ΜΕφΠειρ 81/2023[*]
Δικαστής: Ε. Σκριβάνου
Δικηγόροι: Μ. Κυριαζής – Κ. Τρουπή
(22, 23, 24 ν. 3896/2010, 57, 59, 932 ΑΚ)
Σεξουαλική παρενόχληση. Επανειλημμένες πράξεις του νόμιμου εκπροσώπου της εργοδότριας εταιρείας που αποτελούσαν μορφές ανεπιθύμητης λεκτικής και σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα και είχαν ως σκοπό αλλά και ως αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας της εργαζομένης.
Αποδεικτικές διευκολύνσεις. Όταν ένα πρόσωπο ισχυρίζεται ότι υπέστη σεξουαλική παρενόχληση και επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, γεγονότα ή στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται ότι εκδηλώθηκε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση, ο καθ’ου φέρει το βάρος να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παρενόχληση.
Προσβολή της προσωπικότητας της εργαζομένης λόγω της άρνησης της εργοδότριας εταιρείας να αναγγείλει την απασχόλησή της στον φορέα κοινωνικής ασφάλισης, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της, με συνέπεια η ενάγουσα να στερείται ασφαλιστικής κάλυψης.
Προσβολή της προσωπικότητας της εργαζομένης εξαιτίας της επίδοσης σε αυτήν εξώδικης δήλωσης, στην οποία ο νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριας εταιρείας ισχυρίστηκε ψευδή περιστατικά, γνωρίζοντας την αναλήθειά τους, τα οποία περιήλθαν σε γνώση τρίτων.
Επιδίκαση στην παθούσα ποσού 6.000€ ως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
[…]
[Α]πό τη διάταξη του άρθρου 71 εδ. α’ ΑΚ, κατά την οποία‘’Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης’’, συνάγεται ότι, στην περίπτωση αδικοπραξίας των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται και σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, βάσει της γενικής διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ, η οποία παρέχει χρηματική ικανοποίηση σε κάθε περίπτωση ηθικής βλάβης, δηλαδή όταν αυτή προέρχεται από οποιαδήποτε αδικοπραξία, έστω και αν αυτή στρέφεται κατά της περιουσίας (Ολ.ΑΠ 8/2008, 812/1980 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, με τις οποίες θεσπίζεται η προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας και με τις οποίες ορίζεται, στη μεν πρώτη ότι:‘’Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον… Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται’’, στη δε δεύτερη ότι:‘’Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επί πλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις’’, σαφώς προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης παρέχεται μόνο όταν συντρέχει και το στοιχείο της υπαιτιότητας, το οποίο ρητώς μνημονεύεται στην προαναφερθείσα διάταξη. Οι ανωτέρω διατάξεις έχουν εφαρμογή και στις περιπτώσεις παράνομων ενεργειών (πράξεων ή παραλείψεων), με τις οποίες προσβάλλεται η προσωπικότητα υπό οποιαδήποτε εκδήλωσή της: σωματική, ψυχική, πνευματική, κοινωνική (Ολ.ΑΠ 8/2008, ΑΠ 542/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, όπως γίνεται δεκτό στη νομολογία αλλά και στη θεωρία του εργατικού δικαίου, ο εργοδότης και οι εκπρόσωποί του οφείλουν να παραλείπουν ενέργειες ή συμπεριφορές που συνιστούν παρενόχληση και ιδίως σεξουαλική παρενόχληση του εργαζομένου και έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειάς του, υποχρέωση απορρέουσα καταρχήν και από την υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη έναντι του εργαζόμενου. Στη νομολογία η υποχρέωση στηριζόταν στις γενικές ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα για την προσβολή της προσωπικότητας και την αδικοπρακτική ευθύνη (άρθρα 57, 59, 914, 932 ΑΚ). Στην περίπτωση δε, που το θύμα της σεξουαλικής παρενόχλησης εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει την εργασία του ή ο εργοδότης προέβαινε σε καταγγελία της σύμβασης, λόγω της άρνησής του να αποδεχθεί την παρενόχληση, τότε η συμπεριφορά του εργοδότη θεωρείτο ως μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας (άρθρο 7 του Ν. 2112/1920), η δε καταγγελία κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (θεωρείτο) καταχρηστική και άκυρη, ενώ ο εργαζόμενος μπορούσε να ζητήσει αποζημίωση και για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης (ΑΠ 84/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1655/1999 ΔΕΝ 2000.1444, Εφ.Θεσ. 957/2001 Αρμ 2001.948, Εφ.Αθ. 1139/2007 ΔΕΕ 2007.1234, όπου σχόλια I. Ληξουριώτη, Γκούτος, ΕΕργΔ 2003.198 επ., Κιοσσέ Παυλίδου,‘’Σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας’’ ΔΕΕ 2008.1214 επ.).
Εν τω μεταξύ, όμως, για το εν λόγω θέμα θεσμοθετήθηκαν από τον νομοθέτη νεότερες ρυθμίσεις σε συμμόρφωση με τις ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου. Ειδικότερα, στη ενωσιακή νομοθεσία η σεξουαλική παρενόχληση αντιμετωπίστηκε στα πλαίσια της απαγόρευσης των διακρίσεων στον τομέα της απασχόλησης και στην αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών αρχικώς για όμοια και μετέπειτα για ίσης αξίας εργασία σε επίπεδο τόσο πρωτογενούς (άρθρο 119 ήδη 141 ΣΕΚ) όσο και δευτερογενούς δικαίου και δη στις Οδηγίες α) 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζόμενων ανδρών και γυναικών, β) 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 2002, γ) 86/378/ΕΟΚ, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 96/97/ΕΚ, της 20ης Δεκεμβρίου 1996, και, δ) οδηγία 97/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου, η οποία επεκτάθηκε με την οδηγία 98/52/ΕΚ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι προαναφερθείσες Οδηγίες είχαν ήδη ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 1414/1984 (ΦΕΚ Α’ 10), ο οποίος αντικαταστάθηκε από το Ν. 3488/2006 (ΦΕΚ Α’ 191), το Π.Δ. 105/2003 (ΦΕΚ Α’ 96) και το Π.Δ. 87/2002 (ΦΕΚ Α’ 66). Στη συνέχεια οι διατάξεις των ως άνω οδηγιών αναδιατυπώθηκαν στην οδηγία 2006/54/ΕΚ και δη κωδικοποιήθηκαν και απλουστεύθηκαν, ενώ επικαιροποιήθηκε και το κοινοτικό κεκτημένο στον συγκεκριμένο τομέα με ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους της σχετικής πάγιας νομολογίας του Δ.Ε.Κ. Σύμφωνα με τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, στο προοίμιο 6 της οδηγίας αυτής ορίσθηκε ότι η παρενόχληση και η σεξουαλική παρενόχληση αντιβαίνουν προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και αποτελούν διάκριση λόγω φύλου για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, ενώ οι μορφές αυτές διάκρισης δεν παρατηρούνται μόνο στον χώρο εργασίας, αλλά και στο πλαίσιο της πρόσβασης στην απασχόληση, την επαγγελματική κατάρτιση και την επαγγελματική εξέλιξη και θα πρέπει συνεπώς, να απαγορεύονται και να υπόκεινται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2δ της εν λόγω οδηγίας, ορίζεται η σεξουαλική παρενόχληση ως εξής:‘’όταν εκδηλώνεται οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός ατόμου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος’’, ενώ στο άρθρο 19 ορίζεται ότι‘’Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με τα εθνικά τους δικαστικά συστήματα, ώστε να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όταν πρόσωπο που κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης’’.
Η ενσωμάτωση της εν λόγω οδηγίας 2006/54/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη έγινε με τον νόμο 3896/2010, που ισχύει στην ένδικη υπόθεση (ΦΕΚ Α’ 207/8.12.2010), στο άρθρο 3 του οποίου ορίσθηκε ότι απαγορεύεται κάθε μορφής άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση, σε όλους τους τομείς που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, όπως εξειδικεύονται στις κατωτέρω διατάξεις και δη στην παράγραφο 2 α) η παρενόχληση, η σεξουαλική παρενόχληση, καθώς και οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση που οφείλεται στην ανοχή ή στην απόρριψη αυτής της συμπεριφοράς και συνιστούν διάκριση λόγω φύλου και απαγορεύονται, ενώ στο άρθρο 24 ορίζεται ότι, όταν ένα πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου ισχυρίζεται ότι υφίσταται μεταχείριση που ενέχει διάκριση λόγω φύλου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις (άρα και σεξουαλική παρενόχληση) και επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, γεγονότα ή στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, ή ότι εκδηλώθηκε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση κατά την έννοια του νόμου, ο καθ’ού φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή, ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και παρενόχληση. Η προστασία, εξάλλου, έναντι αντιποίνων ρυθμίζεται δυνάμει του άρθρου 14 Ν. 3896/2010, το οποίο (στο δεύτερο εδάφιό του) απαγορεύει την καταγγελία ή την με οποιονδήποτε τρόπο λύση της σχέσης εργασίας και της υπαλληλικής σχέσης, καθώς και κάθε άλλη δυσμενή μεταχείριση, όταν συνιστά εκδικητική συμπεριφορά του εργοδότη, λόγω μη ενδοτικότητας του εργαζομένου σε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση σε βάρος του, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 2 Ν. 3896/2010.
Οι μορφές παρενόχλησης, κατά τους ορισμούς της ως άνω οδηγίας, μπορούν να κυμαίνονται από ήπιες συμπεριφορές μέχρι και σοβαρά ποινικά αδικήματα, ως τέτοιες δε, μεταξύ άλλων, θεωρούνται τα περιττά αγγίγματα στο σώμα του εργαζόμενου, ανεπιθύμητες ερωτικές και ανήθικες προτάσεις ή πίεση για σεξουαλικές πράξεις ή συνεχείς προτάσεις εντός του εργασιακού χώρου, πολύ περισσότερο και πράξεις προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας με εκμετάλλευση της εργασιακής θέσης του παθόντος, που αποτελούν κατά το Ελληνικό δίκαιο και ποινικά αδικήματα (βλ. άρθρο 337 παρ. 1 και 5 ΠΚ). Επομένως, η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί συμπεριφορά που δεν είναι αποδεκτή από το δίκαιο ως επιφέρουσα προσβολή της προσωπικότητάς του εργαζομένου και γεννά υπέρ του παρενοχλούμενου δικαιώματα και σε βάρος του παρενοχλούντα επιφέρει κυρώσεις. Η έννομη προστασία ρυθμίζεται καταρχήν στο άρθρο 22 Ν. 3896/2010, ενώ στο άρθρο 23 ορίζονται οι αστικές, διοικητικές και ποινικές κυρώσεις και στην περίπτωση που παρενοχλεί ο εργοδότης ορίζεται αξίωση του παρενοχλούμενου για πλήρη αποζημίωση, θετική και αποθετική, για υλική και ηθική βλάβη, που προκαλείται από την παρενόχληση, κατά το άρθρο 23 παρ. 1 Ν. 3896/2010, αλλά και κατά εφαρμογή των διατάξεων 57, 59 ΑΚ ή και 914, 923 ΑΚ (Εφ.Αθ. 1196/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γεώργιος Ν. Διαμαντόπουλος‘’Νομοθετικό πλαίσιο και νομολογιακές εκφάνσεις της σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο’’ ΔΕΕ 2016.1334).
[…]
[Α]ποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσλήφθηκε την 1η.11.2014 από τη δεύτερη εναγόμενη –ήδη δεύτερη εκκαλούσα μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η οποία δραστηριοποιείται στη διεξαγωγή διεθνών μεταφορών, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης, που συνήψε διά του πρώτου εναγόμενου– ήδη πρώτου εκκαλούντος, μοναδικού εταίρου, νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της εταιρίας αυτής, για να εργαστεί ως υπάλληλος γραφείου, αντί καθαρών μηνιαίων αποδοχών 500 ευρώ, πλέον ασφαλιστικών εισφορών, όπως σαφώς αναφέρει η ίδια στην ανωμοτί εξέτασή της, αλλά και οι ανωτέρω ενόρκως βεβαιούντες, μάρτυρές της. Η ενάγουσα είναι έγγαμη με δύο παιδιά και κατά το χρόνο της πρόσληψής της, για την οποία μεσολάβησαν ο αδερφός της … και ο φίλος του …, καθώς αυτοί γνώριζαν τον πρώτο εναγόμενο (βλ. σχετικά ως άνω ένορκες βεβαιώσεις τους), ήταν ήδη μακροχρόνια άνεργη και είχε οικονομική ανάγκη να εργαστεί. Το ωράριο εργασίας της συμφωνήθηκε έξι ώρες ημερησίως (από 9 π.μ. έως 15 μ.μ.) επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως. Τα καθήκοντά της ήταν αυτά της γενικής γραμματειακής υποστήριξης και ειδικότερα ο χειρισμός ηλεκτρονικού υπολογιστή, η διαχείριση της αλληλογραφίας, η λήψη παραγγελιών και η επικοινωνία με πελάτες της επιχείρησης, η έκδοση τιμολογίων κ.λπ. Στο γραφείο εργαζόταν μόνο η ίδια και ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος είχε και τη διεύθυνση της εταιρίας – δεύτερης εναγόμενης.
Μετά από τους πρώτους μήνες εργασίας της ενάγουσας, διάστημα το οποίο ήταν δοκιμαστικό, η τελευταία άρχισε να ζητεί από τον εναγόμενο να την ασφαλίσει. Παρά τις επανειλημμένες, ωστόσο, οχλήσεις της προς τούτο, ο τελευταίος δεν προέβαινε, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριας εταιρίας – δεύτερης εναγόμενης, στη νόμιμη υποχρέωσή της τελευταίας, που συνίστατο στην ασφάλιση της εργαζόμενης ενάγουσας στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι η ίδια η ενάγουσα δεν επιθυμούσε την ασφάλισή της, ώστε να συνεχίσει να λαμβάνει επίδομα ανεργίας από τον Ο.Α.Ε.Δ., δεν κρίνεται πειστικός, αφού αυτή δεν ελάμβανε τέτοιο επίδομα κατά το κρίσιμο διάστημα της απασχόλησής της στην ως άνω εταιρία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρία, που ήταν υπεύθυνη για την καταβολή τους, ως εργοδότριά της με βάση την ισχύουσα αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, οφείλει στην ενάγουσα ως εργατικές εισφορές, για το διάστημα που εργάστηκε σε αυτήν 95 ευρώ μηνιαίως (500 ευρώ καθαρές αποδοχές Χ 16%) και ειδικότερα: α) για το έτος 2015 για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο το ποσό των (2 × 95=) 190 ευρώ, για αναλογία δώρου Χριστουγέννων το ποσό των (595 × 2/7 = 170 ευρώ × 16 %) 27,20 ευρώ και συνολικά 217,20 ευρώ, β) για το έτος 2015 το ποσό των (14 × 95=) 1.330 ευρώ, γ) για το έτος 2016 το ποσό των (14 × 95=) 1.330 ευρώ, δ) για το έτος 2017 το ποσό των (14 × 95=) 1.330 ευρώ, ε) για το έτος 2018 το ποσό των (14 × 95=) 1.330 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 5.537,20 ευρώ. Το κεφάλαιο δε αυτό της εκκαλουμένης απόφασης, δεν πλήττεται με κάποιον ειδικό λόγο της ένδικης έφεσης. Το υπόλοιπο, όμως, του σχετικού με τις ασφαλιστικές εισφορές κονδυλίου της αγωγής και ειδικότερα αυτό που αφορούσε τις εργοδοτικές (εισφορές), απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς, όπως συνομολογεί η ενάγουσα με τις πρωτόδικες προτάσεις της, αυτή υπέβαλε καταγγελία στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., η οποία και έγινε δεκτή, οπότε, αφού αναγνωρίστηκε ο χρόνος ασφάλισής της, έστω με δικές της ενέργειες, δεν υπέστη ζημία, διότι τα ποσά των εργοδοτικών εισφορών δεν είναι καταβλητέα πλέον στην ίδια, αλλά ανήκουν στον ως άνω ασφαλιστικό φορέα (Ι.Κ.Α.Ε.Τ.Α.Μ.), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη απόφαση και συνεπώς η ενάγουσα δεν έχει άμεση αξίωση για τις εισφορές αυτές. Δεδομένου δε ότι δεν ασκήθηκε έφεση ούτε αντέφεση από την ενάγουσα, το εν λόγω κεφάλαιο της εκκαλουμένης, δεν εκκαλείται.
Περαιτέρω, προέκυψε ότι, από τον Οκτώβριο του έτους 2018 κι ενώ τον προηγούμενο μήνα η ενάγουσα είχε θέσει πιο επιτακτικά από ποτέ το θέμα της ασφάλισής της, αποσπώντας από τον εναγόμενο την υπόσχεση ότι θα το τακτοποιήσει, εντούτοις, όχι μόνο δεν συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά η συμπεριφορά του εναγόμενου άρχισε να υπερβαίνει τα όρια που δικαιολογούνται στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης και την οικειότητα που δημιουργείται εξ αυτής και να μετατρέπεται σε ερωτική προσέγγιση. Πιο συγκεκριμένα, αφενός μεν αυτός άφηνε διάσπαρτους πάνω στο γραφείο του ψηφιακούς δίσκους με πορνογραφικό υλικό (οι οποίοι αρχικά βρισκόταν στο συρτάρι του γραφείου), αφετέρου δε, κατά την ώρα εργασίας, ο εναγόμενος παρακολουθούσε στον υπολογιστή τους ψηφιακούς αυτούς δίσκους, φορώντας μεν ακουστικά για να μην ακούγεται ο ήχος, στρέφοντας, όμως, την οθόνη προς την ενάγουσα (καθώς μεταξύ των γραφείων τους υπήρχε ένα γυάλινο διαχωριστικό), ώστε να την αναγκάσει να βλέπει, παρότι αυτή του είχε πει, αλλά και του είχε δείξει με τη συμπεριφορά της (αλλάζοντας θέση), ότι την ενοχλούσε το θέαμα. Η κατάθεση της μάρτυρα του εναγόμενου, που αναφέρει ότι τα γραφεία τα χώριζε τοίχος που είχε ένα γυάλινο τμήμα και από εκεί που ήταν το γραφείο της ενάγουσας δεν μπορούσε να δει τι παρακολουθούσε ο πρώτος εναγόμενος στον υπολογιστή του, δεν αναιρεί τα παραπάνω (όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης), αφού, ακριβώς γι΄ αυτόν τον λόγο ο εναγόμενος έστρεφε τον υπολογιστή του, προκειμένου δηλ. να αποκτήσει οπτική επαφή η ενάγουσα. Παράλληλα, ο εναγόμενος πρότεινε στην ενάγουσα να συναντηθούν εκτός εργασίας, πρόταση την οποία η τελευταία αρνιόταν τονίζοντας ότι η σχέση τους ήταν μόνο επαγγελματική. Παραταύτα, ο εναγόμενος συνέχισε να προκαλεί την ενάγουσα, κυκλοφορώντας μάλιστα ενίοτε ημίγυμνος από τη μέση και πάνω στον εργασιακό χώρο, ενώ μια φορά είχε αφήσει το παντελόνι του πάνω στο γραφείο της. Ακόμη, (ο εναγόμενος) επεδίωκε κάποιες φορές να έχει σωματική επαφή μαζί της, προσπαθώντας να την αγκαλιάσει, αν και η ενάγουσα το απέφευγε κι απομακρυνόταν, ενώ άλλες φορές, κατά τη διάρκεια που η ενάγουσα εργαζόταν στο γραφείο της, αυτός ερχόταν από πάνω της με την πρόφαση να δει κάτι στον υπολογιστή της και πίεζε τα γεννητικά του όργανα στον ώμο της. Σημειωτέον δε ότι, το τελευταίο αυτό περιστατικό, που καταθέτει η ενάγουσα στην ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εξέτασή της, μνημονεύεται και στην αγωγή, αντίθετα με όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται στο τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης. Επίσης, στην υπ΄αρ. …/2019 ένορκη βεβαίωσή του, ο αδερφός της ενάγουσας … αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι, όπως του είχε εκμυστηρευτεί η αδερφή του, ο εναγόμενος ‘’… παραβίαζε τον προσωπικό της χώρο και προσπαθούσε να την αγγίξει’’.
Η εκδήλωση της δυσαρέσκειας της ενάγουσας για τις ως άνω ενέργειες του εναγόμενου, που συνιστούν σεξουαλική παρενόχληση προς το πρόσωπό της, καθώς και η άρνησή της να ενδώσει σε αυτή, είχε ως αποτέλεσμα ο εναγόμενος να γίνει εριστικός απέναντί της. Κορύφωση δε της ως άνω, προσβλητικής για την προσωπικότητα της ενάγουσας, συμπεριφοράς του (πρώτου) εναγόμενου, αποτέλεσε το κάτωθι περιστατικό: Στις 2 Ιανουαρίου 2019, όταν η ενάγουσα επέστρεψε στην εργασία της, μετά την αργία της πρωτοχρονιάς, ανοίγοντας τον προσωπικό της λογαριασμό του εταιρικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το οποίο μόνο η ίδια διαχειριζόταν, διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος την 1η Ιανουαρίου 2019, από τον προσωπικό του λογαριασμό του δικού του εταιρικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, της είχε στείλει, με δύο μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που απείχαν λίγα λεπτά το ένα από το άλλο, φωτογραφίες σεξουαλικού περιεχομένου μιας γυμνής γυναίκας, η οποία ήταν η τότε σύντροφος του εναγόμενου … (ήδη μάρτυρας ανταπόδειξης), όπως αργότερα έμαθε η ενάγουσα, όταν η μάρτυρας αυτή κατέθεσε υπέρ του εναγόμενου στην Επιθεώρηση Εργασίας. Στη συνέχεια, την ίδια μέρα (2.1.2019), ο εναγόμενος τηλεφώνησε στην ενάγουσα να της ευχηθεί καλή χρονιά και άρχισε να τη ρωτάει με τρόπο που της κίνησε την περιέργεια αν όλα ήταν καλά, αν είχε την αίσθηση ότι ήταν μια ιδιαίτερη ημέρα στη δουλειά, της είπε να αποχωρήσει νωρίτερα από την εργασία της και ότι θα της φέρεται πολύ καλά, εάν ήταν και η ίδια καλή μαζί του. Η ενάγουσα αποχώρησε σε κατάσταση σοκ από τα γραφεία της εταιρίας, όπου μετέβη εκ νέου την επόμενη ημέρα και απέστειλε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον εναγόμενο, με το οποίο του γνωστοποίησε την διακοπή της συνεργασίας τους, καθώς λόγω των συνθηκών δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει να παρέχει την εργασία της. Ειδικότερα, όπως αυτολεξεί αναφέρει στο ως άνω μήνυμά της, απευθυνόμενη στον εναγόμενο:‘’… Δέχομαι κατ’ επανάληψη εκ μέρους σου προσβλητικές συμπεριφορές, που προσβάλλουν την προσωπικότητά μου και έχουν μεταβάλλει το γραφείο σε περιβάλλον εξευτελιστικό, εκφοβιστικό, επιθετικό και ταπεινωτικό για εμένα. Αποκορύφωμα ήταν τα δύο ηλεκτρονικά μηνύματα που εστάλησαν στο προσωπικό ταχυδρομείο της εργασίας μου με χυδαίο περιεχόμενο και μου δημιούργησαν μεγάλη ταραχή, ανησυχία, φόβο. Δεν χρειάζεται να πω πόσο προσέβαλαν την αξιοπρέπειά μου ως εργαζόμενη και ως γυναίκα’’. Ζητούσε δε, τέλος η ενάγουσα με το ίδιο μήνυμα από τον εναγόμενο, να της καταβάλει αποζημίωση απόλυσης, ασφαλιστικές εισφορές, καθώς επίσης (ζητούσε) και την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης. Το γεγονός ότι, όπως αναφέρει η ενάγουσα στην αγωγή της και έγινε παραπάνω δεκτό, η σεξουαλική παρενόχλησή της από τον εναγόμενο, άρχισε τον Οκτώβριο του 2018, ενώ αυτή εργαζόταν στην εταιρία του από το έτος 2014, αλλά και το ότι στο ως άνω άνω mail, δεν αναγράφονται ρητά οι λέξεις ‘’σεξουαλική παρενόχληση’’, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε τέτοια, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εναγόμενος στο πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής του. Άλλωστε η ενάγουσα, στο μήνυμα αυτό, κάνει λόγο για συμπεριφορά προσβλητική της προσωπικότητάς της, που δημιούργησε ένα περιβάλλον εξευτελιστικό, εκφοβιστικό, επιθετικό και ταπεινωτικό για εκείνη, αναφέρεται δε στο χυδαίο περιεχόμενο των ως άνω mails (με τις γυμνές φωτογραφίες) που έλαβε από τον εναγόμενο και την προσέβαλαν τόσο ως εργαζόμενη όσο και ως γυναίκα.
Οι ανωτέρω αναφερθείσες ενέργειες του εναγόμενου, συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, σεξουαλική παρενόχληση, όπως αυτή οριοθετήθηκε στη μείζονα σκέψη, καθώς αποτελούν μορφές ανεπιθύμητης λεκτικής και σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, που είχαν ως σκοπό αλλά και ως αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας της ενάγουσας-εργαζόμενης. Η συμπεριφορά δε αυτή εκ μέρους του εναγόμενου, δεν είναι αποδεκτή από το δίκαιο, ως επιφέρουσα προσβολή της προσωπικότητάς της τελευταίας, στο πεδίο της γενετήσιας ζωής, κατ’ εκμετάλλευση της ανωτέρω εργασιακής σχέσης και της θέσης του ως εργοδότη. Τα παραπάνω, εξάλλου, γεγονότα, πέραν από τις ως άνω προσκομιζόμενες φωτογραφίες και τα όσα κατέθεσε η ενάγουσα στην ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ανωμοτί εξέτασή της, επιρρωνύονται και από τα όσα βεβαιώνουν οι παραπάνω μάρτυρές της στις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις τους, στους οποίους τα είχε εμπιστευτεί η ενάγουσα, ευρισκόμενη σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση κι αναζητώντας μια λύση. Μάλιστα, ο …, όπως ο ίδιος αναφέρει στην υπ΄αρ. …/2019 ένορκη βεβαίωσή του, ήταν αυτός που την προέτρεψε να ξεπεράσει το φόβο της και να διεκδικήσει τα νόμιμα δικαιώματά της. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου, ο οποίος επαναφέρεται με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης, ότι δηλ. οι εν λόγω φωτογραφίες σεξουαλικού περιεχομένου στις οποίες απεικονίζεται η τότε σύντροφος του … (μάρτυρας ανταπόδειξης), εστάλησαν από αυτόν εκ παραδρομής στο εταιρικό ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail) της ενάγουσας, ενώ ήθελε να τις στείλει στο δικό του εταιρικό e-mail (μετά από παράκληση της ως άνω συντρόφου του, ώστε αυτές να μην υπάρχουν πλέον στο κινητό του τηλέφωνο, που ήταν προσβάσιμο στο γιό του), δεν κρίνεται πειστικός. Κι αυτό διότι, το εταιρικό email της ενάγουσας είναι‘’…’’, ενώ του εναγόμενου‘’…’’. Διαφέρουν δηλ. σε αρκετά σημεία και συγκεκριμένα στο email του εναγόμενου, μεταξύ των λέξεων ‘… και ‘… υπάρχει τελεία, καθώς επίσης μετά τη λέξη‘… προστίθενται τα γράμματα ‘…, ο δε ιστότοπος είναι ‘…, ενώ στο e-mail της ενάγουσας, οι ως άνω λέξεις είναι συνεχόμενες χωρίς τελεία, δεν υπάρχουν τα γράμματα ‘… αλλά ο αριθμός 2 και ο ιστότοπος είναι ‘… Πέραν τούτου, ο εναγόμενος διατηρούσε, εκτός του ως άνω εταιρικού, και προσωπικό λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με διεύθυνση …, στον οποίο ήταν βέβαια πιο λογικό να στείλει φωτογραφίες με τόσο προσωπικό περιεχόμενο, αν αυτό επιθυμούσε να κάνει. Η ανωτέρω δε μάρτυρας, μπορεί μεν να γνωρίζει από ιδίαν αντίληψη, ότι παρακίνησε τον εναγόμενο να διαγράψει τις επίμαχες φωτογραφίες της από το κινητό του τηλέφωνο, όπως καταθέτει, αλλά δεν μπορεί να γνωρίζει αν αυτός τις απέστειλε κατά λάθος ή όχι, στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο που διαχειριζόταν η ενάγουσα. Εξάλλου, τα όσα αναφέρουν οι μάρτυρες των εναγόμενων, συνεργάτες της εταιρίας, στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις τους και ειδικότερα ότι, κατά τις επισκέψεις τους στα γραφεία της, δεν υπέπεσε στην αντίληψή τους να συμβαίνει κάτι που να παραπέμπει σε συμπεριφορά σεξουαλικής παρενόχλησης εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου προς την ενάγουσα, καθώς και ότι αυτή δεν έδειχνε φοβισμένη ή ανήσυχη, δεν δύνανται να αναιρέσουν τα παραπάνω αποδειχθέντα γεγονότα, δεδομένου ότι, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αφενός μεν οι συμπεριφορές αυτές του εναγόμενου δεν θα λάμβαναν χώρα όταν ήταν μπροστά άλλα πρόσωπα, αφετέρου δε, δεν θα τις επικοινωνούσε η ενάγουσα σε τρίτους ανθρώπους, με τους οποίους είχε μια τυπική σχέση στο πλαίσιο της εργασίας που προσέφερε στη δεύτερη εναγόμενη εταιρία, συμφερόντων του πρώτου εναγόμενου. Ας σημειωθεί πάντως ότι, ο ενόρκως βεβαιών …, αυτοκινητιστής, ο οποίος συνεργαζόταν με την εν λόγω εταιρία αναφέρει στην υπ΄αρ. …/2019 ένορκη βεβαίωσή του, ότι η ενάγουσα του παραπονέθηκε ότι ‘’…καμιά φορά ο … (ενν. εναγόμενος) εκνευριζόταν από τη δουλειά και φώναζε και στην ίδια…’’.
Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής τους, οι εναγόμενοι παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε ουσιαστικά υπόψη την κατάθεση της μάρτυρά τους, αλλά και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν από αυτούς (ένορκες βεβαιώσεις και έγγραφα), ενώ περαιτέρω, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσης, υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη στηρίχθηκε, όσον αφορά στην κρίση της, στην κατάθεση της ενάγουσας κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Εντούτοις, η ενάγουσα εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου του ως άνω Δικαστηρίου ανωμοτί ως διάδικος (κατ΄ άρθρο 417 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως ρητά αναφέρεται στην εκκαλουμένη) και δεν πρόκειται για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της προς παροχή διασαφήσεων κατ΄ άρθρ 415 ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι. Εκτός αυτού, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στη δικανική πεποίθησή του μόνο από τα αναφερόμενα στην εν λόγω εξέταση της ενάγουσας. Αντίθετα, ρητά αναγράφεται στην εκκαλουμένη ότι έλαβε υπόψη και τα λοιπά προσκομιζόμενα από την ενάγουσα, αλλά και από τους εναγόμενους αποδεικτικά στοιχεία. Σε ποιο αποδεικτικό μέσο, εξάλλου, θα δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα το Δικαστήριο, κατά τη μόρφωση της δικανικής του πεποίθησης, εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του. Το παρόν, άλλωστε Δικαστήριο, εκτιμά εκ νέου όλα ανεξαιρέτως τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα.
Επίσης, αποδείχθηκε ότι, ο [εναγόμενος] και η ως άνω …, τότε σύντροφός του, απέστειλαν στην ενάγουσα την από 11.1.2019 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία, στην οποία ο εναγόμενος ισχυρίστηκε τα παρακάτω αναφερόμενα ψευδή περιστατικά, γνωρίζοντας την αναλήθειά τους, με βάση τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, τα οποία περιήλθαν σε γνώση τρίτων ήτοι του δικηγόρου που τη συνέταξε, δικαστικού επιμελητή κ.α. (ΑΠ 688/2019, ΑΠ 987/2019, ΑΠ 1777/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και τα οποία ήταν προσβλητικά και βλαπτικά για την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας και ειδικότερα ότι: α) ο μισθός της ανερχόταν σε 500 ευρώ μικτά και ότι ο ίδιος της ζητούσε τα στοιχεία της για να κάνει νόμιμη αναγγελία στο Ι.Κ.Α. αλλά η ενάγουσα αρνείτο, β) ότι τον Δεκέμβριο του έτους 2018 έθεσε ως προϋπόθεση στην ενάγουσα για τη συνέχιση της εργασιακής τους σχέσης τη δήλωση της εργασιακής της απασχόλησης ενώ η ενάγουσα τον ενημέρωσε ότι δεν επιθυμούσε την δήλωση της εργασίας της, διότι παρανόμως λάμβανε επιδόματα από τον Ο.Α.Ε.Δ., γ) ότι η αποστολή των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σεξουαλικού περιεχομένου έγινε εκ παραδρομής και παρά ταύτα η ενάγουσα με το πρόσχημα αυτό αποχώρησε από την εργασία της προφασιζόμενη ανάρμοστη συμπεριφορά εκ μέρους του εναγόμενου προκειμένου να διεκδικήσει μη οφειλόμενα ποσά, δ) ότι η συμπεριφορά της ενάγουσας να διεκδικήσει τα νόμιμα δικαιώματά της υποκρύπτει εκβιασμό από μέρους της ενάγουσας προς εκείνον. Ο πρώτος δε εναγόμενος, κατόπιν της με ΑΒΜ … μήνυσης της ενάγουσας, δικαζόμενος ερήμην, κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη του άρθρου 28 παρ.1 Ν. 3996/2011, με την υπ΄αρ. 3229/2019 απόφαση του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, κατά της οποίας εκκρεμεί η εκδίκαση της ασκηθείσας από αυτόν έφεσης, ενώ, περαιτέρω, ο εναγόμενος άσκησε την με ΑΒΜ … μήνυση εις βάρος της ενάγουσας για την πράξη της απόπειρας εκβίασης, που επίσης εκκρεμεί προς εκδίκαση στον πρώτο βαθμό.
[…]
Με το τέταρτο σκέλος, τέλος του δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσης, οι εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί τους αποτελούν άρνηση της αγωγής και όχι ένσταση, το βάρος απόδειξης για την σεξουαλική παρενόχληση της ενάγουσας το φέρει η ίδια, οπότε εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν απέδειξε ότι δεν συνέβη σεξουαλική παρενόχληση, για τη μη ύπαρξη της οποίας έφερε το βάρος απόδειξης. Στην προκείμενη, ωστόσο, υπόθεση, που αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και ειδικότερα σεξουαλική παρενόχληση, κάμπτονται οι γενικοί δικονομικοί κανόνες περί του βάρους απόδειξης, θεσπίζεται δε ειδικότερος κανόνας αντιστροφής του βάρους απόδειξης. Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Ν. 3896/2010 (ο οποίος αποτελεί ενσωμάτωση της οδηγίας 2006/54/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη), όταν ένα πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, γεγονότα ή στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, ή ότι εκδηλώθηκε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση κατά την έννοια του νόμου, ο καθ’ού φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή, ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και παρενόχληση (βλ. σχετικά και διαπιστώσεις στο υπ΄αρ.πρωτ. 25677/29412/2019 Πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη, αναφορικά με την ένδικη υπόθεση). Επομένως, ο ως άνω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο κρίνει ότι από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα ως άνω αναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα προεκτεθέντα περιστατικά, που συνιστούν την εις βάρος της σεξουαλική παρενόχληση εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου.
Από τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο οδηγείται περαιτέρω στην κρίση, ότι η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη από την ανωτέρω περιγραφείσα υπαίτια, παράνομη και προσβλητική της προσωπικότητάς της συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου-νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης, συνιστάμενη αφενός μεν στη μη ασφάλιση αυτής, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της, με συνέπεια (η ενάγουσα) να στερείται ασφαλιστικής κάλυψης και να μη υπολογίζονται τα έτη εργασίας της ως συντάξιμα έτη, εκμεταλλευόμενος παράλληλα την ανάγκη της ενάγουσας να εργασθεί (ΑΠ 542/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφετέρου δε στη σεξουαλική παρενόχληση της ενάγουσας και τη συκοφαντική δυσφήμησή της. Για την αποκατάσταση της ηθικής αυτής βλάβης της, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών κάτω από τις οποίες τελέστηκε η προσβολή, του είδους της και της κατ’εξακολούθηση τέλεσής της, της κακής ψυχολογικής κατάστασης στην οποία περιήλθε, ένεκα αυτής, η ενάγουσα, αλλά και του γεγονότος ότι αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την εργασία της και γενικά της ταλαιπωρίας και της στεναχώριας που υπέστη, εξαιτίας των εν λόγω περιστατικών, καθώς και του βαθμού του πταίσματος του πρώτου εναγόμενου, ο οποίος εκμεταλλεύθηκε την εργασιακή θέση της ενάγουσας και επέδειξε εριστική συμπεριφορά, ως αντίδραση στις ενέργειες της ενάγουσας για την προστασία της, σε συνδυασμό με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των διαδίκων, το Δικαστήριο κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 6.000 ευρώ. Το ποσό αυτό, κρίνεται εύλογο, με βάση τα ως άνω ληφθέντα υπόψη γεγονότα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος), όπως η αρχή αυτή εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, κατά τα κριθέντα και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ως προς το ύψος δε της επιδικασθείσας με την εκκαλουμένη απόφαση, χρηματικής ικανοποίησης, δεν υπάρχει ειδικός λόγος έφεσης. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, από τη διάταξη του άρθρου 71 εδ. α΄ ΑΚ, προκύπτει ότι, στην περίπτωση αδικοπραξίας των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται και σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, βάσει της ως άνω γενικής διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ (Ολ. ΑΠ 8/2008, ΑΠ 542/2018 ο.π.), οπότε υπεύθυνη προς καταβολή του ως άνω ποσού, εις ολόκληρο με τον πρώτο εναγόμενο, είναι και η δεύτερη εναγόμενη εταιρία.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρία – δεύτερη εκκαλούσα οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, το συνολικό ποσό των 5.537,20 ευρώ ως οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, καθώς επίσης υποχρέωσε τους εναγόμενους – εκκαλούντες, τον καθένα εις ολόκληρο, να καταβάλουν στην ενάγουσα - εφεσίβλητη, με το νόμιμο τόκο ως ανωτέρω, το ποσό των 6.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τα προαναφερθέντα, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.
[Η σεξουαλική παρενόχληση στο εργασιακό περιβάλλον αποτελεί δυστυχώς συχνό φαινόμενο. Τούτο αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, στη σχετική νομολογία (βλ. συναφώς το σχόλιό μας μετά τη ΜονΕφΘεσ 1196/2020 Αρμ 2021, 57-59), όπως και την πρόσφατη Ειδική Έκθεση 2021 του Συνηγόρου του Πολίτη για την παρενόχληση και τη σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία (δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Συνηγόρου: www.synigoros.gr). Η παραπάνω σχολιαζόμενη απόφαση του Εφετείου Πειραιά είναι αξιοσημείωτη για διάφορους λόγους. Εξ αυτών, στο παρόν σχόλιο επισημαίνονται ειδικά δύο από τις αξιέπαινες αποφάνσεις του δικαστηρίου:
Η πρώτη αφορά την εφαρμογή στην περίπτωση της παρενόχλησης της αποδεικτικής διευκόλυνσης που προβλέπει το άρθρο 24 ν. 3896/2010 (βλ. πλέον και το άρθρο 15 ν. 4808/2021). Πρόκειται για ένα δυσχερές (όσο και κρίσιμο) ζήτημα, που τίθεται με αυξημένη ένταση ιδίως στο δίκαιο απαγόρευσης των διακρίσεων αλλά και στην παρενόχληση ειδικότερα. Στις περιπτώσεις αυτές τα κρίσιμα αποδεικτικά μέσα βρίσκονται κατά κανόνα στη σφαίρα ελέγχου και επιρροής του φερόμενου ως θύτη της διάκρισης ή παρενόχλησης. Αντιθέτως, το πρόσωπο που επικαλείται διάκριση ή παρενόχληση βρίσκεται συνήθως σε δεινή αποδεικτική θέση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντεπεξέλθει στο βάρος επίκλησης και απόδειξης που του επιρρίπτεται με βάση το άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ. Έτσι λοιπόν υπάρχει ο κίνδυνος, η προστασία που παρέχει το ουσιαστικό δίκαιο να καταστεί τελικά γράμμα κενό, εξαιτίας των αποδεικτικών δυσχερειών τις οποίες αντιμετωπίζει ο ενάγων, σε συνδυασμό με τον φόβο στιγματισμού και στοχοποίησής του, ιδίως σε περίπτωση αποτυχίας δημιουργίας πλήρους δικανικής πεποίθησης για τα γεγονότα που αυτός επικαλείται (βλ. εκτενέστερα Ζερδελή, ΑτομΕργΣχ5, 2022, σ. 445 επ.∙ Μπουμπουχερόπουλο, Mobbing2, 2022, σ. 415 επ.∙ Πετρόγλου, ΕΕργΔ 2022, 739 επ.∙ Ασημακοπούλου, ΕΕργΔ 2022, 936 επ.). Για τον λόγο αυτό, αρχικά ερμηνευτικά (με σχετική νομολογία του ΔΕΕ) και εν συνεχεία με ειδικές διατάξεις του δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου, θεσπίστηκε αποδεικτική διευκόλυνση υπέρ των προσώπων που επικαλούνται απαγορευμένη διάκριση (βλ. ειδικότερη ανάλυση και παραπομπές σε Γούλα, Η κατανομή του βάρους απόδειξης στο πεδίο της απαγόρευσης των διακρίσεων κατά το Ενωσιακό Δίκαιο, σε: Επετειακός Τόμος – 30 χρόνια ΕΝοΒΕ., 2017, σ. 171 επ.).
Ειδικά όμως στην περίπτωση της (σεξουαλικής) παρενόχλησης, ως ειδικότερης μορφής διάκρισης, προκύπτει και ένα πρόσθετο ερώτημα: Τι ακριβώς καταλαμβάνει η αποδεικτική διευκόλυνση; Στη μεν περίπτωση της (άμεσης αλλά και εν πολλοίς της έμμεσης) δυσμενούς διάκρισης, γίνεται δεκτό ότι η αποδεικτική διευκόλυνση αφορά μόνο την αιτιώδη σύνδεση των ανωτέρω στοιχείων με το φύλο ή άλλο προστατευόμενο γνώρισμα του θύματος (βλ. ειδικότερα Ζερδελή, ΑτομΕργΣχ5, σ. 448449∙ Γούλα, ό.π., σ. 176-179). Η θέση αυτή είναι βεβαίως ορθή για την περίπτωση των διακρίσεων, όπου κρίσιμο στοιχείο είναι η (συγκριτικά) λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση εξαιτίας ορισμένου γνωρίσματος. Δεν μπορεί ωστόσο να μεταφερθεί αυτούσια στην περίπτωση της παρενόχλησης, όπου κρίσιμο στοιχείο δεν είναι η σύγκριση –και μάλιστα με σημείο αναφοράς ορισμένο προστατευόμενο γνώρισμα διάκρισης– αλλά η προσβολή της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας του κάθε εργαζομένου αυτοτελώς (Ζερδελής, ΑτομΕργΣχ5, σ. 400-401∙ Μπουμπουχερόπουλος, Mobbing2, σ. 426 επ.). Πόσο μάλιστα όταν πλέον τα άρθρα 2 επ. του ν. 4808/2021 απαγορεύουν γενικώς τη βία και παρενόχληση στην εργασία, ανεξαρτήτως της σύνδεσής της με τα προστατευόμενα γνωρίσματα διάκρισης. Υποστηρίζεται λοιπόν ότι, ειδικά στην περίπτωση της παρενόχλησης, η αποδεικτική διευκόλυνση που θεσπίζει ο νόμος καταλαμβάνει όλα τα κρίσιμα γεγονότα που θεμελιώνουν το πραγματικό του κανόνα δικαίου (δηλαδή οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης συμπεριφοράς χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της προσωπικότητας ενός προσώπου) και όχι μόνο την αιτιώδη σύνδεση των ανωτέρω στοιχείων με το φύλο ή άλλο προστατευόμενο γνώρισμα του θύματος (υπέρ της άποψης αυτής ειδικά για την παρενόχληση βλ. ήδη εκτενή ανάλυση σε Μπουμπουχερόπουλο, Mobbing2, σ. 418 επ.∙ πρβλ. επίσης Ασημακοπούλου, ΕΕργΔ 2022, 940-941).
Με την άποψη αυτή φαίνεται να συντάσσεται μάλλον και η σχολιαζόμενη απόφαση. Ειδικότερα, εξετάζοντας σχετικό λόγο έφεσης, το Εφετείο απεφάνθη ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν καταλείπεται αμφιβολία σχετικά με την αλήθεια των κρίσιμων για την ύπαρξη παρενόχλησης γεγονότων, καθώς «αποδείχθηκαν τα προεκτεθέντα περιστατικά, που συνιστούν την εις βάρος της σεξουαλική παρενόχληση εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου». Ωστόσο απέρριψε ρητώς και το παράπονο των εκκαλούντων, σύμφωνα με το οποίο «εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν απέδειξε ότι δεν συνέβη σεξουαλική παρενόχληση, για τη μη ύπαρξη της οποίας έφερε το βάρος απόδειξης», κρίνοντας ότι θα αρκούσε και μόνη η απόδειξη ενδείξεων εκ μέρους της ενάγουσας, ώστε εν συνεχεία ο εναγόμενος να «φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή, ότι δεν υπήρξε […] παρενόχληση».
Το δεύτερο σημείο που αξίζει να αναδειχθεί στο πλαίσιο του παρόντος σχολίου, είναι η επιδίκαση στο θύμα της παρενόχλησης ποσού 6.000€ ως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (η οποία πάντως αφορούσε και άλλο προσβλητικό γεγονός, διότι κρίθηκε ότι τέτοιο συνιστούσε και η παράλειψη ασφάλισης της εργαζομένης –βλ. συναφώς και ΜονΠρΠατρ 223/2022, δημοσιευόμενη αμέσως πιο κάτω στο ίδιο τεύχος). Όπως έχει επισημανθεί από τη θεωρία (Μπουμπουχερόπουλος, ΕΕργΔ 2015, 177-178∙ Γούλας, Αρμ 2022, 951), τα ποσά που επιδικάζονται από τα ελληνικά δικαστήρια για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης σε υποθέσεις παρενόχλησης ή άλλων μορφών διάκρισης είναι συνήθως τόσο μικρού ύψους (της τάξης των 500-1000€), που προφανώς ούτε την αποκαταστατική ούτε την αποτρεπτική λειτουργία τους μπορούν να επιτελέσουν. Με τον τρόπο αυτό, ωστόσο, οι έννομες συνέπειες που συνάγει το εθνικό δικαστήριο δεν διασφαλίζουν αρκούντως την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στο πεδίο αυτό (Βλ. συναφώς και Γιαννακούρου, ΔΕΕ 2017, 318). Σε αυτό το πλαίσιο, η σχολιαζόμενη απόφαση, (όπως και η πρωτόδικη απόφαση επί της ίδιας υπόθεσης) επιδίκασε στο θύμα ένα ποσό χρηματικής ικανοποίησης που επιτυγχάνει σε μεγαλύτερο βαθμό την αποτελεσματική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων (βλ. στην ίδια κατεύθυνση και την ΜονΠρΣάμου 195/2005 ΤΝΠ Nomos).]
Δ.Γ.
[*] Δημοσιευμένη αρχικά στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιά www.efeteio-peir.gr
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα