ΜΠρΘεσ 513/2022
Δικαστής: Δ. Γιαννούλης, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Δικηγόροι: Μ. Κολιπέτρου - Β. Παπαβασιλείου - Αικ. Λημνιώτου
Νομικές Διατάξεις: άρθρα 126 § 1, 979 ΚΠολΔ, 85 § 1 ΚΕΔΕ, 36 § 1 ν. 4389/2016
Ανακοπή άρθ. 979 ΚΠολΔ· στις δίκες του Δημοσίου για το παραδεκτό της ανακοπής, αλλά και για την κοινοποίηση της πρόσκλησης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, απαιτείται κοινοποίηση τόσο στον Υπουργό Οικονομικών όσο και στο αρμόδιο όργανο δια του οποίου αναγγέλθηκε η απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου· από 1.1.2017, απαιτείται κοινοποίηση τόσο στον Διοικητή της ΑΑΔΕ όσο και στο αρμόδιο όργανο, και όχι πλέον στον Υπουργό Οικονομικών· αναγκαίο περιεχόμενο ανακοπής 979 ΚΠολΔ και βάρος απόδειξης· υποκειμενική έκταση δεδικασμένου στη δίκη της ανακοπής 979 ΚΠολΔ.
[…] Επειδή, κατά το άρθρο 126 § 1 περ. δ´ ΚΠολΔ όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 Πρώτο § 2 του ν. 4335/2015, η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους, οι οποίοι το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο, ενώ, κατά το άρθρο 85 § 1 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974), επί δικών του παρόντος διατάγματος (όπως είναι και εκείνη από αναγγελία ή ανακοπή του Δημοσίου κατά πλειστηριασμού σε βάρος οφειλέτου του, όταν επισπεύδων είναι τρίτος, άρθ. 54 και 58 ν.δ. 356/1974), το Δημόσιο εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, ήδη ο Προϊστάμενος της αρμόδιας ΔΟΥ, κατά του οποίου στρέφεται και κοινοποιείται κάθε δικόγραφο με την ποινή του απαραδέκτου, σε κάθε όμως περίπτωση, με την ίδια κύρωση απαιτείται κοινοποίηση του δικογράφου και στον Υπουργό των Οικονομικών. Με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 5 του κ.δ. 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος νόμων περί δικών του δημοσίου», ορίζεται ότι μόνο οι κοινοποιήσεις προς τον Υπουργό των Οικονομικών οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουν νόμιμες συνέπειες και ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιο εκπροσωπείται δικαστικώς από άλλον, εκτός του Υπουργού των Οικονομικών, είτε από τους διευθυντές των ταμείων ή οικονομικούς εφόρους ή τελώνες (και ήδη τη Φορολογική Διοίκηση) ή οποιοδήποτε άλλο κρατικό όργανο, οπότε η επίδοση προς τον Υπουργό των Οικονομικών απαιτείται προσθέτως, με συνέπεια, σε περίπτωση παραλείψεώς της, το απαράδεκτο του δικογράφου στις δίκες του ΚΕΔΕ και την ακυρότητα της επιδόσεως στις λοιπές. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες δεν αντίκεινται στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος (ΑΕΔ 27/2004), συνάγεται, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου πρέπει να γίνει με ποινή απαραδέκτου του δικογράφου στις δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητας δε της επιδόσεως στις λοιπές, τόσο στον Υπουργό Οικονομικών, όσο και στο αρμόδιο όργανο, δια του οποίου αναγγέλθηκε η απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του τελευταίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο στον Υπουργό Οικονομικών ή στο αρμόδιο προς τούτο όργανο, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Ελληνικού Δημοσίου, να επέρχονται οι κατά τα ανωτέρω κατά περίπτωση συνέπειες, οι οποίες εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΟλομΑΠ 34/1988, ΑΠ 1801/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 15/2011, ΕλλΔνη 2011. 452, ΕΠολΔ 2012. 46, ΑΠ 1058/2009, ΑΠ 1105/2005, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 690/2003, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1320/2003, ΑΠ 1636/2002, ΕλλΔνη 44. 745, ΑΠ 1778/1999, ΕλλΔνη 41. 1001, ΑΠ 451/1991, ΕλλΔνη 33. 127, ΕφΑθ 8297/2004, ΕΔικΠολ 2005. 172), αφού εκτός από τη διάταξη του άρθρου 85 § 1 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974), η οποία είναι ρητή, σαφής και ανενδοίαστη, σύμφωνα με το άρθρο 159 αριθ. 1 ΚΠολΔ, η παράβαση διάταξης η οποία ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, την οποία απαγγέλλει το δικαστήριο, αν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας, όπως συμβαίνει στην προαναφερθείσα περίπτωση μη επίδοσης του δικογράφου στον Υπουργό Οικονομικών. Επομένως, σε περίπτωση κατά την οποία συντάσσεται πίνακας κατατάξεως, λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των αναγγελθέντων δανειστών και δι’ αυτού καταταγεί το Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον ασκηθεί κατά του πίνακα κατάταξης ανακοπή κατ’ άρθ. 979 ΚΠολΔ και η τελευταία δεν επιδοθεί είτε στον Υπουργό Οικονομικών είτε στο αρμόδιο προς τούτο όργανο (λ.χ. Προϊστάμενο ΔΟΥ, τελωνείου), αφού δια της ως άνω ανακοπής εισάγεται δίκη του ΚΕΔΕ κατά τα προεκτεθέντα, η ανακοπή θα πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς να επηρεάζονται οι λοιποί καθ’ ων, καθώς δεν ωφελείται ή βλάπτεται ο δανειστής από την ανακοπή την οποία άσκησε άλλος δανειστής ή η οποία απευθύνθηκε κατά του άλλου δανειστή (ΑΠ 1510/2005, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 373/2009, ΤΝΠ Νόμος). Επίσης η σχετική προθεσμία άρχεται κατ’ άρθρο 5 του κ.δ. 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος νόμων περί δικών του δημοσίου» από της επιδόσεως στον Υπουργό Οικονομικών (ΑΠ 15/2011, ΤΝΠ Νόμος, βλ. αντίθετα ΕφΠατρ 722/2006, ΑχΝομ 2007. 366, ΕφΛαρ 863/2004, ΕφΑθ 2906/1999, ΕλλΔνη 42. 200, κατά τις οποίες η επίδοση άρχεται από της επιδόσεως στο Διευθυντή της αναγγελθείσης ΔΟΥ). Ομοίως, η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς το Ελληνικό Δημόσιο, η οποία αποτελεί κατά την κρατούσα στη Νομολογία άποψη, την οποία υιοθετεί το παρόν Δικαστήριο, δικόγραφο (ΑΠ 34/1988, ΑΠ 1635/2002) πρέπει να επιδίδεται τόσο στον Υπουργό των Οικονομικών, όσο και στο Διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου (και ήδη ΔΟΥ), από δε την επίδοση αυτής στον πρώτο (και εφόσον λάβουν χώρα αμφότερες οι επιδόσεις) άρχεται η τριακονθήμερη προθεσμία της ανακοπής κατ’ άρθ. 58 § 4 του ν.δ. 356/1974 ΚΕΔΕ, διότι προ της διενέργειας αμφοτέρων των επιδόσεων δεν δύναται να θεωρηθεί ότι έχει ολοκληρωθεί η επίδοση της προσκλήσεως (εν προκειμένω δεν είναι δόκιμο να γίνει λόγος για απαράδεκτο της προσκλήσεως) (βλ. σχετ. ΑΠ 786/2014, ΕφΑΔ 2014. 1063, ΑΠ 15/2011, ΕφΛαρ 863/2004, ΕφΑθ 2906/1999, ΕλλΔνη 42. 200, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεση, στο άρθρο 979, σ. 1167 § 431 III). Τα ανωτέρω ισχύουν και ως προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ήδη δε τον ΕΦΚΑ, ως οιονεί καθολικό διάδοχο του πρώτου (βλ. άρθ. 51 και 70 § 1 εδ. 1 του ν. 4387/2016) κατ’ εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 27 § 3 στοιχ. δ´ του α.ν. 1846/1951, το οποίο ορίζει ότι: «Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου εφαρμόζονται ανάλογα και για την είσπραξη των εσόδων του ΙΚΑ και των συνεισπραττομένων από αυτό εσόδων τρίτων οργανισμών. Όπου δε σ’ αυτές αναφέρεται Υπουργός, Δ/ντής Δημοσίου Ταμείου και υπάλληλος του Δημοσίου, νοούνται οι Διοικητής ΙΚΑ, Δ/ντής Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων ΙΚΑ ή Δ/ντής Ταμειακής Υπηρεσίας Περ/κού ή Τοπικού Υποκ/τος ΙΚΑ και υπάλληλοι του ΙΚΑ, από τους οποίους ασκούνται οι αντίστοιχες αρμοδιότητες» (βλ. σχετ. ΕφΑθ 90/2019, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜΕφΔωδ 99/2019, ΤΝΠ Νόμος, Βαθρακοκοίλης/Πλαγάκος, Ο πίνακας κατάταξης και η ανακοπή κατ’ αυτού, έκδ. 2020, σ. 169-172). Επίσης, κατ’ άρθ. 36 § 1 του ν. 4389/2016 «Η Αρχή (ΑΑΔΕ) εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από το Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς το Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών» ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 43 του αυτού ως άνω νομοθετήματος «Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου ισχύουν από 1η Ιανουαρίου 2017». Από τις σαφείς αυτές διατάξεις του ν. 4389/2016 συνάγεται ότι από την 1.1.2017, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Ελληνικό Δημόσιο για υποθέσεις αναγόμενες σε δημόσια έσοδα, αυτή θα πρέπει να γίνει τόσο στο Διοικητή της ΑΑΔΕ (ενδεχομένως μέσω του ΝΣΚ κατά το άρθρο 8 § 1 περ. γ´ και § 3 περ. α´ του ν. 3086/2002), όσο και στο αρμόδιο όργανο, ενώ καταργήθηκε η υποχρέωση κοινοποίησης στον Υπουργό Οικονομικών, εάν δε παραλειφθεί οιαδήποτε εκ των ως άνω επιδόσεων επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα κατά τα προεκτεθέντα (ΜΕφΠειρ 357/2019, αδημ.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 974 ΚΠολΔ, «Αν το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθεί εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν... ο υπάλληλος του πλειστηριασμού... συντάσσει πίνακα κατάταξης...». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 979 § 1 ΚΠολΔ, μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες αφότου συνταχθεί ο πίνακας κατάταξης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού καλεί με έγγραφο εκείνον υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση και τους δανειστές οι οποίοι αναγγέλθηκαν, για να λάβουν γνώση του πίνακα αυτού. Κατά δε την § 2 του ίδιου άρθρου, μέσα σε δώδεκα εργάσιμες ημέρες αφότου επιδοθεί η πρόσκληση της § 1, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα κατάταξης, οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933επ ΚΠολΔ. Αντίγραφο της ανακοπής επιδίδεται, μέσα στην ίδια προθεσμία, και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η ανακοπή, η οποία προβλέπεται και ρυθμίζεται με αυτές αποτελεί ένδικο βοήθημα, με το οποίο προσβάλλεται η διαδικασία της κατάταξης ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, η οποία αρχίζει με την αναγγελία και λήγει με τη σύνταξη του πίνακα, προς το σκοπό ακύρωσης ή μεταρρύθμισης αυτού με την αποβολή του καθ’ ου η ανακοπή και την κατάταξη του ανακόπτοντος. Η εν λόγω ανακοπή ασκείται όπως και η αγωγή, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με την επίδοση αντιγράφου του κατατεθέντος δικογράφου στον καθ’ ου αυτή στρέφεται, εντός της προβλεπόμενης ως άνω προθεσμίας (ΕφΠειρ 442/2002, ΠειρΝομ 2002. 428, ΕφΑθ 1541 και 1561/2000, ΕλλΔνη 42. 1300 και 1301 αντίστοιχα, ΕφΑθ 11081/1996, ΕλλΔνη 38. 1630) και στην περίπτωση του Ελληνικού Δημοσίου και όσων απολαμβάνουν τα δικονομικά προνόμια αυτού [ήτοι του ΙΚΑ, ήδη δε του e-ΕΦΚΑ, ως οιονεί καθολικού διαδόχου του πρώτου (βλ. άρθρο 21 § 9 του ν. 1902/1990 και 28 § 4 περ. α´ του ν. 2579/1998 και άρθ. 51 και 70 § 1 εδ. 1 του ν. 4387/2016)], εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από της επιδόσεως της προσκλήσεως κατ’ άρθ. 58 § 4 του ν.δ. 356/1974 ΚΕΔΕ, 10 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος νόμων περί δικών του δημοσίου», 21 § 9 του ν. 1902/1990 και 28 § 4 περ. α´ του ν. 2579/1998, η οποία αναστέλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (1.7-15.9) κατ’ άρθ. 11 του κ.δ. 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος νόμων περί δικών του δημοσίου», όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3514/2006, ΦΕΚ Α´ 266/6.12.2006, με έναρξη ισχύος από τις 20.12.2006 (ΜΕφΔωδ 3/2018, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 300/2015, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 § 1, 585, 933 και 979 § 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, τα οποία αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους της ανακοπής οι οποίοι αποτελούν την ιστορική της βάση (ΑΠ 1491/2003, ΕλλΔνη 45. 437). Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αφορούν: (α) είτε την ύπαρξη της ίδιας της απαίτησης του ανακόπτοντος δανειστή ή του προνομίου της, στην περίπτωση κατά την οποία η απαίτηση δεν κατατάχθηκε καθόλου ή δεν κατατάχθηκε ως προνομιακή στον προσβαλλόμενο πίνακα, οπότε ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει στην ανακοπή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν την απαίτησή του ή το προνόμιό της, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου της ανακοπής του και η άμυνα του καθ’ ου, δεν επιτρέπεται δε η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση της απαίτησής του περιστατικών με τις προτάσεις του ή με άλλα έγγραφα, τα οποία κατατίθενται και αποδεικνύουν την απαίτηση, (β) είτε σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ’ ου, η οποία κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, (γ) είτε σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσας απαίτησης του καθ’ ου ή του προνομίου της, οπότε, εάν αμφισβητηθεί η απαίτηση ή το προνόμιο ενός από τους καταταχθέντες δανειστές, κατά του οποίου στρέφεται η ανακοπή, τότε το βάρος για την απόδειξη της ύπαρξης και της έκτασης της απαίτησης αυτής, καθώς και του τυχόν προνομίου της, φέρει ο καθ’ ου η ανακοπή, ώστε για το ορισμένο της ανακοπής, ως προς την αμφισβητούμενη απαίτηση, να αρκεί η άρνηση, την οποία προβάλλει ο ανακόπτων (ΑΠ 1353/2015, ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, ο καθ’ ου η ανακοπή οφείλει κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου να επικαλεσθεί κατά τρόπο ορισμένο δια των προτάσεων και να αποδείξει την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος της απαίτησής του για την οποία έχει καταταγεί, καθώς και τον προνομιακό χαρακτήρα της. Για το ορισμένο της επίκλησης των απαιτήσεων και των προνομίων από τον καθ’ ου αρκεί η επανάληψη στις έγγραφες προτάσεις του περιεχομένου του αναγγελτηρίου, εφόσον σε αυτό περιλαμβάνεται κάθε αναγκαίο κατά νόμο στοιχείο, όχι όμως και η απλή παραπομπή στο περιεχόμενο του αναγγελτηρίου (ΑΠ 404/2003, ΕλλΔνη 2003. 1602, ΕφΑθ 1570/2012, ΧρηΔικ 2013. 551). Αν ο καθ’ ου η ανακοπή δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή (ΑΠ 687/2018, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 108/2018, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1441/2017, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 189/2016, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 370/2014, ΕφΑΔ 2014. 940, ΑΠ 1031/2013, ΕΠολΔ 2013. 842, ΑΠ 1501/2006, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1843/2005, ΕλλΔνη 47. 473, ΑΠ 1052/2005, ΕλλΔνη 46. 1086, ΑΠ 1262/2004, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 404/2003, ΕλλΔνη 44. 1602). Εάν, όμως, δεν αμφισβητείται η ύπαρξη της καταταχθείσας απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή μπορεί να προβάλλονται κατ’ αυτής ενστάσεις, με τη μορφή καταλυτικών, καταργητικών ή αποσβεστικών της απαίτησης γεγονότων (λ.χ. διάφορες ακυρότητες) χωρίς να υφίσταται οιοσδήποτε περιορισμός από το άρθρο 262 § 2 ΚΠολΔ. Τότε, το βάρος απόδειξης των γεγονότων, τα οποία στοιχειοθετούν τις ενστάσεις αυτές, φέρει ο ανακόπτων (ΑΠ 183/2002, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1717/1999, ΕλλΔνη 41. 1000, ΕφΑθ 146/2007, ΔΕΕ 2007. 687, ΕφΑθ 910/2004, ΕλλΔνη 46. 531, ΜΕφΔωδ 21/2014, ΤΝΠ Νόμος). Εάν συνυπάρχει άρνηση της καταταχθείσας απαιτήσεως του καθ’ ου η ανακοπή με προβολή ενστάσεων κατ’ αυτής, οι τελευταίες προτείνονται επικουρικά και ως καθ’ υποφορά απόκρουση των ισχυρισμών του καθ’ ου, οι οποίοι θεμελιώνουν την απαίτησή του (ΑΠ 183/2002, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 2719/2018, ΕφΑΔ 2018. 1382, ΕφΑθ 146/2007, ΔΕΕ 2007. 687). Πάντως, στην ίδια ανακοπή, ως εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης περί την εκτέλεση, προκειμένου αυτή να είναι κατά τα λοιπά ορισμένη, ήτοι ακόμη κι όταν ο λόγος της δεν αφορά την απαίτηση του καθ’ ου ή του προνομίου αυτής (ΑΠ 1353/2015, ό.π.) απαιτείται οπωσδήποτε να γίνεται επίκληση και εξειδίκευση της απαίτησης του ανακόπτοντος, η οποία επιδιώκεται να καταταχθεί, έστω και εν μέρει, στη θέση εκείνης του καθ’ ου η ανακοπή. Μάλιστα, πρέπει να αναφέρονται το είδος, το ποσό αυτής και η συγκεκριμένη έννομη σχέση από την οποία πηγάζει, καθώς και τα περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν το τυχόν επικαλούμενο προνόμιό της, ανεξάρτητα από το θεμελιωτικό λόγο του αιτήματος της ανακοπής, εφόσον μόνον έτσι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να ερευνήσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της. Η μη παράθεση ή η ελλιπής παράθεση των στοιχείων αυτών καθιστά την ανακοπή αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα (ΑΠ 240/2015, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1949/2009, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1101/2006, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαμ 132/2011, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 501/2008, ΕΝαυτΔ 2008. 424). Είναι, δηλαδή, αναγκαίες η ως άνω αναφορά και η εξειδίκευση, ακόμη κι όταν ο λόγος ανακοπής συνίσταται στην απλή άρνηση της απαίτησης ή του προνομίου του καθ’ ου, διότι έτσι δικαιολογείται το έννομο συμφέρον και η ενεργητική νομιμοποίηση του ανακόπτοντος (ΑΠ 1949/2009, ό.π., ΑΠ 1515/1999, ΕΕΝ 2001. 278, ΕφΑθ 146/2007, ό.π.), ενώ για την πληρότητα της περιγραφής δεν αρκεί η απλή αναφορά στον τίτλο, με τον οποίο επιδικάστηκε η απαίτηση, ή η παραπομπή στην προηγούμενη της ανακοπής αναγγελία (ΑΠ 1949/2009, ό.π., ΑΠ 440/2004, ΤΝΠ Νόμος). Δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατατάξεως είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της αποφάσεως επί της ανακοπής κατ’ άρθ. 979 ΚΠολΔ περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές («αρχή της σχετικότητας»). Αν ευδοκιμήσει η ανακοπή, από το θετικό αποτέλεσμα της ανακοπής κατ’ άρθ. 979 ΚΠολΔ, οτιδήποτε και εάν αφορά αυτή, ωφελείται μόνο ο ανακόπτων δανειστής, ακόμη και εάν υπάρχουν επικρατέστεροι δανειστές (ΕφΠειρ 436/2009, ΕλλΔνη 2010. 526). Στην περίπτωση δε κατά την οποία περισσότεροι του ενός μη καταταγέντες δανειστές βάλλουν δια συνεκδικαζομένων ανακοπών ή δια κοινής ανακοπής αυτών κατά της κατατάξεως του ίδιου δανειστή για την αποβολή του, θα συνυπολογισθούν οι απαιτήσεις των περισσοτέρων ανακοπτόντων, και αν η απαίτηση του αποβαλλομένου δανειστή δεν καλύπτει το σύνολο των απαιτήσεων των ανακοπτόντων, οι οποίοι νικούν, μεταξύ των τελευταίων θα γίνει σύγκριση από το δικαστήριο και προτίμηση των δανειστών εκείνων οι οποίοι έχουν ισχυρότερο προνόμιο ή ανάλογη μεταξύ των ισοβάθμων κατάταξη. Στο πλαίσιο της εν λόγω συνεκδικάσεως των περισσοτέρων ανακοπών και της επιβαλλομένης κατά τα ανωτέρω συγκρίσεως των απαιτήσεων των ανακοπτόντων, οι οποίες δεν ικανοποιούνται πλήρως δια της αποβολής του καθ’ ου η ανακοπή δανειστή, διαμορφώνεται επιγενομένη αναγκαστική ομοδικία μεταξύ των περισσοτέρων ανακοπτόντων (άρθρο 76 § 1 περ. δ´ ΚΠολΔ), εφόσον δι’ αυτών βάλλεται η αυτή κατάταξη λόγω ανυπαρξίας της απαίτησης ή του προνομίου του καθ’ ου η ανακοπή, διότι η από την ακύρωση της κατατάξεως του καθ’ ου ανάγκη αντιπαραβολής και σύγκρισης των απαιτήσεων των περισσοτέρων ανακοπτόντων και η κατάταξή τους επιδέχεται μόνο ενιαία ρύθμιση (ΑΠ 189/2016, ΑΠ 175/2011, ΑΠ 1026/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1229/2008, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1226/2006, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 783/2014, ΤΝΠ Νόμος, Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Ειδικό Μέρος, έκδ. 2018, Τόμος ΙΙα, σ. 837, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία), ειδάλλως η μεταξύ αυτών (πλειόνων ανακοπτόντων) ομοδικία είναι απλή (ΑΠ 2117/2014, ΧρΙΔ 2015. 368). Κατά την έννοια του άρθρου 979 ΚΠολΔ, η αμφισβήτηση της ύπαρξης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή επιτρέπεται ακόμη και αν αποδεικνύεται έναντι του καθ’ ου η εκτέλεση με έγγραφα, αφού η αποδεικτική δύναμη των εγγράφων αυτών δεν δεσμεύει και τους αναγγελθέντες δανειστές (ΑΠ 313/1993) ή με τελεσίδικη απόφαση, η οποία επιδικάζει στον καταταγέντα απαίτηση σε βάρος του καθ’ ου η εκτέλεση ή αναγνωρίζει υπέρ αυτού προνόμιο, αφού οι μαχόμενοι κατά του κύρους του πίνακα δανειστές, ως τρίτοι έναντι του οφειλέτη, δεν δεσμεύονται, ούτε ωφελούνται από το δεδικασμένο μεταξύ αυτού και άλλου δανειστή (ΑΠ 1513/2006, ΤΝΠ Νόμος). Επιπροσθέτως, οι νόμοι οι οποίοι ρυθμίζουν τη συρροή των απαιτήσεων των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά ρυθμίζουν τον τρόπο της άσκησής τους επί της ομάδας περιουσίας, η οποία υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Επομένως, και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται, ελλείψει αντιθέτων μεταβατικών διατάξεων προς τούτο, όχι σύμφωνα με το νόμο, ο οποίος ισχύει κατά το χρόνο της γέννησης του δικαιώματος ή της έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν, ο οποίος ισχύει κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης (ΟλομΑΠ 21/1994, ΑΠ 1441/2017, ΤΝΠ Νόμος), αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους ως εκ της συρροής περισσοτέρων δανειστών. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 § 1 του ΕισΝΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι, οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις, οι οποίες αρχίζουν από την εισαγωγή του, και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, διότι η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ρυθμίζει ειδικά την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση με το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο (ΟλομΑΠ 21/1994, ΑΠ 1404/2014, ΑΠ 1404/2007, ΑΠ 681/2004, ΑΠ 411/1999, ΤΝΠ Νόμος, ΜΕφΠειρ 191/2017, ΕΕμπΔ 2019. 159). Ωστόσο, στο άρθρο 1 Ένατο §§ 3 και 4 του ν. 4335/2015 ορίζεται ότι «3. Οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016. Ομοίως οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος - ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ ΚΠΟΛΔ) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος» και «4. Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1η.1.2016», ενώ στις επόμενες παραγράφους υπάρχει ειδική νομοθετική πρόνοια για επιμέρους διατάξεις του ΚΠολΔ (μεταξύ αυτών και της αναγκαστικής εκτελέσεως), οι οποίες έχουν διαφορετική ρύθμιση διαχρονικού δικαίου, μεταξύ των οποίων δεν συγκαταλέγονται και οι σχετικές με την κατάταξη διατάξεις των άρθρων 975 έως και 977 ΚΠολΔ (ως τέτοιες θα πρέπει να θεωρηθούν λ.χ. η προβλεπόμενη στο άρθρο 977Α ΚΠολΔ, στο άρθρο 41 § 5 του ν. 3863/2010 και στο άρθρο 72 § 5 του ν. 3994/2011) και ειδικότερα δεν ορίστηκε ειδικά για την κατάταξη ότι οι νέες διατάξεις εφαρμόζονται ακόμη και εάν ο πίνακας κατατάξεως συνταχθεί μετά την 1η.1.2016, αλλά αφορά ήδη προηγουμένως διενεργηθέντα πλειστηριασμό και γενικά διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία ξεκίνησε πριν από την 1η.1.2016. Ήτοι, με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου 1 Ένατο § 3 του ν. 4335/2015, η οποία ορίζει χωρίς διάκριση ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι τροποποιήσεις, οι οποίες επήλθαν με τον ως άνω νόμο στις διατάξεις του ΚΠολΔ και σχετίζονται με τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης, εφαρμόζονται μόνον εάν η επιταγή προς πληρωμή η οποία οδήγησε στην επίτευξη του διανεμητέου πλειστηριάσματος είχε επιδοθεί μετά την 1η.1.2016, και όχι εάν η επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε πριν από την 1η.1.2016, αλλά ο χρόνος διενέργειας του πλειστηριασμού και σύνταξης του οικείου πίνακα κατάταξης εντοπίζονται μετά την ως άνω ημεροχρονολογία (ΜΠρΖακυνθ 187/2018, ΕφΑΔ 2019. 107, ΜΠρΒολ 99/2017, ΤΝΠ Νόμος, Π. Ρεντούλης, σε Αναγκαστική Εκτέλεση, σε επιμέλεια Ι. Τέντε, 2017, σ. 333, με τις εκεί περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και στη νομολογία, Χ. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το ν. 4335/2015, 2016, σ. 60-63, Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, έκδ. 1978, σ. 1094 και 1099 και 1100). Επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής δύναται να συναχθεί αβίαστα από το άρθρο 61 του ν.δ. 356/1974 ΚΕΔΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 405 § 4 του ν. 4512/2018. Συγκεκριμένα, με το άρθ. 404 § 13 του ν. 4512/2018, ΦΕΚ Α´ 5/17.1.2018, το ως άνω άρθρο 61 § 1 του ν.δ. 356/1974 ΚΕΔΕ, αντικαταστάθηκε ως εξής: «1. Σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης κινητού ή ακινήτου κατά οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται για τις μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού απαιτήσεις του από κάθε αιτία, με τις κάθε φύσης προσαυξήσεις, τόκους και πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές, σύμφωνα με τα άρθρα 975 έως 977Α και 1007 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας», ενώ με το άρθρο 405 § 4 του αυτού ως άνω νομοθετήματος ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ, όπως αντικαθίστανται με την παράγραφο 13 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται ως εξής: α. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 3 εφαρμόζονται σε διαδικασίες διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν η κατάσχεση ή η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση αντίστοιχα διενεργείται μετά την 1η Ιανουάριου 2016, με εξαίρεση την παραπομπή στο άρθρο 977Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η οποία εφαρμόζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού. β. … γ. Στις λοιπές διαδικασίες εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι προϊσχύουσες διατάξεις». Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι από τη θέση σε ισχύ του ν. 4512/2018 καταργείται η διάταξη του άρθρου 61 του ν.δ. 356/1974 ΚΕΔΕ, όπως ίσχυε τροποποιηθείσα με το άρθρο 33 του ν. 4131/2013 και αντικαθίσταται ως άνω, εναρμονιζόμενη πλέον με τις διατάξεις του ν. 4335/2015, με ειδική πρόβλεψη ότι εφαρμόζεται ως προς τα προνόμια κατάταξης οσάκις η επιταγή έχει επιδοθεί μετά την 1η.1.2016 (και όχι οσάκις ο πίνακας συντάσσεται μετά την 1η.1.2016, οποτεδήποτε και εάν επιδόθηκε η επιταγή, κατά την άποψη, την οποία υιοθετεί μερίδα της Νομολογίας). Εάν τυχόν ήθελε υιοθετηθεί η άποψη μερίδας της νομολογίας ότι κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό των διατάξεων, οι οποίες διέπουν τα προνόμια κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης, είναι μόνο ο χρόνος κατά τον οποίο αρχίζει να συντάσσεται ο πίνακας ανεξαρτήτως του χρόνου επίδοσης της επιταγής κατ’ άρθ. 1 Ένατο § 3 του ν. 4335/2015, εφόσον διάδικος είναι το Ελληνικό Δημόσιο (ήτοι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων πινάκων κατάταξης και ανακοπών κατ’ άρθ. 979 ΚΠολΔ), εάν η επίδοση της επιταγής έχει λάβει χώρα προ της 1ης.1.2016 και η σύνταξη του πίνακα λάβει χώρα μετά την ως άνω ημεροχρονολογία, διαφαίνεται το ενδεχόμενο για το μεν Ελληνικό Δημόσιο κατ’ άρθ. 405 § 4 του ν. 4512/2018 (όπου δεν χωρεί αντίθετη ερμηνεία) να εφαρμόζονται τα προνόμια του προϊσχύσαντος του ν. 4335/2015 δικαίου, ενώ για τους λοιπούς αναγγελθέντες δανειστές να εφαρμόζονται τα προνόμια όπως έχουν διαμορφωθεί δυνάμει του ν. 4335/2015, ήτοι αξιώνεται σύγχρονη εφαρμογή δύο μη συμβατών μεταξύ τους συστημάτων προνομίων. Σε επίρρωση δε της ως άνω θέσης, δέον όπως γίνει μνεία ότι σύμφωνα με το άρθρο 43 του ν. 4715/2020, το οποίο τιτλοφορείται «Ερμηνευτική διάταξη ως προς το χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις», «Κατά την αληθή τους έννοια, οι διατάξεις: α) της περ. 19 της υποπαραγράφου Γ3 της παραγράφου Γ του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α´ 94), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 της παραγράφου 2 του ν. 4446/2016 και (β) του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α´ 87) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος των παραπάνω νόμων. Για την κατάταξη των πιστωτών στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνεται υπ’ όψιν το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Η άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων κατά της κατάταξης των πιστωτών με βάση τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου δεν αναστέλλει τη διανομή στις περιπτώσεις του εδαφίου αυτού». Σημειωτέον δε ότι μερίδα της νομολογίας και της θεωρίας ήδη έχει σπεύσει να χαρακτηρίσει την εν λόγω διάταξη ως ψευδοερμηνευτική, με αποτέλεσμα ο χρόνος ισχύς αυτής να ανατρέχει στο χρόνο έναρξης της ισχύος των προαναφερομένων νομοθετημάτων και όχι στην 1η.1.2016 (ΕφΘεσ 371/2021, αδημ., ΜΠρΙωαν 473/2020, Γ. Διαμαντόπουλος, Διαχρονικό δίκαιο των προνομίων σε πίνακα κατάταξης, ο οποίος συνετάγη μετά τη έναρξη ισχύος των ν. 4335/2015, 4336/2015 και 4446/2016 κατόπιν περάτωσης της πτωχευτικής διαδικασίας, ΕπΑκ 2020. 689επ), μολονότι η ασάφεια της σχετικής ρύθμισης μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4335/2015 προκάλεσε τόσες ακραίες διαφοροποιήσεις σε πλειάδα αποφάσεων των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, ώστε ο νομοθέτης να αχθεί να διατρανώσει με αλλεπάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις (άρθ. 404 § 13 του ν. 4512/2018, άρθ. 43 του ν. 4715/2020) τη βούλησή του ότι κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή των προνομίων του ν. 4335/2015 ήταν ο χρόνος επίδοσης της επιταγής, ήτοι ότι τα εν λόγω προνόμια εφαρμόζονται οσάκις η επιταγή επιδίδεται από την 1η.1.2016 και εντεύθεν. Ειρήσθω δε εν παρόδω ότι ως επιταγή, ο χρόνος της επίδοσης της οποίας κατέστη πλέον κρίσιμος για την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου ως προς την κατάταξη των δανειστών, θεωρείται αυτή στην οποία στηρίζεται η αναγκαστική κατάσχεση, η οποία οδήγησε, εν τέλει στον πλειστηριασμό, και όχι τυχόν προηγουμένως επιδοθείσα επιταγή προς εκτέλεση, η οποία, κατά το χρόνο της κατάσχεσης και λόγω παρόδου του χρονικού διαστήματος του έτους χωρίς να επακολουθήσει άλλη πράξη εκτέλεσης, είχε ήδη αποδυναμωθεί και χάσει την ισχύ της κατά τη διάταξη του άρθρου 926 § 2 ΚΠολΔ (ΜΠρΘεσ 9969/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΚατ 109/2020, αδημ.). […]
Παρατηρήσεις
Αθανάσιου Θ. Καστανίδη, Δ.Ν., Υποτρόφου Μεταδιδάκτορα Ερευνητή Νομικής Σχολής Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δικηγόρου
Στον πυρήνα των ανωτέρω αποφάσεων βρίσκεται το «ακανθώδες» ζήτημα της υποχρεωτικής διπλής επίδοσης δικογράφων στο Δημόσιο ή ΝΠΔΔ κατά την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και, εγγύτερα, το εύτακτο της επίδοσης της πρόσκλησης για λήψη γνώσης του πίνακα κατάταξης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού προς το αναγγελθέν Ελληνικό Δημόσιο ή ΝΠΔΔ. Το ζήτημα έχει εξαιρετική πρακτική σημασία, αφού μόνο με την ολοκλήρωση της επίδοσης αυτής εκκινεί η προθεσμία για άσκηση ανακοπής του Δημοσίου (ή ΝΠΔΔ) κατά του πίνακα κατάταξης στην κοινή αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται κατά τον ΚΠολΔ. Από το άλλο μέρος, εντός της προθεσμίας του άρθ. 979 § 2 ΚΠολΔ πρέπει να επιδοθεί και τυχόν ανακοπή που ασκείται κατά του καταταγέντος Δημοσίου (ή ΝΠΔΔ) από έτερο δανειστή, οπότε η παράλειψη της διπλής επίδοσης του δικογράφου (ΚΕΔΕ 85 § 1 και ήδη 77 § 1) επισύρει το απαράδεκτο της ανακοπής.
Η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης (ΚΠολΔ 979 § 2) είναι αδιαφιλονίκητη όταν η φύση της εκτελούμενης απαίτησης είναι ιδιωτικού δικαίου, προβάλλει δε αδιάφορο αν η αξίωση του ανακόπτοντος-δανειστή εκπηγάζει από το ιδιωτικό ή το δημόσιο δίκαιο[1]. Η φύση της τελευταίας αξίωσης ανακτά την σημασία της μόνο ως προς την προθεσμία ανακοπής (και την τυχόν ανάγκη ενεργοποίησης διατάξεων του ΚΕΔΕ). Εγγύτερα, στην κοινή αναγκαστική εκτέλεση, ενώ η άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης συντελείται με την κατάθεση και επίδοση του οικείου δικογράφου (ΚΠολΔ 979 § 2, 933, 585 § 1, 215 § 1 εδ. 1) εντός της 12ήμερης προθεσμίας του άρθ. 979 § 2 εδ. 1 ΚΠολΔ[2], ειδικά ως προς το αναγγελθέν Δημόσιο η προθεσμία της ανακοπής ορίζεται τριακονθήμερη (άρθ. 58 § 4 και ήδη 59 § 3 εδ. 2 ΚΕΔΕ, 10 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος νόμων περί δικών του δημοσίου»)[3], εκκινεί δε μόνο μετά την εμπρόθεσμη (διπλή) επίδοση της έγγραφης πρόσκλησης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, τόσο προς τον Υπουργό Οικονομικών (βλ. άρθ. 5 κώδικα δικών δημοσίου, που αφορά γενικά δίκες με διάδικο το Δημόσιο) όσο και στον Διευθυντή του επισπεύδοντος ταμείου που εκπροσωπεί το Δημόσιο ειδικά επί δικών του ΚΕΔΕ (: δηλαδή τον Προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ ή τελωνείου, αναλόγως της αναγγελθείσας απαίτησης) (ΚΠολΔ 126 § 1 δ´ ΚΠολΔ σε συνδ. με το άρθ. 85 § 1 και ήδη 77 § 1 ΚΕΔΕ)[4]. Ως «δίκη του ΚΕΔΕ» θεωρείται εξάλλου (σύμφωνα με την σχολιαζόμενη ΑΠ 1274/2021) και εκείνη «που είχε ως αφορμή αναγγελία ή ανακοπή του Δημοσίου κατά πλειστηριασμού που επέσπευσε τρίτος δανειστής σε βάρος οφειλέτη του, καθώς και τότε τυγχάνουν εφαρμογής τα άρθρα 54 [ήδη 56] και 58 [ήδη 59] ΚΕΔΕ». Αντίστοιχα, και η σχολιαζόμενη απόφαση 513/2022 του ΜΠρΘεσ προσεγγίζει ως «δίκη του ΚΕΔΕ» την απευθυνόμενη κατά του αναγγελθέντος Δημοσίου ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, ακόμη και όταν η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται από ιδιώτη δανειστή. Κατά την μάλλον κρατούσα στην νομολογία γνώμη (που ασπάζεται και η σχολιαζόμενη ΜΠρΘεσ 513/2022), κρίσιμος είναι ο χρόνος κοινοποίησης του δικογράφου στον Υπουργό Οικονομικών (λόγω και του άρθ. 5 § 1 του κ.δ. περί δικών δημοσίου) και όχι εκείνος της επίδοσης στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ[5]. Μάλιστα, ήδη από 1.1.2017, την θέση της ανωτέρω κοινοποίησης προς τον Υπουργό Οικονομικών λαμβάνει η επίδοση στον Διοικητή της ΑΑΔΕ για υποθέσεις αναγόμενες σε δημόσια έσοδα (άρθ. 36 § 1, 43 ν. 4389/2016)[6].
Ανάλογες λύσεις ισχύουν και όταν αναγγέλλεται ο e-ΕΦΚΑ, καθώς ο τελευταίος, ως οιονεί καθολικός διάδοχος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (άρθ. 51 § 1, 70 § 1 εδ. 1 του ν. 4387/2016), απολαύει τις ως άνω δικονομικές προνομίες του Δημοσίου (άρθ. 21 § 9 ν. 1902/1990 και 28 § 4 περ. α´ ν. 2579/1998, 41 § 4 ν. 3863/2010, 62 § 3 στοιχ. θ´ ν. 4387/2016, ήδη άρθ. 70Α § 10 ν. 4387/2016, όπως προστέθηκε με τον ν. 4670/2020), με την μόνη επιφύλαξη ότι η επίδοση της πρόσκλησης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού πρέπει να γίνεται εδώ στον Διοικητή του e-ΕΦΚΑ (αντί του Διοικητή της ΑΑΔΕ) και (σωρευτικώς) στον Προϊστάμενο του αρμόδιου ΚΕΑΟ (αντί του Προϊσταμένου της οικείας ΔΟΥ) (άρθ. 27 § 3 στοιχ. δ´ του α.ν. 1846/1951, όπως προστέθηκε με το άρθ. 18 περ. δ´ ν. 1469/1984)[7]. Διαφορετικά, η 30ήμερη προθεσμία ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης από τον e-ΕΦΚΑ ουδέποτε εκκινεί (άρθ. 58 § 4 και ήδη 59 § 3 εδ. 2 ΚΕΔΕ, 10 κώδικα δικών δημοσίου). Υπό το πρίσμα αυτό, η ΜΠρΘεσ 513/2022 έκρινε ως προς την ανακοπή του e-ΕΦΚΑ κατά του πίνακα κατάταξης ότι η παράλειψη κοινοποίησης της πρόσκλησης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού προς τον Διοικητή του e-ΕΦΚΑ συνεπάγεται άνευ ετέρου το εμπρόθεσμο της ανακοπής (αφού ουδέποτε ξεκίνησε να τρέχει η ως άνω 30ήμερη προθεσμία), ενώ, και ως προς την συνεκδικαζόμενη ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου κατά του ίδιου πίνακα (ΚΠολΔ 933 § 1 εδ. 2), η σχολιαζόμενη απόφαση δέχθηκε αντίστοιχα ότι η παράλειψη κοινοποίησης της πρόσκλησης στον Προϊστάμενο της οικείας ΔΟΥ (παρότι είχε διενεργηθεί επίδοση στον Διοικητή της ΑΑΔΕ) δεν αφετηριάζει την 30ήμερη προθεσμία ανακοπής[8]. Οι θέσεις αυτές είναι αναντίρρητα σύμφωνες με τον νόμο και τις πάγιες θέσεις του Ακυρωτικού.
Κατά την νομολογία, μη ολοκληρωμένη επίδοση κατά τα ανωτέρω, δηλαδή παράλειψη μίας εκ των δύο επιδόσεων, οδηγεί σε απόλυτη (δικονομική) ακυρότητα της επίδοσης, αυτεπαγγέλτως απαγγελλόμενη (άρθ. 5 § 2 κώδικα δικών Δημοσίου, 160 ΚΠολΔ)[9]. Τούτο σημαίνει ότι η ακυρότητα πρέπει μεν να απαγγελθεί από το δικαστήριο, όπως κάθε δικονομική ακυρότητα, δεν απαιτείται όμως να προταθεί ρητά από το διάδικο Δημόσιο ή ΝΠΔΔ (όπως οι λοιπές δικονομικές ακυρότητες του άρθ. 159 ΚΠολΔ), αφού κατά νόμο λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως (άρθ. 5 § 2 κώδικα δικών δημοσίου σε συνδ. με άρθ. ΚΠολΔ 160 §§ 1, 3). Για τον λόγο μάλιστα αυτόν, είναι δυνατό να προβληθεί από το Δημόσιο ακόμη και το πρώτον κατ’ έφεση (ΚΠολΔ 160 § 3, 527 αριθ. 3)[10]. Η ακυρότητα αυτή της επίδοσης –όπως δέχεται και η ΜΠρΘεσ 513/2022– οδηγεί σε απαράδεκτο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης (και γενικότερα ανακοπής ΚΕΔΕ), όταν το δικόγραφο στρέφεται μεταξύ άλλων και κατά του καταταγέντος Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, καθώς η «άσκηση» της ανακοπής ολοκληρώνεται όχι μόνο με κατάθεση, αλλά και με επίδοση του δικογράφου (που εδώ πάσχει από ακυρότητα)[11], ενώ αν μία από τις δύο επιδόσεις λάβει χώρα εκπροθέσμως, το απαράδεκτο της ανακοπής δικαιολογείται και για τον λόγο αυτόν[12]. Αυτή είναι η έννοια του άρθ. 85 εδ. 1 (ήδη 77 εδ. 1) ΚΕΔΕ[13], καθώς από απαράδεκτο μπορεί να πάσχει μόνο μία επιτευκτική διαδικαστική πράξη (π.χ. αγωγή, ανακοπή κ.λπ.) και όχι βέβαια η ίδια η επίδοση[14].
Πάντως, δεν πρέπει να παροράται ότι η προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου «υποθάλπει τον καιροσκοπισμό, αντιστρατεύεται την αρχή της ισότητας και είναι αμφίβολο αν συμπνέει με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ»[15]. Πέρα από το ζήτημα της (αδικαιολόγητης) διαφορετικής προθεσμίας ανακοπής για το Δημόσιο, που έχει ήδη εντοπισθεί[16], γεννάται εύλογα το ερώτημα ποιο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον υπηρετείται, υπό το κράτος του ΚΠολΔ, μέσω του επιπρόσθετου «άχθους» της επίδοσης δικογράφων στον Υπουργό Οικονομικών (και ήδη Διοικητή της ΑΑΔΕ ή Διοικητή e-ΕΦΚΑ κατά τα ανωτέρω), όταν μάλιστα ήδη εμφιλοχώρησε επίδοση στον προϊστάμενο της οικείας δημόσιας υπηρεσίας που βεβαίωσε το χρέος ή αντιστρόφως (δηλαδή επί διενέργειας της επίδοσης στον Διοικητή και όχι στον Προϊστάμενο της δημόσιας υπηρεσίας). Διότι, στις περιπτώσεις αυτές, ο σκοπός ενημέρωσης των δημοσίων υπηρεσιών έχει πλήρως πραγματωθεί[17], ενώ είναι αυτόδηλο, ότι η γραφειοκρατική δυσκαμψία των δημοσίων υπηρεσιών ή η γενικότερη αδυναμία του Δημοσίου για επαρκή προστασία των συμφερόντων του στο πλαίσιο των κοινών ρυθμίσεων, εξαιτίας της βραδύτητας των υπηρεσιών του, δεν δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η δικονομική δυστοπία καθίσταται ακόμη πιο έκδηλη, αν συνεκτιμηθούν οι διάσπαρτες διατάξεις, οι αλλεπάλληλες (και αντιμαχόμενες κάθε επιταγή ασφάλειας δικαίου) νομοθετικές τροποποιήσεις[18], αλλά και η (αδικαιολόγητα) διαφορετική μεταχείριση του αυτού ζητήματος στο πλαίσιο της διοικητικής εκτέλεσης, όπου ο πίνακας αρκεί να έχει επιδοθεί στον Προϊστάμενο της οικείας δημόσιας υπηρεσίας που επισπεύδει την εκτέλεση προκειμένου να εκκινήσει η 30ήμερη προθεσμία της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης (πρβλ. ΚΔΔ 220 § 1 περ. β’), χωρίς να ενδιαφέρει κατά πόσο επεδόθη ο οικείος πίνακας στον Υπουργό Οικονομικών ή πλέον στον Διοικητή ΑΑΔΕ[19]. Η αιτιολογία του ΣτΕ ότι στην διοικητική εκτέλεση επιδίδεται ο «πίνακας κατάταξης» που δεν συνιστά «δικόγραφο», αλλά πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης (πρβλ. όμως άρθ. 220 § 1 περ. β´ ΚΔΔ) αντιμάχεται βέβαια την αιτιολογία του ΑΠ, που δέχεται πάγια ότι η επιδιδόμενη «πρόσκληση» του υπαλλήλου του πλειστηριασμού συνιστά «δικόγραφο» και συνεπώς πρέπει να ισχύσει το άρθ. 85 § 1 ΚΕΔΕ (ήδη 77 § 1). Οι θέσεις αυτές, αγκυλωμένες στο γράμμα της διάταξης και στερούμενες αξιολογικού προσήμου, δεν είναι πειστικές[20]. Στοιχείο της ζήτησης είναι ο σκοπός του άρθ. 85 § 1 (ήδη 77 § 1) ΚΕΔΕ που δεν είναι άλλος από την ενημέρωση του Δημοσίου, ο οποίος όμως εκπληρώνεται πλήρως με την επίδοση της πρόσκλησης του υπαλλήλου προς τον Προϊστάμενο του Δημοσίου Ταμείου. Ορθότερη κατ’ αποτέλεσμα φαίνεται έτσι η θέση του ΣτΕ. Παρατηρείται εξάλλου η αντινομία να αρκεί η επίδοση του προγράμματος πλειστηριασμού ή του αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ φορολογίας εισοδήματος του οφειλέτη, στον Προϊστάμενο του Τελωνείου Α´ Τάξης του τόπου της εκτέλεσης και στην Τελωνειακή Περιφέρεια στην οποία υπάγεται το Τελωνείο αυτό (ΚΕΔΕ 56) και κατόπιν (δηλαδή μετά την αναγγελία του Δημοσίου) να απαιτείται το πρώτον η επιπρόσθετη επίδοση της πρόσκλησης στον Διοικητή της ΑΑΔΕ.
Κατόπιν των ανωτέρω, φαίνεται περισσότερο σύμφωνη με τις συνταγματικής περιωπής υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις η εκδοχή ότι οποιαδήποτε εκ των δύο επιδόσεων επαρκεί για το έγκυρο της επίδοσης, αφού ο σκοπός πληροφόρησης του Δημοσίου επιτυγχάνεται επαρκώς. Ωστόσο, ακόμη και αν γίνει δεκτή η κρατούσα στην νομολογία εκδοχή ότι η διπλή επίδοση είναι απαραίτητη για την διαφύλαξη των συμφερόντων του Δημοσίου[21], οπωσδήποτε προβάλλει ανεπέρειστη και ασύμβατη με τα άρθ. 20 § 1 Συντ., 6 § 1 ΕΣΔΑ η αυτεπάγγελτη λήψη υπ’ όψιν της παράλειψης της δεύτερης κοινοποίησης (όταν παρίσταται το Δημόσιο και δεν αντιλέγει) ως αντιμαχόμενη κάθε έννοια ισοπλίας των διαδίκων[22]. Ουδείς αποχρών λόγος υφίσταται για μία τέτοια υπεροπλία του Δημοσίου, όταν ο ιδιώτης διάδικος φέρει το βάρος προβολής της δικονομικής ακυρότητας της (σ’ αυτόν) επίδοσης και συνδρομής δικονομικής βλάβης (ΚΠολΔ 159 αριθ. 3). Αν προστεθεί και η μη εφαρμογή του άρθ. 263 ΑΚ στην δικονομική προθεσμία του άρθ. 979 ΚΠολΔ[23] επί απόρριψης της ανακοπής ιδιώτη δανειστή κατά του καταταγέντος Δημοσίου (ή ΝΠΔΔ) ως απαράδεκτης (π.χ. λόγω παράλειψης μίας εκ των δύο επιδόσεων), το δικονομικό τοπίο ως προς την αξίωση έννομης προστασίας του ανακόπτοντος διαγράφεται ζοφερό.
[1] Βλ. ΑΕΔ 18/1993, Δ 1994. 872· 23/1999, ΔιΔικ 1999. 1082· 14/2003, ΔιΔικ 2004. 1177· ΑΠ 1320/2002, ΝΟΜΟΣ· 661/2008, ΝΟΜΟΣ· 741/2017, ΝΟΜΟΣ· ΣτΕ 3473/2006, ΝΟΜΟΣ· 297/2011, ΝΟΜΟΣ· 5111/2012, ΝΟΜΟΣ· 962/2017, ΝΟΜΟΣ· Γέσιου-Φαλτσή, Δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων για την κρίση ανακοπών κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως, σε: Η δικονομική έννομη τάξη IV (2009), σ. 358επ· Βαθρακοκοίλη/Πλαγάκο, Ο πίνακας κατάταξης και η ανακοπή κατ’ αυτού (2020), αριθ. 641, σ. 182.
[2] Βλ. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως Ι2 (2017), § 56 αριθ. 45, σ. 639/640. Πρόκειται για εργάσιμες ημέρες.
[3] Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται καθ’ όλη την διάρκεια των δικαστικών διακοπών (1.7-15.9) κατ’ άρθ. 11 του διατάγματος της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος νόμων περί δικών του δημοσίου»· βλ. εκτός από την σχολιαζόμενη απόφαση, ΑΠ 295/1997, ΝοΒ 1998. 1239· ΜΕφΔωδ 3/2018, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΚορ 142/2020, αδημ..
[4] Βλ. ΑΕΔ 27/2004, Δ 2005. 541, παρατ. Ξυγκάκη· ΑΠ 432/2002, ΝΟΜΟΣ· 1635/2002, ΕλλΔνη 2003. 745· 1320/2003, ΝΟΜΟΣ· 1058/2009, ΧρΙΔ 2010. 352, σημ. Κατηφόρη· 15/2011, ΕΠολΔ 2012. 46, παρατ. Γιαννόπουλου· 1801/2012, ΝΟΜΟΣ· 786/2014, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΚορ 142/2020, αδημ.· ΜΠρΘεσ 513/2022, ανωτ.· ΜΠρΛαμ 264/2022, ΝΟΜΟΣ· για το ζήτημα, βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙα2 (2017), § 63 αριθ. 205, σ. 824, μ.π.π.· Νίκα, ΔικΑνΕκτ Ι2, § 56 αριθ. 46, σ. 639· Πίψου, Αρμ 1996. 1558επ, μ.π.π.· Παπαχρήστου, Διοικητική εκτέλεση3 (1992), άρθ. 58, § 263, σ. 374-375· αντίθ. Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις ΙΙ2, άρθρο 979, § 431 ΙΙΙ, σ. 1167.
[5] Προϋποτίθεται πάντως ότι έχουν λάβει χώρα αμφότερες οι επιδόσεις· έτσι η σχολιαζόμενη ΜΠρΘεσ 513/2022· βλ. επίσης ΑΠ 15/2011, ΕΠολΔ 2012. 46· ΤρΕφΠειρ 325/2020, αδημ., στις οποίες πάντως η επίδοση στον Υπουργό Οικονομικών ήταν μεταγενέστερη της επίδοσης στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ. Κατά δεύτερη εκδοχή, κρίσιμη για την έναρξη της προθεσμίας είναι η εκάστοτε τελευταία επίδοση (είτε στον Υπουργό Οικονομικών είτε στην ΔΟΥ) [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη), ΚΠολΔ2, άρθ. 979 αριθ. 3· Βαθρακοκοίλης/Πλαγάκος, Ο πίνακας, αριθ. 598, σ. 169]. Κατά τρίτη εκδοχή, η προθεσμία εκκινεί από την επίδοση στον Διευθυντή της ΔΟΥ που εκπροσωπεί σε δίκες ΚΕΔΕ το Δημόσιο, υπό τον όρο ότι διενεργήθηκε και η επίδοση στον Υπουργό Οικονομικών (αδιαφόρως ποια επίδοση προηγήθηκε) (ΕφΑθ 2906/1999, ΕλλΔνη 2001. 200· ΕφΛαρ 863/2004, Δ 2005. 871· ΜΠρΚαρδ 34/2007, ΑρχΝ 2010. 56). Κατά τέταρτη εκδοχή, η προθεσμία εκκινεί από τον χρόνο επίδοσης στον Διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου (η οποία και μόνο απαιτείται) (ΕφΠατρ 722/2006, ΑχΝομ 2007. 366· Μπρίνιας ΙΙ2, άρθρο 979, § 431 ΙΙΙ, σ. 1167).
[6] Επομένως, από την 1η.1.2017, για να είναι έγκυρη η διαδικαστική πράξη της επίδοσης προς το Ελληνικό Δημόσιο για υποθέσεις αναγόμενες σε δημόσια έσοδα, αυτή θα πρέπει να γίνει τόσο στον Διοικητή της ΑΑΔΕ (στην Κεντρική Υπηρεσία ΝΣΚ) όσο και στο αρμόδιο όργανο, ενώ καταργείται η υποχρέωση κοινοποίησης στον Υπουργό Οικονομικών. Για την διαδικασία επίδοσης στο ΝΣΚ, κατά την οποία αποκλείεται η θυροκόλληση (ΚΠολΔ 129), επί ποινή ακυρότητας της επίδοσης, χωρίς ανάγκη συνδρομής βλάβης, βλ. ΑΠ 1309/2015, ΝΟΜΟΣ. Η διαφορά αφορά «δημόσια έσοδα» όχι αυστηρά επί εφαρμογής του ΚΕΔΕ, αφού σκοπός της ρύθμισης ήταν η κατάργηση της επίδοσης στον Υπουργό Οικονομικών σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις, παραλείψεις και γενικά έννομες σχέσεις που αφορούν την ΑΑΔΕ, η οποία συνιστά ανεξάρτητη λειτουργικά αρχή, μη ελεγχόμενη από τον Υπουργό Οικονομικών. Για παράδειγμα, αγωγή ακύρωσης πλασματικής αποδοχής κληρονομίας πρέπει να επιδίδεται: α) στον Διοικητή της ΑΑΔΕ (όχι στον Υπουργό Οικονομικών) και β) στον Προϊστάμενο της οικείας ΔΟΥ που βεβαίωσε το χρέος του κληρονομουμένου· έτσι ΤρΕφΠειρ 325/2020, αδημ.· 689/2020, αδημ.· αντίθ. ΤρΕφΠατρ 48/2022, ΝΟΜΟΣ.
[7] Σύμφωνα με το άρθ. 27 § 3 περ. δ΄ του α.ν. 1846/1951 «Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου εφαρμόζονται ανάλογα και για την είσπραξη των εσόδων του ΙΚΑ και των συνεισπραττομένων από αυτό εσόδων τρίτων οργανισμών. Όπου δε σ’ αυτές αναφέρεται Υπουργός, Δ/ντής Δημοσίου Ταμείου και υπάλληλος του Δημοσίου, νοούνται οι Διοικητής ΙΚΑ, Δ/ντής Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων ΙΚΑ ή Δ/ντής Ταμειακής Υπηρεσίας Περ/κού ή Τοπικού Υποκ/στος ΙΚΑ και υπάλληλοι του ΙΚΑ, από τους οποίους ασκούνται οι αντίστοιχες αρμοδιότητες»· βλ. σχετ. εκτός από την σχολιαζόμενη απόφαση, ΑΠ 1636/2002, ΕλλΔνη 2003. 746· ΕφΑθ 5075/1995, ΔΕΕ 1995. 1080· 11104/1996, ΕλλΔνη 1998. 629· ΜΕφΑθ 90/2019, ΤΝΠ ΔΣΑ· ΜΕφΔωδ 99/2019, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΛαμ 34/2022, ΝΟΜΟΣ· Νίκα, ΔικΑνΕκτ Ι2, § 56 αριθ. 46, σ. 639, σημ. 138· Βαθρακοκοίλη/Πλαγάκο, Ο πίνακας, αριθ. 604, σ. 171· αντίθ. ΜΠρΚορ 142/2020, Αρμ 2020. 1516, που δέχθηκε ότι αρκεί η επίδοση στον Προϊστάμενο ΚΕΑΟ και την νομική υπηρεσία ΕΦΚΑ (αντί του Διοικητή).
[8] Βλ. σε ανάλογο πνεύμα ΜΠρΛαμ 264/2022, ΝΟΜΟΣ (σε περίπτωση παράλειψης κοινοποίησης στον Διοικητή ΑΑΔΕ).
[9] Για την απόλυτη ακυρότητα της επίδοσης, που απαγγέλλεται αυτεπαγγέλτως βλ. την σχολιαζόμενη ΜΠρΘεσ 513/2022· επίσης ΑΠ 451/1991, ΕΕΝ 1992. 274· 1778/1999, ΕλλΔνη 2000. 1002· 1105/2005, ΝΟΜΟΣ· 1650/2010, ΕΠολΔ 2012. 47· 498/2011, ΝΟΜΟΣ· 1309/2015, ΝΟΜΟΣ· 239/2016, ΝΟΜΟΣ· 1102/2019, ΝΟΜΟΣ· ΜΕφΠατρ 322/2022, ΝΟΜΟΣ· Γιαννόπουλο, ΕΠολΔ 2012. 47επ στον εκθ. 9. Για την ανάγκη απαγγελίας της δικονομικής ακυρότητας από το δικαστήριο, βλ. Ράμμο, Εγχειρίδιον αστικού δικονομικού δικαίου Ι (1978), § 159, σ. 404επ· Κεραμέα, Αστ.Δικον.Δίκ. Γεν.Μ. (1986), αριθ. 131, σ. 338· Μακρίδου, Μελέτες αστικού δικονομικού & διεθνούς δικονομικού δικαίου ΙΙ (2022), σ. 128επ, που ορθά τονίζει (σε αντίστοιχη περίπτωση) ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για «αυτοδίκαιη» ακυρότητα, αφού προϋποτίθεται η δικαστική της κήρυξη· Σοφιαλίδη, Δικονομική ακυρότητα (1991), σ. 254.
[10] Έτσι, ΑΠ 451/1991, ΕλλΔνη 1992. 127· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ορφανιδης), ΚΠολΔ Ι (2000), σ. 160 αριθ. 4.
[11] Αφού η διάταξη κάνει λόγο για απαράδεκτο του δικογράφου (σε περίπτωση παράλειψης της διπλής επίδοσης) και όχι της συζήτησης, φαίνεται ότι κατ’ εξαίρεση προηγείται εδώ ο έλεγχος του παραδεκτού του δικογράφου (και όχι εκείνος του παραδεκτού της συζήτησης). Το απαράδεκτο αυτό (όπως έκρινε και η ΜΠρΘεσ 513/2022) ισχύει καθ’ ο μέρος η ανακοπή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς να επηρεάζονται οι λοιποί καθ’ ων· βλ. εκτός από την σχολιαζόμενη ΜΠρΘεσ και ΕφΠατρ 373/2009, ΑχΝομ 2010. 335· ΜΕφΠατρ 322/2022, ΝΟΜΟΣ· ΤρΕφΠειρ 325/2020, αδημ.. Η ίδια κύρωση του απαραδέκτου της ανακοπής θα επερχόταν, ακόμη και σε περίπτωση ερημοδικίας του καθ’ ου Δημοσίου (ή ΝΠΔΔ) (κρ.γν. βλ. Βαθρακοκοίλη/Πλαγάκο, αριθ. 607, σ. 172-173, μ.π.π., που τάσσονται πάντως υπέρ του απαραδέκτου της συζήτησης). Ωστόσο, όταν η ανακοπή στρέφεται κατά καταταγέντος ιδιώτη, ο οποίος ερημοδικεί, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του συγκεκριμένου διαδίκου, εφόσον δεν αποδεικνύεται το εμπρόθεσμο της κλήτευσής του (ΚΠολΔ 271 §§ 1, 2 εδ. 2, 585 § 1, 614, 979 § 2 εδ. 1, 933 § 2, 937 § 3) (βλ. έτσι ως προς την σωρευόμενη ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης την σχολιαζόμενη απόφαση του ΜΠρΘεσ 513/2022). Η θέση είναι ορθή, διότι α) ερήμην του ιδιώτη καθ’ ου, ο έλεγχος του εμπροθέσμου της κλήτευσής του στο πλαίσιο του άρθ. 271 §§ 1 και 2 εδ. 2 ΚΠολΔ προηγείται πάντοτε του ελέγχου του παραδεκτού (π.χ. εμπροθέσμου) της ανακοπής, ενώ β) συμπλέει και με την λύση της απλής ομοδικίας στην δίκη της ανακοπής του άρθ. 979 ΚΠολΔ. Τα προδήλως αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ των ομοδίκων και η ανάγκη αυτόνομης αντιμετώπισης εκάστου δανειστή, ενόψει και της υποκειμενικής (ή σχετικής) ενέργειας της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης (άρθ. 979 § 2 ΚΠολΔ) και του συναφούς αξιώματος ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία όχι όμως και αδιαίρετη, ενισχύουν την θέση της σφυρηλάτησης δεσμού απλής ομοδικίας κατ’ άρθ. 74 § 1 ΚΠολΔ (: ταυτότητα πραγματικής και νομικής αιτίας) στην δίκη της ανακοπής του άρθ. 979 § 2 ΚΠολΔ, ιδίως από την σκοπιά της παθητικής ομοδικίας· βλ. ενδεικτ. ΑΠ 190/1998, ΕλλΔνη 1998. 831· 506/2001, ΕλλΔνη 2001. 1581· 1510/2005, ΕλλΔνη 2006. 134· 1083/2013, ΕΠολΔ 2014. 123, σημ. Κατηφόρη· 264/2020, ΝΟΜΟΣ· Πίψου, Αρμ 1996. 1559επ· ιδίως Μηχιώτη, Η αναγκαστική ομοδικία στην πολιτική δίκη (2018), σ. 238-247, μ.π.π.· πρβλ. όμως Μπρίνια ΙΙ2, άρθ. 979, § 432β ΙΙΙ δ, σ. 1177.
[13] Έτσι ΜΠρΠειρ 370/2020, αδημ.· πρβλ. και ΤρΕφΠειρ 325/2020, αδημ.. Από απαράδεκτο δεν πάσχει πάντως η έφεση, καθώς αυτή –ως ένδικο μέσο– ασκείται με κατάθεση δικογράφου (ΚΠολΔ 495 § 1)· βλ. όμως υπέρ του απαραδέκτου της έφεσης κατά απόφασης που εκδόθηκε επί ανακοπής λόγω μη κοινοποίησής της (εκτός από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ) και στον Διοικητή της ΑΑΔΕ, ΜΕφΠειρ 357/2019, αδημ.· ομοίως ως προς τον ΕΦΚΑ, ΜΕφΑθ 90/2019, ΤΝΠ ΔΣΑ· στο ίδιο πνεύμα και ΑΠ 109/2018, ΕΠολΔ 2018. 684, παρατ. Παπαδοπούλου.
[14] Έτσι Νίκας, ΠολΔ ΙΙ2, § 58 αριθ. 2, σ. 124· Τσικρικάς, Διαδικαστικές πράξεις (2017), σ. 33επ, 44· βλ. όμως ΑΠ 1320/2003, ΝΟΜΟΣ, που κάνει λόγο για απαράδεκτο της επίδοσης.
[15] Έτσι Νίκας, ΔικΑνΕκτ Ι2, § 56 αριθ. 46, σ. 641 επάνω· βλ. και Βεζυρτζή, Η αρχή της ισότητας των όπλων και τα διαδικαστικά προνόμια του Δημοσίου στην πολιτική δίκη (2017), σ. 176επ.
[16] Οι διαφορετικές προθεσμίες ασκήσεως ενδίκων μέσων και ανακοπών επηρεάζουν αναπόφευκτα σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου και την χρονική αφετηρία των εννόμων συνεπειών μίας απόφασης ή πράξης, γεγονός που διαταράσσει εν γένει την διαδικαστική ισότητα· έτσι Νίκας, Αρμ 2004. 331· Βεζυρτζή, Η αρχή της ισότητας, σ. 145. H θέση ότι η 30ήμερη προθεσμία της ανακοπής ισχύει και για τον ιδιώτη αντίδικο του Δημοσίου (ΕφΑθ 4067/2013, ΝΟΜΟΣ· Βαθρακοκοίλης/Πλαγάκος, αριθ. 595-596, σ. 168) φαίνεται ευπρόσδεκτη από την σκοπιά της ισοπλίας. Πυροδοτούνται όμως με τον τρόπο αυτόν προθεσμίες πολλών ταχυτήτων, όταν έχουν καταταγεί περισσότεροι δανειστές (ιδιώτες και Δημόσιο ή ΝΠΔΔ). Για παράδειγμα, αν ασκήσει ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης ιδιώτης κατά περισσοτέρων καταταγέντων δανειστών, ενδέχεται η ανακοπή του να κριθεί εμπρόθεσμη κατά του Δημοσίου (ή ΝΠΔΔ), όχι όμως και κατά λοιπών καθ’ ων.
[17] Βλ. μειοψ. ΑΕΔ 27/2004 (Ράντου, Καραμανώφ, Παρασκευόπουλου και Κ. Καλαβρού), κατά την ορθή θέση της οποίας, η επί ποινή απαραδέκτου κοινοποίηση που επιβάλλουν οι ως άνω διατάξεις στον Υπουργό Οικονομικών, πέραν του εκπροσωπούντος το Δημόσιο Διευθυντή της οικείας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της υπεράσπισης των συμφερόντων του Δημοσίου και αντίκειται στο άρθρο 20 § 1 Συντ.· Νίκα, ΔικΑνΕκτ Ι2, § 5 αριθ. 27, σ. 106· Γιαννόπουλο, ΕΠολΔ 2012. 47επ, στον εκθ. 11· Παπαγιάννη, Το δίκαιο των επιδόσεων στην πολιτική δίκη (2008), σ. 223· πρβλ. επίσης Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Ορφανίδη), ΚΠολΔ Ι (2000), άρθ. 126 αριθ. 6: αν υπάρχουν περισσότεροι νόμιμοι αντιπρόσωποι, ανεξάρτητα αν κατά τον νόμο ή το καταστατικό ενεργούν από κοινού ή χωριστά, προς αποφυγή δαπανών και απλούστευση της διαδικασίας αρκεί η επίδοση σε έναν απ’ αυτούς (ΠρΑν 63), κατ’ επιλογή του επισπεύδοντος την επίδοση· αντίθ. η πάγια νμλγ. με προεξάρχον το ΑΕΔ 27/2004, Δ 2005. 541, παρατ. Ξυγκάκη, που έκρινε (κατά πλειοψηφία) ότι δεν αντιβαίνει η πρόσθετη αυτή υποχρέωση κοινοποίησης στο άρθ. 20 § 1 Συντ..
[18] Φωτεινό παράδειγμα της σύγχυσης που μπορεί εύλογα να προξενηθεί στον διάδικο (ιδίως στον πληρεξούσιό του δικηγόρο) δίδει η ΠΠρΘεσ 5229/2020, αδημ., η οποία, διασώζοντας τον ιδιώτη διάδικο επί αγωγής αναγνωριστικής του κύρους αποποίησης κληρονομίας που στράφηκε κατά του Ελληνικού Δημοσίου, δέχθηκε την δυνατότητα διαζευκτικής επίδοσης είτε στον Υπουργό Οικονομικών είτε στον Διοικητή της ΑΑΔΕ.
[19] Βλ. ΣτΕ 180/2010, ΝΟΜΟΣ· ομοίως ΕφΠατρ 722/2006, ΑχΝομ 2007. 366· για το ζήτημα, βλ. Νίκα, ΔικΑνΕκτ Ι2, § 56 αριθ. 46, σ. 641, σημ. 143· Μπουκουβάλα, Η Ανακοπή στη Διοικητική Δίκη (2021), σ. 103. Η θέση του ΣτΕ οφείλεται ίσως στην πρακτική της κοινοποίησης περίληψης του διατακτικού του πίνακα κατάταξης (εν είδει προσκλήσεως). Ο νόμος, πάντως, αρκείται σε απλή έγγραφη πρόσκληση και δεν απαιτεί έγγραφη ανακοίνωση του περιεχομένου του πίνακα, ούτε κοινοποίηση αντιγράφου αυτού· βλ. ΕφΠατρ 1332/2006, ΑχΝομ 2007. 426· Μπρίνια ΙΙ2, άρθ. 979 § 429 Ι, σ. 1160· Γέσιου-Φαλτσή, ΔικΑνΕκτ ΙΙα, § 63 αριθ. 164, σ. 791, σημ. 469· Πίψου, Αρμ 1996. 1559.
[20] Είναι αλήθεια ότι τα άρθ. 85 § 1 (ήδη 77 § 1) ΚΕΔΕ και 5 § 1 Κώδικα Δικών Δημοσίου κάνουν λόγο για υποχρεωτική επίδοση «δικογράφου» στον Υπουργό Οικονομικών (ήδη Διοικητή ΑΑΔΕ). Αν μείνει κανείς όμως στο γράμμα των διατάξεων, δεν μπορεί παρά να συνταχθεί με την θέση του Ακυρωτικού, που πάγια προσεγγίζει ως δικόγραφο την «πρόσκληση» του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (ΚΠολΔ 979 § 2 εδ. 1, ΚΕΔΕ 58 § 4 ήδη 59 § 3 εδ. 2). Σύμφωνα με την θέση αυτή, από τις διατάξεις των άρθρων 117, 118, 119 ΚΠολΔ που ορίζουν τα στοιχεία των δικαστικών εκθέσεων και των δικογράφων, καθώς και εκείνης του άρθρου 561 § 2 ΚΠολΔ περί διαδικαστικών εγγράφων, συνάγεται ότι διαδικαστικά έγγραφα υπό ευρεία έννοια είναι όσα συντάσσονται για την διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων, των πράξεων δηλαδή των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή των δικαστών ή των δικαστικών υπαλλήλων μέσω των οποίων κινείται η διαδικασία και επιδιώκεται η πραγμάτωση του σκοπού της δίκης. Από τα διαδικαστικά έγγραφα, ως δικόγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τους διαδίκους για την διενέργεια και πιστοποίηση των ιδίων διαδικαστικών πράξεων. Ως δικόγραφο κατά την διάταξη του άρθ. 85 § 1 ήδη 77 § 1 ΚΕΔΕ νοείται, για μείζονα εξασφάλιση του Δημοσίου, όχι μόνο εκείνο που επιδίδεται από έναν διάδικο στον άλλο ή υποβάλλεται στο δικαστήριο, αλλά και κάθε άλλο διαδικαστικό έγγραφο που αφορά την δίκη. Συνακόλουθα, όταν επιβάλλεται να επιδοθεί και στο Δημόσιο η ανωτέρω πράξη του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, θα πρόκειται για διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και ειδικότερα της διαδικασίας της κατατάξεως, έχει δε για το Δημόσιο η πράξη γνωστοποίησης τον χαρακτήρα δικογράφου· βλ. ιδίως ΑΠ 432/2002, ΝΟΜΟΣ· επίσης ΟλομΑΠ 34/1988, ΝοΒ 1989. 1200· 1635/2002, ΕλλΔνη 2003. 745· 1320/2003, ΝΟΜΟΣ· 1058/2009, ΧρΙΔ 2010. 352, σημ. Κατηφόρη· 15/2011, ΕΠολΔ 2012. 46, παρατ. Γιαννόπουλου· 1801/2012, ΝΟΜΟΣ· 786/2014, ΝΟΜΟΣ· ομοίως η σχολιαζόμενη ΜΠρΘεσ 513/2022· Παπαγιάννη, σ. 222· Παπαδοπούλου, ΕΠολΔ 2018. 684επ, με τις εκεί αναφορές· πρβλ. πάντως ΕφΠατρ 722/2006, ΑχΝομ 2007. 366· Πίψου, Αρμ 1996. 1558/1559, κατά την οποία η πρόσκληση δεν φέρει τα εννοιολογικά στοιχεία του δικογράφου, καθώς δεν συντάσσεται από διάδικο, αλλά από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού (όργανο εκτέλεσης) που δεν μετέχει στις δίκες περί την εκτέλεση, ενώ η πρόσκληση που επιδίδεται δεν πιστοποιεί την διαδικαστική πράξη του πίνακα κατάταξης, αλλά συνιστά έγγραφο απλού πληροφοριακού χαρακτήρα.
[22] Yπέρ της θέσης ότι πάντοτε απαιτείται επίκληση δικονομικής βλάβης του Δημοσίου, όταν το δικόγραφο δεν κοινοποιήθηκε στον Υπουργό Οικονομικών και παρίσταται το Δημόσιο (ή ΝΠΔΔ), χωρίς να φέρει αντίρρηση, ΕφΠειρ 603/1998, ΠειρΝομ 1998. 411· Βαθρακοκοίλης/Πλαγάκος, Ο πίνακας, αριθ. 608, σ. 173. Για την αρχή της ισοπλίας ως εκδήλωση της αρχής της χρηστής δίκης, βλ. ενδεικτ. ΕΔΔΑ, 11.1.2001, Platakou v. Greece, no. 38460/97, § 47· ΟλομΑΠ 25/2006, ΝοΒ 2007. 110· Νίκα, Αρμ 2004. 327επ· Ποδηματά, Καθήκον δικαστικής καθοδηγήσεως και συζητητικό σύστημα – Μία δικαιοπολιτική και δογματική αποτίμηση μετά τον ν. 3994/2011, σε: Μελέτες Ιστορίας, Μεθοδολογίας και Δογματικής του Δικονομικού Δικαίου (2019), σ. 369· Διαμαντόπουλο, Ερανισμοί & Ανταποδόσεις Θέμιδος IV (2021), σ. 136επ.
[23] Βλ. ΑΠ 1450/1998, ΝΟΜΟΣ· 910/2008, ΧρΙΔ 2009. 155, ενημ. σημ. Κατηφόρη· ΕφΑθ 6850/2006, ΕλλΔνη 2008. 1709· ΜΕφΑθ 3271/2022, ΝΟΜΟΣ· ΕφΘεσ 3029/2006, Αρμ 2007. 426· Γέσιου-Φαλτσή ΙΙα2, § 63 αριθ. 204, σ. 824, σημ. 627. Ανάλογος κίνδυνος (παραγραφής αξιώσεων ή απόσβεσης ουσιαστικών δικαιωμάτων) ελλοχεύει και στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας (ν. 4335/2015) σε περίπτωση αγωγής απευθυνόμενης κατά του Δημοσίου, αν θεωρηθεί η αγωγή μη ασκηθείσα (ΚΠολΔ 215 § 2), επειδή δεν ολοκληρώθηκε η διπλή επίδοση.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα