Top

Επιθεώρηση Ακινήτων, 1 (2023)


ΤρΕφΘεσ 671/2022 (τακτική διαδικασία) - σχόλιο: Ν. Τριανταφύλλου

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΤρΕφΘεσ 671/2022 (τακτική διαδικασία)

Σύνθεση: Ι. Ψώνη, Πρόεδρος Εφετών, Σ. Κατσουλάκου-Εισηγήτρια, Κ. Αγγελάκη, Εφέτες
Δικηγόροι: Ζ. Τσιούρδα (ΝΣΚ), Γ. Τόσκας

Νομικές διατάξεις: άρθρα 1711 εδ. β΄, 1846, 1847, 1848, 1849, 1850, 1851, 1856 ΑΚ, 126 ΚΠολΔ, 219 § 2 του ΚώδΔιοικΔ, 1 § 1, 36 § 1 ν. 4389/2016

Στην περίπτωση της διαδοχικής εξ αδιαθέτου κληρονομικής επαγωγής, η προθεσμία αποποίησης της κληρονομιάς δεν αρχίζει από τη γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου, αλλά από τη γνώση της αποποίησης από τον προηγούμενο κληρονόμο, δηλαδή από μεταγενέστερο του θανάτου γεγονός, με το οποίο συνδέεται η επαγωγή της κληρονομιάς. Και ναι μεν κατά πλάσμα του νόμου ο χρόνος επαγωγής ανατρέχει στον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου σαν να μην υπήρχε εκείνος που αποποιήθηκε, όμως, όπου ο νόμος απαιτεί για κάποια νομική ενέργεια γνώση της επαγωγής εννοεί και τα μεταγενέστερα αυτά γεγονότα, προ της γνώσης των οποίων η προς αποποίηση προθεσμία δεν αρχίζει. Στη δίκη περί αναγνώρισης ακυρότητας πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς που αφορά γενικώς σε έννομες σχέσεις που άπτονται έμμεσα της αρμοδιότητας της ΑΑΔΕ, υφίσταται δυνατότητα διαζευκτικής επίδοσης είτε στον Υπουργό Οικονομικών είτε στον διοικητή της ΑΑΔΕ, διότι με τη διάταξη του άρθρου 36 § 1 του ν. 4389/2016 δεν καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 5 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, καθώς όπου ο νομοθέτης ήθελε η υποχρέωση επίδοσης στο Διοικητή της ΑΑΔΕ να καταργεί την υποχρέωση επίδοσης στον Υπουργό Οικονομικών το όρισε ρητά, όπως έπραξε με τις δίκες του ΚΕΔΕ

[…] 2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711 εδ. β΄, 1846, 1847, 1848, 1849, 1850, 1851 και 1856 ΑΚ συνάγεται ότι ο κληρονόμος, είτε καλείται από διαθήκη, είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομιά με μόνο τον θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του. Το δικαίωμα, όμως, αυτό, της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομιάς, είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από τον νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομιάς (άρθρο 1847 ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί κατά βούληση την κληρονομιά που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ. H αποποίηση της κληρονομιάς είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει την κληρονομιά που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου. Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία, διαπλαστικού χαρακτήρα, μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και είναι ανεπίδεκτη οποιασδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδ. β΄ ΑΚ). Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών (με τη διαφοροποίηση του άρθρου 1847 § 2 ΑΚ), που αρχίζει από τότε που ο κληρονομούμενος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής. Όταν πρόκειται για διαδοχή εξ αδιαθέτου, οπότε ο δικαιολογητικός αυτής λόγος, της συγγενικής σχέσης μεταξύ κληρονομούμενου και κληρονόμου, είναι από την αρχή δεδομένος και γνωστός στον τελευταίο, η τετράμηνη προθεσμία προς αποποίηση αρχίζει από τη γνώση από τον κληρονόμο του χρόνου του θανάτου του κληρονομούμενου συγγενούς του, εκτός συνδρομής μεταγενεστέρων της επαγωγής γεγονότων, με ενδεικτική αναφορά εκείνου της αποποίησης της κληρονομιάς. Στην περίπτωση αυτή, αν υπάρξει νομότυπη και εμπρόθεσμη αποποίηση της επαχθείσας στον κληρονόμο κληρονομιάς, η προς τον αποποιηθέντα επαγωγή της κληρονομιάς αναιρείται, ως μη γενόμενη, και κατά συνέπεια επάγεται σ’ εκείνον ο οποίος θα εκκαλείτο ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος, αν ο αποποιηθείς δεν ζούσε κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς του θανάτου του κληρονομούμενου, στον οποίο ανατρέχει η επαγωγή (ΑΚ 1856). Στην περίπτωση, επομένως, της διαδοχικής επαγωγής, η προθεσμία της αποποίησης της κληρονομιάς δεν αρχίζει από τη γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου, αλλά από τη γνώση της αποποίησης από τον προηγούμενο κληρονόμο, δηλαδή από μεταγενέστερο του θανάτου γεγονός, με το οποίο συνδέεται η επαγωγή της κληρονομιάς. Και ναι μεν και πάλι κατά πλάσμα του νόμου ο χρόνος επαγωγής ανατρέχει στον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου σαν να μην υπήρχε εκείνος που αποποιήθηκε, όμως, όπου ο νόμος απαιτεί για κάποια νομική ενέργεια γνώση της επαγωγής εννοεί και τα μεταγενέστερα αυτά γεγονότα, προ της γνώσης των οποίων η προς αποποίηση προθεσμία δεν αρχίζει (ΑΠ 1534/2011, ΑΠ 1211/2008, ΕφΘεσ 1922/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 426/2002 ΕΕμπΔ 2004.111). Εξάλλου, απαιτουμένης θετικής γνώσης της επαγωγής και του λόγου της και μη αρκούσης της υπαίτιας άγνοιας αυτής, η κίνηση της πιο πάνω προθεσμίας δεν αρχίζει σε περίπτωση πλάνης του κληρονόμου ως προς την επαγωγή και το λόγο της, ως γεγονότων που αφετηριάζουν την εν λόγω προθεσμία. Ειδικότερα, η από τον κληρονόμο μη γνώση της προς αυτόν επαγωγής και του λόγου της εξ αιτίας άγνοιας ή εσφαλμένης γνώσης των περιστατικών αυτών, αποτρέπει την έναρξη της κρίσιμης προθεσμίας (ΜΕφΘεσ 2120/2015, ΤΝΠ Νόμος), Περαιτέρω, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1850 ΑΚ, η αποποίηση είναι άκυρη, αν γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας για την αποποίηση, η ακυρότητα δε επέρχεται αυτοδικαίως και είναι οριστική και αθεράπευτη και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται, ούτε είναι λογικώς νοητή άσκηση αγωγής για την κήρυξη της ακυρότητας. Ωστόσο, προς άρση της αβεβαιότητας για την τύχη της προς τον κληρονόμο επαγωγής μετά την πάροδο απράκτου της τετράμηνης αποσβεστικής προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομιάς, η διάταξη του άρθρου 1850 εδ. β΄ ΑΚ καθιερώνει, υπό μορφή αμάχητου τεκμηρίου, το πλάσμα της δήλωσης του, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, απρακτήσαντος κληρονόμου για αποδοχή της κληρονομιάς. Για τον λόγο αυτό η εν λόγω αποδοχή χαρακτηρίζεται ως πλασματική αποδοχή κληρονομιάς και ως μία από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η σιωπή επέχει θέση δηλώσεως βουλήσεως (ΟλΑΠ 3/1989, ΝοΒ 38.607, ΑΠ 725/2014, ΑΠ 951/2013, ΑΠ 173/2014, ΑΠ 1087/2011, ΑΠ 1570/2010 ΑΠ 1211/2008, ΑΠ 338/2004, ΤΝΠ Νόμος), Από τις διατάξεις των άρθρων 1847 § 1 εδ. α΄, 1850, 1857, 140 και 141 του ΑΚ προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομιάς που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποιήσεώς της μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η αποδοχή που συνάγεται με τον τρόπο αυτόν κατά πλάσμα του νόμου δεν συμφωνεί με τη βούληση του κληρονόμου από ουσιώδη πλάνη, από άγνοια δηλαδή ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομιάς ώστε αν ο κληρονομούμενος γνώριζε την αληθή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της αποποίησης. Η εσφαλμένη αυτή γνώση ή άγνοια που δημιουργεί τη διάσταση μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομιάς (ΟλΑΠ 3/1989, ΑΠ 496/2013, ΑΠ 1087/2010, ΤΝΠ Νόμος), τα γεγονότα δε αυτά, όταν πρόκειται για κληρονομιά που επάγεται σε ανήλικο, κρίνονται από το πρόσωπο που τον εκπροσωπεί και το οποίο έπρεπε να προβεί στην εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομιάς για λογαριασμό του ανηλίκου, τηρώντας τις διατυπώσεις του άρθρου 1625 του ΑΚ, ενόψει του ότι, του νόμου μη διακρίνοντος (άρθρα 1847, 1850 ΑΚ), η προθεσμία της αποποίησης τρέχει και κατά προσώπων που είναι ανίκανα προς δικαιοπραξία (ΟλΑΠ 3/1989 ΝοΒ 38.607, ΑΠ 725/2014, ΑΠ 173/2014, ΑΠ 951/2013, ΑΠ 173/2014, ΑΠ 1087/2011, ΑΠ 1570/2010, ΑΠ 1211/2008, ΑΠ 333/2004, ΤΝΠ Νόμος). […]

4. Κατά το άρθρο 126 § 1 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ, η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 5 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (Διάταγμα 26.6/10.7.1944) ορίζεται ότι μόνο οι κοινοποιήσεις προς τον Υπουργό Οικονομικών οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουν νόμιμες συνέπειες. Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 ν. 4389/2016 ορίζεται ότι «Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) (στο εξής η «Αρχή»), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της», ενώ κατά το άρθρο 36 § 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 § 1 περίπτωση α΄, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 § 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97) και 85 § 1, εδάφιο πρώτο του ν.δ. 356/1974 (Α΄ 90). Η προβλεπομένη στο άρθρο 85 § 1 εδάφιο δεύτερο του ν.δ. 356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ», και τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 43 «Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου ισχύουν από 1η Ιανουάριου 2017». Από τις διατάξεις αυτές του ν. 4389/2016 συνάγεται ότι από 1.1.2017, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού εγγράφου αγωγής που έχει ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις ή τις έννομες σχέσεις που αφορούν την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, όπως αυτές προσδιορίζονται στο προαναφερθέν άρθρο 1 § 1 του ν. 4389/2016, και μόνο σε αυτές, πρέπει να γίνει με ποινή απαραδέκτου στις δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητας δε στις λοιπές, τόσον στον Διοικητή της ΑΑΔΕ, όσο και στο αρμόδιο όργανο, και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, ενώ στις δίκες αυτές καταργήθηκε η υποχρέωση κοινοποίησης στον Υπουργό Οικονομικών, η οποία όμως παραμένει στις λοιπές υποθέσεις. Εξάλλου, στη δίκη περί αναγνώρισης ακυρότητας πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς που αφορά γενικώς σε έννομες σχέσεις που άπτονται έμμεσα της αρμοδιότητας της ΑΑΔΕ, υφίσταται δυνατότητα διαζευκτικής επίδοσης είτε στον Υπουργό Οικονομικών είτε στον διοικητή της ΑΑΔΕ., διότι με τη διάταξη του άρθρου 36 § 1 του ν. 4389/2016 δεν καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 5 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (Διάταγμα 26.6/10.7.1944). καθώς όπου ο νομοθέτης ήθελε η υποχρέωση επίδοσης στο Διοικητή της ΑΑΔΕ. να καταργεί την υποχρέωση επίδοσης στον Υπουργό Οικονομικών το όρισε ρητά, όπως έπραξε με τις δίκες του ΚΕΔΕ Μάλιστα προς το στοιχείο τούτο της μη κατάργησης του άρθρου 5 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (Διάταγμα 26.6/10.7.1944) από το άρθρο 36 § 1 του ν. 4389/2016 και της εντεύθεν παράλληλης και διαζευκτικής δυνατότητας επίδοσης είτε στον Υπουργό Οικονομικών είτε στον Διοικητή της ΑΑΔΕ, συνηγορεί και το γεγονός ότι η επίδοση και στα δύο αυτά κρατικά όργανα γίνεται με τον ίδιο τρόπο, ήτοι στην έδρα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς το ΝΣΚ έχει επιφορτιστεί με τη δικαστική υποστήριξη και εκπροσώπηση του Δημοσίου. Στην προκειμένη περίπτωση, νομοτύπως η υπό κρίση αγωγή επιδόθηκε στον Υπουργό Οικονομικών, χωρίς, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη να απαιτείται επίδοση και στον Διοικητή της ΑΑΔΕ, η παράλειψη της οποίας να πλήττει το παραδεκτό της, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που ομοίως έκρινε δεν έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου, ώστε απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης.

5. Από την εκτίμηση όλων των προσκομιζομένων από τους διαδίκους με επίκληση εγγράφων, από τις υπ’ αριθμ. …/2019 ένορκες βεβαιώσεις των … ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Σ.Σ., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα και οι οποίες ελήφθησαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου (…), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 7.1.2012 απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, στην Θεσσαλονίκη, όπου και εν ζωή κατοικούσε, ο Σ.Μ., κατέλειπε δε ως μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγό του και τα πέντε τέκνα του, μεταξύ των οποίων και τη θυγατέρα του, μητέρα της ενάγουσας, Ε.Μ. Ωστόσο, επειδή ο αποβιώσας κατά το χρόνο θανάτου του κατέλειπε χρέη προς το Δημόσιο και το πρώην ΙΚΑ, τα οποία πλέον μετά τις προσαυξήσεις /τόκους /πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής, ανέρχονται σε 9.992,26 ευρώ για τον ΕΦΚΑ-πρώην ΙΚΑ και σε 3.769,66 ευρώ για το Δημόσιο, η ανωτέρω εξ αδιαθέτου κληρονόμος και μητέρα της ενάγουσας, αποποιήθηκε νομότυπα και έγκυρα την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομιά. Συνακόλουθα, στην κληρονομική μερίδα της ανωτέρω υπεισήλθαν οι θυγατέρες της, Χ.Γ., η οποία ως ενήλικος κατά το χρόνο επαγωγής προέβη η ίδια σε δήλωση αποποίησης της κληρονομιάς του παππού της και Σ.Γ. (ενάγουσα), η οποία κατά το χρόνο της επαγωγής ετύγχανε ανήλικη καθώς έχει γεννηθεί στις 30.1.2000. Ωστόσο, οι γονείς της ανηλίκου τότε ενάγουσας, οι οποίοι ασκούσαν την επιμέλεια του προσώπου αυτής, επιθυμώντας να προβούν σε όλες τις νόμιμες ενέργειες ώστε να μην αναμιχθεί στην ως άνω επαχθή κληρονομιά το ανήλικο τέκνο τους, απευθύνθηκαν σε δικηγόρο, ο οποίος τους ενημέρωσε, εσφαλμένως, πως έπρεπε να αποποιηθεί την κληρονομιά του παππού της η ίδια η ενάγουσα μέσα σε ένα τετράμηνο από την ενηλικίωσή της. Πεισθέντες, δε, περί τούτου οι, ασκούντες τη γονική μέριμνα και εκπρόσωποι της ανηλίκου τότε ενάγουσας, γονείς της εις ουδεμία πράξη αποποίησης της, επαχθείσας στην ανήλικη θυγατέρα τους, κληρονομιάς προέβησαν, εντός του τετραμήνου από την επαγωγή σε αυτήν της κληρονομιάς του ως άνω αποβιώσαντος, με αποτέλεσμα, να επέλθει, κατ’ άρθρο 1850 ΑΚ, πλασματική αποδοχή της ως άνω κληρονομιάς εκ μέρους αυτής (ενάγουσας). Ακολούθως η ενάγουσα, τρεις περίπου μήνες μετά την ενηλικίωση της και δη στις 19.4.2018, συμμορφούμενη με την ανωτέρω εσφαλμένη νομική πληροφόρηση που είχαν οι γονείς της, την οποία και της μετέδωσαν, και προκειμένου, όπως εσφαλμένως πίστευε, να αποφύγει τις δυσμενείς συνέπειες εκ της υπερχρεωμένης κληρονομιάς του παππού της, προέβη με τη σειρά της στην αποποίηση της επαχθείσης σε αυτήν κληρονομιάς, ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης Ι.Γ., συνταχθείσας προς τούτο της υπ’ αρ. …/2018 έκθεσης δήλωσης απολύτου αποποίησης κληρονομιάς. Ωστόσο, την 6.5.2019 επιδόθηκε στην ενάγουσα η με αρ. πρωτ. …/17.4.2019 Ατομική Ειδοποίηση Ληξιπρόθεσμων Οφειλών της Ταμειακής Υπηρεσίας του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Θεσσαλονίκης του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), με την οποία ενημερώθηκε ότι βεβαιώθηκε σε βάρος του ανωτέρω αποβιώσαντος παππού της, Σ.Μ., του οποίου αυτή φέρεται ως κληρονόμος, συνολικό χρέος ύψους 9.992,96 ευρώ και στη συνέχεια, στις 10.5.2019, της επιδόθηκε η με αρ. πρωτ. …/9.5.2019 Ατομική Ειδοποίηση Καταβολής-Υπερημερίας του Τμήματος Δικαστικής και Νομικής Υποστήριξης της Ε΄ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, η οποία την ενημέρωνε ότι έχει βεβαιωθεί σε βάρος του παππού της, Σ.Μ., συνολικό χρέος ύψους 3.769,66 ευρώ, το οποίο καλείται πλέον η ίδια να καταβάλει ως μοναδική κληρονόμος του. Με την επίδοση αυτή των ανωτέρω Ατομικών Ειδοποιήσεων η ενάγουσα έλαβε γνώση για πρώτη φορά πως ήταν εσφαλμένη η πεποίθηση που μέχρι τότε είχε, αρχικώς δια των εκπροσωπούντων αυτήν γονέων της και στη συνέχεια μετά την ενηλικίωσή της η ίδια, ότι δύναται νομίμως και εμπροθέσμως να αποποιηθεί την κληρονομιά του παππού της μέσα σε τέσσερεις μήνες από την ενηλικίωσή της και πως επειδή οι γονείς της δεν αποποιήθηκαν την κληρονομιά του παππού της για λογαριασμό της, εντός τεσσάρων μηνών από την αποποίηση της εκ μέρους της μητρός της, η ίδια (ενάγουσα) έχει καταστεί κληρονόμος αυτού (παππού της), αποδεχθείσα πλασματικώς, κατ’ άρθρο 1850 ΑΚ, την εν λόγω κληρονομιά. Συνεπώς, εξαιτίας της δικαιολογημένης άγνοιας των γονέων της και της ανήλικης ενάγουσας κατά το χρόνο της επαγωγής και την εκ μέρους της πλασματική αποδοχή της, υφίστατο μέχρι την επίδοση της πρώτης εκ των προαναφερθέντων ατομικών ειδοποιήσεων. Άπαντα, δε, τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται πλήρως απ’ τις περιεχόμενες καταθέσεις στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες και δεν αναιρούνται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. Άλλωστε και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, εάν οι εκπροσωπούντες την, ανήλικη το έτος 2012, ενάγουσα γονείς της, γνώριζαν ότι έπρεπε να προβούν οι ίδιοι στη αποποίηση της ως άνω κατάχρεης κληρονομιάς και για λογαριασμό του τέκνου τους, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ανωτέρω αποποίηση της μητρός της ενάγουσας, προκειμένου αυτό να μην επιβαρυνθεί του επαχθούς παθητικού της, θα είχαν σπεύσει να την αποποιηθούν και για λογαριασμό του τέκνου (ανηλίκου τότε ενάγουσας), όπως ακριβώς (αποποίηση) έπραξε αφενός η μητέρα της ενάγουσας για την ίδια και αφετέρου η ενήλικη το χρόνο εκείνο αδερφή της (ενάγουσας). Περαιτέρω, το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι η αξίωση της ενάγουσας για ακύρωση της πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς λόγω πλάνης έχει υποκύψει σε παραγραφή κατ’ άρθρο 1857 εδ. β΄ ΑΚ, καθώς δεν ασκήθηκε εντός ενός εξαμήνου από την παρέλευση της προθεσμίας της (ενάγουσας) προς αποποίηση και αφετέρου ότι η ανωτέρω δήλωση αποποίησης, στην οποία η ενάγουσα προέβη, έχει λάβει χώρα μετά την παρέλευση τεσσάρων μηνών από την εκ μέρους της γνώση της επαγωγής σε αυτήν της ένδικης κληρονομιάς. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα είχε λάβει γνώση της ιδιότητάς της ως κληρονόμος του παππού της ήδη από τις 20.1.2015, διότι τότε εστάλη στην έχουσα τη γονική αυτής μέριμνα μητέρα της, Ε.Μ., η υπ1 αριθ. …/20.1.2015 συστημένη πρόσκληση-επιστολή, σύμφωνα με την οποία την καλούσε να προσέλθει στα γραφεία της Ε΄ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, ως ασκούσα την γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης της Σ.Γ., για τακτοποίηση της φορολογικής της υπόθεσης σχετικά με τον αποβιώσαντα Σ.Μ., με την ιδιότητά της ως κληρονόμου. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του το εναγόμενο προσκόμισε αντίγραφο του υπ’ αρ. πρωτ. …/20.1.2015 εγγράφου με θέμα «τακτοποίηση φορολογικής υπόθεσης», που εξέδωσε το δικαστικό τμήμα της Ε΄ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης προς την Ε.Μ., ως ασκούσα τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου Γ. Σ., το οποίο ανέφερε επί λέξει «Παρακαλούμε όπως προσέλθετε στα γραφεία της υπηρεσίας μας, ως ασκών τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου σας Σ.Γ., για τακτοποίηση φορολογικής του υπόθεσης σχετικά με τον αποβιώσαντα Σ.Μ. με ΑΦΜ …, με την ιδιότητα του ως κληρονόμου». Επί του ως άνω εγγράφου υφίσταται εκτύπωση από το σύστημα εντοπισμού επιστολής των ΕΛ.ΤΑ., σχετικά με τον εντοπισμό αντικειμένου, με βάση τον κωδικό συστημένου, με τον οποίο ωστόσο δεν εμφαίνεται η πορεία και η παράδοση αποστολής του εγγράφου ούτε, στοιχεία της ταυτότητας του παραλήπτη. Το μοναδικό τούτο στοιχείο (εκτύπωση από το σύστημα εντοπισμού επιστολής των ΕΛ.ΤΑ., σχετικά με τον εντοπισμό αντικειμένου, με βάση τον κωδικό συστημένου) από το εκκαλούν, συνιστάμενο στην αναγραφή του “barcode” επί του εγγράφου δεν αποδεικνύει αν και πότε παραλήφθηκε από την εφεσίβλητη, δεδομένου ότι στην παραπάνω εκτύπωση από το σύστημα εντοπισμού επιστολής των ΕΛ.ΤΑ. δεν αναφέρονται στοιχεία ταυτότητας του παραλήπτη της συστημένης επιστολής (βλ. ΔΕφΑΘ 645/2021, ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, το ως άνω στοιχείο δεν δύναται να οδηγήσει σε πλήρη και αδιαμφισβήτητη δικανική πεποίθηση περί του χρόνου που ισχυρίζεται το εναγόμενο πως η ενάγουσα έλαβε γνώση, ήτοι να αποδείξει τον χρόνο αυτόν πλήρως, σχηματίζοντας έναν τόσο υψηλό βαθμό πιθανότητας, ώστε κανείς λογικός και πεπειραμένος άνθρωπος να μην αμφιβάλλει σοβαρά για την αλήθεια του αποδεικτέου εν προκειμένω θέματος, δοθέντος μάλιστα ότι η ενάγουσα αρνείται την παραλαβή του το εν λόγω εγγράφου. Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι η ανήλικη ενάγουσα έλαβε δια της μητέρας της πραγματική γνώση της εν λόγω ατομικής ειδοποίησης και του περιεχομένου της, με συνέπεια να αγνοεί την επαγωγή της κληρονομιάς του παππού της, η οποία (άγνοια) συνεχίστηκε μέχρι και τον προαναφερθέντα χρόνο (6.5.2019) όταν και της επιδόθηκε η ως άνω ατομική ειδοποίηση του Ελληνικού Δημοσίου. Συνεπώς, απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη τυγχάνει η σχετική ένσταση του Ελληνικού Δημοσίου περί παραγραφής της κρινόμενης αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που ομοίως έκρινε, δεν έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης. Συνακόλουθα, και κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η ανυπαίτια άγνοια της ενάγουσας για την επαγωγή της στην κατάχρεη κληρονομιά του παππού της, την οποία ουδόλως επιθυμούσε να αποδεχθεί και δημιούργησε τη μεταξύ της βουλήσεώς της και δηλώσεώς της διάσταση, ήταν ουσιώδης και θεμελιώνει ουσιαστικά βάσιμο δικαίωμά της για την προσβολή της πλασματικής, εξαιτίας παρέλευσης της σχετικής τετράμηνης προθεσμίας, αποδοχής της κληρονομιάς του ανωτέρω κληρονομουμένου, λόγω πλάνης, συνιστάμενη στην άγνοια του παραπάνω ουσιώδους στοιχείου, δικαίωμα που άσκησε με την υπό κρίση αγωγή της. Η πλάνη της αυτή εξακολούθησε μέχρι (6.5.2019) όταν και της επιδόθηκε η ως άνω ατομική ειδοποίηση του Ελληνικού Δημοσίου, οπότε και έμαθε την επαγωγή της στην κληρονομιά του παππού της και άσκησε (…) εμπροθέσμως στις 27.6.2019 την κρινόμενη αγωγή, ήτοι εντός έξι μηνών από την άρση της πλάνης της και τη γνώση του λόγου της επαγωγής της επί της κληρονομιάς του παππού της περί ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς του, καθόσον με τις προαναφερόμενες διατάξεις ο νόμος χορηγεί ειδική αγωγή αμέσως μετά την γνώση του λόγου της επαγωγής και προς άρση κάθε αμφοβολίας και δικαστική κρίση περί της ύπαρξης ουσιαστικής ή όχι πλάνης του κληρονόμου για την επαγωγή της που ισχύει έναντι πάντων, επιδεικνύοντας την επιμέλεια που θα επεδείκνυε κάθε μέσος και μη διαθέτων νομικές γνώσεις άνθρωπος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με τις ίδιες αιτιολογίες, κατέληξε στις ίδιες νομικές παραδοχές και, αποδεχόμενο την αγωγή, ως ουσιαστικά βάσιμη, ακύρωσε τις πλασματικές αποδοχές της εφεσιβλήτου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις νομικές διατάξεις, που στη νομική σκέψη της παρούσας παρατίθενται, αλλά και εκτίμησε και αξιολόγησε το προσαχθέν ενώπιον του αποδεικτικό υλικό, οπότε τα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης είναι απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία, και μη υπάρχοντας άλλου προς εξέταση λόγου έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως προς το ουσιαστικό της μέρος.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Αγωγή ακύρωσης πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς λόγω πλάνης ως προς την προθεσμία αποποίησης, ιδίως επί ανηλίκων κληρονόμων

I. Η πλασματική αποδοχή κληρονομιάς: Το άρθρο 1847 § 1 εδ. α΄ ΑΚ ορίζει ότι ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και τον λόγο της[1]. Η ίδια διάταξη διευκρινίζει στο δεύτερο εδάφιό της ότι στην εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή η προθεσμία αποποίησης δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης[2]. Κατ’ εξαίρεση, αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία αποποίησης είναι ενός (1) έτους (άρθρο 1847 § 2 ΑΚ)[3].

Συνεπώς, για την εκκίνηση της προθεσμίας αποποίησης κληρονομιάς δεν αρκεί η εκ μέρους του κληρονόμου γνώση του θανάτου του κληρονομουμένου, αλλά χρειάζεται επιπλέον και η γνώση του στοιχείου του τρόπου κλήσης του στην κληρονομιά, δηλαδή εκ διαθήκης ή εξ’ αδιαθέτου[4].

Αποποίηση, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε νομότυπα (άρθρο 1848 § 1 ΑΚ και 812 ΚΠολΔ[5]) εντός της παραπάνω τετράμηνης (ή ετήσιας για τους κατοίκους εξωτερικού) προθεσμίας θεωρείται άκυρη (άρθρο 1850 εδ. α΄ ΑΚ). Μάλιστα, εφόσον ο κληρονόμος άφησε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης του άρθρου 1847 ΑΚ, θεωρείται, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών, κατ’ αμάχητο τεκμήριο[6] ότι εξεδήλωσε σιωπηρά την βούλησή του να αποδεχτεί την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομιά και να καταστεί οριστικός κληρονόμος (σιωπηρή ή πλασματική αποδοχή κληρονομιάς κατ’ άρθρο 1850 εδ. β΄ ΑΚ)[7]. Επομένως, η έννοια της σιωπηρής ή πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς συναρτάται με την νομοθετική πρόσδοση στην σιωπή του κληρονόμου μίας θετικής περιεχομένου δήλωσης βούλησης.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα της προθεσμίας αποποίησης κληρονομιάς, η οποία έχει επαχθεί σε ανήλικο. Ένας από τους πιο διαδεδομένους και συχνά εμφανιζόμενους στην νομική πράξη κοινωνικός μύθος, τον οποίο αντιμετώπισε και η σχολιαζόμενη απόφαση, αποτελεί η αντίληψη ότι η ανηλικότητα του κληρονόμου αναστέλλει την προθεσμία αποποίησης του άρθρου 1847 ΑΚ. Έτσι, εσφαλμένα θεωρείται ότι η προθεσμία αποποίησης ξεκινά να τρέχει για τον ανήλικο από της ενηλικίωσής του, με αποτέλεσμα πολλές εκπρόθεσμες άρα και άκυρες αποποιήσεις (άρθρο 1850 εδ. α΄ ΑΚ).

Η πραγματικότητα, την οποία επανειλημμένα έχουν διακηρύξει τα δικαστήρια και η σχολιαζόμενη ΤρΕφΘεσσαλ 671/2022 κινείται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Η προθεσμία αποποίησης κληρονομιάς του άρθρου 1847ΑΚ τρέχει και κατά των προσώπων που είναι ανίκανα για δικαιοπραξία (επομένως και των ανηλίκων), εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει[8]. Η αποποίηση κληρονομιάς για λογαριασμό του ανήλικου πραγματοποιείται από τους νόμιμους αντιπροσώπους του (γονείς, κ.λπ.), κατόπιν σχετικής άδειας του δικαστηρίου (άρθρο 1625 ΑΚ)[9]. Μάλιστα, γίνεται δεκτό ότι μέσα στην προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ αρκεί να έχει υποβληθεί στο αρμόδιο δικαστήριο (Ειρηνοδικείο, διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας) η αίτηση των νόμιμων αντιπροσώπων του ανηλίκου για την χορήγηση σ’ αυτούς της σχετικής δικαστικής άδειας αποποίησης της κατάχρεης κληρονομιάς, ενώ, μέχρι την δημοσίευση της απόφασης του δικαστηρίου επέρχεται αναστολή της προθεσμίας αποποίησης[10].

Έτερος, εξίσου διαδεδομένος και συχνός στην πράξη κοινωνικός μύθος σε σχέση με την προθεσμία αποποίησης κληρονομιάς από ανήλικο, ο οποίος έχει οδηγήσει σε πολλές εκπρόθεσμες αποποιήσεις είναι αυτός που θέλει τους ανηλίκους κληρονόμους να έχουν δικαίωμα αποποίησης της κληρονομιάς που τους επήχθη εντός έτους από της ενηλικίωσής τους. Αυτή η μέχρι πρότινος εσφαλμένη αντίληψη αφετηριαζόταν από την στρεβλή ερμηνεία των άρθρων 1527 και 1912 ΑΚ, τα οποία προβλέπουν ότι ο ανήλικος κληρονόμος αποδέχεται πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής και ότι εκπίπτει του ευεργετήματος μόνο εφόσον εντός έτους από της ενηλικίωσής του δεν συντάξει απογραφή[11].

Έτσι, επιπολάζει το φαινόμενο άρτι ενηλικιωθέντες πολίτες να προσέρχονται στις γραμματείες των Ειρηνοδικείων και να προβαίνουν σε αποποιήσεις κληρονομιάς εντός μεν της ετήσιας προθεσμίας από της ενηλικίωσής τους, έχοντας όμως παραλείψει να συντάξουν την νόμιμη απογραφή. Στην χαοτική κατάσταση συνέβαλε εν μέρει και η νομολογία του ΣτΕ[12] και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων[13], τα οποία με σειρά αποφάσεών τους έκριναν νόμιμες (εμπρόθεσμες) τις συγκεκριμένες αποποιήσεις, παρά την ρητή αντίθεση των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία τις αντιμετωπίζουν διαχρονικά ως άκυρες (εκπρόθεσμες)[14].

Ο νομοθέτης, αντιλαμβανόμενος τις σοβαρές κοινωνικές προεκτάσεις του συγκεκριμένου ζητήματος, προσπάθησε να το επιλύσει θεσπίζοντας την (ψευδο-) ερμηνευτική ρύθμιση[15] του άρθρου 35 ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α΄ 43/23.3.2021), σύμφωνα με την οποία: «Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 1912 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ, πδ 456/1984, Α΄ 164), ο κληρονόμος που ενηλικιώνεται δικαιούται εντός της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 1912 ΑΚ να αποποιηθεί την κληρονομία.».

II. Η αγωγή ακύρωσης πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς: Εφόσον με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποποίησης ο νόμος (άρθρο 1850 εδ. β΄ ΑΚ) τεκμαίρει αμάχητα την αποδοχή της κληρονομίας εκ μέρους του κληρονόμου (βλ. ανωτέρω υπό I) και προς αποφυγή ανεπιεικών καταστάσεων, προβλέφθηκε στο άρθρο 1857 § 4 ΑΚ, ως λύση, η δυνατότητα του κληρονόμου να ζητήσει δικαστικά την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς, μόνο, όμως, λόγω πλάνης του ως προς την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης. Η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης (άρθρο 1857 § 3 ΑΚ)[16].

Η σχετική αγωγή υπάγεται στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ως διαφορά μη αποτιμητή σε χρήμα (άρθρο 18 ΚΠολΔ), ενώ, εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία[17]. Η κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου καθορίζεται κατά το άρθρο 30 ΚΠολΔ (δωσιδικία της κληρονομιάς)[18]. Η αγωγή πρέπει να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από τότε που ήρθη το στοιχείο της πλάνης (άρθρο 1857 §§ 2, 4 ΑΚ)[19].

IIα. Η έννοια της πλάνης ως προς την προθεσμία αποποίησης της κληρονομιάς: Η έννοια της πλάνης του κληρονόμου στο πλαίσιο της αγωγής ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς προσδιορίστηκε από την Ολομέλεια του Ακυρωτικού στην υπ’ αριθμ. 3/1989 απόφασή της[20]. Έκτοτε, τα στοιχεία που την συγκροτούν υιοθετούνται αντιγραφικά από το σύνολο της σχετικής νομολογίας[21], μη εξαιρουμένης και της σχολιαζόμενης απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Ειδικότερα, παγίως νομολογείται ότι : «…η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποιήσεως, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης όταν η με τον τρόπο αυτό συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δε συμφωνεί με τη βούληση του, από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούληση του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε, αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δε θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερομένων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας….».

Επομένως, στο πλαίσιο της αγωγής ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς ουσιώδης θεωρείται η πλάνη του κληρονομούμενου ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο των διατάξεων που αφορούν στην αποδοχή και αποποίηση κληρονομίας (άρθρα 1847 § 1 εδ. α΄, 1850 εδ. β΄ ΑΚ), όχι όμως και η πλάνη ως προς την ύπαρξη ή όχι χρεών του κληρονομουμένου. Επί ανήλικων κληρονόμων (και γενικά ανίκανων προς δικαιοπραξία), τα προαναφερθέντα γνωστικά και βουλητικά στοιχεία κρίνονται στο πρόσωπο των νόμιμων αντιπροσώπων τους (γονέων, κ.λπ.), καθ’ όλη την διάρκεια της ανηλικότητάς (-ανικανότητάς) τους.

IIβ. Παθητική νομιμοποίηση: Αμφιλεγόμενο είναι το ζήτημα της παθητικής νομιμοποίησης στις αγωγές ακύρωσης πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς.

Σύμφωνα με μία, μάλλον ορθότερη, άποψη, η σχετική αγωγή πρέπει να στρέφεται, κατά διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 155 ΑΚ, τόσο κατά του αμέσως έλκοντος έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση αυτού που ακυρωσίμως - δηλαδή συνεπεία πλάνης - αποδέχθηκε και που στη συνέχεια θα αποποιηθεί, δηλαδή κατά εκείνου, στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομία μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του ενάγοντος, όσο και κατά του δανειστή της κληρονομίας[22].

Σύμφωνα με άλλη άποψη, η σχετική αγωγή αρκεί να στρέφεται μόνο κατά του κληρονόμου, ο οποίος θα κληθεί στην κληρονομική διαδοχή μετά την αποποίηση του ενάγοντα, επί ευδοκίμησης της αγωγής του[23].

Σύμφωνα με τρίτη άποψη, η αγωγή μπορεί να στρέφεται και μόνο εναντίον του δανειστή της κληρονομιάς, με το σκεπτικό ότι η αποδοχή είναι μονομερής δικαιοπραξία που δεν απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο, γι’ αυτό εναγόμενος μπορεί να είναι όποιος έλκει έννομο συμφέρον[24].

Νικόλαος Λ. Τριανταφύλλου

Δ.Ν., Δικηγόρος Βόλου, Μεταδιδακτορικός ερευνητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ



[1] Βλ. ενδεικτικά, ΑΠ 572/2016, ΤΝΠ Ισοκράτης· ΑΠ 725/2014, ΧρΙΔ 2014.671 = Αρμ. 2015. 234· ΑΠ 338/2004, ΝοΒ 2005.463 = ΕλλΔνη 2005.1451· ΑΠ 493/2003, ΤΝΠ Νόμος.

[2] Βλ. ΑΠ 725/2014, προηγ. σημ.

[3] Βλ. ΑΠ 572/2016, ΤΝΠ Ισοκράτης· ΑΠ 725/2014, προηγ. σημ.

[4] Βλ. Σεφερίδη, Κληρονομική διαδοχή εκ διαθήκης και εξ’ αδιαθέτου, (2023), σ. 211· ΑΠ 725/2014, προηγ. σημ.· ΤρΕφΘεσ 107/2021, Αρμ. 2022. 573.

[5] Το άρθρο 1848 § 1 ΑΚ ορίζει: «Η αποποίηση γίνεται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας. Για αποποίηση που γίνεται με αντιπρόσωπο απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα με συμβολαιογραφικό έγγραφο.». Αντίστοιχη είναι η ρύθμιση του άρθρου 812 ΚΠολΔ, ενώ, το άρθρο 810 ΚΠολΔ προσδιορίζει το δικαστήριο της κληρονομιάς: «Δικαστήριο της κληρονομιάς είναι το ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του την κατοικία του και, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του, και αν δεν είχε ούτε διαμονή, το ειρηνοδικείο της πρωτεύουσας του κράτους.». Βλ. ενδεικτικά, Σεφερίδη, προηγ. σημ., σ. 210- 211.

[6] Βλ. ΑΠ 725/2014, ΧρΙΔ 2014.671 = Αρμ. 2015. 234· ΤρΕφΘεσ 107/2021, Αρμ. 2022.573.

[7] Βλ. ΟλΑΠ 3/1989, ΑρχΝ 1989.229 = ΕλλΔνη 1989. 751 = ΕΕΝ 1989. 621 = ΝοΒ 1990. 606· ΑΠ 827/2017, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 189/2017, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 951/2013, ΧρΙΔ 2014.602· ΑΠ 1087/2011, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1570/2010, ΕλλΔνη 2011.475 = ΧρΙΔ 2011. 596· ΑΠ 1211/2008, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1533/1991, ΕλλΔνη 1992.1608· ΤρΕφΘεσ 107/2021, προηγ. σημ..

[8] Βλ. ΑΠ 173/2014, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1087/2011, προηγ. σημ.· ΑΠ 1211/2008, προηγ. σημ.· ΑΠ 338/2004, ΝοΒ 2005.463 = ΕλλΔνη 2005. 1451.

[9] Βλ. ΑΠ 173/2014, προηγ. σημ.

[10] Βλ. ΑΠ 338/2004, ΝοΒ 2005.463 = ΕλλΔνη 2005. 1451.

[11] Το άρθρο 1527 ΑΚ ορίζει: «Η κληρονομία που επάγεται στο ανήλικο τέκνο θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτή πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής, και το τέκνο, με την επιφύλαξη των διατάξεων το άρθρου 1912, δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα αυτό. Τρίτοι, που έχουν έννομο συμφέρον, μπορούν να αξιώσουν από το γονέα ο οποίος έχει τη διοίκηση, να συντάξει απογραφή μέσα σε τέσσερις μήνες το βραδύτερο.», ενώ, το άρθρο 1912 ΑΚ ορίζει: «Σε περίπτωση προσώπων ανίκανων ή με περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία, για τα οποία η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται κατά το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής, έκπτωση από το ευεργέτημα επειδή δεν συντάχθηκε απογραφή επέρχεται αν μέσα σε ένα χρόνο, αφότου τα πρόσωπα έγιναν απεριορίστως ικανά, δεν έκαναν την απογραφή».

[12] Βλ. ΣτΕ 1884/2015, ΤΝΠ Νόμος· ΣτΕ 371/2014, Αρμ. 2015.1306 = ΤΝΠ Νόμος· ΣτΕ 2862/2013, Αρμ. 2015.1308 = ΤΝΠ Νόμος.

[13] Βλ. ενδεικτικά, ΔΕφΑθ 475/2022, ΤΝΠ Νόμος· ΔΕφΑθ 1411/2022, ΤΝΠ Νόμος.

[14] Βλ. ενδεικτικά, ΑΠ 1087/2011, ΤΝΠ Νόμος.

[15] Η ρύθμιση του άρθρου 35 ν. 4786/2021 χαρακτηρίζεται ως ψευδοερμηνευτική, καθώς η δήθεν ερμηνευόμενη διάταξη του άρθρου 1912 ΑΚ δεν έχει κάποια ασάφεια, ούτε συντρέχει διαφωνία στην νομολογία ή στη νομική θεωρία ως προς την εφαρμογή της. Βλ. Ολομέλεια Ειρηνοδικείων Καβάλας, Παγγαίου και Θάσου 872/2021, ΝοΒ 2022. 562 = ΤΝΠ Νόμος. Μάλιστα, σύμφωνα με την τελευταία «…ως τέτοια θα πρέπει να ισχύει μόνον από της νομοθετήσεώς της και εντεύθεν, ήτοι από 23.3.2021. Έτσι, από 23.3.2021 (έναρξη ισχύος του ν. 4786/2021) οι αιτήσεις για χορήγηση άδειας προς αποποίηση που υποβάλλονται από τους νομίμους εκπροσώπους ανικάνου προς δικαιοπραξία, όπως είναι και οι γονείς ανηλίκου κληρονόμου, εμπροθέσμως υποβάλλονται καθ’ όλη την διάρκεια της ανικανότητος και της ανηλικότητος και έτσι αποκλείεται η απόρριψή τους για τον λόγο ότι παρήλθε το τετράμηνο προς αποποίηση. Τέλος, από 23.3.2021, ο ανίκανος για δικαιοπραξία από της παύσεως της ανικανότητος και ο ανήλικος κληρονόμος από της ενηλικιώσεώς του και για ένα έτος μετά από αυτήν, δύναται να αποποιείται την κληρονομία με αίτησή του προς το αρμόδιο δικαστήριο».

[16] Βλ. ΟλΑΠ 3/1989, ΑρχΝ 1989.229 = ΕλλΔνη 1989.751 = ΕΕΝ 1989.621 = ΝοΒ 1990.606· ΑΠ 827/2017, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 189/2017, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 951/2013, ΧρΙΔ 2014.602.

[17] Βλ. ΠΠρΠατρ 437/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΠΠρΘεσ 7.110/2018, Αρμ. 2018. 590.

[18] Βλ. ΠΠρΠατρ 437/2021, προηγ. σημ.· ΠΠρΘεσ 7.110/2018, προηγ. σημ..

[19] Βλ. ΑΠ 858/1990, ΕλλΔνη 1991.983· ΤρΕφΠατρ 48/2022, ΤΝΠ Νόμος (= «…το δικαίωμα ακύρωσης της αποδοχής της κληρονομιάς, καίτοι κατά τη φύση του διαπλαστικό, υποβάλλεται σε εξάμηνη παραγραφή. Ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από την επομένη ημέρα της αποδοχής, επί δε πλασματικής αποδοχής από την παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης. Αν όμως η πλάνη, η απάτη ή απειλή εξακολουθήσουν και μετά την αποδοχή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 157 εδ. β΄ και γ΄ του ΑΚ, το εξάμηνο αρχίζει από τότε που παρήλθε η κατάσταση αυτή και σε κάθε περίπτωση όταν περάσουν είκοσι χρόνια από την αποδοχή…»)· ΤρΕφΑθ 5384/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΠΠρΘεσ 7.110/2018, προηγ. σημ..

[20] Βλ. ΑρχΝ 1989.229 = ΕλλΔνη 1989.751 = ΕΕΝ 1989.621 = ΝοΒ 1990.606 = ΤΝΠ Νόμος = ΤΝΠ Ισοκράτης.

[21] Βλ. ενδεικτικά, ΑΠ 827/2017, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 189/2017, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 572/2016, ΤΝΠ Ισοκράτης· ΑΠ 951/2013, ΧρΙΔ 2014.602· ΑΠ 1087/2011, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1570/2010, ΕλλΔνη 2011.475 = ΧρΙΔ 2011. 596· ΑΠ 1211/2008, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1533/1991, ΕλλΔνη 1992.1608· ΤρΕφΘεσ 107/2021, Αρμ. 2022.573.

[22] Βλ. ΑΠ 572/2016, ΤΝΠ Ισοκράτης· Μπαλή, ΓενΑρχ, §74.

[23] Βλ. Βουζίκα, ΚληρΔ, §21 V και σημ. 13-14· Αστ. Γεωργιάδη, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο ΑΚ, άρθρο 1857, αρ. 7, σημ. 7· Σπυριδάκη, ΚληρΔ, σ. 182· Ψούνη, ΚληρΔ, I, (2004), σελ. 93· Φλάμπουρα, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, άρθρο 1857, αρ. 10· ΠΠρΘεσ 11468/2008, ΤΝΠ Νόμος.

[24] Βλ. ΑΠ 951/2013, ΤΝΠ Νόμος· ΕφΑθ 10711/1991, ΕλλΔνη 1995.689 = ΤΝΠ Νόμος.