ΜΠρΘεσ 2311/2024
Δικαστής: Μ. Μαρτίνης
Νομοθετικές διατάξεις: άρθρα 3, 5, 13 ΣυμβΧαγ 2000 (ν. 4898/2022)
Διεθνής δικαιοδοσία και εφαρμοστέο δίκαιο σε υποθέσεις ενηλίκων που πάσχουν από σοβαρή διανοητική διαταραχή και χρήζουν δικαστικής προστασίας (δικαστική συμπαράσταση). Σύμβαση της Χάγης του 2000· θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας και εφαρμοστέου δικαίου βάσει του τόπου της συνήθους διαμονής του πάσχοντος· εφαρμογή δικαίου μη συμβαλλόμενου στη Σύμβαση της Χάγης.
Στον ν. 4898/2022, με τον οποίον κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση της Χάγης της 13ης Ιανουαρίου 2000 για την προστασία των ενηλίκων, αποκτώντας η τελευταία με τον τρόπο αυτόν υπερνομοθετική ισχύ, με βάση το άρθρο 28 του Συντάγματος, ρυθμίζονται θέματα διεθνούς δικαιοδοσίας, εφαρμοστέου δικαίου, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε διεθνείς καταστάσεις ενηλίκων, οι οποίοι, εξαιτίας αλλοίωσης ή ανεπάρκειας των προσωπικών τους ικανοτήτων, δεν είναι σε θέση να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους (βλ. επισκόπηση της Σύμβασης, Σ. Μουρατίδου, Ο Άνθρωπος στο Επίκεντρο: Από τη Σύμβαση της Χάγης της 13ης Ιανουαρίου 2000 για τη διεθνή προστασία των ενηλίκων στην Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαΐου 2023, σε Ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων και διεθνή αναγκαστική εκτέλεση, εκδ. 2023, σ. 290 επ.). Ειδικότερα, σ’ αυτήν υπάγονται όλα τα φυσικά πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους (άρθρο 2 § 1 του παραπάνω νόμου), εφόσον: α) πάσχουν από φυσική ή πνευματική ανεπάρκεια, είτε μόνιμη είτε προσωρινή, που οφείλεται σε φυσιολογικά αίτια, ή πρόκειται για άτομα προχωρημένης ηλικίας που πάσχουν από αλλοίωση των ικανοτήτων τους, ιδίως άτομα που πάσχουν από τη νόσο Alzheimer, εξαιρουμένων των προσώπων που έχουν πέσει θύματα βίας από τρίτα πρόσωπα, όπως οι γυναίκες που υπέστησαν κακομεταχείριση (P. Lagarde, Explanatory report on the 2000 Hague Protection of Adults Convention, εκδ. 2017, σ. 44, δημ. σε [https://www.hcch.net/en/publications-and-studies/details4/?pid=2951], Β. Σαρηγιαννίδης, Η νέα Σύμβαση της Χάγης της 13ης Ιανουαρίου 2000 για τη Διεθνή Προστασία των Ενηλίκων, Lex&Forum 2022. 895) και β) διαπιστώνεται αδυναμία του ενηλίκου να φροντίσει τα συμφέροντά του. Τα τελευταία θα πρέπει να ερμηνεύονται με ευρύ τρόπο, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτά όχι μόνον περιουσιακά συμφέροντα, τα οποία ο ενήλικος δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί προσηκόντως, εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του, αλλά γενικά όλα τα προσωπικά του θέματα και η υγεία του. Τυχόν σοβαρή παραμέληση των προσωπικών ή περιουσιακών συμφερόντων των συγγενών του ενηλίκου, για τους οποίους αυτός είναι υπεύθυνος, μπορεί, επίσης, να ερμηνευθεί ως αλλοίωση των προσωπικών του ικανοτήτων.
Στο μέτρο που συντρέχουν οι προϋποθέσεις από άποψη ratione personae, τότε μπορούν να εφαρμοστούν τα ενδεικτικά απαριθμούμενα στο άρθρο 3 του ν. 4898/2022 μέτρα, μεταξύ των οποίων και ο καθορισμός της ανικανότητας και η εγκαθίδρυση συστήματος προστασίας (περ. α΄). Στο τελευταίο μέτρο μπορεί να υπαχθεί ο προβλεπόμενος στο ελληνικό δίκαιο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης (βλ. Β. Σαρηγιαννίδη, ό.π., Lex&Forum 2022. 896, πρβλ. άρθρο 3 περ. γ΄ του ίδιου νόμου). Σε δικαστική συμπαράσταση τίθεται από τα ελληνικά δικαστήρια ένα πρόσωπο, εφόσον υφίσταται διεθνής προς τούτο δικαιοδοσία αυτών. Στο πλαίσιο εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1, που αποτελεί την κύρια βάση (για τις συντρέχουσες βάσεις, βλ. Χρ. Τσούκα, Ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της δικαστικής συμπαραστάσεως, σε Ζητήματα δικαστικής συμπαράστασης, εκδ. 2016, σ. 133), απονέμεται διεθνής δικαιοδοσία στο συμβαλλόμενο κράτος της συνήθους διαμονής του χρήζοντος προστασία ενηλίκου, η συνδρομή της οποίας (συνήθους διαμονής), ενόψει απουσίας σχετικού ορισμού ή κριτηρίων για την ανεύρεσή της, κρίνεται in concreto, με βάση τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε υπόθεσης (βλ. έτσι και P. Lagarde, ό.π., σ. 56).
Επιπλέον, στην ίδια Διεθνή Σύμβαση καθορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο από τα έχοντα διεθνή δικαιοδοσία δικαστήρια. Κατά το άρθρο 13 § 1 του ν. 4898/2022, στο οποίο περιέχεται ο γενικός κανόνας, κατά την άσκηση της διεθνούς δικαιοδοσίας τους οι αρχές των συμβαλλομένων κρατών, μεταξύ αυτών και οι δικαστικές, εφαρμόζουν το δικό τους δίκαιο (σύμπτωση forum και jus). Με τον καθορισμό του εσωτερικού δικαίου ως εφαρμοστέου αφενός διευκολύνονται οι εκάστοτε αρμόδιες αρχές στην άσκηση των καθηκόντων τους, αφού αυτές καλούνται να εφαρμόσουν δίκαιο που γνωρίζουν καλύτερα, αφετέρου καθίσταται ομαλότερη η εκτέλεση των λαμβανόμενων μέτρων προστασίας, αφού αυτά θα είναι συμβατά με το δίκαιο του κράτους στο οποίο κατά κανόνα υπάγεται και η αρχή που τα έλαβε. Εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα εισάγεται στο άρθρο 13 § 2 του ν. 4898/2022, με βάση την οποία παρέχεται η ευχέρεια στις αρχές των συμβαλλομένων κρατών που ασκούν διεθνή δικαιοδοσία να εφαρμόσουν ή να λάβουν υπ’ όψιν τους το δίκαιο ενός άλλου κράτους, με το οποίο η υπόθεση έχει στενό δεσμό. Η συγκεκριμένη εξαίρεση στηρίζεται στο κριτήριο του υπέρτερου συμφέροντος του ενηλίκου και όχι στην αρχή της εγγύτητας (βλ. P. Lagarde, ό.π., σ. 70, έτσι και Β. Σαρηγιαννίδης, ό.π., Lex&Forum 2022. 907, Χρ. Τσούκα, ό.π., σ. 136). Μάλιστα, προβλέπεται στο άρθρο 18 του κυρωτικού της σύμβασης νόμου ότι αυτή εφαρμόζεται, ακόμη κι αν το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο είναι δίκαιο μη συμβαλλομένου κράτους, καθιερώνοντας έτσι τον οικουμενικό χαρακτήρα της Σύμβασης (Χρ. Τσούκα, ό.π., σ. 135, υποσημ. 29).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1666 έως και 1668 ΑΚ, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο 13 του ν. 2447/1996, προκύπτει ότι σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται, μεταξύ άλλων, ο ενήλικος ο οποίος εξαιτίας ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής αδυνατεί ολικά ή μερικά να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του (ΑΠ 1000/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 429/2021, ιστοσελίδα ΑΠ). Προϋποθέσεις για την υπαγωγή ενός προσώπου στην κατηγορία αυτή είναι: α) ψυχική ή διανοητική διαταραχή του προσώπου και β) ολική ή μερική αδυναμία του προσώπου να φροντίζει μόνο του για τις υποθέσεις του, οφειλόμενη στην ψυχική ή διανοητική διαταραχή του (ΜΕφΑθ 6062/2022, ΤΝΠ Νόμος).
Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή θεωρείται κάθε πρόβλημα ψυχικό ή διανοητικό, αντίστοιχα, από το οποίο εμποδίζεται η ελεύθερη διαμόρφωση της βούλησης (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Οικογενειακό Δίκαιο, εκδ. 2022, § 46, αριθ. 4), και σ’ αυτήν περιλαμβάνονται όλες οι πιθανές περιπτώσεις πασχόντων από μη σωματικές ασθένειες. Ειδικότερα, από τη διαζευκτική διατύπωση του γράμματος του νόμου καταλαμβάνονται από αυτόν τόσο οι γνήσιες ψυχώσεις όσο και οι οργανοψυχικές παθήσεις που οφείλονται σε παθολογοανατομικές αλλοιώσεις του εγκεφαλικού ιστού ή σε διαταραχές της φυσιολογίας του, ανεξάρτητα από το εάν προέρχονται από ενδογενείς ή εξωγενείς παράγοντες [βλ. Αχ. Κουτσουράδη, σε Απ. Γεωργιάδη/Μ. Σταθόπουλου (επιμ.) ΑΚ – Οικογενειακό Δίκαιο, τόμ. VIII, εκδ. 2003, άρθρο 1666, αριθ. 18].
Η διαταραχή δεν χρειάζεται να είναι μόνιμη ή ανίατη, αλλά μπορεί να είναι και παροδική ή ιάσιμη, αρκεί να συντρέχει εξαιτίας της το στοιχείο της ολικής ή μερικής αδυναμίας του ασθενούς προσώπου να φροντίσει μόνο του τις υποθέσεις του (βλ. ΜΕφΛαρ 121/2017, ΤΝΠ Ισοκράτης, ΜΕφΑθ 1589/2015, ΕλλΔνη 2015. 1429). Αν, παρά τη διαταραχή, δεν υφίσταται τέτοια αδυναμία, δεν χωρεί δικαστική συμπαράσταση, ακριβώς διότι δεν υπάρχει λόγος που να την υπαγορεύει (ΑΠ 429/2021, ΕλλΔνη 2022. 767). Η ολική ή μερική αδυναμία συνίσταται σε ανικανότητα διαμόρφωσης ορθολογικής βούλησης και κρίσης σχετικά με τη διαχείριση των υποθέσεων (προσωπικής ή περιουσιακής φύσης). Είναι πρόδηλο ότι η «αδυναμία» αυτή αντιστοιχεί προς «αποκλεισμό της χρήσης του λογικού» και προς αποφασιστικό περιορισμό της λειτουργίας της βούλησης του προσώπου, με την έννοια ότι ο περιορισμός πρέπει να έχει ως συνέπεια τη σημαντική μείωση της ικανότητας αντικειμενικού ελέγχου της πραγματικότητας (ΜΕφΑθ 6062/2022, ό.π.).
Το Δικαστήριο έχει ευρύτατη εξουσία να κρίνει το είδος της δικαστικής συμπαράστασης που απαιτείται ή και το πρόσωπο που θα την ασκήσει, ανάλογα με το είδος ή τη βαρύτητα της γενικότερης κατάστασης του συμπαραστατουμένου, τα καθήκοντα του δικαστικού συμπαραστάτη, να ορίζει πιθανόν και επιμέρους πράξεις τούτου, και επιπλέον να παρακολουθεί και να επιβλέπει την πορεία της δικαστικής συμπαράστασης (βλ. ΜΕφΛαρ 318/2020, Δικογραφία 2021. 170). Κατάλληλο πρόσωπο για το λειτούργημα τόσο του προσωρινού, όσο και του οριστικού δικαστικού συμπαραστάτη κρίνεται, με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του συμπαραστατουμένου (άρθρο 1684 ΑΚ), όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές ανάγκες του (ΜΠρΛαμ 166/2017, ΤΝΠ Νόμος).
Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1680 ΑΚ, το Δικαστήριο μπορεί ν’ αναθέσει στον δικαστικό συμπαραστάτη ολικά ή μερικά και την επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατουμένου. Κατά την άσκηση της επιμέλειας, ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να εξασφαλίζει στον συμπαραστατούμενο τη δυνατότητα να διαμορφώνει μόνος του τις προσωπικές του σχέσεις, εφόσον του το επιτρέπει η κατάστασή του. Η διάταξη του άρθρου 1680 εδ. α΄ ΑΚ θέτει τον κανόνα ότι η ανάθεση στον δικαστικό συμπαραστάτη και της επιμέλειας του προσώπου του συμπαραστατουμένου είναι δυνητική για το Δικαστήριο. Η έννοια και το περιεχόμενο της επιμέλειας του προσώπου του συμπαραστατουμένου δεν προσδιορίζεται ειδικά στη διάταξη του άρθρου 1680 ΑΚ. Πρόκειται για αόριστη νομική έννοια, για την εξειδίκευση της οποίας θα ληφθεί υπ’ όψιν η 1518 § 1 ΑΚ μετά από κατάλληλη ερμηνευτική προσαρμογή. Στην έννοια της επιμέλειας περιλαμβάνεται κάθε φροντίδα ή μέτρο σχετικό με τη σωματική, πνευματική ή ψυχική ανάπτυξη του συμπαραστατουμένου (βλ. ΜΠρΑθ 1321/2014, ΤΝΠ Νόμος, σχετικά Αγγ. Γεωργιάδη, σε Απ. Γεωργιάδη/Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμ. VIII, εκδ. 2003, άρθρο 1680, αριθ. 3).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τη με αριθ. …/4.1.2024 αίτησή του, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών εκθέτει ότι η καθ’ ης, υπήκοος Βραζιλίας, πάσχει από αυτισμό και βαριά νοητική στέρηση και γι’ αυτόν τον λόγο αδυνατεί πλήρως να φροντίσει τον εαυτό της και την περιουσία της. Με αυτό το ιστορικό ζητεί: α) να τεθεί αυτή σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, β) να διοριστεί η αδερφή της F. M. C. προσωρινή και μετά την τελεσιδικία της απόφασης που θα εκδοθεί οριστική δικαστική συμπαραστάτρια της καθ’ ης και γ) να διοριστεί τριμελές εποπτικό συμβούλιο, απαρτιζόμενο από τα αναφερόμενα αναλυτικά στην αίτηση πρόσωπα.
Με βάση αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αίτηση παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ., 801 επ. ΚΠολΔ, 121 ΕισΝΑΚ), καθώς τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία και συγκεκριμένα αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης με την επ’ αυτής πράξη κατάθεσης, ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης και στην προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια (βλ. αναλυτικά υπό στοιχείο Ι σκέψη της παρούσας). Το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης, δεδομένου ότι η καθ’ ης είναι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης, δηλαδή έχει τη συνήθη διαμονή της στην ελληνική επικράτεια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη της παρούσας (βλ. άρθρα 741, 3 § 1 ΚΠολΔ και 1, 2 § 1 και 5 § 1 του ν. 4898/2022, πρβλ. ΜΠρΑθ 922/2023, Lex&Forum 2023. 735 επ., με επίκληση μόνον του άρθρου 3 § 1 ΚΠολΔ και αντιθ. παρατ. Γ.-Α. Γεωργιάδη). Ακόμη, το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο, καθώς στην περιφέρεια αυτού βρίσκεται ο τόπος της συνήθους διαμονής της συμπαραστατέας (άρθρα 741, 1 περ. β΄, 12, 13, 740 § 1 και 801 § 1 εδ. α΄ και 805 § 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ), ενώ η υπό κρίση αίτηση είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1634 § 1, 1639, 1666 § 1 περ. 1, 1667 § 1, 1669, 1672, 1673, 1675, 1676, 1678, 1681, 1682 ΑΚ, 741, 62, 63 § 1, 65 § 1, 68, 69 § 1 περ. δ΄, 106, 111, 115, 118 σε συνδ. με 747, 802, 805 §§ 1 και 3 έως 5 ΚΠολΔ, στο μέτρο που εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, καθώς η καθ’ ης, παρότι τυγχάνει υπήκοος Βραζιλίας, έχει τη συνήθη διαμονή της στην Ελλάδα και το υπέρτερο συμφέρον της επιτάσσει την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου (βλ. άρθρα 13 § 1 σε συνδ. με 3 περ. α΄ και 5 § 1 ν. 4898/2022), χωρίς να διαδραματίζει ρόλο το γεγονός ότι η Βραζιλία δεν είναι, κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης, συμβαλλόμενο κράτος στη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης του 2000 (βλ. [https://www.hcch.net/en/instruments/conventions/status-table/?cid=71]), διότι καθιερώνεται ο οικουμενικός χαρακτήρας της Σύμβασης. Πρέπει, επομένως, η αίτηση να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ’ ης η αίτηση A. M. C., ηλικίας 46 ετών κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης, πάσχει από αυτισμό και βαριά νοητική στέρηση, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει αδυναμία εκφοράς λόγου, έντονες διαταραχές συμπεριφοράς, παραληρητικές ιδέες, ευερεθιστότητα και ψυχωσικές εκδηλώσεις με οπτικές ψευδαισθήσεις. Παράλληλα, εμφανίζει συχνά ψυχοκινητική διέγερση, αυτοκαταστροφικές και ετεροκαταστροφικές συμπεριφορές. Τούτο βεβαιώνεται με την με αριθ. … ιατρική γνωμάτευση της ψυχιατρικής κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «…». Σε αυτήν, επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η καθ’ ης είναι ανίκανη να κρίνει προς το συμφέρον της και να λάβει αποφάσεις ή να καταρτίσει οποιαδήποτε δικαιοπραξία, ούσα απόλυτα εξαρτημένη για την επιβίωσή της από το οικογενειακό της περιβάλλον, χωρίς να απαιτείται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για τη διακρίβωση της κατάστασης της υγείας της, καθώς νόμιμα προσκομίζεται το παραπάνω δημόσιο έγγραφο, από το οποίο προκύπτει το είδος και ο βαθμός της νόσου που πάσχει η καθ’ ης, η πλήρης αδυναμία αυτής να επιμεληθεί των προσωπικών και περιουσιακών της υποθέσεων και να ενεργεί διαχειριστικές πράξεις, η οποία (αδυναμία) είναι απόλυτη, μόνιμη και καταλαμβάνει όλο το φάσμα των υποθέσεών της, ενώ αδυνατεί να επικοινωνήσει με τρίτα πρόσωπα (άρθρο 804 § 2 ΚΠολΔ). Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από την από… ιδιωτική ιατρική γνωμάτευση της νευρολόγου Σ. Ρ., στην οποία περιλαμβάνονται όλες οι διαπιστώσεις της προαναφερόμενης ιατρικής γνωμάτευσης δημόσιου νοσοκομείου και, επιπρόσθετα, αναφέρονται περιστατικά επιληψίας με τονικοκλονικούς σπασμούς, για την αντιμετώπιση των οποίων η καθ’ ης λαμβάνει αντιεπιληπτική αγωγή, χωρίς καλή, ωστόσο, ανταπόκριση. Τη φροντίδα της τελευταίας έχει αναλάβει εν τοις πράγμασι η αδερφή της, F. M. C., η οποία την έφερε στην Ελλάδα το 2021, όπου αυτή κατοικεί νόμιμα με τον σύζυγό της, ώστε να μένει μαζί της, έπειτα από τον θάνατο των γονιών τους, που έως τότε είχαν επιφορτιστεί με τη φροντίδα της.
Επομένως, πρέπει η καθ’ ης να τεθεί σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση και να διοριστεί τόσο προσωρινός, για τον χρόνο από την έκδοση μέχρι την τελεσιδικία της παρούσας απόφασης, κατ’ άρθρα 1672 εδ. γ΄ και 1673 ΑΚ και 805 § 5 ΚΠολΔ, όσο και οριστικός, για το μετέπειτα χρονικό διάστημα, δικαστικός συμπαραστάτης αυτής, χωρίς να είναι απαραίτητη η προσωπική επικοινωνία του Δικαστηρίου με την καθ’ ης για τον σχηματισμό άμεσης αντίληψης της κατάστασής της, καθώς, εξαιτίας της προεκτεθείσας ψυχικής ασθένειάς της (νοητική στέρηση), αυτή βρίσκεται σε προφανή αδυναμία επικοινωνίας με το περιβάλλον (άρθρο 804 § 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ). Κατάλληλο πρόσωπο για το λειτούργημα τόσο του προσωρινού όσο και του οριστικού δικαστικού συμπαραστάτη κρίνεται, με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον της συμπαραστατέας σύμφωνα με το άρθρο 1684 ΑΚ, όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές ανάγκες της, η αδερφή της καθ’ ης και ήδη προσωρινή δικαστική συμπαραστάτριά της, χωρίς να συντρέχει στο πρόσωπό της κάποιος από τους λόγους αποκλεισμού του άρθρου 1670 ΑΚ. Αυτή παρέχει τα εχέγγυα ότι θα ασκήσει με επάρκεια και συνέπεια το λειτούργημα που της ανατίθεται, ενεργώντας πάντοτε προς το συμφέρον της καθ’ ης, καθώς είναι υγιής, αρτιμελής και με συγκροτημένη προσωπικότητα, η συμπαραστατέα διαμένει στην ίδια οικία μαζί της, επιδεικνύει αμέριστο ενδιαφέρον για τα προβλήματα υγείας της αδερφής της και, λόγω της στενής συγγενικής σχέσης που τους συνδέει, θα μεριμνήσει με προσοχή και ενδιαφέρον για την κάλυψη των αναγκών της και τη διεκπεραίωση των προσωπικών και περιουσιακών της υποθέσεων, όπως, άλλωστε, έπραττε ήδη στο πλαίσιο διορισμού της ως προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια της καθ’ ης με την από… προσωρινή διαταγή του Προέδρου Υπηρεσίας του παρόντος Δικαστηρίου, εκτελώντας πλήρως τα καθήκοντα με τα οποία έχει επιφορτιστεί. Στην τελευταία πρέπει να ανατεθεί, κατά την κρίση Δικαστηρίου, παρά την απουσία σχετικού αιτήματος, και το σύνολο της επιμέλειας του προσώπου της συμπαραστατέας, κατ’ άρθρα 1518 § 1 και 1680 ΑΚ, δεδομένου ότι η ίδια αδυνατεί να αυτοεπιμελείται των άμεσων ατομικών της αναγκών και χρήζει συνεχούς φροντίδας και επίβλεψης, όπως κατέθεσε σχετικά και ο παραπάνω αναφερόμενος μάρτυρας κατά την ένορκη εξέτασή του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Σημειώνεται, όμως, ότι η υπό διορισμό δικαστική συμπαραστάτρια οφείλει να εξασφαλίζει στην καθ’ ης, στο μέτρο του δυνατού, τη δυνατότητα να διαμορφώνει μόνη της τις προσωπικές της σχέσεις (ΜΠρΚαλ 117/2016, ΕΠολΔ 2016. 434).
Περαιτέρω, πρέπει να διοριστεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1682 εδ. β΄ ΑΚ, συμβούλιο, το οποίο θα ασκεί το έργο της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης για το χρονικό διάστημα μετά την τελεσιδικία της παρούσας, αποτελούμενο από τα εξής πρόσωπα: … Τα πρόσωπα αυτά, που συνδέονται με την καθ’ ης με στενούς συγγενικούς δεσμούς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, μπορούν να βοηθήσουν το έργο της παραπάνω δικαστικής συμπαραστάτριας, ασκώντας αποτελεσματικά την εποπτεία της συμπαράστασης, και, έτσι, κρίνονται κατάλληλα για το λειτούργημα αυτό. Σημειώνεται ότι στα πρόσωπά τους δεν συντρέχει κάποιος από τους προβλεπόμενους στα άρθρα 1595 και 1636 ΑΚ λόγους αποκλεισμού, ενώ δεν υπάρχουν πλησιέστεροι συγγενείς που να διαμένουν στην Ελλάδα και να μπορούν να συμβάλλουν στο έργο της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης.
Κατά λογική ακολουθία, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Αντικείμενο της σχολιαζόμενης απόφασης αποτέλεσε η υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση ενήλικης Βραζιλιάνας με συνήθη διαμονή στη Θεσσαλονίκη, η οποία έπασχε από σοβαρή διανοητική διαταραχή. Λόγω του στοιχείου αλλοδαπότητας της υποθέσεως, το Δικαστήριο ερεύνησε αυτεπαγγέλτως, ως όφειλε, αν θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία για να δικάσει τη σχετική αίτηση του Εισαγγελέα και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, το εφαρμοστέο στην επίδικη υπόθεση δίκαιο για τη λήψη μέτρων προστασίας της ενήλικης πάσχουσας. Η έρευνα αυτή κατέληξε στην εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης της 13ης Ιανουαρίου 2000 για την προστασία των ενηλίκων, η οποία κυρώθηκε προσφάτως με τον ν. 4898/2022 και ρυθμίζει θέματα διεθνούς δικαιοδοσίας, εφαρμοστέου δικαίου, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε διεθνείς καταστάσεις ενηλίκων, οι οποίοι, λόγω αλλοίωσης ή ανεπάρκειας των προσωπικών τους ικανοτήτων, δεν είναι σε θέση να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους.
Ειδικότερα, η Σύμβαση της Χάγης του 2000 προβλέπει στη διάταξη του άρθρου 3 ότι στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, μέτρα για τον καθορισμό της ανικανότητας και την εγκαθίδρυση συστήματος προστασίας, καθώς και τη θέση ενηλίκου υπό την προστασία δικαστικής αρχής. Στο άρθρο 5 της Σύμβασης θεμελιώνεται η βάση γενικής διεθνούς δικαιοδοσίας που δεν είναι άλλη από τον τόπο της συνήθους διαμονής του προσώπου που χρήζει προστασίας. Σε πλήρη συστοιχία με τη δικαιοδοτική βάση της συνήθους διαμονής, η διάταξη του άρθρου 13 της Σύμβασης προβλέπει ως σύνδεσμο καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου για τη λήψη μέτρων προστασίας και πάλι τη συνήθη διαμονή του προσώπου, με αποτέλεσμα ο δικάζων δικαστής να εφαρμόζει εντέλει το δικό του δίκαιο. Μάλιστα, η Σύμβαση έχει οικουμενική εφαρμογή, με την έννοια ότι το υποδεικνυόμενο από τις διατάξεις της δίκαιο μπορεί να είναι και δίκαιο κράτους μη συμβαλλόμενου στη Σύμβαση (άρθρο 18). Θα πρέπει δε να τονιστεί ότι η διάταξη του άρθρου 19 της Σύμβασης αποκλείει την αναπαραπομπή (renvoi), με την έννοια ότι εφαρμοστέοι είναι αποκλειστικά οι ουσιαστικοί κανόνες δικαίου του κράτους αυτού και όχι οι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Έτσι, η Σύμβαση της Χάγης του 2000 απομακρύνεται από τη λύση της μερικής αναπαραπομπής που είχε υιοθετήσει η προηγηθείσα Σύμβαση της Χάγης του 1996 για την προστασία των ανηλίκων.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία κατ’ άρθρο 5 της Σύμβασης της Χάγης, καθώς η καθ’ ης η αίτηση ενήλικη πάσχουσα υπήκοος Βραζιλίας έχει τη συνήθη διαμονή της στην Ελλάδα και δη στη Θεσσαλονίκη, ενώ εφαρμοστέο είναι, για τον ίδιο λόγο, το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 13). Και τούτο, όπως πολύ εύστοχα επισημάνθηκε στην απόφαση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η Βραζιλία δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση της Χάγης. Μετά από αυτές τις διαπιστώσεις, το Δικαστήριο εφάρμοσε το ελληνικό δίκαιο και, γενομένης δεκτής της αίτησης, υπέβαλε την καθ’ ης σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση ορίζοντας ως συμπαραστάτρια την αδελφή της καθ’ ης, ομοίως υπήκοο Βραζιλίας και συνήθως διαμένουσα στην Ελλάδα.
Η σχολιαζόμενη απόφαση θα πρέπει να επαινεθεί πολλαπλώς: Όχι μόνο αποτελεί την πρώτη πανελλαδικώς απόφαση που εφαρμόζει τη Σύμβαση της Χάγης του 2000, η οποία μετρά στην Ελλάδα μόλις ένα έτος ζωής, αλλά για τη σωστή ερμηνεία και εφαρμογή της αξιοποίησε το σύνολο της λιγοστής εγχώριας αρθρογραφίας (βλ. συναφώς Β. Σαρηγιαννίδη, Η νέα Σύμβαση της Χάγης της 13ης Ιανουάριου 2000 για τη Διεθνή Προστασία των Ενηλίκων, Lex&Forum 4/2022. 893 επ.· Μουρατίδου, Ο Άνθρωπος στο Επίκεντρο: Από τη Σύμβαση της Χάγης της 13ης Ιανουαρίου 2000 για τη διεθνή προστασία των ενηλίκων στην Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαΐου 2023, σε: Συλλογικό Έργο, Ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων και διεθνής αναγκαστική εκτέλεση, 2023, σ. 287· Γ.-Α. Γεωργιάδη, Παρατηρήσεις σε ΜΠρΑθ 922/2023, Lex&Forum 3/2023. 735), όσο και το συνταχθέν από τον σπουδαίο Γάλλο ιδιωτικοδιεθνολόγο Καθηγητή Paul Lagarde, βασικό εμπνευστή της Σύμβασης, Explanatory Report, το οποίο και τη συνοδεύει παρέχοντας πολύτιμες κατευθύνσεις για την ερμηνευτική προσέγγιση των διατάξεών της.
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα