ΜΠρΘεσ 597/2022
Δικαστής: Αντ. Βαθρακοκοίλης, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Δικηγόροι: Αλ. Καψάλης - Λ. Μικέλλη-Γάλλη
Νομικές Διατάξεις: άρθρα 159 περ. 3, 933, 973 ΚΠολΔ
Ανακοπή κατά δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού λόγω μη τήρησης του διμήνου κατ’ άρθρο 973 ΚΠολΔ· μη νόμιμη η ανακοπή λόγω μη επίκλησης και απόδειξης δικονομικής βλάβης.
Με την κρινόμενη ανακοπή, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, ζητούν οι ανακόπτοντες, υπό την ιδιότητά τους ως καθ’ ων η εκτέλεση, να ακυρωθούν η με αριθμό …9/15.12.2021 πράξη δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Σ., στην οποία προέβη η καθ’ ης η ανακοπή, και ο ορισθείς με αυτήν πλειστηριασμός, για τον λόγο ότι αυτός ορίστηκε να διενεργηθεί στις 19.1.2022, κατά παράβαση του άρθρου 973 § 1 ΚΠολΔ, το οποίο προβλέπει ότι στην περίπτωση αυτή η διεξαγωγή του πλειστηριασμού ορίζεται σε δύο μήνες από την κατάθεση της δήλωσης και πάντως όχι πέραν των τριών μηνών από την ημερομηνία αυτή, δηλ. αυτός ορίστηκε σε ημερομηνία συντομότερη του ανωτέρω διμήνου. Επίσης, ζητεί να καταδικασθεί η καθ’ ης στα δικαστικά τους έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση ανακοπή παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου (άρθρα 973 §§ 3, 6 και 933 §§ 1, 2 ΚΠολΔ), για να δικασθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686επ ΚΠολΔ). Είναι εμπρόθεσμη, όπως τούτο δεν αμφισβητείται, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως, χάριν και της οικονομίας της δίκης, ως μη νόμιμη, καθόσον αληθών υποτιθέμενων των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τον προβαλλόμενο λόγο ανακοπής δεν στοιχειοθετείται η επιδιωκόμενη ακυρότητα των πληττόμενων πράξεων, ενόψει του ότι δεν γίνεται επίκληση στο ένδικο δικογράφημα πραγματικών περιστατικών θεμελιωτικών δικονομικής βλάβης, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 973 § 1, 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ, ο ορισμός του πλειστηριασμού, εν προκειμένω, σε χρονικό διάστημα μικρότερο του διμήνου συνεπάγεται ακυρότητα με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, αφού η προθεσμία αυτή δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας, ούτε χρησιμοποιείται αντίστοιχη έκφραση [βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κιουπτσίδου/Στρατουδάκη), ΕρμΚΠολΔ, ΑνΕκτ, 2021, άρθρο 973, αριθ. 5].
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, μη υφιστάμενου άλλου λόγου ανακοπής, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και πρέπει οι ανακόπτοντες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, να καταδικαστούν στη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η ανακοπή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
Παρατηρήσεις
Αθανασίου Π. Πανταζόπουλου, Πρωτοδίκη, Δ.Ν.
Η μη τήρηση του χρονικού πλαισίου διενέργειας του πλειστηριασμού επί δήλωσης συνέχισης της εκτέλεσης (άρθρο 973 § 1 ΚΠολΔ)
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 954 § 2 στοιχ. ε΄ και 993 § 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, ο πλειστηριασμός κινητών, ακινήτων και αεροσκαφών «ορίζεται υποχρεωτικά σε πέντε (5) μήνες από την κατάσχεση και όχι πάντως μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών». Ως εκ της επιτακτικής διατύπωσης των διατάξεων αυτών, η θεωρία δέχεται ότι η παραβίαση των προθεσμιών αυτών επάγεται ακυρότητα του πλειστηριασμού, ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη βλάβης[1]. Σύμφωνα με άλλη άποψη, επί υπέρβασης της προθεσμίας του 6ου μήνα επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα, διότι πρόκειται για προθεσμία ενεργείας[2]. Όπως έχει επισημανθεί[3], η πεντάμηνη προθεσμία, μετά την οποία υποχρεωτικά πρέπει να οριστεί ο πλειστηριασμός, είναι προπαρασκευαστική, αφού ορίζει ότι πρέπει να παρέλθει το πεντάμηνο, προκειμένου να επιχειρηθεί η συγκεκριμένη διαδικαστική πράξη[4] και, επομένως, η παραβίασή της επιφέρει ακυρότητα της πράξης[5]. Κατά το δεύτερο σκέλος της –ήτοι από την έναρξη έως και τη λήξη του έκτου μήνα– είναι προθεσμία ενεργείας, η οποία, πάντως, προϋποθέτει τη διαδρομή της πρώτης. Η έκπτωση δε που γενικώς προβλέπει το άρθρο 151 ΚΠολΔ δεν συνιστά πάντοτε αυτόθροη συνέπεια επί απώλειας κάθε προθεσμίας ενεργείας, καθώς είναι ενδεχόμενο άλλες δικονομικές δυνατότητες να κατατείνουν στο ίδιο αποτέλεσμα[6]. Αντίστοιχα, σύμφωνα με το άρθρο 973 § 1 ΚΠολΔ «Αν για οποιονδήποτε λόγο ο πλειστηριασμός δεν έγινε κατά την ημέρα που είχε οριστεί, επισπεύδεται πάλι με δήλωση που κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συντάσσεται σχετική πράξη. Η νέα ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού δύο (2) μήνες από την ημέρα της δήλωσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών από την ημέρα αυτή».
Υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, και πιο συγκεκριμένα πριν την τροποποίηση των σχετικών διατάξεων με τον ν. 4335/2015, όπως αυτές ίσχυαν μετά τον ν. 2298/1995, επί δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού το άρθρο 973 § 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ προέβλεπε, ως προς την ερευνώμενη εδώ προθεσμία διενέργειας του νέου πλειστηριασμού, την αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 959 § 4 ΚΠολΔ. Η διάταξη αυτή, ως ίσχυε τότε, αφενός έθετε την προπαρασκευαστική προθεσμία των δεκαπέντε ημερών που έπρεπε να παρέλθουν από την κατάσχεση και αφετέρου όριζε ότι αν ο πλειστηριασμός δεν ορίζονταν εντός τριμήνου από την ημέρα της κατάσχεσης ανέπτυσσε ισχύ το άρθρο 973 § 4 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο μπορούσε να διαταχθεί από το δικαστήριο, κατόπιν αίτησης κάθε δανειστή, η ανάθεση της επίσπευσης της εκτέλεσης σε αυτόν (δανειστή), εφόσον διαπιστωνόταν ματαίωση του πλειστηριασμού δύο φορές, χωρίς λόγο, ή συμπαικτική συμπεριφορά ή ολιγωρία[7]. Ομόφωνα δε γινόταν δεκτό ότι, αν και δεν υπήρχε σχετική αναφορά στο κείμενο της διάταξης, επί δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού ακινήτων εφαρμόζονταν αναλογικώς η αντίστοιχη τότε διάταξη του άρθρου 998 § 4 ΚΠολΔ και οι αντίστοιχες προθεσμίες[8].
Στη θεωρία είχε εύστοχα επισημανθεί[9], ως προς το εν λόγω απώτατο όριο που τέθηκε το πρώτον με τον ν. 2298/1995 (προθεσμία ενεργείας), ότι η μη τήρηση αυτού δεν προβλεπόταν μεν επί ποινή ακυρότητας, αλλά με τη δραστική κύρωση της θεμελίωσης δικαιώματος δικαστικής υποκατάστασης από άλλον δανειστή. Έτσι, ναι μεν δεν επερχόταν έκπτωση επί μη διενέργειας της διαδικαστικής πράξης του πλειστηριασμού, πλην όμως η παραμέλησή της μπορούσε να επιφέρει ως αποτέλεσμα την απώλεια των ηνίων της εκτελεστικής διαδικασίας για τον επισπεύδοντα με την υποκατάστασή του[10]. Ως προς την προπαρασκευαστική, όμως, προθεσμία των δεκαπέντε ημερών (επί κινητών) και των σαράντα ημερών (επί ακινήτων) που έπρεπε να παρέλθουν από την κατάσχεση έως τη διενέργεια πλειστηριασμού και την οποία προέβλεπαν τα άρθρα 959 § 4 και 998 § 4 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, η νομολογία[11] είχε εντοπίσει ότι η κατάθεση της δήλωσης συνέχισης δεν επέχει τις συνέπειες της κατάσχεσης που έχει ήδη λάβει χώρα σε προγενέστερο στάδιο και ότι η προθεσμία που παρέχεται στον οφειλέτη μετά την κατάσχεση αποσκοπεί στην προετοιμασία του τελευταίου για την αντιμετώπιση της κορυφαίας διαδικαστικής πράξης του πλειστηριασμού, η οποία και έχει ήδη τηρηθεί σε προηγούμενο χρονικό διάστημα, θέση που είχε γίνει δεκτή και από μέρος της θεωρίας[12]. Κατά αντίθετη και πιο πειστική άποψη που είχε υποστηριχθεί στη θεωρία, η εν λόγω (δεκαπενθήμερη επί κινητών – σαράντα ημερών επί ακινήτων) προπαρασκευαστική προθεσμία έπρεπε να τηρείται και στην περίπτωση του πλειστηριασμού που επισπευδόταν μετά από δήλωση, με την επισήμανση ότι η παροχή κάποιου χρόνου προετοιμασίας είναι εύλογη, ιδίως επί υποκατάστασης[13].
Υπό την ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 973 ΚΠολΔ, κατά την άποψη που δέχθηκε το Δικαστήριο και υποστηρίζεται στη θεωρία[14], ο ορισμός του πλειστηριασμού σε χρονικό διάστημα μικρότερο του διμήνου συνεπάγεται ακυρότητα με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, εφόσον η προθεσμία δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας, ούτε χρησιμοποιείται αντίστοιχη έκφραση. Επομένως, σύμφωνα με την άποψη αυτή, απαιτείται βλάβη κατά την έννοια της 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ δικονομική, ήτοι «παρακώλυση/ματαίωση νομίμου διαδικαστικής ενέργειας προς επιδίωξιν δικαιώματος ή άμυνας κατά επιθέσεως»[15], αρκούσας, κατά άλλη –πιο πειστική– άποψη[16], στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης και βλάβης περιουσιακής. Ως προς την απώτερη δε προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να διενεργηθεί ο πλειστηριασμός, ο ορισμός του σε χρόνο μεγαλύτερο του τριμήνου δεν επάγεται δικονομική ακυρότητα, αλλά θεμελιώνει δικαίωμα δικαστικής υποκατάστασης τρίτου δανειστή κατά τη διάταξη του άρθρου 973 § 4 ΚΠολΔ[17].
Η άποψη αυτή είναι πειστική, ως προς την απώτατη προθεσμία ενεργείας του πλειστηριασμού. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν για τις αντίστοιχες προθεσμίες του πρώτου πλειστηριασμού που έπεται της κατάσχεσης, η έκπτωση που προβλέπει το άρθρο 151 ΚΠολΔ δεν συνιστά πάντοτε αυτόθροη συνέπεια επί απώλειας κάθε προθεσμίας ενεργείας, άποψη που έχει επίσης γίνει δεκτή και από τη νομολογία[18] ως προς την τήρηση της συγκεκριμένης προθεσμίας. Το ίδιο, εξάλλου, γινόταν δεκτό[19] ήδη από την τροποποίηση του δικαίου της αναγκαστικής εκτέλεσης με τον ν. 2298/1995 και εντεύθεν με τη θέση τότε χρονικού πλαισίου και δη απώτατου χρονικού ορίου διενέργειας του πλειστηριασμού, με κύρωση τη θεμελίωση δικαιώματος υποκατάστασης, με αντίστοιχες σκέψεις, όπως προεκτέθηκε.
Κατά το πρώτο της σκέλος, όμως, ως προς την τήρηση δηλαδή της προπαρασκευαστικής προθεσμίας του διμήνου που έκρινε η παραπάνω απόφαση, θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Εκκινώντας εκ της γραμματικής ερμηνείας της διάταξης, η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 973 § 1 ΚΠολΔ δεν θέτει την εν λόγω προθεσμία με ποινή ακυρότητας, ούτε χρησιμοποιείται σε αυτή αντίστοιχη έκφραση. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 973 § 1 ΚΠολΔ δεν απειλεί ρητώς ακυρότητα για τη μη τήρηση της εν λόγω προθεσμίας ή κάποια παρεμφερή φράση, ούτε χρησιμοποιεί συναφείς εκφράσεις που να εξομοιώνονται ενίοτε από τη νομολογία[20] και κατά τη θεωρία[21] με την ρητή απειλή ακυρότητας (π.χ. «είναι ανίσχυρη», «απαγορεύεται», «δεν μπορεί να γίνει…»/«μπορεί να γίνει μόνο…»), σε αντίθεση με τα άρθρα 954 § 2 στοιχ. ε΄ και 993 § 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ [: Η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει… «ε) αναφορά της ημέρας του πλειστηριασμού, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά σε πέντε μήνες…»].
Από την άλλη πλευρά, όμως, μετά τον ν. 4335/2015, ο νομοθέτης προέβλεψε το ειδικό ένδικο βοήθημα (ανακοπή) του άρθρου 973 § 6 ΚΠολΔ, με το οποίο ελέγχεται το κύρος της δήλωσης συνέχισης που γίνεται χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος στο άρθρο 973 § 3 ΚΠολΔ. Το εν λόγω ένδικο βοήθημα κρίθηκε σκόπιμο να ρυθμιστεί αυτοτελώς[22], λόγω της μεταβολής στο χρονικό-διαδικαστικό πλαίσιο των προθεσμιών των ανακοπών στο άρθρο 934 ΚΠολΔ και της εντεύθεν αδυναμίας ένταξής του σε κάποια από τις δύο που τέθηκαν στην τελευταία διάταξη. Ορίστηκε δε ως προς αυτό η εφαρμογή της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, η θέση ειδικής προθεσμίας 30 ημερών (αρχόμενη από την ανάρτηση) και ο υποχρεωτικός προσδιορισμός της εν λόγω ανακοπής εντός 60 ημερών. Όπως και στο προϊσχύσαν δίκαιο[23], όπου όμως η εν λόγω ανακοπή ασκείτο στην παλαιά προθεσμία του άρθρου 934 § 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ (έως τη σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης)[24], γίνεται δεκτό και υπό την ισχύουσα ρύθμιση ότι οι λόγοι της μπορεί να αφορούν την απαίτηση του δηλώσαντος τη συνέχιση κατά του οφειλέτη ή το κύρος του τίτλου του ή την προδικασία της εκτέλεσης που τήρησε ο δηλώσας (την επιταγή προς εκτέλεση που επέδωσε) ή πλημμέλειες της δηλώσεως και των πράξεων που την ακολούθησαν (επιδόσεων, ανάρτησης κ.λπ.) ή και την υποκατάσταση, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της, με το στοιχείο της βλάβης να απαιτείται αναλόγως του περιεχομένου τους[25], υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι οι ακυρότητες της προγενέστερης της δήλωσης που προβάλλονται στο πλαίσιο της εν λόγω ανακοπής δεν έχουν καταστεί απρόσβλητες και οι οποίες, ως εκ τούτου, θα πρέπει είτε να έχουν ακυρωθεί στο πλαίσιο ανακοπής, είτε να εκκρεμεί γι’ αυτές σχετική ανακοπή, οπότε και παρεμπιπτόντως θα κριθεί το ζήτημα στο πλαίσιο της εν λόγω ανακοπής του άρθρου 973 § 3 ΚΠολΔ[26].
Με αυτά τα δεδομένα, η μη τήρηση και αυτής της προθεσμίας του διμήνου εκ μέρους του δανειστή που επαναλαμβάνει τον πλειστηριασμό που δεν έγινε, πολλώ δε μάλλον του τρίτου δανειστή που εμφανίζεται στην εκτελεστική διαδικασία για να συνεχίσει την τελευταία με τη σχετική δήλωσή του, αδρανοποιεί κατ’ αποτέλεσμα την απαίτηση του νομοθέτη για υποχρεωτική άμεση εκδίκαση της ανακοπής και έκδοση απόφασης σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, αφού η τήρηση του τελευταίου εξαρτάται από το εάν θα ανταποκριθεί ο οφειλέτης ή ο τρίτος (ανακόπτων)[27] στο βάρος επίκλησης και απόδειξης δικονομικής βλάβης εκ της μη τήρησης της σχετικής προθεσμίας. Η δε προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 973 § 1 ΚΠολΔ έχει χαρακτήρα προπαρασκευαστικό για τον οφειλέτη ή τον τρίτο που αμφισβητεί το κύρος της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού, προκειμένου να ασκήσουν το εν λόγω ένδικο βοήθημα κατά της δήλωσης, με αφετηρία τη δημοσιοποίησή της (:ανάρτηση) και να επιτύχουν –σε δεδομένο και ήδη πολύ στενό χρονικό πλαίσιο– την εκδίκαση της ανακοπής και την έκδοση απόφασης επί αυτής πριν τον πλειστηριασμό, αφού, αν εξαντληθούν οι τριάντα ημέρες για την άσκηση της ανακοπής και τηρηθεί το δίμηνο, ήδη το δικαστήριο διαθέτει είτε ελάχιστο χρόνο για την έκδοση της απόφασης πριν από τον πλειστηριασμό, είτε και καθόλου, αν τηρηθούν τα απώτερα όρια[28]. Ας επισημανθεί δε η αξιόλογη ομοιότητα με τον αρχικό πλειστηριασμό και τις εκεί προβλεπόμενες προθεσμίες που τίθενται, ώστε το δικαστήριο να έχει εκδώσει απόφαση επί τυχόν ασκηθείσας ανακοπής πριν τον πλειστηριασμό[29], όπου όμως ο νομοθέτης χρησιμοποιεί επιτακτική διατύπωση, όπως προαναφέρθηκε.
Τέλος, στην επικαλούμενη βλάβη, ως εκ της μη άσκησης ανακοπής με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον τη δίμηνη προθεσμία, θα δύναται ανταποδεικτικώς να προβάλλει ο καθ’ ου η ανακοπή, ότι ήταν, μολαταύτα, δυνατή η έκδοση απόφασης από το δικαστήριο, εφόσον αυτή εκδικάστηκε πριν τον πλειστηριασμό. Εντεύθεν και η απόδειξη του πραγματικού γεγονότος[30] της βλάβης ως ανεπανόρθωτης[31], με τα προεκτεθέντα δικονομικά/περιουσιακά κριτήρια, καθίσταται λίαν αμφίβολη εκ μόνης της απόδειξης της μη τήρησης ολόκληρης της δίμηνης προθεσμίας από τον καθ’ ου η ανακοπή, αφού η «επανόρθωση» μπορεί να γίνει από το δικαστήριο με έκδοση άμεσα απόφασης (πριν τον πλειστηριασμό), ώστε η βλάβη εν τέλει να μην υλοποιηθεί[32]. Κατ’ αποτέλεσμα, αρκεί ο συνεχίζων την εκτελεστική διαδικασία να παράσχει λίγο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την προθεσμία των τριάντα ημερών για την άσκηση της ανακοπής (προσδιορίζοντας τον πλειστηριασμό λίγες επιπλέον ημέρες μετά), ώστε να δύναται ο ίδιος να (αντι)προβάλει στον ισχυρισμό της σχετικής ανακοπής περί βλάβης, τον ισχυρισμό πως η τελευταία ήταν επανορθώσιμη, εξαρτώμενη από το όλως αβέβαιο για τον ανακόπτοντα γεγονός της έκδοσης από το δικαστήριο απόφασης επί της ανακοπής άμεσα και πάντως πριν τον πλειστηριασμό.
Με αυτές τις σκέψεις, η τελολογική-συστηματική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 973 §§ 1-6 ΚΠολΔ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι προθεσμίες που θέτει το άρθρο 973 § 6 ΚΠολΔ υπό επιτακτική διατύπωση ως προς το σχετικό ένδικο βοήθημα αναγκαίως επηρεάζουν και τον χαρακτήρα της προπαρασκευαστικής προθεσμίας που τίθεται στο άρθρο 973 § 1 ΚΠολΔ, η παραβίαση της οποίας θα πρέπει να θεωρείται ότι επιφέρει ακυρότητα χωρίς την προϋπόθεση βλάβης[33].
Ας σημειωθεί, ότι μετά τον ν. 4842/2021 ο νομοθέτης, θέλοντας να διευκρινίσει ότι η ανακοπή δεν συνιστά ασφαλιστικό μέτρο[34], απαγόρευσε την αίτηση ανάκλησης, παρά ταύτα όμως διατήρησε την απαγόρευση άσκησης ενδίκων μέσων (ακόμη και επί υποκατάστασης), αν και είχε εύστοχα επισημανθεί από τη θεωρία[35] ήδη μετά την πρόβλεψη της σχετικής ανακοπής με τον ν. 4335/2015 το αδόκιμο της όλης ρύθμισης, ως εκ του προεκτεθέντος αντικειμένου της και του προβλεπόμενου διαδικαστικού πλαισίου. Ενόψει αυτών, η ως άνω γραμματική διατύπωση του άρθρου 973 § 1 ΚΠολΔ δύσκολα συμπορεύεται με την υποχρέωση της Πολιτείας για παροχή δυνατότητας στον νομιμοποιούμενο τρίτο ή στον οφειλέτη άσκησης του δικαιώματος ακρόασής τους έναντι της εκ νέου επισπευδόμενης εκτέλεσης, που εν προκειμένω ασκείται μέσω μίας ανακοπής εκδικαζόμενης με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με μικρές πιθανότητες έκδοσης απόφασης πριν τον πλειστηριασμό και χωρίς τη δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων, ήτοι χωρίς να δοθεί το αναγκαίο εύλογο χρονικό διάστημα προετοιμασίας του οφειλέτη[36]. Ιδίως δε στην περίπτωση που η δήλωση συνέχισης γίνεται από νέο δανειστή μετά από υποκατάσταση, η ως άνω γραμματική διατύπωση της ίδιας διάταξης επιτείνει τη διακριτική μεταχείριση του υποκατασταθέντος δανειστή έναντι εκείνου που επέσπευσε από την αρχή την εκτελεστική διαδικασία[37] και παραβλέπει τις ιδιαιτερότητες της συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας κατόπιν υποκατάστασης (νέος εκτελεστός τίτλος, νέα επιταγή, νέα εντολή, νέα απαίτηση)[38].
[1] Γεσίου-Φαλτσή, ΔικΑνΕκτ ΙΙα2, 2017, § 59, αριθ. 80.
[2] Νάνου-Καρολίδου, Μία προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης της νέας προθεσμίας ορισμού ημερομηνίας πρώτου πλειστηριασμού του άρθρου 954 § 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ, ιδίως επί ακινήτων, ΕφΑΔ 2018. 618επ.
[3] Αθ. Πανταζόπουλος, Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός: Συγκριτική και δογματική προσέγγιση ενός νέου θεσμού, ΕΠολΔ 2021. 403-404 = Τιμ. Τόμος Μανιώτη, 2021, σ. 816-817.
[4] Ορφανίδης, Ζητήματα προθεσμιών στον ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2001. 331· Stein/Jonas (-Roth), ZPO23, 2016, vor § 214, Rn. 18 (Zwischenfristen).
[5] Νίκας, ΠολΔ ΙΙ, σ. 83· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ορφανίδης), ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 151, αριθ. 5· Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ Ι, Εισ. σημ. στα άρθρα 144-151, αριθ. 2· Παντελίδου, Χρόνος και προθεσμίες, ΝοΒ 2015. 452.
[7] Γέσιου-Φαλτσή, Η επίδραση του ν. 2298/1995 στις θεμελιώδεις αρχές της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕλλΔνη 1996. 250.
[8] Ματθίας, Τροποποιήσεις στην αναγκαστική εκτέλεση με τον νόμο 2298/1995, ΕλλΔνη 1995. 1458· Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., 249· η ίδια, ΔικΑνΕκτ ΙΙα2 (ΕιδΜ), § 58, αριθ. 74· Διαμαντόπουλος, Η ανακοπή κατά αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου κατά τον ΚΠολΔ, 2009, σ. 392· Τσόγιας, Υποκατάσταση σε θέση επισπεύδοντος, 2008, σ. 123 και τις εκεί παραπομπές.
[9] Γέσιου-Φαλτσή, Η επίδραση του ν. 2298/1995 στις θεμελιώδεις αρχές της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕλλΔνη 1996. 250· Τσόγιας, ό.π., 124, 224-225· Διαμαντόπουλος, Η ανακοπή κατά αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου κατά τον ΚΠολΔ, 2009, σ. 391-392.
[10] Ματθίας, ό.π., 1458· Γέσιου-Φαλτσή, ΕλλΔνη 1996. 252· Διαμαντόπουλος, ό.π., 391-392· Τσόγιας, ό.π., 124, 224-225.
[11] ΜΠρΠατρ 288/2022, Νόμος.
[12] Διαμαντόπουλος, ό.π., 390-391· Τσόγιας, ό.π., 124, 285· Κατηφόρης, Σημείωμα στην ΑΠ 1051/2014, ΕΠολΔ 2014. 781· (όμοια πριν τον ν. 2298/1995:) Βασιλάκος, Η δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού, ΑρχΝ 1982. 223.
[13] Γέσιου-Φαλτσή, ΔικΑνΕκτ ΙΙα2 (ΕιδΜ), § 58, αριθ. 46, 74, ιδίως υποσημ. 194 (και υπό α΄έκδ.: σ. 364)· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νικολόπουλος), ΕρμΚΠολΔ ΙΙ1, άρθρο 998, αριθ. 6.
[14] Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κιουπτσίδου/Στρατουδάκη), ΕρμΚΠολΔ2, 2021, άρθρα 904-1054, Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθρο 973, αριθ. 5.
[15] Γιδόπουλος, Η δικονομική ακυρότης κατά τον νόμον ΓΨΟΘ2, 1929, σ. 20· Ράμμος, ΕγχΑΔΔ Ι, § 159 ΙΙΙ, σ. 405-406· (κατάφαση της βλάβης και υπό την εκδοχή της περιουσιακής βλάβης σε οριακές μόνο περιπτώσεις:) Σοφιαλίδης, Δικονομική ακυρότητα, 1991, σ. 336-343· Γέσιου-Φαλτσή, ΔικΑνΕκτ ΙΙα΄ - ΓΜ, § 34, αριθ. 39· Νίκας, ΔικΑνΕκτ Ι2, § 25, αριθ. 17.
[16] ΑΠ 268/2004, ΕλλΔνη 2005. 434· ΑΠ 573/2003, ΕλλΔνη 2004. 1383· ΑΠ 1479/2000, ΕλλΔνη 2001. 697· ΑΠ 347/1995, ΕλλΔνη 1996. 1333· Μπέης, Η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις, 1968, σ. 277-282· Νικολόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση2, 2012, σ. 184, υποσημ. 198· Νίκας, ΠολΔ ΙΙ, § 58, αριθ. 9· Καλαβρός, Θεμελιώδη ζητήματα του δικαίου της αναγκαστικής εκτέλεσης, 2009, σ. 26.
[17] Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κιουπτσίδου/Στρατουδάκη), ό.π., άρθρο 973, αριθ. 5.
[18] ΑΠ 1051/2014, ΕΠολΔ 2014. 780, με σημ. Κατηφόρη· ΑΠ 886/2008, ΕλλΔνη 2008. 1657· ΑΠ 1687/2005, ΧρΙΔ 2006. 243. Αντίθετα: ΜΠρΑθ 492/2013, Νόμος.
[21] Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 159, σ. 827· Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις Ι, άρθρο 915 V, σ. 196· Σοφιαλίδης, Δικονομική ακυρότητα, 1991, σ. 322· Γέσιου-Φαλτσή, ΔικΑνΕκτ2 - ΓΜ, § 34, αριθ. 35· Νίκας, ΔικΑνΕκτ Ι2, § 25, αριθ. 16.
[22] Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κιουπτσίδου/Στρατουδάκη), ΕρμΚΠολΔ2, 2021, άρθρα 904-1054, Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθρο 973, αριθ. 15· Α. Βαθρακοκοίλης, Ζητήματα από την ανακοπή κατά της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού (άρθρο 973 § 6 ΚΠολΔ), ΕλλΔνη 2022. 1309.
[25] ΜΠρΠειρ 1232/2022, Νόμος· ΜΠρΧαλκ 461/2022, ΕΠολΔ 2022. 351, με σημ. Γιαννόπουλου· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κιουπτσίδου/Στρατουδάκη), ΕρμΚΠολΔ2, 2021, άρθρα 904-1054, Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθρο 973, αριθ. 15.
[26] Γιαννόπουλος, ΕΠολΔ 2022. 367· Α. Βαθρακοκοίλης, ό.π, 1313-1314. Βλ. όμως ΜΠρΡοδ 223/2022, Νόμος· ΜΠρΧαλκ 24/2022, Νόμος (:οι αντιρρήσεις είναι δυνατό να αφορούν μόνο το κύρος της δηλώσεως). Βλ. επίσης, Κεραμεύ/Κονδύλη/Νίκα (-Κιουπτσίδου/Στρατουδάκη), ό.π., άρθρο 973, αριθ. 15 (επί υποκατάστασης οι αντιρρήσεις δεν είναι δυνατό να αφορούν τις προηγηθείσες της δηλώσεως πράξεις).
[27] Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κιουπτσίδου/Στρατουδάκη), ΕρμΚΠολΔ2, 2021, Άρθρα 904-1054, Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθρο 973, αριθ. 15.
[28] Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κιουπτσίδου/Στρατουδάκη), ΕρμΚΠολΔ2, 2021, Άρθρα 904-1054, Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθρο 973, αριθ. 15.
[30] ΑΠ 1469/2000, ΕλλΔνη 2001. 698· ΑΠ 288/1986, Δ 1986. 324· Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 159, σ. 830 - 831· Σοφιαλίδης, ό.π., 369-373· Γέσιου-Φαλτσή, ΔικΑνΕκτ2 - ΓΜ, § 34, αριθ. 42.
[31] Βλ. εκτενώς για τις δυνατότητες επανόρθωσης της βλάβης Σοφιαλίδη, ό.π., 348-354.
[32] Σοφιαλίδης, ό.π., 350-351.
[33] Βλ. όμοια Ι. Δεληκωστόπουλο/Κοπακάκη, Ζητήματα από τη δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού, κατ’ άρθρο 973 ΚΠολΔ (γνμδ), ΕφΑΔ 2021. 947, ΤΝΠ QUALEX.
[35] Γέσιου-Φαλτσή, ΔικΑνΕκτ ΙΙα΄ - ΕιδΜ, § 58, αριθ. 40· Νίκας, ΔικΑνΕκτ ΙΙ2, § 46, αριθ. 40. Βλ. επίσης Κολοτούρο, ΕΠολΔ 2014, σ. 256-263· Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, ΕΠολΔ 2014. 266-267.
[36] Βλ. επίσης, Γέσιου-Φαλτσή, ΔικΑνΕκτ ΙΙα΄ - ΕιδΜ, § 58, αριθ. 74, υποσημ. 194 και 75.
[37] Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του ν. 4335/2015, Αρμ 2016. 5· Νίκας, ΔικΑνΕκτ ΙΙ, § 46, αριθ. 40.
[38] Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., § 58, αριθ. 74, υποσημ. 194.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα