ΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
Ο διορισμός της προσωρινής διοίκησης κατά τις ΑΚ 69 και ΚΠολΔ 786 § 1 γίνεται με δικαστική απόφαση που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Σε όλως επείγουσες περιπτώσεις δεν αποκλείεται ο ορισμός προσωρινής διοίκησης νομικού προσώπου με την προσωρινή διαταγή της ΚΠολΔ 781.
Η προσωρινή διοίκηση που ορίζεται με προσωρινή διαταγή δεν δικαιούται να συγκαλέσει γενική συνέλευση με αντικείμενο την ανάδειξη αιρετής διοίκησης, καθώς κάτι τέτοιο θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου την εκδίκαση της κύριας αίτησης.
Είναι απόλυτα άκυρη η απόφαση γενικής συνέλευσης σωματείου που έχει συγκληθεί από ΔΣ που δεν είχε ή είχε στερηθεί την εξουσία διοίκησης ή από πρόσωπα ή όργανα που δεν είχαν την εξουσία σύγκλησης. Η ακυρότητα της ανωτέρω απόφασης μπορεί να αναγνωριστεί ανεξάρτητα από τους περιορισμούς της ΑΚ 101. Τέτοιες είναι και οι αποφάσεις της ΓΣ που συγκλήθηκε από προσωρινή διοίκηση καθ’ υπέρβαση των εξουσιών της.
1. Σύμφωνα με την ΑΚ 69 σε περίπτωση έλλειψης της διοίκησης νομικού προσώπου (άρα και σωματείου), ο ειρηνοδίκης κατόπιν αίτησης όποιου έχει έννομο συμφέρον διορίζει προσωρινή διοίκηση. Βέβαια, από τη μεταγενέστερη ΚΠολΔ 786 § 1 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο έκτο του άρθρου 1 ν. 4335/2015) προκύπτει ότι καθ’ ύλη αρμόδιο για τον διορισμό προσωρινής διοίκησης νομικού προσώπου είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο (και όχι το Ειρηνοδικείο). Η κατά τόπο αρμοδιότητα προσδιορίζεται επίσης από την ΚΠολΔ 786 § 1 με βάση την έδρα του νομικού προσώπου. Ο διορισμός της προσωρινής διοίκησης κατά τις ΑΚ 69 και ΚΠολΔ 786 § 1 γίνεται με δικαστική απόφαση που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας - ΚΠολΔ 739 επ. (Κρητικός, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου 2, άρθ 69 αριθ. 26, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Αρβανιτάκης), ΕρμΚΠολΔ 2, άρθ. 786 αριθ. 11 επ., Ρούσσος, Έλλειψη προσώπων διοικήσεως, σε Δίκαιο Νομικών Προσώπων, Liber Amicorum Φίλιππου Δωρή, 2009, σ. 261, Δέλλιος, σε ΣΕΑΚ Γεωργιάδη 1, άρθ. 69 αριθ. 21). Ανάμεσα στα καθήκοντα της εν λόγω προσωρινής διοίκησης, που διορίζεται κατά τις ΑΚ 69 και ΚΠολΔ 786 § 1, συγκαταλέγεται και η σύγκληση γενικής συνέλευσης με αντικείμενο την ανάδειξη διοίκησης κατά τα οριζόμενα στο καταστατικό, ώστε να αποκτήσει στη συνέχεια το νομικό πρόσωπο καταστατική διοίκηση εφόσον ασφαλώς ο ορισμός προσωρινής διοίκησης έγινε λόγω έλλειψης διοίκησης (ΕφΑθ 5882/2008 ΕλλΔνη 2010. 828, ΜΠρΒολ 150/2019 ΤΝΠ-Νόμος, ΜΠρΛιβαδ 54/2020 ΤΝΠ-Νόμος, ΜΠρΛαμ 104/2020 ΤΝΠ-Νόμος, Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου4, 2012, § 14 αριθ. 25, Κρητικός, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου2, άρθ. 69 αριθ. 57, Ρούσσος, σε Δίκαιο Νομικών Προσώπων, σ. 258, Δέλλιος, σε ΣΕΑΚ Γεωργιάδη Ι, άρθ. 69 αριθ. 15. Βλ. και ΕφΑθ 6930/2002 ΕλλΔνη 2002. 554
).
Περαιτέρω, σύμφωνα με την ΚΠολΔ 781 § 1, εφόσον έχει υποβληθεί αίτηση που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, το δικαστήριο μπορεί κατόπιν αιτήματος ή και αυτεπαγγέλτως, να εκδώσει προσωρινή διαταγή, με την οποία διατάζει ασφαλιστικά μέτρα έως την έκδοση της απόφασής του για να εξασφαλιστεί ή να διατηρηθεί δικαίωμα ή να ρυθμιστεί κατάσταση. Έτσι, ανάμεσα στις προϋποθέσεις της χορήγησης προσωρινής διαταγής κατά την ΚΠολΔ 781 § 1 είναι καταρχήν η εκκρεμοδικία στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (με ορισμένες εξαιρέσεις, όπως στην ΚΠολΔ 805 § 1 για τον προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη), καθώς η προσωρινή διαταγή της ΚΠολΔ 781 § 1 έχει ως ορίζοντα τη ρύθμιση ορισμένης κατάστασης με δικαστική απόφαση κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Αρβανιτάκης), ΕρμΚΠολΔ2, άρθ. 781 αριθ. 2, Δεληκωστόπουλος, Η προσωρινή διαταγή κατά τον ΚΠολΔ
, 2019, σ. 125, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, άρθ. 781 αριθ. 4. Πρβλ. και Κράνη, Προσωρινή Διαταγή, Ανάκληση και Μετενέργεια των Ασφαλιστικών Μέτρων
, 2013, σ. 69-70, Φλώρου, Η προσωρινή δικαστική προστασία στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας
, 2020, σ. 169
επ.). Έτσι, σε όλως επείγουσες περιπτώσεις δεν αποκλείεται ο ορισμός προσωρινής διοίκησης νομικού προσώπου με την προσωρινή διαταγή της ΚΠολΔ 781 («υπερ-προσωρινή» διοίκηση), ως ασφαλιστικό μέτρο με σκοπό την επιμέλεια των επειγουσών υποθέσεων του νομικού προσώπου έως τον ορισμό προσωρινής διοίκησης με την απόφαση της ΚΠολΔ 786 επί της κύριας αίτησης (ΑΠ 52/2009
ΕλλΔνη 2009. 1068
, ΕφΑθ 270/1993 Δ 1993. 991, ΕφΑθ 6302/2010 ΕλλΔνη 2012. 527
, ΜΠρΧαλκ 2825/2007 Δ 2008. 169, Βλαστός, Αστικά Σωματεία4, σ. 361, Κρητικός, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου2, άρθ. 69 αριθ. 26, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (Αρβανιτάκης), ΕρμΚΠολΔ
2, άρθ. 786, αριθ. 7, Ρούσσος, Δίκαιο Νομικών Προσώπων, σ. 261, Δέλλιος, σε ΣΕΑΚ Γεωργιάδη, άρθ. 69 αριθ. 22, Γεωργίου, Ασφαλιστικά Μέτρα
, 2015, σ. 794). Άλλωστε, κατά τα παραπάνω, είναι προϋπόθεση η εκκρεμοδικία κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας για τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής κατά την ΚΠολΔ 781. Μία τέτοια προσωρινή διαταγή, ως ασφαλιστικό μέτρο που προηγείται της απόφασης της ΚΠολΔ 786, δεν μπορεί παρά να έχει ως σκοπό την αποφυγή παράλυσης του νομικού προσώπου αν απειλείται τέτοιος κίνδυνος ή τη διενέργεια επειγουσών πράξεων, π.χ. έγερση αγωγής προς σκοπό διακοπής παραγραφής, άσκηση ανακοπής (βλ. Δεληκωστόπουλο, Δικαστική προστασία μετόχου ΑΕ επί κατασχέσεως ακινήτων σε περίπτωση έλλειψης διοίκησης της ΑΕ, ΕΠολΔ 2011. 308) ή ενδίκου μέσου, διενέργεια επιδόσεων ΕφΑθ 6302/2010 ΕλλΔνη 2012. 527
κ.λπ. (βλ. και Δέλλιο, σε ΣΕΑΚ Γεωργιάδη Ι, άρθ. 69 αριθ. 16) έως τον διορισμό της προσωρινής διοίκησης με δικαστική απόφαση επί της κύριας αίτησης. Όπως ορθά επισημαίνεται, θα πρέπει, δηλαδή, μια τέτοια προσωρινή διαταγή να αφορά κάποιο «συγκεκριμένο μέτρο κατεπείγοντος χαρακτήρος που πρέπει να ληφθεί και δεν επιδέχεται αναβολή» (Ρούσσος, σε Δίκαιο Νομικών Προσώπων, σ. 262. Ομοίως Βλαστός, Αστικά Σωματεία4, σ. 361). Έτσι, ενόψει όσων προαναφέρθηκαν, ο ορισμός προσωρινής διοίκησης με προσωρινή διαταγή («υπερ-προσωρινή» διοίκηση) δεν πρέπει να οδηγεί σε αμετάκλητες καταστάσεις κατά τρόπο που να καθίσταται άνευ αντικειμένου η κύρια αίτηση και να υποκαθίσταται η δικαστική απόφαση της ΚΠολΔ 786 από την προσωρινή διαταγή. Δηλαδή, δεν πρέπει να εξοπλίζεται η προσωρινή διοίκηση, που ορίζεται με προσωρινή διαταγή, με τέτοιες εξουσίες, η άσκηση των οποίων θα ματαίωνε το νόημα και τον σκοπό της κύριας αίτησης. Επομένως, η προσωρινή διοίκηση που ορίζεται με προσωρινή διαταγή δεν δικαιούται να συγκαλέσει τακτική γενική συνέλευση με αντικείμενο την ανάδειξη αιρετής διοίκησης, καθώς κάτι τέτοιο θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου την εκδίκαση της κύριας αίτησης. Η σύγκληση τέτοιας γενικής συνέλευσης και η διεξαγωγή αρχαιρεσιών ανάδειξης αιρετής διοίκησης εκφεύγει του ρυθμιστικού σκοπού της ΚΠολΔ 781, καθώς αυτήν την εξουσία αναμένεται να την αποκτήσει η διοίκηση που θα οριστεί με τη δικαστική απόφαση της ΚΠολΔ 786, την έκδοση και υλοποίηση της οποίας υποστηρίζει η προσωρινή διαταγή χωρίς να την υποκαθιστά (βλ. Ρούσσος, σε Δίκαιο Νομικών Προσώπων, σ. 262). Αν, όμως, είχε τη δυνατότητα η προσωρινή διοίκηση που ορίζεται με προσωρινή διαταγή να επισπεύδει τη διεξαγωγή εκλογών για την ανάδειξη τακτικής διοίκησης, δεν θα ήταν δυνατός ο καθορισμός προσωρινής διοίκησης μέσω της δικαστικής απόφασης της ΚΠολΔ 786, όπως ορίζει ο νόμος, με τρόπο που άλλωστε παρέχει μεγαλύτερα εχέγγυα ορθοκρισίας από την προσωρινή διαταγή (Βλ. και ΕφΑθ 270/1993 Δ 1993. 992, Κρητικό, παρατ. σε ΕφΑθ 270/1993 Δ 1993. 996). Και αυτό, διότι κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης αυτής δεν θα υπήρχαν πλέον οι προϋποθέσεις για την έκδοση μιας τέτοιας απόφασης, καθώς πλέον αιρετή διοίκηση θα υπήρχε και άρα δεν θα μπορούσε να οριστεί προσωρινή διοίκηση κατά την ΑΚ 69 (ΕφΠειρ 285/1997 ΕλλΔνη 1997. 1664
, ΕφΑθ 4418/1998 ΝοΒ 1999. 789, ΕφΠειρ 489/2001 ΔΕΕ 2001. 1244, ΜΕφΘεσ 2056/2019 Αρμ 2019. 546
). Έτσι, όμως, η προσωρινή διαταγή της ΚΠολΔ 781 θα υποκαθιστούσε τη δικαστική απόφαση της ΚΠολΔ 786 και δεν θα αποσκοπούσε στη «διατήρηση» της κατάστασης έως την έκδοση της αναγκαίας οριστικής δικαστικής απόφασης, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο για το νομοθετικό πρότυπο σχέσης ασφαλιστικών μέτρων - διαγνωστικής δίκης. Με άλλα λόγια, αν επιτρεπόταν στην οριζόμενη διά προσωρινής διαταγής διοίκηση να διενεργεί αρχαιρεσίες για την ανάδειξη αιρετής διοίκησης, ο σκοπός της αίτησης για την έκδοση απόφασης κατά την ΚΠολΔ 786 θα ματαιωνόταν από τη χορήγηση προσωρινής διαταγής, η οποία κατά το νομοθετικό πρότυπο θα πρέπει να λειτουργεί υποστηρικτικά και όχι διαβρωτικά έναντι της αίτησης αυτής.
2. Ως προς τις ελαττωματικές αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου σωματείου, γίνεται κατά την κρατούσα (και ορθότερη) άποψη δεκτό ότι η έλλειψη νομοθετικής ρύθμισης αντίστοιχης με αυτής για τις αποφάσεις γενικής συνέλευσης (ΑΚ 101, 102) αναπληρώνεται από την αναλογική εφαρμογή όσων ισχύουν για τις αποφάσεις γενικής συνέλευσης (ΑΠ 1208/1988 ΕΕΝ 1988. 584, ΑΠ 497/1994 ΝοΒ 1995. 554, ΑΠ 548/2012
ΧρΙΔ 2012. 655, ΕφΛαρ 144/2010 ΕπισκΕΔ 2010. 842
, ΜΠρΑθ 2372/2000 ΕΕργΔ 2000. 832, Παπαστερίου, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου
2, 2009, § 38 αριθ. 108, Βλαστός, Αστικά Σωματεία4, σ. 346, Ρούσσος σε Δίκαιο Νομικών Προσώπων, σ. 228, 434, Δέλλιος, σε Δίκαιο Νομικών Προσώπων, σ. 475, 476, Καραμπατζός, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου2, 101 αριθ. 8. Βλ. όμως και Απ. Γεωργιάδη, ΓενΑρχ4, § 15 αριθ. 29· Μάρκου, Ακύρωση αποφάσεως ΔΣ σωματείου, Αρμ 2000. 1173). Στο ίδιο πλαίσιο, γίνεται ορθά δεκτό (βλ. Κρητικός, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου2, άρθ. 69 αριθ. 66, 67, Δέλλιος, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ Ι, άρθ. 69 αριθ. 18) ότι κάθε πράξη προσωρινού ΔΣ που εκφεύγει των ορίων της εξουσίας του, όπως αυτά έχουν προσδιοριστεί ρητά ή πάντως συνάγονται ερμηνευτικά, είναι άκυρη. Η απόλυτα άκυρη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου είναι αυτοδικαίως άκυρη, χωρίς να χρειάζεται ακύρωσή της, ενώ μπορεί να ασκηθεί αγωγή με αντικείμενο την αναγνώριση της ακυρότητας και πέραν της προθεσμίας που τίθεται στην ΑΚ 101 (Ρούσσος, σε Δίκαιο Νομικών Προσώπων, σ. 436). Περαιτέρω κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη (ΑΠ 1601/2002
ΕλλΔνη 2003. 791
, ΕφΑθ 3321/1998 ΕΕργΔ 2000. 73, ΕφΑθ 1480/1999 ΑρχΝ 1999. 659, ΜΠρΑθ 1963/2004 ΝοΒ 2005. 1637, ΜΠρΧαλκ 1902/2005 ΕΕμπΔ 2006. 327, ΜΠρΣερ 168/2009 ΤΝΠ-Νόμος, ΜΠρΑθ 2258/2016 ΕΔΚΑ 2016. 718, Δέλλιος, σε Δίκαιο Νομικών Προσώπων, σ. 467, Καραμπατζός, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου2, άρθ. 101 αριθ. 15) είναι απόλυτα άκυρη λόγω αντίθεσης στον νόμο (ΑΚ 68, 174, 180) η απόφαση γενικής συνέλευσης που έχει συγκληθεί από διοικητικό συμβούλιο που δεν είχε ή είχε στερηθεί την εξουσία διοίκησης ή, με άλλα λόγια, από πρόσωπα ή όργανα που δεν είχαν την εξουσία σύγκλησης. Η ακυρότητας της ανωτέρω απόφασης μπορεί να αναγνωριστεί ανεξάρτητα από τους περιορισμούς της ΑΚ 101 (για τη μη αναγκαιότητα δικαστικής προσβολής της απόλυτα άκυρης απόφασης και μάλιστα εντός της προθεσμίας της ΑΚ 101 εδ. γ΄ βλ. ΑΠ 1601/2002
ΕλλΔνη 2003. 791
, Κρητικό, Άκυροι αποφάσεις, σ. 222, Δέλλιο, σε Δίκαιο Νομικών Προσώπων, σ. 459, Καραμπατζό, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου2, άρθ. 101 αριθ. 19) Κατά άλλη άποψη, μη κρατούσα, πρόκειται για ελάττωμα που καθιστά την απόφαση της γενικής συνέλευσης ακυρώσιμη κατ’ ΑΚ 101 (Κρητικός, Άκυροι αποφάσεις, σ. 116, Βλαστός, Αστικά Σωματεία4, σ. 361, Καζάκας, ΣυλλΕργΔ3, σ. 262). Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να υπαχθούν και οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης που συγκλήθηκε από προσωρινή διοίκηση καθ’ υπέρβαση των εξουσιών της, κάτι που άλλωστε γίνεται δεκτό και στη νομολογία (ΑΠ 895/1981 ΕΕργΔ 1981. 727), καθώς και εδώ πρόκειται για σύγκληση γενικής συνέλευσης από όργανο που δεν είχε εξουσία να συγκαλέσει γενική συνέλευση προς λήψη τέτοιας απόφασης. Έτσι, η ανάδειξη αιρετής διοίκησης καθώς και κάθε άλλη απόφαση της γενικής συνέλευσης, που έχει ληφθεί κατόπιν σύγκλησής της από προσωρινή διοίκηση που δεν είχε εξουσία προς τούτο δυνάμει της πράξης ορισμού της, είναι απόλυτα άκυρη και μπορεί να αναγνωριστεί η ακυρότητά της ακόμα και πέρα από την προθεσμία της ΑΚ 101. Βέβαια, αν γίνει δεκτή η μη κρατούσα (και μη υιοθετούμενη εδώ) άποψη, τότε πρόκειται περί ακυρώσιμης απόφασης, η οποία μπορεί να προσβληθεί με τη σχετική αγωγή εντός της προθεσμίας της ΑΚ 101 εδ. γ΄. Η απόλυτη ακυρότητα μπορεί να προβληθεί οποτεδήποτε και από οποιονδήποτε προβάλλει ότι έχει έννομο συμφέρον. Δηλαδή, από τα μέλη του σωματείου, το ίδιο το σωματείο, τα διάφορα όργανά του και από τρίτα εκτός του σωματείου πρόσωπα και η προβολή της μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή με αγωγή, ένσταση κ.λπ., και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο εφόσον υποβληθούν σ’ αυτό όλα τα πραγματικά περιστατικά που την συγκροτούν. Η απόλυτη ακυρότητα αν προβληθεί με αγωγή τότε αυτή (η αγωγή) είναι αναγνωριστική, κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ, και ασκείται απρόθεσμα (και όχι εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 101 ΑΚ), ενώπιον του κατά τις γενικές διατάξεις αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά διασταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 17 αριθ. 4 ΚΠολΔ, ήτοι ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου (ΜΕφΑθ 2026/2015 ΤΝΠ-Νόμος, ΜΠρΠατρ 480/2021 ΤΝΠ-Νόμος, ΜΠρΠατρ 351/2019 ΤΝΠ-Νόμος, Καραμπατζός Αντ. στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου 2, Ια, 2016, άρθρο 101 αριθ. 37, Κρητικός Αθ., Όρια νόμιμης λειτουργίας Συλλογικών Οργάνων Σωματειακών Συνδικαλιστικών Οργανώσεων και Συνεταιρισμών, 2009, σ. 20-22)…
Επομένως, σύμφωνα και με τα όσα διαλήφθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας, συνάγεται σαφώς ότι η από 4.8.2020 απόφαση του ΔΣ του εναγομένου για σύγκληση τακτικής γενικής συνέλευσης για την διενέργεια αρχαιρεσιών και την εκλογή νέας διοίκησης εξέφευγε των εξουσιών που παρασχέθηκαν προσωρινά σ’ αυτήν με την από 28.7.2020 προσωρινή διαταγή και ως εκ τούτου έγινε καθ’ υπέρβαση αυτής, ήτοι είναι μεν υποστατή (λήφθηκε από όργανο που ορίσθηκε ως ΔΣ), πάσχει ωστόσο από απόλυτη ακυρότητα αφού λήφθηκε καθ’ υπέρβαση των ορίων εξουσίας που είχε στην προκείμενη περίπτωση το ΔΣ. Συνακόλουθα, η ως άνω απόλυτη ακυρότητα, συμπαρασύρει τις εξαρτώμενες από αυτήν αποφάσεις της συγκληθείσας 57ης τακτικής Γενικής Συνέλευσης της 16ης.9.2020 περί ορισμού εφορευτικής επιτροπής, περί ανακήρυξης της εκλογής των μελών της νέας διοίκησης και της ελεγκτικής επιτροπής, και της από 22.9.2020 εμπεριεχόμενης στα πρακτικά της με αριθμό .../22.9.2020 συνεδρίασης απόφασης του ΔΣ περί συγκρότησης αυτού σε σώμα, αφού όλες οι ανωτέρω αποφάσεις εξαρτώνται από την προηγηθείσα απόλυτα άκυρη απόφαση του ΔΣ για την διεξαγωγή αρχαιρεσιών. Σημειωτέον ότι κατόπιν της παραδοχής του λόγου αυτού της αγωγής, παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων της.
ΜΕφΑθ 1358/2023
Δικ.: Δημήτριος Τίτσιας
Σημείωση
Η προσωρινή διοίκηση νομικού προσώπου που ορίζεται με προσωρινή διαταγή δεν δικαιούται να συγκαλέσει τακτική γενική συνέλευση
1. Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών έκρινε, με την καλά αιτιολογημένη απόφασή του υπ’ αριθ. 1358/2023, ότι η προσωρινή διοίκηση που ορίζεται με προσωρινή διαταγή του άρθρου 781 ΚΠολΔ κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας «δεν δικαιούται να συγκαλέσει τακτική γενική συνέλευση με αντικείμενο την ανάδειξη αιρετής διοίκησης, καθώς κάτι τέτοιο θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου την εκδίκαση της κύριας αίτησης». Τούτο διότι ο ορισμός προσωρινής διοίκησης με προσωρινή διαταγή («υπερ-προσωρινή» διοίκηση) δεν πρέπει να οδηγεί σε αμετάκλητες καταστάσεις κατά τρόπο που να καθίσταται άνευ αντικειμένου η κύρια αίτηση και να υποκαθίσταται η δικαστική απόφαση της ΚΠολΔ 786 από την προσωρινή διαταγή. Δηλαδή, δεν πρέπει να εξοπλίζεται η προσωρινή διοίκηση, που ορίζεται με προσωρινή διαταγή, με τέτοιες εξουσίες, η άσκηση των οποίων θα ματαίωνε το νόημα και τον σκοπό της κύριας αίτησης.
2. Σύμφωνα με θέση που υποστηρίζεται στη δικονομία, «στην αίτηση του άρθρου 786 ΚΠολΔ για διορισμό προσωρινής διοίκησης ή εκκαθαριστών νομικού προσώπου ή εταιρίας χωρίς νομική προσωπικότητα, μπορεί να επιδιωχθεί παράταση της θητείας της παλιάς διοίκησης ή η λειτουργία της με μειωμένη σύνθεση ή ο διορισμός προσωρινής διοίκησης με προσωρινή διαταγή του άρθρου 781 ΚΠολΔ λ.χ. ακόμη και μόνο για τις ανάγκες επίδοσης. Ο διορισμός προσωρινής διοίκησης γίνεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου έχει την έδρα του το νομικό πρόσωπο ή η εταιρία ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον και δικάζεται αποκλειστικά με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Σύμφωνα με την κρατούσα, πλέον, όχι όμως και αναντίρρητη θέση, δεν εφαρμόζεται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η διάταξη του άρθρου 781 ΚΠολΔ μάλλον καλύπτει επαρκώς τις επείγουσες περιπτώσεις» (Ι. Δεληκωστόπουλος, Η προσωρινή διαταγή κατά τον ΚΠολΔ, 2019, σ. 145). Σ’ αυτό το δικονομικό πλαίσιο, θα πρέπει να λεχθεί, ότι η απόφαση υπ’ αριθ. 1358/2023 αποδίδει με πληρότητα την κρατούσα θέση στην επιστήμη του αστικού δικαίου. Έτσι, όπως επιλέγεται χαρακτηριστικά από τον Ρούσσο, επιβάλλεται τελεολογική συστολή του άρθρου 781 ΚΠολΔ «με την έννοια, ότι ο διορισμός προσωρινής διοικήσεως με προσωρινή διαταγή θα πρέπει να υπαγορεύεται από συγκεκριμένο μέτρο κατεπείγοντος χαρακτήρος που πρέπει να ληφθεί και δεν επιδέχεται αναβολή […] Η σύγκληση πάντως γενικής συνελεύσεως για την ανάδειξη αιρετής διοικήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο μέτρο κατεπείγοντος χαρακτήρος» (Κ. Ρούσσος, Δίκαιο Νομικών Προσώπων, 2010, σ. 261-2).
3. Με βάση τα αμέσως ανωτέρω, τίθεται το ερώτημα: όταν, κατά μάλλον κρατούσα, αν και όχι αναντίρρητη γνώμη στη θεωρία, μητέρα με το ανήλικο τέκνο της μπορεί να μετοικήσει νομίμως σε άλλο κράτος της ΕΕ με προσωρινή διαταγή (Δεληκωστόπουλος, Δικαιοδοσία και εκτέλεση επί διασυνοριακών ευρωπαϊκών οικογενειακών διαφορών, 2023, σ. 54∙ με όποιον κίνδυνο η εν λόγω θέση μας συνεπάγεται για το αμετάκλητο της κατάστασης σε περίπτωση αναβολής της πρώτης δικασίμου της συζήτησης επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων) και όταν γίνεται δεκτή, στην αμφισβητούμενη διαδικασία πάντα, η δυνατότητα επίδειξης εγγράφων με προσωρινή διαταγή (π.χ. επίδειξη αντιγράφων αναλυτικών κινήσεων τηρούμενων λογαριασμών της τράπεζας σε σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού –Δεληκωστόπουλος, Η προσωρινή διαταγή
, ό.π., σ. 97), δεν είναι, εν μέρει έστω, ανακόλουθο να μην γίνεται δεκτό στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας η προσωρινή διοίκηση που ορίζεται με προσωρινή διαταγή του άρθρου 781 ΚΠολΔ να δικαιούται να συγκαλέσει τακτική γενική συνέλευση με αντικείμενο την ανάδειξη αιρετής διοίκησης; Η απάντηση που προσήκει αβίαστα είναι αρνητική. Δεν είναι ανακόλουθο να μην γίνεται δεκτό στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας η προσωρινή διοίκηση που ορίζεται με προσωρινή διαταγή του άρθρου 781 ΚΠολΔ να δικαιούται να συγκαλέσει τακτική γενική συνέλευση. Η διάταξη του 781 ΚΠολΔ, που απαιτεί για την ενεργοποίησή της εκκρεμοδικία στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, είναι κατ’ όνομα προσωρινή διαταγή. Στην πραγματικότητα, όπως επισημαίνεται (Δεληκωστόπουλος, Η προσωρινή διαταγή
, ό.π., σ. 119-20 και σ. 121-2), ο ρόλος της ρύθμισης του άρθρου 781 ΚΠολΔ στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής λειτουργίας της εκούσιας δικαιοδοσίας διαφέρει ουσιωδώς απ’ αυτόν της προσωρινής διαταγής στην αμφισβητούμενη δικαιοδοσία. Κατά κρατούσα, πειστική θέση, στη δικονομική θεωρία, «η μοναδική επιτρεπτή προσωρινή προστασία» (Π. Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΙΙ, εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρο 739-866, αριθ. 22) του άρθρου 781 ΚΠολΔ επιτελεί λειτουργία αντίστοιχη με τα καθόλου ασφαλιστικά μέτρα της αμφισβητούμενης διαδικασίας (Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία
ΙΙ, άρθρο 781, αριθ. 1). Περαιτέρω, αντίθετα με τα ρυθμιστικά μέτρα προνοίας της εκούσιας δικαιοδοσίας του άρθρου 781 ΚΠολΔ, η προσωρινή διαταγή του άρθρου 691Α ΚΠολΔ εξασφαλίζει τη δυνατότητα του δικαστηρίου να λάβει τα κύρια ασφαλιστικά μέτρα. Η προσωρινή διαταγή του άρθρου 691Α ΚΠολΔ δεν συνδέεται με την οριστική δικαστική προστασία, όπως ισχύει στην εκούσια δικαιοδοσία, αλλά συνδέεται ευθέως με την αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων και αποτελεί τελολογικό παρεπόμενο της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων. Πέρα από τη λειτουργική διαφοροποίηση, το δικαστήριο που εκδίδει την προσωρινή διαταγή του άρθρου 781 ΚΠολΔ είναι το δικαστήριο της κύριας υπόθεσης που δικάζει την αίτηση της εκούσιας δικαιοδοσίας, ακόμη και πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, με την κατάθεση της αίτησης. Δεν είναι άλλο το δικαστήριο της προσωρινής δικαστικής προστασίας και άλλο το δικαστήριο της κύριας δίκης.
4. Με την προσωρινή διαταγή του άρθρου 781 ΚΠολΔ έχουμε να κάνουμε με τη μοναδική επιτρεπτή προσωρινή προστασία στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατ’ άλλη διατύπωση (Ρούσσος, Δίκαιο Νομικών Προσώπων, ό.π., σ. 262), με την ανάθεση διά της προσωρινής διαταγής του άρθρου 781 ΚΠολΔ στην «υπερ-προσωρινή» διοίκηση διαχειριστικών και νομικών ενεργειών υπερ-επείγοντος χαρακτήρα. Ποιες είναι οι εν λόγω πράξεις κατεπείγοντος χαρακτήρα που δύνανται να ληφθούν, ήτοι πράξεις ανεπίδεκτες αναβολής, χωρίς αυτές να καθιστούν την κύρια αίτηση άνευ αντικειμένου και με δεδομένο, μάλιστα, ότι ενδέχεται να οριστεί μακρινή δικάσιμος για τη συζήτηση επί της αιτήσεως; Ενδεικτικά, αλλά όχι αποκλειστικά, οι εν λόγω πράξεις είναι οι ακόλουθες: κατάρτιση δικαιοπραξίας που δεν επιδέχεται αναβολή (αμφισβητούμενο, κατά τη γνώμη μας, ιδίως ως το προς το τι δεν είναι δεκτικό αναβολής), άσκηση αγωγής πριν την παραγραφή, άσκηση ενδίκου μέσου εντός των νόμιμων προθεσμιών (Ρούσσος, Δίκαιο Νομικών Προσώπων, ό.π., σ. 262), διενέργεια νόμιμων επιδόσεων (Δεληκωστόπουλος, Η προσωρινή διαταγή, ό.π., σ. 145), άσκηση ανακοπής και άσκηση αίτησης αναστολής στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (Δεληκωστόπουλος, Δικαστική προστασία μετόχου ΑΕ επί κατασχέσεως ακινήτων σε περίπτωση έλλειψης διοίκησης της ΑΕ, ΕΠολΔ 2011. 303 επ., 307), νόμιμη εκπροσώπηση του νομικού προσώπου σε διενεργούμενο πλειστηριασμό και επίδοση της αναγγελίας του επισπεύδοντος (ΕφΑθ 6302/2010 ΕλλΔνη 2012. 527
επ., σημείωμα Α. Κρητικού).
Ιωάννης Στ. Δεληκωστόπουλος
Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα