Top

Αναζήτηση


Αρμενόπουλος
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
10
Έτος
2022
 
Περισσότερα »

Αρμενόπουλος, 10 (2022)


ΠΠρΘεσ 6804/2022 - σχόλιο: Α.-Ν. Λιόντας

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΠΠρΘεσ 6804/2022

Πρόεδρος: Άγγελος Μαντζιάρας
Δικαστές: Π. Κεχαγιόγλου, Ελ. Κορδέλα (εισηγήτρια)
Δικηγόροι: Σ. Λεγοντή – Ν. Μαριόλη

(178, 208, 1721, 1809, 1923, 1940 ΑΚ)

Διαθήκη ιδιόγραφη: δεν αρκεί η αναγραφή χρονολογίας γενικά αλλά απαιτείται να προκύπτουν η ημέρα, ο μήνας και το έτος, προκειμένου να ελέγχεται η δικαιοπρακτική ικανότητα του διαθέτη και η σειρά της σε σχέση με άλλες διαθήκες· η περίπτωση της ελλιπούς χρονολογίας αντιδιαστέλλεται από την περίπτωση της ψευδούς ή εσφαλμένης χρονολογίας, η οποία δεν συνεπάγεται από μόνη της ακυρότητα εκτός αν συντρέχει αυτοτελής λόγος ακυρότητας· δεν τίθεται ζήτημα ανάλογης εφαρμογής των διατάξεων για την ψευδή ή εσφαλμένη χρονολογία στην περίπτωση της ελλιπούς χρονολογίας διότι δεν υφίσταται κενό δικαίου.
Καταπίστευμα: είναι θεσμός που παρέχει στον διαθέτη τη δυνατότητα να εγκαταστήσει κληρονόμο και να τον υποχρεώσει να παραδώσει, ύστερα από ορισμένο χρονικό σημείο ή γεγονός, σε απώτερο κληρονόμο, τον καταπιστευματοδόχο, ο οποίος αποτελεί κι αυτός καθολικό διάδοχο του διαθέτη· η σύσταση καταπιστεύματος επιτρέπεται μόνο σε ένα βαθμό· διάφορο είναι το ζήτημα του ορισμού υποκατάστατου, όχι μόνο του βεβαρημένου κληρονόμου, αλλά και του καταπιστευματοδόχου, για την περίπτωση που ο τελευταίος εκπέσει πριν την επαγωγή του καταπιστεύματος· περίπτωση σύστασης καταπιστεύματος με πρόβλεψη για υποκατάσταση συντρέχει όταν ο διαθέτης εγκαθιστά κληρονόμο του συγκεκριμένο πρόσωπο και, στη συνέχεια, ορίζει να περιέλθει η κληρονομία, μετά τον θάνατό του, στα τέκνα αυτού και, αν πεθάνει άτεκνος, σε τρίτο πρόσωπο.
Αίρεση: αν προσδίδει παράνομο ή ανήθικο περιεχόμενο στη διάταξη τελευταίας βούλησης, αυτή είναι άκυρη στο σύνολό της· τέτοια περίπτωση ανηθικότητας υπάρχει, αν ο διαθέτης αποσκοπεί, στερώντας ωφελήματα, να επηρεάσει τη βούληση του κληρονόμου σε ζητήματα για τα οποία πρέπει αυτός να αποφασίζει με ελεύθερη βούληση.
Εγκατάσταση κληρονόμου με δημόσια διαθήκη· συμπλήρωση αυτής με ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία αναγράφει μήνα και έτος αλλά όχι ημέρα σύνταξης· αναπλήρωση της ημέρας από στοιχεία της διαθήκης που υποδηλώνουν χρονικό προσδιορισμό· κρίση του δικαστηρίου ότι η διαθήκη συντάχθηκε τις δύο τελευταίες ημέρες του Δεκεμβρίου μετά την παρέλευση των άγιων ημερών· ο όρος να περιέλθει η κληρονομία σε τρίτο πρόσωπο, αν ο κληρονόμος πεθάνει άγαμος και άτεκνος, δεν συνιστά ανήθικη αίρεση και υποδηλώνει σύσταση καταπιστεύματος με διορισμό υποκατάστατου καταπιστευματοδόχου· απορρίπτει την αγωγή.

[…]

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 παρ. 1 εδ. α’ και β’ ΑΚ «Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ’ αυτόν. Από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος». Με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης ρητά ρυθμίζει το θέμα, μη αρκούμενος στη χρονολογία γενικά αλλά καθορίζοντας αυτή ειδικά, απαιτώντας ότι πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Από το συνδυασμό της ως άνω διάταξης, σκοπός της οποίας είναι η παροχή της δυνατότητας ελέγχου της δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, της αληθούς βούλησης του και των τυχόν ελαττωμάτων της, καθώς και για να μπορεί να καθοριστεί η ισχύς της ιδιόγραφης διαθήκης όταν υπάρχουν και άλλες διαθήκες ανάλογα με τη χρονολογική τους σειρά, προς εκείνη του άρθρου 1718 ίδιου Κωδικός με την οποία ορίζεται ότι «Διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά», συνάγεται ότι η ατελής ή ελλιπής ως προς ένα ή περισσότερα από τα αναγκαία στοιχεία της χρονολογία ιδιόγραφης διαθήκης εξομοιώνεται προς την παντελώς ελλείπουσα και συνεπάγεται την ακυρότητα της διαθήκης, χωρίς τη συνδρομή άλλων προϋποθέσεων, εκτός εάν το στοιχείο που λείπει μπορεί να αναπληρωθεί επιτρεπτώς από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης καθ’ εαυτό ή σε συνάρτηση με άλλα εκτός αυτού στοιχεία, τα οποία χρειάζεται να αποδειχθούν και λαμβάνονται υπόψη προς αποσαφήνιση εκείνων που είτε αναφέρονται ως προς την χρονολογία είτε συνάγονται από το κείμενο της διαθήκης (ΟλΑΠ 7/2017, ΟλΑΠ 1234/1982, ΑΠ 489/2020, ΑΠ 1051/2019, ΕφΑθ 4621/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η περίπτωση της ελλιπούς χρονολογίας αντιδιαστέλλεται προς εκείνη της ύπαρξης πλήρους χρονολογίας, η οποία όμως είναι ψευδής ή εσφαλμένη σκοπίμως ή εκ πλάνης του διαθέτου, μόνο δε στην τελευταία αυτή περίπτωση ισχύει ο κανόνας της παρ. 3 του αρθρ. 1721 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης» και κατά την έννοια του οποίου η ακυρότητα της διαθήκης επέρχεται εφόσον η αναλήθεια της χρονολογίας μπορεί να συνδυασθεί με αυτοτελή λόγο ακυρότητας της διάταξης τελευταίας βούλησης που συγκαλύπτεται. Οι δύο ως άνω περιπτώσεις είναι διαφορετικές μεταξύ τους, προβλέπονται από ξεχωριστές διατάξεις και η μεν πρώτη (αρθ. 1721 παρ. 1 ΑΚ ) προϋποθέτει ελλιπή χρονολογία, μη δυναμένη να συμπληρωθεί από κανένα στοιχείο, που επάγεται ακυρότητα, ενώ η δεύτερη (αρθρ. 1721 παρ. 3 ΑΚ) προϋποθέτει πλήρη μεν χρονολογία (ημέρα, μήνα και έτος), πλην όμως ψευδή ή εσφαλμένη, που δεν επάγεται αυτή και μόνη ακυρότητα, αλλά μόνο εφόσον συνδυασθεί και αποδειχθεί και ο καλυπτόμενος από αυτή αυτοτελής λόγος ακυρότητας της διαθήκης. Άλλωστε, σκοπός της δεύτερης από τις παραπάνω διατάξεις (1721 παρ. 3 ΑΚ) είναι η αποφυγή των ατέρμονων ερίδων ως προς την ακριβή ημερομηνία συντάξεως της ιδιόγραφης διαθήκης, η οποία δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί, λόγω της μυστικότητας με την οποία συντάσσεται. Αν δηλαδή δεν υπήρχε η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1721 ΑΚ, η οποία θέτει τροχοπέδη στους αμφισβητίες της ακρίβειας της χρονολογίας και συνεπώς της ίδιας της διαθήκης, οποιοσδήποτε που θα ήθελε να πλήξει τη διαθήκη, θα ισχυριζόταν ότι η χρονολογία της δεν είναι αυτή που αναγράφει ο ίδιος ο διαθέτης και η οποία κατέχει το τεκμήριο αλήθειας, αλλά διαφορετική. Επομένως ο αμέσως παραπάνω σκοπός είναι διαφορετικός αυτού που προαναφέρθηκε και εξυπηρετεί η διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου. Για κάθε μία δε από τις ως άνω δύο περιπτώσεις χωρεί ιδιαίτερη αγωγή, στηριζόμενη σε ιδιαίτερη βάση. Με βάση τα παραπάνω, στην περίπτωση της ελλιπούς χρονολογίας (αρθρ. 1721 παρ. 1 ΑΚ) το δικαστήριο δεν μπορεί να προσφύγει σε κατ’ αναλογία εφαρμογή στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1721 ΑΚ, γενομένου έτσι δεκτού, αν δηλαδή γίνει προσφυγή στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, ότι μόνη η έλλειψη κάποιου στοιχείου της χρονολογίας, που δεν μπορεί να συμπληρωθεί άλλως, δεν συνεπάγεται από μόνη της ακυρότητα της διαθήκης, αν δεν διαπιστωθεί και η προς κάλυψη αυτής τυχόν υπάρχουσα άλλη ακυρότητα, καθόσον προσφυγή σε αναλογική εφαρμογή διάταξης προϋποθέτει κενό δικαίου και ομοιότητα της αρρύθμιστης με συναφείς ρυθμισμένες περιπτώσεις. Εάν όμως υφίσταται, ως εν προκειμένω, ρητή ρύθμιση δεν μπορεί να γίνεται λόγος ούτε για κενό ούτε για προσφυγή στη ρύθμιση παρόμοιων περιπτώσεων (ΟλΑΠ 7/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και εκεί περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία). Την ακυρότητα δε της διαθήκης λόγω ελλιπούς χρονολογίας μπορεί να προτείνει καθένας που έχει άμεσο έννομο συμφέρον ασκώντας αναγνωριστική αγωγή κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ, και όχι μόνο ο κληρονόμος, διότι η αγωγή αυτή δεν είναι προσωποπαγής, όπως είναι η αγωγή του άρθρου 1787 ΑΚ περί ακυρώσεως ακυρώσιμου διαθήκης για κάποιο από τους λόγους που αναφέρονται στα άρθρα 1782 έως 1786 (ΕφΠειρ 642/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), έχουν δε έννομο συμφέρον για αναγνώριση της ακυρότητας μεταγενέστερης διαθήκης και αυτοί που εγκαταστάθηκαν σε προγενέστερη έγκυρη διαθήκη (ΕφΑθ 4038/1982 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1923, 1935 και 1940 του ΑΚ προκύπτει, ότι ο διαθέτης μπορεί να εγκαταστήσει με τη διαθήκη του κληρονόμο και να τον υποχρεώσει, να παραδώσει, ύστερα από ορισμένο χρονικό σημείο ή γεγονός, την κληρονομιά που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλον, τον καταπιστευματοδόχο. Δηλαδή, το κληρονομικό καταπίστευμα είναι ο θεσμός, που παρέχει στο διαθέτη τη δυνατότητα να ορίσει με τη διαθήκη του, όχι μόνο τον κληρονόμο του, αλλά και απώτερο κληρονόμο (μετακληρονόμο) ή κληρονόμους, στους οποίους θα περιέλθει η κληρονομιά του, κατά κανόνα, όταν πεθάνει ο αρχικός κληρονόμος, εφόσον ο διαθέτης με τη διαθήκη του δεν όρισε άλλο χρονικό σημείο ή γεγονός. Με την επέλευση του γεγονότος αυτού ή του χρόνου που τυχόν τάσσεται στη διαθήκη, η κληρονομιά επάγεται αυτοδικαίως στον καταπιστευματοδόχο με την ιδιότητα του κληρονόμου/καθολικού διαδόχου του κληρονομουμένου και όχι απλώς με την ιδιότητα δικαιούχου ενοχικής αξίωσης κατά του αρχικού κληρονόμου. Μόλις δε γίνει η επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο αυτός δικαιούται να αποδεχθεί ή να αποποιηθεί την κληρονομιά μέσα στη νόμιμη προθεσμία και εάν το καταπίστευμα αφορά ακίνητα πρέπει να προβεί σε δήλωση αποδοχής του καταπιστεύματος και μεταγραφής αυτής (άρθρα 1846, 1193 και 1195 ΑΚ), χωρίς τις οποίες δεν επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητας τους σ’ αυτόν, αλλά μόνο η νομή (άρθρο 938 ΑΚ). Πριν από την επαγωγή, ηρτημένου του καταπιστεύματος, δεν μπορεί ο καταπιστευματοδόχος να προβεί σε αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομιάς, αν δε αυτή (αποδοχή ή αποποίηση) γίνει είναι άκυρη (άρθρα 1940 και 1851 εδ. α’ ΑΚ), εκτός αν ο βεβαρημένος κληρονόμος μετά την αποδοχή της κληρονομιάς παραιτηθεί από αυτήν υπέρ του καταπιστευματοδόχου, κατά τις διατάξεις για την αποδοχή ή την αποποίησή της. Έτσι, με την επαγωγή του καταπιστεύματος επέρχεται αυτοδίκαια παύση της ιδιότητας του κληρονόμου και αυτοδίκαιη κτήση της ιδιότητας αυτής από τον καταπιστευματοδόχο, ο οποίος καθίσταται έτσι καθολικός και άμεσος, απευθείας, διάδοχος του διαθέτη, δηλαδή δεν γίνεται διάδοχος του βεβαρημένου, ούτε αποκτά από αυτόν δικαιώματα ως κληρονόμος (ΑΠ 1177/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 1923 παρ. 2 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι «τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να επιβληθεί στον καταπιστευματοδόχο» προκύπτει ότι το καταπίστευμα συνιστάται μόνο σε ένα βαθμό και δεν επαναλαμβάνεται πέραν του (πρώτου) καταπιστευματοδόχου, γιατί καταπίστευμα επί καταπιστεύματος, ήτοι καταπίστευμα εις βάρος του καταπιστευματοδόχου δεν αναγνωρίζεται από τον Αστικό Κώδικα, η δε σύσταση τέτοιου καταπιστεύματος ως απαγορευμένη από το νόμο είναι άκυρη (άρθρο 174 ΑΚ). Πάντως, σε περίπτωση που συνιστάται με τη διαθήκη καταπίστευμα, ο διαθέτης μπορεί ελεύθερα να διορίσει υποκατάστατο, όχι μόνο του βεβαρημένου με το καταπίστευμα κληρονόμου, αλλά και του καταπιστευματοδόχου, για την περίπτωση που ο τελευταίος εκπέσει πριν από την αποδοχή του καταπιστεύματος. Ο διορισμός δε από το διαθέτη υποκατάστατου του καταπιστευματοδόχου, για την περίπτωση που ο τελευταίος εκπέσει πριν από την αποδοχή του καταπιστεύματος, διαφέρει από τη σύσταση δευτέρου καταπιστεύματος σε βάρος του πρώτου καταπιστευματοδόχου, η οποία, σύμφωνα με την προαναφερόμενη δημοσίας τάξης διάταξη του άρθρου 1923 παρ.2 του ΑΚ, απαγορεύεται, αφού η μεν υποκατάσταση του καταπιστευματοδόχου, κατ’ άρθρο 1809 του ΑΚ, έχει ως προϋπόθεση ότι ο εγκατασταθείς ως καταπιστευματοδόχος εξέπεσε της κληρονομίας πριν από την αποδοχή του καταπιστεύματος, ενώ η σύσταση καταπιστεύματος σε βάρος του καταπιστευματοδόχου προϋποθέτει ότι ο πρώτος καταπιστευματοδόχος απέκτησε, με αποδοχή, την κληρονομία (ΑΠ 1028/2014, ΑΠ 1177/2014, ΑΠ 1193/2012 ΝΟΜΟΣ). Τέτοια δε περίπτωση υποκατάστασης του καταπιστευματοδόχου είναι και εκείνη που ο διαθέτης καταλείπει την κληρονομιά του σε συγκεκριμένο πρόσωπο και ορίζει να περιέλθει, μετά το θάνατό του, στα τέκνα του τελευταίου και, αν πεθάνει άτεκνος, σε τρίτο πρόσωπο (ΑΠ 1028/2014 ό.π., ΑΠ 1419/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για τη σύσταση του καταπιστεύματος δεν απαιτείται χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, ούτε καν της λέξης «καταπίστευμα», αλλά μπορεί να γίνει και με έμμεση δήλωση του διαθέτη, αρκεί να προκύπτει από τη διαθήκη η θέλησή του να γίνει κάποιος κληρονόμος του για ορισμένο διάστημα και μετέπειτα κληρονόμος του να γίνει άλλος. Ο καταπιστευματοδόχος είναι κληρονόμος υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, που πληρώνεται με το θάνατο του διαθέτη και στην οποία αντιστοιχεί διαλυτική αίρεση ή προθεσμία της εγκατάστασης του αρχικού άμεσου κληρονόμου. Είναι ζήτημα ερμηνείας της διαθήκης κάθε φορά πότε, από τον τρόπο διατύπωσης της τελευταίας βούλησης, ενυπάρχει σε αυτή σύσταση καθολικού καταπιστεύματος και ποιο είναι το πρόσωπο του καταπιστευματοδόχου (ΑΠ 97/2019, ΕφΑιγ 35/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά την διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ «δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη», κατά την διάταξη δε του άρθρου 179 του αυτού κώδικα, άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι και η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, περί των οποίων οι ανωτέρω διατάξεις, λαμβάνονται υπ’ όψιν οι ιδέες του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτομένου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 208 ΑΚ, «αίρεση που προσδίδει παράνομο ή ανήθικο περιεχόμενο στη δικαιοπραξία την καθιστά άκυρη». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες εφαρμόζονται και επί της διάταξης τελευταίας βούλησης, εφόσον δεν υπάρχει στο κληρονομικό δίκαιο του ΑΚ πρόβλεψη γενικής φύσης περί των συνεπειών της εξαρτήσεως της διάταξης τελευταίας βούλησης από παράνομη ή ανήθικη αίρεση (άλλως επί ειδικών θεμάτων τα άρθρα 1794-1796 ΑΚ), συνάγεται ότι αν στην συγκεκριμένη περίπτωση κριθεί ότι η προσθήκη αίρεσης προσδίδει στην τελευταία διάταξη ανήθικο περιεχόμενο, καθίσταται άκυρη ολόκληρη η τελευταία διάταξη και όχι μόνο η αίρεση, κατ’ αντίθεση με το Β.Ρ.Δ., το οποίο θεωρούσε την αίρεση τούτη σαν να μην έχει γραφεί (ΑΠ 953/1996 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1341/1982 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο II, 2004, §13.XIII σελ. 192-193). Περίπτωση δε ανήθικης αίρεσης αποτελεί και εκείνη, κατά την οποία τα αποτελέσματα της διάταξης τελευταίας βούλησης εξαρτώνται, από το διαθέτη, από πράξη του τετιμημένου, η οποία καθ’εαυτή μεν δεν είναι ανήθικος, προσλαμβάνει όμως ανήθικο χαρακτήρα εκ του ότι, με την προσθήκη της αίρεσης, σκοπείται, δια της στέρησης της προσδοκίας εκ του νόμου ωφελημάτων, ο επηρεασμός της βούλησης αυτού, επί ζητημάτων, τα οποία, κατά τις ηθικές αντιλήψεις που κρατούν στην κοινωνία, πρέπει να απόκεινται εις την ελεύθερα αυτού βούληση (βλ. Νικ. Παπαντωνίου «Κληρονομικό Δίκαιο» Εκδ. 5η, παρ. 59δ, σελ. 273, 274, ΑΠ 268/1984 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΛαρ 209/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι στις 4.1.2019 απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου κατοικούσε όσο ζούσε, η Β., χήρα Δ.Π., το γένος Λ., άτεκνη, η οποία κατέλιπε –μεταξύ άλλων– την από 24.6.2014 δημόσια διαθήκη της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μ.Π. η οποία δημοσιεύθηκε με … πρακτικό δημοσίευσης δημοσίων διαθηκών του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. Ότι με τη διαθήκη αυτή, αφενός ανακαλούσε όλες τις προηγούμενες διαθήκες και αφετέρου εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο της τον ίδιο (ενάγοντα), σε ένα διαμέρισμα του 2ου ορόφου οικοδομής, κείμενο στην … Θεσσαλονίκης, … όπως λεπτομερώς περιγράφεται, καθώς και στο δικαίωμα μελλοντικής επέκτασης σε ύψος (αέρας) της παραπάνω οικοδομής με ποσοστό 25% στο οικόπεδο. Ότι με επόμενο πρακτικό δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με επιμέλεια του ίδιου, δημοσιεύθηκε η από Δεκέμβρη του 2015 ιδιόγραφη διαθήκη της ως άνω θανούσης, η οποία αποτελεί συμπλήρωση-προσθήκη επί της προγενέστερης δημόσιας διαθήκης, στην οποία και παραπέμπει ρητά. Ότι η ιδιόγραφη αυτή διαθήκη, ορίζει ότι το ως άνω διαμέρισμα, μετά το θάνατο του ενάγοντος, θα περιέλθει στη σύζυγο και τα τέκνα του, εάν παντρευτεί και αποκτήσει τέκνα, άλλως θα περιέλθει σε Σύλλογο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «…». Ότι με την από 29.07.2019 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μ.Π., αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά της διαθέτιδος. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως αναλυτικά εξειδικεύει στην αγωγή του, ο ενάγων, επικαλούμενος ότι συντρέχει στο πρόσωπό του έννομο συμφέρον, καθότι τυγχάνει κληρονόμος με προηγούμενη διαθήκη και με την παρούσα διαθήκη το εναγόμενο προβάλλει δικαιώματα στην κληρονομία, ζητεί κατ’ εκτίμηση του παρόντος Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης αφενός λόγω ελλιπούς χρονολογίας, καθότι ελλείπει η ημέρα και το ελλείπον αυτό στοιχείο δεν δύναται να αναπληρωθεί από το περιεχόμενο της διαθήκης καθ’ εαυτό ή τα λοιπά εκτός αυτού στοιχεία σ’ αυτήν και αφετέρου λόγω αίρεσης η οποία την καθιστά ανήθικη και αντίθετη στα χρηστά ήθη καθώς και την καταδίκη του εναγομένου στην δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 18 και 30 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ασκήθηκε δε παραδεκτώς, καθώς επιδόθηκε στο εναγόμενο εντός της προθεσμίας του άρθρου 215§2 ΚΠολΔ […]. Περαιτέρω, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη τις διατάξεις που αναφέρθηκαν στις παραπάνω νομικές σκέψεις καθώς και σε αυτές των άρθρων 68, 70 και 176 ΚΠολΔ, πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, ενώ, δεδομένου ότι επί αγωγής ακύρωσης διάταξης τελευταίας βούλησης, οι διάδικοι δεν έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς, η κρινόμενη διαφορά δεν υπάγεται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης του αρ. 6 παρ. 1 του ν. 4640/2019 (Άννα Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2021, σελ. 192). Εξάλλου, για το παραδεκτό της συζήτησής της δεν απαιτείται προηγούμενη επίδοσή της στον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, διότι δεν πρόκειται για δίκη που αφορά την καταλειπόμενη υπέρ κοινωφελούς σκοπού περιουσία, καθόσον το εναγόμενο ν.π.ι.δ. αποτελεί ένα πιστοποιημένο φορέα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα για την παροχή πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας περίθαλψης (κοινωνικής φροντίδας), χωρίς, ωστόσο, να έχει κοινωφελή σκοπό, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 4182/2013, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγόμενου. Ομοίως δεν απαιτείται για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομιδή πιστοποιητικού περί υποβολής δήλωσης φόρου κληρονομιάς, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 παρ. 1 και 2 του ν.δ/τος 118/1973, αφενός διότι η παρούσα δίκη δεν αφορά το αντικείμενο που αποκτήθηκε αιτία θανάτου, αλλά την εγκυρότητα της διαθήκης και αφετέρου διότι η παραπάνω διάταξη δεν καθιερώνει απαράδεκτο της συζήτησης, που να δημιουργεί λόγο έφεσης ή αναίρεσης, αλλά επιδιώκει μόνον φορολογικούς σκοπούς, οι οποίοι δεν έχουν επίδραση στην έκβαση της δίκης και συνεπώς και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης και οι οποίοι μπορούν να επιτευχθούν με άλλα μέσα, δηλαδή με ενέργειες των φορολογικών οργάνων (ΟλΑΠ 1331/1985, ΕφΔυτΜακ 11/2020, ΕφΠατρ 189/2018, ΕφΘρ. 214/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου και ως προς το σκέλος αυτό του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου.

[…] Η ιδιόγραφη διαθήκη αποτελεί συμπλήρωμα της προηγούμενης δημόσιας διαθήκης με την οποία εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο τον ίδιο. Ειδικότερα, το κείμενό της, κατά τα κρίσιμα αποσπάσματά του, έχει ως εξής: «Σήμερα στη Θεσ/νίκη και ώρα 5 μ.μ. του μηνός Δεκεμβρίου 2015 εγώ η Β.Π. το γένος Σ. και Α.Λ. κάνω μία προσθήκη της διαθήκης μου που είχα κάνει προ καιρού… και έκανα διαθήκη και αφήνω κληρονόμο μου τον Π.Κ. του Κ. και της Α. που τώρα είναι σε διάσταση κάτοικοι … αλλά δυστυχώς άνθρωποι χωρίς ευγένεια. Ο ίδιος ο πατέρας του δεν πήρε μία φορά τηλέφωνο να μου πει χρόνια πολλά και η μητέρα του είναι μία γυνέκα που λιπάμε δεν μπορώ να τη χαρακτηρίσω. Ξέρω ότι ο Π. της είπε για τη διαθήκη αλλά αυτή δεν πήρε ένα τηλέφωνο να μάθει πως είμαι και με τί άνθρωπο τέλος πάντων κάνει το παιδί της παρέα, πέρασαν τόσες άγιες μέρες και δεν πήρε ένα τηλέφωνο… Όσο ζω, θέλω να φυλάξω την περιουσία μου που είναι αυτό το σπίτι σε περίπτωση που συμβεί κάτι στον Π. Ω μη γέννιτω το σπίτι θέλω να το πάρει το «…» και όχι οι γονείς του Π. ιδίως η αδελφή του που είναι κάθε άλλο παρά αδελφή. Ζητώ από την αδελφή μου Α.Σ. να φροντίσει γι’ αυτό να γίνει αυτό που θέλω και να μη φέρει κανείς αντίριση το σπίτι με όλη την οικοσκευή να έρθει στο … Όσο ζει ο Π.Κ. να το έχει το σπίτι και να μένει και ο ίδιος αν παντρευτεί και κάνει παιδιά τότε να το πάρουν το σπίτι τα παιδιά του και η γυνέκα του αλλιός να δωθεί στο …». Στη δισέλιδη αυτή διαθήκη η διαθέτιδα κάνει ρητή αναφορά σε προηγούμενη διαθήκη της με την οποία εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο της τον ενάγοντα και προβαίνει σε μια προσθήκη σχετικά με την τύχη του κληρονομιαίου ακινήτου μετά το θάνατο του εγκατάστατου. Στο τέλος αυτής υπάρχει η υπογραφή της διαθέτιδος, ωστόσο, δεν αναγράφεται στο κείμενο της η ημέρα σύνταξης αυτής, παρά μόνο ο μήνας (Δεκέμβριος) και το έτος (2015), ούτε η ημέρα σύνταξης προκύπτει από το περιεχόμενο της διαθήκης. Επομένως, […], πρέπει να ερευνηθεί αν το στοιχείο αυτό της διαθήκης μπορεί να αναπληρωθεί από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης καθ’ αυτό ή σε συνάρτηση με άλλα εκτός αυτού στοιχεία, τα οποία αποδεικνύονται και λαμβάνονται υπόψη προς αποσαφήνιση εκείνων που είτε αναφέρονται ως προς τη χρονολογία, είτε συνάγονται από το κείμενο της διαθήκης, άλλως η διαθήκη είναι άκυρη. Εν προκειμένω, μοναδικό στοιχείο στη διαθήκη, που υποδηλώνει χρονικό προσδιορισμό, είναι η φράση «…πέρασαν τόσες άγιες μέρες και δεν πήρε ένα τηλέφωνο…», αναφερόμενη η διαθέτης στην μητέρα του εγκατάστατου κληρονόμου ενάγοντος. Από το παραπάνω απόσπασμα της διαθήκης καθίσταται σαφές ότι η συγκεκριμένη διαθήκη έχει συνταχθεί αφού παρήλθαν οι θρησκευτικές εορτές του μηνός Δεκεμβρίου, ήτοι των Χριστουγέννων, οι οποίες, σύμφωνα με την παράδοση, είναι περισσότερες από μία, ήτοι παραμονή, ανήμερα Χριστουγέννων και δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων. Αλλά και οι ημέρες που ακολουθούν την εορτή των Χριστουγέννων μέχρι και την Πρωτοχρονιά, κατά τη θρησκεία και την παράδοση, έχουν εξέχουσα σημασία, διότι είναι συνυφασμένες με την εορταστική ατμόσφαιρα και είναι ένας συμβολικός τρόπος επικοινωνίας, αγάπης, προσφοράς μεταξύ των μελών της οικογένειας. Κατά τα διδάγματα δε της κοινής πείρας αυτές οι μέρες είναι μέρες που άτομα μεγαλύτερα σε ηλικία ή μοναχικά αποζητούν την εκδήλωση ενδιαφέροντος προς το πρόσωπό τους και την τηλεφωνική επικοινωνία για ευχές από πρόσωπα με τα οποία σχετίζονται. Από το περιεχόμενο της διαθήκης προκύπτει εναργώς η προσμονή της διαθέτιδας να λάβει ευχές από τους οικείους της, καθώς και το παράπονό της επειδή δεν επικοινώνησε μαζί της η μητέρα του ενάγοντος, αν και μεσολάβησαν οι ημέρες των εορτών. Συνεπώς, από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η διαθήκη συντάχθηκε την 31.12.2015, ημέρα που συνηθίζεται οι άνθρωποι να ανταλλάσσουν ευχές και η διαθέτιδα ανέμενε ακόμη επικοινωνία για ευχές για τη νέα χρονιά που ερχόταν, άλλως τις δυο τελευταίες ημέρες του Δεκεμβρίου. Εξάλλου, το γεγονός ότι η διαθήκη συντάχθηκε αρκετές ημέρες μετά τα Χριστούγεννα προκύπτει και από το ποσοτικό επίθετο «τόσες» που χρησιμοποιεί η διαθέτιδα, ενδεικτικό της πληθώρας των ημερών που παρήλθαν. Ως εκ τούτου, αν και λείπει παντελώς η ημέρα συντάξεως της διαθήκης, γίνεται δεκτό από το παρόν Δικαστήριο ότι αυτή μπορεί να εξακριβωθεί και προσδιορισθεί κατά τρόπο αναμφισβήτητο από το περιεχόμενο της σε συνδυασμό με στοιχεία εκτός του κειμένου της, όπως αναλυτικά αναφέρθηκε ανωτέρω, με αποτέλεσμα να διασώζεται το κύρος της, απορριπτομένης της αγωγής ως ουσίας αβάσιμης κατά το σκέλος αυτό. Περαιτέρω, από το παραπάνω περιεχόμενο της διαθήκης της Β. χήρας Δ.Π., η οποία δεν παρουσιάζει καμία ασάφεια δεκτική ερμηνείας, προκύπτει η θέληση της διαθέτιδας για εγκατάσταση του ενάγοντος ως κληρονόμου της και για σύσταση καταπιστεύματος μετά το θάνατο αυτού υπέρ της συζύγου και των νομίμων τέκνων του (καταπιστευματοδόχους), σε περίπτωση που ο ενάγων έλθει εις γάμου κοινωνία και αποκτήσει τέκνο, καθώς και περί εγκατάστασης του εναγομένου … ως υποκατάστατου του καταπιστευματοδόχου σε περίπτωση που ο ενάγων τελικά δεν τελέσει γάμο και δεν αποκτήσει τέκνο. Με τους όρους δε της διαθήκης «Όσο ζω, θέλω να φυλάξω την περιουσία μου που είναι αυτό το σπίτι σε περίπτωση που συμβεί κάτι στον Π. Ω μη γέννιτω το σπίτι θέλω να το πάρει το «…» και όχι … Όσο ζει ο Π.Κ. να το έχει το σπίτι και να μένει και ο ίδιος αν παντρευτεί και κάνει παιδιά τότε να το πάρουν το σπίτι τα παιδιά του και η γυνέκα του αλλιός να δωθεί στο «…», η διαθέτιδα δεν διατυπώνει απλή ευχή ή συμβουλή προς τον ενάγοντα για χάρη του και προς το συμφέρον του, αλλά διατυπώνει τη βούλησή της για τη σύσταση του ως άνω καταπιστεύματος και για ορισμό υποκατάστατου των καταπιστευματοδόχων. Περαιτέρω, από το κείμενο της διαθήκης δεν προκύπτει αίρεση αδύνατη ή προσδίδουσα στη διαθήκη ανήθικο περιεχόμενο, κατά την ιδέα περί ηθικής του, κατά γενική αντίληψη, χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, αλλά ούτε ότι τα αίτια που κίνησαν τη διαθέτιδα ή ο σκοπός που επιδίωξε και γενικά το σύνολο των περιστάσεων και συνθηκών έχουν ανήθικο περιεχόμενο, υπό την έννοια του άρθρου 178 ΑΚ, δεδομένου ότι ο ενάγων από της επαγωγής της κληρονομίας σ’ αυτόν και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του μπορεί να απολαμβάνει όλα τα εκ του νόμου ωφελήματα από την χρήση του ακινήτου, καθώς η διαθέτιδα δεν έχει θέσει τον όρο να νυμφευθεί ή να αποκτήσει τέκνα από το γάμο του προκειμένου να περιέλθει σε αυτόν το ακίνητο μετά το θάνατό της. Αντιθέτως δε η διαθέτιδα όρισε τα πρόσωπα των καταπιστευματοδόχων, μετά το θάνατο του βεβαρημένου κληρονόμου της (ενάγοντα), καθώς και υποκατάστατο αυτών (εναγόμενο) στα πλαίσια της άσκησης της εξουσίας διαθέσεως, και δη αναφορικά με την επιβάρυνση της κληρονομίας με καταπίστευμα, η οποία ανήκε αποκλειστικά στην ίδια, και όχι αναφορικά με αντικείμενο της εξουσίας διάθεσης του ενάγοντος, ώστε να ανακύπτει ζήτημα ακυρότητας της διάταξης της διαθήκης περί σύστασης του καταπιστεύματος. Αποκλειστική δε βούληση της διαθέτιδας ήταν να μην περιέλθει η κληρονομία στους γονείς και την αδελφή του κληρονόμου (ενάγοντος),σε περίπτωση που αυτός απεβίωνε χωρίς να τελέσει γάμο και άτεκνος, και όχι να δεσμεύσει την ελευθερία του ενάγοντος σε ζητήματα τα οποία, κατά τις κρατούσες στην κοινωνία περί ηθικής αντιλήψεις, εναπόκεινται στην ελεύθερη βούληση αυτού, όπως η τέλεση γάμου και η τεκνοποίηση. Εξάλλου, ο ενάγων, αν επιθυμούσε είτε να εκποιήσει το κληρονομιαίο ακίνητο είτε, μετά το θάνατό του, να περιέλθει αυτό στους γονείς και την αδελφή του και θεωρούσε δυσμενή τον παραπάνω όρο, είχε το δικαίωμα να αποποιηθεί την επαχθείσα κληρονομιά και να απαλλαγεί από τους όρους της διαθήκης. Συνεπώς, ενόψει όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η διαθέτιδα όρισε το εναγόμενο ως υποκατάστατο των κατά πρώτο λόγο ορισθέντων ως καταπιστευματοδόχων συζύγου και τέκνων του ενάγοντος, για την περίπτωση που ματαιωνόταν η αίρεση της τέλεσης από αυτόν γάμου και απόκτησης τέκνων, υπό την οποία τελούσε η εγκατάσταση τους ως καταπιστευματοδόχων, η διάταξη δε αυτή υπέρ του υποκατάστατου τέθηκε κατ’ ενάσκηση του δικαιώματος της διαθέτιδας να επιλέγει και να προσδιορίζει τα πρόσωπα στα οποία θα περιέλθει το καταπίστευμα, κατά την ελεύθερη βούλησή της, η οποία δεν είναι ηθικώς επιλήψιμη και συνεπώς δεν καθιστά άκυρη, κατ’ άρθρο 178 ΑΚ, την προαναφερθείσα διάταξη της διαθήκης, πρέπει δε να απορριφθεί η αγωγή ως ουσία αβάσιμη και κατά το σκέλος αυτό. […]

[Το κύριο ζήτημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου είναι η σχέση ανάμεσα στην ατελή ή ελλιπή χρονολογία από τη μία και την ψευδή ή εσφαλμένη χρονολογία μίας ιδιόγραφης διαθήκης από την άλλη. Συγκεκριμένα, το όλο ζήτημα περιστρέφεται γύρω από την ανάλογη ή μη εφαρμογή της ΑΚ 1721 § 3 στην περίπτωση της ατελούς ή ελλιπούς χρονολογίας μίας ιδιόγραφης διαθήκης. Μερίδα της θεωρίας τάσσεται υπέρ της ανάλογης εφαρμογής με το σκεπτικό ότι, παρά τις ελλείψεις στη χρονολογία, λόγοι επιείκειας επιβάλλουν τη διάσωση του κύρους της ιδιόγραφης διαθήκης και δικαιολογούν την ακυρότητά της μόνο αν υποκρύπτεται κάποιο άλλο ελάττωμα (βλ. ενδεικτικά Σπυριδάκη, Κληρονομικό Δίκαιο 42018, σελ. 78, Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο ΙΙ, 52016, § 12 Ι 2 Β, Κοτζάμπαση, Ιδιόγραφη διαθήκη μα ελλιπή χρονολογία – γνμδ, Αρμ 2010, σελ. 1122, Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, 51983, § 38 ΙΙ). Με την άποψη αυτή, συντάσσεται και η ΑΠ 2160/2014 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απεναντίας, η κρατούσα στη νομολογία άποψη δεν υιοθετεί την ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1721 § 3 και καταφάσκει την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης, αν η χρονολογία εμφανίζει ατέλειες ή ελλείψεις· δέχεται, όμως, τη δυνατότητα αναπλήρωσης των ελλείψεων με στοιχεία που εμπεριέχονται στη διαθήκη ή με στοιχεία εκτός της διαθήκης που συμβάλλουν στην αποσαφήνιση του περιεχομένου της (ΟλΑΠ 1234/1982 ΝοΒ 1983/1171, ΑΠ 1811/2009 ΕλλΔνη 2011/134, ΑΠ 107/2000 ΕλλΔνη 2000/1021, ΑΠ 986/1990 ΕΕΝ 1991/390). Τελικά, η ΟλΑΠ 7/2017 (ΕλλΔνη 2017/1672 με παρατηρήσεις Χ. Φίλιου) τάχθηκε κατά της ανάλογης εφαρμογής της ΑΚ 1721 § 3 στην περίπτωση της ατελούς ή ελλιπούς χρονολογίας με το σκεπτικό ότι δεν υφίσταται κενό δικαίου που να δικαιολογεί την προσέγγιση αυτή (έτσι και Παντελίδου, Ψευδής ή εσφαλμένη και ελλιπής (ατελής) χρονολογία στην ιδιόγραφη διαθήκη με αφορμή την ΑΠ 2160/2014, ΝοΒ 2016, σελ. 1343, Π. Φίλιος, Κληρονομικό Δίκαιο 82011, § 170 Α ΙΙ 2). Με την θέση της Ολομέλειας του Ακυρωτικού συντάσσεται και η σχολιαζόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου.

Απότοκο του παραπάνω ζητήματος είναι και το επόμενο θέμα: Η αναπλήρωση της έλλειψης αναγραφής της ημέρας σύνταξης της ιδιόγραφης διαθήκης αρκεί να γίνεται με τον καθορισμό ενός χρονικού πλαισίου, μέσα στο οποίο μπορεί να συντάχθηκε αυτή, ή πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς η ημέρα σύνταξής της; Απαντώντας στο ερώτημα αυτό, η παλαιότερη ΟλΑΠ 97/1979 (ΝοΒ 1979/1085) κατέληξε σε συγκεκριμένη ημέρα σύνταξης της διαθήκης αυτόχειρα, η οποία συνέπιπτε με την ημέρα της αυτοκτονίας του. Επίσης, σε συγκεκριμένη ημέρα σύνταξης της διαθήκης κατέληξε και η ΑΠ 511/2000 (ΕλλΔνη 2000/1626), σύμφωνα με την οποία αυτή συμπίπτει με την ημέρα κατάθεσής της σε συμβολαιογράφο, εφόσον αποδείχθηκε ότι έγινε ταυτόχρονα. Απεναντίας, όταν δεν προκύπτει ότι η σύνταξη της ιδιόγραφης διαθήκης συμπίπτει χρονικά με την κατάθεσή της στον συμβολαιογράφο, η ατελής χρονολογία δεν αναπληρώνεται (ΑΠ 489/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ contra ΑΠ 1349/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η ίδια η ΟλΑΠ 7/2017 δέχθηκε την ακυρότητα της διαθήκης, όταν, παρά την προσφυγή σε στοιχεία εκτός της διαθήκης, δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση συγκεκριμένης ημέρας παρά μόνο προσδιορίστηκε ο μήνας μέσα στον οποίο αυτή συντάχθηκε. Και γενικότερα, η χρονολογία παραμένει ατελής και δεν αναπληρώνεται, με συνέπεια την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης, αν τα αποδεικτικά μέσα καταδεικνύουν, όχι ορισμένη ημέρα σύνταξης, αλλά μία χρονική περίοδο κάποιων μηνών (ΑΠ 10512019 ΝοΒ 2020/255, ΑΠ 497/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 87/2012 Δικογρ 2012/293). Τέλος, ιδιόγραφη διαθήκη έχει κριθεί άκυρη από το Ακυρωτικό, ακόμη και αν το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε δύο πιθανές ημέρες σύνταξης (ΑΠ 1028/2002 ΕλλΔνη 2004/158). Σε δύο πιθανές ημέρες σύνταξης της ιδιόγραφης διαθήκης κατέληξε και η σχολιαζόμενη απόφαση αλλά έκρινε πως αυτή είναι έγκυρη.]

Α.Ν.Α.Λ.