Top

Αναζήτηση


Ελληνική Δικαιοσύνη
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
3
Έτος
2023
 
Περισσότερα »

Παραπομπές


Ελληνική Δικαιοσύνη, 3 (2023)


ΜΕφΛαρ 57/2022 - σχόλιο: Π. Ρεντούλης

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Αίτηση για ανάκληση, από το εφετείο, απόφασης ασφαλιστικών μέτρων σχετικά με την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων και τη ρύθμιση της οικογενειακής στέγης. Η διάταξη του άρθ. 697 ΚΠολΔ δεν θέτει περιορισμούς για την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, που δεν εκδόθηκε από το δικαστήριο της κύριας δίκης και δεν απαιτεί μεταβολή των πραγμάτων. Το δικαστήριο της κύριας δίκης έχει τη δυνατότητα να καταστήσει ανενεργή, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση που εσφαλμένως απέρριψε το ασφαλιστικό μέτρο και να διατάξει τη λήψη νέου ή τροποποιημένου ασφαλιστικού μέτρου. Αρμόδιο να δικάσει ανακλητική αίτηση είναι και το εφετείο, αν εκκρεμεί σε αυτό η κύρια υπόθεση.

Από το άρθρο 697 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Δικαστήριο, το οποίο δικάζει την κύρια υπόθεση, μπορεί ύστερα από αίτηση του διαδίκου, που έχει έννομο συμφέρον και υποβάλλεται είτε σε κάποια στάση της δίκης για την εκκρεμή κύρια υπόθεση, είτε και αυτοτελώς, δηλαδή κατά πάντα χρόνο και ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη στάσης δίκης για την πιο πάνω υπόθεση και χωρίς ακόμη επίκληση και πιθανολόγηση νέων στοιχείων (μεταβολή πραγμάτων) να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα με βάση μόνο τα στοιχεία της δικογραφίας (ΕφΛαρ 68/2019 ΤΝΠ-Νόμος). Η διάταξη επομένως του άρθρου 697 ΚΠολΔ, δεν θέτει περιορισμούς για την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, που δεν εκδόθηκε από το Δικαστήριο της κύριας δίκης και προπάντων δεν απαιτεί μεταβολή των πραγμάτων. Έτσι, η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση ενεργεί ως υποκατάστατο των καταρχήν απαγορευμένων από το άρθρο 699 ΚΠολΔ ενδίκων μέσων, δηλαδή μπορεί να βασίζεται και σε νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα της αποφάσεως, εξαιτίας των οποίων δεν είναι πλέον δικαιολογημένη η συνέχιση των μέτρων που διέταξε. Ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος επέβαλλε, κατά το νομοθέτη, τον έλεγχο της αποφάσεως που απέρριψε ασφαλιστικό μέτρο προς αποκατάσταση της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων. Επομένως, με τη συμπληρωματική ρύθμιση του ν. 4335/2015, το Δικαστήριο της κύριας δίκης έχει τη δυνατότητα και ευχέρεια, εκτιμώντας το ενώπιον του εισφερθέν αποδεικτικό υλικό να καταστήσει ανενεργή, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση που εσφαλμένως απέρριψε το ασφαλιστικό μέτρο και να διατάξει, κατόπιν σχετικώς υποβληθέντος αιτήματος, τη λήψη νέου ή τροποποιημένου ασφαλιστικού μέτρου (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4335/2015, που αφορά στη διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ). Και ναι μεν στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 697 ΚΠολΔ γίνεται λόγος μόνο για το Πολυμελές Πρωτοδικείο, γίνεται όμως δεκτό ότι αρμόδιο να δικάσει ανακλητική αίτηση είναι και το Εφετείο, αν εκκρεμεί σε αυτό η κύρια υπόθεση, ενόψει του ότι το πρώτο εδάφιο της παραπάνω διάταξης δεν κάνει καμία διάκριση (ΑΠ 1354/2006, ΕφΑΘ 2647/2018, ΕφΠειρ 592/2013, δημοσίευση στη Νόμος). Η εκκρεμοδικία, η οποία παύει με την έκδοση της οριστικής απόφασης και αναβιώνει με την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως διαρκεί, δε, μέχρι την έκδοση αποφάσεως από το Εφετείο, στην προκειμένη περίπτωση νοείται με την τυπική έννοια του όρου, δηλαδή απαιτείται έφεση που έχει ασκηθεί και είναι απλά υποστατή, χωρίς να απαιτείται και παραδεκτή άσκησή της (π.χ. εμπρόθεσμη). Με την υπό κρίση από 23.12.2021 αίτηση (αριθ. κατ. 1049/23.12.2021) η αιτούσα, υπό την ιδιότητα της νόμιμης εκπροσώπου της δύο ανηλίκων τέκνων της, Ε. και Δ., ζητεί, επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση, να ανακληθεί η υπ' αριθ. 174/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και που ρύθμισε (μεταξύ άλλων θεμάτων οικογενειακού δικαίου) α. το θέμα της άσκησης της επιμέλειας των δύο ανηλίκων αναθέτοντας προσωρινά την άσκηση της επιμέλειας στον καθ' ου η αίτηση-πατέρα των τέκνων και β. το θέμα της χρήσης της ευρισκόμενης στη Γ. Λάρισας οικογενειακής στέγης παραχωρώντας την στον καθ' ου η αίτηση, διότι, όπως εκθέτει, απορρίφθηκε δυνάμει της μεταγενέστερης υπ' αριθ. 231/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας (ειδική διαδικασία), η ασκηθείσα αγωγή του αντιδίκου της με το ίδιο με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περιεχόμενο, και ως εκ τούτου η αναφερόμενη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων δεν έχει λόγο ύπαρξης. Επίσης, εκθέτει ότι ο καθ' ου έχει ήδη ασκήσει έφεση που εκκρεμεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και που πρόκειται να συζητηθεί στις 18.11.2022, κατά της υπ' αριθ. 231/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, παρατείνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο σκόπιμα τον χρόνο που απαιτείται για να καταστεί τελεσίδικη η ανωτέρω απόφαση. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί ο καθ' ου στα δικαστικά της έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο η αίτηση, η οποία εκτιμάται από το σύνολό της ότι ασκείται από την ίδια την μητέρα στηριζόμενη σε δικό της δικαίωμα και όχι υπό την ιδιότητα της νόμιμου εκπροσώπου των ανηλίκων, αφού δεν ασκείται δικαίωμα αυτών (π.χ. διατροφής τους), όπως διατυπώνεται στην αρχή του δικογράφου της αίτησης (“ως ασκούσα οριστικά τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων μου”), αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατ' άρθρο 697 του ΚΠολΔ, καθώς αποδεικνύεται ότι στις 7.12.2021 κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Λάρισας η με αριθμό κατάθεσης 307/2021 έφεση κατά της υπ' αριθ. 231/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας (ειδική διαδικασία) και στις 8.2.2021 κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου η υπ' αριθ. 1004/2021 πράξη ορισμού δικασίμου, ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της έφεσης η 19.11.2022 ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Νομιμοποιείται δε η αιτούσα να ζητεί ανάκληση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, καθώς στη δίκη εκείνη ήταν διάδικος, και συγκεκριμένα ήταν καθ' ης στις δύο αιτήσεις που είχε ασκήσει ο αιτών-ήδη καθ' ου η αίτηση ανάκλησης. Επομένως, η στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1393, 1510, 1518 του ΑΚ, 697 και 176 του ΚΠολΔ αίτηση, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, δίχως όμως να παραλειφθεί κανένα για τη διάγνωση της επίδικης διαφοράς [ΑΠ 1856/2009, ΑΠ 139/2009, δημ. στην ΤΝΠ-Νόμος] και της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος Β.Γ., που εξετάστηκε με επιμέλεια του καθ' ου η αίτηση, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν στις 30.11.2003 νόμιμο γάμο στη Γ. Λάρισας από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, ανήλικα ακόμη κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης, την Ε. ηλικίας 17 ετών περίπου (γεννηθείσα στις 7.5.2004) και το Δ. ηλικίας 13 ετών περίπου (γεννηθέντα στις 18.2.2008). Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά και επήλθε διάσπασή της και τελικώς ο σύζυγος αποχώρησε στις 20.7.2018 από την οικογενειακή στέγη που βρίσκεται στη Γ. Λάρισας κατόπιν έκδοσης προσωρινής διαταγής. Η ρύθμιση της επιμέλειας των δύο τέκνων έγινε κατόπιν αντιδικίας μεταξύ των γονέων και ειδικότερα αρχικά ανατέθηκε προσωρινά η άσκηση της επιμέλειας τους αποκλειστικά στη μητέρα τους (με την υπ' αριθ. 575/2018 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που εκδόθηκε κατόπιν αντίθετων αιτήσεων των διαδίκων) και στη συνέχεια, ανατέθηκε και οριστικά στη μητέρα τους αποκλειστικά (με την υπ' αριθ. 54/2019 απόφαση ειδικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που εκδόθηκε ερήμην του καθ' ου καθώς παραστάθηκε αυτοπροσώπως δίχως πληρεξούσιο δικηγόρο, κατόπιν άσκησης τακτικής αγωγής της μητέρας). Μετά την έκδοση της υπ' αριθ. 54/2019 απόφασης στις 5.2.2019, ο πατέρας επικαλούμενος ότι από τον Αύγουστο του 2019 η συνοίκηση των ανηλίκων με τη μητέρα τους κατέστη πλέον επικίνδυνη λόγω της διαταραχής της ψυχικής της υγείας, κατέθεσε νέες αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων (με αριθ. κατ. 719/23.8.2019 και 92/4.2.2020), οι οποίες συνεκδικάστηκαν μαζί με την ανταίτηση της μητέρας και επί αυτών εκδόθηκε η υπ' αριθ. 174/2020 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία μεταβλήθηκε η δημιουργηθείσα μέχρι τότε κατάσταση. Πιο συγκεκριμένα, ανατέθηκε προσωρινά η άσκηση της επιμέλειας στον πατέρα αποκλειστικά και παραχωρήθηκε σε αυτόν η αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης. Ακολούθησε η άσκηση από τον πατέρα νεότερης τακτικής αγωγής (αριθ. κατ. 405/22.7.2020) προκειμένου να ρυθμιστεί εκ νέου η επιμέλεια των τέκνων του και να ανατεθεί στον ίδιο καθώς και να παραχωρηθεί στον ίδιο η χρήση της οικογενειακής στέγης, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η υπ' αριθ. 15/2021 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης στην εναγόμενη-μητέρα, μη αποφαινόμενο οριστικά το Δικαστήριο εκείνο για το κεφάλαιο της επιμέλειας των τέκνων ούτε και για τα συναφή κεφάλαια (καταβολή διατροφής σε χρήμα, παραχώρηση αποκλειστικής χρήσης οικογενειακής στέγης, κατανομή κάποιων κινητών). Η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη διενεργήθηκε και αφού επανήλθε προς κρίση η υπόθεση, δημοσιεύθηκε την 1.11.2021 η υπ' αριθ. 231/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή που είχε ασκήσει ο πατέρας. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε ο ηττηθείς ενάγων έφεση η οποία έχει προσδιοριστεί προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για τη δικάσιμο της 18.11.2022. Έτσι για το θέμα της επιμέλειας των δύο ανηλίκων τέκνων υφίσταται ακόμη ενεργή η υπ' αριθ. 174/2020 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων (βάσει της οποίας η επιμέλεια ανατέθηκε προσωρινά στον πατέρα λόγω επικείμενου κινδύνου) και η αρχική υπ' αριθ. 54/2019 απόφαση ειδικής διαδικασίας (βάσει της οποίας η επιμέλεια ανατέθηκε στην μητέρα – σημειώνεται ότι δεν αποδεικνύεται άσκηση ένδικων μέσων κατά αυτής). Λαμβάνοντας υπ' όψιν όλα τα ανωτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν πιθανολογήθηκε η αναγκαιότητα ανάκλησης της υπ' αριθ. 174/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας που εκδόθηκε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Και τούτο πρωτίστως διότι μετά την άσκηση της ως άνω εφέσεως η δικαστική διαμάχη των γονέων των ανηλίκων τέκνων πρέπει να διέλθει ένα ακόμη στάδιο μέχρι να γίνει τελεσίδικη, πριν την ολοκλήρωση του οποίου οποιαδήποτε αλλαγή (και μάλιστα με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων) στον τρόπο ζωής και στην καθημερινότητα των ανηλίκων, η οποία εδώ και δύο περίπου έτη (Μάρτιος 2020 που εκδόθηκε η 174/2020 απόφαση μέχρι Ιανουάριο 2022 που συζητήθηκε η αίτηση ανάκλησή της) έχει μπει σε μία κανονικότητα, όπως κατέθεσε η εξετασθείσα μάρτυρας, καθώς η μεν Ε. φοιτεί στην … τάξη του … Λυκείου και προετοιμάζεται για τις πανελλήνιες εξετάσεις τον …, ο δε Δ. φοιτεί στη … τάξη του … Γυμνασίου, μόνο αρνητικά θα επιδράσει στον ψυχισμό τους, πολλώ δε μάλλον τη στιγμή που υπάρχει η πιθανότητα, έστω και ως νομικό ενδεχόμενο, να χρειαστεί να υποστούν και άλλη αλλαγή μετά την έκδοση και της τελεσίδικης ακόμη απόφασης. Η κανονικότητα αυτή είναι βέβαιο ότι θα διασαλευτεί αν συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι η μητέρα-αιτούσα διαμένει όλο αυτό το διάστημα στην Κέρκυρα μαζί με τους γονείς της, όπως εκτίθεται στο δικόγραφο της αίτησης, ενώ τα τέκνα μαζί με τον πατέρα τους κατοικούν στη Γ. στην παραχωρηθείσα σε αυτόν οικογενειακή στέγη. Το ανωτέρω συμπέρασμα ενισχύεται και από την κατάθεση της μάρτυρος η οποία μετέφερε στο Δικαστήριο τον τρόμο που αισθάνθηκαν τα τέκνα όταν πληροφορήθηκαν για τη σημερινή εκδίκαση της αίτησης και το ενδεχόμενο νέας ανατροπής της δημιουργηθείσας από τον Μάρτιο του 2020 κατάστασης. Για τούτο δεν κρίνεται και σκόπιμο το παρόν Δικαστήριο να επικοινωνήσει με τα τέκνα, διαδικασία που ισχύει κατά την εκδίκαση τακτικής αγωγής για οικογενειακή διαφορά (612 ΚΠολΔ), και το σχετικό αίτημα του καθ' ου πρέπει να απορριφθεί. Κατόπιν αυτών, με γνώμονα το συμφέρον των τέκνων και δίχως να αμφισβητούνται τα αισθήματα αγάπης της μητέρας προς τα τέκνα της αλλά και δίχως να παραγνωρίζεται και το συμπέρασμα του δικαστικού πραγματογνώμονα Κ.Κ., ψυχιάτρου που περιέχεται στην υπ' αριθ. …/22.4.2021 έκθεση πραγματογνωμοσύνης (η μητέρα “πάσχει από διπολική συναισθηματική διαταραχή σε ήπιο βαθμό –ελαφρό– όσον αφορά τα επεισόδια υπομανίας-μανίας και σε ήπιο ως μέτριο βαθμό – όσον αφορά τα επεισόδια κατάθλιψης”), κρίνεται δικαιολογημένη η συνέχιση των μέτρων σχετικά με την επιμέλεια των ανηλίκων και την προσωρινή χρήση της οικογενειακής στέγης που αναγκαίως συνέχεται με τον τόπο διαμονής των ανηλίκων, μέτρων που διέταξε το Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας με την υπ' αριθ. 174/2020 απόφαση, τουλάχιστον έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ως άνω ασκηθείσας έφεσης, μετά την έκδοση της οποίας και την ύπαρξη πλέον τελεσίδικης απόφασης η ανάκληση της εν λόγω απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων καθίσταται υποχρεωτική (άρθρο 698 § 1α΄ του ΚΠολΔ). Επομένως, αφού δεν πιθανολογήθηκε κανένας λόγος που να δικαιολογεί την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση της παραπάνω απόφασης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Τέλος, παρά την ήττα της αιτούσας δεν επιβάλλονται δικαστικά έξοδα σε βάρος της ελλείψει σχετικού αιτήματος του καθ' ου στο σημείωμα που κατέθεσε (άρθρο 191 § 2 του ΚΠολΔ).

ΜΕφΛαρ 57/2022

Δικ.: Κωνσταντίνα Σπηλιωτοπούλου

Παρατηρήσεις

Ανάκληση ή τροποποίηση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων από το εφετείο ως δικαστήριο της κυρίας δίκης

Η σχολιαζόμενη απόφαση ασχολήθηκε με το ζήτημα της ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων από το εφετείο στο οποίο εκκρεμούσε η έφεση κατά της αποφάσεως που έχει εκδοθεί πρωτοδίκως στην κύρια δίκη.

Λειτουργική αρμοδιότητα δικαστηρίου κυρίας δίκης. Με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 697 ΚΠολΔ η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση της απόφασης που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα ή που απέρριψε την υποβληθείσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση καθ' όλη τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, που αρχίζει στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας από τη νομότυπη άσκηση της αγωγής, η οποία προϋποθέτει την κατάθεση και την επίδοσή της[1] και περατώνεται κατά κανόνα με την έκδοση της οριστικής απόφασης επί της ουσίας της υπόθεσης, αλλά και με οποιονδήποτε άλλο τρόπο που είναι ικανός να επιφέρει την κατάργηση της δίκης, όπως είναι ιδίως η παραίτηση από το δικόγραφο ή από το δικαίωμα (295-297 ΚΠολΔ) ή η μη κατάθεση κλήσης για ματαιωθείσα υπόθεση εντός της ενενηκονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 260 § 2 ΚΠολΔ.

Δικαστήριο της κύριας δίκης που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της προκείμενης αίτησης μπορεί να είναι και το εφετείο[2], μετά την άσκηση εφέσεως ακόμη και εάν η τελευταία ασκείται απαραδέκτως[3], δεδομένου ότι μέχρι να απορριφθεί ως τέτοια καθιστά την υπόθεση εκ νέου εκκρεμή. Παρά δε το γεγονός ότι η άσκηση αναιρέσεως δεν δημιουργεί εκκρεμοδικία, γίνεται δεκτό ότι ο Άρειος Πάγος αποτελεί μετά την άσκηση αναιρέσεως δικαστήριο της κυρίας δίκης που μπορεί να προβεί σε ανάκληση ή μεταρρύθμιση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 697 ΚΠολΔ[4].

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από την έκδοση της οριστικής απόφασης που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα μέχρι την εκκρεμοδικία της κύριας αγωγής, η οποία μπορεί να επέλθει κατά τα ανωτέρω και με την άσκηση ενδίκων μέσων[5], δεν είναι δυνατή η άσκηση αιτήσεως ανακλήσεως κατά τη διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ, διότι δεν υφίσταται εκκρεμής κύρια δίκη και συνεπώς ούτε δικαστήριο αυτής[6].

Έχει, επίσης, κριθεί ότι αν η κύρια υπόθεση έχει παραπεμφθεί στη διαιτησία, ανάκληση ή μεταρρύθμιση κατά την προκειμένη διάταξη δεν είναι δυνατή[7]. Το ίδιο θα πρέπει να γίνει δεκτό και για τις περιπτώσεις διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, καθώς δεν είναι νοητό διαιτητικό δικαστήριο να ανακαλεί ή να μεταρρυθμίζει αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων πολιτειακού δικαστηρίου. Αυτό συνάγεται, άλλωστε, και από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 25 § 1 ν. 5016/2023 το οποίο προβλέπει ότι με την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας των μερών, το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτημα ενός μέρους, να διατάξει, με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο ή με διαιτητική απόφαση, τα ασφαλιστικά μέτρα που θεωρεί αναγκαία σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς ή τη διαιτητική διαδικασία, καθώς και ότι μπορεί να υποχρεώσει τον υπέρ ου το ασφαλιστικό μέτρο σε εγγυοδοσία και, με αίτηση ενός μέρους ή και αυτεπαγγέλτως, να ανακαλέσει, αναστείλει ή μεταρρυθμίσει τα ασφαλιστικά μέτρα που το ίδιο διέταξε, καθώς και την εγγυοδοσία που το ίδιο επέβαλε.

Εάν το δικαστήριο της κυρίας δίκης στερείται δικαιοδοσίας, τότε απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη. Εν όψει της νέας διατάξεως του άρθρου 683 § 5 ΚΠολΔ, το ίδιο θα πρέπει να γίνει δεκτό και για την περίπτωση που το δικαστήριο της κυρίας δίκης δεν είναι καθ' ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο. Αν η ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αίτηση συζητείται μαζί με την κύρια υπόθεση και όχι σε αυτοτελή στάση δίκης, τότε, αν το δικαστήριο της κυρίας δίκης κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, θα παραπέμψει μεν την κύρια υπόθεση κατ' άρθρον 46 ΚΠολΔ στο αρμόδιο δικαστήριο και θα απορρίψει ως απαράδεκτη κατ' άρθρον 683 § 5 ΚΠολΔ τη συνεκδικασθείσα ανακλητική/μεταρρυθμιστική αίτηση. Στην περίπτωση αυτή, η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης θα μπορεί να σωρευθεί είτε στο δικόγραφο της κλήσης για τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο παραπέμφθηκε η κύρια υπόθεση, είτε στις προτάσεις επί της κυρίας δίκης κατ' άρθρον 686 § 5 ΚΠολΔ είτε και με αυτοτελή αίτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής ακόμη και πριν την κατάθεσης της κλήσεως για τη συζήτηση της κύριας υποθέσεως ενώπιόν του, δεδομένου ότι με βάση τη διάταξη του άρθρου 46 εδ. γ΄ ΚΠολΔ παρά την έκδοση της οριστικής παραπεμπτικής αποφάσεως οι συνέπειες της αγωγής, και συνεπώς και η εκκρεμοδικία αυτής, διατηρούνται.

Πεδίο εφαρμογής. Η νέα διατύπωση της διάταξης του άρθρου 697 ΚΠολΔ μετά το ν. 4335/2015 επιτρέπει πλέον ρητώς την κατάθεση ανακλητικής αιτήσεως ενώπιον του δικαστηρίου της κυρίας δίκης και κατά αποφάσεων που έχουν απορρίψει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Αντιθέτως, το δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 696 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ να ανακαλέσει ή να μεταρρυθμίσει απορριπτικές αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων και, δεδομένου και του σαφούς γράμματος των προαναφερομένων διατάξεων, περιορίζεται μόνο στην ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση αποφάσεων που έχουν διατάξει ασφαλιστικά μέτρα. Η απόφαση του δικαστηρίου της κυρίας δίκης που ανακαλεί την απορριπτική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, διατάσσοντας το αρχικώς αιτηθέν ή ενδεχομένως άλλο ασφαλιστικό μέτρο, δεν ενεργεί αναδρομικά, αλλά μόνο για τον μετά την ανάκληση της απορριπτικής αποφάσεως χρόνο[8]. Η διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση για αποφάσεις που διατάσσουν ή απορρίπτουν ασφαλιστικά μέτρα νομής[9].

Νομιμοποίηση. Στην υποβολή της αίτησης νομιμοποιείται ενεργητικά οποιοσδήποτε από τους διαδίκους της αρχικής δίκης των ασφαλιστικών μέτρων ανεξάρτητα αν βαρύνεται ή ωφελείται από την απόφαση[10]. Αν δεν πρόκειται για διάδικο της αρχικής δίκης, αλλά για τρίτο, έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτημα ανακλήσεως/τροποποιήσεως μόνο αν είχε παρέμβει στην αρχική δίκη[11].

Διαδικασία. Η αίτηση για την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων υποβάλλεται στο δικαστήριο της κυρίας δίκης, εφόσον αυτό υφίσταται, ακόμη και χωρίς κλήτευση του καθ' ου (687 ΚΠολΔ)[12], ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη ενώπιον αυτού στάσης δίκης και με αυτοτελή ακόμη αίτηση και όχι μόνο κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης[13], οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση μπορεί να ασκηθεί παραδεκτά και με τις προτάσεις της κύριας δίκης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 686 § 5 ΚΠολΔ[14]. Τούτο έρχεται σε αντίθεση με την περίπτωση που πολυμελές πρωτοδικείο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο καλείται ως δικαστήριο της κυρίας δίκης να παράσχει πρωτογενώς προσωρινή δικαστική προστασία, οπότε στην περίπτωση αυτή η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ανεξαρτήτως του εάν υποβάλλεται αυτοτελώς ή με τις προτάσεις επί της αγωγής, μπορεί να συζητηθεί μόνο κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης και όχι σε αυτοτελή στάση δίκης, όπως τούτο προκύπτει συνδυαστικά από τις διατάξεις των άρθρων 684 και 686 § 5 ΚΠολΔ.

Προϋποθέσεις ανάκλησης/μεταρρύθμισης. Με το ανακλητικό/μεταρρυθμιστικό ένδικο βοήθημα που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ δεν φέρεται υπό την κρίση του δικαστηρίου της κυρίας υπόθεσης η νομιμότητα του ασφαλιστικού μέτρου που έχει διαταχθεί ή η ορθότητα της απόφασης που το διέταξε ή το απέρριψε, αλλά μόνο η νομιμότητα της περαιτέρω ισχύος της. Συνεπώς, το δικαστήριο της κύριας δίκης θα ελέγξει, αν κατά το χρόνο, κατά τον οποίο καλείται να αποφασίσει ως αρμόδιο δικαστήριο και να διατάξει για πρώτη φορά κάποιο ασφαλιστικό μέτρο, θα διέτασσε το μέτρο αυτό, όπως έχει ήδη διαταχθεί με την απόφαση, της οποίας διώκεται η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση, τόσο κατά την έκταση όσο και κατά το είδος του ασφαλιστικού μέτρου. Αν δε το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι με τις συνθήκες που υπάρχουν κατά το χρόνο της συζήτησης ενώπιόν του δεν δικαιολογείται η διατήρηση της ισχύος του ασφαλιστικού μέτρου, είτε ολικά είτε εν μέρει, ή η μη λήψη του, μπορεί να ανακαλέσει αναλόγως την απόφαση που διέταξε ή που απέρριψε το ασφαλιστικό μέτρο ή να την μεταρρυθμίσει.

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις δεν προϋποτίθεται για το παραδεκτό και το βάσιμο της αίτησης η επίκληση της μεταβολής των πραγμάτων, αλλά το δικαστήριο κρίνει βάσει των στοιχείων που υπάρχουν στη δικογραφία της κύριας υπόθεσης, εφόσον το θέμα τεθεί υπόψη του και έτσι αποφασίζει όπως θα έκρινε, αν για πρώτη φορά καλούταν να διατάξει τη λήψη ή όχι του ασφαλιστικού μέτρου[15], εφόσον πάντως, είναι ανώτερο από το δικαστήριο της αρχικής δίκης[16]. Υπό την έννοια αυτή, γίνεται δεκτό ότι η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση ενεργεί ως υποκατάστατο των κατ' αρχήν απαγορευμένων από το άρθρο 699 ΚΠολΔ ενδίκων μέσων, διότι μπορεί να βασίζεται και σε νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα της υπό ανάκληση ή μεταρρύθμιση αποφάσεως, εξαιτίας των οποίων δεν είναι πλέον δικαιολογημένη η εξακολούθηση της ισχύος της[17].

Εάν το δικαστήριο της κυρίας δίκης είναι ισόβαθμο με το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, υποστηρίζεται ότι δεν απαιτείται η προϋπόθεση της μεταβολής των πραγμάτων μόνο εάν η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης συζητείται μαζί με την κύρια υπόθεση ή έστω μεταγενέστερα, διότι μόνο τότε πληρούται ο δικαιολογητικός λόγος του να μην συντρέχει η προϋπόθεση της μεταβολής των πραγμάτων για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, ο οποίος συνίσταται στο ότι το δικαστήριο της κυρίας δίκης έχει, σε αντίθεση με το δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων, την πλήρη εποπτεία του πραγματικού και του νομικού υλικού όλης της υπόθεσης[18]. Με βάση την άποψη αυτή εάν το δικαστήριο της κυρίας δίκης είναι ισόβαθμο με το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και συζητεί την αίτηση ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως σε αυτοτελή στάση δίκης πριν τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης, τότε απαιτείται για να την κάνει δεκτή να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 696 § 1 ή § 3 ΚΠολΔ, δηλαδή στην τελευταία περίπτωση να συντρέχει και η προϋπόθεση της μεταβολής των πραγμάτων[19].

Εάν το δικαστήριο της κύριας δίκης είναι κατώτερο από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, εμποδίζεται η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση της απόφασης από το κατώτερο δικαστήριο, λόγω της ενδοδιαδικαστικής δέσμευσης, όταν η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση λαμβάνει χώρα λόγω νομικών ή πραγματικών πλημμελειών της αποφάσεως όχι όμως και λόγω μεταβολής των πραγμάτων[20].

Γίνεται, επίσης, δεκτό ότι, εάν το δικαστήριο της κύριας δίκης έχει ήδη κάνει δεκτή ή έχει απορρίψει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ή έχει ήδη επιληφθεί αιτήσεως προς ανάκληση ή μεταρρύθμιση τέτοια αποφάσεως, τότε ανάκληση ή μεταρρύθμιση της αποφάσεώς του χωρεί είτε από το ίδιο είτε από ανώτερο δικαστήριο μόνον με τη συνδρομή των όρων των §§ 1 και 3[21] του άρθρου 696 ΚΠολΔ[22].

Παντελεήμων Ρεντούλης

Δικηγόρος, Δ.Ν., Μέλος ΣΕΠ Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής ΕΚΠΑ



[1] Βλ. ΠΠρΑθ 807/2012 ΤΝΠ-Νόμος, η οποία διαπίστωσε αναρμοδιότητα εκδικάσεως του ανακλητικού αιτήματος λόγω μη επιδόσεως της κυρίας αγωγής από τον καθ' ου στον αιτούντα και συνεπώς λόγω μη επελεύσεως της εκκρεμοδικίας.

[2] ΕφΑθ 1340/2019 ΤΝΠ-Νόμος· ΕφΠατρ 354/2019 ΤΝΠ-Νόμος· ΕφΘεσ 1945/2015 Αρμ 2016. 468· ΕφΔωδ 9/2014 ΤΝΠ-Νόμος. Προς αποσαφήνιση του ότι ως δικαστήρια της κυρίας δίκης που μπορούν να διατάξουν την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων είναι και τα τριμελή εφετεία, με την τροποποίηση του άρθρου 697 ΚΠολΔ από το ν. 4842/2021 η φράση «πολυμελές πρωτοδικείο» αντικαταστάθηκε από τη φράση «πολυμελή δικαστήρια». Βλ. για το τελευταίο αυτό ζήτημα και Ρεντούλη Π., Ο ΚΠολΔ μετά τους Ν. 4842/2021 και 4855/2021, Παρουσίαση των τροποποιήσεων και των θεωρητικών/πρακτικών προεκτάσεών τους, 2022, σ. 68.

[3] Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κράνη), Ερμηνεία κατ' άρθρον ΚΠολΔ2, 2020, άρθρο 697, σ. 120, αριθ. 3.

[4] ΑΠ 927/2021 ΤΝΠ-Νόμος· ΑΠ 496/1972 ΝοΒ 1972. 1305. Το ίδιο γίνεται δεκτό και στην όμοια περίπτωση του άρθρου 698 § 2 ΚΠολΔ, για την οποία βλ. ΑΠ 82/2022 ΤΝΠ-Νόμος· ΑΠ 470/2019 ΤΝΠ-Νόμος· ΑΠ 1368/2018 ΤΝΠ-Νόμος· ΑΠ 250/2017 ΤΝΠ-Νόμος.

[5] ΕφΘεσ 391/2018 ΕλλΔνη 2018. 777 με σημείωμα Γεωργίου Κ.

[6] Βλ. και Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κράνη), ό.π., άρθρο 697, σ. 120, αριθ. 3.

[7] ΠΠρΠειρ 841/1979 ΕΝΔ 1979. 427.

[8] ΜΕφΑθ 2647/2018 ΝοΒ 2018. 1658. Βλ. και Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κράνη), ό.π., άρθρο 697, σ. 118, αριθ. 1.

[9] Βλ. άρθρο 734 § 5 ΚΠολΔ.

[10] ΕφΑθ 4837/1985 Δ 1986. 101· ΜΠρΠειρ 251/1976 ΝοΒ 1976. 215.

[11] Βλ. Τζίφρα, Ασφαλιστικά μέτρα, 1985, 104· Γέσιου-Φαλτσή, ΕλλΔνη 1997. 1743· Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κράνη), ό.π., άρθρο 697, σ. 119, αριθ. 2.

[12] ΑΠ 1354/2006 ΝοΒ 2007. 390.

[13] ΜΕφΛαρ 6/2019 ΕλλΔνη 2019. 173.

[14] ΠΠρΠειρ 2234/2006 ΤΝΠ-Νόμος· ΠΠρΑθ 6466/1995 ΝοΒ 1996. 470.

[15] ΑΠ 927/2021 ΤΝΠ-Νόμος· ΑΠ 496/1972 ΝοΒ 1972. 1305· ΑΠ 852/1972 ΝοΒ 1973. 316· ΕφΑθ 1340/2019 ΤΝΠ-Νόμος· ΕφΛαρ 18/2019 Δικογραφία 2019. 234· ΕφΘεσ 391/2018 ΕλλΔνη 2018. 777 με σημείωμα Κ. Γεωργίου· ΕφΠατρ 84/2018 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΛαμ 84/2017 ΤΝΠ-Νόμος · ΕφΘεσ 1945/2015 Αρμ 2016. 468· ΕφΔωδ 9/2014 ΤΝΠ-Νόμος· ΕφΑθ 3962/2009 ΕλλΔνη 2009. 1449· ΕφΘεσ 470/2009 ΕφΑΔΠολΔ 2009. 1234· ΕφΑθ 2360/2003 ΕλλΔνη 2003. 992· ΕφΑθ 7394/2002 ΕλλΔνη 2003. 816· ΕφΠειρ 171/2005 ΠειρΝ 2005. 232· ΕφΘεσ 3308/2003 Αρμ 2004. 252· ΠΠρΑθ 72/2008 ΧρΙΔ 2008. 643, ΠΠρΛαρ 5541/2006 ΧρΙΔ 2007. 648· ΠΠρΑθ 108/1999 ΕλλΔνη 2001. 539· ΠΠρΘεσ 16923/2003 Αρμ 2005. 55· ΜΠρΡοδ 331/2013 ΤΝΠ-Νόμος· ΜΠρΡοδ 1/2012 ΤΝΠ-Νόμος. Βλ. και Τζίφρα, Ασφαλιστικά μέτρα, 1985, 100 επ.· Μπέη, Γνωμ. Δ 1972. 60 επ.· Παναγόπουλο, Η ανάκληση από το δικαστήριο της κύριας δίκης ως ένδικο βοήθημα και ως υποκατάστατο των ένδικων μέσων, Δ 1985. 444· Γεωργίου, Ασφαλιστικά μέτρα, 1995, σ. 48-53.

[16] Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κράνη), ό.π., άρθρο 697, σ. 120-121, αριθ. 4.

[17] ΜΕφΛαρ 6/2019 ΕλλΔνη 2019. 173.

[18] Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κράνη), ό.π., άρθρο 697, σ. 121, αριθ. 4.

[19] Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κράνη), ό.π., άρθρο 697, σ. 122, αριθ. 4.

[20] Βλ. Κονδύλη, Το δεδικασμένο, 2007, σ. 263.

[21] ΠΠρΡοδ 28/2013 (εκουσία) ΤΝΠ-Νόμος· ΠΠρΑθ 3096/2007 ΤΝΠ-Νόμος.

[22] Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κράνη), ό.π., άρθρο 697, σ. 122-123, αριθ. 6.