηκε η από 30.8.2015 οριστική απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Πολιτείας Ντιλαγουέαρ σύμφωνα με την οποία ανήλικη Μ., γεννηθείσα στις 18.12.2014 από την Br.Z. και άγνωστο πατέρα στην πόλη Ντόβερ της Πολιτείας Ντιλαγουέαρ υιοθετήθηκε από το ανωτέρω ζευγάρι και φέρει το επώνυμο K-S. … Σύμφωνα με την από 30.10.2018, με apostille, βεβαίωση του ως άνω αλλοδαπού δικαστηρίου, η ως άνω απόφαση είναι τελεσίδικη, καθόσον μέχρι τις 30.10.2018 δεν είχε καταχωρηθεί κάποια ένσταση, ούτε μπορεί έκτοτε να καταχωρηθεί κάποια, λόγω παρέλευσης της νομοθετημένης προθεσμίας. Η υιοθεσία έγινε κατόπιν κοινής αίτησης των συζύγων K.S. και B.K. …και όπως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης και αφού διαπιστώθηκε ότι όλες οι νόμιμες απαιτήσεις έχουν καλυφθεί, το δικαστήριο έκρινε ότι είναι ικανοποιημένο ως προς την ικανότητά τους να διατηρήσουν τη φροντίδα και τη μόρφωση του ως άνω θήλυ τέκνου και ότι είναι προς το συμφέρον του να προωθηθεί η προτεινόμενη συμφωνία. Σημειώνεται ότι η βιολογική μητέρα του τέκνου είχε παραιτηθεί των γονεϊκών δικαιωμάτων και ο πατέρας του τέκνου ήταν άγνωστος, με συνέπεια αρχικά τα γονεϊκά δικαιώματα των γονέων να μεταφερθούν στις Χριστιανικές Υπηρεσίες Μπέθανι (βλ. την από 12.6.2015 απόφαση του ως άνω οικογενειακού δικαστηρίου) οπότε δεν απαιτείτο η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της Σύμβασης προϋπόθεση της συναίνεσης της φυσικής μητέρας του άρθρου 4 της Σύμβασης της Χάγης. Από την επίδικη απόφαση προκύπτει ακόμη, ότι αυτή δεν εκδόθηκε ερήμην κάποιου διαδίκου και κατά συνέπεια κανείς διάδικος δεν στερήθηκε τα δικαιώματά του και γενικώς της συμμετοχής του στη δίκη αυτή, η υπόθεση αυτή της υιοθεσίας, υπαγόταν κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Δικαίου, στη δικαιοδοσία του ως άνω Δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρισκόταν ο τόπος της συνήθους διαμονής της υιοθετούμενης (άρθρο 800 § 1 ΚΠολΔ), εφαρμόσθηκε δε το δίκαιο της Πολιτείας του Ντιλαγουέαρ των ΗΠΑ ως χώρας της ιθαγένειας του υιοθετούμενου (άρθρο 23 § 1 ΑΚ), ενώ μεταξύ άλλων, πληρούνται και τα ηλικιακά όρια, που θέτει το ελληνικό δίκαιο για την τέλεση της υιοθεσίας (ανήλικη έχει γεννηθεί την 18.12.2014 και οι αιτούσες - θετές μητέρες την 21.2.1970 και 28.4.1971 αντίστοιχα). Περαιτέρω, από καμία διάταξη του ελληνικού δικαίου δεν καθιερώνεται αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων για την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης. Τέλος αιτούσα προσκομίζει τα με αριθ. … και …, καθώς και πιστοποιητικά της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με τα οποία κανένα δικόγραφο δεν έχει κατατεθεί για υιοθεσία κήρυξη αλλοδαπής απόφασης εκτελεστής, πλην της ένδικης. Αναφορικά με την αντίθεση της υπό αναγνώριση της εκτελεστότητας απόφασης προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη, λαμβανομένων υπ' όψιν και όσων εκτενώς αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη, λεκτέα τα εξής: Η ελληνική νομοθεσία και νομολογία, με θεμέλιο και μοναδικό κριτήριο τις βασικές και θεμελιώδους σημασίας αρχές και αντιλήψεις, που διέπουν σήμερα τη ζωή στην ελληνική κοινωνία, αποβλέπει κυριαρχικά στο συμφέρον και στη δυνατότητα ομαλής ψυχοπνευματικής ανάπτυξης των ανηλίκων παιδιών σε ένα υγιές κοινωνικό περιβάλλον, διασφαλιζόμενων πλήρως των δικαιωμάτων και των συμφερόντων τους. Κατά συνέπεια, το μοντέλο της οικογένειας, που η σύνθεση των μελών της αποτελεί διαφορετική περίπτωση σε σχέση με τα καθιερωμένα δεν προκαλεί τις κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις διότι τελικά αυτή η διαφορετικότητα δεν μπορεί να αποβεί σε βάρος του πραγματικού συμφέροντος του τέκνου, ενώ η ελληνική κοινωνία τυγχάνει πλέον αρκετά προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί τέτοιες καταστάσεις και αρκετά προοδευτική να φιλοξενήσει αρμονικά στους κόλπους της και να ανεχθεί την ύπαρξη και της ομόφυλης οικογένειας μετά τέκνων (ΜΕφΘεσ 159/2022 ΕλλΔνη 2022. 1404 με σύμφωνες παρατηρήσεις Πανταζόπουλου). Ήδη, με το ν. 5089/2024 τροποποιήθηκε το άρθρο 1350 ΑΚ. προκειμένου να αναγνωρισθεί η δυνατότητα σύναψης γάμου από πρόσωπα του ίδιου φύλου. Επίσης με το άρθρο 11 του ν. 5089/2024 επιχειρείται η προστασία της οικογένειας που έχει ήδη συσταθεί σε χώρα του εξωτερικού και ιδίως των τέκνων που έχουν γεννηθεί και θεμελιώσει νομική σχέση με τον γονέα ή τους ομόφυλους γονείς τους. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 11 § 1 του ν. 5089/2024, εισάγεται κανόνας αναγνώρισης της γονεϊκής σχέσης που έχει δημιουργηθεί μέσω νόμιμων διαδικασιών της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στο εξωτερικό (ακόμη και μη προβλεπόμενων στο ελληνικό δίκαιο), ανεξαρτήτως του φύλου του ενός ή των δύο γονέων και της πρόβλεψης ή μη του τρόπου δημιουργίας της ως άνω σχέσης στην εσωτερική έννομη τάξη. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, τα δικαστήρια ή άλλες αρμόδιες αρχές, όπως τα ληξιαρχεία, δεν θα έχουν τη δυνατότητα να μην αναγνωρίσουν δημόσιο έγγραφο ή δικαστική απόφαση τρίτης χώρας, για λόγο που ανάγεται αποκλειστικά στο φύλο του γονέα ή των γονέων ή στην πρόβλεψη ή μη του τρόπου δημιουργίας της σχέσης στην εσωτερική έννομη τάξη. Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 11 § 2 του ν. 5089/2024, ρυθμίζεται ξεχωριστά η νομική μεταχείριση της υιοθεσίας από συζύγους του ίδιου φύλου ή της υιοθεσίας του παιδιού του ενός ομόφυλου συζύγου από τον άλλο σύζυγο η οποία έχει τελεσθεί στο εξωτερικό. Προβλέπεται ότι αυτές οι υιοθεσίες αναγνωρίζονται με δικαστική απόφαση και ισχύουν αναδρομικά από τον χρόνο που έγιναν, σύμφωνα με τις διατάζεις που διέπουν την αναγνώριση των σχετικών νομικών πράξεων, υπό την επιφύλαξη πάντως του άρθρου 23 ΑΚ, που συναρτά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της υιοθεσίας με το δίκαιο της ιθαγένειας υιοθετούντος και υιοθετουμένου. Ως εκ τούτου, στην προκείμενη περίπτωση, η άρνηση αναγνώρισης του δεδικασμένου που απορρέει από την ως άνω δικαστική απόφαση για την υιοθεσία της ανήλικης, θα αποτρέψει τελικώς να παράγει και στη χώρα μας τα έννομα αποτελέσματά της η από 30.8.2015 απόφαση του Οικογενειακού δικαστηρίου της Πολιτείας Ντιλαγουέαρ, με την οποία κηρύχθηκε θετό τέκνο της αιτούσας το οποίο γεννήθηκε στις 18.12.2014 στην πόλη Ντόβερ της ίδιας Πολιτείας και φέρει το ονοματεπώνυμο Μ. Κ.-S. γεγονός που προσκρούει βάναυσα και αντιστρατεύεται το πραγματικό συμφέρον του ανηλίκου και είναι αποδοκιμαστέο από τη διεθνή και ελληνική έννομη τάξη, αφού θα εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος της ανήλικης εξαιτίας του γενετήσιου προσανατολισμού των γονέων της. Και τούτο, διότι όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες το ως άνω ανήλικο θήλυ τέκνο των διαδίκων έχει διαμορφώσει σχέσεις με τους ομόφυλους γονείς του, που εάν διαταραχθούν, θα θίξουν καίρια το ψυχικό του κόσμο και την ομαλή ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη. Χαρακτηριστική προς την κατεύθυνση αυτή είναι η ΕΔΔΑ, D.Β. και άλλοι κατά Ελβετίας της 22.11.2022, η οποία διακήρυξε ρητά ότι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού μειώνει το περιθώριο εκτίμησης των συμβαλλόμενων κρατών όσον αφορά την αναγνώριση της σχέσης παιδιού-γονέα και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 ΕΣΔΑ από την Ελβετία, η οποία δεν επέδειξε το δέοντα σεβασμό της ιδιωτικής ζωής ενός παιδιού που είχε γεννηθεί μέσω παρένθετης μητρότητας στις ΗΠΑ με βιολογικό υλικό άνδρα που βρίσκεται σε καταχωρισμένη συμβίωση, διότι δεν προέβη στην αναγνώριση ως γονέα και του δεύτερου μη βιολογικού γονέα λαμβάνοντας υπ' όψιν ότι η σχέση συγγένειας είχε ήδη αναγνωριστεί από το αρμόδιο αμερικανικό δικαστήριο, ενώ αποκλείσθηκε ακόμη και η δυνατότητα εκ των υστέρων υιοθεσίας του παιδιού. Διαφορετική αντιμετώπιση στέλνει το μήνυμα στα παιδιά ότι ενδέχεται να χάσουν τους γονείς τους, από νομική άποψη, όταν εισέρχονται σε ένα άλλο κράτος. Επιπλέον η αιτούσα διατηρεί στην Ελλάδα εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων …, τα οποία επιθυμεί μελλοντικά να μεταβιβάσει στο ως άνω υιοθετημένο ανήλικο με συνέπεια η τελευταία να διατηρεί κληρονομικό δικαίωμα, το οποίο δεν πρέπει να αποστερηθεί. Επομένως, η προαναφερόμενη αλλοδαπή απόφαση δεν αντίκειται στη δημόσια τάξη κατά τη διάταξη του άρθρου 33 του ΑΚ και τα χρηστά ήθη, ούτε, είναι αντίθετη σε κυριαρχικές ηθικές αρχές και αντιλήψεις, που διέπουν τη ζωή και το βιοτικό ρυθμό της Ελλάδας, ούτε προκαλεί διαταραχή στην ελληνική έννομη τάξη, και είναι βέβαιο ότι η αναγνώρισή της διά του ανωτέρω περιγραφόμενου τρόπου, είναι καθόλα ανεκτή από τον κρατούντα στη χώρα μας βιοτικό και κοινωνικό ρυθμό, ενώ αντίθετα η απόρριψη της κρινόμενης αίτησης καταλήγει στο, απολύτως αποδοκιμαστέο από την ελληνική δημόσια τάξη, αποτέλεσμα της καταπάτησης του αληθινού, σωματικού, υλικού, πνευματικού, ψυχικού, ηθικού και γενικά κάθε είδους, βέλτιστου συμφέροντος της ανήλικης κόρης της αιτούσας, συμφέροντος, που αποσκοπεί στην ανάπτυξή της σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Επομένως, αφού δεν υπάρχει λόγος, ο οποίος να αποκλείει την αναγνώριση του δεδικασμένου που απορρέει από την προαναφερόμενη απόφαση, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να αναγνωριστεί ότι υφίσταται δεδικασμένο και στην Ελληνική Επικράτεια, που απορρέει από την ως άνω από 30.8.2015 απόφαση του Οικογενειακού δικαστηρίου της Πολιτείας Ντιλαγουέαρ με την οποία κηρύχθηκε θετό τέκνο τους ένα τέκνο το οποίο γεννήθηκε στις 18.12.2014 στην πόλη Ντόβερ της ίδιας Πολιτείας και φέρει έκτοτε το ονοματεπώνυμο Μ. Κ-S. Ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την αίτηση εσφαλμένα ερμήνευσε τις προαναφερθείσες νομικές διατάξεις και κακώς εκτίμησε τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά μέσα, κατά τα ορθώς, υποστηριζόμενα με την έφεση η οποία πρέπει να γίνει δεκτή, να εξαφανιστεί η πρωτοβάθμια απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση, να γίνει δεκτή η από 31.10.2016 αίτηση και να αναγνωριστεί το δεδικασμένο στην Ελληνική Επικράτεια της από 30.8.2015 απόφασης του Οικογενειακού δικαστηρίου της Πολιτείας του Ντιλαγουέαρ.

ΜΕφΑθ 2435/2024

Δικ.: Ιωάννης Βαλμαντώνης

Παρατηρήσεις

Αναγνώριση υιοθεσίας ανηλίκου που έγινε στο εξωτερικό από ζεύγος δύο γυναικών

Η παραπάνω απόφαση του Εφετείου Αθηνών εξεδόθη κατά παραπομπή μετά από την ΑΠ 1882/2023[1], η οποία ανήρεσε την ΕφΑθ 503/2020[2], που είχε απορρίψει ως μη νόμιμη την αίτηση, λόγω αντίθεσης προς τη δημόσια τάξη. Ο ΑΠ θεώρησε ότι συνέτρεχε κακή σύνθεση του Δικαστηρίου και ανήρεσε την απόφαση κατά την ΚΠολΔ 559 περ. 2 (αν το δικαστήριο δεν είχε τη νόμιμη σύνθεση ή έλαβε μέρος στη σύνθεσή του δικαστής του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση ή κατά του οποίου είχε ασκηθεί αγωγή κακοδικίας), επειδή η αναιρεσιβαλλομένη η οποία εξεδόθη μετά από επανάληψη της συζητήσεως δεν μνημόνευε (ούτε αυτή ούτε τα πρακτικά) το λόγο για τον οποίο εξεδόθη από δικαστή διαφορετικό από αυτόν που που διέταξε την επανάληψη. Η νομολογία αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί πολύ αυστηρή, διότι ο δικαστής στον οποίο χρεώνεται η δικογραφία δεν γνωρίζει συνήθως το λόγο για τον οποίο δεν χρεώ­θηκε η υπόθεση στον ίδιο αρχικό δικαστή (ασθένεια, προαγωγή, μετάθεση, αλλαγή τμήματος κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση το Ακυρωτικό δεν εισήλθε στην ουσία της υπόθεσης και η σχολιαζόμενη Εφετειακή απόφαση δεν δεσμευόταν ως προς αυτό.

Η σχολιαζόμενη απόφαση εκλήθη να επικυρώσει αλλοδαπή απόφαση υιοθεσίας ανηλίκου τέκνου από δύο γυναίκες οι οποίες είχαν αρχικώς συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και στη συνέχεια γάμο στο εξωτερικό. Το Εφετείο έκρινε ότι η απόφαση της υιοθεσίας δεν ήταν αντίθετη προς την ελληνική δημόσια τάξη ούτε, είναι αντίθετη σε κυριαρχικές ηθικές αρχές και αντιλήψεις, που διέπουν τη ζωή και το βιοτικό ρυθμό της Ελλάδας, ενώ η απόρριψη θα καταπατούσε το αληθινό βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου κοριτσιού. Το ζήτημα με το οποίο ασχολήθηκε η απόφαση είναι πολύ σοβαρό και θέτει ζητήματα και ερωτήματα ως προς τον έλεγχο των προϋποθέσεων αναγνώρισης της αλλοδαπής απόφασης και εμμέσως ως προς το επιτρεπτό της υιοθεσίας από ζεύγος προσώπων του ιδίου φύλου.

Ας μου επιτραπούν οι εξής προβληματισμοί:

Ι. Ο έλεγχος των προϋποθέσεων αναγνώρισης αλλοδαπής απόφασης εκούσιας δικαιοδοσίας – Η αντίθεση στη δημόσια τάξη

Κατά την ΚΠολΔ 780, Με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου έχει στην Ελλάδα, χωρίς άλλη διαδικασία, την ισχύ που της αναγνωρίζει το δίκαιο του κράτους του δικαστηρίου που την εξέδωσε, εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: 1) αν η απόφαση εφάρμοσε τον ουσιαστικό νόμο που έπρεπε να εφαρμοστεί κατά το ελληνικό δίκαιο και εκδόθηκε από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία κατά το δίκαιο της πολιτείας της οποίας τον ουσιαστικό νόμο εφάρμοσε και 2) αν δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη. Ο έλεγχος της αντίθεσης με την ελληνική δημόσια τάξη (ΑΚ 33) είναι απολύτως αναγκαίος, αφού δημόσια τάξη είναι το σύνολο των θεμελιωδών κανόνων και αρχών, οικονομικών, κοινωνικών, ηθικών, που διέπουν τον βιοτικό ρυθμό της χώρας και αποτελούν ακριβώς το φράγμα του αλλοδαπού δικαίου που διαταράσσει τον βιοτικό ρυθμό[3]. Δεν μπορεί να τεθεί απαγόρευση αυτού του ελέγχου για οποιοδήποτε λόγο, διότι αυτό θα ήταν αντισυνταγματικό, αντίθετο στην αξίωση παροχής δικαστικής προστασίας (20 § 1 Συντ) και στην ανεξαρτησία των δικαστών[4].

Κατά το άρθρο 11 ν. 5089/2024 για την ισότητα στον πολιτικό γάμο (Γονεϊκή σχέση που έχει δημιουργηθεί στο εξωτερικό), 1. Σχέση γονέα ή γονέων και τέκνου που έχει καταχωριστεί σε δημόσια έγγραφα ή δικαστική απόφαση τρίτης χώρας αναγνωρίζεται στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως του φύλου του ενός ή των δύο γονέων και της πρόβλεψης ή μη του τρόπου δημιουργίας της ως άνω σχέσης στο εσωτερικό δίκαιο. Αν η γονεϊκή σχέση του πρώτου εδαφίου βασίζεται σε δικαστική απόφαση, η απόφαση αναγνωρίζεται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων για την αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων. Δημόσια αρχή, δικαστήριο ή τρίτος δεν δύναται να αντιταχθεί στην αναγνώριση της ανωτέρω γονεϊκής σχέσης που έχει δημιουργηθεί στο εξωτερικό ή στις συνέπειες από την αναγνώριση αυτή για λόγους που ανάγονται στο φύλο του ενός ή των δύο γονέων και στην πρόβλεψη ή μη του τρόπου δημιουργίας της σχέσης στο εσωτερικό δίκαιο… § 2. Ειδικά στην περίπτωση υιοθεσίας από συζύγους του ίδιου φύλου ή υιοθεσίας του παιδιού του ενός συζύγου από τον άλλο σύζυγο του ίδιου φύλου που έχει τελεστεί στο εξωτερικό κατά το δίκαιο του τόπου τέλεσής της, η υιοθεσία αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, για την αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων, από τον χρόνο που έγινε, με την επιφύλαξη του άρθρου 23 του Αστικού Κώδικα.

Το άρθρο 11 επιδιώκει να αναγνωρίσει σχέσεις γονέων - τέκνων που έχουν δημιουργηθεί στο εξωτερικό. Δεν ανήκει στις μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 13), δηλαδή μπορεί να υποστηριχθεί ότι ισχύει οποτεδήποτε έχει καταχωριστεί η σχέση γονέα ή γονέα και τέκνων, δηλαδή είτε έχει ήδη καταχωριστεί ή θα καταχωριστεί στο μέλλον.

Όταν η γονεϊκότητα στηρίζεται σε δικαστική απόφαση, απαιτείται δικαστική απόφαση για την αναγνώριση στο εσωτερικό και οπωσδήποτε δικαστική απόφαση όταν πρόκειται για υιοθεσία. Εδώ επιχειρείται να χειραγωγηθεί το δικαστήριο, διότι κατά το παραπάνω άρθρο, ο δικαστήριο ή τρίτος δεν δύναται να αντιταχθεί στην αναγνώριση της ανωτέρω γονεϊκής σχέσης που έχει δημιουργηθεί στο εξωτερικό ή στις συνέπειες από την αναγνώριση αυτή για λόγους που ανάγονται στο φύλο του ενός ή των δύο γονέων και στην πρόβλεψη ή μη του τρόπου δημιουργίας της σχέσης στο εσωτερικό δίκαιο. Δηλαδή ο δικαστής δεν μπορεί να απορρίψει την αναγνώριση για τους παραπάνω λόγους, που είναι όμως οι λόγοι για τους οποίους κυρίως θα απέρριπτε την αναγνώριση. Αλλά ο δικαστής που δηλώνει υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους, δεν έχει ανάγκη από νόμους που τον καθοδηγούν στο πώς θα απονείμει δικαιοσύνη. Η διάταξη είναι από μόνη της αντισυνταγματική ως αντίθετη στο άρθρο 87 § 1 Συντ. για την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών. Ως προς το παρελθόν, δικαιολογεί τους φόβους για φωτογραφική ρύθμιση. Ως προς το μέλλον, από τη μία καλλιεργεί την ανισότητα και από την άλλη προσβάλλει το συμφέρον του ανηλίκου[5].

Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι στον δικαστή που θα κληθεί να επικυρώσει αλλοδαπή απόφαση υιοθεσίας ανηλίκου τέκνου από πρόσωπα του ιδίου φύλου, δεν μπορεί να τεθεί οποιοσδήποτε περιορισμός στην έννοια του ελέγχου της δημόσιας τάξης.

Με την κατάργηση της διαφοράς φύλου στη σύναψη γάμου που επεχείρησε ο ν. 5089/2024, η σπουδαιότερη συνέπεια είναι ότι θα αναζητηθούν τρόποι απόκτησης τέκνων δια της τεχνητής συγγένειας της υιοθεσίας ή μέσω παρένθετης μητρότητας. Αυτό όμως είναι πολύ προβληματικό καταρχάς ως προς το κριτήριο του συμφέροντος του τέκνου που αποτελεί το κεντρικό κριτήριο του Οικογενειακού Δικαίου (ΑΚ 1511 § 1). Το παιδί πρέπει να ταυτίζεται και με τα δύο φύλα και προς την κατεύθυνση αυτή δεν βοηθάει η ανατροφή από δύο πρόσωπα του αυτού φύλου. Το συμφέρον του τέκνου έχει άλλωστε προβάδισμα απέναντι σε κάθε μορφή ισότητας[6]. Ειδικότερα το παιδί πρέπει να ταυτίζεται με ιδιότητες των γονέων και των δύο φύλων[7] και δεν θα συμφέρει η ανατροφή από πρόσωπα του ιδίου φύλου[8].

Από την άποψη αυτή το συμφέρον του παιδιού να ανατρέφεται από πρόσωπα διαφορετικού φύλου συμπροσδιορίζει την έννοια της δημόσιας τάξης και επιτρέπει στο δικαστήριο να απορρίπτει την επικύρωση αλλοδαπής απόφασης υιοθεσίας. Δευτερεύοντα στοιχεία είναι η απαξία που φαίνεται να προκύπτει από την αλλοδαπή απόφαση ως προς τη φυσική μητέρα. Από την απόφαση προκύπτει παραίτηση από τα γονεϊκά δικαιώματα και απουσιάζει η συναίνεση για την υιοθεσία του τέκνου, χωρίς να γίνεται αναφορά σε προηγηθείσα γενική συναίνεση. Η παραίτηση είναι όμως ανεπίτρεπτη στο ελληνικό δίκαιο για ένα λειτουργικό δικαίωμα, όπως είναι η γονική μέριμνα.

ΙΙ. Το επιτρεπτό της υιοθεσίας – Το συμφέρον του τέκνου

Η τεχνητή συγγένεια της υιοθεσίας έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει μια οικογένεια στο παιδί και όχι να επιλύσει με κάθε τρόπο την ατεκνία. Επιτρέπεται στο δίκαιό μας και σε εγγάμους, αλλά και σε αγάμους. Οι έγγαμοι όμως συνήθως πλεονεκτούν ως υποψήφιοι θετοί γονείς, διότι το συμφέρον του παιδιού εξυπηρετείται καλύτερα, όταν αυτό μεγαλώνει σε οικογένεια με το πρότυπο του πατέρα και της μητέρας. Επιπλέον μόνον στους εγγάμους επιτρέπεται η λεγόμενη κοινή υιοθεσία, δηλαδή να υιοθετήσουν και οι δύο σύζυγοι το ίδιο παιδί (ΑΚ 1545). Με τη θέσπιση «γάμου» μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, επιδιώκεται προ πάντων να επιτραπεί και η υιοθεσία. Είναι όμως αυτό ό,τι πραγματικά συμφέρει το παιδί, που στερείται της ευκαιρίας να έχει πατρικό και μητρικό πρότυπο; Εξάλλου και οι κοινωνικές υπηρεσίες θα αντιμετωπίσουν ανυπέρβλητες δυσκολίες με το μητρώο υποψηφίων θετών γονέων. Εάν προτείνουν να μην εγγραφεί ένα ζεύγος προσώπων ιδίου φύλου ή, αντιστρόφως, να εγγραφεί ένα ζεύγος συζύγων διαφορετικού φύλου, διότι αυτό συμφέρει τον ανήλικο, θα κατηγορηθούν για διάκριση από ένα ζεύγος προσώπων του ιδίου φύλου. Και πάλι το θύμα θα είναι το ανήλικο παιδί[9].

Για το ότι δεν συμφέρει το τέκνο να ανατρέφεται από πρόσωπα του ιδίου φύλου, ισχύει ότι τονίστηκε παραπάνω για τη μη αναγνώριση. Ερωτάται αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ΑΚ 1511 § 3, κατά την οποία Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας ιδίως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής της γλώσσας… περιουσίας. Η ΑΚ 1511 § 3 αναφέρεται στα κριτήρια ανάθεσης της γονικής μέριμνας και όχι στην ανατροφή από πρόσωπα του ιδίου φύλου και θα είχε εφαρμογή αν, για παράδειγμα, ο ένας από τους δύο γονείς συνάψει δεσμό με πρόσωπο του ιδίου φύλου και ζητήσει την αποκλειστική ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας. Και στην περίπτωση αυτή δικαιούται το δικαστήριο να λάβει υπ' όψιν ότι δεν συμφέρει το τέκνο η ανατροφή από πρόσωπο που συμβιώνει με πρόσωπο του ιδίου φύλου. Η ορθή άλλωστε ανάγνωση της ΑΚ 1511 § 3 ως προς τα κριτήρια ανάθεσης είναι «και να μην κάνει (το δικαστήριο) αδικαιολόγητες διακρίσεις» εξαιτίας των στοιχείων που απαριθμεί ο νόμος. Εξάλλου το ζήτημα της αναθέσεως της επιμέλειας κατά παρέκκλιση πλέον από τη συνεπιμέλεια, είναι ποιος είναι ο καταλληλότερος και αυτό δεν σημαίνει ότι ο έτερος είναι ακατάλληλος, σημαίνει ότι είναι λιγότερο κατάλληλος.

Συνεπώς η κατάργηση της διαφοράς φύλου και η αντικατάσταση στην υιοθεσία του «πατέρας – μητέρα» με το «πατέρας 1 και 2» ή «μητέρα 1 και 2» αντίκειται στο συμφέρον του παιδιού που χάνει τα βασικά του πρότυπα και δεν συνιστάται.

Αξίζει όμως να σημειωθούν ορισμένες παρατηρήσεις και ως προς τους τρόπους με τους οποίους τα ζεύγη του ιδίου φύλου θα επιδιώξουν συγγένεια με το τέκνο. Εάν επιδιώξουν να αποκτήσουν τέκνο μέσω της κοινής υιοθεσίας, αυτό θα γίνει διότι υιοθεσία από περισσοτέρους επιτρέπεται, όπως τονίστηκε παραπάνω, μόνον εάν είναι σύζυγοι ή πρόκειται για διαδοχική υιοθεσία από τον σύζυγο του θετού γονέα (ΑΚ 1545). Υπενθυμίζεται ότι η υιοθεσία δεν επιτρέπεται σε πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και ότι η υιοθεσία πρέπει να αποβλέπει ρητώς στο συμφέρον του υιοθετουμένου (ΑΚ 1542 εδ. 2). Πριν από την υιοθεσία προηγείται επισταμένη κοινωνική έρευνα (ΑΚ 1557) και το δικαστήριο επιτρέπει την υιοθεσία μόνον εάν διαπιστώσει, συνεκτιμώντας την έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας ότι ενόψει της προσωπικότητας, της υγείας, της οικογενειακής κατάστασης και γενικώς όλων των στοιχείων της ΑΚ 1558, η υιοθεσία συμφέρει τον υιοθετούμενο.

Ό,τι αναφέρθηκε παραπάνω για το πρότυπο του πατέρα και της μητέρας ισχύει και στην υιοθεσία και μάλιστα ίσως περισσότερο, διότι το θετό τέκνο είναι ενδεχόμενο να αφήσει το πρότυπο αυτό για να ενταχθεί στο περιβάλλον προσώπων του ιδίου φύλου. Εξάλλου δεν είναι ορθό για το τέκνο να αποφανθεί θετικά η κοινωνική υπηρεσία υπέρ της υιοθεσίας από πρόσωπα του ιδίου φύλου, ενώ συμφέρει η υιοθεσία από πρόσωπα διαφορετικού φύλου. Τα τελευταία ζεύγη, ενώ περιμένουν επί μακρό χρόνο να υιοθετήσουν θα βλέπουν να προηγούνται γενικώς πρόσωπα του αυτού φύλου. Αυτό ακριβώς αποτελεί διάκριση και όχι να επιτρέπεται υιοθεσία ασύμφορη για τον ανήλικο και άρα παράνομη. Και στη διαδοχική υιοθεσία θα παγιωθεί ανάλογο φαινόμενο, δηλαδή το τέκνο που είχε υιοθετηθεί από ένα πρόσωπο και συμβίωνε με τον/την σύντροφο του ιδίου φύλου θα υιοθετείται μετά από τη σύναψη γάμου. Σκοπός της υιοθεσίας είναι να δώσει μια οικογένεια με πρότυπο πατέρα - μητέρας σε ένα τέκνο και όχι πάση θυσία ένα τέκνο σε ζεύγος προσώπων.

Δεν είναι ορθό επίσης το επιχείρημα ότι «καλύτερα έτσι από το ίδρυμα». Ανάλογα με την περίπτωση, το ίδρυμα μπορεί να είναι το αποτέλεσμα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, επειδή το δικαστήριο απεφάσισε αυτό το μέτρο (ΑΚ 1532) με απώτερο σκοπό την επιστροφή στους γονείς όταν βελτιωθούν οι συνθήκες (βλ. και ΑΚ 1536). Ο σκοπός των μέτρων δεν είναι να αναζητηθεί με κάθε μέσο οποιαδήποτε άλλη λύση.

Εξάλλου επιχείρημα δεν μπορεί να αντληθεί και από το ότι επιτρέπεται η αναδοχή ανηλίκων σε πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο, άρα και σύμφωνο προσώπων του αυτού φύλου (άρθρο 8 ν. 4538/2018). Είναι εντελώς διαφορετικοί οι σκοποί της αναδοχής από τους σκοπούς της υιοθεσίας που διακρίνεται από τη μόνιμη ένταξη στην οικογένεια του θετού γονέα. Άλλωστε μέχρι σήμερα δεν επιτρέπεται η υιοθεσία σε όσους έχουν συνάψει σύμφωνο, αν και επιτρέπεται η αναδοχή[10].

ΙΙΙ. Συμπέρασμα

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η σχολιαζόμενη απόφαση του Εφετείου Αθηνών δεν μπορεί να επικροτηθεί, κυρίως λόγω αντίθεσης στην ελληνική δημόσια τάξη, από την οποία δεν επιτρέπεται παραίτηση. Ως προς το επιτρεπτό της υιοθεσίας μετά από το ν. 5089/2024, η απάντηση είναι αρνητική, λόγω αντίθεσης στο συμφέρον του τέκνου.

Καλλιρρόη Δ. Παντελίδου

Kαθηγήτρια Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΔΠΘ



[1] areiospagos.gr

[2] ΤΝΠ-Νόμος.

[3] Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Αρβανιτάκης) ΚΠολΔ 2η έκδοση, 2020, άρθ. 780 αριθ. 1 επ., μ.π.π.,για τις προϋποθέσεις της ΚΠολΔ 780, όπου τονίζεται ότι εκτός από τη δικαιοδοσία του αλλοδαπού δικαστηρίου και τη μη αντίθεση στη δημόσια τάξη, το αλλοδαπό δικαστήριο θα έπρεπε να εφαρμόσει το ουσιαστικό δίκαιο εκείνης της χώρας που κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο θα έπρεπε να εφαρμοσθεί.

[4] Παντελίδου, Κριτικός διάλογος με την πρόσφατη νομολογία στην ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, υπό το πρίσμα του ν. 5089/2024 για την ισότητα στον πολιτικό γάμο, ΕλλΔνη 2024. 401 επ. (411).

[5] Παντελίδου, Κριτικός διάλογος, ό.π., σ. 410.

[6] Παντελίδου, Ίση μεταχείριση και και σχέσεις γονέων και τέκνων, ΝοΒ 2012. 1097 (1105).

[7] Παντελίδου, Σύγχρονες εξελίξεις στην άσκηση της γονικής μέριμνας μετά τη διάσταση ή το διαζύγιο ΕφΑΔ 2020. 1 (4).

[8] Παντελίδου, Η διαφορά φύλου ως θετική προϋπόθεση για τη σύναψη γάμου, ΝοΒ 2024. 27 επ. (33).

[9] Παντελίδου, Κριτικές παρατηρήσεις στο N 5089/2024 για την ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξεις, ΕΦΑΠΟΛΔ 2024. 117 επ. (120 επ.).

[10] Παντελίδου, Η διαφορά φύλου ως θετική προϋπόθεση για τη σύναψη γάμου, ΝοΒ 2024. 27 επ. (33 επ.)