Top

Αναζήτηση


Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
1
Έτος
2023
 
Περισσότερα »

Παραπομπές


Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας, 1 (2023)


ΜΠρΘεσ 878/2022

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο     Επόμενο »

A- A A+    Εκτύπωση   

ΜΠρΘεσ 878/2022

Δικαστής: Δ. Μίγκος, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Δικηγόροι: Ζ. Τσιούρδα - Αθ. Τσιμπληνίδης - Κ. Ζησοπούλου - Φ. Μπαμπάνης - Σπ. Καραβασίλης

Νομικές Διατάξεις: άρθρα 975-979 ΚΠολΔ, 50 § 1 ΕισΝΚΠολΔ

Πίνακας κατάταξης· μεταβατικό δίκαιο· κρίσιμος ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση που οδηγεί στην είσπραξη του πλειστηριάσματος· οι προνομιακές απαιτήσεις δεν κατατάσσονται στο 10%, ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκαν.

1. Οι με αριθμούς κατάθεσης 6001/4905/26.4.2021, 6691/5456/7.5.2021 και 6799/5542/7.5.2021 ανακοπές κατά του με αριθμό …/6.4.2021 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Ρ., που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της συνάφειας που υπάρχει μεταξύ τους, αλλά και γιατί έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, ενώ παράλληλα επέρχεται μείωση των εξόδων της (άρθρο 246 ΚΠολΔ).

2. Με την υπό στοιχείο α´ (υπ’ αριθ. κατάθεσης 6001/4905/26.4.2021) ανακοπή του, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο εκθέτει ότι με επίσπευση της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή, σε εκτέλεση της με αριθμό …/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πλειστηριάστηκε, στις 2.10.2020, η ακίνητη περιουσία των οφειλετών της Β. Μ. του Δ. και Μ. Δ. ή Δ. του Ε., αντί συνολικού επιτευχθέντος πλειστηριάσματος 89.037 ευρώ, συνταχθείσας σχετικά της με αριθμό …/2.10.2020 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Ρ.. Ότι μετά το διενεργηθέντα πλειστηριασμό, το ίδιο: α) δια του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης, με την υπ’ αριθ. πρωτ. 56644/408/2020 αναγγελία του, ανήγγειλε στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο τις ληξιπρόθεσμες και προνομιακές, κατ’ άρθρο 975 αριθ. 5 ΚΠολΔ, απαιτήσεις του κατά του πρώτου καθ’ ου η εκτέλεση Β. Μ. του Δ., ποσού 29.020,71 ευρώ και β) δια του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης, με την υπ’ αριθ. πρωτ. 56648/406/2020 αναγγελία του, ανήγγειλε στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο τις ληξιπρόθεσμες και προνομιακές, κατ’ άρθρο 975 αριθ. 5 ΚΠολΔ, απαιτήσεις του κατά της δεύτερης καθ’ ης η εκτέλεση Μ. Δ. ή Δ. του Ε., ποσού 3.460,66 ευρώ, τις οποίες (αναγγελίες) με τους πίνακες χρεών που τις συνοδεύουν, όπου εμφαίνονται αναλυτικά οι απαιτήσεις αυτές, ενσωματώνει στην ανακοπή του. Ότι λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο με αριθμό …/6.4.2021 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, αφού προαφαίρεσε τα έξοδα εκτέλεσης, συνολικού ποσού 5.815,44 ευρώ, διαίρεσε το υπόλοιπο πλειστηρίασμα, ύψους 83.221,56 ευρώ, σε ποσοστά 25%, 65% και 10% και κατέταξε: Α) Στο πλειστηρίασμα που αναλογεί στον πρώτο καθ’ ου η εκτέλεση Β. Μ. του Δ., ύψους 41.610,78 ευρώ: 1) στο 25% του πλειστηριάσματος το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (e-ΕΦΚΑ), δια του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Θεσσαλονίκης, για το ποσό των 10.402,70 ευρώ, προνομιακά και οριστικά, κατ’ άρθρο 975 αριθ. 3 ΚΠολΔ, 2) στο 65% του πλειστηριάσματος την πρώτη καθ’ ης η ανακοπή επισπεύδουσα την εκτέλεση, για το ποσό των 27.047 ευρώ, προνομιακά και οριστικά, για την ικανοποίηση απαίτησής της, ύψους 599.457,93 ελβετικών φράγκων (588.038,99 ευρώ), ασφαλισμένης με υποθήκη μέχρι το ποσό των 546.390 ελβετικών φράγκων, 3) στο 10% του πλειστηριάσματος: α) την πρώτη καθ’ ης η ανακοπή επισπεύδουσα την εκτέλεση για το ποσό των 3.595,97 ευρώ για το υπόλοιπο της ενυπόθηκης απαίτησής της, που δεν ικανοποιήθηκε με βάση το προνόμιό της, καθώς και για εγχειρόγραφη απαίτησή της, ύψους 6.975,34 ευρώ και β) τη δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή για το ποσό των 565,11 ευρώ, για εγχειρόγραφη απαίτησή της, ύψους 88.156,18 ευρώ. Β) Στο πλειστηρίασμα που αναλογεί στη δεύτερη καθ’ ης η εκτέλεση Μ. Δ. ή Δ. του Ε., ύψους 41.610,78 ευρώ, εκτός των άλλων, στο 25% του πλειστηριάσματος το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, δια της ΔΟΥ Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης, για το ποσό των 3.460,66 ευρώ, προνομιακά και οριστικά, σύμφωνα με το άρθρο 975 αριθ. 3 ΚΠολΔ, σε πλήρη ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών της. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενο άμεσο έννομο συμφέρον, ζητεί, για τους διαλαμβανόμενους λόγους, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης με την αποβολή των καθ’ ων η ανακοπή από το ποσό των 13.870,26 ευρώ, άλλως από το ποσό των 1.601,54 ευρώ, στο οποίο κατατάχθηκαν στο πλειστηρίασμα που αναλογεί στον πρώτο καθ’ ου η εκτέλεση Β. Μ. του Δ., προκειμένου να καταταχθεί το ίδιο, προνομιακά και οριστικά, προς μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του στο αποδεσμευόμενο ποσό, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 975-977 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015, άλλως επικουρικώς με τη σύμμετρη κατάταξη του ανακόπτοντος ως εγχειρόγραφου δανειστή στο 10% του πλειστηριάσματος που αναλογεί στον πρώτο καθ’ ου η εκτέλεση Β. Μ. του Δ. και ειδικότερα στο ποσό των 972,66 ευρώ, με ισόποση αποβολή της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή. Μ’ αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η παραπάνω ανακοπή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο (άρθρα 979 § 2, 933 §§ 1 εδ. α´, 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν από 1.1.2016 μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 του ν. 4335/2015 –βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο §§ 3, 4 του ως άνω νόμου– και όπως η § 3 του άρθρου 933 ισχύει μετά την εκ νέου αντικατάστασή της με το άρθρο 207 § 2 ν. 4512/2018) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία να τη δικάσει, καθότι ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης συντάχθηκε μετά από αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύσθηκε από ιδιώτη, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 937 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2016 μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 του ν. 4335/2015 –βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο §§ 3, 4 του ως άνω νόμου), όπως η διαδικασία αυτή ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 591 και 614επ ΚΠολΔ, δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή προεπισκόπηση των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων, η αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας των καθ’ ων η εκτέλεση και ο διενεργηθείς πλειστηριασμός αυτής επισπεύσθηκαν από την πρώτη καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία, δυνάμει επιταγής προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία (επιταγή) επιδόθηκε στους καθ’ ων η εκτέλεση στις 14.10.2019, ήτοι μετά την 1η.1.2016, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4335/2015 (βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο §§ 2, 3 και 4 του ως άνω νόμου). Εξάλλου, η παραπάνω ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης για το Δημόσιο από τη διάταξη του άρθρου 10 του από 26.6/10.7.1944 κωδικοποιημένου διατάγματος «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» προθεσμίας των τριάντα ημερών, η οποία αρχίζει να τρέχει αφότου η γραπτή πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού κοινοποιηθεί και στον Υπουργό Οικονομικών και ήδη Διοικητή της ΑΑΔΕ, καθόσον ακριβές αντίγραφο της με αριθμό …/6.4.2021 πρόσκλησης δανειστών της υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Ρ. επιδόθηκε στο ανακόπτον στις 15.4.2021 (βλ. τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Π. Κ. στο περιθώριο του προσκομιζόμενου με επίκληση από το ανακόπτον αντιγράφου της ως άνω πρόσκλησης), ενώ η παραπάνω ανακοπή επιδόθηκε στις καθ’ ων η ανακοπή και στην υπάλληλο του πλειστηριασμού στις 28.4.2021 (βλ. τις προσκομιζόμενες με επίκληση από το ανακόπτον υπ’ αριθ. …2Δ´ και …0Δ´/28.4.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Κ. Κ.). Πρέπει, επομένως, η παραπάνω ανακοπή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

3. Στο άρθρο ένατο §§ 3 και 4 του ν. 4335/2015 ορίζεται ότι (§ 3) «Οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016. Ομοίως οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος - Βιβλίο Όγδοο ΚΠολΔ) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος» και (§ 4) «Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016», ενώ στις επόμενες παραγράφους υπάρχει ειδική νομοθετική πρόνοια για επιμέρους διατάξεις του ΚΠολΔ (μεταξύ αυτών και της αναγκαστικής εκτελέσεως), οι οποίες έχουν διαφορετική διαχρονικού (μεταβατικού) δικαίου ρύθμιση· μεταξύ των τελευταίων αυτών διατάξεων δεν περιλαμβάνονται και οι σχετικές με την κατάταξη διατάξεις των άρθρων 975 έως και 977 ΚΠολΔ και ειδικότερα δεν ορίστηκε ειδικά για την κατάταξη ότι οι νέες διατάξεις εφαρμόζονται εάν ο Πίνακας Κατατάξεως συνταχθεί μετά την 1η.1.2016, αλλά αφορά ήδη προηγουμένως διενεργηθέντα πλειστηριασμό και γενικά διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία ξεκίνησε, πριν από την 1η.1.2016. Ειδικότερα, από άποψη διαχρονικού δικαίου, γίνεται κατά πάγια νομολογία δεκτό, ότι τα προνόμια των απαιτήσεων κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης (ΑΠ 1404/2007, ΝοΒ 2008. 183), διότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο ενάσκησής τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο και συνεπώς η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους λόγω της συνδρομής περισσότερων δανειστών (ΑΠ 1340/2004, ΧρΙΔ 2005. 361). Ωστόσο, δεδομένης της ειδικής διάταξης του άρθρου 9 § 3 του ν. 4335/2015, που ορίζει χωρίς διάκριση ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται, όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν με τον ως άνω νόμο στις διατάξεις του ΚΠολΔ που σχετίζονται με τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης εφαρμόζονται, μόνον, εάν η επιταγή προς πληρωμή που οδήγησε στην επίτευξη του διανεμητέου πλειστηριάσματος είχε επιδοθεί μετά την 1η.1.2016, ανεξάρτητα από το χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού και σύνταξης του οικείου πίνακα κατάταξης (ενδεικτικά Ρεντούλης Π., Αναγκαστική Εκτέλεση, σε επιμέλεια Τέντε Ι., 2017, σ. 333, με τις εκεί περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία, Απαλαγάκη X., Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το ν. 4335/2015, 2016, σ. 60-63). Και είναι γεγονός, ότι οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατατάξεως δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενασκήσεώς τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο, οπότε θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο γένεσης του δικαιώματος ή της ενάρξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά το χρόνο της κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών. Ωστόσο, εάν ήθελε ο νομοθέτης να ρυθμίσει διαφορετικά το εν λόγω ζήτημα θα το έπραττε ρητά, όπως έπραξε με άλλα επιμέρους ζητήματα στην προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 9 του ν. 4335/2015 (βλ. λ.χ. § 15, περ. α´ έως και ε´), αλλά και στο παρελθόν με τα άρθρα 41 § 5 του ν. 3863/2010 και 72 § 5 του ν. 3994/2011, δυνάμει των οποίων οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης προαφαιρούνται και ικανοποιούνται προνομιακώς στην τρίτη τάξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ, στις οποίες ορίζεται, αντίστοιχα, ότι «Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή σε πλειστηριασμούς που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που έχουν ήδη κηρυχθεί μέχρι την ψήφιση του παρόντος Νόμου» και «Οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν μετά την έναρξη της ισχύος του. Τα άρθρα 959 § 2, 963 και 975 § 3 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και επί πλειστηριασμών που θα διενεργηθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος». Άλλωστε, η συστοίχιση των δανειστών στις νέες ρυθμίσεις του ν. 4335/2015, μόνο εάν η επιταγή προς εκτέλεση, και συγκεκριμένα αυτή που οδηγεί τελικά στον πλειστηριασμό, επιδοθεί μετά την 1η.1.2016, δημιουργεί ίδιου βαθμού διαδικαστική ασφάλεια για το σύνολο των δανειστών, των υποκειμένων της αναγκαστικής εκτελέσεως και τα ίδια τα όργανα αυτής. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι ως κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη του νέου δικαίου θα πρέπει προδήλως να θεωρείται ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας δια της επιβολής κατασχέσεως επί χρηματικών απαιτήσεων ή δια της διενέργειας άμεσης εκτέλεσης και όχι τυχόν προηγούμενες επιταγές οι οποίες επιδόθηκαν μεν, χωρίς, όμως, να αρχίσει η κύρια εκτελεστική διαδικασία εντός έτους από την επίδοσή τους και στις οποίες δεν μπορεί κατ’ άρθρο 926 § 2 ΚΠολΔ να βασιστεί πλέον η έναρξή της (βλ. ΕφΘεσ 982/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, σε Κεραμεύ/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, έκδοση 2021, άρθρο 975, αριθ. 12, σ. 500επ, Βαθρακοκοίλη/Πλαγάκο, Ο πίνακας κατάταξης και η ανακοπή κατ’ αυτού, έκδοση 2020, πλαγιαρ. 558, σ. 157).

4. Με τον κυρίως προβαλλόμενο 1ο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο διώκει τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, ισχυριζόμενο ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα εφάρμοσε, κατά τη σύνταξη του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης, τη διανομή του πλειστηριάσματος που αναλογεί στον πρώτο καθ’ ου η εκτέλεση Β. Μ. του Δ. και την κατάταξη σ’ αυτό των αναγγελθέντων δανειστών του, τις διατάξεις των άρθρων 975-977 ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 975-977 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015, καθόσον η σε βάρος των καθ’ ων η εκτέλεση οφειλετών του εκτελεστική διαδικασία εκκίνησε πριν την 1η.1.2016, με την επίδοση σ’ αυτούς στις 15.1.2015 επιταγής προς εκτέλεση, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από τις μνημονευόμενες στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης υπ’ αριθ. …8Γ και …9Γ/15.1.2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Ε. Σ.. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μεν νόμιμος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αμέσως παραπάνω υπ’ αριθ. 3 νομική σκέψη, στηριζόμενος στις παρατιθέμενες εκεί διατάξεις, εξεταζόμενος δε ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα θα πρέπει ωστόσο ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθότι από όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι αποδείχθηκε ότι η αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας των καθ’ ων η εκτέλεση, που επιβλήθηκε στις 27.11.2019, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/27.11.2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα στο Πρωτοδικείο αυτό Ε. Σ., και οδήγησε τελικά στο διενεργηθέντα στις 2.10.2020 πλειστηριασμό, στηρίχθηκε στην από 10.10.2019 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία (επιταγή) επιδόθηκε από την επισπεύδουσα πρώτη καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία στους καθ’ ων η εκτέλεση στις 14.10.2019, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. …3Δ´ και …4Δ´/14.10.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Ε. Σ., ήτοι σε επιταγή που επιδόθηκε στους καθ’ ων η εκτέλεση μετά την 1η.1.2016, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4335/2015, με συνέπεια εφαρμοστέες, ως προς την κατάταξη των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν στον πλειστηριασμό, να είναι οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 975-977 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015 (βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο §§ 2, 3 και 4 του ως άνω νόμου), η δε επικαλούμενη από το ανακόπτον προηγηθείσα επιταγή, που επιδόθηκε στους καθ’ ων η εκτέλεση στις 15.1.2015, είχε αποδυναμωθεί και απολέσει την ισχύ της, λόγω της μη διενέργειας καμίας άλλης πράξης εκτέλεσης εντός έτους απ’ την επίδοσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 926 § 2 ΚΠολΔ. Σύμφωνα δε με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως παραπάνω υπ’ αριθ. 3 νομική σκέψη, κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη των περί διανομής του πλειστηριάσματος διατάξεων του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, είναι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής, στην οποία στηρίζεται η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, ως τέτοια δε επιταγή θεωρείται αυτή που οδήγησε τελικά στον πλειστηριασμό και όχι τυχόν προηγουμένως επιδοθείσα επιταγή προς εκτέλεση, η οποία, κατά το χρόνο της κατάσχεσης, είχε ήδη αποδυναμωθεί. Σε κάθε δε περίπτωση, υπό τις ανωτέρω συνθήκες, η επίδοση της νεότερης επιταγής προς εκτέλεση, στις 14.10.2019, συνιστούσε προφανώς σιωπηρή παραίτηση απ’ την προηγηθείσα επιταγή προς πληρωμή, αφού μ’ αυτήν εκκινούσε εκ νέου η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για διενέργεια του πλειστηριασμού με βάση τις προβλέψεις του ήδη ισχύοντος ν. 4335/2015. Συνακόλουθα, εφόσον η αναγκαστική εκτέλεση που οδήγησε τελικά στον πλειστηριασμό στηρίχθηκε στην από 10.10.2019 επιταγή προς πληρωμή, που επιδόθηκε στους καθ’ ων η εκτέλεση στις 14.10.2019, ορθώς η υπάλληλος του πλειστηριασμού εφάρμοσε, ως προς την κατάταξη των αναγγελθέντων στον πλειστηριασμό αυτό δανειστών του πρώτου καθ’ ου η εκτέλεση Β. Μ. του Δ. και τα προνόμια των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους, τις περί διανομής του πλειστηριάσματος διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, κι ως εκ τούτου ο εξεταζόμενος λόγος ανακοπής πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

5. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 977 § 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 ν. 4335/2015 και ισχύει: «Αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) ή από το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) κατατάσσονται, ώσπου να καλυφθούν οι απαιτήσεις της εκάστοτε άλλης από τις δύο προαναφερόμενες κατηγορίες, που δεν έχουν ικανοποιηθεί. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου 1. Αν υπάρχουν απαιτήσεις του άρθρου 976 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι πρώτες ικανοποιούνται έως το ενενήντα τοις εκατό (90%) και οι δεύτερες έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Αν υπάρχουν απαιτήσεις του άρθρου 975 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι απαιτήσεις του άρθρου 975 ικανοποιούνται σε ποσοστό έως το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, ενώ οι μη προνομιούχοι ικανοποιούνται στο υπόλοιπο ποσοστό συμμέτρως». Σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος, αποτελεί η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 10%, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Με την ανωτέρω διάταξη ο νομοθέτης εισήγαγε τη μέθοδο του διαχωρισμού του πλειστηριάσματος σε μερικότερα τμήματα (ποσοστά), από τα οποία κατ’ αρχάς ικανοποιείται συγκεκριμένη κατηγορία απαιτήσεων, σε αντίθεση με τα οριζόμενα στο προϊσχύον δίκαιο, αλλά και με το νεότερο άρθρο 977Α ΚΠολΔ, όπου η εξάντληση του συνολικού ποσού του πλειστηριάσματος από την ικανοποίηση μίας προηγούμενης κατηγορίας απαιτήσεων αποκλείει την ικανοποίηση της επόμενης. Επιπρόσθετα, το άρθρο 977 § 3 εδ. β´ ΚΠολΔ εξαιρεί από το υπόλοιπο που απομένει μετά την ικανοποίηση των ειδικών και γενικών προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 65% και 25%, αντίστοιχα, την κατάταξη των μη προνομιούχων δανειστών, τους οποίους περιορίζει ως προς την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους μόνο σε ποσοστό 10% του πλειστηριάσματος. Κατά δε την άποψη που προκρίνει ως ορθότερη το παρόν Δικαστήριο, στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται μόνο οι εγχειρόγραφες, μη προνομιούχες, απαιτήσεις, ακόμη και αν υφίστανται προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες δεν ικανοποιήθηκαν με βάση το προνόμιό τους, λόγω ανάλωσης του ποσοστού της κατηγορίας, όπου εμπίπτουν, σε άλλους προνομιούχους δανειστές με ισχυρότερο προνόμιο, πολλώ δε μάλλον όταν υφίστανται προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες συνυπολογίστηκαν μεν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά του πλειστηριάσματος, αντιμετωπίστηκαν, δηλαδή, ως προνομιακές, πλην, όμως, δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Τυχόν παραδοχή της αντίθετης άποψης και δη του ότι από το 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος θα πρέπει να μπορούν να επωφελούνται, πέραν των εγχειρόγραφων, και εκείνοι οι δανειστές, των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν, όμως, με βάση το προνόμιο αυτό, επειδή προηγήθηκαν άλλοι προνομιούχοι δανειστές στους οποίους αναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας ή ακόμη και οι προνομιούχοι δανειστές, των οποίων η απαίτηση ικανοποιήθηκε με βάση το προνόμιο αυτό μόνο μερικά, δεν κρίνεται πειστική. Ειδικότερα, με την άποψη αυτή υιοθετείται ερμηνευτικά η δυνατότητα πολλαπλής, διπλής κατάταξης του προνομιούχου δανειστή για την ίδια ακριβώς απαίτησή του, δηλαδή κύρια προνομιακά από το τμήμα του πλειστηριάσματος που αναλογεί στο επικαλούμενο προνόμιο, και επικουρικά, αν δεν ικανοποιηθεί πλήρως, ως εγχειρόγραφος δανειστής. Η αναγγελία, όμως, της χρηματικής απαίτησης δανειστή, που δεν επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση κατά του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη του, ως πράξη που αποσκοπεί στην παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της συμμετοχής του αναγγελλόμενου δανειστή στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος και στην ικανοποίηση της απαίτησής του από αυτό, αποτελεί διαδικαστική πράξη και αντίστοιχα το αναγγελτήριο έχει το χαρακτήρα δικογράφου, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της κατάταξης η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή και στο περιεχόμενο του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους κατά το άρθρο 974 ΚΠολΔ, αλλά και την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν, με βάση δε το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής οφείλουν να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της απαίτησης που αναγγέλθηκε. Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στο μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης. Στις προϋποθέσεις αυτές, άλλωστε, συγκαταλέγεται και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαίτησης, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα που στηρίζουν την απαίτηση. Το αίτημα δε της κατάταξης της αναγγελλόμενης απαίτησης πρέπει να είναι σαφές ως προς το αν ο δανειστής που αναγγέλλεται επικαλείται ή όχι προνόμιο για την αναγγελλόμενη απαίτησή του, αφού ο ίδιος κατ’ αρχάς δεν υποχρεούται να αναγγείλει και το τυχόν προνόμιο κατάταξης αυτής, όταν κρίνει ότι τούτο δεν είναι προς το συμφέρον του, προκειμένου ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να προβεί στην κατάταξη που της αρμόζει, την ορθότητα της οποίας κατόπιν τούτου να μπορούν να αμφισβητήσουν οι λοιποί δανειστές και εν τέλει να κρίνει το αρμόδιο δικαστήριο, δοθέντος ότι η κατάταξη των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν γίνεται αφού ληφθούν υπ’ όψιν και τα τυχόν προνόμιά τους που καθιερώνονται από τους νόμους που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης, πλην, όμως, όχι αυτεπάγγελτα, αλλά μόνο εφόσον στο δικόγραφο της αναγγελίας γίνεται επίκληση προνομίου κατάταξης, με αναφορά στα περιστατικά που το θεμελιώνουν και υπάρχει αίτημα προνομιακής κατάταξης της σχετικής απαίτησης. Έτσι, σύμφωνα και με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διάθεσης, αν κάποιος δανειστής επέλεξε να αναγγείλει την απαίτησή του ως προνομιούχα, η κατάταξη της απαίτησης στο τμήμα του πλειστηριάσματος που αντιστοιχεί στο επικαλούμενο προνόμιο δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, ο οποίος, ενόψει του ότι αποτελεί μόνο βοηθητικό όργανο κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και όχι δικαστική αρχή ή ειδικό δικαιοδοτικό όργανο, δεν δύναται, παραβλέποντας το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναγγελίας και παρά την ύπαρξη του επικαλούμενου προνομίου, να κατατάξει την αναγγελλόμενη απαίτηση ως μη προνομιούχα ή και ως τέτοια επικουρικά, ακόμη και αν αυτό εν τέλει αποβαίνει προς όφελος του συγκεκριμένου δανειστή, ούτε, άλλωστε μπορεί, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της να θεωρήσει ότι η αναγγελία περιλαμβάνει καθ’ υποφορά είτε αίτημα μη προνομιακής κατάταξης της αναγγελλόμενης προνομιούχου απαίτησης, στην περίπτωση που αυτή δεν ικανοποιηθεί βάσει του επικαλούμενου προνομίου, είτε αίτημα συνδυαστικής κατάταξής της, δηλαδή προνομιακά ως προς το τμήμα της που καλύπτεται από το επικαλούμενο προνόμιο και μη προνομιακά ως προς το υπόλοιπο, και στη συνέχεια να κατατάξει την αναγγελλόμενη απαίτηση βάσει των ως άνω εκτιμώμενων αιτημάτων. Πέραν, όμως, της αδυναμίας επίκλησης στην αναγγελία της κατά τα ανωτέρω πολλαπλής κατάταξης του προνομιούχου δανειστή για την ίδια ακριβώς απαίτησή του, ήτοι τόσο προνομιακά, όσο και ως εγχειρόγραφη, η προαναφερόμενη αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή αντιβαίνει σ’ αυτό καθ’ εαυτό το περιεχόμενο των διατάξεων των πρώτου και τέταρτου εδαφίων του άρθρου 977 ΚΠολΔ, αφού, σύμφωνα μ' αυτήν, από το 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος δεν θα ικανοποιηθούν μόνο οι μη προνομιούχες απαιτήσεις, όπως ορίζουν κατά λέξη οι σχετικές διατάξεις, αλλά contra legem όλες οι απαιτήσεις, προνομιούχες και μη, που δεν ικανοποιήθηκαν από το υπόλοιπο πλειστηρίασμα, θέτοντας έτσι εκποδών την εισαχθείσα με τις ως άνω διατάξεις μέθοδο του διαχωρισμού του πλειστηριάσματος σε μερικότερα τμήματα (ποσοστά), από τα οποία κατ’ αρχάς ικανοποιείται συγκεκριμένη κατηγορία απαιτήσεων. Σε κάθε περίπτωση, έρχεται σε προφανή αντίθεση και με το τρίτο εδάφιο της ίδιας ως άνω διάταξης, όπου ρητά προβλέπεται η εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10%, στην περίπτωση που προκύπτει υπόλοιπο μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Η ύπαρξη, όμως, του συγκεκριμένου τρίτου εδαφίου στο άρθρο 977 § 3 ΚΠολΔ αποτελεί σαφέστατη ένδειξη ότι ο νομοθέτης έχει προβλέψει και ρυθμίσει ειδικά τη δυνατότητα διπλής κατάταξης προνομιούχων απαιτήσεων, δηλαδή κύρια με βάση το προνόμιό τους και επικουρικά, σε περίπτωση μη ολικής προνομιακής ικανοποίησης, χωρίς αυτό, την οποία (δυνατότητα) επιτρέπει μόνο κατ’ εξαίρεση, ήτοι μετά την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών, εφόσον υπάρχει υπόλοιπο από το 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, και όχι ως κανόνα, με την έννοια της αντιμετώπισης άνευ ετέρου των ενέγγυων πιστωτών που δεν ικανοποιούνταν προνομιακά, ως εγχειρόγραφων. Η διαίρεση, εξάλλου, του πλειστηριάσματος σε τμήματα προς το σκοπό της άπαξ κατάταξης απαιτήσεων διαφορετικού είδους σε διακριτό τμήμα του πλειστηριάσματος, κατ’ αποκλεισμό κατ’ αρχάς και δη υπό την ανωτέρω διάκριση της πολλαπλής κατάταξης της ίδιας απαίτησης σε περισσότερα τμήματα του πλειστηριάσματος, συνιστά σαφή νομοθετική επιλογή ενίσχυσης ορισμένων κατηγοριών απαιτήσεων, προφανώς σε βάρος άλλων. Εάν ήταν στην πρόθεση του νομοθέτη η θεσμοθέτηση του κανόνα της διπλής κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων θα το προέβλεπε ρητά, όπως άλλωστε έκανε στη διανομή του προϊόντος εκποίησης πράγματος ή απαίτησης της πτωχευτικής περιουσίας, όπου το άρθρο 160 του Πτωχευτικού Κώδικα, ο οποίος, όμως, έχει ήδη καταργηθεί από 1.3.2021 δυνάμει των άρθρων 265 § 1 και 308 ν. 4738/2020, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με το άρθρο 38 §§ 5 και 6 ν. 4818/2021, αντίστοιχα, ειδικά και κατ’ εξαίρεση από το άρθρο 977 ΚΠολΔ, το οποίο ισχύει κατά τα λοιπά και στην πτωχευτική διαδικασία (άρθρο 156 ΠτΚ), προβλέπει τη σχετική δυνατότητα. Δεν δύναται, άλλωστε, να υποστηριχθεί πειστικά ότι οι δανειστές με προνομιούχες απαιτήσεις, που δεν ικανοποιήθηκαν με βάση το προνόμιό τους, ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους και, επομένως, πρέπει να καταταχθούν ως τέτοιοι στο σύνολο των απαιτήσεών τους ή και ως τέτοιοι ως προς το μη ικανοποιηθέν τμήμα των απαιτήσεών τους, καθόσον με την εν λόγω ερμηνευτική εκδοχή, ανεξαρτήτως της δογματικής της ορθότητας, εισάγεται με ανεπίτρεπτο τρόπο, ήτοι με contra legem ερμηνεία και όχι με ρητή νομοθετική πρόβλεψη, όπως με το ανωτέρω άρθρο του ΠτΚ, πλάσμα δικαίου που λογίζει ως μη υπαρκτό κάτι υφιστάμενο και, ειδικότερα, θεωρεί ότι το προνόμιο απαίτησης που αναγγέλθηκε με αίτημα προνομιακής κατάταξης, αλλά δεν ικανοποιήθηκε ως προνομιούχα, εξομοιώνεται με ανύπαρκτο, με την έννοια ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει να το παραβλέψει και να κατατάξει τη συγκεκριμένη απαίτηση ως μη προνομιούχα ή και ως τέτοια. Πέραν, όμως, από το γράμμα της διάταξης του άρθρου 977 § 3 ΚΠολΔ, η παραπάνω ερμηνευτική εκδοχή, την οποία δεν υιοθετεί το παρόν Δικαστήριο, απολήγει στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε, για πρώτη φορά, να αναλώνεται το ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Σκοπός του νομοθέτη με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 977 § 3 ΚΠολΔ ήταν η ενίσχυση της θέσης των μη προνομιούχων δανειστών και η ενθάρρυνση αυτών να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε, ακόμη και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να ικανοποιηθούν και αυτοί σε ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015, σ. 23, άρθρο 977). Η υλοποίηση της νομοθετικής ratio αυτής, όμως, θα καθίστατο αμφίβολη στην περίπτωση που αναγνωριζόταν η δυνατότητα κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών στο υπόλοιπο 10%, κατά το μέτρο που δεν ικανοποιήθηκε ολικά ή εν μέρει η απαίτησή τους με βάση το προνόμιό της. Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία οι μη ικανοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, προνομιούχες απαιτήσεις εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα προς τις εγχειρόγραφες και, συνεπώς, κατατάσσονται συμμέτρως (και) στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος, προσκρούει τόσο στη βούληση του νομοθέτη όσο και στο σαφές γράμμα του νόμου (βλ. ΜΕφΘεσ 297/2021, ΜΠρΘεσ 5561/2019, ΜΠρΠατρ 8/2021, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Βαθρακοκοίλη/Γ. Πλαγάκο, Ο πίνακας κατάταξης και η ανακοπή κατ’ αυτού, πλαγιαρ. 1886-1892, σ. 528-529, βλ., όμως, αντίθετα ΜΠρΘεσ 9969/2020, ΜΠρΘεσ 13175/2019, ΜΠρΘεσ 1189/2019, ΜΠρΘεσ 16604/2018, ΜΠρΠατρ 99/2021, ΜΠρΠατρ 138/2020, ΜΠρΛαμ 157/2020, ΜΠρΛαμ 83/2020, ΜΠρΗρακλ 464/2019, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, σε Κεραμεύ/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, άρθρο 977, αριθ. 4, σ. 526-527, όπου υποστηρίζεται η άποψη ότι με μη προνομιούχες απαιτήσεις εξομοιώνονται και εκείνες που είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην, όμως, δεν ικανοποιήθηκαν με βάση το προνόμιο αυτό, διότι προηγήθηκαν στην κατάταξη άλλοι προνομιούχοι πιστωτές, όχι, όμως, και εκείνες που αντιμετωπίστηκαν μεν ως προνομιακές, πλην, όμως, δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, αλλά μόνο μερικά, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, βλ. και ΜΕφΘεσ 982/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, κατά την οποία με μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να καταταγούν στο 10% του πλειστηριάσματος, δεν εξομοιώνεται το μέρος των προνομιούχων απαιτήσεων που συνυπολογίστηκαν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά των 25% και 65% του πλειστηριάσματος, οι οποίες, δηλαδή, αντιμετωπίστηκαν ως προνομιακές, αλλά δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, καθ' όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος).

6. Με τον επικουρικώς προβαλλόμενο 2ο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο διώκει τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, ισχυριζόμενο ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 977 ΚΠολΔ, παρέλειψε να το κατατάξει στο 10% του εναπομείναντος προς διανομή πλειστηριάσματος που αναλογεί στον πρώτο καθ’ ου η εκτέλεση Β. Μ. του Δ., σύμμετρα με τις λοιπές καταταχθείσες σ’ αυτό καθ’ ων η ανακοπή, προς μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών προνομιακών του απαιτήσεων που δεν ικανοποιήθηκαν, όπως άλλωστε έπραξε με την πρώτη καθ’ ης, δοθέντος ότι κατά την ορθή ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης από το 10% του πλειστηριάσματος ικανοποιούνται όχι μόνο οι μη προνομιούχοι δανειστές, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην, όμως, δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως από την προνομιακή τους κατάταξη, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Ο λόγος αυτός πρέπει, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αμέσως παραπάνω υπ’ αριθ. 5 νομική σκέψη, ν’ απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον, με βάση την άποψη που προκρίνει ως ορθότερη το παρόν Δικαστήριο, στο ποσοστό 10% του προς διανομή πλειστηριάσματος, κατά τη σαφή γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 977 § 3 ΚΠολΔ, κατατάσσονται μόνο οι εγχειρόγραφες, μη προνομιούχες, απαιτήσεις, ακόμη και αν υφίστανται προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες δεν ικανοποιήθηκαν με βάση το προνόμιό τους, λόγω ανάλωσης του ποσοστού της κατηγορίας, όπου εμπίπτουν, σε άλλους προνομιούχους δανειστές με ισχυρότερο προνόμιο, όπως εν προκειμένω συνέβη με τις αναγγελθείσες γενικώς προνομιούχες, κατ’ άρθρο 975 αριθ. 5 ΚΠολΔ, απαιτήσεις του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά του πρώτου καθ’ ου η εκτέλεση Β. Μ. του Δ., ποσού 29.020,71 ευρώ, οι οποίες, με βάση τα επικαλούμενα από αυτό στο δικόγραφο της κρινόμενης ανακοπής του περιστατικά, δεν κατατάχθηκαν στον προσβαλλόμενο πίνακα, λόγω ανάλωσης του ποσοστού της κατηγορίας, όπου εμπίπτουν (25% του πλειστηριάσματος), στο ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (e-ΕΦΚΑ), οι απαιτήσεις του οποίου διαθέτουν ισχυρότερο προνόμιο, κατ’ άρθρο 975 αριθ. 3 ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση, η δυνατότητα πολλαπλής και δη διπλής κατάταξης προνομιούχων δανειστών για την ίδια απαίτηση, δηλαδή κύρια με βάση το προνόμιό τους και επικουρικά, σε περίπτωση μη ολικής προνομιακής ικανοποίησης, χωρίς αυτό, προβλέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση στη διάταξη του τρίτου εδαφίου του άρθρου 977 § 3 ΚΠολΔ και πάντως μόνο μετά την εντελή ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών, εφόσον υπάρχει υπόλοιπο από το 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, και όχι ως κανόνας, με την έννοια της αντιμετώπισης άνευ ετέρου των ενέγγυων πιστωτών που δεν ικανοποιούνται προνομιακά ως εγχειρόγραφων, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει το ανακόπτον. Σημειώνεται, τέλος, ότι το ανακόπτον αβάσιμα ισχυρίζεται με τον εξεταζόμενο λόγο ανακοπής ότι η πρώτη καθ’ ης η ανακοπή επισπεύδουσα την εκτέλεση κατατάχθηκε στο 10% του πλειστηριάσματος, που αναλογεί στον πρώτο καθ’ ου η εκτέλεση Β. Μ. του Δ., για το ποσό των 3.595,97 ευρώ, για το υπόλοιπο της ασφαλισμένης με υποθήκη απαίτησής της που δεν ικανοποιήθηκε με βάση το προνόμιό της, αφού από τον προσβαλλόμενο πίνακα προκύπτει αναμφίβολα ότι η πρώτη καθ’ ης η ανακοπή επισπεύδουσα την εκτέλεση, της οποίας η αναγγελθείσα απαίτηση δεν καλύπτεται πλήρως με υποθήκη (αναγγελθείσα απαίτηση 599.457,93 ελβετικών φράγκων + 6.975,34 ευρώ, ασφαλισμένη με υποθήκη μέχρι το ποσό των 546.390 ελβετικών φράγκων), κατατάχθηκε στο 10% του πλειστηριάσματος, που αναλογεί στον πρώτο καθ’ ου η εκτέλεση Β. Μ. του Δ., για το ποσό των 3.595,97 ευρώ, ως εγχειρόγραφη δανείστρια, για το μέρος της απαίτησής της που δεν είναι ασφαλισμένο με υποθήκη, δηλαδή για το μέρος της απαίτησής της που δεν διαθέτει ειδικό προνόμιο, κατ’ άρθρο 976 ΚΠολΔ.

7. Με την υπό στοιχείο β´ (υπ’ αριθ. κατάθεσης 6691/5456/7.5.2021) ανακοπή του, το ανακόπτον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (e-ΕΦΚΑ) εκθέτει ότι με επίσπευση της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή, σε εκτέλεση της με αριθμό …/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πλειστηριάστηκε, στις 2.10.2020, η ακίνητη περιουσία των οφειλετών της Β. Μ. του Δ. και Μ. Δ. ή Δ. του Ε., αντί συνολικού επιτευχθέντος πλειστηριάσματος 89.037 ευρώ, συνταχθείσας σχετικά της με αριθμό …/2.10.2020 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Ρ.. Ότι μετά το διενεργηθέντα πλειστηριασμό το ίδιο, δια της Διευθύντριας του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Θεσσαλονίκης, με τις υπ’ αριθ. πρωτ. …1 και …2/15.10.2020 αναγγελίες του, ανήγγειλε στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο τις ληξιπρόθεσμες και προνομιακές του απαιτήσεις κατά του πρώτου καθ’ ου η εκτέλεση Β. Μ. του Δ., ποσού 32.251,35 ευρώ και 4.554,80 ευρώ αντίστοιχα, τις οποίες (αναγγελίες) με τους πίνακες χρεών που τις συνοδεύουν, όπου εμφαίνονται αναλυτικά οι απαιτήσεις αυτές, ενσωματώνει στην ανακοπή του. Ότι λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο με αριθμό …/6.4.2021 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, αφού προαφαίρεσε τα έξοδα εκτέλεσης, συνολικού ποσού 5.815,44 ευρώ, διαίρεσε το υπόλοιπο πλειστηρίασμα, ύψους 83.221,56 ευρώ, σε ποσοστά 25%, 65% και 10% και κατέταξε στο πλειστηρίασμα που αναλογεί στον πρώτο καθ’ ου η εκτέλεση Β. Μ. του Δ., ύψους 41.610,78 ευρώ: 1) στο 25% του πλειστηριάσματος το ανακόπτον ΝΠΔΔ, δια του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Θεσσαλονίκης, για τα ποσά των 9.115,35 ευρώ και 1.287,35 ευρώ, σύμφωνα με τις υπ’ αριθ. πρωτ. …1 και …2/15.10.2020 αναγγελίες του αντίστοιχα, προνομιακά και οριστικά, προς μερική ικανοποίηση των απαιτήσεών του, 2) στο 65% του πλειστηριάσματος την πρώτη καθ’ ης η ανακοπή επισπεύδουσα την εκτέλεση, για το ποσό των 27.047 ευρώ, προνομιακά, οριστικά και τελεσίδικα, προς μερική ικανοποίηση των απαιτήσεών της, 3) στο 10% του πλειστηριάσματος α) την πρώτη καθ’ ης η ανακοπή επισπεύδουσα την εκτέλεση για το ποσό των 3.595,97 ευρώ, οριστικά και σύμμετρα, προς μερική ικανοποίηση των απαιτήσεών της και β) τη δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή για το ποσό των 565,11 ευρώ, οριστικά και σύμμετρα, προς μερική ικανοποίηση των απαιτήσεών της. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενο άμεσο έννομο συμφέρον, ζητεί, για το διαλαμβανόμενο λόγο, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης με την αποβολή των καθ’ ων η ανακοπή από το ποσό των 26.403,45 ευρώ, στο οποίο κατατάχθηκαν στο πλειστηρίασμα που αναλογεί στον πρώτο καθ’ ου η εκτέλεση Β. Μ. του Δ., προκειμένου να καταταχθεί το ίδιο, προνομιακά, οριστικά και σε πλήρη ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του στο αποδεσμευόμενο ποσό, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 975-977 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015. Μ’ αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η παραπάνω ανακοπή αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπο (άρθρα 979 § 2, 933 §§ 1 εδ. α´, 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν από 1.1.2016 μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 του ν. 4335/2015 - βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο §§ 3, 4 του ως άνω νόμου - και όπως η § 3 του άρθρου 933 ισχύει μετά την εκ νέου αντικατάστασή της με το άρθρο 207 § 2 ν. 4512/2018) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία να τη δικάσει, καθότι ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης συντάχθηκε μετά από αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύσθηκε από ιδιώτη, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 937 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2016 μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 του ν. 4335/2015 - βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο §§ 3, 4 του ως άνω νόμου), όπως η διαδικασία αυτή ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 591 και 614επ ΚΠολΔ, δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή προεπισκόπηση των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων, η αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας των καθ’ ων η εκτέλεση και ο διενεργηθείς πλειστηριασμός αυτής επισπεύσθηκαν από την πρώτη καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία, δυνάμει επιταγής προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία (επιταγή) επιδόθηκε στους καθ’ ων η εκτέλεση στις 14.10.2019, ήτοι μετά την 1η.1.2016, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4335/2015 (βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο §§ 2, 3 και 4 του ως άνω νόμου). Εξάλλου, η παραπάνω ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης για το Δημόσιο από τη διάταξη του άρθρου 10 του από 26.6/10.7.1944 κωδικοποιημένου διατάγματος «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» προθεσμίας των τριάντα ημερών, η οποία εφαρμόζεται και για το ανακόπτον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που απολαύει τα προνόμια του Δημοσίου [άρθρα 11 του από 26.6/10.7.1944 κωδικοποιημένου διατάγματος, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 ν. 3514/2006, 58 § 4 και 85 § 1 ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ), 21 § 9 ν. 1902/1990, 51 § 1 ν. 4387/2016], καθόσον ακριβές αντίγραφο της με αριθμό …/6.4.2021 πρόσκλησης δανειστών της υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Ρ. επιδόθηκε στο ανακόπτον στις 14.4.2021 (βλ. τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Ε. Σ. στο περιθώριο του προσκομιζόμενου με επίκληση από το ανακόπτον αντιγράφου της ως άνω πρόσκλησης), ενώ η παραπάνω ανακοπή επιδόθηκε στις καθ’ ων η ανακοπή και στην υπάλληλο του πλειστηριασμού στις 11 και 14.5.2021 (βλ. τις προσκομιζόμενες με επίκληση από το ανακόπτον υπ’ αριθ. …3 και …4/11.5.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Σ. Λ. και υπ’ αριθ. …0Β/14.5.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Γ. Ν.-Χ.). Πρέπει, επομένως, η παραπάνω ανακοπή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

8. Με το μοναδικό λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον ΝΠΔΔ διώκει τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, ισχυριζόμενο ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα εφάρμοσε, κατά τη σύνταξη του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης, τη διανομή του πλειστηριάσματος που αναλογεί στον πρώτο καθ’ ου η εκτέλεση Β. Μ. του Δ. και την κατάταξη σ’ αυτό των αναγγελθέντων δανειστών του, τις διατάξεις των άρθρων 975-977 ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 975-977 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015, καθόσον η σε βάρος των καθ’ ων η εκτέλεση οφειλετών του εκτελεστική διαδικασία εκκίνησε πριν την 1η.1.2016, με την επίδοση σ’ αυτούς στις 15.1.2015 επιταγής προς εκτέλεση, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από τις μνημονευόμενες στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης υπ’ αριθ. …8Γ και …9Γ/15.1.2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Ε. Σ.. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μεν νόμιμος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη υπ’ αριθ. 3 νομική σκέψη, στηριζόμενος στις παρατιθέμενες εκεί διατάξεις, εξεταζόμενος δε ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα θα πρέπει ωστόσο ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθότι από όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι αποδείχθηκε ότι η αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας των καθ’ ων η εκτέλεση, που επιβλήθηκε στις 27.11.2019, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/27.11.2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα στο Πρωτοδικείο αυτό Ε. Σ., και οδήγησε τελικά στο διενεργηθέντα, στις 2.10.2020, πλειστηριασμό, στηρίχθηκε στην από 10.10.2019 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία (επιταγή) επιδόθηκε από την επισπεύδουσα πρώτη καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία στους καθ' ων η εκτέλεση στις 14.10.2019, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. …3Δ´ και …4Δ´/14.10.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Ε. Σ., ήτοι σε επιταγή που επιδόθηκε στους καθ’ ων η εκτέλεση μετά την 1η.1.2016, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4335/2015, με συνέπεια εφαρμοστέες, ως προς την κατάταξη των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν στον πλειστηριασμό, να είναι οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 975-977 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015 (βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο §§ 2, 3 και 4 του ως άνω νόμου), η δε επικαλούμενη από το ανακόπτον προηγηθείσα επιταγή που επιδόθηκε στους καθ’ ων η εκτέλεση στις 15.1.2015 είχε αποδυναμωθεί και απολέσει την ισχύ της, λόγω της μη διενέργειας καμίας άλλης πράξης εκτέλεσης εντός έτους απ’ την επίδοσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 926 § 2 ΚΠολΔ. Σύμφωνα δε με τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη υπ’ αριθ. 3 νομική σκέψη, κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη των περί διανομής του πλειστηριάσματος διατάξεων του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, είναι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής, στην οποία στηρίζεται η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, ως τέτοια δε επιταγή θεωρείται αυτή που οδήγησε τελικά στον πλειστηριασμό και όχι τυχόν προηγουμένως επιδοθείσα επιταγή προς εκτέλεση, η οποία, κατά το χρόνο της κατάσχεσης, είχε ήδη αποδυναμωθεί. Σε κάθε δε περίπτωση, υπό τις ανωτέρω συνθήκες, η επίδοση της νεότερης επιταγής προς εκτέλεση, στις 14.10.2019, συνιστούσε προφανώς σιωπηρή παραίτηση απ’ την προηγηθείσα επιταγή προς πληρωμή, αφού μ’ αυτήν εκκινούσε εκ νέου η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για διενέργεια του πλειστηριασμού με βάση τις προβλέψεις του ήδη ισχύοντος ν. 4335/2015. Συνακόλουθα, εφόσον η αναγκαστική εκτέλεση που οδήγησε τελικά στον πλειστηριασμό στηρίχθηκε στην από 10.10.2019 επιταγή προς πληρωμή, που επιδόθηκε στους καθ' ων η εκτέλεση στις 14.10.2019, ορθώς η υπάλληλος του πλειστηριασμού εφάρμοσε, ως προς την κατάταξη των αναγγελθέντων στον πλειστηριασμό αυτό δανειστών του πρώτου καθ’ ου η εκτέλεση Β. Μ. του Δ. και τα προνόμια των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους, τις περί διανομής του πλειστηριάσματος διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, κι ως εκ τούτου ο εξεταζόμενος λόγος ανακοπής πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

9. Με την υπό στοιχείο γ´ (υπ’ αριθ. κατάθεσης 6799/5542/7.5.2021) ανακοπή τους, οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι με επίσπευση της 1ης καθ’ ης η ανακοπή πλειστηριάστηκε, στις 2.10.2020, η ακίνητη περιουσία τους αντί συνολικού επιτευχθέντος πλειστηριάσματος 89.037 ευρώ, συνταχθείσας σχετικά της με αριθμό …/2.10.2020 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Ρ.. Ότι λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο με αριθμό …/6.4.2021 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, αφού προαφαίρεσε τα έξοδα εκτέλεσης, συνολικού ποσού 5.815,44 ευρώ, από τα οποία 3.912,51 ευρώ υπέρ του 5ου καθ’ ου δικαστικού επιμελητή και 1.902,93 ευρώ υπέρ της ίδιας (6ης καθ’ ης συμβολαιογράφου), κατέταξε στο υπόλοιπο πλειστηρίασμα, ύψους 83.221,56 ευρώ, τους λοιπούς καθ’ ων, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στην ανακοπή. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενοι άμεσο έννομο συμφέρον ως καθ’ ων η εκτέλεση, ζητούν, για τους διαλαμβανόμενους λόγους, να ακυρωθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης με την αποβολή των καθ’ ων η ανακοπή από αυτόν. Μ’ αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η παραπάνω ανακοπή αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπο (άρθρα 979 § 2, 933 §§ 1 εδ. α´, 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν από 1.1.2016 μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 του ν. 4335/2015 - βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο §§ 3, 4 του ως άνω νόμου - και όπως η § 3 του άρθρου 933 ισχύει μετά την εκ νέου αντικατάστασή της με το άρθρο 207 § 2 ν. 4512/2018) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία να τη δικάσει, καθότι ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης συντάχθηκε μετά από αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύσθηκε από ιδιώτη, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 937 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2016 μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 του ν. 4335/2015 - βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο §§ 3, 4 του ως άνω νόμου), όπως η διαδικασία αυτή ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 591 και 614επ ΚΠολΔ, δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή προεπισκόπηση των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων, η αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας των ανακοπτόντων-καθ’ ων η εκτέλεση και ο διενεργηθείς πλειστηριασμός αυτής επισπεύσθηκαν από την πρώτη καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία, δυνάμει επιταγής προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία (επιταγή) επιδόθηκε στους ανακόπτοντες-καθ’ ων η εκτέλεση στις 14.10.2019, ήτοι μετά την 1η.1.2016, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4335/2015 (βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο §§ 2, 3 και 4 του ως άνω νόμου). Ωστόσο, η ένδικη ανακοπή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 979 § 2 εδ. α´ και β´ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2016 μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 του ν. 4335/2015, ορίζει: «2. Μέσα σε δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες αφότου επιδοθεί η πρόσκληση της παραγράφου 1 οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα της κατάταξης, οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933επ. Αντίγραφο της ανακοπής επιδίδεται, μέσα στην ίδια προθεσμία, και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού…». Ενώ, όμως, με βάση την παραπάνω διάταξη, η προθεσμία άσκησης, δηλαδή κατάθεσης και επίδοσης, της ανακοπής του άρθρου 979 KΠολΔ είναι δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της πρόσκλησης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς τους δανειστές και τον καθ’ ου η εκτέλεση για να λάβουν γνώση του πίνακα της κατάταξης, οι ανακόπτοντες κατέθεσαν την ένδικη ανακοπή τους στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 7.5.2021 (βλ. τη σχετική με αριθμό 6799/5542/7.5.2021 έκθεση κατάθεσης δικογράφου επί του υπηρεσιακού αντιγράφου της υπό κρίση ανακοπής με το συνημμένο αριθ. …5 γραμμάτιο είσπραξης του ΔΣΘ) και την επέδωσαν στους καθ’ ων η ανακοπή και στην υπάλληλο του πλειστηριασμού στις 10.5.2021 (βλ. τις υπ’ αριθ. …7, …0, …1, …2, …3 και …5/10.5.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης Χ. Κ., που προσκομίζουν με επίκληση οι ανακόπτοντες), εκπρόθεσμα, ήτοι μετά την παρέλευση της οριζόμενης από το άρθ. 979 § 2 εδ. α´ και β´ του ΚΠολΔ προθεσμίας των δώδεκα (12) εργάσιμων ημερών από την επίδοση της με αριθμό …/6.4.2021 πρόσκλησης δανειστών της υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Ρ. στους ανακόπτοντες, που έλαβε χώρα στις 13.4.2021, όπως ρητά συνομολογείται από τους ανακόπτοντες και αποδεικνύεται, άλλωστε, από τις υπ’ αριθ. …2Δ´ και …3Δ´/13.4.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Ε. Σ., που προσκομίζει με επίκληση η 6η καθ’ ης η ανακοπή ως άνω συμβολαιογράφος. Επομένως, εφόσον οι ανακόπτοντες δεν τήρησαν την προθεσμία ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2016 μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 του ν. 4335/2015, η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε εκπρόθεσμα και πρέπει κατ’ αυτεπάγγελτο έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 1037/1996, ΕλλΔνη 39. 1299, ΑΠ 1727/1990, ΕλλΔνη 33. 128) ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη.

10. Μετά τις σκέψεις αυτές και εφόσον δεν προβάλλονται άλλοι λόγοι ανακοπής, θα πρέπει και οι τρεις κρινόμενες ανακοπές ν’ απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστούν: 1. το ανακόπτον στην υπό στοιχείο α´ (υπ’ αριθ. κατάθεσης 6001/4905/26.4.2021) ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων κατά τα νόμιμα αιτήματα αυτών (άρθρα 176 ΚΠολΔ, 63 § 1α, 65, 66 και 68 § 1 του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), μειωμένα, όμως, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 § 1 του ν. 3693/1957, όπως ισχύει, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, 2. το ανακόπτον στην υπό στοιχείο β´ (υπ’ αριθ. κατάθεσης 6691/5456/7.5.2021) ανακοπή ΝΠΔΔ, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων κατά τα νόμιμα αιτήματα αυτών (άρθρα 176 ΚΠολΔ, 63 § 1α, 65, 66 και 68 § 1 του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, με την επισήμανση ότι δεν μπορεί να τύχει εν προκειμένω εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 22 § 1 του ν. 3693/1957, διότι οι διατάξεις περί επιβολής μειωμένης δικαστικής δαπάνης εφαρμόζονται κατά την προαναφερόμενη διάταξη του ν. 3693/1957 μόνο στα ΝΠΔΔ των οποίων η νομική εκπροσώπηση διεξάγεται δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όπως συνάγεται από τη διατύπωση της § 3 του άρθρου 22 του ν. 3693/1957, ώστε το γεγονός ότι ορισμένο ΝΠΔΔ απολαύει, βάσει της διάταξης του άρθρου 28 § 4 του ν. 2579/1998 των απαλλαγών, ατελειών και προνομίων του Δημοσίου, δεν δικαιολογεί την εφαρμογή και των παραπάνω διατάξεων για τη δικαστική δαπάνη, αφού δεν πρόκειται για προνόμιο ή απαλλαγή, αλλά για διάταξη αναφερόμενη στη δικαστική υπεράσπιση από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, στην προκείμενη δε περίπτωση η νομική υπεράσπιση της ένδικης υπόθεσης του ανακόπτοντος ΝΠΔΔ δεν διεξήχθη από αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (βλ. ΑΠ 649/2020, ΑΠ 1203/2019, ΑΠ 589/2015, ΑΠ 1362/2013, ΑΠ 1382/2005, ΜΕφΑθ 2454/2017, ΜΕφΠειρ 509/2015, ΜΠρΑθ 4680/2019, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, contra ΑΠ 998/2018, ΑΠ 108/2018, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και 3. οι ανακόπτοντες στην υπό στοιχείο γ´ (υπ’ αριθ. κατάθεσης 6799/5542/7.5.2021) ανακοπή, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων κατά τα νόμιμα αιτήματα αυτών (άρθρα 176 ΚΠολΔ, 63 § 1α, 65, 66 και 68 § 1 του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

[Βλ. παρατηρήσεις υπό τη ΜΠρΘεσ 891/2022]