ΕιρΘεσ 801/2024
Δικαστής: Ελένη Κολοβού, Ειρηνοδίκης
Δικηγόροι: Αφροδίτη Στεργιούλα – Ανέστης Τσινικόρης, Κωνσταντίνος Παναγιωτόπουλος – Παντελής Πετμεζάς, Γεώργιος Μαρωνίδης, Πέτρος Δούμπης
Θέματα
Διεθνής οδική μεταφορά πραγμάτων (Διεθνής Σύμβαση CMR): Πεδίο εφαρμογής – Ευθύνη του μεταφορέα προς αποζημίωση λόγω απώλειας ή βλάβης του πράγματος (υπολογισμός της αποζημίωσης με αναφορά στην αξία του πράγματος στον τόπο και τον χρόνο που έγινε δεκτό προς μεταφορά· στοιχεία για το ορισμένο της σχετικής αγωγής) – Ευθύνη του μεταφορέα προς (πλήρη) αποζημίωση κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου, χωρίς τους ποσοτικούς περιορισμούς της Διεθνούς Σύμβασης CMR, σε περίπτωση ηθελημένης κακής διαχείρισης (wilful misconduct) – Παραγγελία μεταφοράς (εφαρμοζόμενες διατάξεις· έργο και ευθύνη του παραγγελιοδόχου μεταφοράς) – Ενδιάμεσος (ή «μεσολαβών» ή «διαδοχικός») παραγγελιοδόχος μεταφοράς – Ρήτρα ex works.
Η απόφαση
Από τη διάταξη του αρ. 1 παρ. 1 της από 19.5.1956 Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης για τη διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων οδικώς (CMR), η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 559/1977, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το από 5.7.1976 πρωτόκολλο της Γενεύης, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 1533/1985, και ως εκ τούτου υπερισχύει, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κάθε άλλης αντίθετης διατάξεως νόμου, προκύπτει ότι η ανωτέρω Διεθνής Σύμβαση έχει εφαρμογή σε κάθε μεταφορά εμπορευμάτων, που εκτελείται οδικώς με οχήματα έναντι αμοιβής, εφόσον ο τόπος παραλαβής των εμπορευμάτων και ο τόπος που έχει ορισθεί για την παράδοσή τους βρίσκονται σε δύο διαφορετικές χώρες, από τις οποίες η μία τουλάχιστον είναι συμβαλλόμενη χώρα, ασχέτως του τόπου διαμονής και της εθνικότητας των συμβαλλομένων και ανεξαρτήτως του εάν εκείνος που ανέλαβε με τη σύμβαση τη μεταφορά των πραγμάτων, διατηρεί επιχείρηση μεταφοράς ή την εκτέλεσε εντελώς περιστασιακά ή ανέθεσε την εκτέλεσή της σε υπομεταφορέα ή δεν έχει δικά του αυτοκίνητα και αναθέτει μετά σε τρίτον την εκτέλεσή της ή έχει την ιδιότητα του παραγγελιοδόχου μεταφοράς και όχι του μεταφορέα (ΑΠ 303/1992 ΝοΒ 41.868, ΑΠ 300/1992 ΕλλΔνη 34.1320, ΕφΑθ 6941/2006 ΔΕΕ 2007.346, ΕφΑθ 796/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006.807, ΕφΑθ 1713/2005 ΔΕΕ 2005.833). Η σύμβαση μεταφοράς, είτε πρόκειται για εσωτερική είτε για διεθνή μεταφορά, αφορά κατ’ αρχήν τρία πρόσωπα, δηλαδή τον αποστολέα ή φορτωτή, τον παραλήπτη και τον μεταφορέα, ο οποίος διαθέτει τα μεταφορικά μέσα και εκτελεί το έργο της μεταφοράς. Όμως, πολλές φορές στη σύμβαση μεταφοράς παρεμβάλλεται και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος αναλαμβάνει με σύμβαση με τον παραγγελέα, δηλαδή συνήθως τον αποστολέα, να ενεργήσει στο δικό του όνομα (του παραγγελιοδόχου), αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα, ό,τι απαιτείται για την πραγμάτωση της μεταφοράς που του ανατέθηκε από τον παραγγελέα και ιδίως να μεριμνήσει για την ανεύρεση του μεταφορέα και τη σύναψη με αυτόν σύμβασης για την εκτέλεση της μεταφοράς (ΟλΑΠ 33/1998 ΕλλΔνη 1998.1262 και ΔΕΕ 1998.990, ΑΠ 1319/2011, ΑΠ 304/2007 Α΄ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 998/2002 ΔΕΕ 2002.1268 και ΕλλΔνη 2003.1333). Μπορεί βεβαίως ο παραγγελιοδόχος να αναθέσει την εκτέλεση της μεταφοράς σε μεταφορέα ή να την ενεργήσει με δικά του μεταφορικά μέσα. Εκείνο που χαρακτηρίζει τη σχέση του παραγγελιοδόχου μεταφοράς με τον παραγγελέα δεν είναι το αν θα εκτελέσει τη μεταφορά με δικά του ή ξένα μεταφορικά μέσα, αλλά η ενέργεια της μεταφοράς στο όνομά του, η οποία έτσι εμφανίζεται προς τα έξω και ειδικότερα προς τον παραγγελέα ως υπόθεση του παραγγελιοδόχου, ο οποίος θα ενεργήσει στο δικό του όνομα ό,τι απαιτείται για την εκτέλεση της μεταφοράς (ΑΠ 304/2007 Α΄ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Οι διατάξεις της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης έχουν εφαρμογή, όταν η σύμβαση συνάπτεται απευθείας μεταξύ του μεταφορέα και του παραλήπτη του εμπορεύματος ή μεταξύ του παραγγελιοδόχου μεταφοράς και του μεταφορέα ή μεταξύ του τελευταίου και του υπομεταφορέα, αρκεί να μην πρόκειται για σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, όπου ο παραγγελιοδόχος αναλαμβάνει έναντι του αποστολέα ή του παραλήπτη την υποχρέωση όπως, έναντι αμοιβής, ανεύρει μεταφορέα, με τον οποίο ο ίδιος συνάπτει στη συνέχεια τη σύμβαση μεταφοράς, ενεργώντας ως εργολάβος στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα πελάτη του. Σε τέτοια περίπτωση, δεν υπάρχει σύμβαση μεταφοράς κατά την έννοια της Σύμβασης αυτής, αλλά σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της Σύμβασης, έστω και αν αντικείμενό της είναι η μέριμνα για την αποστολή εμπορευμάτων με διεθνή οδική μεταφορά (ΑΠ 303/1992 ΝοΒ 41.868, ΑΠ 300/1992 ΕλλΔνη 34.1320, ΕφΑθ 6941/2006 ΔΕΕ 2007.346, ΕφΑθ 796/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006.807, ΕφΑθ 1713/2005 ΔΕΕ 2005.833). Στη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς εφαρμόζονται οι διατάξεις των αρ. 95-101 ΕμπΝ. Κατά τη διάταξη του αρ. 97 του ΕμπΝ ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς ευθύνεται για κάθε απώλεια ή φθορά των μεταφερόμενων πραγμάτων, ανεξάρτητα από πταίσμα του, εκτός αν συμφωνήθηκε το αντίθετο ή υπήρξε «ακαταμάχητη δύναμη», νομιμοποιείται δε να στραφεί απευθείας κατ’ αυτού και ο παραλήπτης των πραγμάτων που δεν συμβλήθηκε μαζί του, αφού η σύμβαση παραγγελίας μεταξύ αποστολέα και παραγγελιοδόχου λειτουργεί ως γνήσια κατά το άρθρ. 411 ΑΚ σύμβαση υπέρ του παραλήπτη (ΟλΑΠ 33/1998 ΕλλΔνη 1998.1262 και ΔΕΕ 1998.990, ΑΠ 1319/2011 Α΄ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η ευθύνη δηλαδή του παραγγελιοδόχου μεταφοράς είναι κατά την παραπάνω έννοια εγγυητική και ευθύνεται εις ολόκληρον με τον μεταφορέα για την εκ μέρους του τελευταίου ορθή εκτέλεση της μεταφοράς, στο μέτρο βέβαια που και ο τελευταίος ευθύνεται. Επομένως, ναι μεν η ανωτέρω Διεθνής Σύμβαση της Γενεύης ρυθμίζει μόνον τη σύμβαση μεταφοράς και όχι και τη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, όμως στο μέτρο που ανακύπτει κατά τη Σύμβαση αυτή ευθύνη του μεταφορέα, ευθύνεται εγγυητικά και εις ολόκληρο με αυτόν και ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, με εφαρμογή βέβαια, για τη ρύθμιση της ευθύνης του, των διατάξεων όχι της Σύμβασης, αλλά του ΕμπΝ, με την επιφύλαξη της περίπτωσης που η βλάβη ή η ολική ή μερική απώλεια των εμπορευμάτων οφείλεται σε αυτοτελή ευθύνη του ίδιου του παραγγελιοδόχου μεταφοράς (ΑΠ 1319/2011 Α΄ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 421/2009 ΔΕΕ 2009,977 και ΕπιθΕμπΔ 2010.325, ΕφΑθ 5138/2007 ΔΕΕ 2008.226, ΕφΑθ 4300/2006 ΕλλΔνη 2007.595, ΕφΑθ 6941/2006 ΔΕΕ 2007.346, ΕφΑθ 7111/2006 ΕπισκΕμπΔ 2007.473, ΕφΑθ 796/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006.807, ΕφΑθ 1713/2005 ΔΕΕ 2005.833).
Από τα άρθρα 96, 97, 98 και 107 του ΕμπΝ συνάγεται ότι ο παραγγελέας νομιμοποιείται να ασκήσει τα εκ της συμβάσεως δικαιώματα κατά του παραγγελιοδόχου μεταφοράς και αν ακόμη δεν είναι κύριος των παραδοθέντων προς μεταφορά και απολεσθέντων ή καταστραφέντων εμπορευμάτων, αφού, όταν πρόκειται για αξίωση από σύμβαση και όχι από αδικοπραξία, βάση της νομιμοποίησης του ενάγοντος αποτελεί ο ενοχικός δεσμός αυτού με τον παραγγελιοδόχο και όχι η ζημία, ώστε να αποβαίνει ουσιώδες ζήτημα η κυριότητα αυτού επί των απωλεσθέντων πραγμάτων (σχ. ΑΠ 420/2003 ΕλλΔνη 45.784). Περαιτέρω νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει τις αξιώσεις του κατά του μεταφορέα αυτός που σύμφωνα με τις διατάξεις της CMR έχει το δικαίωμα διάθεσης των εμπορευμάτων (άρθρο 12 της CMR). Το δικαίωμα αυτό, που δεν ταυτίζεται με το δικαίωμα κυριότητας των πραγμάτων, μπορεί να το έχει ο αποστολέας ή ο παραλήπτης των εμπορευμάτων ακόμη και όταν αυτοί είναι παραγγελιοδόχοι μεταφοράς (Ι. Ρόκας, ό.π., σελ. 302 και επ.).
Ακολούθως, με τη ρήτρα “ex works” (EXW), κατά την οποία συμφωνείται ως τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων ο τόπος της επαγγελματικής δραστηριότητας του πωλητή, το χρονικό σημείο μεταθέσεως του κινδύνου είναι αυτό της παραδόσεως στον πρώτο μεταφορέα (βλ. Φλάμπουρα, Οι κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου για τη Διεθνή Εμπορική Πώληση, ΔΕΕ 2000, σ. 268, Πρακτικά ζητήματα που γεννώνται από τη μετάθεση του κινδύνου κατά τη Σ.Β., Συνήγορος, Απρ.- Μάιος 1998, σ. 27). Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 522 εδ. α΄ ΑΚ, αφότου παραδοθεί το πωληθέν πράγμα, τον κίνδυνο για την τυχαία καταστροφή του φέρει ο αγοραστής. Από τη μετάσταση του κινδύνου στον αγοραστή αυτός, σε περίπτωση οριστικής απώλειας του πράγματος, υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα και μάλιστα εντόκως (άρθρο 529 ΑΚ), ακόμη και αν δεν λάβει το πράγμα, χωρίς να δικαιούται να αποκρούσει τη σχετική αξίωση του πωλητή αντιτάσσοντας την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, κατ’ άρθρο 374 ΑΚ. Επίσης, ο αγοραστής, αφότου φέρει τον κίνδυνο, δικαιούται τα ωφελήματα του πράγματος (άρθρο 525 ΑΚ) και το περιελθόν στον πωλητή (άρθρο 338 ΑΚ), στο οποίο περιλαμβάνεται ιδίως η αξίωση κατά τρίτου κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών για αποζημίωση. Εξάλλου, και στην περίπτωση πώλησης εμπορευμάτων με τη ρήτρα “ex works” και ανάληψης από τον αγοραστή-παραλήπτη του κινδύνου κατά την οδική μεταφορά των εμπορευμάτων, ο αγοραστής–παραλήπτης, ακόμη και όταν δεν έχει συμβληθεί ο ίδιος στη σύμβαση οδικής μεταφοράς, π.χ. λόγω της παρεμβολής παραγγελιοδόχου μεταφοράς, αποκτά το δικαίωμα διάθεσης των εμπορευμάτων και υπεισέρχεται στη σύμβαση μεταφοράς, κατά τους ορισμούς της Διεθνούς Σύμβασης CMR, και σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων δικαιούται ως ζημιωθείς τρίτος, υπέρ του οποίου καταρτίσθηκε η σύμβαση μεταφοράς, να απαιτήσει αποζημίωση από τον μεταφορέα (βλ. ΕφΠειρ 173/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3957/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 649/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2290/1999 Αρμ. NE 337, ΕφΠειρ 963/1990 ΕΕμπΔ 1990, 625, ΠολΠρωτΠειρ 5244/2007 ΕΕμπΔ 2008, 57, ΠολΠρωτΑθ 1150/2003 ΔΕΕ 2003, 813, I. Ρόκας, Αστική ευθύνη στην οδική μεταφορά των πραγμάτων, σελ. 296).
Περαιτέρω, στην όλη διαδικασία μεταφοράς των εμπορευμάτων είναι δυνατόν να μεσολαβήσει εκτός του παραγγελιοδόχου μεταφοράς και μεταφορέα και άλλο πρόσωπο, καλούμενο “ενδιάμεσος” ή “μεσολαβών” ή “διαδοχικός παραγγελιοδόχος”. Αυτός είναι το πρόσωπο που ανέλαβε με σύμβαση από τον αρχικό παραγγελιοδόχο τη μέριμνα για την εκτέλεση τμήματος της ανατεθείσας σ’ αυτόν μεταφοράς, καθώς και ο εξομοιούμενος με εκείνον παραγγελιοδόχος παραλαβής (ΟλΑΠ 33/1998 ΕΕμπΔ 1998, 544, ΑΠ 475/1999 ΕΕμπΔ 1999, 739). Η ευθύνη του ενδιάμεσου παραγγελιοδόχου μεταφοράς είναι και αυτή εγγυητική, όπως είναι και του αρχικού παραγγελιοδόχου μεταφοράς. Ο τελικός παραλήπτης του φορτίου και ιδιοκτήτης αυτού, ως τρίτο πρόσωπο υπέρ του οποίου η σύμβαση μεταξύ του αρχικού και του ενδιάμεσου παραγγελιοδόχου μεταφοράς, δεν δύναται να έχει κατά του δεύτερου περισσότερα δικαιώματα από όσα έχει κατά του πρώτου. Τόσο ο αρχικός όσο και ο ενδιάμεσος παραγγελιοδόχος ευθύνονται εις ολόκληρον (ΑΚ 481 επ.) έναντι του τελικού παραλήπτη για τη ζημία που θα υποστεί ο τελευταίος από την απώλεια ή καταστροφή των μεταφερομένων εμπορευμάτων (ΑΠ 903/1996 ΕλλΔικ 38. 77, ΕφΑθ 334/2002 ό.π., ΕφΑθ 5061/1995 ό.π.).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 3, 4, 5 παρ. 1, 6, 9 παρ. 1, 12 παρ. 1-3, 13 παρ. 1, 17 παρ. 2, 23 παρ. 1-3 και 7, 27 παρ. 1, 28, 29 και 41 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως CMR συνάγεται ότι σε περίπτωση καταστροφής ή απώλειας των εμπορευμάτων, κατά τη διάρκεια διεθνούς οδικής μεταφοράς, η οφειλομένη από τον μεταφορέα αποζημίωση, ο οποίος ενέχεται κατ’ άρθρο 3 CMR και για τις πράξεις ή παραλείψεις των πρακτόρων και υπαλλήλων του, ως και οποιωνδήποτε άλλων προσώπων, τις υπηρεσίες των οποίων χρησιμοποιεί για τη διενέργεια της μεταφοράς, υπολογίζεται με αναφορά στην αξία των μεταφερομένων εμπορευμάτων στον τόπο και κατά τον χρόνο, κατά τον οποίο αυτά έγιναν δεκτά προς μεταφορά, και η οποία ορίζεται, σύμφωνα με την τιμή του Χρηματιστηρίου εμπορευμάτων, και εάν δεν υπάρχει τέτοια τιμή, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή αγοράς, και εάν δεν υπάρχει τιμή του Χρηματιστηρίου εμπορευμάτων ή τρέχουσα τιμή αγοράς, σύμφωνα με τη συνήθη τιμή εμπορευμάτων του αυτού είδους και της ίδιας ποιότητας. Για το κατά το άρθρο 216 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής αποζημίωσης κατά του μεταφορέα, αρκεί η από τον ενάγοντα επίκληση μιας από τις ανωτέρω αξίες των εμπορευμάτων που απωλέσθηκαν ή εβλάβησαν. Επίσης πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής τα συγκεκριμένα εμπορεύματα που απωλέσθηκαν ή εβλάβησαν, με αναφορά στο είδος και στην ποσότητα αυτών, και να μνημονεύεται ότι η απώλεια ή βλάβη των εμπορευμάτων έλαβε χώρα στο χρονικό διάστημα που άρχισε με την παραλαβή τους και τελείωσε με την παράδοσή τους. Αντιθέτως, δεν απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής αποζημίωσης να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής η αιτία που προκάλεσε τη ζημία ή η κατάσταση των εμπορευμάτων κατά τον χρόνο που αυτά δόθηκαν προς μεταφορά, ούτε το χρονικό σημείο κατά το οποίο επήλθε η ζημία, αφού η ευθύνη του μεταφορέα είναι νόθος αντικειμενική. Σε περίπτωση ολικής βλάβης πράγματος, που καθιστά αυτό άχρηστο για τον προορισμό του, δεν απαιτείται η περιγραφή των επί μέρους φθορών αυτού, η οποία θα προκύψει από τις αποδείξεις, αλλά αρκεί για το ορισμένο της αγωγής ο προσδιορισμός του πράγματος αυτού κατ’ είδος και η αξία αυτού κατά τον χρόνο πρόκλησης της ζημίας, η οποία, προκειμένου περί διεθνούς οδικής μεταφοράς, προσδιορίζεται με βάση μία από τις προαναφερθείσες τιμές (ΕφΑθ 6941/2006 Νόμος). Επομένως, για το ορισμένο της αγωγής κατά του μεταφορέα ή και κατά του έχοντος ταυτόσημη και εις ολόκληρο ευθύνη με εκείνον, παραγγελιοδόχου μεταφοράς, με την οποία ζητείται αποζημίωση για ολική ή μερική απώλεια εμπορευμάτων, αρκεί ο ζημιωθείς ενάγων να επικαλεσθεί, πέραν των άλλων, μερική ή ολική απώλεια των εμπορευμάτων κατά τη διάρκεια διεθνούς οδικής μεταφοράς, καθώς και μία από τις παραπάνω αξίες των εμπορευμάτων που απωλέσθηκαν (ΕφΠειρ 268/2014, ΕφΘεσ 2561/2001 δημ. Νόμος).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 της ίδιας Σύμβασης, στις περιπτώσεις, όπου με βάση την κείμενη νομοθεσία η απώλεια ή η ζημία ή η καθυστέρηση που προκύπτει από μεταφορά διεπόμενη από τη Σύμβαση αυτή, δημιουργεί θέμα εξωσυμβατικής απαίτησης, ο μεταφορέας μπορεί να επωφεληθεί των διατάξεων της Σύμβασης, οι οποίες αποκλείουν την ευθύνη αυτού ή οι οποίες ορίζουν ή περιορίζουν την οφειλόμενη αποζημίωση. Κατά το άρθρο όμως 29 παρ. 1 της αυτής Σύμβασης, ο μεταφορέας δεν θα δικαιούται να επωφεληθεί των διατάξεων της Σύμβασης οι οποίες αποκλείουν ή περιορίζουν την ευθύνη του ή οι οποίες μεταφέρουν το βάρος της αποδείξεως, εάν η ζημία προκλήθηκε λόγω ηθελημένης κακής διαχείρισης αυτού ή λόγω τέτοιας παράλειψής του, η οποία, σύμφωνα με τη νομοθεσία του δικαστηρίου που έχει τη δικαιοδοσία της υπόθεσης, θεωρείται ως ισοδυναμούσα με ηθελημένη κακή διαχείριση εκ μέρους του. Τέλος, στην παρ. 2 του άνω άρθρου 29 της Σύμβασης ορίζεται ότι η ίδια διάταξη θα έχει εφαρμογή, εάν η ηθελημένη κακή διαχείριση ή παράλειψη διαπραχθούν από τους πράκτορες ή τους υπαλλήλους του μεταφορέα ή από οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα, τις υπηρεσίες των οποίων χρησιμοποιεί για την εκτέλεση της μεταφοράς, όταν οι εν λόγω πράκτορες, υπηρέτες ή λοιπά πρόσωπα, ενεργούν μέσα στα πλαίσια της απασχόλησής τους. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, σε περίπτωση διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων οδικώς, εφόσον ανακύψει αξίωση για αποζημίωση από εξωσυμβατική ευθύνη, εξαιτίας βλάβης ή καταστροφής μεταφερόμενου εμπορεύματος, ο μεταφορέας μπορεί να επικαλεσθεί την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης που αποκλείουν την ευθύνη του ή ορίζουν ή περιορίζουν την οφειλόμενη αποζημίωση. Κατ’ εξαίρεση, όμως, ευθύνεται προς αποζημίωση κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου, χωρίς τους ποσοτικούς περιορισμούς της Σύμβασης, αν ο δικαιούχος της αποζημίωσης ενάγων ισχυρισθεί και αποδείξει ότι η ζημία επήλθε από ηθελημένη κακή διαχείριση του μεταφορέα, πρακτόρων, υπαλλήλων του κ.λπ. ή από πταίσμα το οποίο, σύμφωνα με τη νομοθεσία του δικαστηρίου της Χώρας, που επιλήφθηκε της υπόθεσης, ισοδυναμεί με ηθελημένη κακή διαχείριση. Δηλαδή, όταν ανακύπτει ζήτημα ύπαρξης ηθελημένης κακής διαχείρισης, ο μεταφορέας θα ευθύνεται εξωσυμβατικά σε πλήρη αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις (στην Ελλάδα) των άρθρων 914, 297 και 298 του ΑΚ, η οποία αποζημίωση περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία όσο και το διαφυγόν κέρδος (ΕφΠειρ 421/2009 ΔΕΕ 2009.977 και ΕπιθΕμπΔ 2010.325). Ο όρος «ηθελημένη κακή διαχείριση», που αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του όρου «wilful misconduct» από το πρωτότυπο και επίσημο αγγλικό κείμενο της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης και με τη συνδρομή του οποίου ο μεταφορέας ενέχεται κατά το κοινό δίκαιο προς πλήρη αποζημίωση του παθόντος, είναι άγνωστος στο Ελληνικό δίκαιο ως βαθμός πταίσματος και δεν ταυτίζεται ούτε με τον άμεσο δόλο, κατά τον οποίο ο δράστης επιδιώκει το παράνομο αποτέλεσμα ή προβλέπει αυτό ως αναγκαίο και το αποδέχεται, ούτε με τον ενδεχόμενο δόλο, κατά τον οποίο ο δράστης προβλέπει το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και το αποδέχεται. Αποτελεί μορφή πταίσματος ελαφρότερη της έννοιας του δόλου, άμεσου ή έμμεσου. Διαφοροποιείται όμως και από την έννοια της βαριάς αμέλειας, κατά την οποία ο δράστης δεν καταβάλλει ούτε την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια διότι από μεγάλη αδιαφορία ή απερισκεψία δεν έχει αντίληψη των επιζήμιων συνεπειών της συμπεριφοράς του. Τούτο δε διότι, ενώ στην μορφή αυτή της αμέλειας το μέτρο της επιμέλειας, που απαιτείται, κρίνεται αντικειμενικώς, στην ηθελημένη (wilful) κακή διαχείριση απαιτείται αναγκαίως η συνδρομή και του υποκειμενικού στοιχείου, ήτοι της ψυχικής εκείνης στάσης του μεταφορέα που γνωρίζει ότι η ενέργειά του ή η παράλειψή του επαυξάνει τον κίνδυνο πραγμάτωσης του ζημιογόνου αποτελέσματος. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου και του σκοπού της ως άνω Σύμβασης, που απέβλεψε στην ομοιομορφία διεθνώς των όρων και της έκτασης της ευθύνης του μεταφορέα προς απεριόριστη αποζημίωση και για πταίσμα του ελαφρότερο του ενδεχόμενου δόλου, ο ανωτέρω όρος της «ηθελημένης κακής διαχείρισης», ως μορφή πταίσματος, περιλαμβάνει, εκτός από τον δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, και τη συμπεριφορά εκείνη του μεταφορέα κατά την οποία αυτός ενεργεί εν γνώσει του ότι η πράξη ή η παράλειψή του οδηγεί σε επαύξηση του κινδύνου επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος για το οποίο επιδεικνύει αδιαφορία, χωρίς όμως κατ’ ανάγκη και να το αποδέχεται (ΟλΑΠ 18/1998 Αρμ. 1998.941).
Α. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κύρια αγωγή οι ενάγοντες εκθέτουν ότι έκαστος εξ αυτών προέβη τον Νοέμβριο του 2021 στην αγορά λιπαντικών προϊόντων από τη γαλλική εταιρία παραγωγής U.O. με τον όρο ex works, η οποία εξέδωσε τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια, τα οποία παρατίθενται σε επίσημη μετάφραση από τη γαλλική γλώσσα στην ελληνική και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της αγωγής και στα οποία αναφέρονται αναλυτικά κατά είδος, ποσότητα και τιμή τα πωληθέντα στην πρώτη ενάγουσα εμπορεύματα, συνολικής αξίας 18.470,51 ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα 4.139,52 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα 8.850,29 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα 8.356,10 ευρώ και στον πέμπτο ενάγοντα 2.853,12 ευρώ. Ότι την ίδια χρονική περίοδο έκαστος εξ αυτών κατήρτισε με την πρώτη εναγόμενη διαμεταφορική εταιρία σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, στο πλαίσιο της οποίας η πρώτη εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να ανεύρει κατάλληλη μεταφορική εταιρία και να καταρτίσει στο όνομά της, αλλά για λογαριασμό εκάστου εξ αυτών, σύμβαση μεταφοράς των ως άνω εμπορευμάτων από τις εγκαταστάσεις της πωλήτριας εταιρίας παραγωγής στη Γαλλία προς την Ελλάδα. Ότι η πρώτη εναγόμενη ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς κατήρτισε στο όνομά της, αλλά για λογαριασμό εκάστου εξ αυτών με τη δεύτερη εναγόμενη μεταφορική εταιρία ισάριθμες αυτοτελείς συμβάσεις διεθνούς οδικής μεταφοράς των ως άνω εμπορευμάτων, δυνάμει των οποίων αυτά φορτώθηκαν προς μεταφορά στην Ελλάδα, στις 25.11.2021, σε φορτηγό όχημα της τελευταίας. Ότι στις 26.11.2021, ενώ το παραπάνω όχημα εκινείτο σε αυτοκινητόδρομο της Ιταλίας με τελικό προορισμό την Ελλάδα, ο οδηγός του, προστηθείς από τη δεύτερη εναγόμενη μεταφορική εταιρία, προκάλεσε τροχαίο ατύχημα αποκλειστικά από υπαιτιότητά του, χωρίς την εμπλοκή άλλου οχήματος, με συνέπεια την πρόσκρουση του οχήματος σε σημεία του αυτοκινητοδρόμου, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή των εμπορευμάτων. Ότι η ανάκτηση του μεταφερόμενου φορτίου από το οδόστρωμα, στο οποίο αυτό διασκορπίστηκε, και η αποκατάσταση του σημείου του ατυχήματος έγιναν με επιμέλεια της ιταλικής εταιρίας C.Μ. Srl, με βάση την έκθεση της οποίας διασώθηκαν τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή εμπορεύματα, ήτοι για την πρώτη ενάγουσα συνολικής αξίας 3.427,20 ευρώ, για τον τρίτο ενάγοντα συνολικής αξίας 770,00 ευρώ, για τον τέταρτο ενάγοντα συνολικής αξίας 1.569,40 ευρώ και για τον πέμπτο συνολικής αξίας 748,00 ευρώ, ενώ τα λοιπά εμπορεύματα καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ότι η ζημία που έκαστος ενάγων υπέστη από το ως άνω ατύχημα ανέρχεται στην αξία των αγορασθέντων εμπορευμάτων του στον τόπο και τον χρόνο που αυτά παραδόθηκαν προς μεταφορά στη Γαλλία, στις 25.11.2021, της αξίας αυτής υπολογιζομένης κατά την τρέχουσα τιμή εμπορευμάτων στον ως άνω τόπο και χρόνο, η οποία συμπίπτει με την τιμολογιακή αξία, κατόπιν όμως αφαιρέσεως της αξίας των μη καταστραφέντων κατά το ατύχημα εμπορευμάτων, ήτοι η ζημία της πρώτης ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 15.043,31 ευρώ, της δεύτερης ενάγουσας στο ποσό των 4.139,52 ευρώ, του τρίτου ενάγοντα στο ποσό των 8.080,29 ευρώ, του τέταρτου ενάγοντα το ποσό των 6.786,70 ευρώ και του πέμπτου ενάγοντα στο ποσό των 2.105,12 ευρώ. Ότι το ως άνω ατύχημα και η συνεπεία αυτού σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή των μεταφερόμενων εμπορευμάτων εκάστου (για τη δεύτερη ενάγουσα πλήρης καταστροφή) οφείλεται αποκλειστικά σε ηθελημένη κακή διαχείριση του οδηγού του φορτηγού οχήματος, προστηθέντος της δεύτερης εναγόμενης μεταφορικής εταιρίας, ο οποίος παρέλειψε να μεριμνήσει για την ασφαλή οδήγησή του, εν πλήρει γνώσει-δεδομένων των ικανοτήτων του και της πείρας του ως οδηγού διεθνών χερσαίων μεταφορών. Ότι το πταίσμα αυτού καταλογίζεται στη δεύτερη εναγόμενη μεταφορική εταιρία, ως προστήσασα τον ως άνω οδηγό στην οδήγηση του οχήματος, η οποία υπέχει και αδικοπρακτική ευθύνη για την καταστροφή των εμπορευμάτων. Ότι οι εναγόμενες, ευθύνονται εις ολόκληρον η μεν πρώτη ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, δηλαδή εγγυητικά για κάθε απώλεια ή φθορά των μεταφερόμενων εμπορευμάτων εκάστου εξ αυτών, ανεξαρτήτως δικού της πταίσματος, και η δεύτερη ως μεταφορέας για την καταστροφή των εμπορευμάτων αφενός κατά τους ορισμούς της Διεθνούς Σύμβασης CMR και αφετέρου αδικοπρακτικά. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 15.043,31 ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 4.139,52 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 8.080,29 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 6.786,70 ευρώ και στον πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 2.105,12 ευρώ και όλα τα παραπάνω ποσά νομιμοτόκως από την 26.11.2021, ημερομηνία επεύλευσης της ζημίας εκάστου των εναγόντων, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, ζητούν οι ενάγοντες να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά τους έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας έχει προηγηθεί η έγγραφη ενημέρωση των εναγόντων αναφορικά με τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης του άρθρου 3 ν. 4640/2019, αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (ΚΠολΔ 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 1 α, 25 παρ. 2 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία (άρθρα 215, 226 επ., 233, 237 ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν μετά την εφαρμογή των ν. 4335/2015 και 4842/2021), όσον αφορά την πρώτη, τον τρίτο και τον τέταρτο των εναγόντων, απαραδέκτως όμως εισάγεται κατά την ως άνω τακτική διαδικασία όσον αφορά τη δεύτερη και τον πέμπτο των εναγόντων, εφόσον οι αξιώσεις αυτών ύψους 4.139,52 ευρώ και 2.105,12 ευρώ αντίστοιχα είναι κάτω του ποσού των 5.000,00 ευρώ, ως εκ τούτου πρόκειται για διαφορές που δικάζονται κατά τις ειδικές διατάξεις των μικροδιαφορών (άρθ. 466-472 ΚΠολΔ), ωστόσο το Δικαστήριο, για λόγους οικονομίας της δίκης, θα κρατήσει και θα δικάσει τις διαφορές αυτές με εφαρμογή των ειδικών διατάξεων των Μικροδιαφορών, που αποτελούν πλέον μια σύντομη μορφή τακτικής διαδικασίας (βλ. Εισήγηση Συνεδρίου ΕΝ.Δ.Ε. της 14.10.2022 του Διονυσίου Σιγουράκου, Ειρηνοδίκη Α΄, με θέμα: «Οι αλλαγές στην τακτική διαδικασία και στις ειδικές διατάξεις των μικροδιαφορών, που αφορούν την προδικασία και τη συζήτηση στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου, με βάση τις τροποποιήσεις του Κ.Πολ.Δ. με το Ν. 4842/2021), απορριπτομένης στο σημείο αυτό της ένστασης που προέβαλε η πρώτη εναγόμενη περί απαραδέκτου ομοδικίας της δεύτερης και του πέμπτου των εναγόντων–υποχρεωτικού χωρισμού των υποθέσεων και παραπομπής των αγωγικών αξιώσεων των δεύτερης και πέμπτου των εναγόντων προκειμένου να εκδικασθούν με την αρμόζουσα διαδικασία των μικροδιαφορών. Περαιτέρω, η αγωγή ασκείται παραδεκτά καθώς: α) επιδόθηκε στις εναγόμενες ανώνυμες εταιρίες εμπροθέσμως (εντός της 30νθήμερης προθεσμίας του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ), β) έχει κατατεθεί από τους διαδίκους το έγγραφο πληρεξουσιότητας της διάταξης του άρθρου 96 ΚΠολΔ και γ) έχουν κατατεθεί από τους ενάγοντες καθώς και τις εναγόμενες εμπρόθεσμα προτάσεις, με όλα τα αποδεικτικά τους μέσα και διαδικαστικά έγγραφα και ειδικότερα οι ενάγοντες κατέθεσαν την 30.12.2022 προτάσεις, η πρώτη και η δεύτερη εναγόμενη την 03.01.2023 (με καταληκτική ημερομηνία για την κατάθεση των προτάσεων την 90η ημέρα από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής, ήτοι την 03.01.2023, άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 του ν. 4842/2021). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων, καθώς εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής τα συγκεκριμένα εμπορεύματα που απωλέσθηκαν, με αναφορά στο είδος και την ποσότητα αυτών, και γίνεται επίκληση της τρέχουσας τιμής των εμπορευμάτων ελλείψει τιμής χρηματιστηρίου αγοράς, ενώ δεν είναι αναγκαίο σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται περαιτέρω στοιχεία συγκεκριμενοποίησης των εμπορευμάτων ούτε εάν οι αναγραφόμενες στα τιμολόγια τιμές αφορούν σε χονδρική ή λιανική τιμή ή εάν ισοδυναμούν με τις τρέχουσες αγοραίες τοιαύτες κατά τον επίμαχο χρόνο της φορτώσεώς τους ούτε είναι αναγκαία η αναφορά στο δικόγραφο συγκεκριμένων περιστατικών «ηθελημένης κακής διαχείρισης», όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες. Περαιτέρω, η αγωγή σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομική σκέψη είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 95-101 ΕμπΝ, 681, 685, 690 και 340, 345, 346 ΑΚ, συμπληρωματικώς και στις διατάξεις της από 19.5.1956 Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης, που ρυθμίζει τη διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων οδικά (CMR) και έχει κυρωθεί με τον Ν. 559/1977, καθώς επίσης και στις διατάξεις των άρθρων 914, 330, 334, 297 κατ 298 του ΑΚ, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, μετά την καταβολή του ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.
Οι εναγόμενες αρνήθηκαν την αγωγή στο σύνολό της, τόσο ως προς τη φερόμενη ευθύνη του μεταφορέως, συντρεχουσών εν προκειμένω των όρων της Διεθνούς Συμβάσεως (CMR) περί απαλλαγής από την ευθύνη του όσο και ως προς το μέγεθος της ζημίας και πρότειναν, πέραν των ενστάσεων αοριστίας (που πρότειναν αμφότερες) και απαραδέκτου ομοδικίας της δεύτερης και του πέμπτου των εναγόντων-υποχρεωτικού χωρισμού των υποθέσεων και παραπομπής των αγωγικών αξιώσεων των δεύτερης και πέμπτου των εναγόντων προκειμένου να εκδικασθούν με την αρμόζουσα διαδικασία των μικροδιαφορών, (που πρότεινε η πρώτη εναγόμενη), επί των οποίων ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν: α) την ένσταση απαραδέκτου της αγωγής λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο των εναγόντων, ισχυριζόμενες ότι οι τελευταίοι δεν έχουν αποπληρώσει το τίμημα των εμπορευμάτων προς την πωλήτρια γαλλική εταιρία U.O. και επομένως δεν έχουν υποστεί καμία ζημία, όπως επίσης και στα συνημμένα στην αγωγή τιμολόγια πώλησης αναγράφεται ρήτρα παρακράτησης της κυριότητας των επίδικων εμπορευμάτων μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του τιμήματός τους, η οποία εξόφληση ουδέποτε έλαβε χώρα έως σήμερα και ως εκ τούτου δεν έχουν καταστεί κύριοι των εμπορευμάτων αυτών, ούτως ώστε εκ του λόγου τούτου να έχουν υποστεί ζημία. Η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί, διότι κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, βάση της νομιμοποίησης του ενάγοντος αποτελεί ο ενοχικός δεσμός αυτού με τον παραγγελιοδόχο και όχι η ζημία, ώστε να αποβαίνει ουσιώδες ζήτημα η κυριότητα αυτού επί των απωλεσθέντων πραγμάτων. Επιπροσθέτως, αυτός που έχει το κατά το άρθρο 12 παρ. 1 της Σύμβασης CMR δικαίωμα της διάθεσης των εμπορευμάτων, είναι ο φορέας της αξίωσης για αποζημίωση λόγω απώλειας ή βλάβης αυτών και στην προκειμένη περίπτωση δικαίωμα διάθεσης έχουν οι ενάγοντες, οι οποίοι έχουν άμεσο έννομο συμφέρον και νομιμοποιούνται ενεργητικά να ασκήσουν τα από το άρθρο 13 της Σύμβασης CMR δικαιώματα κατά του μεταφορέα και του παραγγελιοδόχου μεταφοράς, ανεξάρτητα από το εάν είναι κύριοι των παραδοθέντων προς μεταφορά και κατεστραμμένων εμπορευμάτων και εάν έχουν υποστεί ζημία. Σε κάθε περίπτωση οι ενάγοντες έχουν υποστεί ζημία από την καταστροφή των εμπορευμάτων, διότι η πώληση και αποστολή τους από την εταιρία U.O. είχε συμφωνηθεί με τον όρο ex works (εκ του εργοστασίου), δυνάμει του οποίου οι αγοραστές των εμπορευμάτων είχαν αναλάβει όλα τα έξοδα και τους κινδύνους φθοράς, καταστροφής και απώλειας των εμπορευμάτων από τον χρόνο παραλαβής τους στη μονάδα της U.O. μέχρι την άφιξή τους στον τόπο προορισμού στην Ελλάδα. β) Επικουρικά οι εναγόμενες προέβαλαν τον ισχυρισμό περί οικείου πταίσματος των κυρίως εναγόντων για τη συντέλεση της ένδικης ζημίας τους, καθώς συντέλεσαν οι ίδιοι σε ποσοστό 90% στην επαύξησή της. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση, προβάλλεται παραδεκτά και νόμιμα, στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν. γ) Περαιτέρω, η δεύτερη εναγόμενη προέβαλε τον ισχυρισμό περί απαλλαγής του μεταφορέα σύμφωνα με το άρθρο 17 CMR, ισχυριζόμενη ότι η καταστροφή των εμπορευμάτων των κυρίως εναγόντων ήταν αποτέλεσμα συνθηκών που ο μεταφορέας δεν μπορούσε να αποφύγει, ενώ ούτε τις συνέπειές τους μπορούσε να προλάβει, διότι η πρόσκρουση από την οποία επήλθε η καταστροφή των εμπορευμάτων των κυρίως εναγόντων λόγω της απώλειας ελέγχου του οχήματος από τον προστηθέντα οδηγό του μεταφορέα οφείλεται σε ξαφνικό και απροειδοποίητο πόνο που ένιωσε λόγω της νόσου COVID 19, με την οποία διεγνώσθη μετά από εξετάσεις, στις οποίες υπεβλήθη στο κέντρο υγείας που μεταφέρθηκε κατόπιν του τροχαίου ατυχήματος, χωρίς να το γνώριζε. Ο ανωτέρω ισχυρισμός συνιστά ένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 17 CMR, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν. δ) Τέλος, η δεύτερη εναγόμενη αρνήθηκε το ύψος των κονδυλίων και τον υπολογισμό της διασωθείσας αξίας των εμπορευμάτων.
… αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες αποτελούν μέλη του δικτύου τοπικών εμπορικών συνεργατών για την ελληνική αγορά της γαλλικής εταιρίας παραγωγής λιπαντικών και ορυκτελαίων U.O.. Η μονάδα παραγωγής της εταιρίας αυτής, όπου λαμβάνει χώρα και η συσκευασία και φόρτωση-αποστολή των πωλούμενων προϊόντων της, βρίσκεται στην πόλη Saumur της Γαλλίας. Τα πωλούμενα από την εν λόγω εταιρία προϊόντα της αποστέλλονται σε έκαστο των εναγόντων ως παραλήπτη-εμπορικό συνεργάτη της, από την ως άνω μονάδα παραγωγής της στις εγκαταστάσεις εκάστου εξ αυτών στην Ελλάδα ή/και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος συμφωνηθεί μεταξύ τους. Τον Νοέμβριο του 2021 προέβη, έκαστος των εναγόντων, στην αγορά λιπαντικών από τη γαλλική εταιρία παραγωγής U.O. με τον όρο EX WORKS. Ειδικότερα έκαστος εξ αυτών κατήρτισε, με την πρώτη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «Κ.Τ.Δ.Μ. ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ», αρχική παραγγελιοδόχο μεταφοράς, σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, η οποία ανέθεσε στη συνέχεια στη διαμεταφορική εταιρία με την επωνυμία «Β.Σ.Β.Π.Α.Χ.Ε. ΚΑΙ Ο.Ε. ΚΑΙ Υ.Α. ΚΑΙ Δ.Ε.Τ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», η οποία έχει την ιδιότητα της ενδιάμεσης παραγγελιοδόχου μεταφοράς, την ανεύρεση του κατάλληλου μεταφορέα. Ακολούθως η ως άνω δεύτερη στη σειρά παραγγελιοδόχος μεταφοράς ανέθεσε στην εταιρία με την επωνυμία Σ.Ε.Δ. ΚΑΙ Ε.Ο.Μ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» τη μεταφορά των επίδικων εμπορευμάτων, η οποία και εκτέλεσε την εν λόγω μεταφορά από τις εγκαταστάσεις της πωλήτριας εταιρίας παραγωγής στη Γαλλία προς την Ελλάδα. Το γεγονός της εμπλοκής της δεύτερης (ενδιάμεσης) παραγγελιοδόχου στην οργάνωση και τον συντονισμό της μεταφοράς των εμπορευμάτων δεν γνώριζαν οι ενάγοντες κατά τον χρόνο κατάθεσης και κοινοποίησης της αγωγής, όπως αποδεικνύεται από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων, η οποία εμπεριέχεται στην υπ’ αριθ. …/23.12.2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Βόλου Γ. Ζ., για τον λόγο αυτό δεν άσκησαν την αγωγή και κατά της ενδιάμεσης παραγγελιοδόχου μεταφοράς. Τα παραπάνω κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως ο ως άνω μάρτυρας, Ν. Δ., ο οποίος μέσω της επιχείρησης της κόρης του Ε. Δ., εκπροσώπησε έκαστο των εναγόντων κατά την κατάρτιση της σύμβασης παραγγελίας μεταφοράς με την πρώτη εναγόμενη της κύριας αγωγής διαμεταφορική εταιρία. Εξάλλου, από το σύνολο της αλληλογραφίας και ειδικότερα από τα email που προσκομίζουν οι κυρίως ενάγοντες με τις προτάσεις τους δεν προκύπτει από τα στοιχεία των αποστολέων, παραληπτών και τρίτων προσώπων καμία κοινοποίηση στην εταιρία «Β.Σ. Α.Ε.», ώστε να γνωρίζουν οι ίδιοι την εμπλοκή και της εταιρίας αυτής ως ενδιάμεσης παραγγελιοδόχου μεταφοράς. Όσον αφορά την πρώτη ενάγουσα, αντικείμενο της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της αποτελεί η εμπορία λιπαντικών, αξεσουάρ και ανταλλακτικών αυτοκινήτων, στα πλαίσια της οποίας προέβη στις 22.11.2021 στην αγορά από την ως άνω γαλλική εταιρία U.Ο., των κωδικών εμπορευμάτων που αναφέρονται αναλυτικά κατά ποσότητα και αξία στα ακόλουθα τιμολόγια: … [Ακολουθεί παράθεση των τιμολογίων]… ήτοι συνολικά η πρώτη ενάγουσα αγόρασε προϊόντα τιμολογιακής αξίας 18.470,51 ευρώ και καθαρού βάρους 9.346,90 χιλιογράμμων. Αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας της δεύτερης ενάγουσας εταιρίας αποτελεί η εμπορία συστημάτων άρδευσης αγροτικών εφαρμογών, μηχανημάτων και ανταλλακτικών, στα πλαίσια της οποίας προέβη στις 22.11.2021 στην αγορά από την ως άνω γαλλική εταιρία U.O. των κωδικών εμπορευμάτων που αναφέρονται αναλυτικά κατά ποσότητα και αξία στο υπ’ αριθ. …/22.11.2021 τιμολόγιο, συνολικής τιμολογιακής αξίας 4.139,52 ευρώ και συνολικού καθαρού βάρους 1.344,40 χιλιογράμμων, που εξέδωσε η τελευταία. Ο τρίτος των εναγόντων διατηρεί ατομική επιχείρηση με αντικείμενο δραστηριότητας το εμπόριο μερών και εξαρτημάτων μηχανοκίνητων οχημάτων, στα πλαίσια της οποίας προέβη σης 22.11.2021 στην αγορά από την ως άνω γαλλική εταιρία U.O. των κωδικών εμπορευμάτων που αναφέρονται αναλυτικά κατά ποσότητα και αξία στο υπ’ αριθ. …/22.11.2021 τιμολόγιο, συνολικής τιμολογιακής αξίας 8.850,29 ευρώ και συνολικού καθαρού βάρους 3.331,1 χιλιογράμμων, που εξέδωσε η τελευταία. Ο τέταρτος των εναγόντων διατηρεί ατομική επιχείρηση με αντικείμενο δραστηριότητας το εμπόριο στερεών, υγρών και αερίων καυσίμων και συναφών προϊόντων, στα πλαίσια της οποίας προέβη στις 22.11.2021 στην αγορά από την ως άνω γαλλική εταιρία U.O. των κωδικών εμπορευμάτων που αναφέρονται αναλυτικά κατά ποσότητα και αξία στο υπ’ αριθ. …/22.11.2021 τιμολόγιο, συνολικής τιμολογιακής αξίας 8.356,10 ευρώ και συνολικού καθαρού βάρους 3.458,4 χιλιογράμμων, που εξέδωσε η τελευταία. Ο πέμπτος των εναγόντων διατηρεί ατομική επιχείρηση με αντικείμενο δραστηριότητας το εμπόριο λιπαντικών και ανταλλακτικών οχημάτων, στα πλαίσια της οποίας προέβη στις 22.11.2021 στην αγορά από την ως άνω γαλλική εταιρία U.O. των κωδικών εμπορευμάτων που αναφέρονται αναλυτικά κατά ποσότητα και αξία στο υπ’ αριθ. …/22.11.2021 τιμολόγιο, συνολικής τιμολογιακής αξίας 2.853,12 ευρώ και συνολικού καθαρού βάρους 870,9 χιλιογράμμων, που εξέδωσε η τελευταία. Όλα τα ως άνω τιμολόγια παρατίθενται στην αγωγή σε επίσημη μετάφραση από τη γαλλική γλώσσα στην ελληνική και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής. Τα ως άνω εμπορεύματα, συνολικά 2.357 τεμάχια, συσκευάστηκαν από τη γαλλική εταιρία U.O. στις εγκαταστάσεις της, στην πόλη Saumur της Γαλλίας σε 27 παλέτες και ειδικότερα τα εμπορεύματα της πρώτης ενάγουσας σε 13 παλέτες, τα εμπορεύματα της δεύτερης σε 3 παλέτες, τα εμπορεύματα του τρίτου ενάγοντος σε 5 παλέτες, τα εμπορεύματα του τέταρτου σε 5 παλέτες και τα εμπορεύματα του πέμπτου σε 1 παλέτα και παραδόθηκαν στις 25.10.2021 στον οδηγό του με αριθμό κυκλοφορίας … φορτηγού οχήματος διεθνών μεταφορών, προστηθέντος από τη δεύτερη εναγόμενη της κύριας αγωγής μεταφορική εταιρία, προς τον σκοπό μεταφοράς τους από τη Γαλλία στην Ελλάδα για λογαριασμό εκάστου των εναγόντων. Η αξία των εμπορευμάτων αυτών στον ως άνω τόπο και χρόνο φόρτωσής τους, υπολογιζόμενη κατά την τρέχουσα τιμή των εμπορευμάτων, όπως αυτή δύναται να συναχθεί από τα ως άνω νομίμως εκδοθέντα τιμολόγια της πωλήτριας γαλλικής εταιρίας U.O. προς έκαστο των εναγόντων, ελλείψει τιμής χρηματιστηρίου αγοράς (άρθρο 23 παρ. 1 και παρ. 2 CMR), ανερχόταν: α) ως προς την πρώτη των εναγόντων στο ποσό των 18.470,51 ευρώ, β) ως προς τη δεύτερη στο ποσό των 4.139,52 ευρώ, γ) ως προς τον τρίτο στο ποσό των 8.850,29 ευρώ, δ) ως προς τον τέταρτο στο ποσό των 8.356,10 ευρώ και ως προς τον πέμπτο στο ποσό των 2.853,12 ευρώ. Στο πλαίσιο της ως άνω διεθνούς οδικής μεταφοράς και δη των αντίστοιχων συμβάσεων μεταφοράς των εμπορευμάτων εκάστου των εναγόντων, η πωλήτρια γαλλική εταιρία U.O. εξέδωσε αυθημερόν, ήτοι στις 25.11.2021, πέντε (5) δελτία/φορτωτικές CMR, που φέρουν και κατά περίπτωση αναγράφουν: α) τη σφραγίδα με πλήρη τα στοιχεία της δεύτερης εναγόμενης μεταφορικής εταιρίας ως μεταφορέα, καθώς και τον αριθμό του ως άνω φορτηγού οχήματος διεθνών μεταφορών, β) τη σφραγίδα με πλήρη τα στοιχεία της πωλήτριας γαλλικής εταιρίας U.O., στις εγκαταστάσεις της οποίας παραλήφθηκαν τα ως άνω εμπορεύματα, γ) τον ως άνω τόπο και χρόνο φόρτωσης (Saumur Γαλλία, 25.11.2021), δ) την ποσότητα και το συνολικό βάρος (μικτό βάρος) των παλετών, που περιείχαν τα εμπορεύματα εκάστου ενάγοντος συσκευασμένα, ανά παραλήπτη (13 παλέτες συνολικού βάρους 9.655 κιλών για την πρώτη ενάγουσα, 3 παλέτες συνολικού βάρους 1.422 κιλών για τη δεύτερη ενάγουσα, 5 παλέτες συνολικού βάρους 3.642 κιλών για τον τρίτο ενάγοντα, 5 παλέτες συνολικού βάρους 3.713 κιλών για τον τέταρτο ενάγοντα, 1 παλέτα συνολικού βάρους 952 κιλών για τον πέμπτο ενάγοντα), ε) τα στοιχεία εκάστου ενάγοντος ως παραλήπτη των προοριζόμενων για τον ίδιο εμπορευμάτων και τον τόπο προορισμού αυτών. Τα ως άνω δελτία/φορτωτικές CMR, επίσημα μεταφρασμένα από τη γερμανική και γαλλική γλώσσα στην ελληνική, παραδόθηκαν σε έκαστο των εναγόντων ως παραλήπτη των εμπορευμάτων του. Στις 26.11.2021 και ενώ ο οδηγός του ως άνω φορτηγού οχήματος, με αριθμό κυκλοφορίας …, προστηθείς στην οδήγηση από τη δεύτερη εναγόμενη της κύριας αγωγής μεταφορική εταιρία, με το οποίο η τελευταία εκτελούσε τη μεταφορά των εμπορευμάτων των εναγόντων από τη Γαλλία προς την Ελλάδα, εκινείτο στην Ιταλία με προέλευση από την πλευρά του Τορίνο και κατευθυνόμενος προς Πιατσέντσα, διένυε την οδό μονής κατεύθυνσης του αυτοκινητόδρομου Α21. Ο ως άνω οδηγός ερχόμενος στο ύψος του προοδευτικού χιλιομέτρου 12+990 sud (νότια), ευθύγραμμο τμήμα δρόμου με επίπεδο υψομετρικό προφίλ, εντός της εδαφικής επικράτειας του δήμου Vilanova D’ Asti (Βιλανόβα ντ’ Άστι), εξαιτίας αιφνίδιας αδιαθεσίας, η οποία στη συνέχεια διαπιστώθηκε από το υγειονομικό προσωπικό ως Covid, έχασε τον έλεγχο του οχήματος που οδηγούσε εκτρεπόμενος προς τα δεξιά της τροχιάς της πορείας του, διανύοντας αρχικά το ρεύμα επιβράδυνσης στην είσοδο του σταθμού αυτοκινήτων με την ονομασία «Vilanova sud (Βιλανόβα σουντ). Αφού έφθασε στην είσοδό του, προσέκρουσε με το μπροστινό μέρος του συνόλου του οδικού οχήματος στο τσιμεντένιο κράσπεδο και στο προστατευτικό κιγκλίδωμα, καταστρέφοντάς τα και μη έχοντας ακόμη εξαντλήσει την κινητική ενέργειά του διένυσε ακόμα μερικά μέτρα στον παρακείμενο αγρό καταρρίπτοντας «totem με φωτεινή επιγραφή Agip» και διασκόρπισε όλο το φορτίο του στον παρακείμενο αγρό, όπου πήρε θέση ακινησίας. Λόγω ακριβώς του υψηλού πυρετού ο οδηγός δεν είχε την απαιτούμενη διαύγεια και εγρήγορση για να οδηγήσει και όφειλε, αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την εμπύρετη κατάστασή του, λόγω και της πείρας του ως οδηγού διεθνών μεταφορών, να ακινητοποιήσει το όχημά του σε ασφαλές σημείο, αντιθέτως αδιαφόρησε και συνέχισε την πορεία του, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο όχι μόνο τη δική του σωματική ακεραιότητα, αλλά και των λοιπών οδηγών του αυτοκινητόδρομου. Το γεγονός δε, ότι ενδεχομένως γνώριζε ο οδηγός ότι ήταν θετικός στην covid 19 πριν την έναρξη της μεταφοράς, διότι κατά τον χρόνο εκείνο (Νοέμβριος του 2021) ήταν υποχρεωτικοί οι τακτικοί διαγνωστικοί έλεγχοι για covid 19, ιδιαιτέρως για όσους έπρεπε να μετακινηθούν, και ενδέχεται να είχε υποβληθεί σε διαγνωστικό έλεγχο κατά της covid 19 και να ήταν θετικός, δεδομένου ότι ξεκίνησε το δρομολόγιο μία ημέρα πριν από το ατύχημα, επιτείνει την υπαιτιότητά του. Έτσι, η συμπεριφορά αυτή του προστηθέντος, κατά τα άνω, οδηγού συνιστά «ηθελημένη κακή διαχείριση», σύμφωνα με το άρθρο 29 της Διεθνούς Συμβάσεως CMR, καθόσον αυτός ενήργησε εν γνώσει του ότι οι προαναφερόμενες πράξεις και παραλείψεις του θα οδηγούσαν σε βέβαιη, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, τους κανόνες της επιστήμης και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, σημαντική επαύξηση του κινδύνου επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος, πράγμα για το οποίο επέδειξε ολιγωρία, έστω και αν δεν προσδοκούσε ότι θα συμβεί ή δεν το αποδεχόταν. Ενόψει αυτών, ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγόμενης της κύριας αγωγής-μεταφορέως ότι η απώλεια του ένδικου φορτίου οφείλεται σε συνθήκες που ο οδηγός του οχήματος δεν μπορούσε να αποφύγει, βάσει του οποίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2 και 18 παρ. 1 της άνω Διεθνούς Συμβάσεως, ζητεί την απαλλαγή της, είναι ουσιαστικά αβάσιμος, αφού, αν ο παραπάνω οδηγός είχε τηρήσει τα μέτρα που προαναφέρθηκαν, τα οποία τηρεί κάθε μέσος συνετός μεταφορέας, η απώλεια του επίδικου φορτίου θα είχε αποφευχθεί. Αποτέλεσμα του τροχαίου αυτού ατυχήματος ήταν να καταστραφεί το μεγαλύτερο μέρος των μεταφερόμενων εμπορευμάτων.
Παρατηρήσεις
Ζητήματα από τη διεθνή οδική μεταφορά πραγμάτων (σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση CMR)
Η απόφαση θίγει σειρά ζητημάτων από το δίκαιο της διεθνούς οδικής μεταφοράς πραγμάτων (στην οποία εφαρμόζεται η από 19.5.1956 Διεθνής Σύμβαση της Γενεύης για τη διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων οδικώς – Διεθνής Σύμβαση CMR), τα περισσότερα από τα οποία προσεγγίζει με απόλυτη επιτυχία. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε επιλεκτικά σε ορισμένα από τα πορίσματα της απόφασης, που είτε δεν ανευρίσκονται συχνά στη σχετική με τη Διεθνή Σύμβαση CMR –ομολογουμένως πλούσια– νομολογία είτε αφήνουν περιθώριο για αποκλίνουσες σκέψεις.
Ι. 1. Η απόφαση επισημαίνει ότι η Διεθνής Σύμβαση CMR καλύπτει κάθε μεταφορά εμπορευμάτων που εκτελείται οδικώς με οχήματα έναντι αμοιβής, εφόσον ο τόπος παραλαβής των εμπορευμάτων και ο τόπος που έχει ορισθεί για την παράδοσή τους βρίσκονται σε δύο διαφορετικές χώρες, από τις οποίες η μία τουλάχιστον είναι συμβαλλόμενη στη Σύμβαση χώρα, ασχέτως του τόπου διαμονής και εθνικότητας των συμβαλλομένων και ανεξαρτήτως του εάν εκείνος που ανέλαβε με τη σύμβαση τη μεταφορά διατηρεί επιχείρηση μεταφοράς ή εκτέλεσε τη μεταφορά εντελώς περιστασιακά ή ανέθεσε την εκτέλεσή της σε υπομεταφορέα ή δεν έχει δικά του αυτοκίνητα και αναθέτει μετά σε τρίτον την εκτέλεσή της.
2. Οι προκείμενες διαπιστώσεις οριοθετούν το πεδίο εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης CMR, για το οποίο προβλέπει το άρθρο 1 παρ. 1 αυτής. Σε αυτές μπορούμε να συμπληρώσουμε, χάριν πληρότητας, τα εξής[1]:
α) πρώτον, αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης CMR είναι η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης μεταφοράς. Η ευθύνη του μεταφορέα από την εν λόγω Σύμβαση είναι αμιγώς συμβατική. Επομένως, δεν αφορά σε περιπτώσεις που η μεταφορά ενεργείται από αβροφροσύνη ή για λόγους κοινωνικής ευπρέπειας – και όχι σε εκπλήρωση υποχρέωσης από σύμβαση μεταφοράς·
β) δεύτερον, αντικείμενο της σύμβασης μεταφοράς πρέπει μεν να είναι η επ’ αμοιβή μεταφορά, ωστόσο η αμοιβή δεν είναι απαραίτητο να συνίσταται σε χρήμα· επίσης, σε αντίθεση προς το γράμμα του άρθρου 1 παρ. 1 CMR, γίνεται καθολικά δεκτό ότι η μεταφορά δεν χρειάζεται να έχει ως αντικείμενο εμπόρευμα, αλλά μπορεί να αφορά γενικώς σε «πράγμα», δηλ. σε κάθε κινητό αντικείμενο, περιλαμβανομένων π.χ. ακόμη και απορριμάτων ή πυρηνικών υπολειμμάτων, με εξαίρεση τα αντικείμενα που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 1 παρ. 4 CMR·
γ) και τρίτον, η μεταφορά πρέπει με βάση τη σχετική σύμβαση να έχει διαμορφωθεί κατά ένα τουλάχιστον σκέλος ως οδική και διασυνοριακή, ανεξαρτήτως της χρονικής διάρκειάς της και της απόστασης· κατά τα λοιπά όμως δεν έχει σημασία, αν το πράγμα όντως μεταφέρεται οδικώς και μάλιστα από μία χώρα σε άλλη (από τις οποίες έστω η μία να είναι συμβαλλόμενο κράτος), δηλ. κριτήριο για την εφαρμογή της Σύμβασης είναι τι συμφώνησαν τα μέρη και όχι τι εκτέλεσε ο μεταφορέας.
ΙΙ. 1. Σύμφωνα με την απόφαση, για το ορισμένο της αγωγής αποζημίωσης κατά του μεταφορέα σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ: αφενός, αρκεί η επίκληση μίας από τις αξίες που ορίζονται στο άρθρο 23 παρ. 2 CMR, δηλ. είτε της χρηματιστηριακής τιμής είτε της τρέχουσας τιμής αγοράς είτε της συνήθους τιμής εμπορευμάτων του ίδιου είδους και της ίδιας ποιότητας· και αφετέρου, δεν απαιτείται αναφορά της αιτίας που προκάλεσε τη ζημία ούτε της κατάστασης των εμπορευμάτων κατά τον χρόνο που δόθηκαν προς μεταφορά ούτε του χρονικού σημείου κατά το οποίο επήλθε η ζημία.
2. Αναφορικά με το πρώτο σκέλος, η απόφαση αποτυπώνει την κρατούσα στη νομολογία άποψη ότι για το ορισμένο της αγωγής αποζημίωσης κατά του μεταφορέα αρκεί η επίκληση οποιασδήποτε από τις τρεις τιμές του άρθρου 23 παρ. 2 CMR· άποψη που ενίοτε αιτιολογείται με τη σκέψη ότι μια τέτοια επίκληση περιέχει και σιωπηρό ισχυρισμό για τη μη ύπαρξη προηγούμενης (κατά τη σειρά παράθεσης που ακολουθεί το εν λόγω άρθρο) τιμής, με συνέπεια να εναπόκειται στον μεταφορέα να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι υπάρχει προηγούμενη τιμή και ότι είναι μικρότερη καθ’ ύψος[2]. Σύμφωνα με αντίθετη, μάλλον ορθότερη άποψη, υποστηριζόμενη κυρίως στη θεωρία, η μνεία των τριών τιμών, στο άρθρο 23 παρ. 2 CMR, γίνεται με σειρά αυστηρής ιεράρχησης, που σημαίνει ότι, αν ο ενάγων δεν επικαλείται τιμή χρηματιστηρίου αλλά την τρέχουσα τιμή, πρέπει απαραιτήτως να αναφέρει στην αγωγή ότι δεν υπάρχει χρηματιστηριακή τιμή, αντίστοιχα δε, αν επικαλείται τη συνήθη τιμή, πρέπει να εκθέτει ότι δεν υπάρχει ούτε χρηματιστηριακή ούτε τρέχουσα (τιμή)[3].
3. Νομική βάση της ευθύνης του διεθνούς οδικού μεταφορέα πραγμάτων είναι η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 CMR. Από αυτή συνάγεται, όπως ορθά συμπεραίνει και η απόφαση, ότι για το ορισμένο της αγωγής αποζημίωσης κατά του μεταφορέα πρέπει, αλλά και αρκεί, να γίνεται επίκληση ότι συντελέστηκε απώλεια ή βλάβη του πράγματος στο χρονικό διάστημα που άρχισε με την παραλαβή του από τον μεταφορέα και ολοκληρώθηκε ή, κατά περίπτωση, έπρεπε να ολοκληρωθεί με την παράδοσή του στον παραλήπτη. Αντιθέτως, δεν χρειάζεται να προσδιορίζεται στην αγωγή η κατάσταση του πράγματος κατά την παραλαβή του από τον μεταφορέα, το ακριβές χρονικό σημείο –εννοείται: εντός του ίδιου ως άνω χρονικού πλαισίου– κατά το οποίο επήλθε η απώλεια ή βλάβη του αλλά ούτε και ο λόγος επέλευσης της απώλειας ή βλάβης[4].
ΙΙΙ. 1. Η απόφαση ασχολείται με την κομβική, για το δίκαιο της διεθνούς οδικής μεταφοράς, έννοια της «ηθελημένης κακής διαχείρισης» (wilful misconduct). Επιχειρώντας να την φωτίσει εννοιολογικά, την ορίζει ως μορφή πταίσματος που περιλαμβάνει, εκτός από τον άμεσο και ενδεχόμενο δόλο, και τη συμπεριφορά εκείνη του μεταφορέα κατά την οποία αυτός ενεργεί εν γνώσει του ότι η πράξη ή η παράλειψή του οδηγεί σε επαύξηση του κινδύνου επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος, για το οποίο επιδεικνύει αδιαφορία, χωρίς όμως κατ’ ανάγκη να το αποδέχεται.
2. α) Το συγκεκριμένο χωρίο της απόφασης αποτελεί στερεότυπη επανάληψη της κρατούσας στην ελληνική νομολογία εκδοχής, όπως διατυπώθηκε στην υπ’ αριθ. 18/1998 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου[5]. Όπως έχουμε εξηγήσει σε άλλη θέση[6], η εν λόγω προσέγγιση δεν μπορεί να επιδοκιμασθεί, διότι αλλοιώνει τη ρύθμιση του άρθρου 29 παρ. 1 CMR, στο μέτρο που ως παράλειψη ισοδύναμη κατά το ελληνικό δίκαιο με την ηθελημένη κακή διαχείριση εκλαμβάνει την ίδια την ηθελημένη κακή διαχείριση. Αυτό συμβαίνει, καθώς το πρότυπο συμπεριφοράς του μεταφορέα που αναγορεύεται σε πταίσμα ισοδύναμο με την ηθελημένη κακή διαχείριση, στην πραγματικότητα συνιστά πιστή απόδοση του ορισμού που δίνεται για τον όρο «ηθελημένη κακή διαχείριση» στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο. Μάλιστα, το πλέον παράδοξο είναι ότι η εν λόγω συμπεριφορά εκλαμβάνεται στη νομολογία ως κρίσιμη για την εφαρμογή του άρθρου 29 παρ. 1 CMR κατά συνειδητή παραδοχή –η οποία εκφράζεται απερίφραστα και στην προκείμενη απόφαση– ότι αποτυπώνει μια μορφή πταίσματος που είναι άγνωστη στο ελληνικό δίκαιο, παρόλο που το άρθρο 29 παρ. 1 CMR ρητά απαιτεί το ισοδύναμο με την ηθελημένη κακή διαχείριση πταίσμα να αναγνωρίζεται ως τέτοιο από τη νομοθεσία του δικάζοντος (εθνικού) δικαστηρίου και συνεπώς, αν μη τι άλλο, να είναι γνωστό σε αυτή.
β) Κατά τη γνώμη μας, πιο πειστική εμφανίζεται η εκδοχή ότι η ηθελημένη κακή διαχείριση αντιστοιχεί στον ενδεχόμενο δόλο[7]. Χαρακτηριστικό στοιχείο της ηθελημένης κακής διαχείρισης είναι η αδιαφορία του δράστη έναντι της επαύξησης του κινδύνου πρόκλησης ζημίας στο μεταφερόμενο πράγμα. Αυτή η αδιαφορία μπορεί να μην εκδηλώνεται πάντα ως ενεργητική αποδοχή του ενδεχόμενου ζημιογόνου αποτελέσματος, όμως από τη στιγμή που είναι συνειδητή κατ’ ανάγκη συνεπάγεται την αποδοχή του, γεγονός που δικαιολογεί την ένταξη της ηθελημένης κακής διαχείρισης στην κατηγορία του ενδεχόμενου δόλου. Σημειωτέον ότι η προκείμενη θεώρηση εκφράζει την άποψη της μειοψηφίας (ενός μέλους) στην ως άνω υπ’ αριθ. 18/1998 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
γ) Αν και στην εννοιολογική αφετηρία της –σύμφωνα με τα παραπάνω (υπό α και β)– η δημοσιευόμενη απόφαση μάλλον αποδεικνύεται προβληματική, στην πορεία καταλήγει στο απολύτως εύστοχο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του οδηγού να συνεχίσει την εκτέλεση της ένδικης μεταφοράς υπό την επήρεια υψηλού πυρετού –αντί να ακινητοποιήσει το έμφορτο όχημα σε ασφαλές σημείο, λόγω και της πείρας του ως οδηγού διεθνών μεταφορών, αφού δεν διέθετε πλέον την απαιτούμενη διαύγεια και εγρήγορση για να οδηγήσει– συνιστά περίπτωση ηθελημένης κακής διαχείρισης κατ’ άρθρο 29 CMR. Στην ίδια βάση η απόφαση ορθά απέρριψε ως αβάσιμο τον –κατ’ ένσταση προβληθέντα– ισχυρισμό του μεταφορέα ότι η εμπύρετη κατάσταση του οδηγού λόγω προσβολής του από τη νόσο COVID-19, η οποία αποτέλεσε την αιτία του ένδικου ατυχήματος και της απώλειας του φορτίου, ήταν συνθήκη που δεν μπορούσε να αποφευχθεί κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 2 περ. τελ. CMR και ως τέτοια έπρεπε να οδηγήσει στην ολική απαλλαγή του από την ευθύνη προς αποζημίωση.
IV. Τέλος, ορθή είναι η κρίση της απόφασης ότι οι ενάγοντες, αν και δεν έχουν καταστεί κύριοι του ένδικου φορτίου λόγω παρακράτησης της κυριότητας από τον πωλητή, έχουν υποστεί ζημία από την καταστροφή του και νομιμοποιούνται στην άσκηση της αγωγής, για τον λόγο ότι φέρουν τον κίνδυνο φθοράς, καταστροφής και απώλειας του φορτίου από τον χρόνο παραλαβής του στη μονάδα παραγωγής του πωλητή (στη Γαλλία) μέχρι την άφιξή του στον τόπο προορισμού (στην Ελλάδα), δοθέντος ότι η πώληση και αποστολή του από τον πωλητή είχε συμφωνηθεί με τον όρο ex works.
Αχιλλέας Δ. Μπεχλιβάνης
Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ., Δικηγόρος Θεσσαλονίκης και Κολωνίας
[1]. Για όσα ακολουθούν βλ. Αχ. Μπεχλιβάνη, Η ευθύνη του μεταφορέα σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση CMR – Λόγω απώλειας ή βλάβης του πράγματος ή καθυστέρησης στην παράδοση, 2020, σ. 9 επ.
[2]. Βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 1529/1991 ΕΕμπΔ 1994, 227· ΕφΘεσ 2663/2006 ΕπισκΕΔ 2006, 1207· ΕφΘεσ 2305/2006 ΕπισκΕΔ 2006, 1168.
[3]. Βλ. ενδεικτικώς Αχ. Μπεχλιβάνη, ό.π., σ. 118 σε συνδυασμό με την εκεί υποσημ. 342· Κ. Παμπούκη, Εισαγωγικό σημείωμα (στην ΕΘ 2305/2006), ΕπισκΕΔ 2006, σ. 1171 υπό Ι 2 Β· ΕφΘεσ 1939/1996 Αρμεν. 1996, 1475.
[5]. Βλ. εντελώς ενδεικτικά και ΜΕφΘεσ 640/2020 ΕπισκΕΔ 2020, 468· ΜΠρΘεσ 1504/2019 ΕπισκΕΔ 2020, 514.
[6]. Βλ. Αχ. Μπεχλιβάνη, ό.π., σ. 207· τον ίδιο, Διεθνής οδική μεταφορά πραγμάτων: Απαλλαγή του μεταφορέα από την ευθύνη, αδικοπραξία και ηθελημένη κακή διαχείριση (wilful misconduct), σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς -Με αφορμή τις ΜΠρΘεσ 1504/2019, ΜΠρΘεσ 1505/2019 και ΜΕφΘεσ 640/2020-, ΕπισκΕΔ 2020, σ. 749 (υπό ΙΙ)· Κ. Παμπούκη, Το κατ’ άρθρο 29 CMR πταίσμα του μεταφορέα και των προστηθέντων του, ΕπισκΕΔ 2009, σ. 619 υπό 3.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα