Top

Αναζήτηση


Επιθεώρηση Ακινήτων
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
4
Έτος
2023
 
Περισσότερα »

Επιθεώρηση Ακινήτων, 4 (2023)


ΜΕφΠειρ 31/2023 (τακτική διαδικασία) - σχόλιο: Χ. Καρυπίδης

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο     Επόμενο »

A- A A+    Εκτύπωση   

ΜΕφΠειρ 31/2023 (τακτική διαδικασία)

Δικαστής: Η. Σταυρόπουλος, Κτηματολογικός Εφέτης
Δικηγόροι: Σ. Τόγια-Πατάπη, Ν. Σταυρόπουλος (ΝΣΚ)

Νομικές διατάξεις: άρθρα 972, 974, 1045 ΑΚ, 6 § 2 ν. 2664/1998, 1 § 3 α.ν. 1539/1938

Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή της ζήτησε να αναγνωριστεί κυρία με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας των περιγραφόμενων σ’ αυτήν κατά θέση, έκταση και όρια διακριτών και αυτοτελών ακινήτων, που καταχωρήθηκαν στις πρώτες κτηματολογικές εγγραφές ανακριβώς ως αγνώστου ιδιοκτήτη στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, ώστε να διορθωθούν και να αναγραφεί η ίδια αποκλειστική κυρία αυτών με τον ως άνω πρωτότυπο τρόπο, επικαλούμενη για τη θεμελίωση του δικαιώματός της τη συνεχή και αδιάλειπτη άσκηση πράξεων νομής (επίβλεψη, καθαρισμούς, καλλιέργειες σιτηρών και οπωροκηπευτικών) επί των επιδίκων ακινήτων από το έτος 1988 (για το πρώτο ακίνητο) και 1986 (για το δεύτερο ακίνητο) έως το χρόνο άσκησης της αγωγής (2018). Το εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο, αρνήθηκε την αγωγή και επιπλέον ισχυρίστηκε ότι τα επίδικα ακίνητα δεν είναι δεκτικά χρησικτησίας, γιατί είναι δημόσια κτήματα, επειδή α) περιήλθαν σ’ αυτό δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης του 1932 και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830, επειδή πριν την επανάσταση του 1821 άνηκαν σε Οθωμανούς υπηκόους, τα οποία κατέλαβε, κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας, οι οποίοι κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων τα είχαν εγκαταλείψει, άλλως ως περιουσία του Οθωμανικού Δημοσίου, που κατέλαβε και δήμευσε «δικαιώματι πολέμου», άλλως, β) δυνάμει των διατάξεων του β.δ. 3/15.12.1833, δεδομένου ότι αποτελούσαν από του έτους 1820 και έως την άσκηση της αγωγής βοσκότοπο ή λιβάδι, χωρίς ποτέ μέσα στις νόμιμες προθεσμίες να αναγνωρισθεί κανένας κύριος κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, άλλως, γ) απέκτησε αυτά με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς τα νέμεται, ασκώντας τις αναφερόμενες στις προτάσεις του πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την επανάσταση του 1821 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, άλλως, δ) τα απέκτησε ως αδέσποτα, χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του α.ν. 1539/1938 και 972 ΑΚ.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας αυτής, ως προς την περιγραφή των επιδίκων, γιατί δεν περιγράφονται επαρκώς ως τμήματα μείζονος έκτασης των δικαιοπαρόχων της. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Ζητεί δε να εξαφανιστεί και να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η αγωγή της. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι νόμιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, γιατί η περιγραφή των επιδίκων ακινήτων στο δικόγραφο της αγωγής, κατά θέση, έκταση και όρια, είναι επαρκής, αφού, κατά τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται σ’ αυτό, τα εν λόγω ακίνητα, επί των οποίων η εκκαλούσα στηρίζει ίδιο δικαίωμα κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία χωρίς προσμέτρηση της νομής άλλων δικαιοπαρόχων, είναι αυτοτελή γεωτεμάχια με ξεχωριστό ΚΑΕΚ και αναφέρονται στην αγωγή όλες οι ιδιοκτησίες με τα ΚΑΕΚ τους, με τα οποία καθένα εξ αυτών συνορεύει γύρωθεν. Μετά από αυτά, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν η αγωγή, που κρίνεται νόμιμη (ΑΚ 974, 1045, αρθρ. 6 § 2 του ν. 2664/1998), περίληψη της οποίας έχει εγγραφεί στο κτηματολόγιο εμπροθέσμως (…), καθώς και οι ενστάσεις του εναγομένου, που επίσης κρίνονται νόμιμες [άρθρ. 1 § 3 του α.ν. 1539/1938, πρωτόκολλο του Λονδίνου της 6/7.7.1830 και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως του 1832, άρθρων 1, 2, 3 του από 17.11/1.12.1836 Β.Δ., νόμος της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, ν.δ 26/31.8.1925 “περί συστάσεως αεροπορικής αμύνης”, στο π.δ 11/12.11.1929 “περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων”, νομ. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2. 1), νομ. 8 § 1 κωδ. (7.39), 9 § 1 Πανδ (50.14), 2 § 20 Πανδ (41.4) 6 Πανδ. (44.3), 76 § 1 Πανδ.(18.1) και 7 § 3 Πανδ (23.3), αρθρ. 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων, των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του α.ν. 1539/1938 και 972 ΑΚ και του β.δ. 3/15.12.1833].

Από τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα τοπογραφικά σχεδιαγράμματα, και την υπ’ αρ. …/29.1.2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, …, που ελήφθη κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (…), την οποία επικαλείται η εκκαλούσα με τις προτάσεις της, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τα επίδικα ακίνητα είναι δύο μη άρτια και μη οικοδομήσιμα αγροτεμάχια, που βρίσκονται στη Σαλαμίνα Αττικής, στη θέση «…», του Δήμου Σαλαμίνας. Το πρώτο εξ αυτών έχει ΚΑΕΚ …, επιφάνεια 350 τ.μ. και συνορεύει … Το δεύτερο εξ αυτών έχει ΚΑΕΚ …, επιφάνεια 1.830 τ.μ. και συνορεύει … Το πρώτο από τα ανωτέρω ακίνητα, από το έτος 1988, και το δεύτερο, από τις αρχές του έτους 1986, νεμόταν η ενάγουσα, καθαρίζοντάς τα από τα ξερά χόρτα, καλλιεργώντας τα με σιτηρά και οπωροκηπευτικά, περιφράσσοντάς τα με συρματόπλεγμα, τοποθετώντας στο πρώτο εξ αυτών παραπήγματα για την εκτροφή πουλερικών και κουνελιών και επιβλέποντάς τα συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα (13.11.2006, υπ’ αρ. 396/1.11.2006 απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ, ΦΕΚ 1662 Β/13.11.2006) αλλά και μετέπειτα έως το χρόνο άσκησης της αγωγής (2018) [άρθρ. 6 § 3 εδφ. Στ΄ του ν. 2664/1998]. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα η ενάγουσα ουδέποτε οχλήθηκε από κάποιον, ούτε και προέβαλε ποτέ κανείς δικαιώματα στα επίδικα ακίνητα. Έτσι απέκτησε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δικαίωμα κυριότητας επί των ως άνω ακινήτων, παρέλειψε όμως να τα δηλώσει κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης και έτσι καταχωρήθηκαν εσφαλμένα ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί των ανωτέρω επιδίκων με τους τρόπους, που επικαλέστηκε. Ειδικότερα οι ισχυρισμοί του ότι τα επίδικα δεν ήταν δεκτικά χρησικτησίας μετά την 11.9.1915 και ότι αυτά καταλήφθηκαν απ’ αυτό μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα ευρισκόμενα στην Αττική και στα νησιά του Αργοσαρωνικού οθωμανικά κτήματα δεν περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, με το δικαίωμα του πολέμου, αφού δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών (ΑΠ 1132/2020, ΑΠ 769/2020, ΑΠ 832/2020 ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Επίσης, εν προκειμένω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι τα επίδικα άνηκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο, ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκαν από τους τελευταίους, ούτε ότι μετά την απελευθέρωση κατέστησαν αδέσποτα και δημεύθηκαν, γιατί δεν καταλήφθηκε από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω Συνθήκη και τα Πρωτόκολλα, προκειμένου να καταστεί κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο. Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι οι επίδικες εκτάσεις ήταν δασικές ή δάσος κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του από 17/29.11.1836 Β.Δ/τος ή λιβάδι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, ώστε να ισχύει το τεκμήριο κυριότητας που θεσπίσθηκε υπέρ του Δημοσίου με τις διατάξεις των ως άνω διαταγμάτων σε όλα τα δάση και τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν από την ισχύ του στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 34/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι κατέστη κύριος των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία αποδείχθηκε αβάσιμος, καθόσον ουδέποτε το ανωτέρω χρησιδέσποσε αυτά, αφού ουδεμία πράξη νομής άσκησε επ’ αυτών ουδέποτε.

Συνεπώς τα επίδικα ουδέποτε ήταν δημόσια κτήματα ή ανεπίδεκτα χρησικτησίας και μετά την 11.9.1915. Άλλωστε, αν ήταν δημόσια κτήματα, το εναγόμενο θα τα είχε καταχωρίσει ως τέτοια, μετά από τόσα χρόνια και θα τα είχε δηλώσει στο κτηματολόγιο ως τέτοια. Μετά από τα ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή και να αναγνωριστεί η ενάγουσα κυρία των επιδίκων ακινήτων με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία και, στη συνέχεια, να διαταχθεί η διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών για τα εν λόγω ακίνητα στα βιβλία του Κτηματολογίου Σαλαμίνας, προκειμένου στη θέση «άγνωστος ιδιοκτήτης» να καταχωρηθεί η ενάγουσα ως κυρία τούτων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εφεσιβλήτου εναγόμενου, μειωμένα όμως για κάθε βαθμό (άρθρ. 22 του ν. 3693/1957).

Παρατηρήσεις

Ι. Νομοθετικό πλαίσιο

Η χρησικτησία, ως θεσμός του δικαίου με τον οποίο εξασφαλίζεται η πρωτότυπη κτήση της κυριότητας, αναπτύχθηκε ήδη από το βρδ και μετεξελίχθηκε με την Ιουστινιάνεια κωδικοποίηση. Με τη διάταξη του άρθρου 13 § 2 του ν. 2664/1998 αποσαφηνίζεται ρητώς η σημασία της χρησικτησίας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου, το οποίο δεν την καταργεί[1]. Η συγκεκριμένη διάταξη αναφέρεται στην αγωγή με την οποία επιδιώκεται η ανατροπή του μαχητού τεκμηρίου ακρίβειας και ορθότητας που παράγουν οι μεταγενέστερες κτηματολογικές εγγραφές, ορίζοντας ρητά ότι έννομο συμφέρον στην άσκηση της αγωγής αυτής έχει και όποιος απόκτησε κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα με χρησικτησία. Ειδικότερα η κτήση, συν το χρόνω, καταχωρηστέου εμπραγμάτου δικαιώματος με χρησικτησία[2] –τακτική ή και έκτακτη– μπορεί να αποτελέσει νόμιμο λόγο αγωγής[3] διόρθωσης πρώτης κτηματολογικής εγγραφής του άρθ. 6 § 2 ν. 2664/1998[4]. Ο προβληματισμός για το αν καταχωρούνται στο κτηματολογικό φύλλο κατά τις πρώτες εγγραφές μόνον οι μεταγραπτέες πράξεις του άρθ. 1192 αριθ. 1-4 ΑΚ παραμερίστηκε αποφασιστικά από τον Άρειο Πάγο και τα δικαστήρια της ουσίας με τη σκέψη ότι η έννοια του καταχωρηστέου στο κτηματολογικό φύλλο δικαιώματος δεν περιορίζεται στην ύπαρξη πράξης μεταγραπτέας κατά το άρθ. 1192 αριθ. 1-4 του ΑΚ, αλλά περιλαμβάνει κάθε εμπράγματο δικαίωμα, ανεξάρτητα από το αν τούτο κτήθηκε με παράγωγο ή πρωτότυπο τρόπο[5].

Έτσι, λοιπόν, η χρησικτησία, όπως ορίζεται στο άρθρ. 1041 ΑΚ[6]. επ. είναι η κτήση κυριότητας η οποία επέρχεται κατόπιν της άσκησης αδιατάρακτης[7] νομής[8] και κατοχής από τον κύριο, η οποία ασκείται από αυτόν διανοία κυρίου για μεγάλο χρονικό διάστημα[9]. Σε αντίθεση με την μετά τίτλου κτήση κυριότητας, η κτήση της κυριότητας δεν στηρίζεται στη διαδοχή στη συνεχή δηλαδή σειρά κυρίων και των τίτλων αυτών αλλά στην από πρωτότυπο τρόπο κτήση της κυριότητας, όπως ορίζεται στο άρθ. 1045 ΑΚ, απαραίτητες προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αυτής είναι να αποδεικνύεται: α) δεκτικό χρησικτησίας πράγμα β) άσκηση νομής επί του πράγματος, δηλαδή άσκηση διακατοχικών και πράξεων νομής διανοία κυρίου γ) χρονικό διάστημα 20 ετών. Εξαιρέσεις από τη χρησικτησία, ως πράγματα ανεπίδεκτα χρησικτησίας, είναι τα πράγματα εκτός συναλλαγής (άρθ. 966 ΑΚ), όπως α) τα κοινά σε όλους, β) τα κοινόχρηστα πράγματα, γ) τα πράγματα που προορίζονται για την εξυπηρέτηση δημόσιων, κοινοτικών και θρησκευτικών σκοπών. Τέτοιες κατηγορίες ακινήτων είναι τα δημόσια κτήματα, δάση, χορτολιβαδικές εκτάσεις, αιγιαλοί, όρμοι, εκκλησιαστικά ακίνητα, ακίνητα ΟΤΑ κ.λπ. Οι συνέπειες του ανεπίδεκτου της χρησικτησίας είναι η κατάληψη από ιδιώτη δημόσιου πράγματος του οποίου δεν συνεπάγεται απώλεια της νομής του Δημοσίου και η ασκούμενη από ιδιώτη νομή επί δημοσίου πράγματος, η οποία δεν προστατεύεται, πολλώ δε μάλλον όταν επέρχεται (και) η οριστικοποίηση της αρχικής εγγραφής[10]. Ως εκ τούτου, τα Δημόσια κτήματα δεν χρησιδεσπόζονται, επομένως και τα δασικές-χορτολιβαδικές εκτάσεις σε όλα τα γεωχωρικά διαμερίσματα της ελληνικής επικράτειας, όπως αυτά εκατέρωθεν χρονικά προσαρτήθηκαν κι αποτέλεσαν την σημερινή χώρα, προέρχονται από τις κατακτηθείσες περιοχές από τον Σουλτάνο και διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, ήτοι σ’ αυτές που συνθηκολόγησαν και στις δορυάλωτες. Στις περιοχές που οι πληθυσμοί τους συνθηκολόγησαν οι υπόδουλοι κράτησαν τις ιδιοκτησίες των ενώ στις περιοχές που κατακτήθηκαν όλες οι ιδιοκτησίες περιήλθαν στο Σουλτάνο[11].

Έτη, ακόλουθα, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των γαιών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους συνδέεται αναπόδραστα με την ιστορική καταγωγή της γαιοκτησίας στην Ελλάδα, δεδομένου ότι το Ελληνικό κράτος διαδέχτηκε το Οθωμανικό κράτος μετά την Επανάσταση του 1821. Συνέπεια της διαδοχής πολέμου ήταν να διαμορφωθεί το γαιοκτητικό καθεστώς αφενός από το περιεχόμενο των διεθνών Συνθηκών που υπεγράφησαν μετά τον υπέρ της Ανεξαρτησίας Αγώνα και αφετέρου από το οθωμανικό δίκαιο, δυνάμει του οποίου είχαν καθοριστεί τα εμπράγματα δικαιώματα στις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο νόμος περί προστασίας δημοσίων κτημάτων (ν.δ. 22/4/16.5.1926) επεδίωξε να δώσει λύση στις διαρκείς καταπατήσεις της δημόσιας περιουσίας από αυθαίρετους κατόχους. Στο άρθ. 2 ορίζεται ότι “επί των αδέσποτων και των δημοσίων κτημάτων εν γένει νομεύς θεωρείται το Δημόσιον, έστω και αν ουδεμίαν ενήργησεν επ’ αυτών πράξη νομής”. Άρα, σε ακίνητα όπου το δημόσιο θεμελιώνει το δικαίωμα της κυριότητας, ουδεμία πράξη φυσικής εξουσίασης απαιτείται από το δημόσιο για την θεμελίωση της νομής του. Έτσι, τυχόν καταλήψεις κτημάτων από τρίτους δεν επιφέρουν την απώλεια νομής του δημοσίου, ως εκ τούτου ο τρίτος (ιδιώτης) αντιμετωπίζεται ως καταπατητής άνευ προστατευόμενης ex lege νομής.

Εν προκειμένω, στο Παλαιό Βασίλειο, με τις Συνθήκες του Λονδίνου (22.1/3.2.1830) Κωνσταντινούπολης (22.1/3.2.1830), αναγνωρίστηκε το πρώτο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος μετά την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας (1453) από τους Οθωμανούς με την κρατική τους περιουσίας κι εκείνη των Οθωμανών ιδιωτών που τις εγκατέλειψαν να περιέρχεται στο ελληνικό δημόσιο, “δικαιώματι πολέμου”. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και τα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830, με τα οποία κυρώθηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος και ρυθμίσθηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου με τις άλλοτε ιδιοκτησίες των Οθωμανών στην Ελλάδα, ορίσθηκε, σε συνδυασμό με την από 9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης “Περί διαρρυθμίσεως των Ελληνικών συνόρων”, ότι το Ελληνικό Δημόσιο αποκτά την κυριότητα των κτημάτων των Οθωμανών, τα οποία είχε καταλάβει κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα (έως τις 3.2.1830) και είχε δημεύσει κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και εκείνων, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των Πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί[12] από τους άλλοτε κυρίους τους Οθωμανούς, που είχαν αποχωρήσει και δεν εξουσιάζονταν πλέον απ` αυτούς, χωρίς παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6/3.7.1837 “Περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων”, περιερχόμενα, κατά το άρθ. 16 του νόμου αυτού, στην κυριότητα του Δημοσίου ως αδέσποτα. Ο Νόμος της 21ης 6/10ης.7.1837 αποτελεί το πρώτο σημαντικό εμπράγματο νομοθέτημα της ελληνικής έννομης τάξης. Με την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους τέθηκε ζήτημα σχετικά με την κυριότητα των εθνικών γαιών, δηλαδή των κτημάτων που ανήκαν στο οθωμανικό δημόσιο και σε οθωμανικά ιδρύματα,καθώς και σε Οθωμανούς που είχαν εγκαταλείψει τα ακίνητα τους και που βρίσκονταν στις περιοχές που είχε καταλάβει η Ελλάδα στρατιωτικά[13].

Ως εκ των παραπάνω, το Ελληνικό Δημόσιο εισήλθε, “δικαιώματι πολέμου κι όχι ως καθολικός διάδοχος με παράδοση συνθήκης ειρήνης” συλλήβδην στα περιουσιακά δικαιώματα του τουρκικού δημοσίου, χωρίς όμως να θίξει εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών, ούτε τα ακίνητα τα οποία κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο (ταπί, χοτζέτι, βουγιουρδί)[14], με διάνοια κυρίου κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και μετέπειτα[15]. Έτσι, λοιπόν, θεσπίστηκε το μαχητό τεκμήριο[16] κυριότητος υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (κτήση κυριότητας με χρησικτησία έως 11.9.1915)[17], σύμφωνα με το οποίο το τελευταίο τεκμαίρεται ότι έχει αποκτήσει δικαίωμα κυριότητος επί των πιο πάνω κτημάτων με πρωτότυπο τρόπο, αρκεί να επικαλεστεί και να αποδείξει, επί μεν των δημοσίων γαιών, ότι αυτές περιήλθαν στην κυριότητά του ως διαδόχου του Οθωμανικού Δημοσίου, επί δε των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας, ότι τις απέκτησε λόγω κατάληψης ή της δήμευσής τους[18]. Εντούτοις, ο τρόπος κτήσης κυριότητος θα πρέπει να στηρίζεται σε θετική επίκληση και απόδειξη από το Δημόσιο, ήτοι να θεμελιώνονται τα πραγματικά περιστατικά και ιστορικό[19] κι όχι να εναπόκειται προνομιακάστην αρνητική επίκληση της όποιας αδυναμίας απόδειξης κι ελλείψεων παρουσιάζουν οι τίτλοι που επικαλείται ο ιδιώτης για τη θεμελίωση της επ’ αυτού κυριότητάς του, τουναντίον, η τυχόν ύπαρξη τέτοιας έλλειψης δεν επιφέρει αυτοδίκαια, ούτε τεκμηριώνει την ύπαρξη κυριότητος του Δημοσίου[20]. Αντίθετα, η κυριότητα επί ακινήτων του Δημοσίου περιέρχεται με έκτακτη χρησικτησία στους χρησιδεσπόζοντες ιδιώτες[21], οι οποίοι είχαν συμπληρώσει -μετά των τυχόν προκτητόρων των οποίων οι ίδιοι τυγχάνουν ειδικοί ή καθολικοί διάδοχοιέως την 11.9.1915 τριακονταετή καλόπιστη διανοία κυρίου νομή επί των εν λόγω ακινήτων, ακόμη και επί δημοσίων δασών, εφ’ όσον τα εκ του Β.Δ. του 1836 δικαιώματα του Δημοσίου επί των δασών δεν είναι απαράγραπτα, αλλά δεκτικά κτητικής παραγραφής[22]. Επομένως, στις εκτάσεις αυτές ιδιωτικό δικαίωμα κυριότητας ήταν δυνατό να θεμελιωθεί με έκτακτη χρησικτησία επί οποιουδήποτε δημοσίου κτήματος, περιλαμβανομένων (και) των δασών, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνυόταν καλόπιστη νομή επί τριάντα τουλάχιστον έτη, η οποία άρχισε να ασκείται το αργότερο μέχρι την 11.9.1885[23].

ΙΙ. Απόφαση Δικαστηρίου

Το Εφετείο δέχθηκε την έφεση κι εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, αναγνωρίζοντας την ενάγουσα κυρία, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δύο μη αρτίων και μη οικοδομήσιμων αγροτεμαχίων, επιφανείας 350 τ.μ. με τα οριζόμενα σύνορά και το δεύτερο εξ αυτών επιφανείας 1.830 τ.μ. με τα οριζόμενα σύνορά, τα οποία έλαβαν ΚΑΕΚ, διατάσσοντας τη διόρθωση της αρχικής πρώτης εγγραφής για τα ως άνω ακίνητα στα βιβλία του αρμοδίου Κτηματολογικού Γραφείου, προκειμένου στη θέση “άγνωστος ιδιοκτήτης” να καταχωρηθεί η ενάγουσα ως κυρία τούτων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και καταδικάζοντας το εναγόμενο Δημόσιο στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας.

ΙΙΙ. Συμπεράσματα

Η χρησικτησία, ως τρόπος κτήσης κυριότητας, επέφερε την αναγνώριση της κυριότητας σε ιδιώτες, οι οποίοι καταπατούσαν διαχρονικά την δημόσια γη. Η δυνατότητα κτήσης κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο σε δημόσια κτήματα από ιδρύσεως ελληνικού κράτους (με το ν. της 21ης 6/10ης.7.1837) επέφερε λύσεις, εντούτοις σήμερα ισχύει το πλάσμα νομής του ελληνικού δημοσίου που έχει εισάγει ο α.ν. 1539/1938 που αποτελεί ένα αυστηρό νομοθέτημα για την προστασίας της δημόσια ακίνητης περιουσίας (και της δασικής). Επιπλέον, η σε διαφορετικό χρόνο σταδιακή προσάρτηση των έξι γεωχωρικών διαμερισμάτων που διαμόρφωσαν την σημερινή ελληνική επικράτεια, υπό διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε σε κάθε περιοχή, αναγνωρίστηκε αναλόγως από το ελληνικό δικαιοστάσιο, καθορίζοντας το ιδιοκτησιακό -ex legeπεριουσιακό καθεστώς για τις δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες, ήτοι σε κάποιες περιοχές αναγνωρίστηκε η χρησικτησία με διαφορετικές προϋποθέσεις, ενώ άλλες το τοπικό έθιμο έγινε σεβαστό.

Ως εκ των παραπάνω, η χρησικτησία δεν ήταν συμβατή με το άλλοτε ισχύον οθωμανικό δίκαιο, το οποίο διαδέχθηκε το ελληνικό (πριν και μετά τον ΑΚ) όπου το Ελληνικό Δημόσιο εισήλθε -in globoστα περιουσιακά δικαιώματα του Οθωμανικού Δημοσίου, εντούτοις το τεκμήριο της επί των οθωμανικών γαιών κυριότητας κατέστη -υπό προϋποθέσειςμαχητό ex lege. H έκδοση και μεταγραφή του Πρωτοκόλλου αλλά και η Συνθήκη από μόνα επέφεραν την de facto διακοπή της χρησικτησίας. Κατά κανόνα, τα δημόσια κτήματα εξαιρέθηκαν από την τακτική χρησικτησία μέχρι της 11.9.1915 κατ’ επίκληση της κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία.

Παράλληλα, όταν το επίδικο ακίνητο δεν είναι αποδεδειγμένα δημόσιο κτήμα, καθίσταται για τον εκάστοτε ιδιώτη, κάτοχο και νομέα, η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Έτσι, ο θεσμός της χρησικτησίας, ειδικά η έκτακτη, θεραπεύει το νομικό κενό, δημιουργώντας ισότιμο και ισόκυρο τίτλο ιδιοκτησίας με τις προϋποθέσεις του προϊσχύοντος δικαίου και εφαρμογής στις κατά τόπο περιοχές που προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος σε συνδυασμό με την διάδοχη ελληνική νομοθεσία έως την εισαγωγή του ΑΚ (1946).

Από την άλλη πλευρά, η εισαγωγή του Εθνικού Κτηματολογίου ως κτηματοκεντρικό επιστημονικό μέσο καταγραφής και καταχώρησης των εγγραπτέων δικαιωμάτων στην Ελλάδα με σκοπό την προστασία και την κατοχύρωσή των εμπραγμάτων δικαιωμάτων, αλλά και της δημόσιας περιουσίας, δεν αποκλείει, ούτε ακυρώνει την ισχύ κι αναγνώριση, ενίοτε με διακριβωτική δίκη, των τίτλων ιδιοκτησίας που προέρχονται από δικαιϊκά έγγραφα με εμπράγματο περιουσιακό περιεχόμενο, προερχόμενα από προϊσχύον δικαιϊκό καθεστώς (βυζαντινό, οθωμανικό, ενετικό, ιταλικό, αγγλικό) που εφαρμόζετο στις διάφορες γεωχωρικές περιφέρειες της χώρας, όπως αυτές προσαρτήθηκαν διαδοχικά και αποτέλεσαν το ελληνικό κράτος, υπό (και) την σκέπη της χρησικτησίας που ως θεσμός θεμελιώνει και συμπληρώνει τα κενά της αναγνώρισης της κυριότητας υπέρ εκείνου που είναι αληθής κύριος.

Χρήστος Καρυπίδης

Δικηγόρος, ΜΔΕ ΔΠΜΣ ΑΠΘ Κτηματολόγιο



[1] Αργυρίου, Δίκαιο Κτηματολογίου, έκδ. Β΄, σ. 198· Παντελίδου, Χρησικτησία και κληρονομική διαδοχή στο Εθνικό Κτηματολόγιο, ΕφΑΔΠολ 2017.291.

[2] ΜΕφΘεσ 63/2022, ΤΝΠ Νόμος: «Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή».

[3] ΜΕφΠατρ 143/2022, ΤΝΠ Νόμος.

[4] Γεροντίδης, ΧρΙΔ 2022.394-400.

[5] Γεροντίδης, προηγ. σημ.: «Ο νομοθέτης δεν διακρίνει εάν ο κύριος επικαλείται πρωτότυπο ή παράγωγο τρόπο κτήσεως του δικαιώματος, ενώ στην αντίθετη εκδοχή θα υπήρχε ρητή νομοθετική πρόβλεψη». Βλ. ΑΠ 698/2016, 1342/2015, ΤΝΠ Ισοκράτης, ΑΠ 2048/2009, ΧρΙΔ 2010.700· Μαγουλά, Κτηματολογικές εγγραφές, β΄ έκδοση, σ. 83 επ.· Ζαπριάνο, σε Διαμαντόπουλο, Εθνικό Κτηματολόγιο, 2020, σ. 312.

[6] Προϋποθέσεις: α) δεκτικό χρησικτησίας πράγμα, β) άσκηση νομής επί του πράγματος, δηλαδή άσκηση διακατοχικών και πράξεων νομής διανοία κυρίου, γ) καλή πίστη, δ) νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος και ε) χρονικό διάστημα 10 ετών.

[7] ΟλΑΠ 11/2015, ΤΝΠ Νόμος: «Η έννοια όμως του -νέμεται αδιαταράκτως- στην ως άνω διάταξη του άρθ. 4 του ν. 3127/2003 δεν αναφέρεται σε προσβολή και προστασία της νομής του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά πλάσμα του νόμου αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος που είναι το Δημόσιο, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των νόμων περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων, αλλά αναφέρεται σε μη παρενόχληση του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά τον νόμο αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος που είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Η παρενόχληση αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο μπορεί να προστατεύσει τη νομή του επί του δημοσίου κτήματος το Ελληνικό Δημόσιο. Τέτοιος, δε, νόμιμος τρόπος προστασίας της νομής του Ελληνικού Δημοσίου επί του δημοσίου κτήματος είναι, πλην άλλων, και η από το τελευταίο, πριν από την 19.3.2003, υποβολή τόσο δήλωσης ιδιοκτησίας του για την επίδικη έκταση, προκειμένου αυτή να καταχωρηθεί ως δημόσια έκταση, όσο και ένστασης κατά της απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής που δικαιώνει τον προβάλλοντα δικαίωμα κυριότητας ιδιώτη επ' αυτής».

[8] ΑΠ 585/2021, ΤΝΠ Νόμος.

[9] Για να αποκτήσει κάποιος την κυριότητα ακινήτου χωρίς να έχει συνάψει συμβόλαιο, δηλαδή για την εφαρμογή των διατάξεων κατ’ αρχάς της εκτάκτου χρησικτησίας, απαιτείται η επί εικοσαετία τουλάχιστον άσκηση της φυσικής εξουσίας επί του ακινήτου με διάνοια κυρίου. Διάνοια κυρίου σημαίνει ότι αυτός που κατέχει το ακίνητο, το χρησιμοποιεί με την πεποίθηση ότι είναι δικό του ή ότι θέλει να το κάνει δικό του κατά κυριότητα. Κατά την υπ΄ αριθ. 1589/2008 απόφαση του Γ’ τμήματος του Αρείου Πάγου, «προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος: η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus)».

[10] ΜΕφΠατρ 56/2022, ΤΝΠ Νόμος.

[11] Διαμαντόπουλος/Εμμανουηλίδου, Ζητήματα Κτηματολογικού Δικονομικού Δικαίου, 2014.

[12] ΕφΔωδ 71/2019, ΤΝΠ Νόμος.

[13] Παυλάκη, Πρωτότυπη κτήση κυριότητας του δημοσίου σε δάση και λιβάδια της επικράτειας, https://dasarxeio.com/2017/08/13/0240/.

[14] ΑΠ 368/2015, ΑΠ 52/2014, ΤΝΠ Νόμος.

[15] ΜΕφΠατρ 192/2022, ΤΝΠ Νόμος.

[16] Άρθ. 1046 ΑΚ “περί του τεκμηρίου νομής” όπου όποιος έχει στη νομή του το πράγμα κατά την έναρξη και τη λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου, τεκμαίρεται ότι το νέμεται και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο.

[17] ΜΕφΠατρ 17/2022, ΤΝΠ Νόμος.

[18] Κωνσταντινίδου, Επενέργειες των οθωμανικών γαιών στην κτήση κυριότητας με χρησικτησία, ΔΠΜΣ Νομικές, Τεχνικές και Περιβαλλοντικές Διαστάσεις, ΑΠΘ, 2020.

[19] Το άρθ. 261 ΚΠολΔ θεσπίζει το δικονομικό βάρος -άρα όχι την υποχρέωση- έκαστου διαδίκου να απαντήσει στους πραγματικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου του και να λάβει θέση ως προς το εάν τα επικαλούμενα από τον αντίδικο πραγματικά περιστατικά ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Η απάντηση αυτή δύναται να είναι είτε καταφατική/θετική, που συνίσταται σε ομολογία των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το αγωγικό αίτημα (ΚΠολΔ 352) ή σε αποδοχή της αγωγής (ΚΠολΔ 298) είτε αποφατική/αρνητική, τουτέστιν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγικής βάσης. Ενώ λοιπόν στην πρώτη περίπτωση παύει η αμφισβήτηση, στη δεύτερη οι ισχυρισμοί εντάσσονται στην «αποδεικτέα ύλη του δικαστικού αγώνα». Παπαχρήστου-Δημητράς, Άμυνα κατά της αγωγής χρησικτησίας στον α΄ βαθμό δικαιοδοσίας και η εισέλευση της χρησικτησίας στο δικαιοδοτικό μηχανισμό αμυντικά, ΔΠΜΣ Νομικές, Τεχνικές και Περιβαλλοντικές Διαστάσεις, ΑΠΘ, 2020.

[20] ΑΠ 368/2015, ΑΠ 638/2016, ΤΝΠ Νόμος.

[21] ΜΕφΠατρ 104 και 105/2022, ΤΝΠ Νόμος.

[22] ΕφΔωδ 71/2019, ΤΝΠ Νόμος.

[23] ΑΠ 2106/2007, ΕλΔνη 2008.504· ΑΠ 1870/2007, ΕλΔνη 2008.219· ΑΠ 97/2007, ΤΝΠ Νόμος.