ΜΕφΘεσ 1785/2023
Δικαστής: Χριστίνα Ζαπάρτα
Δικηγόροι: Π. Δρίτσα – Ιορ. Νεστορίδης, Γ. Τσιρώνης
(1193, 1198, 1846, 1847 ΑΚ, 68, 73 ΚΠολΔ, 7, 9, 11, 14, 26 ΚΑΑΑ, 88, 89, 93 ν. 4759/2020)
Αναγκαστική απαλλοτρίωση: νομιμοποιούνται ενεργητικά να ζητήσουν τον προσωρινό ή οριστικό καθορισμό της αποζημίωσης μόνο ο υπόχρεος στην καταβολή της, ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και όποιος αξιώνει κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα, εκτός της νομής· η ύπαρξη ενεργητικής νομιμοποίησης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αίτηση για τον καθορισμό της αποζημίωσης.
Συντέλεση απαλλοτρίωσης: συντελείται με καταβολή της προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης, με δημοσίευση στην ΕτΚ της γνωστοποίησης για την παρακατάθεσή της ή με την καταβολή της σε είδος.
Αναγνώριση δικαιούχων: αν η αίτηση κληρονόμου υποβληθεί μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, δεν απαιτείται συμβολαιογραφική αποδοχή κληρονομίας αλλά αρκεί η απόδειξη της αποδοχής κληρονομίας ή η παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης· ωστόσο, αν η αίτησή του υποβληθεί πριν τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, απαιτείται αποδοχή κληρονομίας και μεταγραφή.
Άρση απαλλοτρίωσης: περιπτώσεις προαιρετικής ανάκλησης, υποχρεωτικής και αυτοδίκαιης άρσης μη συντελεσμένης απαλλοτρίωσης· υπάγεται στην υλική αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου αλλά ερευνάται και παρεμπιπτόντως από τα πολιτικά δικαστήρια στη δίκη καθορισμού της αποζημίωσης ή αναγνώρισης δικαιούχων μετά από σχετικό αίτημα του καθ’ου η απαλλοτρίωση· ειδικό νομοθετικό καθεστώς για την αναγνώριση της αυτοδίκαιης άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης και διαδικασία ολικής ή μερικής επανυποβολής.
[…]
I. Κατά το άρθρο 68 του ΚΠολΔ, «δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον». Ο ΚΠολΔ συνδέει τη νομιμοποίηση του διαδίκου προς το έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή να αναφέρεται σε υπαρκτές έννομες σχέσεις και όχι σε υποθετικές, και επί πλέον η ανάγκη δικαστικής προστασίας να είναι ενεστώσα. Τα πρόσωπα τα οποία έχουν άμεσο έννομο συμφέρον στη διαδικασία προσδιορισμού της προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης, λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και μπορούν να είναι διάδικοι, δηλαδή έχουν την εξουσία να διεξάγουν τη δίκη ενεργητικά ή παθητικά ή με άλλο τρόπο, ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν. 2882/2001 «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ΚΑΑΑ)». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή «ενδιαφερόμενοι», οι οποίοι δύνανται να ζητήσουν δικαστικά τον προσωρινό ή οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης είναι: α) ο υπόχρεος να καταβάλει την αποζημίωση, β) ο υπέρ ου κηρύχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση και γ) όποιος αξιώνει κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριούμενο. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 6 του ιδίου νόμου, προκύπτει ότι ο νομοθέτης περιόρισε τον αριθμόν των προσώπων και καθόρισε επακριβώς τα πρόσωπα τα οποία δύνανται να προσλάβουν την ιδιότητα του διαδίκου στις δίκες καθορισμού τιμής μονάδας αποζημίωσης λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και περαιτέρω, την αποζημίωση αυτή από την απαλλοτρίωση παρέχει, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 26 του ως άνω νόμου, μόνον στους αναγνωριζόμενους κατά τη διαγραφόμενη στο άρθρο αυτό (και τον ΚΠολΔ) διαδικασία ως κυρίους ή έχοντες έτερον εμπράγματο δικαίωμα (από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο νόμο-άρθρο 973 ΑΚ) στο απαλλοτριωθέν (ΑΠ 506/2020 ΤΝΠ Νόμος) και απέκλεισε ρητώς την αναγνώριση ως δικαιούχο αποζημίωσης από αναγκαστική απαλλοτρίωση τον έχοντα επί του απαλλοτριωθέντος δικαίωμα νομής ή κατοχής, διαλαβών ο νομοθέτης ρητά στο άρθρο 26 παρ. 9 του ως άνω νόμου ότι «η νομή καθ’ εαυτήν δεν θεμελιώνει δικαίωμα αποζημίωσης» (ΑΠ 888/2008
, ΑΠ 1671/2006
ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 508/2004
ΕλλΔνη 47.448
, ΕφΑθ 3093/2003 ΕλλΔνη 44.1386). Συνεπώς, όποιος συγκεντρώνει τις πιο πάνω προϋποθέσεις, μπορεί να καταστεί διάδικος τόσο στη δίκη του προσδιορισμού της προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης, όσο και στη δίκη του οριστικού προσδιορισμού (ΑΠ 1608/2011
ΤΝΠ Νόμος). Η κατά τα ανωτέρω νομιμοποίηση των διαδίκων στη δίκη προσδιορισμού της προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης, η οποία ρυθμίζεται ειδικά από την ως άνω διάταξη, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης κατά το άρθρο 73 ΚΠολΔ. Αν δε από την έρευνα αυτή προκύψει ότι λείπει η προϋπόθεση της νομιμοποίησης, η αίτηση απορρίπτεται (ΑΠ 506/2020
ό.π., Κ. Χορομίδης, Η Αναγκαστική Απαλλοτρίωση, 2008, παρ. 99, σελ. 836 επ.). Το δικαστήριο, ερευνώντας τη νομιμοποίηση του διαδίκου που αξιώνει (προβάλλει) κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριούμενο θα ερευνήσει παρεμπιπτόντως, εκτιμώντας ελεύθερα τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία, το προβαλλόμενο εμπράγματο δικαίωμά του, που του παρέχει το δικαίωμα αποζημίωσης και το οποίο θεμελιώνει τη νομιμοποίησή του και δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του, για την κίνηση της διαδικασίας προσδιορισμού της προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης. Η μνεία δε στην πράξη της απαλλοτρίωσης του διαδίκου ως κυρίου ή εμπράγματου δικαιούχου του απαλλοτριωμένου, αρκεί για τη νομιμοποίησή του στη δίκη του προσδιορισμού της αποζημίωσης (ΑΠ 796/2012
ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 592/1997 ΕΕΝ 1998.683, ΑΠ 275/2003 ΕΕΝ 2004.220, ΕφΘεσ 439/2008 Αρμ. 2009.671
). Η δε έρευνα αυτή, δεν εμποδίζεται από το ότι στη διαδικασία του καθορισμού της αποζημίωσης, η δικαιοδοσία του δικαστηρίου περιορίζεται κατά κανόνα μόνο στον προσδιορισμό τιμής μονάδος, χωρίς την αναγνώριση δικαιούχων και την καταψήφιση υπόχρεων (πρβλ. άρθρα 14 παρ. 1, 18, 19, 20 και 26 Ν. 2882/2001, βλ. και ΑΠ 2218/2013
, ΑΠ 275/2003 ΤΝΠ Νόμος), αφού από το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί η έρευνα ζητημάτων, τα οποία έχουν σχέση με θεμελιώδεις ιδιότητες των δικαζομένων, όπως είναι και η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την κίνηση της διαδικασίας αυτής, ζήτημα το οποίο εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ (ΑΠ 506/2020
, ΑΠ 1299/2014
, ΑΠ 1247/2007
, ΑΠ 528/2005
, ΕφΑιγ 166/2019, ΕφΑιγ 18/2019, ΜΕφΘεσ 522/2017 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των άρθρων 1193, 1198, 1199, 1710, 1846 και 1847 του ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι: α) η ιδιότητα του κληρονόμου αποκτάται αυτοδικαίως μόλις γίνει η επαγωγή, στον καλούμενο όμως παρέχεται η ευχέρεια να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών, η οποία αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της, και β) η ενώπιον συμβολαιογράφου αποδοχή της κληρονομίας και η μεταγραφή αυτής είναι αναγκαία μόνο προκειμένου ο κληρονόμος να αποκτήσει την κυριότητα των κληρονομιαίων ακινήτων. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 του ΚΑΑΑ, μετά τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κατά το άρθρο 7 του ιδίου Κώδικα με βάση την τιμή, που καθορίσθηκε έπειτα από κλήτευση, κάθε εμπράγματο δικαίωμα επί του ακινήτου οποιουδήποτε τρίτου, είτε αυτός έλαβε μέρος είτε όχι, ακόμη και αν δεν κλητεύθηκε στη δίκη για τον καθορισμό της αποζημίωσης, μετατρέπεται σε ενοχική αξίωση επί της αποζημίωσης, που παρακατατέθηκε, ή κατά εκείνου, που εισέπραξε την αποζημίωση, ή κατά εκείνου, υπέρ του οποίου εκδόθηκε το χρηματικό ένταλμα πληρωμής. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι σε περίπτωση, κατά την οποία η αίτηση του Κληρονόμου, με την οποία επιδιώκεται η αναγνώρισή του ως δικαιούχου της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση κληρονομιαίου ακινήτου, ασκείται μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και την οριστική απώλεια της επ’ αυτού (ακινήτου) κυριότητας, δεν απαιτείται, για την ενεργητική νομιμοποίηση προς άσκησή της, συμβολαιογραφική δήλωση αποδοχής της κληρονομίας εκ μέρους του κληρονόμου και μεταγραφή της, καθόσον αυτή στερείται πλέον αντικειμένου, αλλά αρκεί η απόδειξη της ρητής ή σιωπηρής αποδοχής της κληρονομίας ή η παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης (ΑΠ 225/2000
ΕλλΔνη 41.975
). Αντίθετα, εάν με την αίτηση του κληρονόμου επιδιώκεται η αναγνώριση αυτού ως δικαιούχου της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση κληρονομιαίου ακινήτου και δεν έχει συντελεστεί, με έναν από τους προαναφερόμενους τρόπους, η απαλλοτρίωση μέχρι το θάνατο του κυρίου του υπό απαλλοτρίωση ακινήτου, ο τελευταίος δεν απώλεσε, όσο ζούσε, την επ’ αυτού (ακινήτου) κυριότητα, η οποία μεταβαίνει στους εκ του νόμου ή εκ διαθήκης κληρονόμους του (άρθρο 1710 ΑΚ). Επομένως, στην περίπτωση αυτή, αντικείμενο της κληρονομίας τυγχάνει το υπό απαλλοτρίωση ακίνητο και όχι η περί τούτου αποζημίωση (ΕφΑθ 4201/1979 ΝοΒ 1980.1501), με συνέπεια για την ενεργητική νομιμοποίηση προς άσκηση της ανωτέρω αίτησης να πρέπει ο αιτών να επικαλεστεί πως έχει καταστεί κύριος του ως άνω ακινήτου, μετά από αποδοχή της κληρονομίας του δικαιοπαρόχου του και μεταγραφή αυτής (βλ. ΑΠ 171/2017
ΤΝΠ Νόμος). Επισημαίνεται δε ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 και 3 του ΚΑΑΑ, η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται είτε με την καταβολή στον δικαστικώς αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο της αποζημίωσης, που προσδιορίστηκε προσωρινά ή οριστικά, είτε με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης ότι η αποζημίωση, η δικαστική δαπάνη, καθώς και η αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κατά το άρθρο 8 του ιδίου Κώδικα, είτε με την καταβολή της αποζημίωσης σε είδος, εφόσον ο δικαιούχος συναινεί σε αυτό με ειδική έγγραφη δήλωσή του. Εξάλλου, εάν υπόχρεος για την καταβολή της αποζημίωσης είναι Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α΄ ή Β΄ βαθμού, η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται και με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ότι, κατ’ εντολή και για λογαριασμό του υπόχρεου, παρακατέθεσε το ίδιο την αποζημίωση, την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, καθώς και την αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων κατά τους όρους και τα αποτελέσματα, που ορίζονται στο ως άνω άρθρο 8. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, μόνο από τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση αποκτά την κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί του ακινήτου, ενώ πριν καταβληθεί η οριστική ή η προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη (άρθρο 7 παρ. 4 του ΚΑΑΑ) (ΕφΑιγ 166/2019, ΕφΑιγ 18/2019 ΤΝΠ Νόμος).
II. Στο άρθρο 11 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.Α.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001, ορίζεται ότι «1. Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση δύναται με απόφασή της να την ανακαλέσει, ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεστεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθοριστεί αυτή εξωδίκως. … Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης … Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. … 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη. 5. … 6. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 29 του ως άνω Κ.Α.Α.Α. ορίζεται ότι «1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. … 3. … 5. Απαλλοτριώσεις προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών που κηρύχθηκαν οποτεδήποτε μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα διέπονται, κατά την έκταση που ορίζεται από την παράγραφο 2 από τις διατάξεις του Κώδικα τούτου, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που ορίζονται από τις διατάξεις αυτές. 6. … 9. …». Εξάλλου, με το άρθρο 1 παρ. 2 της από 21.12.2001 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 288), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2990/2002 (Α’ 30), ορίσθηκε ότι αρμόδιο δικαστήριο για τις διαφορές που γεννώνται από ατομικές πράξεις διοικητικών αρχών, οι οποίες αφορούν την ανάκληση μη συντελεσμένων ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και την άρση διατηρουμένων για μεγάλο διάστημα ρυμοτομικών βαρών, είναι το δικαστήριο του άρθρου 11 παρ. 4 του ανωτέρω Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων, δηλαδή το οικείο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 11 του ΚΑΑΑ δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους. Κατά την πάγια όμως νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας, ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, καθώς και άλλα ρυμοτομικά βάρη που επιβάλλονται κατ’εφαρμογή της νομοθεσίας περί εγκρίσεως και τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων ή πολεοδομικών μελετών, με τον καθορισμό κοινοχρήστων χώρων ή χώρων προοριζομένων για κοινωφελείς εν γένει χρήσεις, δεν επιτρέπεται να διατηρούνται επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα εύλογα όρια χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεση των απαλλοτριώσεων σύμφωνα με τον νόμο. Επομένως, όταν οι πολεοδομικές αυτές δεσμεύσεις της ιδιοκτησίας διατηρούνται πέραν του εύλογου κατά τις περιστάσεις χρόνου, χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης των βαρυνομένων ακινήτων, ανακύπτει υποχρέωση του αρμόδιου κατά περίπτωση οργάνου της Διοίκησης να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος και να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου. Η Διοίκηση, δηλαδή, οφείλει να κρίνει αν η ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η δυνατότητα άμεσης αποζημίωσης των θιγόμενων ιδιοκτητών, ή να την καταστήσει οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δόμησης είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δόμησης, που πρέπει να καθορισθούν [βλ. ΣτΕ 1661/2018, ΣτΕ 2142/2016 (7μ.), ΣτΕ 1538/2014, ΣτΕ 843/2009 (7μ.), ΣτΕ 3908/2007 (7μ.), ΣτΕ 580/1989 ΕλλΔνη 31.210
ΣτΕ 1268/1988, ΣτΕ 4575/1987, και Κ. Χορομίδη, Η Αναγκαστική Απαλλοτρίωση, έκδ. 1997, σελ. 404-408]. Η αναγνώριση της αυτοδίκαιης άρσης της πολεοδομικής-ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης για τον ανωτέρω λόγο αποτελεί διοικητική διαφορά (ουσίας), υπαγόμενη πλέον, κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, στη δικαιοδοσία όχι των πολιτικών αλλά των διοικητικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 83/1997
ΕλλΔνη 39.1037, ΑΠ 1106/1999
ΕλλΔνη 41.355
, ΑΠ 1090/1999
ΕλλΔνη 40.1525
, ΑΠ 322/1999
ΕλλΔνη 40.1307
) και στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωθέν ακίνητο ή το μεγαλύτερο μέρος αυτού (ήδη άρθρο 11 παρ. 4 Κ.Α.Α.Α. και άρθρο 1 παρ. 2 της από 21.12.2001 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου σε ΚΝοΒ 2001.3597, ΟλΣτΕ 603/2008, ΣτΕ 385/2023 ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, εάν εισαχθεί ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου αίτηση προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης, η οποία υπάγεται επίσης στη δικαιοδοσία του κατ’ άρθρο 17 παρ. 4 εδ. α’ του Συντάγματος και 18-25 του Κ.Α.Α.Α., πλην όμως η απαλλοτρίωση αυτή έχει αρθεί αυτοδικαίως, λόγω μη έγκαιρου καθορισμού της αποζημίωσης από την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, το πολιτικό δικαστήριο και πάλι, προτού κρίνει το κύριο ζήτημα της αποζημίωσης (του προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της ή της αναγνώρισης των δικαιούχων της), μπορεί, κατ’ άρθρο 2 ΚΠολΔ, να ερευνήσει παρεμπιπτόντως το προδικαστικό ζήτημα της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης (βλ. ΑΠ 1169/1988
ΕλλΔνη 31.56
, Κ. Χορομίδη, Το Δίκαιο της Ρυμοτομίας και του Πολεοδομικού Σχεδιασμού, 2002, σελ. 933). Βέβαια, η παρεμπίπτουσα αυτή κρίση δεν γίνεται από το πολιτικό δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνον μετά από σχετική πρόταση του καθ’ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη, ο οποίος είναι ο μόνος που νομιμοποιείται ενεργητικά να προβάλει τον σχετικό ισχυρισμό και αίτημα, αφού η αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτρίωσης αποβλέπει αποκλειστικώς στο συμφέρον αυτού, για να μην παραμένει σε βάρος του η κηρυχθείσα σε βάρος του απαλλοτρίωση επί μακρό χρονικό διάστημα εκκρεμής και μετέωρη, προς βλάβη των συμφερόντων του, λόγω της δέσμευσης της ιδιοκτησίας του (ΟλΑΠ 12/2018
, ΟλΑΠ 7/2007
, ΑΠ 205/2021
, ΑΠ 209/2020
, ΑΠ 1630/2018
, ΑΠ 498/2017
, ΑΠ 754/2011
ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 856/2002
ΕλλΔνη 44.1284
, ΑΠ 215/2001
ΕλλΔνη 42.1552, ΑΠ 817/1992 ΝοΒ 41.89, I. Χορομίδης, Αναγκαστικές Απαλλοτριώσεις, 2004, σελ. 280-282). Το προαναφερόμενο κενό του Κ.Α.Α.Α., όσον αφορά στην αυτοδίκαιη άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, κάλυψε πρόσφατα ο νομοθέτης, ο οποίος στο άρθρο 88 του Ν. 4759/2020 «Εκσυγχρονισμός της Χωροταξικής και Πολεοδομικής Νομοθεσίας και άλλες διατάξεις» (Α’ 245/9.12.2020), το οποίο φέρει τίτλο «Άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης» – όπως τούτο ίσχυε πριν την προσθήκη της παρ. 2α με το άρθρο 241 Ν. 5037/2023 (ΦΕΚ A 78/ 28.03.2023), ορίζει τα ακόλουθα: «1. Η ρυμοτομική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται η έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξης, εάν παρέλθουν: α. δεκαπέντε (15) έτη από την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, με το οποίο αυτή επιβλήθηκε για πρώτη φορά, ή β. πέντε (5) έτη από την κύρωση της σχετικής πράξης εφαρμογής ή πράξης αναλογισμού, ή γ. δεκαοκτώ (18) μήνες από τον καθορισμό τιμής μονάδας, σύμφωνα με τα άρθρα 18 έως 20 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ν. 2882/2001). 2. Μετά από την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ο ιδιοκτήτης, με αίτηση προς τον οικείο δήμο, δύναται να ζητήσει την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, προκειμένου η ιδιοκτησία του να καταστεί οικοδομήσιμη. Η αίτηση, στην οποία γίνεται συνοπτική περιγραφή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, πρέπει να συνοδεύεται από δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την κυριότητα του αιτούντος επί του ακινήτου. 3. Το οικείο Δημοτικό Συμβούλιο, εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την κατάθεση της αίτησης της παρ. 2 είτε αποδέχεται την αίτηση και εκκινεί τη διαδικασία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου είτε προτείνει στον οικείο περιφερειάρχη την εκ νέου επιβολή της αρθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης για τον ίδιο σκοπό ή τη μερική επανεπιβολή της. Η ολική ή μερική επανεπιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης είναι δυνατή μόνο, όταν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) σοβαροί πολεοδομικοί λόγοι επιβάλλουν τη διατήρηση του ακινήτου ή μέρους αυτού ως κοινόχρηστου ή κοινωφελούς χώρου και β) ο οικείος δήμος διαθέτει την οικονομική δυνατότητα για την άμεση καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης στους δικαιούχους, που αποδεικνύεται με την εγγραφή της προσήκουσας αποζημίωσης σε ειδικό κωδικό στον προϋπολογισμό του οικείου δήμου. Ως προσήκουσα αποζημίωση ορίζεται, η υπολογιζόμενη με βάση το σύστημα αντικειμενικών αξιών του Υπουργείου Οικονομικών κατά το ημερολογιακό έτος υποβολής της αίτησης. Η σχετική εγγραφή δαπάνης στον προϋπολογισμό του οικείου δήμου γίνεται ταυτοχρόνως με εγγραφή ισόποσου εσόδου από χρηματοδότηση προερχόμενη από το Πράσινο Ταμείο, εφόσον αυτή έχει εγκριθεί εντός της προθεσμίας της παρούσας. Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλογικώς και στην περίπτωση, που η απαλλοτρίωση γίνεται για τη δημιουργία κοινωφελούς χώρου και ο αρμόδιος φορέας είναι άλλος, πλην του δήμου. Εναλλακτικά, το Δημοτικό Συμβούλιο μπορεί, σταθμίζοντας τις πολεοδομικές ανάγκες και τις οικονομικές δυνατότητες του δήμου, είτε να προτείνει τη μερική επανεπιβολή της αρθείσας απαλλοτρίωσης είτε να αποφασίσει την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, σύμφωνα με την αίτηση του ιδιοκτήτη. Το Δημοτικό Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προτείνει την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου μετά από αυτοδίκαιη άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ακόμη κι εάν, δεν έχει προηγηθεί αίτηση του ιδιοκτήτη του ακινήτου, όταν κρίνει ότι δεν συντρέχουν σοβαροί πολεοδομικοί λόγοι, που επιβάλλουν τη διατήρηση του ακινήτου ή μέρους αυτού ως κοινόχρηστου ή κοινωφελούς χώρου. 4. Εάν ο αρμόδιος για την απαλλοτρίωση είναι άλλος, πλην του δήμου, φορέας και δεν έχει την οικονομική δυνατότητα για άμεση καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης, εάν ο δήμος κρίνει ότι υφίστανται σοβαροί πολεοδομικοί λόγοι για τη διατήρηση του ακινήτου ως κοινωφελούς χώρου, δύναται, μετά από έγκριση του αρμόδιου φορέα, να καταβάλει τη σχετική δαπάνη από τον προϋπολογισμό του και εν συνεχεία να την αναζητήσει από τον αρμόδιο φορέα». Στο άρθρο 89 υπό τον τίτλο «Επανεπιβολή απαλλοτρίωσης» ορίζονται τα εξής: «1. Η πρόταση της παρ. 3 του άρθρου 88 διαβιβάζεται στον αρμόδιο περιφερειάρχη. Εάν, δι’ αυτής προτείνεται η ολική ή μερική επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης, ο περιφερειάρχης λαμβάνει απόφαση εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία της συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου. Η απόφαση περιλαμβάνει το εμβαδόν του ρυμοτομούμενου τμήματος της ιδιοκτησίας, προκειμένου να καθορισθεί η αποζημίωση και δημοσιεύεται, χωρίς άλλες διατυπώσεις, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μετά από την έκδοση της απόφασης επανεπιβολής της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ο οικείος δήμος είτε παρακαταθέτει, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών, την προσήκουσα αποζημίωση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ δικαιούχου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 8 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, είτε εκδίδει χρηματικό ένταλμα πληρωμής της προσήκουσας αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Παράβαση οποιοσδήποτε από τις παραπάνω προθεσμίες, έχει ως συνέπεια την αυτοδίκαιη οριστική άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Η παράβαση αυτή μπορεί να διαπιστώνεται με πράξη του συντονιστή της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης, μετά από σχετικό αίτημα του ενδιαφερομένου… 4. Δεύτερη επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης επί του αυτού ακινήτου, ολική ή μερική, δεν επιτρέπεται». Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 90, υπό τον τίτλο «Τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου σε περίπτωση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης», «1. Εάν το Δημοτικό Συμβούλιο προτείνει προς τον αρμόδιο περιφερειάρχη την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, σύμφωνα με την αίτηση της παρ. 2 του άρθρου 88 ή τη μερική επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης, ο δήμος κινεί υποχρεωτικά τη διαδικασία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου, προκειμένου να καταστεί οικοδομήσιμο το ακίνητο ή το μέρος αυτού που δεν είναι πλέον υπό απαλλοτρίωση ή για το οποίο δεν συντρέχει περίπτωση επανεπιβολής της απαλλοτρίωσης… 3. Με βάση την προτεινόμενη τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, που συνοδεύει το διάγραμμα της παρ. 2, ο δεσμευμένος χώρος μετατρέπεται σε οικοδομήσιμος, τηρώντας τη διαδικασία αναθεώρησης ρυμοτομικού σχεδίου της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 4067/2012 (Α’ 79)». Τέλος, στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 93 προβλέπεται ότι «1. Οι διατάξεις των άρθρων 87 (προφανώς κατά την τελική αρίθμηση των άρθρων του νόμου εκ παραδρομής παραλείφθηκε να διορθωθεί στο άρθρο 93 η αρίθμηση και έτσι παρέμεινε το άρθρο 86) έως 91 εφαρμόζονται και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων που έχουν κηρυχθεί πριν από τη δημοσίευση του παρόντος. 2. Οι διατάξεις των άρθρων 87 έως 91 εφαρμόζονται και σε περίπτωση άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, σε συμμόρφωση με δικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί πριν από τη δημοσίευση του παρόντος ή που θα εκδοθεί επί προσφυγής με αίτημα την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης που έχει κατατεθεί και συζητηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Ιδιοκτήτες ρυμοτομούμενων ακινήτων, οι οποίοι έχουν ασκήσει προσφυγή με αίτημα την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης αυτών, ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων, δύνανται να υποβάλλουν την αίτηση της παρ. 2 του άρθρου 88, εφόσον παραιτηθούν από τα δικόγραφα των εν λόγω προσφυγών». Με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 87 έως 93 του ν. 4759/2020 θεσπίστηκε μία ταχεία διαδικασία για την τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων μετά την αυτοδίκαιη άρση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, προκειμένου να αντιμετωπιστούν ζητήματα καθυστερήσεων στην υλοποίηση των άρσεων και στην απόδοση των δεσμευμένων ακινήτων στους ιδιοκτήτες τους. Έτσι, τέθηκαν όρια αφενός στα χρονικά διαστήματα υλοποίησης των επιμέρους σταδίων της διαδικασίας τροποποίησης του πολεοδομικού σχεδίου λόγω της άρσης του ρυμοτομικού βάρους ή δέσμευσης και αφετέρου στις διαδοχικές επανεπιβολές ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων. Οι διατάξεις αυτές περιέχουν τις περιπτώσεις και τη διαδικασία άρσης των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και συμπληρώνουν το ισχύον δίκαιο, με την καταγραφή της διαδικασίας με την οποία ζητείται από τον ενδιαφερόμενο η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, ώστε το ακίνητο να καταστεί οικοδομήσιμο. Ακόμη, περιγράφουν τις προϋποθέσεις για την επανεπιβολή μιας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Επίσης, παρέχουν τη δυνατότητα στο δημοτικό συμβούλιο να άρει μια ρυμοτομική απαλλοτρίωση, ακόμη και χωρίς αίτηση του ιδιοκτήτη, εάν δεν την κρίνει απαραίτητη για τις ανάγκες του Δήμου. Περαιτέρω, η Διοίκηση, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, είτε κατά την εξέταση σχετικού αιτήματος του ενδιαφερομένου ιδιοκτήτη, που έχει υποβληθεί δια της διοικητικής οδού, είτε μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης που ακυρώνει την άρνηση της Διοίκησης να ικανοποιήσει σχετικό αίτημα, οφείλει αμέσως και αφού τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα τόσο στους ιδιοκτήτες όσο και σε άλλους ενδιαφερομένους να εκθέσουν τις απόψεις τους, να επιληφθεί προκειμένου να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή ρυμοτομικό βάρος, το ακίνητο δεν καθίσταται οικοδομήσιμο, αλλά, μέχρι την ολοκλήρωση, κατά τα ανωτέρω, της τροποποίησης του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης, παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο.
[…]
[Το καθεστώς άρσης και επανεπιβολής ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης έγινε αντικείμενο αλλεπάλληλων νομοθετικών παρεμβάσεων τα τελευταία χρόνια. Σχετικές ρυθμίσεις υπήρχαν στον ν. 4067/2012 (άρθρο 32), τον ν. 4315/2014 (άρθρο 3 § 2) και τον ν. 4759/2020 (άρθρα 87 επ.), με πιο πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση αυτή των άρθρων 88 επ. του ν. 5037/2023, τις διατάξεις του οποίου παραθέτει η απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Από τις διαδοχικές αυτές τροποποιήσεις ανέκυψαν ζητήματα διαχρονικού δικαίου, στα οποία η νομολογία κλήθηκε να δώσει λύσεις. Στο πλαίσιο αυτό, οι ΣτΕ 374/2022 και ΣτΕ 397/2020 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αντιμετώπισαν τα ζητήματα που προέκυψαν κατά τη διαδικασία της άρσης που ξεκίνησε με το καθεστώς του ν. 4067/2012 και συνεχίστηκε υπό το καθεστώς του ν. 4315/2014. Αντίστοιχα, ζητήματα διαχρονικού δικαίου μεταξύ του ν. 4315/2014 και του ν. 4759/2020 αντιμετώπισε η πρόσφατη απόφαση 4/2024 του ΠολΠρΗλ (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κοινό χαρακτηριστικό των τριών τελευταίων νομοθετικών παρεμβάσεων (από τον ν. 4315/2014 και μετά) είναι η εγκατάλειψη της «ρευστής» έννοιας του εύλογου χρόνου, ο προσδιορισμός του οποίου γινόταν κατά περίπτωση από το δικαστήριο, και η υιοθέτηση της 15ετίας, πέραν της οποίας δεν είναι πλέον ανεκτή η δέσμευση της ιδιοκτησίας με την επιβολή ρυμοτομικής αποζημίωσης. Δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω ρυθμίσεων είναι ότι, με μόνη την αυτοδίκαιη άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, το ακίνητο του ιδιώτη δεν καθίσταται αυτόματα οικοδομήσιμο αλλά παραμένει πολεοδομικά αρρύθμιστο (βλ. ΣτΕ 638/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΔΕφΑθ 1706/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΔΠρΚαλαμ 397/2023 ΔΔίκη 2024/325) μέχρι να ζητήσει ο ιδιοκτήτης του την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου· τότε μόνο καθίσταται οικοδομήσιμο.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί και η με αριθμό 62/2022 ΓνωμΝΣΚ, η οποία έγινε αποδεκτή από τον αρμόδιο υπουργό (διαθέσιμη στο www.nsk.gr) και σύμφωνα με την οποία, μετά την ισχύ του ν. 4759/2022, δεν επιτρέπεται δεύτερη επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης.]
Α.Ν.Α.Λ.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα