ΜΕφΑθ 1552/2023 (ειδική διαδικασία οικογενειακών διαφορών)
Δικαστής: Ε. Τραγουδάρα, Εφέτης
Δικηγόροι: Μ. Καραουλάνη, Κ. Μάλλιος
Νομικές διατάξεις: άρθρα 939 επ., 1262 αριθ. 4, 1389, 1390, 1400 ΑΚ, 69, 223 ΚΠολΔ
Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Πριν λυθεί ή ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή πριν συμπληρωθεί τριετής διάσταση των συζύγων, δεν έχει γεννηθεί το δικαίωμα επί των αποκτημάτων του άρθρου 1400 ΑΚ, έκαστος δε σύζυγος δεν είναι ούτε υπό προθεσμία ή υπό αίρεση δικαιούχος, αλλά έχει απλή προσδοκία κτήσεως μελλοντικού δικαιώματος, έπεται ότι επί απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας που έγινε πριν συμπληρωθούν τα άνω χρονικά σημεία, δεν μπορεί να ζητηθεί προστασία κατ’ εφαρμογή των άρθρων 939 επ. ΑΚ, που προϋποθέτουν ότι ο ενάγων είχε την ιδιότητα του δανειστή όταν επιχειρήθηκε η απαλλοτρίωση. Ο σύζυγος δεν μένει απροστάτευτος σε περίπτωση που, πριν γεννηθεί το δικαίωμα του, ο άλλος σύζυγος επιχειρήσει απαλλοτριωτικές πράξεις, αφού έχει τίτλο από τον νόμο για εγγραφή υποθήκης κατά το άρθρο 1262 ΑΚ και πριν από τη γένεση της αξίωσης του άρθρου 1400 ΑΚ, ενώ έχει ακόμη αυτοτελή ενοχική αξίωση παροχής ασφαλείας υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 1402 ΑΚ. Προϋποθέσεις γέννησης αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα. Το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδαφ. β΄ του ΑΚ μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ’ ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα/εκκαλούσα με την από 20.7.2016 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίζεται ότι με τον εναγόμενο ήδη εφεσίβλητο τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο, σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Ιερό Ναό ..., στις 30.12.1990, στην ... Αττικής, από τον οποίον απέκτησαν δύο τέκνα. Από τον Σεπτέμβριο 2004, ήτοι επί χρονικό διάστημα τριών και πλέον ετών, ήταν σε διάσταση με τον εναγόμενο και στην συνέχεια δυνάμει της υπ’ αριθμόν 599/2015 αποφάσεως του Αρείου Πάγου η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 12.12.2015, λύθηκε ο μεταξύ τους γάμος. Περαιτέρω πριν την τέλεση του γάμου τους, ο εναγόμενος είχε αποκτήσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, δυνάμει του υπ’ αριθμόν .../11.04.1983 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ... το οποίο είχε νομίμως μεταγράψει στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου (…) το υπ’ αριθμόν ... τμήμα οικοπέδου, το οποίο αποτελεί αυτοτελή, διηρημένη και ανεξάρτητη ιδιοκτησία, κείμενο στον ..... Αττικής, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου και στη συμβολή των οδών ..., εκτάσεως 800 τ.μ. και αξίας κατά τον χρόνο αγοράς 3.200.000 δραχμών και κατά το ισόποσο, σήμερα, των 9.391,00 ευρώ. Επί του ανωτέρω οικοπέδου, μετά τον γάμο τους και κατά την διάρκεια αυτού, περί το έτος 1996, ο εναγόμενος ανήγειρε μονοκατοικία αποτελούμενη από ισόγειο, πρώτο όροφο και σοφίτα καθώς και λοιπούς βοηθητικούς χώρους. Ότι κατά τον χρόνο της διαστάσεώς τους με τον εναγόμενο, τον Σεπτέμβριο 2004, η αξία της κατοικίας αυτής ανερχόταν τουλάχιστον στο ποσό των 783.609,00 ευρώ (793.000,00 ευρώ - 9.391,00 ευρώ), ότι η τελική περιουσία του εναγομένου, κατά την 12.12.2015, κατά την οποία και επήλθε η αμετάκλητη λύση του γάμου τους, ανερχόταν στο ποσό των 1.003.440,00 ευρώ, ήτοι ήταν κατά 994.049,00 ευρώ (1.003.440 ευρώ - 9.391,00 ευρώ) αυξημένη σε σχέση με την προ του γάμου τους αξία της. Ότι, η επαύξηση αυτή της περιουσίας του εναγομένου, οφείλεται κατ’ ελάχιστον και στην, κατά νόμω 1/3 τεκμαρτή συμβολή της ήτοι στο ποσό των 331.349,60 ευρώ (994.049,00 ευρώ χ 1/3) και την απαίτησή της αυτή η ίδια εξασφάλισε εγγράφοντας στις 28.09.2006 στον τόμο ... και στο φύλλο ... των βιβλίων υποθηκών και κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου .... υποθήκη για το ποσό των 40.000,00 ευρώ, με επιφύλαξη μέχρι του ως άνω ποσού των 330.000,00 ευρώ επί του ανωτέρω οικοπέδου μετά της επ’ αυτού και κατά την διάρκεια του γάμου τους ανεγερθείσης και αναλυτικώς περιγραφόμενη στην αγωγή οικοδομής. Ότι η ίδια συνέβαλε οικονομικά, αλλά και με την προσωπική της εργασία, λόγω της ιδιότητάς της ως έμπειρης αρχιτέκτονας εσωτερικών χώρων, στην ανοικοδόμηση της επίδικης οικοδομής, επί του ανωτέρω οικοπέδου, ιδιοκτησίας του εναγόμενου. Ότι, ο εναγόμενος, δυνάμει της υπ’ αριθμόν .../02.11.2010 συμβολαιογραφικής πράξης γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών (…) μεταβίβασε το εν λόγω ακίνητο στην θυγατέρα του από τον πρώτο γάμο του, ..., αξίας 700.201,78 ευρώ, γεγονός το οποίο πληροφορήθηκε κατόπιν ελέγχου στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο στις 21.11.2021. Ότι η μεταβίβαση αυτή του εναγομένου έγινε προς βλάβη των συμφερόντων της καθόσον δεν υπάρχει άλλη εμφανής περιουσία του για να ικανοποιηθεί η ως άνω απαίτησή της έλαβε δε χώρα, καθ’ όν χρόνον διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις για την λύση της μεταξύ τους διαφοράς και ενώ στις 25.9.2006 είχε εγγράφει υποθήκη στο άνω ακίνητο για ποσόν 40.000 ευρώ και κατ’ άρθρο 1262 αριθ. 4 ΑΚ. Κατόπιν τούτων, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί ότι η συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 331.349,60 ευρώ καθώς και να αναγνωρισθεί, όπως το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής παραδεκτά περιορίστηκε σε αναγνωριστικό (άρθρο 223 ΚΠολΔ), ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το παραπάνω ποσό των 331.349,60 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την εκκαλουμένη με αριθ. 5415/2020 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε αντιμωλία των διαδίκων, στις 1.10.2018, κατά την ίδια άνω διαδικασία αφού έκρινε ορισμένη την αγωγή απέρριψε αυτήν στην συνέχεια (αγωγή) ως μη νόμιμη κατά παραδοχή του ότι: «η υπό κρίση αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, κατά παραδοχή ως ουσιαστικώς βάσιμου και του σχετικού ισχυρισμού που προέβαλε ο εναγόμενος, διότι το ανωτέρω ακίνητο δεν διατηρείται κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής στην περιουσία του εναγομένου, στην οποία άλλωστε δεν διατηρούνταν ούτε κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου του με την ενάγουσα, δεν αποτελεί στοιχείο της τελικής περιουσίας του, το οποίο να μπορεί να συνυπολογισθεί στην αξία αυτής κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο, ώστε δεν υφίσταται επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου με το ανωτέρω συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο και αντίστοιχη επ’ αυτού κατά την διάταξη του 1400 ΑΚ αξίωση της ενάγουσας και έτσι απέρριψε την αγωγή της ενάγουσας ως μη νόμιμη και καταδικάστηκε η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου».
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η έφεση της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή της. Με την υπ’ αριθμ 4879/2021 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, Μονομελές Εφετείο Αθηνών η ως άνω ένδικη έφεση έγινε δεκτή κατά το τυπικό και ουσιαστικό μέρος της, εξαφανίστηκε η ως άνω υπ’ αριθ. 5415/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου και, αφού κρίθηκε νόμιμη η από 20.7.2016 και με αριθμό καταθ. .../2016 αγωγή της ενάγουσας το Δικαστήριο ανέβαλε να αποφασίσει οριστικά και διέταξε την επανάληψή της ενώπιόν του συζητήσεως της εφέσεως επί σκοπώ διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης. Περαιτέρω διόρισε πραγματογνώμονα … Ο άνω πραγματογνώμονας αφού έδωσε το νόμιμο όρκο και συντάχθηκε το σχετικό πρακτικό όρκισής του, κατέθεσε στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών έκθεση εγχείρησης .../16.5.2022 την με ημερομηνία 28.4.2022 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του.
Από το άρθρο 1400 ΑΚ, όπως ισχύει μετά τον ν. 1329/1983 και εφαρμόζεται, κατ’ άρθρο 12 του ν. 1649/1986 και για περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του άνω νόμου, συνάγεται ότι, σε περίπτωση λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου ή διαστάσεως των συζύγων που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια, κάθε σύζυγος, που συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση της περιουσίας του άλλου, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αυξήσεως που προέρχεται από τη δική συμβολή. Η άνω αξίωση είναι ενοχικής φύσεως και προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή ακυρωθεί αμετάκλητα ο γάμος (βλ. ΑΠ 1030/1993, ΕλλΔνη 35.1571) ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων και συνεπώς πριν από την επέλευση των χρονικών αυτών σημείων δεν υπάρχει δικαίωμα συμμετοχής στα αποκτήματα του άλλου συζύγου, αφού ο νόμος μεταθέτει έως την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης την ίδια τη γέννηση του δικαιώματος και όχι απλώς την ενέργεια (τα αποτελέσματα) γεννημένου δικαιώματος και γι’ αυτό η περίπτωση αυτή δεν εξομοιώνεται με γέννηση δικαιώματος υπό αναβλητική αίρεση (…). Πράγματι, στην περίπτωση του άρθρου 1400 ΑΚ δεν μπορούμε να πούμε ότι η πάροδος του χρόνου δεν επηρεάζει τη γένεση της σχετικής αξιώσεως και ότι απλώς αναβάλλει την πληρωμή της αντίστοιχης οφειλής, όπως συμβαίνει επί συναλλαγματικής που έχει μεν υπογράφει προ της απαλλοτριωτικής πράξεως, η δε προθεσμία λήξεως της απλώς αναβάλλει την πληρωμή της (πρβλ. ο λ. ΑΠ 709/1974 ανωτέρω), γιατί αντιθέτως στην περίπτωση αυτήν (του άρθρου 1400 ΑΚ) η πάροδος του χρόνου των τριών ετών αποτελεί γενεσιουργό λόγο του δικαιώματος. Πριν από τον χρόνο γέννησης της αξίωσης υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, απλή προσδοκία του συζύγου κτήσεως δικαιώματος και γι’ αυτό δεν είναι δυνατό να εγερθεί προκαταβολικά αγωγή από μελλοντικό δικαιούχο. Εξάλλου ούτε με τη διάταξη του άρθρου 69 ΚΠολΔ μπορεί να ζητηθεί προστασία στην περίπτωση που το δικαίωμα του άρθρου 1400 ΑΚ δεν έχει ακόμα γεννηθεί, γιατί για την παροχή προληπτικής δικαστικής προστασίας κατ’ άρθρο 69 ΚΠολΔ, με εξαίρεση την περίπτωση του εδαφ. δ΄, στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά, πρέπει το δικαίωμα, δηλαδή η έννομη σχέση, να έχει γεννηθεί κατά τον χρόνο της πρώτης στο ακροατήριο συζήτησης της αγωγής και απλώς δεν είναι ούτε θα είναι απαιτητό έως την έκδοση της αποφάσεως (…). Αφού λοιπόν, πριν λυθεί ή ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή πριν συμπληρωθεί τριετής διάσταση των συζύγων, δεν έχει γεννηθεί το δικαίωμα επί των αποκτημάτων του άρθρου 1400 ΑΚ, έκαστος δε σύζυγος δεν είναι ούτε υπό προθεσμία ή υπό αίρεση δικαιούχος, αλλά έχει απλή προσδοκία κτήσεως μελλοντικού δικαιώματος, έπεται ότι επί απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας που έγινε πριν συμπληρωθούν τα άνω χρονικά σημεία, δεν μπορεί να ζητηθεί προστασία κατ’ εφαρμογή των άρθρων 939 επ. ΑΚ, που προϋποθέτουν ότι ο ενάγων είχε την ιδιότητα του δανειστή όταν επιχειρήθηκε η απαλλοτρίωση (βλ. Π. Νικολόπουλο, Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, σελ. 169, Ν. Παρασκευόπουλου, Αι περιουσιακοί σχέσεις των συζύγων, 1984, σελ. 35, Γ. Κουμάντο, Οικογενειακό Δίκαιο, 1988, τ. I, σελ. 202. Άλλη γνώμη: Ι. Δεληγιάννης, Οικογενειακό, 1987, τ. II σελ. 123, Γ. Σταθέας, Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, 1990, σελ. 124 και Α. Γαζής, Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, 1985, σελ. 38, που δέχονται ότι, όταν επίκειται η γέννηση της αξιώσεως του δανειστή, έχουν εφαρμογή τα άρθρα 939 επ. ΑΚ). Ας σημειωθεί ότι ο σύζυγος δεν μένει απροστάτευτος σε περίπτωση που, πριν γεννηθεί το δικαίωμα του, ο άλλος σύζυγος επιχειρήσει απαλλοτριωτικές πράξεις, αφού έχει τίτλο από το νόμο για εγγραφή υποθήκης κατά το άρθρο 1262 ΑΚ και πριν από τη γένεση της αξίωσης του άρθρου 1400 ΑΚ, ενώ έχει ακόμη αυτοτελή ενοχική αξίωση παροχής ασφαλείας υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 1402 ΑΚ (ΕφΑθ 4980/1995, ΕλλΔνη 1996.157).
Επίσης, από τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 1400 ΑΚ προκύπτουν, πλην άλλων, και τα εξής: Προϋποθέσεις της αξίωσης του δικαιούχου συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, γ) η συμβολή με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή της περιουσίας του υπόχρεου κατά τη διάρκεια του γάμου και δ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου και της συμβολής του ενάγοντας δικαιούχου συζύγου. Ως αύξηση νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου γέννησης της αξίωσης, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της έγερσης της αγωγής, εάν προκύπτει διαφορά μεταξύ του χρόνου αυτού και του χρόνου της αμετάκλητης λύσης του γάμου ή της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) προς εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γένεσης της αξίωσης (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Ο χρόνος λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Κατά το χρόνο δε γέννησης της αξίωσης απαιτείται να διατηρείται η αύξηση της περιουσίας που έγινε με τη συμβολή του δικαιούχου συζύγου. Η συμβολή αυτή του τελευταίου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1400 του ΑΚ, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ο υπόχρεος σύζυγος και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Συγκεκριμένα, κατά την διάταξη του άρθρου 1389 του ΑΚ οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η συνεισφορά αυτή γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1390 του ιδίου Κώδικα στην υποχρέωση του προηγουμένου άρθρου περιλαμβάνονται η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση. Η αποτίμηση όμως των υπηρεσιών του ενάγοντος, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται, ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν. Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να προσδιορίζονται κατ’ είδος και αξία, τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, μόνο όταν και κατά το μέρος που υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες. Όταν, όμως, ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρομένου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το ένα τρίτο από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση βέβαια της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου. Ωστόσο, ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντας συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο στον ίδιο. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 του ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, συνιστά, ως προς την απόκρουση του Αθηνών τεκμηρίου, ένσταση.
Έτσι, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδαφ. β΄ του ΑΚ μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ’ ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρομένου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος. Επίσης, ο εναγόμενος στην εν λόγω αγωγή μπορεί κατ’ ένσταση να ζητήσει, προκειμένου να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας, να αφαιρεθεί το παθητικό αυτής, το οποίο υπάρχει κατά το χρόνο παροχής έννομης προστασίας, δηλαδή κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής (ΑΠ 588/2020, ΑΠ 1550/2018, ΑΠ 1553/2018, ΑΠ 2120/2017, ΑΠ 1316/2017, ΑΠ 1059/2014, ΑΠ 2042/2013).
[…] Από όλα τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η αξία του ακινήτου αυτού κατά τις αναφερόμενες ημερομηνίες ήτοι της αμετακλήτου λύσεως του γάμου και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ανέρχεται για το τμήμα του οικοπέδου στο ποσό των 287.000 ευρώ και το οικόπεδο αυτό ο εναγόμενος το είχε αποκτήσει πριν το γάμο του με την ενάγουσα η δε αξία της διώροφης κατοικίας στο ποσό των 632.000 ευρώ. Κατά τη κρίση του άνω πραγματογνώμονα και σύμφωνα με τους πίνακες Δεικτών Τιμών Κατοικιών της Τράπεζας της Ελλάδος η αγοραία αξία των δυο ακινήτων είναι παρόμοια και στις δυο κρίσιμες ημερομηνίες εκτίμησης ήτοι κατά το χρόνο άσκησης αμετάκλητης λύσης του γάμου τους 12.12.2015 και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής της ενάγουσας την 20.7.2016. Κατόπιν των παραπάνω η καταγόμενη με την ένδικη αγωγή της ενάγουσας, αξίωση, η οποία κρίθηκε ήδη νόμιμη με την υπ’ αριθ. 4879/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών καθόσον η αξίωση αυτή γεννήθηκε από τη στιγμή που συμπληρώθηκε τριετία στη διάσταση των συζύγων, αφού ο νόμος μεταθέτει έως την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης την ίδια τη γέννηση του δικαιώματος. Στη προκειμένη δε περίπτωση η γέννηση του δικαιώματος της ενάγουσας στη συμμετοχή της στα αποκτήματα του εναγομένου γεννήθηκε κατά τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασής τους με τον εναγόμενο ήτοι κατά τον Σεπτέμβριο του 2007 και πριν τη μεταβίβαση του αποκτήματος αυτού εκ μέρους του εναγομένου στη θυγατέρα του από το πρώτο γάμο δυνάμει της υπ’ αριθ. .../2.11.2010 συμβολαιογραφικής πράξης γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών, ..., που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ... Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι η αγωγή της ενάγουσας είναι μη νόμιμη διότι το ακίνητο αυτό δεν διατηρούταν κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους στην περιουσία του εναγομένου λόγω της μεταβίβασης του ακινήτου αυτού στη θυγατέρα του από το πρώτο γάμο έσφαλε και τούτο έχει ήδη κριθεί και τελεσίδικα με την υπ’ αριθ. 4879/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών με την οποία εξαφανίστηκε ως προς τούτο η υπ’ αριθ. 5415/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Συνεπώς και σύμφωνα με όσα εκτενώς αναπτύσσονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, και με τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η συμμετοχή στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου από την ενάγουσα στα αποκτήματά του ανέρχεται στο ποσοστό του 1/3 και συνεπώς η αγωγή της ενάγουσας πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία, καθόσον δεν αποδείχθηκε από τον εναγόμενο ότι δεν υπήρξε μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε καμία συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του και η ένσταση μικρότερης ή μηδενικής συμβολής του στα αποκτήματά του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Συγκεκριμένα η επαύξηση αυτή της περιουσίας του εναγομένου, ανέρχεται κατ’ ελάχιστον και στην, κατά νόμο, 1/3 τεκμαρτή συμβολή της ενάγουσας, ήτοι στο ποσό των 210.600 ευρώ (632.000 ευρώ X 1/3). Σημειώνεται ότι, ενόψει της μη προβολής ισχυρισμού εκ μέρους του εναγομένου περί ανατροπής του εκ της διάταξης του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 1400 ΑΚ νόμιμου τεκμηρίου περί συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, κατά ποσοστό 1/3, δεν ερευνώνται, εν προκειμένω, τα εισοδήματα κατά θετικό και αρνητικό τρόπο, που αποκόμισαν οι διάδικοι κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, οι οικογενειακές τους ανάγκες και η συνεισφορά εκάστου διαδίκου στον κοινό οικογενειακό οίκο και κατά πόσο αυτή υπερβαίνει το επιβαλλόμενο, από τις διατάξεις των άρθρων 1389 και 1390 του ΑΚ, μέτρο, αφού για το ποσοστό αυτό η ενάγουσα απαλλάσσεται από το βάρος απόδειξης (ΑΠ 1487/2000, ΕλλΔνη 42.679) και αρκεί μόνο η απόδειξη της επαύξησης της περιουσίας του αντιδίκου της (ΑΠ 1099/2008, ΝοΒ 40.871, ΕφΑθ 2414/2008, ΕλλΔνη 40.191, ΕφΑθ 7474/2005, ΕλλΔνη 37.848).
Κατόπιν των παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή της ενάγουσας έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και τα υποστηριζόμενα από τους λόγους έφεσης της ενάγουσας πρέπει να γίνουν δεκτά ως βάσιμα κατ’ ουσία. Μετά από αυτά πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση της εκκαλούσας ενάγουσας και δικαστεί αφού δικαστεί κατ’ ουσία η από 20.7.2016 και με αριθμό κατάθεσης .../2016 αγωγή της ενάγουσας, πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει στην ενάγουσα το 1/3 της αξίας της επαύξησης της περιουσίας του ήτοι το ποσό των [632.000 X 1/3=] 210.600 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Παρατηρήσεις
Χρόνος γέννησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα επί τριετούς διάστασης συζύγου. Εκποίηση ακινήτου από σύζυγο σε χρόνο μεταγενέστερο.
1. Η υπό σχολιασμό απόφαση αποτελεί αφετηρία για προβληματισμό σε σχέση με δύο ειδικότερα ζητήματα, τα οποία έχουν τύχη εκτεταμένης νομολογιακής αντιμετώπισης και θεωρητικής ανάλυσης, συνεχίζουν να απασχολούν όμως τον θεωρητικό του δικαίου και τον νομικό της πράξης, λόγω και της επιστημονικής τους περιπλοκότητας αλλά και της πρακτικής τους επαναληψιμότητας. Πρώτον, για τις προϋποθέσεις γέννησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, όταν ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί, αλλά οι σύζυγοι βρίσκονται απλώς σε διάσταση. Και δεύτερον, για την τύχη της σχετικής αξίωσης, όταν το κτηθέν περιουσιακό στοιχείο από τον σύζυγο του οποίου η περιουσία αυξήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου δεν σώζεται, είτε τη στιγμή της γέννησης της σχετικής αξίωσης είτε κατά τη συζήτηση του σχετικού ενδίκου βοηθήματος. Και, το δεύτερο αυτό σημείο γεννά έναν ακόμη προβληματισμό, όλως παρεπόμενο σε σχέση με το αντικείμενο της δικής στην υπό σχολιασμό απόφαση: το κατά πόσο τυχόν μεταβίβαση του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου, ενόσω ακόμη η σχετική αξίωση δεν έχει γεννηθεί, αρκεί για την θεμελίωση της βλάβης του συζύγου που συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, ώστε να δικαιολογείται η άσκηση αγωγής διάρρηξης της σχετικής δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης.
2. Ως προς τα πραγματικά περιστατικά της υπό σχολιασμό απόφασης, με την αρχική αγωγή η ενάγουσα εξέθετε ότι είχε τελέσει γάμο με τον εναγόμενο το έτος 1990, αλλά από τον Σεπτέμβριο 2004, ήτοι επί χρονικό διάστημα τριών και πλέον ετών μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (2016), ήταν σε διάσταση με τον εναγόμενο ενώ πριν την άσκηση αυτής, το έτος 2015, ο γάμος λύθηκε κατόπιν αποφάσεως του Αρείου Πάγου. Η αγωγή της ενάγουσας συζύγου με την οποία αξίωνε την απόδοση της συμμετοχής της στα αποκτήματα του συζύγου της, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, καθότι αποδείχθηκε ότι τη στιγμή της λύσης του γάμου, ο εναγόμενος είχε μεταβιβάσει το περιουσιακό στοιχείο στο οποίο κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς συγκεντρωνόταν η επαύξηση της περιουσίας του (και συγκεκριμένα, το έτος 2010) και έτσι δε σώζονταν ο πλουτισμός του.
3. Ωστόσο, το Εφετείο, αρχικά με αναβλητική απόφασή του, αφού δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη και διέταξε πραγματογνωμοσύνη για την αξία του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου, και κατόπιν επαναφοράς της υπόθεσης με κλήση, εκδόθηκε η σχολιαζόμενη απόφαση. Και τούτο, διότι κατά ορθή νομική κρίση, έγινε δεκτό ότι αξίωση γεννήθηκε από τη στιγμή που συμπληρώθηκε τριετία στη διάσταση των συζύγων, αφού ο νόμος μεταθέτει έως την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης την ίδια τη γέννηση του δικαιώματος. Στη προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, η γέννηση του δικαιώματος της ενάγουσας στη συμμετοχή της στα αποκτήματα του εναγομένου πρώην συζύγου της, κρίθηκε ότι συντελέστηκε κατά τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασής τους με τον εναγόμενο, ήτοι κατά τον Σεπτέμβριο του 2007 και πριν τη μεταβίβαση του αποκτήματος αυτού εκ μέρους του εναγομένου στη θυγατέρα του από το πρώτο γάμο, το έτος 2010.
4. Ως προς τις προϋποθέσεις γέννησης του δικαιώματος, που είναι το κύριο νομικό σημείο της υπό σχολιασμό απόφασης, τούτη επέρχεται ήδη τη στιγμή της τριετούς διάστασης των συζύγων. Κατά τα τις διατάξεις του άρθρου 1400 ΑΚ, προϋποθέσεις της αξίωσης του δικαιούχου συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, γ) η συμβολή με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή της περιουσίας του υπόχρεου κατά τη διάρκεια του γάμου και δ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου και της συμβολής του ενάγοντος δικαιούχου συζύγου[1].
5. Ο όρος «ανάλογη εφαρμογή» που χρησιμοποιείται στην προηγούμενη παράγραφο, δεν προκύπτει από το γράμμα του «μεταγλωττισμένου» Αστικού Κώδικα, το οποίο αναφέρει επί λέξει [1400 § 2 ΑΚ]: «Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια». Επισημαίνεται ορθώς ότι δεν πρόκειται για αναλογική, αλλά ανάλογη εφαρμογή, ο δε όρος «αναλογικά» που χρησιμοποιείται στο γράμμα του νόμου, πρόκειται για εσφαλμένη απόδοση της λέξεως «αναλόγως» του αρχικού κειμένου», το οποίο εμφιλοχώρησε κατά τη μεταγλώττιση[2].
6. Όπως γίνεται δεκτό[3], προϋπόθεση για τη γέννηση της αξίωσης, είναι η συμπλήρωση κάποιων από τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στο σημείο α. Κρίσιμος δηλαδή δεν είναι ο χρόνος επαύξησης της περιουσίας, αλλά ο χρόνος λύσης/ ακύρωσης του γάμου ή επέλευσης διάστασης για τρία έτη. Όπως αναφέρεται[4], είναι ένα από στοιχεία που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της αγωγής με την οποία επιδιώκεται η συμμετοχή του ενός συζύγου στην περιουσία που απέκτησε ο άλλος σύζυγος κατά τη διάρκεια του γάμου. Πριν από την επέλευση των χρονικών αυτών σημείων γέννησης της ίδιας της αξίωσης, δεν υπάρχει δικαίωμα συμμετοχής στα αποκτήματα του άλλου συζύγου, δεδομένου ότι ο νόμος μεταθέτει έως την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασης την ίδια τη γέννηση του δικαιώματος με συνακόλουθο αποτέλεσμα ο δικαιούχος σύζυγος, πριν τους ανωτέρω χρόνους, να έχει απλώς δικαίωμα προσδοκίας και γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν να εγερθεί προκαταβολικά από το μελλοντικό δικαιούχο η σχετική αγωγή για την επιδίκαση της εν λόγω απαιτήσεώς του, ή και την κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ αναγνώριση αυτής. Η συντέλεση των προϋποθέσεων αυτών αρκεί να έχει επέλθει μέχρι τη πρώτη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου[5].
7. Ως προς το έτερο ζήτημα, της δυνατότητας έγερσης αγωγής διάρρηξης μια μεταβίβασης, εξαιτίας της οποίας η αύξηση της περιουσίας του υποχρέου συζύγου δεν σώζεται, ως καταδολιευτικής, «αλγοριθμικά» πρέπει να λεχθούν τα εξής. Η έγερση αγωγής διάρρηξης κατά το άρθρο 939 ΑΚ, προϋποθέτει ότι αυτός που εγείρει την αγωγή διάρρηξης πρέπει να έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά το χρόνο που ο οφειλέτης επιχειρεί την απαλλοτρίωση. Τέτοια ιδιότητα λογίζεται ότι έχει φυσικά και ο φορέας ενοχικής απαιτήσεως, που τελεί υπό αναβλητική προθεσμία, δηλαδή όταν με τη δικαιοπραξία συμφωνήθηκε ότι τα αποτελέσματά της θα αρχίζουν από ορισμένο χρονικό σημείο (άρθρο 210 ΑΚ), γιατί η προθεσμία δεν εξαρτά τη γένεση του ενοχικού δικαιώματος από την πάροδο του χρόνου που ορίσθηκε, αλλά απλώς αναστέλλει την ενάσκησή του και τη μεταθέτει στον ορισθέντα μέλλοντα χρόνο. Πάντως η απαίτηση του δανειστή πρέπει να έχει γεννηθεί πριν από την απαλλοτρίωση, τούτο δε, προκύπτει κατά λογική αναγκαιότητα από το περιεχόμενο των άλλων προϋποθέσεων για τη διάρρηξη και ιδίως από το δόλο του οφειλέτη, που είναι αδιανόητος απέναντι σε δανειστές μεταγενέστερους από την απαλλοτρίωση, και τη βλάβη των δανειστών, αφού οι μεταγενέστεροι δανειστές δεν μπορούν να υπολογίζουν στα περιουσιακά στοιχεία που εξήλθαν ήδη από περιουσία του οφειλέτη και γι’ αυτό το δικαίωμα διάρρηξης δεν παρέχεται σε δανειστές των οποίων η αξίωση κατά του οφειλέτη γεννήθηκε μετά την απαλλοτρίωση[6]. Για τον ίδιο λόγο, δεν έχει δικαίωμα διάρρηξης αυτός που, κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, έχει απλή πιθανότητα κτήσεως δικαιώματος στο μέλλον, δηλαδή απλή προσδοκία κτήσεως δικαιώματος στο μέλλον, όπως είναι ο σύζυγος για τη συμμετοχή του στα αποκτήματα του άλλου συζύγου, ενόσω διαρκεί ο γάμος[7].
8. Συνεπώς, και στην υπό σχολιασμό περίπτωση, αν κατά τον κρίσιμο χρόνο της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας του εναγομένου προς τη θυγατέρα του δεν είχε συμπληρωθεί η τριετής διάσταση αυτού με την ενάγουσα, δεν θα μπορούσε νομίμως να εγείρει η τελευταία αγωγή διάρρηξης. Και τούτο, αφού η ίδια δεν θα είχε δικαίωμα, δεν θα ήταν «δανείστρια». Με άλλα λόγια, μη γεννημένης της αξίωσης περί συμμετοχής της στα αποκτήματα, η ενάγουσα δεν θα είχε αποκτήσει την ιδιότητα του δανειστή, αλλά θα είχε απλή προσδοκία κτήσεως μελλοντικού δικαιώματος. Κατά συνέπεια και κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη παράγραφο, τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά περί καταδολιευτικής δικαιοπραξίας επί σκοπώ ματαίωσης της μελλοντικής, αξίωσης της συμμετοχής της ενάγουσας στα αποκτήματα, και αληθή υποτιθέμενα, δεν θα ενέπιπταν στην εφαρμοστέα διάταξη του άρθρ. 939 ΑΚ, αν είχε επιλεγεί η νομική βάση της γέννησης της αξίωσης αυτής με την αμετάκλητη λύση του γάμου. Και αυτό, διότι θα έλειπε μια εκ των προϋποθέσεων της περί διάρρηξης αγωγής, ήτοι η υπάρχουσα και γεννημένη απαίτηση κατά τον χρόνο επιχείρησης της καταδολίευσης και, ως εκ τούτου, η αγωγή ορθώς θα είχε απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη. Όμως, μιας και επελέγη η θεμελίωση της αγωγής, κατά τα ιστορούμενα στο ιστορικό της υπό σχολιασμό απόφασης πραγματικά περιστατικά, στη συμπλήρωση της τριετούς διάστασης μεταξύ της ενάγουσας και του συζύγου της, ορθώς κρίθηκε νόμιμη η αγωγή της ενάγουσας, κατά παραδοχή της εφέσεως αυτής και εξαφάνισης της πρωτόδικης απόφασης.
9. Τέλος, ενδιαφέρον είναι το ζήτημα της δυνατότητας λήψης ασφαλιστικών μέτρων προς εξασφάλιση όχι της γεννημένης αλλά μελλοντικής αξίωσης αποκτημάτων. Ήτοι, εξασφάλισης της απαίτησης ενόσω είτε δεν έχει λυθεί ο γάμος είτε δεν έχει συμπληρωθεί η τριετής διάσταση. Για το ζήτημα αυτό έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, ιδίως μετά την προσθήκη στην ΚΠολΔ 682 § 1 εδ. β΄, με το ν. 4335/2015, σύμφωνα με την οποία ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν επιπλέον και για την εξασφάλιση μέλλουσας απαίτησης[8]. Ωστόσο, δεν παύουν να ελλείπουν επιφυλάξεις ως προς τη νομική βασιμότητα μιας τέτοιας αιτήσεως ιδίως υπό το πρίσμα πιθανής αξιολογικής αντινομίας που θα δημιουργείτο σε σχέση με τη δυνατότητα προληπτικής αγωγής κατά το άρθρο 69 ΚΠολΔ.
Ευάγγελος Ι. Μαργαρίτης
Δ.Ν., Δικηγόρος, PostDoc Αστικού Δικαίου Νομικής Αθηνών
[1] Διαμαντόπουλος, Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του υποχρέου ως προϋπόθεση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα. Η προβληματική από τη σκοπιά του δικονομικού δικαίου, ΕλλΔνη 1993.504· Αστ. Γεωργιάδης, Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα επί διαστάσεως των συζύγων (ΑΚ 1400 § 2), Αρμ 49.573· ο ίδιος, Η διάσταση των συζύγων και το διαζύγιο από άποψη κληρονομικού δικαίου, ΧρΙΔ 2013.3.
[2] Ιω. Σπυριδάκης, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1548/2022. Αναλογική και ανάλογη εφαρμογή. Παραίτηση από αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα ενόψει συναινετικού διαζυγίου, ΕφΑΔΠολΔ 2024.482/483, όπου και ανάλυση της διαφοράς μεταξύ «αναλογίας ή αναλογικής εφαρμογής» και «ανάλογης εφαρμογής».
[3] Απ. Γεωργιάδης, Οικογενειακό Δίκαιο, 3η εκδ. 2022· Α. Κοτζάμπαση, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, 3η εκδ. 2023, σελ. 109· Παπαδάκης, Αξίωση Συμμετοχής στα Αποκτήματα, 2η. εκδ. 2017, σελ. 97.
[4] Ενδεικτικά, ΜΠρΘεσ 3572/2023, ΕλλΔνη 2024.844, με παρατηρήσεις Κατρά (βλ. αναφορά του τελευταίου: «…Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας μελλοντικής απαίτησης είναι εκείνη της συμμετοχής στα αποκτήματα μετά την έγερση αγωγής διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή της έναρξης διάστασης των συζύγων, αλλά πριν από την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση διετούς διάστασης…», σημείο 3.2.
[5] Πρβλ. όμως την ενδιαφέρουσα θέση του Γ. Λέκκα, ΝοΒ 2011.269-272 που υποστηρίζει πως χρόνος γέννησης της αξίωσης είναι αυτός, κατά τον οποίο συντελείται η περιουσιακή επαύξηση του ενός συζύγου με τη συμβολή του άλλου. Το ίδιο και εις Ζητήματα από τον υπολογισμό της αύξησης της περιουσίας κατά το άρθρο 1400 ΑΚ Ιδίως ο χρόνος γέννησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, στα Πρακτικά 2ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Εταιρίας Οικογενειακού Δικαίου, Ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων μετά το διαζύγιο, σελ. 9 επ., ιδίως σελ. 13, που υποστηρίζει με αξιόλογα επιχειρήματα ιστορικής ερμηνείας, συστηματικής/ τελεολογικής φύσης εκ της καταγωγής της αξίωσης αυτής ως ειδικότερης έκφανσης της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ότι αξίωση γεννιέται πριν από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασης, ήδη κατά τον χρόνο της χωρίς νόμιμη αιτία αύξησης της περιουσίας του ενός συζύγου με τη συμβολή του άλλου συζύγου. Δέχεται όμως σε κάθε περίπτωση ότι, ό.π. σελ. 13, η υποχρέωση για απόδοση του ενός συζύγου αποσβήνεται, εφόσον το μέρος της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη συμβολή του άλλου συζύγου, δεν σώζεται κατά τον χρόνο της λύσης ή της ακύρωσης του γάμου.
[7] Π. Νικολόπουλο, Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα των συζύγων, 1993, σελ. 42· Παπαδοπούλου, εις ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 1400-1402 παρ. 32· Ε. Κουνουγέρη- Μανωλεδάκη, ΕλλΔνη 29.1322-1323.
[8] Θετικός ο Απ. Γεωργιάδης, Οικογενειακό Δίκαιο, 3η έκδ., 2022, § 13, σ. 237-238, υποσ. 37. Βλ. και την κριτική του Γ. Διαμαντόπουλου, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο και Νομολογιακό Γίγνεσθαι, 2019, § 15, σ. 399 «…Με άλλα λόγια, εφόσον παρέχεται το μείζον (εγγραφή υποθήκης με νόμιμο τίτλο την αξίωση εκ του νόμου με μόνη την άσκηση της αγωγής), το παράδειγμα της αιτιολογικής έκθεσης δεν κρίνεται αντιπροσωπευτικό και επιτυχές…». Βλ. και την κριτική του Κατρά, ό.π., που καταλήγει: «…Επομένως, εφόσον δεν μπορεί να υπολογισθεί η τελική περιουσία πριν από τα παραπάνω χρονικά σημεία, δεν μπορεί να υπολογισθεί ούτε και η ύπαρξή της, αφού μπορεί κατά τα παραπάνω κρίσιμα χρονικά σημεία, η υπάρχουσα μέχρι τότε αυξημένη περιουσία μπορεί να μην υπάρχει. Έτσι, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να ληφθούν μόνον υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 1402 ΑΚ κι όχι με βάση τα άρθρα 682 επ. του ΚΠολΔ, όπως εννοεί η Αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015…». Πρβλ. και Μάρθα Χατζηαντωνίου, Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα και οι προϋποθέσεις παροχής ασφάλειας κατ’ άρθρο 1402 ΑΚ και προστασίας της αξίωσης του άρθρου 1400 ΑΚ με λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΜΠρΑθ 8989/2011 (αδημ.), ΕφΑΔΠολΔ, 1/2013, σελ. 23-26, για την αναλυτική παρουσίαση των αντίθετων απόψεων.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα