ΔΕΕ της 29.7.2024, C-774/22, JX κατά FTI Touristik GmbH[*]
Πρόεδρος: A. Prechal
Εισηγητής: F. Biltgen
Γεν. Εισαγγελέας: Ν. Αιμιλίου
Νομοθετικές διατάξεις: άρθρο 18 § 1 Καν. 1215/2012
Διεθνής δικαιοδοσία και τοπική αρμοδιότητα σε αγωγές ταξιδιωτών· μια διαφορά σχετική με σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Καν. 1215/2012 εφόσον ο προορισμός του ταξιδιού βρίσκεται στην αλλοδαπή, παρότι οι συμβαλλόμενοι, ήτοι ο καταναλωτής και ο διοργανωτής, έχουν αμφότεροι την κατοικία ή την έδρα στο ίδιο κράτος μέλος· ο κανόνας του forum actoris υπέρ των καταναλωτών καθορίζει τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα.
Απόφαση
1. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).
2. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του JX και της FTI Touristik GmbH, διοργανώτριας ταξιδίων, με αντικείμενο αποζημίωση της οποίας την καταβολή ζήτησε ο JX λόγω του ότι δεν είχε ενημερωθεί επαρκώς από την FTI Touristik σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και τις θεωρήσεις που απαιτούνταν για το ταξίδι του στο οικείο τρίτο κράτος.
[…]
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
15. Στις 15 Δεκεμβρίου 2021, ο JX, ιδιώτης, κάτοικος Νυρεμβέργης (Γερμανία), συνήψε σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού με την FTI Touristik, διοργανώτρια ταξιδίων με έδρα το Μόναχο (Γερμανία). Η κράτηση για το ταξίδι αυτό πραγματοποιήθηκε μέσω ταξιδιωτικού πρακτορείου με έδρα τη Νυρεμβέργη, το οποίο δεν είναι ούτε συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση ούτε υποκατάστημα της FTI Touristik.
16. Θεωρώντας ότι δεν είχε ενημερωθεί επαρκώς σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και τις θεωρήσεις που απαιτούνταν για το ταξίδι του στο οικείο τρίτο κράτος, ο JX άσκησε αγωγή αποζημιώσεως για ποσό 1.499,86 ευρώ ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του, ήτοι του Amtsgericht Nürnberg (ειρηνοδικείου Νυρεμβέργης, Γερμανία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο. Κατά τον JX, η κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού απορρέει από τα άρθρα 17 και 18 του κανονισμού 1215/2012.
17. Η FTI Touristik προβάλλει την κατά τόπον αναρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι ο κανονισμός 1215/2012 δεν έχει εφαρμογή σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις όπως η επίμαχη στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία ο ταξιδιώτης και ο διοργανωτής ταξιδίων έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος. Σε μια τέτοια κατάσταση απουσιάζει το στοιχείο αλλοδαπότητας που απαιτείται για την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού.
18. Όσον αφορά την κατά τόπον αρμοδιότητά του, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τους κανόνες περί γενικής δωσιδικίας, οι οποίοι προβλέπονται στα άρθρα 12 και 17 του ZPO, κατά τόπον αρμόδιο είναι το δικαστήριο της έδρας της εναγομένης της κύριας δίκης, έστω και αν ο ενάγων της κύριας δίκης είναι καταναλωτής και η εναγομένη της κύριας δίκης επαγγελματίας. Οι κανόνες οι οποίοι θεσπίζουν παρέκκλιση από τη γενική δωσιδικία (κανόνες περί ειδικών δωσιδικιών) και οι οποίοι προβλέπονται από το άρθρο 21, παράγραφος 1, του ZPO και το άρθρο 29 του ZPO δεν έχουν εφαρμογή, δεδομένου ότι το πρακτορείο ταξιδίων που εδρεύει στη Νυρεμβέργη και μέσω του οποίου ο ενάγων της κύριας δίκης πραγματοποίησε την κράτηση για το ταξίδι του δεν ήταν υποκατάστημα της εναγομένης της κύριας δίκης και ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι απορρέουσες από την επίμαχη σύμβαση ταξιδίου υποχρεώσεις της εναγομένης έπρεπε να εκπληρωθούν στην περιφέρεια του Amtsgericht Nürnberg (ειρηνοδικείου Νυρεμβέργης).
19. Επομένως, η μόνη διάταξη η οποία θα μπορούσε να δικαιολογήσει την κατά τόπον αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου στην προκειμένη περίπτωση είναι το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012. Δεδομένου, ωστόσο, ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης τόσο ο καταναλωτής όσο και ο διοργανωτής ταξιδίων έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος, το στοιχείο αλλοδαπότητας το οποίο καθιστά, ενδεχομένως, δυνατή την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης είναι μόνον ο προορισμός του ταξιδιού στην αλλοδαπή.
20. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με μια τάση της νομολογίας κυρίαρχη σε μεγάλο βαθμό στη Γερμανία, το στοιχείο αλλοδαπότητας, το οποίο απαιτείται για την εφαρμογή του κανονισμού 1215/2012, απουσιάζει, αν το μόνο συνδετικό στοιχείο με την αλλοδαπή είναι ο προορισμός του οργανωμένου ταξιδιού. Η προσέγγιση αυτή ενισχύεται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται στενά, καθώς και από τα όσα κρίθηκαν με τις αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 2011, Hypoteční banka (C-327/10, EU:C:2011:745), και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Corman-Collins (C-9/12, EU:C:2013:860). Επιρρωννύεται επίσης από τον σκοπό του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος συνίσταται στον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται ότι υφίσταται ορισμένο δικαστήριο το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία επί των διαφορών των διαδίκων και ότι αυτοί δεν είναι υποχρεωμένοι να αναζητούν δικαστική προστασία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, χωρίς παράλληλα να θίγονται οι εθνικοί κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας όταν οι κανόνες αυτοί διασφαλίζουν προσήκουσα έννομη προστασία από τα δικαστήρια του κράτους της κατοικίας του διαδίκου, καθώς και από την ανάγκη να υφίσταται ένα στοιχείο αλλοδαπότητας κανονιστικό και όχι αμιγώς πραγματικό.
21. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, εντούτοις, ότι σημαντικό μέρος της νομικής θεωρίας υποστηρίζει ότι για να υφίσταται διασυνοριακό στοιχείο σε μια διαφορά δεν είναι απαραίτητο ο ενάγων και ο εναγόμενος να έχουν οπωσδήποτε την κατοικία τους σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη. Η προσέγγιση αυτή θα μπορούσε να στηριχθεί στα άρθρα 18, 24 και 25 του κανονισμού 1215/2012. Επιπλέον, δεν είναι δυνατή η διάκριση μεταξύ κανονιστικού και πραγματικού στοιχείου αλλοδαπότητας, το οποίο στοιχείο θα μπορούσε να προκύπτει από τα δεδομένα της εκάστοτε περίπτωσης, όπως, για παράδειγμα, ο προορισμός του ταξιδιού.
22. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Amtsgericht Nürnberg (ειρηνοδικείο Νυρεμβέργης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχει το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού [1215/2012], την έννοια ότι η εν λόγω διάταξη δεν ρυθμίζει μόνο τη διεθνή δικαιοδοσία, αλλά συγκαταλέγεται επίσης και στις ρυθμίσεις που πρέπει να λαμβάνει υπόψη το επιληφθέν δικαστήριο για τον καθορισμό της κατά τόπον αρμοδιότητας των εθνικών δικαστηρίων σε διαφορές από σύμβαση ταξιδίου στις οποίες τόσο ο καταναλωτής ως ταξιδιώτης όσο και ο αντισυμβαλλόμενός του, ήτοι ο διοργανωτής ταξιδίων, έχουν μεν κατοικία ή έδρα στο ίδιο κράτος μέλος, πλην όμως ο προορισμός του ταξιδιού δεν βρίσκεται εντός του εν λόγω κράτους μέλους, αλλά στην αλλοδαπή (καλούμενες “μη αμιγώς εσωτερικές διαφορές”), με συνέπεια ο καταναλωτής να έχει τη δυνατότητα, πέραν των όσων ορίζουν οι εθνικές διατάξεις περί αρμοδιότητας, να εναγάγει ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου της κατοικίας του τον διοργανωτή ταξιδίων για αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
23. Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 18 του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, όταν το δικαστήριο κράτους μέλους στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής επιλαμβάνεται αγωγής του καταναλωτή στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ αυτού και διοργανωτή ταξιδίων η οποία ανέκυψε από σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και οι δύο συμβαλλόμενοι έχουν μεν αμφότεροι κατοικία ή έδρα στο εν λόγω κράτος μέλος, πλην όμως ο προορισμός του ταξιδιού βρίσκεται στην αλλοδαπή, το εν λόγω άρθρο καθορίζει τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού.
24. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει, πρώτον, να καθοριστεί αν διαφορά όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία ο ενάγων και ο εναγόμενος έχουν την κατοικία ή την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος, δύναται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.
25. Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού 1215/2012 απαιτεί την ύπαρξη στοιχείου αλλοδαπότητας. Μολονότι ο εν λόγω κανονισμός χρησιμοποιεί στις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 26, αντιστοίχως, τους όρους «αστικές υποθέσεις, οι οποίες έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις» και «διασυνοριακές διαφορές», δεν περιέχει, ωστόσο, κανέναν ορισμό του στοιχείου αλλοδαπότητας (πρβλ. απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024, Inkreal, C-566/22, EU:C:2024:123, σκέψεις 18 και 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
26. Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι στοιχείο αλλοδαπότητας υφίσταται όταν η κατάσταση την οποία αφορά η οικεία διαφορά δύναται να εγείρει ζητήματα σχετικά με τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων (απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024, Inkreal, C-566/22, EU:C:2024:123, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
27. Όσον αφορά τον καθορισμό του διεθνούς χαρακτήρα της επίμαχης έννομης σχέσεως, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αναφερθεί στην κατοικία εκάστου των διαδίκων (πρβλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 2020, Parking και Interplastics, C-267/19 και C-323/19, EU:C:2020:351, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
28. Μολονότι το στοιχείο αλλοδαπότητας υφίσταται προδήλως στην περίπτωση κατά την οποία τουλάχιστον ένας εκ των διαδίκων έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου, εντούτοις ο διεθνής χαρακτήρας μπορεί επίσης να προκύπτει, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 32 των προτάσεών του, από άλλους παράγοντες, που συνδέονται, μεταξύ άλλων, με την ουσία της διαφοράς.
29. Επομένως, η εμπλοκή ενός κράτους μέλους και ενός τρίτου κράτους, λόγω, για παράδειγμα, της κατοικίας του ενάγοντος και ενός εκ των εναγομένων στο πρώτο κράτος και της επελεύσεως των επίδικων πραγματικών περιστατικών στο δεύτερο κράτος, μπορεί επίσης να προσδώσει διεθνή χαρακτήρα στην επίμαχη έννομη σχέση, δεδομένου ότι η κατάσταση αυτή είναι ικανή να εγείρει, στο κράτος μέλος, ζητήματα σχετικά με τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, IRnova, C-399/21, EU:C:2022:648, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
30. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι διαφορά σχετική με συμβατικές υποχρεώσεις οι οποίες πρέπει να εκτελεστούν είτε σε τρίτο κράτος είτε σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος κατοικίας αμφοτέρων των διαδίκων είναι ικανή να εγείρει ζητήματα σχετικά με τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων και, ως εκ τούτου, πληροί την προϋπόθεση του στοιχείου αλλοδαπότητας η οποία απαιτείται προκειμένου η διαφορά να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1215/2012.
31. Όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ καταναλωτών και επαγγελματιών, η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται, εξάλλου, από το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, το οποίο προβλέπει ότι ο κανόνας που θέτει η διάταξη αυτή υπέρ του καταναλωτή εφαρμόζεται «ανεξαρτήτως της κατοικίας του αντισυμβαλλομένου», οπότε οι καταναλωτές μπορούν να την επικαλεστούν έναντι επαγγελματιών που έχουν την κατοικία τους όχι μόνο σε άλλα κράτη μέλη ή σε τρίτα κράτη, αλλά και στο ίδιο κράτος μέλος με εκείνο της κατοικίας του καταναλωτή.
32. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 19, σημείο 3, του κανονισμού 1215/2012, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε ρητώς την περίπτωση κατά την οποία συμφωνίες «έχ[ουν] συναφθεί μεταξύ καταναλωτή και αντισυμβαλλομένου με κατοικία ή συνήθη διαμονή, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, στο ίδιο κράτος μέλος».
33. Η ερμηνεία αυτή είναι επίσης σύμφωνη με τον σκοπό του κανονισμού 1215/2012, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι ο εν λόγω κανονισμός σκοπεί στην ενοποίηση των κανόνων συγκρούσεως διεθνούς δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις μέσω κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας, και επιδιώκει, επομένως, την επίτευξη σκοπού ο οποίος αφορά την ασφάλεια δικαίου και ο οποίος έγκειται στην ενίσχυση της δικαστικής προστασίας των εγκατεστημένων εντός της Ένωσης προσώπων, παρέχοντας ταυτόχρονα στον μεν ενάγοντα τη δυνατότητα να προσδιορίζει ευχερώς το δικαστήριο στο οποίο μπορεί να ασκήσει αγωγή, στον δε εναγόμενο τη δυνατότητα να προβλέπει ευλόγως το δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να εναχθεί. Στο πλαίσιο αυτό, ο σκοπός της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει να δύναται ευχερώς το επιληφθέν της υποθέσεως εθνικό δικαστήριο να αποφαίνεται επί της διεθνούς δικαιοδοσίας του, χωρίς να είναι αναγκασμένο να προβεί σε εξέταση της υποθέσεως επί της ουσίας (απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024, Inkreal, C-566/22, EU:C:2024:123, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
34. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 51 των προτάσεών του, μολονότι ο σύνδεσμος μεταξύ της αγωγής και της αλλοδαπής μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο στενός ανάλογα με τη διαφορά, η εκτίμηση του κατά πόσον μια διαφορά ενέχει «στοιχείο αλλοδαπότητας» πρέπει να είναι αρκούντως ευχερής για το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αγωγής. Στην προκειμένη περίπτωση, υπόθεση η οποία αφορά αξίωση ταξιδιώτη σε σχέση με προβλήματα που ανέκυψαν στο πλαίσιο ταξιδιού στην αλλοδαπή, το οποίο οργανώθηκε και πωλήθηκε από διοργανωτή ταξιδίων, πρέπει, ανεξαρτήτως της ακριβούς φύσεως των προβλημάτων αυτών, να θεωρηθεί ότι έχει διεθνή χαρακτήρα για τους σκοπούς του κανονισμού 1215/2012, δεδομένου ότι ο προορισμός του ταξιδιού αποτελεί στοιχείο το οποίο μπορεί να εξακριβωθεί ευχερώς και το οποίο καθιστά τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας προβλέψιμους για τους διαδίκους.
35. Επιπροσθέτως, η ερμηνεία της έννοιας της «αλλοδαπότητας», όπως αυτή προκύπτει από τη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η προγενέστερη νομολογία αναφέρεται, επαλλήλως, στην έννοια της «διασυνοριακής υπόθεσης», η οποία ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1896/2006 ως η υπόθεση στην οποία τουλάχιστον ένας εκ των διαδίκων έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Μαΐου 2020, Parking και Interplastics, C-267/19 και C-323/19, EU:C:2020:351, σκέψη 34, και της 3ης Ιουνίου 2021, Generalno konsulstvo na Republika Bulgaria, C-280/20, EU:C:2021:443, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
36. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 37 των προτάσεών του, μολονότι τόσο ο κανονισμός 1215/2012 όσο και ο κανονισμός 1896/2006 εμπίπτουν στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1215/2012 πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των διατάξεων του κανονισμού 1896/2006, δεδομένου ότι το αντικείμενο και το πεδίο εφαρμογής των δύο αυτών νομοθετημάτων δεν είναι συγκρίσιμα.
37. Συγκεκριμένα, ενώ ο κανονισμός 1215/2012 αποσκοπεί στην ενοποίηση των κανόνων περί συγκρούσεως δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις και οι κανόνες αυτοί πρέπει, κατ’ αρχήν, να εφαρμόζονται και να υπερισχύουν των εθνικών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας (πρβλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Markt24, C-804/19, EU:C:2021:134, σκέψεις 30 και 32), ο κανονισμός 1896/2006 καθιερώνει ένα ενιαίο και εναλλακτικό σύστημα για την είσπραξη απαιτήσεων, χωρίς εντούτοις να αντικαθιστά ούτε να εναρμονίζει τους υφιστάμενους μηχανισμούς είσπραξης αξιώσεων οι οποίοι προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito, C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 79, και της 13ης Ιουνίου 2013, Goldbet Sportwetten, C-144/12, EU:C:2013:393, σκέψη 28).
38. Η ερμηνεία αυτή της έννοιας της «αλλοδαπότητας» δεν αναιρείται ομοίως ούτε από το γεγονός ότι το άρθρο 18 του κανονισμού 1215/2012 συνιστά παρέκκλιση τόσο από τον γενικό κανόνα περί δικαιοδοσίας του άρθρου 4 του κανονισμού αυτού, βάσει του οποίου διεθνή δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, όσο και από τον κανόνα ειδικής δωσιδικίας επί διαφορών εκ συμβάσεως, τον οποίο προβλέπει το άρθρο 7, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με τον οποίο διεθνή δικαιοδοσία έχει το δικαστήριο του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η επίδικη παροχή και ο οποίος πρέπει κατ’ ανάγκην να ερμηνεύεται συσταλτικά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa, C-375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 28).
39. Πράγματι, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 53 των προτάσεών του, η έννοια της «αλλοδαπότητας» καθιστά δυνατή την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1215/2012, η δε εκτίμησή της πρέπει να γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο, ανεξαρτήτως του αν ο επίμαχος κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας έχει τον χαρακτήρα γενικού κανόνα ή κανόνα εισάγοντος παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα περί δικαιοδοσίας.
40. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι διαφορά σχετική με σύμβαση ταξιδίου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1215/2012, εφόσον ο προορισμός του ταξιδιού βρίσκεται στην αλλοδαπή, παρότι οι συμβαλλόμενοι, ήτοι ο καταναλωτής και ο αντισυμβαλλόμενός του, έχουν αμφότεροι την κατοικία ή την έδρα στο ίδιο κράτος μέλος.
41. Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα αν το άρθρο 18 του κανονισμού 1215/2012 καθορίζει τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα του οικείου δικαστηρίου, από το ίδιο το γράμμα της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού προκύπτει ότι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας τους οποίους προβλέπει η εν λόγω διάταξη για την περίπτωση που η αγωγή ασκείται από καταναλωτή αναφέρονται, αφενός, «στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του o αντισυμβαλλόμενος» και, αφετέρου, «στα δικαστήρια του τόπου κατοικίας του καταναλωτή».
42. Ενώ ο πρώτος από τους δύο κανόνες που προβλέπονται κατά τα ανωτέρω περιορίζεται στην απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας στο δικαιοδοτικό σύστημα του οριζόμενου κράτους, θεωρούμενο στο σύνολό του, ο δεύτερος κανόνας απονέμει κατά τόπον αρμοδιότητα απευθείας στο δικαστήριο του τόπου κατοικίας του καταναλωτή.
43. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 18 των προτάσεών του, ο δεύτερος αυτός κανόνας καθορίζει όχι μόνον τη διεθνή δικαιοδοσία του οικείου δικαστηρίου, αλλά και την κατά τόπον αρμοδιότητά του, προσδιορίζοντας απευθείας συγκεκριμένο δικαστήριο κράτους μέλους, χωρίς παραπομπή στους ισχύοντες στο εν λόγω κράτος μέλος κανόνες κατανομής της κατά τόπον αρμοδιότητας.
44. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τους σκοπούς που επιδιώκουν οι διατάξεις του άρθρου 18 του κανονισμού 1215/2012. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 18 του ως άνω κανονισμού προκύπτει ότι ο τομέας των συμβάσεων που συνάπτονται από τους καταναλωτές χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μιας ορισμένης ανισορροπίας μεταξύ των διαδίκων την οποία οι διατάξεις του άρθρου 18 του εν λόγω κανονισμού σκοπούν να διορθώσουν διά της προβλέψεως, ως προς τον ασθενέστερο διάδικο, κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας οι οποίοι είναι ευνοϊκότεροι για τα συμφέροντά του απ’ ό,τι οι γενικοί κανόνες (βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τις ασφαλιστικές συμβάσεις, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2022, Allianz Elementar Versicherung, C-652/20, EU:C:2022:514, σκέψη 49).
45. Ειδικότερα, ο ειδικός κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 18 του κανονισμού 1215/2012 αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι το ασθενέστερο μέρος που προτίθεται να εναγάγει το ισχυρότερο μέρος μπορεί να το πράξει ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο είναι εύκολα προσιτό (βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τις ασφαλιστικές συμβάσεις, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2022, Allianz Elementar Versicherung, C-652/20, EU:C:2022:514, σκέψη 50).
46. Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 59 και 61 των προτάσεών του, ο κανόνας αυτός προστατεύει τον καταναλωτή διευκολύνοντας την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και αντανακλά την ανησυχία του νομοθέτη της Ένωσης ότι ο καταναλωτής θα μπορούσε να αποθαρρυνθεί από την άσκηση αγωγής στην περίπτωση που το αρμόδιο δικαστήριο, αν και βρίσκεται στο κράτος μέλος στο οποίο αυτός ζει, δεν είναι το δικαστήριο του τόπου της κατοικίας του.
47. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 18 του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, όταν το δικαστήριο κράτους μέλους στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής επιλαμβάνεται αγωγής του καταναλωτή στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ αυτού και διοργανωτή ταξιδίων η οποία ανέκυψε από σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και οι δύο συμβαλλόμενοι έχουν μεν αμφότεροι κατοικία ή έδρα στο εν λόγω κράτος μέλος, πλην όμως ο προορισμός του ταξιδιού βρίσκεται στην αλλοδαπή, το εν λόγω άρθρο καθορίζει τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού.
[…]
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι όταν το δικαστήριο κράτους μέλους στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής επιλαμβάνεται αγωγής του καταναλωτή στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ αυτού και διοργανωτή ταξιδίων η οποία ανέκυψε από σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και οι δύο συμβαλλόμενοι έχουν μεν αμφότεροι κατοικία ή έδρα στο εν λόγω κράτος μέλος, πλην όμως ο προορισμός του ταξιδιού βρίσκεται στην αλλοδαπή, το εν λόγω άρθρο καθορίζει τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Ταξίδι στο εξωτερικό: Ο καταναλωτής μπορεί να προσφύγει σε βάρος του διοργανωτή ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του
I. Το άρθρο 18 του Κανονισμού 1215/2012 (Βρυξέλλες Ια) ρυθμίζει τη δικαιοδοσία επί διαφορών που απορρέουν από συμβάσεις καταναλωτών και αποσκοπεί στην προστασία του ασθενέστερου μέρους της σύμβασης, επιτρέποντας στον καταναλωτή να προσφύγει ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου της κατοικίας του, ανεξάρτητα από εκείνη του αντισυμβαλλομένου. Ο κανόνας αυτός συνιστά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα δικαιοδοσίας που βασίζεται στην κατοικία ή έδρα του εναγομένου, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 του εν λόγω Κανονισμού. Επιδιώκει να διασφαλίσει ότι ο καταναλωτής δεν αποθαρρύνεται να προσφύγει στη δικαιοσύνη, όπως θα συνέβαινε αν ήταν υποχρεωμένος να ασκήσει αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων της κατοικίας του αντισυμβαλλομένου ή άλλων κρατών μελών [Αρβανιτάκης/Βασιλακάκης (-Κούρτης), ΕρμΕΚ (4) – ΚανΒρΙα, 2020, άρθ. 17 αριθ. 15]. Ωστόσο, η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 18 του Καν. 1215/2012 σε περιπτώσεις όπου αμφότερα τα μέρη έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος, αλλά η διαφορά έχει σχέση με τρίτη χώρα, όπως στην περίπτωση ταξιδιού στο εξωτερικό, έχει αποτελέσει αντικείμενο νομολογιακής αντιπαράθεσης.
ΙΙ. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, ένας Γερμανός καταναλωτής, θεωρώντας ότι δεν είχε ενημερωθεί επαρκώς για τις προϋποθέσεις εισόδου και τις θεωρήσεις που είναι απαραίτητες για το ταξίδι στο εξωτερικό που αγόρασε από τον διοργανωτή, που είχε έδρα στη χώρα του (Μόναχο), άσκησε αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του Δικαστηρίου της κατοικίας του (Νυρεμβέργη) κατ’ εφαρμογή των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίστηκαν με τον Καν. 1215/2012. Ο διοργανωτής προέβαλε την ένσταση της κατά τόπο αναρμοδιότητας και την αδυναμία εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού λόγω έλλειψης του στοιχείου αλλοδαπότητας. Πράγματι, η εφαρμογή των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας του Καν. 1215/2012 επί αγωγών του καταναλωτή προϋποθέτει την ύπαρξη διασυνοριακού στοιχείου. Κατά συνέπεια, το περιφερειακό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης ζήτησε από το ΔΕΕ την ερμηνεία του άρθρου 18 του ΚανΒρΙα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο προορισμός του ταξιδιού στο εξωτερικό συνιστά στοιχείο αλλοδαπότητας που απαιτείται για την εφαρμογή του Κανονισμού.
ΙΙΙ. Το ΔΕΕ απάντησε θετικά στο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου κρίνοντας ότι ο Καν. 1215/2012 εφαρμόζεται ακόμη και εάν ο καταναλωτής και ο διοργανωτής του ταξιδιού έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος, εφόσον ο προορισμός του ταξιδιού είναι στο εξωτερικό. Υιοθετώντας την πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα υπογράμμισε ότι η ύπαρξη του στοιχείου αλλοδαπότητας δεν πρέπει απαραίτητα να απορρέει από την κατοικία των διαδίκων σε διαφορετικά κράτη μέλη. Αντίθετα, το στοιχείο αλλοδαπότητας μπορεί να προέρχεται από παράγοντες που σχετίζονται με τη φύση της διαφοράς, όπως ο προορισμός του ταξιδιού στο εξωτερικό. Αυτή η προσέγγιση είναι συνεπής προς τον σκοπό του ΚανΒρΙα, ο οποίος επιδιώκει τη διασφάλιση ενός υψηλού βαθμού προβλεψιμότητας των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας και την ενίσχυση της νομικής προστασίας των εγκατεστημένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσώπων, παρέχοντας ταυτόχρονα στον μεν ενάγοντα τη δυνατότητα να προσδιορίζει ευχερώς το δικαστήριο στο οποίο μπορεί να ασκήσει αγωγή, στον δε εναγόμενο τη δυνατότητα να προβλέπει ευλόγως το δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να εναχθεί (ΔΕΕ, 14.9.2023, EXTÉRIA, C-393/22, EU:C:2023:675, σκ. 26). Συνεπώς, ο διεθνής χαρακτήρας της έννομης σχέσεως απορρέει από το γεγονός ότι η επίμαχη στη διαφορά κατάσταση είναι ικανή να θέσει ζητήματα σχετικά με τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων (ΔΕΕ, 8.2.2024, Inkreal, C-566/22, Lex&Forum 1/2024, παρατ. Καραμέρου, σκ. 22· ΔΕΕ, 17.11.2011, Hypoteční banka, C-327/10
, Αρμ 2012. 1004
, σχόλ. Άνθιμου, σκ. 30· ΔΕΕ, 1.3.2005, Owusu, C-281/02, Αρμ 2005. 586
, σχόλ. Αρβανιτάκη, σκ. 26). Τέτοια περίπτωση αποτελεί όταν τα μέρη κατοικούν στο ίδιο κράτος μέλος, αλλά ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής ευρίσκεται σε κράτος διαφορετικό από το κράτος της κοινής κατοικίας των συμβαλλομένων, όπως λ.χ. όταν ο καταναλωτής αγοράζει από τον διοργανωτή που κατοικεί στο ίδιο κράτος ταξιδιωτικό πακέτο με προορισμό σε άλλο κράτος. Επιπλέον, έκρινε ότι αναφορικά με τις αγωγές που ασκούνται από έναν καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλομένου του, ο ΚανΒρIα δεν περιορίζεται στον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας, αλλά προσδιορίζει επίσης την τοπική αρμοδιότητα, αναθέτοντας αυτή απευθείας στο δικαστήριο του τόπου κατοικίας του καταναλωτή [Αρβανιτάκης/Βασιλακάκης (-Κούρτης), ό.π., άρθ. 18 αριθ. 8· Νίκας/Σαχπεκίδου, ΕυρΠολΔ
, 2016, άρθ. 18 αριθ. 6].
IV. Η δημοσιευόμενη απόφαση αντιπροσωπεύει μια σημαντική εξέλιξη στη νομολογία, διευρύνοντας την έννοια του στοιχείου αλλοδαπότητας, με συνέπεια ο διεθνής χαρακτήρας μιας υποθέσεως να προκύπτει από τον προορισμό του ταξιδιού στο εξωτερικό. Με αυτόν τον τρόπο προστατεύεται το δικαίωμα του καταναλωτή (το αδύναμο μέρος της σύμβασης, όπως επισημαίνεται και στην αιτιολογική σκέψη 18 του Καν. 1215/2012), που επωφελείται κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας οι οποίοι είναι ευνοϊκότεροι για τα συμφέροντά του απ’ ό,τι οι γενικοί κανόνες, έχοντας τη δυνατότητα να προσφύγει σε ένα δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο είναι εύκολα προσβάσιμο (βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, ΔΕΕ, 30.6.2022, Allianz Elementar Versicherung, C-652/20, EU:C:2022:514, σκ. 49-50· ΔΕΕ, 27.2.2020, Balta, C-803/18, EU:C:2020:123, σκ. 28· ΔΕΕ, 21.10.2021, T. B. και D., C-393/20, EU:C:2021:871, σκ. 46). Η ανισοβαρής συμβατική σχέση του οικονομικά ασθενέστερου και διαθέτοντος μικρότερη νομική πείρα ταξιδιώτη και του αντισυμβαλλόμενου εμπόρου ταξιδιωτικών υπηρεσιών δεν εξισορροπείται μόνο στο δικονομικό πεδίο. Η ενίσχυση της θέσης του ευάλωτου καταναλωτή είναι συμβατή και με τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται, κατά την αγορά τουριστικού πακέτου, από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2302 σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με το π.δ. 7/2018. Η τελευταία αποσκοπεί στην επίτευξη ενός υψηλού και ομοιόμορφου επιπέδου υπερπροστασίας των καταναλωτών όσον αφορά τις συμβάσεις μεταξύ των ταξιδιωτών και των εμπόρων ταξιδιωτικών υπηρεσιών για τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των δικαιωμάτων λήψης σαφών και ευδιάκριτων πληροφοριών, αναιτιολόγητης καταγγελίας της σύμβασης και αναιτιολόγητης υπαναχώρησης από τη σύμβαση υπέρ του ταξιδιώτη (βλ. εκτενέστερα Καρδούλια, Η προστασία του καταναλωτή-αποδέκτη των τουριστικών υπηρεσιών με επικέντρωση στην ταξιδιωτική σύμβαση, διδ. διατρ., 2019).
Γιάννης Βαλμαντώνης
[*] ECLI:EU:C:2024:646.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα