Top

Αναζήτηση


Επιθεώρηση Ακινήτων
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
1
Έτος
2024
 
Περισσότερα »

Επιθεώρηση Ακινήτων, 1 (2024)


ΠΠρΧίου 31/2023 (τακτική διαδικασία)

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΠΠρΧίου 31/2023 (τακτική διαδικασία)

Πρόεδρος: Ε. Μερκούρης, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Εισηγητής: Χ.-Ι. Χατζηδημητρίου, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Σ. Πειραντάκου, Ν. Κουμή, Γ. Σαπλαούρας

Νομικές διατάξεις: άρθρα 3, 180, 1710, 1712, 1718, 1721 § 1 εδ. α΄, 1777, 1814, 1820 AK, 14, 18, 30 § 1, 68, 70, 96, 98 περ. β΄, 176, 215 § 2, 220, 254 §§ 2, 3, 237 επ., 336 §§ 3, 4, 339, 387, 390, 395, 432, 443, 463, 518 § 2 ΚΠολΔ, 3 §§ 1, 2, 6 § 1 ν. 4640/2019, 116 § 1 περ. β΄ ν. 4842/2021

Προϋποθέσεις εγκυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης· απαιτείται η καθ’ ολοκληρίαν γραφή της ιδιόγραφης διαθήκης από το χέρι του διαθέτη, η δε υπογραφή του αρκεί, επί πολυσέλιδης διαθήκης με ενιαίο κείμενο, να τεθεί στο τέλος του τελευταίου φύλλου. Αρνητική αναγνωστική αγωγή με αντικείμενο την ακυρότητα ιδιόγραφης διαθήκης· συνιστά μη αποτιμητή σε χρήμα διαφορά και δεν υφίσταται υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου· πρόσωπα στα οποία συντρέχει άμεσο έννομο συμφέρον άσκησής της· για το παραδεκτό της δεν απαιτείται εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων, εφόσον δεν σωρεύεται σε αυτή αίτημα αναγνώρισης κληρονομικού δικαιώματος· βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων κύρους της διαθήκης, ανάλογα με την ισχύ ή μη του τεκμηρίου του άρθρ. 1777 ΑΚ. Προβολή ισχυρισμού περί πλαστότητας της διαθήκης αγωγικά· δεν χρειάζεται στην περίπτωση αυτή η ταυτόχρονη προσκομιδή των εγγράφων που αποδεικνύουν την πλαστότητα και η ονομαστική αναφορά των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων· επίσης, δεν είναι αναγκαία για την προβολή του ίδιου ισχυρισμού ειδική πληρεξουσιότητα του δικηγόρου, εάν ο ενάγων έχει ήδη υποβάλει μήνυση κατά του κατονομαζόμενου ως πλαστογράφου. Για το παραδεκτό της συζήτησης της ανωτέρω αγωγής δεν συνιστά προϋπόθεση η τήρηση της διαδικασίας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, διότι ελλείπει η εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της, λόγω του χαρακτήρα του άρθρ. 1721 ΑΚ ως δημόσιας τάξης. Μετ’ απόδειξη επαναληπτική συζήτηση· δεν επιτρέπεται η προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων.

[…] Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χίου την από 3.9.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/Τ.Μ./…/5.9.2018 αγωγή, επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 118/2019 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, που κήρυξε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτή προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο ως καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο. Εν συνεχεία, με την από 20.5.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/ΚΛ.Τ.Π./…/21.5.2019 κλήση, η αγωγή επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και συζητήθηκε αυτή στη δικάσιμο της 19.2.2020 αντιμωλία των διαδίκων, εξεδόθη δε η υπ’ αριθ. 23/2020 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης και η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Ήδη, με την από 19.9.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/ΚΛ.Τ.Π./…/20.9.2022 κλήση, η ανωτέρω αγωγή εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 254 §§ 2 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της από το άρθρο 15 ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται και επί εκκρεμών υποθέσεων κατ’ άρθρο 116 § 1β΄ του ιδίου νόμου.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 § 1 εδ. α΄ AK, η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν. Από τη διάταξη αυτή και το συνδυασμό της με τη διάταξη του άρθρου 1718 του ιδίου Κώδικα, με την οποία ορίζεται ότι διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, προκύπτει ότι, αν λείπει το στοιχείο της εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη γραφής της ιδιόγραφης διαθήκης, τότε αυτή είναι άκυρη. Επομένως, αν στη διαθήκη περιληφθεί φράση ή και απλή λέξη γραμμένη με χέρι τρίτου προσώπου και όχι του διαθέτη, όπως, επίσης, αν διαγραφεί λέξη ή φράση του κειμένου της διαθήκης από χέρι άλλου, εκτός από αυτό του διαθέτη, η διαθήκη είναι άκυρη στο σύνολό της, υπό δύο όρους και δη ότι α) αυτό που γράφτηκε με το ξένο χέρι, είτε κατά την κατάρτιση της διαθήκης είτε μετά, έγινε με τη γνώση και τη συναίνεση του διαθέτη, η δε παρεμβολή του ξένου χεριού, χωρίς τη γνώση τούτου, δεν μπορεί να βλάψει το υπόλοιπο περιεχόμενο της διαθήκης και β) αυτό που γράφτηκε με το ξένο χέρι αποτελεί μέρος του κειμένου της διαθήκης, διαφορετικά δεν βλάπτεται το λοιπό περιεχόμενο αυτής (ΑΠ 1336/2009, ΧρΙΔ 2010.269· ΕφΔωδ 106/2021, ΤΝΠ Νόμος). Ο νόμος απαίτησε την καθ’ ολοκληρίαν γραφή της ιδιόγραφης διαθήκης από το χέρι του ιδίου του διαθέτη προς διασφάλιση της γνησιότητας και του περιεχομένου της τελευταίας βούλησής του, μη επιτρέποντας την επέμβαση ξένης χειρός σε αυτήν και, εφόσον δεν διακρίνει, απαιτείται να είναι ιδιοχείρως γραμμένη ολόκληρη η διαθήκη απ’ αρχής μέχρι τέλους, το οποίο επισημαίνεται με την επίσης ιδιοχείρως γραμμένη υπογραφή του διαθέτη (ΑΠ 463/2019, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 579/2016, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΘρακ 88/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΔωδ 106/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΠειρ 226/2021, ΤΝΠ Νόμος). Η υπογραφή, όπως υποδηλώνει και η λέξη, τίθεται, με ποινή ακυρότητας, στο τέλος της διαθήκης, γιατί πρέπει να καλύπτει με το κύρος της όλο το περιεχόμενο αυτής και να σημαίνει το πέρας της, η δε υπογραφή που τίθεται στην αρχή ή στο μέσο του περιεχομένου της διαθήκης δεν είναι σύμφωνη με τους όρους του νόμου και έχει ως συνέπεια να είναι άκυρη ολόκληρη η διαθήκη. Εάν όμως η διαθήκη είναι πολυσέλιδη, αρκεί η υπογραφή του τελευταίου φύλλου, εφόσον βέβαια το κείμενο είναι ενιαίο (ΑΠ 405/2018, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 984/2008, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 750/2000, ΕΕΝ 2001.835· ΕφΔωδ 106/2021, ΤΝΠ Νόμος), αφού, επί πολύφυλλων εγγράφων, αρκεί να εξασφαλίζεται η ενότητα του νοήματος και η συνέχεια του περιεχομένου τους, δηλαδή να μην υπάρχουν διαγραφές και να μην είναι τεμαχισμένα, ώστε να μπορούν να διαβαστούν ως ενιαίο όλον, να καλύπτεται δε το περιεχόμενό τους από την υπογραφή του εκδότη επί μονομερούς δικαιοπραξίας (όπως είναι η διαθήκη) ή των εκδοτών τους επί σύμβασης, η οποία τίθεται στο τέλος του εγγράφου όπως ορίζουν τα άρθρα 432 και 443 ΚΠολΔ, χωρίς να είναι αναγκαία, για το κύρος της δικαιοπραξίας και την αποδεικτική δύναμη του εγγράφου, η υπογραφή όλων των φύλλων τους ξεχωριστά (ΑΠ 35/2019, ΧρΙΔ 2019.620· ΕφΔωδ 106/2021, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, η ακυρότητα της διαθήκης, λόγω έλλειψης κάποιου από τα παραπάνω στοιχεία, όπως και κάθε δικαιοπραξίας, επέρχεται αυτοδικαίως και δεν απαιτείται να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση, ούτε υφίσταται αγωγή ακυρώσεως, δεν αποκλείεται, όμως, η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής περί της ακυρότητάς της από οποιονδήποτε έχει σχετικό έννομο συμφέρον (ΕφΘεσ 2013/2012, Αρμ 2013.496· ΕφΑθ 3183/2006, ΕλλΔνη 47.1500· ΕφΠειρ 1188/1995, ΕλλΔνη 1996.1139· ΠΠρΣαμ 4/2021, ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο. Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον έχουν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, οι κληρονόμοι του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, αφού αποκτούν εμμέσως την περιουσία του διαθέτη (ΑΠ 105/2011, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1063/2006, ΕλλΔνη 47.1417· ΕφΘρακ 88/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΠειρ 226/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΘεσ 2013/2012, Αρμ 2013.496· ΕφΑθ 4896/2003, ΕλλΔνη 45.498· ΠΠρΣαμ 4/2021, ΤΝΠ Νόμος), καθώς και οι τετιμημένοι με προγενέστερη έγκυρη διαθήκη κληρονόμοι ή κληροδόχοι (ΑΠ 726/2016, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΛαρ 106/2019, ΤΝΠ Νόμος). Αυτός που ζητάει τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης αρκεί να επικαλεσθεί την έλλειψη κάποιου από τα παραπάνω ουσιώδη στοιχεία του κύρους της (ΕφΘρακ 88/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΔωδ 106/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΠειρ 226/2021, ΤΝΠ Νόμος), οπότε ο εναγόμενος, ο οποίος έχει τιμηθεί με τη διαθήκη, ως μαχόμενος υπέρ του κύρους της, οφείλει να αποδείξει ότι η διαθήκη έχει εξ ολοκλήρου γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί με το ίδιο το χέρι του διαθέτη, εκτός αν συντρέχει η ειδική περίπτωση του άρθρου 1777 ΑΚ, δηλαδή αν η ιδιόγραφη διαθήκη δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία και πέρασαν πέντε χρόνια από τη δημοσίευσή της χωρίς να αμφισβητηθεί η γνησιότητά της σε δίκη ανάμεσα σε κάποιον από αυτούς που αντλούν δικαιώματα από αυτήν και κάποιον από αυτούς που βλάπτονται από την ύπαρξή της, οπότε αυτή τεκμαίρεται γνήσια και το βάρος απόδειξης της έλλειψης ενός από τα παραπάνω ουσιώδη στοιχεία του κύρους της μετατίθεται στον ενάγοντα. Στην περίπτωση, δηλαδή, της αρνητικής αναγνωριστικής για ακυρότητα διαθήκης αγωγής, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, αρκεί μόνο η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλομένου από τη διαθήκη δικαιώματος του εναγομένου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου, αντιθέτως, ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη από το διαθέτη γραφή και υπογραφή της διαθήκης (ΑΠ 453/2017, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 105/2011, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΘρακ 88/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΔωδ 106/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΠειρ 226/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΚρητ 34/2020, Αρμ 2021.38· ΕφΠειρ 642/2020, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΛαρ 106/2019, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΠατρ 208/2019, ΤΝΠ Νόμος). Προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως συμβαίνει όταν έχει γραφεί από τρίτο πρόσωπο καθ’ υπαγόρευση του διαθέτη, οπότε, χωρίς να είναι πλαστή, είναι άκυρη (ΕφΘρακ 88/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΔωδ 106/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΠειρ 226/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΚρητ 34/2020, Αρμ 2021.38· ΕφΔωδ 84/2017, ΤΝΠ Νόμος). Δεν αποκλείεται, όμως, προβολή και τέτοιου αυτοτελούς περί πλαστότητας της ιδιόγραφης διαθήκης αγωγικού ισχυρισμού πέραν της απλής αμφισβήτησης της γνησιότητάς της. Στην περίπτωση αυτή, κατά την οποίαν ο ενάγων δεν περιορίζεται στην απλή αμφισβήτηση της ιδιόχειρης εκ μέρους του διαθέτη γραφής, χρονολόγησης και υπογραφής της διαθήκης, αλλά την προσβάλλει και ως πλαστή, αυτός μεν φέρει το βάρος της απόδειξης του περί πλαστότητας ισχυρισμού του, ο δε εναγόμενος, αν δεν συντρέχει η ανωτέρω ειδική περίπτωση του άρθρου 1777 ΑΚ, φέρει το βάρος της απόδειξης της γνησιότητάς της, ήτοι της εξ ολοκλήρου γραφής, χρονολόγησης και υπογραφής της με το ίδιο το χέρι του διαθέτη (ΑΠ 155/2019, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΔωδ 106/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΠειρ 226/2021, ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση αυτή (ήτοι της επίκλησης της πλαστότητας), για το παραδεκτό του ισχυρισμού, αυτός που τον προβάλλει δεν είναι υποχρεωμένος ταυτόχρονα να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, κατά τη διάταξη του άρθρου 463 του ΚΠολΔ, αφού η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνον όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ’ ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή, όχι δε και όταν η πλαστότητα του εγγράφου προτείνεται με κύρια αυτοτελή αγωγή, οπότε εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες περί προβολής και αποδείξεως των προβαλλομένων ισχυρισμών (βλ. ΑΠ 726/2016, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 817/2004, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΠειρ 226/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΑιγ 7/2020, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΔωδ 84/2017, ΤΝΠ Νόμος· ΠΠρΣαμ 4/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΠΠρΡοδ 43/2019, ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 περ. β΄ ΚΠολΔ, η πληρεξουσιότητα που δίνεται κατά το άρθρο 96 του ίδιου Κώδικα δεν περιλαμβάνει, εκτός αν το αναφέρει ειδικά, μεταξύ άλλων και το δικαίωμα προσβολής εγγράφου ως πλαστού, για την οποία απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα (βλ. ΑΠ 1787/2014, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΠειρ 226/2021, ΤΝΠ Νόμος). Δεν απαιτείται, όμως, η εν λόγω ειδική πληρεξουσιότητα, αν ο ενάγων έχει υποβάλει μήνυση κατά του κατονομαζόμενου ως πλαστογράφου (ΕφΘεσ 2013/2012, Αρμ 2013.496· ΕφΑθ 819/2003, ΕπισκΕμπΔ 2003.1131· ΕφΑθ 7048/1996, ΕλλΔνη 1997.1669· ΕφΑθ 173/1991, ΕΕΝ 1992.214· ΠΠρΑθ 3154/2013, ΤΝΠ Νόμος).

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη αγωγή, η οποία επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο κατ’ άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ, ως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο § 2 ν. 4335/2015 (βλ. την υπ’ αριθ. 118/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χίου, στο οποίο και είχε εισαχθεί αρχικώς προς εκδίκαση η ένδικη αγωγή και στην οποία γίνεται μνεία της υπ’ αριθμ. …/27.9.2018 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Χ. Μ., η δε ανωτέρω απόφαση έχει καταστεί πλέον τελεσίδικη λόγω μη άσκησης έφεσης κατ’ αυτής εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ από τη δημοσίευσή της), παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 14, 18 και 30 § 1 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η αγωγή περί αναγνώρισης της ακυρότητας των επίμαχων ιδιόγραφων διαθηκών είναι ανεπίδεκτη χρηματικής αποτίμησης (ΕφΔωδ 84/2017, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΔυτΣτΕλλ 17/2014, ΤΝΠ Νόμος· ΠΠρΣαμ 4/2021, ΤΝΠ Νόμος), προκειμένου να εκδικασθεί με την προσήκουσα τακτική διαδικασία (άρθρα 237 επ. ΚΠολΔ, ως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από τον ν. 4842/2021 – ΦΕΚ Α΄, 190/13.10.2021). Σημειώνεται, εξάλλου, ότι παραδεκτά αυτή ασκείται, κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, από τον ενάγοντα, ο οποίος επικαλείται ότι είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος των διαθέτιδων, ενώ στο μέτρο που δεν σωρεύεται στο αγωγικό δικόγραφο και αίτημα αναγνώρισης του κληρονομικού του δικαιώματος δεν απαιτείται για το παραδεκτό της κρινόμενης αγωγής η κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ εγγραφή αυτής στα βιβλία διεκδικήσεων (βλ. ΑΠ 491/2009, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1290/2002, ΝοΒ 2003.1024· ΕφΛαρ 222/2019, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΠειρ 38/2016, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η αγωγή είναι, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις της παρούσας, επαρκώς ορισμένη, καθώς στο δικόγραφο αυτής γίνεται αναφορά στην έλλειψη κάποιου από τα στοιχεία του κύρους των επίμαχων ιδιόγραφων διαθηκών, ενώ είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 180, 1710, 1712, 1718, 1721, 1814, 1820 ΑΚ, 68, 70 και 176 ΚΠολΔ, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου. Επομένως, η ένδικη αγωγή πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δοθέντος ότι για το παραδεκτό συζήτησης αυτής δεν απαιτείται: α) η καταβολή δικαστικού ενσήμου, δοθέντος ότι το αντικείμενό της δεν είναι αποτιμητό σε χρήμα, και β) η προσκομιδή της κατ’ άρθρο 3 § 2 ν. 4640/2019 έγγραφης ενημέρωσης για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, λόγω του χρόνου κατάθεσης της υπό κρίση αγωγής (5.9.2018), ενώ σε κάθε περίπτωση τα διάδικα μέρη δεν έχουν, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 3 § 1 του ιδίου νόμου, εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου [βλ. Α. Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2021), άρθρ. 3 σ. 70], ένεκα και του χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 1721 ΑΚ ως δημόσιας τάξης, με την έννοια του άρθρου 3 ΑΚ (ΑΠ 855/2018, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 726/2016, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΛαρ 109/2019, ΤΝΠ Νόμος), το ίδιο δε ισχύει και ως προς τη διαδικασία της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, η τήρηση της οποίας, επίσης, προϋποθέτει (άρθρο 6 § 1 ν. 4640/2019) εξουσία διάθεσης του επίδικου αντικειμένου. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι εν προκειμένω δεν απαιτούνταν, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις της παρούσας, ο εφοδιασμός των πληρεξουσίων δικηγόρων του ενάγοντος με την κατ’ άρθρα 96 § 3 και 98 περ. β΄ ΚΠολΔ ειδική πληρεξουσιότητα, στο μέτρο που έχει ήδη υποβληθεί σχετική έγκληση ενώπιον του κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Χίου για το αδίκημα της πλαστογραφίας.

Από τη με ημερομηνία 24.5.2021 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου Π. Τ. (που διορίσθηκε με την υπ’ αριθ. 23/2020 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου) και κατατέθηκε, μετά την όρκιση αυτού, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 14.6.2021 συνταχθείσας προς τούτο της υπ’ αριθμ. 9/2021 έκθεσης κατάθεσης πραγματογνωμοσύνης, και η οποία εκτιμάται ελεύθερα κατ’ άρθρο 387 ΚΠολΔ (ΑΠ 187/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 306/2018 ΤΝΠ Νόμος), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν και λαμβάνονται υπόψη, τόσο προς άμεση απόδειξη, όσο και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού έχει επιτραπεί η απόδειξη με μάρτυρες (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και οι νομίμως προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα από Ιουλίου 2018 εκθέσεις γραφολογικής γνωμοδότησης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου κ. Ό. Γ. και οι από Δεκεμβρίου 2018 εκθέσεις γραφολογικών παρατηρήσεων της ιδίας, καθώς επίσης και οι νομίμως προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο από 9.11.2018 εκθέσεις γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου Ε. Κ. και οι από 27.9.2019 εκθέσεις γραφολογικών παρατηρήσεων του ιδίου, οι οποίες συνιστούν (ιδιωτικές) γνωμοδοτήσεις κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ και εκτιμώνται ελεύθερα (ΟλΑΠ 8/2005, ΕλλΔνη 2005.694· ΑΠ 445/2019, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΘεσ 545/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΔωδ 84/2017, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΠειρ 189/2015, ΤΝΠ Νόμος), αλλά και τα έγγραφα της σχηματισθείσας σε σχέση με την ένδικη διαφορά ποινικής δικογραφίας που εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΕφΑιγ 7/2020, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΛαρ 156/2020, ΤΝΠ Ισοκράτης), πλην: α) της από 22.12.2022 γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου Κ. Κ. (που διορίσθηκε στο πλαίσιο της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χίου), και β) της από 27.6.2021 έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου Ε. Κ. και της από 17.7.2021 έκθεσης γραφολογικών παρατηρήσεων του ιδίου, οι οποίες απαραδέκτως προσκομίζονται στη μετ’ απόδειξη επαναληπτική συζήτηση αφού συνιστούν νέα αποδεικτικά μέσα που δεν λαμβάνονται υπόψη κατ’ άρθρο 254 § 3 ΚΠολΔ (όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 15 ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται και επί των εκκρεμών υποθέσεων, όπως στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρο 116 § 1β΄ του ιδίου νόμου – βλ. ΕφΠατρ 138/2022, ΤΝΠ Νόμος), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1001/2012, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1628/2003, ΕλλΔνη 2004.723· ΕφΠατρ 36/2022, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΑθ 2474/2022, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΠατρ 333/2020, ΤΝΠ Νόμος), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: […].