Top

Δίκαιο της Κοινωνικής Ασφάλισης, 2 (2023)


ΜΔΕφΑθ 1138/2023 - σχόλιο: Α. Στεργίου

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΜΔΕφΑθ 1138/2023

Πρόεδρος: Ε.-Μ. Λούστα
Δικηγόροι: Δ. Τσακίρης – Χ. Παναγιωτόπουλος

Εργατικό ατύχημα ελεύθερου επαγγελματία (ΟΑΕΕ) - Σε περίπτωση πρόσκαιρης ανικανότητας για την άσκηση του επαγγέλματος που οφείλεται σε βίαιο συμβάν που επήλθε μετά την εγγραφή του ασφαλισμένου στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ, κατά την άσκηση του επαγγέλματος ή εξ αφορμής αυτού (εργατικό ατύχημα), καταβάλλεται στον παθόντα χρηματικό επίδομα, ανεξάρτητα εάν η επιχείρηση του ασφαλισμένου εξακολουθεί να λειτουργεί - Προϋπόθεση να είναι ταμειακά ενήμερος κατά την ημέρα του ατυχήματος ο ασφαλισμένος.

2. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2676/1999 «Οργανωτική και λειτουργική αναδιάρθρωση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 1) συστάθηκε, ως ΝΠΔΔ, ο ΟΑΕΕ, στην ασφάλιση του οποίου υπάγονται υποχρεωτικά πρόσωπα που ασκούν επάγγελμα υπαγόμενο, μεταξύ άλλων, και στην ασφάλιση του (πρώην) Ταμείου Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος (ΤΕΒΕ - άρθρο 3 παρ. 1). Επιπροσθέτως, στο άρθρο 10 παρ. 5 του ίδιου νόμου ορίσθηκε ότι: «Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που εκδίδεται εντός έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, μετά από γνώμη του ΔΣ, του ΟΑΕΕ, εγκρίνεται Κανονισμός Παροχών Ασθενείας σε είδος και σε χρήμα. Με τον Κανονισμό καθορίζεται η έκταση και το ύψος των παροχών ασθενείας, ο τρόπος και η διαδικασία χορήγησής τους, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια». Κατ’ εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης, εκδόθηκε η 35/1385/1999 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων «Έγκριση του Κανονισμού του Κλάδου Υγείας του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ)» (Β΄ 1814), στο άρθρο 19 της οποίας ορίσθηκε ότι: «1. Σε περίπτωση πρόσκαιρης ανικανότητας για την άσκηση του επαγγέλματος που οφείλεται σε βίαιο συμβάν που επήλθε μετά την εγγραφή του ασφαλισμένου στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ, κατά την άσκηση του επαγγέλματος ή εξ αφορμής αυτού (εργατικό ατύχημα), καταβάλλεται στον παθόντα χρηματικό επίδομα, ανεξάρτητα εάν η επιχείρηση του ασφαλισμένου εξακολουθεί να λειτουργεί. 2. Για τη λήψη του επιδόματος, η διάρκεια της ανικανότητας πρέπει να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες, σύμφωνα με απόφαση της υγειονομικής επιτροπής. 3. Για τη θεμελίωση του δικαιώματος επιδόματος εργατικού ατυχήματος θα πρέπει το ατύχημα ν’ αναγγελθεί στην αρμόδια υπηρεσία του ΟΑΕΕ μέσα σ’ ένα μήνα (1) από την ημέρα που έλαβε χώρα. Η αναγγελία γίνεται γραπτά και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία του ασφαλισμένου, το ασκούμενο επάγγελμα και τις ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε τούτο, τις πρώτες βοήθειες που παρασχέθηκαν, τον τόπο που μεταφέρθηκε ο παθών, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του ιατρού που κλήθηκε, των μαρτύρων και κάθε άλλο κρίσιμο στοιχείο. Αρμόδια υπηρεσία για την έρευνα και εξακρίβωση των συνθηκών που έγινε το ατύχημα και τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης είναι το Τμήμα ή Γραφείο στο οποίο υπάγεται ο ασφαλισμένος… 4. Το επίδομα εργατικού ατυχήματος καταβάλλεται για όσο χρόνο ο παθών κρίνεται ανίκανος από την υγειονομική επιτροπή να ασκήσει το επάγγελμά του και μέχρι τέσσερις (4) μήνες κατ’ ανώτατο όριο. Το ποσό του μηνιαίου επιδόματος ανέρχεται στο τριπλάσιο της μηνιαίας εισφοράς του κλάδου ή των κλάδων στους οποίους είναι ασφαλισμένος αυτός που υπέστη το ατύχημα κατά την ημέρα του ατυχήματος. Η καταβολή του επιδόματος δεν αναστέλλει την ασφάλιση του παθόντος στον ΟΑΕΕ. 5. Στους παθόντες εργατικό ατύχημα, οι παροχές του κλάδου υγείας χορηγούνται ανεξάρτητα από τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων της παρ. 1 του άρθρου 6 του παρόντος. Το επίδομα της παρ. 1 του άρθρου 19 χορηγείται εφόσον ο ασφαλισμένος είναι ταμειακά ενήμερος» [όπως η παρ. 5 προστέθηκε με την παρ. 2 της ΥΑ Φ.35/1548/2001 (Β΄ 1561) και αντικαταστάθηκε ως άνω με την ΥΑ Φ.40035/12249/1486 (Β΄ 1450/17.6.2011)]. Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 53 επ. του ν. 3863/2010 (Α΄ 115) θεσπίστηκαν ρυθμίσεις που προέβλεπαν τη δυνατότητα εξόφλησης σε δόσεις των καθυστερούμενων ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών εισφορών, μετά των πρόσθετων τελών και επιβαρύνσεων, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη. Σχετικές ρυθμίσεις, ήτοι περί διακανονισμού εξόφλησης των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών (με αναστολή λήψης αναγκαστικών και λοιπών μέτρων είσπραξης κατά των οφειλετών των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι είτε είχαν εκπέσει της ρύθμισης οφειλών του ν. 3863/2010 ή αντίστοιχων προηγούμενων ρυθμίσεων, είτε δεν είχαν υπαχθεί σε αυτές) προβλέφθηκαν και παρατάθηκαν, κατά περίπτωση, με τα άρθρα 48 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66), 20 του ν. 4019/2011 (Α΄ 16), 21 του ν. 4038/2012 (Α΄ 14) και 35 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18), καθώς και στην παράγραφο ΙΑ του ν. 4152/2013 (Α΄ 107, όπως αναδιατυπώθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4180/2013, Α΄ 182). Ακόμη, στο άρθρο 58 παρ. 1 του ν. 3863/2010 ορίσθηκε ότι: «Στους οφειλέτες που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση και τηρούν τους όρους της ρύθμισης αυτής χορηγείται βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας διάρκειας ενός (1) μηνός υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση τηρείται έναντι όλων των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης στους οποίους υπάγεται το προσωπικό των επιχειρήσεων ή ο αυτοαπασχολούμενος» και στο άρθρο 48 παρ. 6 του ν. 3943/2011 ότι: «Στους οφειλέτες που υπάγονται στον παρόντα διακανονισμό και τηρούν τους όρους του χορηγείται βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας διάρκειας δύο (2) μηνών, υπό την προϋπόθεση ότι ο διακανονισμός τηρείται έναντι όλων των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης στους οποίους υπάγεται το προσωπικό των επιχειρήσεων ή ο αυτοαπασχολούμενος...».

3. Επειδή, εξάλλου, το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι: «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, υπό την έννοια ότι πρέπει να προσδιορίζει καθ’ ύλην το αντικείμενό της, δηλαδή να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, ανεξαρτήτως δηλαδή αν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος ο αριθμός των περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς, βάσει της συγκεκριμένης νομοθετικής εξουσιοδότησης [βλ. ΟλΣτΕ 1804/2017, 2090/2015, 3013/2014 κ.ά.]. Εξάλλου, ως «ειδικότερα θέματα», για τη ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται η παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά επί πλέον και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο όμως πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα [βλ. ­ΟλΣτΕ 1804/2017, 1749/2016, 148-150/2015 κ.ά.].

4. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από την επανεξέταση των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την …/2.5.2013 αίτηση που υπέβαλε προς το Περιφερειακό Τμήμα Ν. Ε. του ΟΑΕΕ ο εκκαλών, ασφαλισμένος του ΟΑΕΕ (ΑΜ …), ζήτησε να λάβει αποζημίωση λόγω εργατικού ατυχήματος, ποσού 3.500,00 ευρώ, το οποίο ανέφερε ότι υπέστη στις 8.4.2013. Με την …/10.9.2013 απόφαση της Προϊσταμένης του ανωτέρω Περιφερειακού Τμήματος, απορρίφθηκε η παραπάνω αίτηση του εκκαλούντος, με την αιτιολογία ότι εκείνος δεν ήταν ταμειακά ενήμερος κατά την ημέρα του ατυχήματος, όπως απαιτούνταν σχετικά [άρθρο 19 παρ. 5 εδ. β΄ της ως άνω υπουργικής απόφασης]. Συγκεκριμένα, ο εκκαλών όφειλε στον ΟΑΕΕ συνολικό ποσό 9.864,24 ευρώ, τρεις (3) δε ημέρες μετά το προαναφερόμενο ατύχημα, ήτοι στις 11.4.2013, υπέβαλε αίτηση υπαγωγής στο καθεστώς προσωρινού διακανονισμού του ν. 3943/2011, καταβάλλοντας μόνο 1.234,44 ευρώ (150 ευρώ/μήνα), η δε ρύθμιση αυτή ίσχυσε μέχρι τις 31.12.2013 χωρίς να δοθεί παράταση, με αποτέλεσμα να οφείλει 8.629,80 ευρώ (βλ. το …/28.2.2014 έγγραφο της Προϊσταμένης της Περιφερειακής Διεύθυνσης του ΟΑΕΕ Ανατολικής Αττικής). Κατά της ανωτέρω, δυσμενούς για τον ίδιον απορριπτικής απόφασης, ο εκκαλών άσκησε ενώπιον της ΤΔΕ Ανατολικής Αττικής του ΟΑΕΕ την …/10.9.2013 εμπρόθεσμη ένστασή του, η οποία έγινε δεκτή με την …/27.1.2014 απόφαση της Επιτροπής. Με τη με ημερομηνία κατάθεσης 24.3.2014 προσφυγή του ο ΟΑΕΕ ζήτησε την ακύρωση της παραπάνω απόφασης της ΤΔΕ, προβάλλοντας ότι αυτή έσφαλε, υπό την έννοια ότι έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις, διότι ο εκκαλών, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το εργατικό του ατύχημα (8.4.2013), δεν ήταν ταμειακά ενήμερος, αλλά τρεις (3) ημέρες μετά από αυτό αιτήθηκε την υπαγωγή του σε καθεστώς διακανονισμού, καταβάλλοντας την πρώτη δόση στις 11.4.2013, χωρίς και πάλι να εξοφλήσει το συνολικά οφειλόμενο εκ μέρους του ποσό, ή να ζητήσει την εκ νέου παράταση της ρύθμισης. Αντιθέτως ο εκκαλών, με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του, ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής, παραδεχόμενος μεν ότι όφειλε στον ΟΑΕΕ «ορισμένο ποσό», όπως αναφέρει επί λέξει (σελ. 3 του υπομνήματός του, στίχοι 1-5 από το τέλος), αλλά κατέβαλε τις τρέχουσες εισφορές του και μόνο από λανθασμένη πληροφόρηση εκ μέρους οργάνων του Οργανισμού υπήχθη τρεις (3) ημέρες αργότερα σε καθεστώς ρύθμισης, αντιτείνοντας ωστόσο, μεταξύ άλλων, ότι η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 του ν. 2676/1999 δεν καλύπτει την προϋπόθεση της ταμειακής ενημερότητας, που έθεσε η 35/1385/1999 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων στο άρθρο 19 παρ. 5 εδ. β΄ και, επομένως, η πρόσθετη αυτή προϋπόθεση κείται εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης. Με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτή η προσφυγή του ΟΑΕΕ και ακυρώθηκε η …/27.1.2014 απόφαση της ΤΔΕ Ανατολικής Αττικής του Οργανισμού. Ήδη με τη κρινόμενη έφεση, ο εκκαλών ζητά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης ως εσφαλμένης, προβάλλοντας αφενός ότι δικαιούται την ένδικη αποζημίωση, αφετέρου ότι η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 του ν. 2676/1999 δεν καλύπτει την προϋπόθεση της ταμειακής ενημερότητας, που έθεσε η 35/1385/1999 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων στο άρθρο 19 παρ. 5 εδ. β΄ και, επομένως, η πρόσθετη αυτή προϋπόθεση κείται εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης.

5. Επειδή, με βάση τις συνταγματικές διατάξεις που παρατέθηκαν και ερμηνεύθηκαν στην 3η σκέψη της παρούσας, η προαναφερόμενη εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 του ν. 2676/1999, ανεξαρτήτως του εύρους της, δεν είναι γενική και αόριστη ένεκα του ότι δεν προβλέπει ονομαστικά την ταμειακή ενημερότητα, ως προϋπόθεση για τη χορήγηση αποζημίωσης λόγω εργατικού ατυχήματος, καθότι ρητά αναφέρει ότι «με τον Κανονισμό καθορίζεται η έκταση και το ύψος των παροχών ασθενείας, ο τρόπος και η διαδικασία χορήγησής τους, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια» και, επομένως, παρίσταται ειδική και ορισμένη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος. Περαιτέρω, το θέμα για το οποίο παρέχεται η ως άνω εξουσιοδότηση, ήτοι ο τρόπος, η διαδικασία χορήγησης των παροχών ασθενείας «και κάθε άλλη λεπτομέρεια» αποτελούν ειδικότερα θέματα τα οποία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος, μπορούν να ανατεθούν σε άλλο, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανο της Διοίκησης δεδομένου ότι η ουσιαστική ρύθμιση του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, δηλαδή ο τρόπος και η διαδικασία χορήγησης των εν λόγω παροχών, σε συνδυασμό με τις προϋποθέσεις που συνδέονται συναφώς, προβλέπονται να παρασχεθούν με νομοθετική εξουσιοδότηση, ο δε καθορισμός αυτών αποτελεί ειδικότερη ρύθμιση. Συνεπώς, η ως άνω εξουσιοδότηση είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 2151/2017 7μ.), απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου της έφεσης.

6. Επειδή, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το εργατικό ατύχημα (8.4.2013) του εκκαλούντος, αυτός δεν ήταν ταμειακά ενήμερος, ακόμη δε και μετά την υπαγωγή του σε καθεστώς διακανονισμού, αυτός δεν εξόφλησε τις οφειλόμενες εισφορές του, ούτε αιτήθηκε νέας ρύθμισης χρεών, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτός δεν δικαιούται, κατ’ άρθρο 19 παρ. 5 εδ. β΄ της 35/1385/1999 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλί­σεων, να λάβει την ένδικη αποζημίωση λόγω εργατικού ατυχήματος. Επομένως, ορθώς αποφάνθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, ακυρώνοντας την .../27.1.2014 απόφαση της ΤΔΕ, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων.

Παρατηρήσεις

του Άγγελου Στεργίου

Καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Εργατικό ατύχημα ελευθέρων επαγγελματιών (ΟΑΕΕ)

Το ελληνικό σύστημα έχει υιοθετήσει για τους μισθωτούς ένα δυαδικό αποζημιωτικό σύστημα που διακρίνει τις ανικανότητες επαγγελματικής προέλευσης από τις λοιπές αναπηρίες. Μάλιστα, στις πρώτες επιφυλάσσει μια προνομιούχο μεταχείριση (υψηλότερες παροχές, χορήγηση άνευ προϋποθέσεων χρόνου ασφάλισης). Η προνομιακή κάλυψη του εργατικού ατυχήματος αποδίδεται στον κοινωνικό χαρακτήρα του θεσμού. Το ΣτΕ (Ολ. 2290/2015, σκ. 7) με σαφήνεια έχει ταχθεί υπέρ του κοινωνικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης. Μία από τις ενδείξεις κοινωνικής αλληλεγγύης του θεσμού, κατά το Ανώτατο Ακυρωτικό, είναι η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών. Κατά το σκεπτικό της απόφασης, «Μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, εκδηλώνεται –όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας– η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα, δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΟλΣτΕ 3487/2008 κ.ά.), επιτρέπονται, δε, η θέσπιση ανώτατου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος».

Κι ενώ για τους μισθωτούς η απροϋπόθετη και προνομιακή κάλυψη του εργατικού ατυχήματος αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του κοινωνικού χαρακτήρα του θεσμού, για τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους ισχύει μια υποδεέστερη προστασία, αντίθετη στο άρθρο 22 παρ. 5 Συντ/τος. Τα ταμεία αυτοαπασχολουμένων δεν αναγνωρίζουν συνήθως το εργατικό ατύχημα κι όταν το καλύπτουν, το κάνουν με υποδεέστερους όρους.

Με τη διοικητική και ουσιαστική ενοποίηση του συστήματος θα πρέπει να υπάρξει μια ισοδύναμη επέκταση της προστασίας κατά του εργατικού ατυχήματος και στους ελεύθερους επαγγελματίες. Το κοινό σημείο όλων των κατηγοριών (ομοειδών και μη) ασφαλισμένων είναι ο σκοπός του φορέα –η ισότιμη υλοποίηση του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση. Όλοι αντιμετωπίζουν την ίδια οικονομική ανασφάλεια κατά τα γηρατειά, καθώς και κατά τους λοιπούς κινδύνους. Άρα, όλοι πρέπει να μετέχουν της απόλαυσης του κοινωνικού δικαιώματος στον ίδιο βαθμό. Δεν υπάρχουν, κατά το στάδιο συνταξιοδότησης, λόγοι διαφοροποίησης προς τα άνω ή προς τα κάτω.

Όπως το επισήμανε η ΟλΣτΕ (1882/2019, σκ. 10), «κάθε επαγγελματική κατηγορία…, μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες, αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο απώλειας του εισοδήματος από την εργασία ή το επάγγελμα λόγω γήρατος, ασθένειας, αναπηρίας και θανάτου». Ελεύθεροι επαγγελματίες και μισθωτοί κινδυνεύουν στον ίδιο βαθμό από την επέλευση των κινδύνων. Δεν αποτελεί δικαιολογητικό λόγο η ιστορική κληρονομιά του παρελθόντος. Η κοινωνική ασφάλιση επινοήθηκε για τους μισθωτούς (κοινωνικό ζήτημα) και επεκτάθηκε στη συνέχεια σε όλους. Όπως η διαφορετικότητα δεν πρέπει να συνεπάγεται μια υποδεέ­στερη προστασία –περίπτωση αυτοαπασχολουμένων που δεν είχαν μέχρι πρότινος πρόσβαση σε όλες τις μορφές προστασίας (λ.χ. επιδότηση ανεργίας)[1]– έτσι δεν πρέπει να σημαίνει και αντίστροφα μια προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τους λοιπούς. Η διαφορετικότητα των συνθηκών απασχόλησης –και κάθε επάγγελμα έχει τις ιδιαιτερότητές του– δεν σημαίνει από μόνη της και διαφορετική ασφαλιστική μεταχείριση.

Προς την ανωτέρω κατεύθυνση, η αρχή 12 του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων (2017) προβλέπει την πρόσβαση σε μια επαρκή προστασία για μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους. Ανεξάρτητα από το είδος και τη διάρκεια της σχέσης απασχόλησης, οι εργαζόμενοι και, υπό συγκρίσιμες συνθήκες, οι αυτοαπασχολούμενοι έχουν δικαίωμα σε επαρκή κοινωνική προστασία. Η αρχή συγκεκριμενοποιήθηκε με τη Σύσταση Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την πρόσβαση στην κοινωνική προστασία για τους εργαζόμενους και τους αυτοαπασχολούμενους. Το άρθρο 9 της Σύστασης προβλέπει ότι οι κανόνες που διέπουν εισφορές και δικαιώματα (παροχές) δεν θα πρέπει να αποτρέπουν τα άτομα από το να έχουν πρόσβαση σε παροχές λόγω του είδους της σχέσης εργασίας ή του εργασιακού καθεστώτος. Με άλλα λόγια, το είδος της σχέσης δεν θα πρέπει να ασκεί επιρροή σε επίπεδο ασφαλιστικής προστασίας μέσα στο πλαίσιο των ενιαίων ρυθμίσεων.

Δεν απουσιάζει, ωστόσο, από κάποια ταμεία ελευθέρων επαγγελματιών και αυτοαπασχολουμένων η μερική (λόγω πρόσκαιρης ανικανότητας) αναγνώριση του εργατικού ατυχήματος (άρθρο 7 παρ. 3 π.δ. 116/1988 για ΤΕΒΕ, Φ. 34α/169/29.5.1998 για ΟΓΑ), δηλαδή του ατυχήματος που τελεί προς το επάγγελμα αμέσως ή εμμέσως σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος (ΔΠρΑθ 13016/2019, ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση του ΟΑΕΕ, κατά το άρθρο 10 παρ. 5 του ν. 2676/1999, ορίσθηκε ότι: «Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που εκδίδεται εντός έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, μετά από γνώμη του ΔΣ, του ΟΑΕΕ, εγκρίνεται Κανονισμός Παροχών Ασθενείας σε είδος και σε χρήμα. Με τον Κανονισμό καθορίζεται η έκταση και το ύψος των παροχών ασθενείας, ο τρόπος και η διαδικασία χορήγησής τους, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια». Κατ’ εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης, εκδόθηκε η 35/1385/1999 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων «Έγκριση του Κανονισμού του Κλάδου Υγείας του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ)», στο άρθρο 19 της οποίας ορίσθηκε ότι: «1. Σε περίπτωση πρόσκαιρης ανικανότητας για την άσκηση του επαγγέλματος που οφείλεται σε βίαιο συμβάν που επήλθε μετά την εγγραφή του ασφαλισμένου στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ, κατά την άσκηση του επαγγέλματος ή εξ αφορμής αυτού (εργατικό ατύχημα), καταβάλλεται στον παθόντα χρηματικό επίδομα, ανεξάρτητα εάν η επιχείρηση του ασφαλισμένου εξακολουθεί να λειτουργεί». Το προβλεπόμενο με τις ανωτέρω διατάξεις επίδομα εργατικού ατυχήματος αποτελεί παροχή ασθένειας σε χρήμα, η αρμοδιότητα χορήγησης της οποίας δεν έχει μεταφερθεί στον ΕΟΠΥΥ (ΣτΕ 932/2019).

Για τη θεμελίωση του δικαιώματος επιδόματος εργατικού ατυχήματος θα πρέπει το ατύχημα ν’ αναγγελθεί στην αρμόδια υπηρεσία του ΟΑΕΕ μέσα σ’ ένα μήνα (1) από την ημέρα που έλαβε χώρα, προκειμένου η αρμόδια υπηρεσία να είναι σε θέση να εξακριβώσει τις συνθήκες του βίαιου συμβάντος. Λόγω απουσίας εργοδότη, τη δήλωση αναγγελίας του ατυχήματος υποβάλλει ο ίδιος ο ασφαλισμένος. Η αναγγελία γίνεται γραπτά και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία του ασφαλισμένου, το ασκούμενο επάγγελμα και τις ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε τούτο, τις πρώτες βοήθειες που παρασχέθηκαν, τον τόπο που μεταφέρθηκε ο παθών, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του ιατρού που κλήθηκε, των μαρτύρων και κάθε άλλο κρίσιμο στοιχείο. Η προθεσμία κάμπτεται μόνο για λόγους ανωτέρας βίας, λόγος ο οποίος δεν συνέτρεξε στο πρόσωπο του καθ’ ου για να προέβαινε ο ίδιος ή μέσω άλλου προσώπου στη δήλωση[2]. Συχνά, η αυστηρή προσήλωση σε μια τυπική προϋπόθεση, όπως η αναγγελία, θέτει εκποδών όλο το μηχανισμό προστασίας. Μια τέτοια περίπτωση η ΣτΕ 1070/2011, κατά την οποία οι προθεσμίες για αναγγελία ατυχήματος, είτε εργατικού είτε εκτός εργασίας, είναι αποκλειστικές και δηλώσεις που υποβάλλονται εκπρόθεσμα είναι απαράδεκτες. Δεν αιτιολογείται για ποιο λόγο η θλίψη της ασφαλισμένης για την απώλεια του γιου της, η άγνοιά της για την υποχρέωσή της να υποβάλει τη δήλωση εντός προθεσμίας και η ανάληψη ανατροφής της μικρής εγγονής της, δεν συνιστούσαν εύλογη αιτία που καθιστούσε αδύνατη την εμπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης του ατυχήματος.

Με την ανωτέρω προβλεπόμενη παροχή αντιμετωπίζεται η πρόσκαιρη ανικανότητα του ασφαλισμένου να ασκεί το επάγγελμά του. Ειδικότερα, για τη λήψη του επιδόματος, η διάρκεια της ανικανότητας πρέπει να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες, σύμφωνα με απόφαση της υγειονομικής επιτροπής. Η χορήγηση αναρρωτικής άδειας δεν αποτελεί προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό του ατυχήματος ως εργατικού (ΔΠρΑθ 13016/2019, ΝΟΜΟΣ). Το επίδομα εργατικού ατυχήματος καταβάλλεται για όσο χρόνο ο παθών κρίνεται ανίκανος από την υγειονομική επιτροπή να ασκήσει το επάγγελμά του και μέχρι τέσσερις (4) μήνες κατ’ ανώτατο όριο. Το ποσό ανέρχεται στο τριπλάσιο της μηνιαίας εισφοράς του κλάδου ή των κλάδων στους οποίους είναι ασφαλισμένος αυτός που υπέστη το ατύχημα κατά την ημέρα του ατυχήματος. Εξάλλου, η καταβολή του επιδόματος δεν αναστέλλει την ασφάλιση του παθόντος στον ΟΑΕΕ.

Γενικά, στο εργατικό ατύχημα των μισθωτών δεν απαιτείται προηγούμενος χρόνος εργασίας/ασφάλισης και κατ’ επέκταση καταβολής εισφορών. Αρκεί το βίαιο συμβάν, κατά την άσκηση του επαγγέλματος ή εξ αφορμής αυτού (εργατικό ατύχημα) και το γεγονός ότι η εργασία ήταν υπακτέα στην ασφάλιση μισθωτών. Ως προς το τελευταίο, η ΣτΕ 1291/2015 δέχθηκε ορθώς (ΕΔΚΑ 2015, σελ. 807, ΣτΕ 1291/2015) ότι, για το χαρακτηρισμό ατυχήματος ως εργατικού, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κατά το χρόνο επέλευσης αυτού υπαγωγή του παθόντος, κατά νόμον, στην ασφάλιση του ΙΚΑ. Με άλλα λόγια, και ο ανασφάλιστος μισθωτός, θύμα του ατυχήματος, καλύπτεται από τις οικείες διατάξεις, εφόσον παρέχει εξαρτημένη εργασία.

Κατ’ αρχάς, στην περίπτωση του ΟΑΕΕ, η προϋπόθεση της προηγούμενης καταβολής εισφορών δεν τίθεται από τον ίδιο το νόμο (2676/1999). Ο νόμος κάνει λόγο μόνο για το χρονικό σημείο έναρξης της κάλυψης και συγκεκριμένα το ατύχημα θα πρέπει να επήλθε μετά την εγγραφή του ασφαλισμένου στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ –όχι μετά την απόκτηση ασφαλιστικής ικανότητας κατά το άρθρο 6 του Κανονισμού. Κι αυτό γιατί διαφορετικά ο καθένας θα μπορούσε να μεθοδεύσει την αποζημίωσή του από το φορέα. Ωστόσο, κατά το άρθρο 19 παρ. 5 του Κανονισμού του Κλάδου Υγείας του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών, το επίδομα εργατικού ατυχήματος χορηγείται μόνον εφόσον ο ασφαλισμένος είναι ταμειακά ενήμερος. Με άλλα λόγια, τίθεται ως προϋπόθεση η προηγούμενη καταβολή των εισφορών –σε σχέση με την οποία κρίνεται αν είναι ταμειακά ενήμερος– κι όχι η απλή εγγραφή. Εδώ, εντοπίζεται ένα σημείο διαφοροποίησης από την ασφάλιση μισθωτών, που αποτέλεσε και το αντικείμενο της ένδικης απόφασης.

Νομίζουμε ότι, πρώτον, η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. β΄ της 35/1385/1999 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κείται σαφώς εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης, όπως ισχυρίστηκε ο προσφεύγων. Δεύτερον, δεν συνάδει η απαίτηση αυτή με την επιβαλλόμενη από το άρθρο 22 παρ. 5 Συντ/τος εξομοίωση των ελευθέρων επαγγελματιών με τους μισθωτούς. Πιο ορθά, από τον Κανονισμό προβλέπεται ότι στους παθόντες εργατικό ατύχημα οι παροχές του κλάδου υγείας χορηγούνται ανεξάρτητα από τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων της παρ. 1 του άρθρου 6 του Κανονισμού.



[1] Βλ. Ά. Στεργίου, Αυτοαπασχολούμενος και μισθωτός στην κοινωνική ασφάλιση, 2005, σελ. 18 επ.

[2] Βλ. ΔΠρΡοδ 202/2021. Μη οριστικές αποφάσεις της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής. Τέτοιες θεωρούνται όσες περιορίζονται σε οριστική επίλυση ζητημάτων του παραδεκτού της ένστασης ενώπιόν της (και όχι της αίτησης-δήλωσης ατυχήματος) και αναπέμπουν την υπόθεση κατά το ουσιαστικό της σκέλος στο αρμόδιο όργανο.