ΤρΕφΑθ 326/2023
Σύνθεση: Κ. Ταμβάκη, Πρόεδρος Εφετών, Μ. Παπαδοπούλου, Κ. Παπαδοπούλου (Εισηγήτρια)
Δικηγόροι: Σ.-Μ. Σβεντζούρη - Ε. Τσακίρη
Εφόσον η απόφαση, της οποίας ζητείται η αναστολή εκτέλεσης, είναι προσωρινή διαταγή Διαιτητικού Δικαστηρίου, δηλαδή τύπος απόφασης ασφαλιστικών μέτρων στο πλαίσιο διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, εκδοθείσα από ελληνικό Διαιτητικό Δικαστήριο κατά τον ν. 2735/1999, δεν είναι δυνατή η εκτέλεσή της, διότι μία τέτοια απόφαση-διαταγή στερείται εκτελεστότητας· δεδομένου, δε, ότι δεν προκύπτει ότι η εν λόγω προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώθηκε από το αρμόδιο πολιτειακό Δικαστήριο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 17 § 2 του ν. 2735/1999, ώστε να ενσωματωθεί σε απόφαση-διαταγή πολιτειακού δικαστηρίου, δεν νοείται να ζητείται η αναστολή της εκτέλεσής της.
Νομικές Διατάξεις: άρθρα 1, 17 ν. 2735/1999, 889 § 1 ΚΠολΔ
Κατά το άρθρο 889 § 1 ΚΠολΔ, οι διαιτητές δεν μπορούν να διατάσσουν, να μεταρρυθμίζουν ή να ανακαλούν ασφαλιστικά μέτρα. Αντίθετα, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 2735/1999, που ρυθμίζει τη διεξαγωγή διεθνούς εμπορικής διαιτησίας επί ελληνικού εδάφους, «Αν τα μέρη δεν συμφώνησαν διαφορετικά, το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, με αίτημα ενός μέρους, να διατάξει τα ασφαλιστικά μέτρα που θεωρεί αναγκαία, σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς (...)». Η εξουσία ελληνικού διαιτητικού δικαστηρίου, που δικάζει μέσα στον χώρο της ελληνικής έννομης τάξης, τότε μόνον εκτείνεται στον χώρο των ασφαλιστικών μέτρων, όταν συντρέχει μία από τις περιορισμένες και αυστηρώς απαριθμούμενες περιπτώσεις της επί ελληνικού εδάφους διεξαγωγής διεθνούς διαιτησίας, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 17 ν. 2735/1999. Συνακόλουθα, δεν αρκεί η διαβεβαίωση του διαιτητικού δικαστηρίου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εξαιρετικής ρύθμισης του άρθρου 17 ν. 2735/1999, αλλά θα πρέπει να επαληθεύεται ότι όντως συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, ενώ δεν αρκεί η ανεπιφύλακτη συμμετοχή των διαδίκων στη σχετική διαιτητική διαδικασία. Έτσι, για να διαταχθούν εγκύρως ασφαλιστικά μέτρα από το διαιτητικό δικαστήριο, όταν αυτό, αφ’ ενός συνεδριάζει επί ελληνικού εδάφους και αφ’ ετέρου λειτουργεί και αποφασίζει κατά τους δεσμευτικούς κανόνες της ελληνικής έννομης τάξης, θα πρέπει να συντρέχει μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις τις οποίες αυστηρώς περιοριστικά απαριθμεί το άρθρο 1 του ν. 2735/1999: (α) όταν ορισμένοι από τους διαδίκους της διαιτητικής δίκης, κατά τον χρόνο που κατάρτισαν τη σχετική διαιτητική συμφωνία, είχαν την εγκατάστασή τους όχι στο ελληνικό έδαφος, αλλά σε ξένο κράτος, (β) ο τόπος διεξαγωγής της διαιτητικής δίκης, όπως αυτός καθορίζεται από τη διαιτητική συμφωνία ή προκύπτει ερμηνευτικώς από αυτήν, δεν συμπίπτει με τον τόπο εγκατάστασης των διαδίκων, (γ) ο τόπος, στον οποίον πρόκειται να εκπληρωθεί σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων, οι οποίες απορρέουν από την επίδικη εμπορική σχέση, δεν συμπίπτει με τον τόπο διεξαγωγής της διαιτητικής δίκης, (δ) τα διάδικα μέρη ρητώς συμφώνησαν ότι το αντικείμενο της διαιτητικής δίκης σχετίζεται με το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο περισσότερων κρατών (βλ. ΕφΑθ 4744/2012, ΝοΒ 2014. 602, με παρατηρήσεις του Καθηγητή Κ. Καλαβρού). Περαιτέρω, η διαιτητική απόφαση, με την οποία διατάσσεται ασφαλιστικό μέτρο κατά τον ν. 2735/1999, δεν είναι αφ’ εαυτής εκτελεστή. Ειδικότερα, προκειμένου η διαιτητική απόφαση με την οποία διατάσσονται ασφαλιστικά μέτρα να μπορεί να εκτελεσθεί, απαιτείται να τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 17 § 2, σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο του άρθρου 9 μπορεί, μετά από αίτηση ενός μέρους, να επιβάλει το ασφαλιστικό μέτρο που διατάχθηκε κατά την § 1, εκτός αν έχει ήδη επιληφθεί το δικαστήριο μετά από αίτηση για την επιβολή του αντίστοιχου ασφαλιστικού μέτρου. Το αρμόδιο δικαστήριο, δηλαδή το μονομελές πρωτοδικείο ή και το ειρηνοδικείο που είναι πλησιέστερα στον τόπο εκτέλεσης των ασφαλιστικών μέτρων (άρθ. 683 §§ 1 και 4 ΚΠολΔ), έχει υποχρέωση, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, να επικυρώσει τη διαιτητική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων. Παρά, δηλαδή, τη χρήση του ρήματος «μπορεί» στο γράμμα της διάταξης του άρθρου 17 § 2, το πολιτειακό δικαστήριο δεν έχει γνήσια διακριτική ευχέρεια να επικυρώσει ή όχι τη διαιτητική απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον φυσικά συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις. Η καθιερούμενη στη διάταξη του άρθρου 17 § 2 δικαιοδοσία του πολιτειακού δικαστηρίου σκοπεύει να αναπληρώσει το έλλειμμα του διαιτητικού δικαστηρίου, το οποίο με το να μην είναι φορέας πολιτειακής εξουσίας δεν θα μπορούσε να επιβάλει ασφαλιστικά μέτρα, τα οποία προϋποθέτουν imperium του διατάσσοντος αυτά δικαιοδοτικού οργάνου ή και ακόμη προϋποθέτουν τη συνδρομή άλλων πολιτειακών οργάνων. Το έλλειμμα αυτό καλείται να καλύψει το πολιτειακό δικαστήριο κατ’ άρθρο 17 § 2 με την επιβολή-επικύρωση του διαταχθέντος από το διαιτητικό δικαστήριο ασφαλιστικού μέτρου. Υπό την ανωτέρω τελολογική θεώρηση καθίσταται σαφές γιατί, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 17 § 2, δεν κηρύσσεται η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου περί ασφαλιστικών μέτρων εκτελεστή από το πολιτειακό δικαστήριο, αλλά απλώς επικυρώνεται και έτσι ενσωματώνεται στην απόφαση του πολιτειακού δικαστηρίου, το οποίο εξετάζει αν πρόκειται για απόφαση ασφαλιστικών μέτρων από διαιτητικό δικαστήριο υπό το καθεστώς του ν. 2735/1999 και συνεπώς θα πρέπει να εξετάσει αφενός μεν αν υπάρχει έγκυρη διαιτητική συμφωνία και αφετέρου αν η κύρια διαφορά υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2735/1999 (βλ. Κ. Φ. Καλαβρό, Διεθνής Εμπορική Διαιτησία, έκδ. 2019, σ. 291-295. Ότι η διαιτητική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων στο πλαίσιο διεθνούς διαιτησίας στερείται εκτελεστότητας και πρέπει να διέλθει και το στάδιο της επικύρωσης από το πολιτειακό δικαστήριο, βλ. και Στ. Κουσούλη, Διαιτησία, 211, Ν. Ρόβλια/Κ. Σταφυλοπάτη, Η Διαιτησία, 2η έκδ., σ. 49, I. Φιλιώτη, Διαιτησία και Ασφαλιστικά Μέτρα, ΕΠολΔ 2015, τεύχος 1, καθώς σε Κ. Κεραμεύ/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα, Ερμ ΚΠολΔ, έκδ. 2020, υπό το άρθρο 889). Αντίθετα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 35 § 2 του ν. 2735/1999, η διαιτητική απόφαση που κρίνει επί της ουσίας της υπαχθείσας στη διαιτησία διαφοράς είναι εκτελεστή από την έκδοσή της. Αντιστοίχως ορίζει και το άρθρο 904 § 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ ότι η διαιτητική απόφαση αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Προκειμένου, όμως, να γίνει περιαφή του εκτελεστήριου τύπου (άρθ. 918 ΚΠολΔ) και να επιχειρηθεί με βάση τη διαιτητική απόφαση αναγκαστική εκτέλεση (άρθ. 924 επ. ΚΠολΔ), απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 32 § 5 του ν. 2735/1999 κατάθεσή της στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου είναι ο τόπος της διαιτησίας. Επομένως, η εκτελεστότητα της εκδιδόμενης υπό το κράτος του ν. 2735/1999 διαιτητικής απόφασης που κρίνει επί της ουσίας της υπαχθείσας στη διαιτησία διαφοράς αρχίζει από την κατάθεσή της στο μονομελές πρωτοδικείο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 32 § 5 (Κ. Καλαβρός, Διεθνής Εμπορική Διαιτησία, τ. Ι, 2019, άρθ. 35, σ. 840, αριθ. 61). Εξάλλου, σχετικά με τη δυνατότητα του διαιτητικού δικαστηρίου να εκδώσει ή όχι προσωρινή διαταγή, ο Πρότυπος Νόμος (ΠρΝ) της UNCITRAL (United Nations Commision on International Trade Law) με τις τροποποιήσεις του 2006 περιέλαβε σειρά διατάξεων (17Β, 17C, 17D, 17Ε § 2, 17F § 2, 17G), με τις οποίες προβαίνει σε εκτεταμένη ρύθμιση των προσωρινών διαταγών που μπορεί να εκδίδονται. Γενικότερα, πάντως, τόσο για το ζήτημα της δυνατότητας έκδοσης προσωρινής διαταγής, η οποία αποτελεί τύπο ασφαλιστικού μέτρου, όσο και για το ζήτημα της ακρόασης ή όχι του καθ’ ου η προσωρινή διαταγή, που αποτελεί προφανώς δικονομικό ζήτημα, θα ισχύει και στις δύο περιπτώσεις η lex arbitri (Κ. Καλαβρός, Το ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο της Διεθνούς Διαιτησίας, 2020, σ. 229-233, υποσημ. 320). Έτσι, το διαιτητικό δικαστήριο έχει την εξουσία αφενός να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα (όπως π.χ. συντηρητική κατάσχεση, δέσμευση περιουσιακών στοιχείων κ.λπ.), τα οποία προϋποθέτουν την ύπαρξη imperium, το οποίο καλύπτεται με την επιβολή του μέτρου αυτού από το κατ’ άρθρο 9 αρμόδιο πολιτειακό δικαστήριο, και αφετέρου να εκδώσει προσωρινή διαταγή περί λήψεως των απαιτουμένων μέτρων, η οποία θα ισχύει μέχρι τη συζήτηση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ενώπιόν του. Είναι, όμως, προφανές ότι η έκδοση προσωρινής διαταγής δεν θα έχει αξιόλογες πρακτικές συνέπειες, διότι δεν μπορεί να εκτελεσθεί η ιδία αμέσως, αλλ’ απαιτείται η επιβολή της κατ’ άρθρο 17 § 2. Έτσι, η τυχόν έκδοση προσωρινής διαταγής αποσκοπεί κυρίως στην οικειοθελή συμμόρφωση του καθ’ ου προς αυτήν, πράγμα το οποίο συμβαίνει συνήθως στις διεθνείς διαιτησίες (I. Φιλιώτης, Διαιτησία και ασφαλιστικά μέτρα, ΕΠολΔ 1/2015. 12-20).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση, η αιτούσα εκθέτει ότι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έχει ασκήσει την, εμπεριεχόμενη στην αίτηση, από 25.7.2022 αγωγή της, με την οποία ζητεί να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία, άλλως να ακυρωθεί η με αριθμό 26/2022 απόφαση-προσωρινή διαταγή του αναφερόμενου ημεδαπού Διαιτητικού Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η απαγόρευση της μεταβολής της νομικής και πραγματικής κατάστασης των περιουσιακών στοιχείων της μέχρι την έκδοση από το εν λόγω Διαιτητικό Δικαστήριο απόφασης επί αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που έχει ασκήσει η καθ’ ης κατά της αιτούσας, για την εξασφάλιση απαίτησής της (της καθ’ ης κατά της αιτούσας), που επίσης έχει εισαχθεί προς εκδίκαση στο ίδιο Διαιτητικό Δικαστήριο. Επικαλούμενη, περαιτέρω, ότι η ως άνω ασκηθείσα αγωγή της θα ευδοκιμήσει και ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη από την εκτέλεση –σε βάρος της– της ανωτέρω απόφασης-προσωρινής διαταγής, ζητεί να ανασταλεί η εκτέλεσή της μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ως άνω αγωγής.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η ένδικη αίτηση που εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, στο οποίο εκκρεμεί αγωγή αναγνώρισης ανυπαρξίας, άλλως ακύρωσης διαιτητικής απόφασης, για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθ. 686 επ. ΚΠολΔ), είναι νόμω αβάσιμη. Τούτο διότι, πέραν του ζητήματος αν μία απόφαση ασφαλιστικών μέτρων διαιτητικού δικαστηρίου, και πολύ περισσότερο μία προσωρινή διαταγή διαιτητικού δικαστηρίου, είναι δυνατόν να προσβληθεί με αγωγή ακύρωσης ή αναγνώρισης της ανυπαρξίας της (κατά το άρθρο 34 του ν. 2735/1999 ή τα άρθρα 897 και 901 ΚΠολΔ), αν δηλαδή αποτελεί «οριστική» απόφαση υποκείμενη σε αγωγή ακύρωσης ή αναγνώρισης ανυπαρξίας (βλ. σχετ. Ν. Ρόβλια/Κ. Σταφυλοπάτη, ό.π., σ. 45, Στ. Κουσούλη, ό.π., υπό άρθρο 32 § 2, Κ. Καλαβρό, ό.π., σ. 496 επ., καθώς και σε Ακύρωση και Ανυπαρξία Διαιτητικών Αποφάσεων, έκδ. 2017, σ. 50-54, και παρατηρήσεις του υπό την ΕφΑθ 4744/2012, ΝοΒ 2014. 602), ώστε ακολούθως να μπορεί να ενεργοποιηθεί η δυνατότητα άσκησης αίτησης αναστολής εκτέλεσής της κατ’ άρθρο 35 § 3 του ν. 2735/1999 ή τα άρθρα 899 § 3 και 901 § 3 του ΚΠολΔ, ανακύπτει πρωτίστως εν προκειμένω το εξής ζήτημα: Εφόσον εκτίθεται ότι η απόφαση, της οποίας ζητείται η αναστολή εκτέλεσης, είναι προσωρινή διαταγή διαιτητικού δικαστηρίου, δηλαδή τύπος απόφασης ασφαλιστικών μέτρων στο πλαίσιο διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, εκδοθείσα από ελληνικό διαιτητικό δικαστήριο κατά τον ν. 2735/1999, δεν είναι δυνατή η εκτέλεσή της, διότι μία τέτοια απόφαση-διαταγή στερείται εκτελεστότητας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη. Δεδομένου, δε, ότι δεν εκτίθεται (ούτε προκύπτει) ότι η εν λόγω προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώθηκε από το αρμόδιο πολιτειακό Δικαστήριο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 17 § 2 του ν. 2735/1999, ώστε να ενσωματωθεί σε απόφαση-διαταγή πολιτειακού δικαστηρίου, δεν νοείται να ζητείται η αναστολή της εκτέλεσής της. Άλλωστε, η απόφαση του πολιτειακού δικαστηρίου, με την οποία επικυρώνεται απόφαση ασφαλιστικών μέτρων διαιτητικού δικαστηρίου ανακαλείται ή μεταρρυθμίζεται, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για τα ασφαλιστικά μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 17 § 3 του ν. 2735/1999.
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η αίτηση να απορριφθεί και τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων να συμψηφισθούν εν όλω, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθ. 179 ΚΠολΔ), ενώ δεν προέκυψε ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 205 ΚΠολΔ, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού αιτήματος που προέβαλε η καθ’ ης με το σημείωμά της.
Παρατηρήσεις
Δρ. Άννας Εμ. Πλεύρη
WWL & Global Arbitration Review Future Leaders 2024 (Greece), Επ. Καθηγήτριας Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρου
Επικύρωση από το τακτικό δικαστήριο διαιτητικής απόφασης με την οποία διατάχθηκαν ασφαλιστικά μέτρα, στο πλαίσιο διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, υπό τον ν. 2735/1999
Στη διαφορά που απασχόλησε τη σχολιαζόμενη απόφαση είχε ασκηθεί αγωγή με την οποία η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία, άλλως να ακυρωθεί «απόφαση-προσωρινή διαταγή» Διαιτητικού Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η απαγόρευση της μεταβολής της νομικής και πραγματικής κατάστασης των περιουσιακών στοιχείων της έως την έκδοση από το εν λόγω Διαιτητικό Δικαστήριο απόφασης επί αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, που έχει ασκήσει η καθ’ ης κατά της αιτούσας (στο πλαίσιο διεθνούς εμπορικής διαιτησίας) για την εξασφάλιση απαίτησης της καθ’ ης κατά της αιτούσας. Επιπλέον, η αιτούσα, επικαλούμενη περαιτέρω ότι η ασκηθείσα αγωγή της θα ευδοκιμήσει και ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη από την εκτέλεση –σε βάρος της– της ως άνω «απόφασης-προσωρινής διαταγής», ζήτησε να ανασταλεί η εκτέλεσή της έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ως άνω αγωγής. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (όπου εκκρεμούσε η αγωγή αναγνώρισης ανυπαρξίας, άλλως ακύρωσης διαιτητικής απόφασης), δικάζον κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, απέρριψε με τη σχολιαζόμενη απόφασή του την ανωτέρω αίτηση με πλήρη και ορθή αιτιολογία.
Το κύριο ζήτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο ήταν αυτό της λήψης ασφαλιστικών μέτρων από διαιτητικό δικαστήριο στο πλαίσιο διεθνούς εμπορικής διαιτησίας και αυτό της επιβολής, άλλως εκτέλεσης, της εν λόγω απόφασης κατόπιν επικύρωσής της από τακτικό δικαστήριο.
Στην προκείμενη περίπτωση, η αιτούσα ζήτησε την αναστολή εκτέλεσης προσωρινής διαταγής Διαιτητικού Δικαστηρίου. Επρόκειτο λοιπόν για έναν «τύπο» απόφασης ασφαλιστικών μέτρων στο πλαίσιο διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, σύμφωνα με τον προϊσχύσαντα ν. 2735/1999, εκδοθείσα από ελληνικό Διαιτητικό Δικαστήριο, η οποία όμως στερούταν εκτελεστότητας. Στην ένδικη υπόθεση, εφαρμόστηκε ο ν. 2735/1999 περί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας που αποτελεί ήδη προϊσχύσαν δίκαιο, καθώς ισχύει πλέον ο ν. 5016/2023[1].
Το άρθρο 17 του ν. 2735/1999 αναφορικά με την εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου, που δικάζει διαφορά διεθνούς εμπορικής διαιτησίας με τόπο διεξαγωγής της διαιτησίας την Ελλάδα, να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα[2] όριζε ότι: «1. Αν τα μέρη δεν συμφώνησαν διαφορετικά, το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, με αίτημα ενός μέρους, να διατάξει τα ασφαλιστικά μέτρα που θεωρεί αναγκαία σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς. Το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να υποχρεώσει οποιοδήποτε μέρος σε εγγυοδοσία σχετικά με αυτά τα μέτρα. 2. Το δικαστήριο του άρθρου 9 μπορεί, μετά από αίτηση ενός μέρους, να επιβάλει το ασφαλιστικό μέτρο που διατάχθηκε κατά την § 1, εκτός αν έχει ήδη επιληφθεί το δικαστήριο μετά από αίτηση για την επιβολή αντίστοιχου ασφαλιστικού μέτρου. 3. Η κατά την § 2 απόφαση του δικαστηρίου ανακαλείται ή μεταρρυθμίζεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για τα ασφαλιστικά μέτρα». Προέβλεπε, δηλαδή, το προϊσχύον δίκαιο, προκειμένου να μπορεί να επιβληθεί, άλλως εκτελεστεί, απόφαση ασφαλιστικών μέτρων εκδοθείσα από διαιτητικό δικαστήριο επί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, να επικυρωθεί προηγουμένως από το αρμόδιο πολιτειακό Δικαστήριο. Η επικύρωση αυτή, άλλως ενσωμάτωση, σε απόφαση-διαταγή πολιτειακού δικαστηρίου ήταν απαραίτητη, ώστε να μπορεί να ζητηθεί κατόπιν η αναστολή της εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης-διαταγής, γεγονός που δεν συνέτρεχε στην περίπτωση που έκρινε η σχολιαζόμενη απόφαση.
Επιπρόσθετα, όπως ορθά δέχθηκε η σχολιαζόμενη απόφαση, για να εφαρμοστεί το άρθρο 17 ν. 2735/1999 πρέπει το τακτικό δικαστήριο να εξετάσει και διαπιστώσει ότι πρόκειται πράγματι για διεθνή εμπορική διαιτησία, σύμφωνα με όσα όριζε το άρθρο 1 του ν. 2735/1999, ήδη άρθρο 3 του ν. 5016/2023 (πεδίο εφαρμογής).
Περαιτέρω, η διαιτητική απόφαση με την οποία διατασσόταν ασφαλιστικό μέτρο κατά τον ν. 2735/1999 δεν ήταν εκτελεστή από την έκδοσή της. Προκειμένου να καταστεί εκτελεστή, έπρεπε να τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 17 § 2 ν. 2735/1999. Το αρμόδιο τακτικό δικαστήριο (άρθρο 9 ν. 2735/1999) που είναι πλησιέστερα στον τόπο εκτέλεσης των ασφαλιστικών μέτρων είχε υποχρέωση, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, να επικυρώσει απόφαση ασφαλιστικών μέτρων εκδοθείσα από διαιτητικό δικαστήριο. Επισημαίνεται ότι, παρότι στην ως άνω διάταξη γινόταν χρήση της λέξης «μπορεί», το τακτικό δικαστήριο δεν είχε γνήσια διακριτική ευχέρεια να επικυρώσει ή όχι τη διαιτητική απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον φυσικά συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις προς τούτο.
Σύμφωνα με την κρατούσα γραμματική ερμηνεία και τελολογική θεώρηση της ανωτέρω διάταξης, η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου περί ασφαλιστικών μέτρων δεν κηρυσσόταν εκτελεστή από το πολιτειακό δικαστήριο, αλλά απλώς επικυρωνόταν[3] και ενσωματωνόταν στην απόφαση του πολιτειακού δικαστηρίου, το οποίο και εξέταζε εάν επρόκειτο πράγματι για απόφαση ασφαλιστικών μέτρων από διαιτητικό δικαστήριο υπό το καθεστώς του ν. 2735/1999. Επομένως, το τακτικό δικαστήριο έπρεπε (στο πλαίσιο περιορισμένου δικαστικού ελέγχου) να εξετάσει αφενός μεν αν υπήρχε έγκυρη διαιτητική συμφωνία και αφετέρου αν η κύρια διαφορά υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2735/1999[4]. Αντίθετα, η διαιτητική απόφαση, η οποία κρίνει την ουσία της υπαχθείσας στη διαιτησία διαφοράς είναι εκτελεστή από την έκδοσή της και αποτελεί εκτελεστό τίτλο, τόσο σύμφωνα με τον προϊσχύσαν δίκαιο επί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας (άρθρο 35 § 2 ν. 2735/1999), όσο και το ισχύον δίκαιο (ν. 5016/2023), αλλά και τον ΚΠολΔ (άρθρο 904 § 2 περ. β΄).
Ήδη το άρθρο 25 § 5 του ν. 5016/2023, το οποίο εγκατέλειψε το σύστημα επικύρωσης από το πολιτειακό δικαστήριο της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του διαιτητικού δικαστηρίου, προβλέπει ως προς το νέο σύστημα αναγνώρισης και εκτέλεσης των ασφαλιστικών μέτρων που διατάσσονται από διαιτητικό δικαστήριο επί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας[5] ότι: «5. Το δικαστήριο του άρθρου 13, με αίτηση ενός μέρους, αναγνωρίζει και κηρύσσει εκτελεστά τα ασφαλιστικά μέτρα που διατάχθηκαν κατά την § 1, καθώς και την εγγυοδοσία, εκτός αν: α) το δικαστήριο κρίνει και αυτεπαγγέλτως ότι το ασφαλιστικό μέτρο που διατάχθηκε είναι αντίθετο προς τη διεθνή δημόσια τάξη, όπως αυτή νοείται στην υποπερ. ββ΄ της περ. β΄ της § 2 του άρθρου 43 ή β) έχει ήδη επιληφθεί το δικαστήριο μετά από αίτηση για την επιβολή αντίστοιχου ασφαλιστικού μέτρου». Υπό τη νέα αυτή νομοθετική ρύθμιση, ο δικαστικός έλεγχος της σχετικής απόφασης (ασφαλιστικών μέτρων) του διαιτητικού δικαστηρίου είναι περιορισμένος.
[1] ΦΕΚ Α΄ 21/4.2.2023. Κατά το άρθρο 48 του ν. 5016/2023, διαιτησίες οι οποίες άρχισαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού εξακολουθούν να διέπονται από τον ν. 2735/1999.
[2] Αντίθετα επί εσωτερικής διαιτησίας, οι διαιτητές δεν μπορούν να διατάσσουν, να μεταρρυθμίζουν ή να ανακαλούν ασφαλιστικά μέτρα, όπως ορίζεται στο άρθρο 889 § 1 ΚΠολΔ.
[3] Κουσούλης, Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, υπό άρθρο 17 ν. 2735/1999, σ. 211.
[4] Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Φιλιώτης), Ερμηνεία ΚΠολΔ2, 2020, υπό άρθρα 889, σ. 803-807· Καλαβρός, Διεθνής Εμπορική Διαιτησία, τ. Ι, Ο ν. 2735/1999, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2019, σ. 292-295· ο ίδιος, Διεθνής Εμπορική Διαιτησία, τ. Ι2, Ο ν. 5016/2023, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2023, σ. 427-431.
[5] Βλ. αναλυτ. και ειδικά Καλαβρό, Διεθνής Εμπορική Διαιτησία, τ. Ι, Ο ν. 5016/2023, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2023, σ. 431-432.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα