ΜΠρΠειρ 3787/2022
Δικαστής: Μ. Κωστακοπούλου, Πάρεδρος
Δικηγόροι: Ν. Ουζουνίδου - Ασπ. Σουλούκου
Απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, με την οποία επιδικάζεται λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης πέραν της πραγματικής ζημίας και πρόσθετο χρηματικό ποσό ως ιδιωτική υπέρ του δανειστή ποινή επειδή αυτός παραβίασε τη σύμβαση από πρόθεση, δεν προσκρούει στην εγχώρια δημόσια τάξη και μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή· δεν μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί αντίθετη στη δημόσια τάξη διαιτητική απόφαση που επιδίκασε ποινή, ανεξάρτητα από την πραγματική ζημία και πέραν της αποζημιώσεως· η προσαύξηση, όμως, της πραγματικής ζημίας με «ποινική» κύρωση υπέρ του δανειστή δεν είναι ανεκτή από την ελληνική δημόσια τάξη όταν είναι υπέρμετρη· οφείλει άρα το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την κρίση του σχετικά με την αντίθεση ή μη της αλλοδαπής απόφασης, που επιδικάζει τέτοια «ποινή» προς την εγχώρια δημόσια τάξη, να αξιολογήσει την αλλοδαπή αυτή απόφαση από την άποψη του υπερμέτρου της ποινής που επιδικάζει.
Διατάξεις: άρθρα 903, 905, 906 ΚΠολΔ, 4, 5 ΣυμβΝΥ, 3, 33, 409 ΑΚ
[…] Κατά το άρθρο 906 ΚΠολΔ, οι αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις κηρύσσονται εκτελεστές, σύμφωνα με το άρθρο 905 § 1, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 903. Κατά δε το άρθρο 905 § 1 ΚΠολΔ, με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, μπορεί να γίνει στην Ελλάδα αναγκαστική εκτέλεση βασισμένη σε αλλοδαπό τίτλο, από τότε που θα τον κηρύξει εκτελεστό απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται η κατοικία, και, αν δεν έχει κατοικία, η διαμονή του οφειλέτη και, αν δεν έχει ούτε διαμονή, του Μονομελούς Πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του κράτους. Με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 4220/1961 κυρώθηκε η από 10.6.1958 Σύμβαση της Ν. Υόρκης, που αφορά στην αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, έχει δε, από 14.10.1962 ισχύ νόμου και υπερέχει κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος των άρθρων 903, 905 και 906 ΚΠολΔ (ΟλομΑΠ 11/2009, ΝοΒ 2009. 1416, ΟλομΑΠ 8/1997, ΕλλΔνη 1997. 764, ΕφΑθ 4332/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η Ελβετία κύρωσε τη διεθνή αυτή σύμβαση και ως εκ τούτου αποτελεί εσωτερικό δίκαιο αυτής. Στο άρθρο 3 της Σύμβασης ορίζεται ότι: «Κάθε συμβαλλόμενο κράτος θα αναγνωρίζει το κύρος της διαιτητικής αποφάσεως και θα επιτρέπει την εκτέλεση σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι ακολουθούνται στο έδαφος όπου γίνεται η επίκληση της αποφάσεως και με τις προϋποθέσεις που αναγράφονται στα επόμενα άρθρα. Δεν θα επιβάλλονται για την αναγνώριση ή εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων, στις οποίες εφαρμόζεται η παρούσα σύμβαση, προϋποθέσεις που είναι αισθητώς αυστηρότερες, ούτε δικαστικά έξοδα που είναι αισθητώς ανώτερα από εκείνα που επιβάλλονται για την αναγνώριση ή εκτέλεση ημεδαπών διαιτητικών αποφάσεων».
Κατά το εδάφιο β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 905 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται εν προκειμένω κατ' άρθρο 906 του ίδιου Κώδικα, το αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 740 έως 781 ΚΠολΔ (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας).
Με το άρθρο 4 της Σύμβασης ορίζεται ότι: «Για να επιτύχει την αναγνώριση και εκτέλεση που προβλέπεται από το προηγούμενο άρθρο, εκείνο από τα μέρη που ζητεί την αναγνώριση και εκτέλεση πρέπει να προσκομίσει ταυτόχρονα με την αίτηση: α) το πρωτότυπο της αποφάσεως δεόντως βεβαιωμένο ή αντίγραφο του πρωτοτύπου αυτού, που να περιέχει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αυθεντικότητά του και β) το πρωτότυπο της συμφωνίας που προβλέπεται από το άρθρο 2 ή αντίγραφο που περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αυθεντικότητά του (συμφωνία για υποβολή των μερών σε διαιτησία)».
Περαιτέρω, με το άρθρο 5 της Σύμβασης ορίζεται ότι: «Η αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως μπορεί να απορριφθεί μόνο με αίτηση του μέρους εναντίον του οποίου γίνεται η επίκληση αυτή, εφόσον το μέρος προσκομίζει στην αρμόδια αρχή της χώρας, όπου επιζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση, την απόδειξη ότι: α) τα μέρη που αναφέρονται στη συμφωνία, η οποία ρυθμίζεται από το άρθρο 2, είχαν με βάση το δίκαιο που εφαρμόζεται σ' αυτά κάποια ανικανότητα ή ότι η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη με βάση το δίκαιο στο οποίο τα μέρη την έχουν υπαγάγει και αν δεν υπάρχει ένδειξη γι' αυτό, με βάση το δίκαιο της χώρας στην οποία εκδόθηκε η απόφαση ή β) εκείνο από τα μέρη εναντίον του οποίου γίνεται επίκληση της απόφασης δεν ήταν δεόντως πληροφορημένο για τον ορισμό του διαιτητή ή για τη διαδικασία της διαιτησίας ή ότι ήταν αδύνατο για κάποιον λόγο να κάνει χρήση των μέσων που είχε στη διάθεσή του ή γ) η απόφαση αναφέρεται σε διαφορά που δεν προβλέπεται από το συνυποσχετικό ή δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις της διαιτητικής ρήτρας ή ότι περιλαμβάνει αποφάσεις που υπερβαίνουν τους όρους του συνυποσχετικού ή της διαιτητικής ρήτρας ή δ) η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ή η διαιτητική διαδικασία δεν ήταν σύμφωνη με τη συμφωνία των μερών, ή εάν δεν υπάρχει συμφωνία, ότι δεν ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της χώρας όπου έλαβε χώρα η διαιτησία και ε) η απόφαση δεν έχει ακόμη καταστεί δεσμευτική για τα μέρη, ή ακυρώθηκε ή έχει ανασταλεί από αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία ή κατά το δίκαιο της οποίας εκδόθηκε η απόφαση». Με την § 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: «Η αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικής αποφάσεως θα μπορεί επίσης να απορριφθεί αν η αρμόδια αρχή της χώρας, στην οποία ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση, διαπιστώνει: α) ότι κατά το δίκαιο της χώρας αυτής το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι επιδεκτικό ρύθμισης με διαιτησία ή β) ότι η αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως θα ήταν αντίθετη με τη δημόσια τάξη της χώρας αυτής».
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η δικαιοδοτική κρίση του δικαστηρίου που καλείται με απόφασή του να κηρύξει εκτελεστή στον τόπο του αλλοδαπή διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε στο έδαφος άλλου κράτους, το οποίο έχει προσχωρήσει στη Σύμβαση της Ν. Υόρκης, περιορίζεται στη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 4 της Σύμβασης. Όμως, εκείνος κατά του οποίου γίνεται η επίκληση της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης μπορεί να προτείνει και αποδείξει ότι συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στη Σύμβαση αυτή αρνητικές προϋποθέσεις του άρθρου 5 αυτής, προκειμένου να επιτύχει την απόρριψη της αίτησης, τις οποίες το δικαστήριο αυτεπάγγελτα δεν μπορεί να λάβει υπ' όψιν, ενώ ερευνά αυτεπάγγελτα αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι επιδεκτικό ρύθμισης με διαιτησία, κατά το δίκαιο που αυτό δικάζει ή αν η εκτέλεση της απόφασης κρίνεται αντίθετη προς τη δημόσια τάξη της χώρας, στην οποία ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση (ΑΠ 635/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 460/1990, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στις προϋποθέσεις κήρυξης εκτελεστής αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης δεν περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της νομικής της ορθότητας και ειδικότερα αν εφαρμόστηκε το ουσιαστικό δίκαιο που έπρεπε να εφαρμοστεί κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο ή κατά συμβατικό όρο, αφού το ελληνικό δικαστήριο δεν επιτρέπεται να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, προβαίνοντας σε αναδίκαση και νέα ουσιαστική διάγνωσή της, σε τροποποιήσεις (εξετάζοντας π.χ. ενστάσεις κατά της απαίτησης), μεταβολές, προσθήκες ή αφαιρέσεις ως προς όσα διατάσσονται με την αλλοδαπή απόφαση (ΟλομΑΠ 899/1985, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 635/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1657/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1066/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 65/1997, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μάζης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2021, άρθρο 906 αριθ. 5, 12). Αν η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση είναι εσφαλμένη κατ' ουσίαν, ο διάδικος που ηττήθηκε μπορεί να ασκήσει εναντίον της τα προβλεπόμενα από το αλλοδαπό δίκαιο ένδικα μέσα ή προσφυγή (ΑΠ 635/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1657/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1066/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 954/1984, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ελληνικά, δηλαδή, δικαστήρια στερούνται διεθνούς δικαιοδοσίας στο να αποφανθούν, έστω και παρεμπιπτόντως, όταν προβάλλεται αρνητικό αναγνωριστικό αίτημα από την ουσιαστική έννομη σχέση για την ακυρότητα ή ανυπαρξία αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης και να προβούν σε εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης, καθ' όσον δικαιοδοσία επί σχετικών προσφυγών ή ενδίκων μέσων έχουν τα δικαστήρια της χώρας κατά το διαδικαστικό δίκαιο της οποίας εκδόθηκαν οι διαιτητικές αποφάσεις (ΑΠ 635/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 544/1996, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 905 § 3 και 323 § 5 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για να κηρυχθεί στην Ελλάδα εκτελεστή απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου απαιτείται, εκτός από άλλα, να μην είναι αντίθετη προς τη «δημόσια τάξη». Στις διατάξεις αυτές, η δημόσια τάξη νοείται με την έννοια του άρθρου 33 του ΑΚ. Επομένως, η κήρυξη απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου εκτελεστής στην Ελλάδα δεν συγχωρείται όταν, εξαιτίας του περιεχομένου της και ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων που προκύπτουν από την αλλοδαπή απόφαση, η εκτέλεσή της: α) θα προσέκρουε σε θεμελιώδεις πολιτειακές ηθικές, κοινωνικές, δικαιϊκές ή οικονομικές αντιλήψεις που κρατούν στη χώρα και β) θα διατάρασσε τον έννομο ρυθμό που κρατεί στη χώρα (ΟλομΑΠ 17/1999, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2273/2009, ΑΠ 1066/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μάζης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2021, άρθρο 906 αριθ. 3 στ΄). Μόνο το γεγονός ότι το ελληνικό δίκαιο αγνοεί ορισμένο θεσμό ή ορισμένη ρύθμιση που προβλέπεται στο αλλοδαπό δίκαιο και εφαρμόστηκε από την απόφαση ή ότι στο ελληνικό δίκαιο κρατεί αντίθετος κανόνας δεν σημαίνει ότι η απόφαση αντίκειται στην εγχώρια δημόσια τάξη. Δεν επιτρέπεται, όμως, να εκτελεστεί στην Ελλάδα απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου όταν από την εκτέλεσή της πρόκειται, λόγω της αντίθεσης που ενυπάρχει σ' αυτήν προς τις θεμελιώδεις ως άνω αντιλήψεις, να διαταραχθεί ο έννομος ρυθμός που κρατεί στη χώρα.
Απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου (λ.χ. αμερικανικής πολιτείας) με την οποία επιδικάζεται, λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης πέραν της πραγματικής ζημίας και πρόσθετο χρηματικό ποσό, ως ιδιωτική υπέρ του δανειστή ποινή βάσει λ.χ. διάταξης της πολιτείας αυτής στην οποία προβλέπεται τέτοια κύρωση (punitive damages) εις βάρος του οφειλέτη, επειδή αυτός παραβίασε τη σύμβαση από πρόθεση (εσκεμμένα), δεν προσκρούει στην εγχώρια δημόσια τάξη και μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή. Διότι η αλλοδαπή αυτή διάταξη δεν αντίκειται, καθ' εαυτή, στις θεμελιώδεις ως άνω αντιλήψεις και επομένως από την εκτέλεση της απόφασης του αλλοδαπού δικαστηρίου που την εφάρμοσε δεν πρόκειται να διαταραχθεί ο επιτακτικός βιοτικός ρυθμός που κρατεί στη χώρα.
Πράγματι, μολονότι στο ελληνικό δίκαιο η αποζημίωση έχει κατά κανόνα αμιγώς αποκαταστατικό χαρακτήρα, η επιδίκαση πρόσθετου χρηματικού ποσού πέραν της πραγματικής ζημίας, λόγω «ποινής», εις βάρος του κακόπιστου οφειλέτη, δεν απαγορεύεται γενικά. Ειδικότερα, επιτρέπεται η συνομολόγηση ποινής εις βάρος του οφειλέτη σε περίπτωση υπαίτιας εκ μέρους του αθέτησης της σύμβασης (άρθρα 404επ ΑΚ), οπότε η ποινή καταπίπτει ανεξάρτητα από την πραγματική ζημία και πέραν αυτής (άρθρα 405 § 2, με βάση το οποίο «Η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμία ζημία», και 407 εδ. α΄ ΑΚ). Δεν μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί αντίθετη στη δημόσια τάξη διαιτητική απόφαση που επιδίκασε ποινή ανεξάρτητα από την πραγματική ζημία και πέραν της αποζημιώσεως.
Επιπλέον, στο ελληνικό δίκαιο δεν είναι άγνωστες περιπτώσεις όπου ο ίδιος ο νόμος προβλέπει προσαύξηση της αποζημίωσης πέρα από την πραγματική ζημία (βλ. ιδίως τις διατάξεις των άρθρων 10 § 9β του ν. 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών», 5 § 1 του α.ν. 539/1945, όπως ισχύει μετά το ν.δ. 3755/1957, 1 ν. 435/1976, 3 § 4 ν. 1703/1987, 65 § 2επ ν. 2121/1993 κ.ά.).
Η προσαύξηση, όμως, της πραγματικής ζημίας με «ποινική» κύρωση υπέρ του δανειστή δεν είναι ανεκτή από την ελληνική δημόσια τάξη όταν είναι υπέρμετρη, όταν δηλαδή ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων που προκύπτουν από την αλλοδαπή απόφαση και ανάγονται στο είδος και στη σημασία της αθέτησης από τον οφειλέτη, στον βαθμό και στο μέγεθος της υπαιτιότητάς του, στα συμφέροντα του δανειστή, τα οποία προσβλήθηκαν ή διακυβεύονται, στην ηθική και οικονομική κατάσταση των μερών και στις ειδικές περιστάσεις, εμφανίζεται ως δυσαναλόγως μεγάλη. Το ότι μια τέτοια δυσαναλογία αντίκειται στις θεμελιώδεις ηθικές, κοινωνικές και δικαιϊκές αντιλήψεις που κρατούν στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται από τη διάταξη του άρθρου 409 του ΑΚ, η οποία προβλέπει τη δικαστική μείωση στο «προσήκον μέτρο» της δυσαναλόγως μεγάλης (υπέρμετρης) ιδιωτικής ποινής που είχε συμφωνηθεί από τα μέρη. Η διάταξη του άρθρου αυτού είναι εντόνως δημόσιας τάξης, αφού απαγορεύει κάθε αντίθετη συμφωνία και, επιπλέον, έχει επιτακτικώς αναδρομική δύναμη (άρθρο 26 ΕισΝΑΚ). Αποτελεί, δε, η διάταξη αυτή ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής της απαγόρευσης κάθε προφανούς, κατά την άσκηση των ιδιωτικών δικαιωμάτων, υπέρβασης των ορίων που τάσσονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος (άρθρο 281).
Επομένως, πρέπει να αποκρούεται η εκτέλεση στην Ελλάδα απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου, με την οποία στο πλαίσιο ενδοσυμβατικής ευθύνης επιδικάζεται, ανεξάρτητα από την πραγματική ζημία και πέραν αυτής χρηματική κύρωση ως ιδιωτική ποινή υπέρ του δανειστή, εφόσον στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση, η ποινή αυτή είναι βάσει των κριτηρίων που αναφέρθηκαν παραπάνω υπέρμετρη. Διότι κατά τούτο η εκτέλεση της απόφασης αυτής θα αντέβαινε στην ελληνική δημόσια τάξη. Οφείλει άρα το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την κρίση του σχετικά με την αντίθεση ή μη της αλλοδαπής απόφασης, που επιδικάζει τέτοια «ποινή», προς την εγχώρια δημόσια τάξη να αξιολογήσει την αλλοδαπή αυτή απόφαση από την άποψη του υπερμέτρου της ποινής, που επιδικάζει. Παράλειψη της αξιολόγησης αυτής ενέχει παραβίαση της νομικής έννοιας της «δημόσιας τάξης», η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της οποίας ελέγχεται αναιρετικώς βάσει του λόγου του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ (ΟλομΑΠ 17/1999, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1260/2002, ΝΟΒ 2003. 1020 και ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1312/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 746 εδ. β΄ ΚΠολΔ κατ' εξαίρεση αν η δίκη οφείλεται σε υπαιτιότητα τρίτου, τα δικαστικά έξοδα βαρύνουν αυτόν, όπως υπαίτιος μπορεί να θεωρηθεί και οφειλέτης που αρνείται να συμμορφωθεί σε δικαστικώς διαγνωσθείσα υποχρέωσή του, εξαναγκάζοντας τον δανειστή να ζητήσει την κήρυξη του αλλοδαπού τίτλου εκτελεστού στην ημεδαπή (Αρβανιτάκης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2020, άρθρο 746 αριθ. 3).
Με την υπό κρίση αίτηση ο αιτών, επικαλούμενος έγγραφη συμφωνία διαιτησίας καταρτισθείσα μεταξύ αυτού και του καθ' ου η αίτηση, καθώς και τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων του ν.δ. 4220/1961 που κύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958 «Περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων», ζητεί να κηρυχθεί εκτελεστή η με αριθμό CAS 2018/Ο/5952 διαιτητική απόφαση του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστήριου (CAS), με έδρα τη Λωζάνη της Ελβετίας, με την οποία υποχρεώθηκε ο καθ' ου η αίτηση να του καταβάλει τα αναφερόμενα στην ως άνω απόφαση ποσά, καθώς και τα έξοδα της διαιτησίας, τη συνεισφορά στα δικαστικά έξοδα που προέκυψαν από τη διαιτητική διαδικασία και τα δικαστικά του έξοδα. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αίτηση παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθ' ύλη και κατά τόπον αρμοδίου, ως αυτό της κατοικίας του οφειλέτη, για να συζητηθεί κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρα 740-781, 905 § 1, 906 ΚΠολΔ και 3 της από 10.6.1958 Σύμβασης της Νέας Υόρκης «Περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων» που κυρώθηκε με τον ν. 4220/1960), είναι δε ορισμένη, απορριπτομένου του ισχυρισμού του καθ' ου η αίτηση ότι η υπό κρίση αίτηση δεν μνημονεύει το δίκαιο (το ελβετικό), στο οποίο υπήχθη η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων ούτε ότι η συμφωνία διαιτησίας είναι έγκυρη με βάση το δίκαιο που τη διέπει, και ως εκ τούτου πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί ως αόριστη, καθ' ότι με βάση το προαναφερόμενο άρθρο 4 της από 10.6.1958 Σύμβασης της Νέας Υόρκης «Περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων» το μέρος που επιδιώκει την αναγνώριση και εκτέλεση της αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως φέρει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη διαιτητικής αποφάσεως και συμφωνίας διαιτησίας που να ανταποκρίνονται στους όρους των άρθρων 1 και 2, τα δε στοιχεία αυτά του άρθρου 4 της Συμβάσεως πρέπει να αποτελούν και στοιχεία του δικογράφου της αιτήσεως, η μη επίκλησή τους δε συνεπάγεται το απαράδεκτο της αιτήσεως, πλην όμως άλλα στοιχεία κατά τη Σύμβαση δεν απαιτούνται για το παραδεκτό της αιτήσεως (ΕφΑθ 29/2010, ΕΦΑΔ 2010. 725), όπως λ.χ. το δίκαιο (εν προκειμένω το ελβετικό), στο οποίο υπήχθη η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, ή η μνεία της εγκυρότητας της σύμβασης με βάση το δίκαιο που τη διέπει.
Περαιτέρω, η υπό κρίση αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5 και 7 της από 10.6.1958 Σύμβασης της Νέας Υόρκης «Περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων», που κυρώθηκε με τον ν. 4220/1960, και 903, 905, 906, 746 εδ. β΄ ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών είναι διαμεσολαβητής ποδοσφαίρου, εγγεγραμμένος στην Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία του… με αριθμό μητρώου… Ο καθ' ου η αίτηση είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, Νιγηριανής εθνικότητας, γεννηθείς την… και τον Απρίλιο του 2021 ήταν εγγεγραμμένος ως παίκτης της τουρκικής ποδοσφαιρικής ομάδας… Την 7η.6.2018 ο αιτών και ο καθ' ου η αίτηση συνήψαν σύμβαση με τίτλο «Αποκλειστική Εντολή», δυνάμει της οποίας συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα μεταξύ τους: Ο καθ' ου η αίτηση-ποδοσφαιριστής, τότε (ήτοι την 7η.6.2018) αγωνιζόμενος στην… ως δανεικός από την… εξουσιοδότησε τον αιτούντα-διαμεσολαβητή, πιστοποιημένο από την U..., να είναι ο αποκλειστικός διαμεσολαβητής του για να χειρίζεται αντ' αυτού όλα τα συμβόλαια που αφορούν την πιθανή μεταγραφή του σε οποιαδήποτε ομάδα της Τουρκίας και/ή την επέκταση του τρέχοντος συμβολαίου/συμβολαίων του. Με την ως άνω σύμβαση «Αποκλειστική Εντολή» ο καθ' ου η αίτηση επιβεβαίωσε ότι πριν την υπογραφή του στο έγγραφο της «Αποκλειστικής Εντολής» δεν εξουσιοδότησε ούτε έδωσε οποιαδήποτε άδεια να ενεργεί στο όνομά του σε σχέση με τα προαναφερόμενα σε κανένα άλλο φυσικό και/ή νομικό πρόσωπο εκτός από τον αιτούντα μέσω της εν λόγω εντολής. Συμφωνήθηκε περαιτέρω ότι το εν λόγω συμβόλαιο θα ετίθετο σε ισχύ με την υπογραφή του και θα έληγε την 15η Σεπτεμβρίου 2018, εξουσιοδοτήθηκε δε ο αιτών να προσεγγίζει και να διαπραγματεύεται με οποιαδήποτε ποδοσφαιρική ομάδα, ατζέντη και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή οντότητα σχετικά με τις προβλεπόμενες υπηρεσίες στο εν λόγω συμβόλαιο, κάθε συμφωνία, όμως, θα υπογράφετο από τον καθ' ου η αίτηση προσωπικά.
Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι οποιαδήποτε υπόθεση μεταξύ του καθ' ου η αίτηση, του τωρινού του εργοδότη και/ή οποιουδήποτε άλλου εργοδότη ενδιαφερόμενου για τις υπηρεσίες του καθ' ου η αίτηση θα ετύγχανε διαπραγμάτευσης και θα υπογράφετο μέσω της παρέμβασης του αιτούντος και ότι σε περίπτωση που για κάποιον λόγο ο αιτών δεν θα συμπεριλαμβάνετο στις ως άνω αναφερόμενες διαπραγματεύσεις, ο αιτών θα δικαιούτο σε κάθε περίπτωση να εισπράξει την ίδια προμήθεια που θα δικαιούτο εάν είχε λάβει μέρος σε αυτές, δηλαδή 10% επί του συνολικού ποσού για κάθε χρόνο κάθε συμβολαίου/συμβολαίων, υπογραφόμενου από τον καθ' ου η αίτηση με οποιαδήποτε ποδοσφαιρική ομάδα/οντότητα ή την επέκταση του τρέχοντος συμβολαίου/συμβολαίων του. Επίσης συμφωνήθηκε ότι ο αιτών θα δικαιούτο την ίδια προμήθεια σε περίπτωση που ο καθ' ου η αίτηση τερμάτιζε πρόωρα το συμβόλαιο της «Αποκλειστικής Εντολής» χωρίς νόμιμη αιτία.
Προσέτι, δυνάμει της «Αποκλειστικής Εντολής» συμφωνήθηκε ότι οποιαδήποτε διαφορά προκύπτουσα από ή σε σχέση με την εν λόγω σύμβαση, θα υποβάλλεται αποκλειστικά και απευθείας στο Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο (ΑΔΔ-CAS) στην Ελβετία, με ταχεία διαδικασία, με αποκλειστικό διαιτητή, προκειμένου να επιλυθεί αποκλειστικά υπό τον Ελβετικό Αστικό Κώδικα του Ελβετικού Κώδικα Υποχρεώσεων (πλην του Ομοσπονδιακού Νόμου για τις Εργατικές Υπηρεσίες και τη Μίσθωση Υπηρεσιών και του Διατάγματος Εργατικών Υπηρεσιών).
Ωστόσο, ο καθ' ου η αίτηση προέβη σε διαπραγματεύσεις με την τουρκική ποδοσφαιρική ομάδα… και υπέγραψε επαγγελματικό συμβόλαιο χωρίς να συμπεριλάβει τον αιτούντα. Εν συνεχεία, και δη στις αρχές Ιουλίου 2018, η… ανακοίνωσε την απόκτηση του καθ' ου η αίτηση από την… για ολόκληρη την αγωνιστική περίοδο 2018-2019. Κατόπιν τούτων, ο αιτών απευθύνθηκε στον καθ' ου η αίτηση, προκειμένου να ζητήσει την προμήθειά του ως διαμεσολαβητή-ατζέντη, πριν αποφασίσει να καταθέσει αίτηση για διαιτησία, πλην όμως ο καθ' ου η αίτηση δεν του απήντησε. Ακολούθως, ο αιτών ξεκίνησε διαδικασία καταθέτοντας αίτηση για διαιτησία στις 11.10.2018 στο Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο (ΑΔΔ-CAS), με έδρα τη Λωζάνη της Ελβετίας.
Την 27η.4.2021 εξεδόθη προς επίλυση της ως άνω ανακύψασας διαφοράς μεταξύ των διαδίκων η με αριθμό CAS 2018/Ο/5952 διαιτητική απόφαση του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου, με έδρα τη Λωζάνη της Ελβετίας, η οποία δέχθηκε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: Η διαιτησία αφορούσε τη συμβατική διαφορά που προέκυψε από μια συμφωνία μεταξύ του αιτούντος και του καθ' ου η αίτηση με ημερομηνία 7 Ιουνίου 2018 («Αποκλειστική Εντολή»), με την οποία παρασχέθηκε στον αιτούντα η εντολή να είναι ο διαμεσολαβητής του καθ' ου η αίτηση, για να χειρίζεται αντ' αυτού (του καθ' ου η αίτηση) όλα τα συμβόλαια που θα αφορούσαν την πιθανή μεταγραφή του σε οποιαδήποτε ομάδα της Τουρκίας και/ή την επέκταση του/των τρέχοντος/τρεχόντων συμβολαίου/συμβολαίων του. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ως άνω διαιτητική απόφαση, ο καθ' ου η αίτηση είχε εκπαιδευτεί στη Σενεγαλέζικη Ακαδημία «…», η οποία είναι μέτοχος του ποδοσφαιρικού συλλόγου…, και μετεγγράφη στην… τον Ιούλιο του 2015, όπου και παρέμεινε για δύο αγωνιστικές περιόδους, 2015/2016 και 2016/2017, πριν μετεγγραφεί στην Ποδοσφαιρική Ομάδα… τον Ιούλιο του 2017 με ποσό μεταγραφής περίπου 8.000.000 ευρώ. Στη συνέχεια παραχωρήθηκε ως δανεικός στην… τον Ιούλιο του 2017 από την…, λόγω της νεαρής του ηλικίας. Όταν έπαιζε στην…, ήρθε σε επαφή με τον αιτούντα, που είναι ένας πολύ γνωστός Βέλγος διαμεσολαβητής, που εκπροσωπεί επίσης και άλλους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές. Ο αιτών προσεγγίστηκε από τον καθ' ου η αίτηση, προκειμένου να διευκολύνει τη μεταγραφή του καθ' ου η αίτηση από την… σε έναν από τους κορυφαίους ποδοσφαιρικούς συλλόγους της Τουρκίας. Η σχέση μεταξύ των δύο διαδίκων ήταν στενή. Ο αιτών βασιζόμενος στις διασυνδέσεις του και την εμπειρία του, συμπεριλαμβανομένης και της επιρροής του στην τουρκική ποδοσφαιρική αγορά, συμφώνησε να διασφαλίσει στον καθ' ου η αίτηση μια μεταγραφή σε έναν κορυφαίο ποδοσφαιρικό σύλλογο στην Τουρκία. Ο καθ' ου η αίτηση φαίνεται πως βασίστηκε αποκλειστικά στον αιτούντα, του προώθησε το προηγούμενο επαγγελματικό συμβόλαιό του με την… και του ζήτησε μια εκτίμηση των πιθανοτήτων του να μετεγγραφεί είτε προσωρινά είτε μόνιμα στο εξωτερικό, αφού δεν επιθυμούσε να επιστρέψει στην… τη σεζόν 2018/2019. Κατόπιν τούτων, ο αιτών και ο καθ' ου η αίτηση προχώρησαν σε σύναψη συμφωνίας με τίτλο «Αποκλειστική Εντολή», η οποία περιοριζόταν στη μεταγραφική περίοδο μεταξύ Ιουνίου του 2018 και 15 Σεπτεμβρίου του 2018. Η Αποκλειστική Εντολή της 7ης Ιουνίου 2018 προέβλεπε τα αναλυτικώς προεκτεθέντα στην παρούσα απόφαση. Με βάση αυτήν την Αποκλειστική Εντολή ο αιτών επικοινώνησε με κάποιους κορυφαίους ποδοσφαιρικούς συλλόγους στην Τουρκία. Τελικά, ο πατέρας του αιτούντος επικοινώνησε επιτυχώς με τους… και…, εκπρoσώπους της τουρκικής ποδοσφαιρικής ομάδας… και τους πληροφόρησε ότι ο καθ' ου η αίτηση έχει συνάψει μια Αποκλειστική Εντολή με τον αιτούντα, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος να αναζητεί επαγγελματικές ευκαιρίες για τον καθ' ου η αίτηση. Ωστόσο, ο καθ' ου η αίτηση αποφάσισε να προβεί σε διαπραγματεύσεις με την… αποκλείοντάς τον από αυτές, παρά τη ρητή πρόβλεψη της Αποκλειστικής Εντολής, και να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο χωρίς να συμπεριλάβει τον αιτούντα. Εν συνεχεία, στις αρχές Ιουλίου 2018, η… ανακοίνωσε την απόκτηση του καθ' ου η αίτηση από την… για ολόκληρη την αγωνιστική περίοδο 2018/2019. Ο αιτών σε διάφορες περιστάσεις απευθύνθηκε στον καθ' ου η αίτηση προκειμένου να ζητήσει την προμήθειά του ως διαμεσολαβητή-ατζέντη πριν αποφασίσει να καταθέσει αίτηση για διαιτησία, συμπεριλαμβανομένου και του αιτήματός του να καταβληθεί η συμφωνηθείσα προμήθεια στον αιτούντα προ δεκαήμερης προθεσμίας, αλλά ο καθ' ου η αίτηση δεν απήντησε.
Κατόπιν αυτών, ο αιτών ξεκίνησε τη διαδικασία καταθέτοντας Αίτηση για Διαιτησία στις 11 Οκτωβρίου 2018 στο Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο (ΑΔΔ-CAS), το οποίο έκρινε με την ως άνω με αριθμό CAS 2018/Ο/5952 διαιτητική απόφασή του ότι με μια αυστηρή ερμηνεία της Αποκλειστικής Εντολής δεν είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί εάν ο αιτών έπαιξε ή όχι ρόλο, ώστε να αποφασισθεί εάν δικαιούται (ο αιτών) την προμήθεια του διαμεσολαβητή-ατζέντη, γιατί τα μέρη δεσμεύονται από τη συμφωνία τους βάσει της αρχής pacta sunt servanda. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο, αφού ο καθ' ου η αίτηση εσκεμμένα απέκλεισε τον αιτούντα από περαιτέρω διαπραγματεύσεις με την ομάδα. Προσέτι, το Διαιτητικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αξίωση του αιτούντος περί της προμήθειας του διαμεσολαβητή-ατζέντη, που ανέρχεται σε ποσοστό 10% του συνολικού μισθού του καθ' ου η αίτηση, είναι απόλυτα νόμιμη σύμφωνα με τη νομολογία του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου της Ελβετίας και του AΔΔ (CAS), καθ' ότι σύμφωνα με την απόφαση CAS 2015/A/4326 «Μια προμήθεια διαμεσολαβητή-ατζέντη που αντιστοιχεί στο 10% της αξίας του επαγγελματικού συμβολαίου και του ποσού μεταγραφής, καταβληθέν από την ομάδα για τον αθλητή δεν είναι παράλογη ή αντίθετη προς τη συνήθη πρακτική ή προς το Ελβετικό δίκαιο», ενώ σύμφωνα με την απόφαση CAS 2013/A/3104 «Είναι γενικά αποδεκτό ότι ένας διαμεσολαβητής-ατζέντης δικαιούται να αξιώσει προμήθεια ακόμη και εάν δεν ενεπλάκη έμπρακτα σε μια μεταγραφή, εάν μια ρήτρα για αυτόν τον σκοπό ορίζεται ρητά και κατηγορηματικά στη Συμφωνία Εκπροσώπησης». Σε κάθε περίπτωση πάντως, το Διαιτητικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο αιτών έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να στρέψει την προσοχή της… προς τον καθ' ου η αίτηση, λαμβάνοντας υπ' όψιν του τη στενή σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ των μερών ως και τη σύσταση του καθ' ου η αίτηση από τον αιτούντα στους δύο εκπροσώπους της… και συγκεκριμένα, στους… και…, μέσω του πατέρα του (του αιτούντος). Συνεπεία τούτων, το Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο (CAS), δυνάμει της ως άνω με αριθμό CAS 2018/O/5952 διαιτητικής απόφασής του, απεφάνθη ότι ο καθ' ου η αίτηση υποχρεούται με βάση την ενδοσυμβατική ευθύνη, απορρέουσα εκ της από 7.6.2018 σύμβασης με τίτλο «Αποκλειστική Εντολή» να καταβάλει στον αιτούντα τα ακόλουθα ποσά, ήτοι:
α) το ποσό των 120.000 ευρώ, ως ανεξόφλητη προμήθεια διαμεσολαβητή-ατζέντη, η οποία αντιστοιχεί στο 10% του συνολικού μισθού του καθ' ου η αίτηση, ύψους 1.200.000 ευρώ, που συμφώνησε με τη… για την αγωνιστική περίοδο 2018-2019, πλέον τόκων 5% ετησίως, από την 27η Ιουλίου 2018 έως την πλήρη εξόφληση,
β) το ποσό των 38.375 ευρώ, ως το 10% των ανεξόφλητων υπό όρους πριμοδοτήσεων (μπόνους), που καταβλήθησαν στον καθ' ου η αίτηση για την αγωνιστική περίοδο 2018-2019 και ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 383.750 ευρώ, εκ του οποίου 295.000 ευρώ για τους αγώνες πρωταθλήματος Τουρκίας, 40.000 ευρώ για τους αγώνες του UEFA Champions League, 20.000 ευρώ για τους αγώνες του UEFA Europa League και 28.750 ευρώ για το Κύπελο Τουρκίας, πλέον τόκων 5% ετησίως, από την 27η Ιουλίου 2018 έως την πλήρη εξόφληση,
γ) το ποσό των 19.885 ελβετικών φράγκων (CHF), που αποτελούν το σύνολο των εξόδων διαιτησίας, με βάση την από 25.10.2021 επιστολή του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου (CAS), με έδρα τη Λωζάνη της Ελβετίας, που κοινοποιήθηκε στα μέρη, και
δ) το ποσό των 7.500 ελβετικών φράγκων (CHF), ως συνεισφορά στα δικαστικά έξοδα, που προέκυψαν από τη διαιτητική διαδικασία. Ειδικότερα, με την ως άνω από 25.10.2021 επιστολή που κοινοποιήθηκε στα μέρη-πράξη προσδιορισμού του ύψους των εξόδων διαιτησίας, η γραμματεία του CAS προσδιόρισε, κατά την προβλεπόμενη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο R64.4 του Κώδικα για την Αθλητική Διαδικασία, το σύνολο των εξόδων της διαιτησίας, που βαρύνουν τον αιτούντα, το οποίο ανήλθε σε 19.885 ελβετικά φράγκα (CHF), ως προελέχθη, και περιλαμβάνει το τέλος της γραμματείας του Δικαστηρίου, τα διοικητικά έξοδα του CAS, τα έξοδα και τις αμοιβές των διαιτητών και μια συνεισφορά έναντι των εξόδων του CAS.
Κατά τη διαδικασία κηρύξεως εκτελεστής της με αριθμό CAS 2018/O/5952 διαιτητικής απόφασης, η εξουσία του παρόντος Δικαστηρίου είναι περιορισμένης έκτασης και εκτείνεται μόνο στην ενέργεια αυτού για τη διακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέσεων της κήρυξης ή μη εκτελεστής της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, η κρίση του Αλλοδαπού Διαιτητικού Δικαστηρίου (CAS) για την ουσία της υπόθεσης, και ειδικότερα για το αν εφαρμόστηκε το ουσιαστικό δίκαιο που έπρεπε να εφαρμοστεί κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο ή κατά συμβατικό όρο, διαφεύγει τον έλεγχο του παρόντος ημεδαπού Δικαστηρίου ως προς τη νομική και ουσιαστική ορθότητά της, και ως εκ τούτου το παρόν ημεδαπό Δικαστήριο, εξετάζοντας τις προϋποθέσεις κηρύξεως της με αριθμό CAS 2018/O/5952 αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης στην ημεδαπή, δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί σε αναδίκαση της υπόθεσης, σε τροποποιήσεις, μεταβολές, προσθήκες ή αφαιρέσεις ως προς τα διατασσόμενα με την αλλοδαπή απόφαση και στην έκδοση νέας επί της ουσίας απόφασης, ήτοι το παρόν ημεδαπό Δικαστήριο δεν εξετάζει ισχυρισμούς, που ανάγονται στην ουσία.
Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του καθ' ου η αίτηση ότι το εφαρμοστέο δίκαιο στην επίδικη σχέση δεν είναι το συμφωνηθέν ελβετικό, αλλά το κανονιστικό πλαίσιο της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (FIFA), με βάση το οποίο δεν υφίσταται η σύμβαση της «Αποκλειστικής Εντολής», καθώς υπαρκτό είναι μόνο το συμβόλαιο εκπροσώπησης που έχει το περιεχόμενο και υποβάλλεται στις διατυπώσεις του εν ισχύ από το 2015 Κανονισμού Διαμεσολαβητών της FIFA, προβλέπει δε, αμοιβή 3%, και όχι 10%, και ως εκ τούτου η επίδικη συμφωνία είναι ανύπαρκτη, άλλως άκυρη ως αντικείμενη στο κανονιστικό πλαίσιο της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (FIFA), είναι ισχυρισμοί που άπτονται της ουσίας της υποθέσεως και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τα ανωτέρω.
Εξάλλου, τα νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα της αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως, αν υπάρχουν, θα μπορούσαν να διορθωθούν με την άσκηση των σχετικών κατά το αλλοδαπό δικονομικό δίκαιο ενδίκων μέσων, πλην όμως όπως προκύπτει από το από 29.11.2021 πιστοποιητικό της Καγκελαρίας του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου (Λωζάνη) μέχρι την ημερομηνία έκδοσής του δεν είχε καταχωρηθεί σε αυτό προσφυγή κατά της με αριθμό CAS 2018/O/5952 διαιτητικής απόφασης της 27ης Απριλίου 2021, αλλά και από την από 16.12.2021 Δήλωση του Γενικού Γραμματέα του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου ότι η ως άνω διαιτητική απόφαση δεν έχει προσβληθεί με ένδικο μέσο ενώπιον του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου (SFT), και ως εκ τούτου είναι τελεσίδικη και δεσμευτική.
Περαιτέρω, ο καθ' ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι το επιδικασθέν με την ως άνω με αριθ. CAS 2018/O/5952 αλλοδαπή διαιτητική απόφαση ποσό στον αιτούντα, ύψους 158.375 ευρώ (εκ του οποίου 120.000 ευρώ αποτελούν ανεξόφλητη προμήθεια διαμεσολαβητή-ατζέντη, η οποία αντιστοιχεί στο 10% του συνολικού μισθού του καθ' ου η αίτηση, ύψους 1.200.000 ευρώ, που συμφώνησε με τη… για την αγωνιστική περίοδο 2018/2019 και 38.375 ευρώ αποτελούν τις ανεξόφλητες υπό όρους πριμοδοτήσεις/μπόνους για την αγωνιστική περίοδο 2018/2019), συνιστά ποινική ρήτρα που αντιστοιχεί στην αξία των υπηρεσιών διαμεσολάβησης, που θα παρέσχε ο αιτών διαμεσολαβητής στον καθ' ου η αίτηση, αν τον είχε εντάξει ο τελευταίος στις διαπραγματεύσεις του με τη…, ως όφειλε με βάση την «Αποκλειστική Εντολή», πλην όμως η ποινική ρήτρα υπέρ του δανειστή/αιτούντος δεν είναι ανεκτή από την ελληνική δημόσια τάξη, όταν είναι υπέρμετρη, κατ' άρθ. 281 και 409 ΑΚ, με αποτέλεσμα να πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση, άλλως να μειωθεί κατά 50% το αιτούμενο ποσό της ποινικής ρήτρας κατ' άρθρο 409 ΑΚ.
Πράγματι, το ως άνω ποσό, που επιδικάσθηκε με τη με αριθ. CAS 2018/O/5952 αλλοδαπή διαιτητική απόφαση, μπορεί να χαρακτηρισθεί ιδιωτική υπέρ του αιτούντος-δανειστή-διαμεσολαβητή ποινή, συμφωνηθείσα με τη σύμβαση «Αποκλειστικής εντολής», στην οποία προβλέπεται τέτοια κύρωση (punitive damages) εις βάρος του καθ' ου η αίτηση-οφειλέτη-ποδοσφαιριστή, επειδή ο καθ' ου η αίτηση παραβίασε εσκεμμένα, ήτοι από πρόθεση, τη σύμβαση και δεν συμπεριέλαβε τον αιτούντα-διαμεσολαβητή στις διαπραγματεύσεις του με την τουρκική ομάδα…, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να δικαιούται σε κάθε περίπτωση να εισπράξει την ίδια προμήθεια που θα εδικαιούτο εάν είχε λάβει μέρος σε αυτές, ως έδει με βάση τη σύμβαση, δηλαδή 10% επί του συνολικού ποσού για κάθε χρόνο κάθε συμβολαίου/συμβολαίων, υπογραφόμενου από τον καθ' ου η αίτηση-ποδοσφαιριστή με οποιαδήποτε ποδοσφαιρική ομάδα/οντότητα (…).
Η ως άνω ιδιωτική υπέρ του αιτούντος συμβατικώς προβλεφθείσα ποινή δεν προσκρούει στην εγχώρια δημόσια τάξη, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα της παρούσας, καθ' ότι στο ελληνικό δίκαιο η συμβατική πρόβλεψη ποινικής ρήτρας δεν αντίκειται, αυτή καθ' εαυτή, στις θεμελιώδεις πολιτειακές, ηθικές, κοινωνικές, δικαιϊκές ή οικονομικές αντιλήψεις που κρατούν στη χώρα και επομένως από την εκτέλεση της απόφασης του αλλοδαπού δικαστηρίου που την εφάρμοσε δεν πρόκειται να διαταραχθεί ο επιτακτικός βιοτικός ρυθμός που κρατεί στη χώρα, δεδομένου ότι στο ελληνικό δίκαιο, παρ' όλο που η αποζημίωση έχει κατά κανόνα αμιγώς αποκαταστατικό χαρακτήρα, επιτρέπεται η συνομολόγηση ποινής εις βάρος του οφειλέτη σε περίπτωση υπαίτιας εκ μέρους του αθέτησης της σύμβασης (άρθρα 404επ ΑΚ), οπότε η ποινή καταπίπτει ανεξάρτητα από την πραγματική ζημία, και πέραν αυτής (άρθρα 405 § 2 με βάση το οποίο «Η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμία ζημία» και 407 εδ. α΄ ΑΚ).
Όμως, η «ποινική» κύρωση υπέρ του δανειστή δεν είναι ανεκτή από την ελληνική δημόσια τάξη όταν είναι υπέρμετρη. Επομένως, το παρόν Δικαστήριο οφείλει, προκειμένου να μορφώσει την κρίση του σχετικά με την αντίθεση ή μη της με αριθμό CAS 2018/O/5952 αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης, που επιδικάζει τέτοια «ποινή» προς την εγχώρια δημόσια τάξη, να αξιολογήσει την αλλοδαπή αυτή απόφαση από την άποψη του υπερμέτρου της ποινής που επιδικάζει (409 ΑΚ), με βάση τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα της παρούσας.
Ειδικότερα, με βάση τη με αριθ. CAS 2018/O/5952 διαιτητική απόφαση ο καθ' ου η αίτηση-ποδοσφαιριστής προέβη λίγο πριν τις αρχές του Ιουλίου του 2018 σε διαπραγματεύσεις με τη… και υπέγραψε επαγγελματικό συμβόλαιο, αποκλείοντας εσκεμμένα τον αιτούντα από τις διαπραγματεύσεις με τη…, όπως δέχεται η διαιτητική απόφαση ιδίως στα σημεία 59 και 62 αυτής, κατά παράβαση της συμβατικής του υποχρέωσης εκ προθέσεως, καθώς λίγες ημέρες πριν, και δη την 7η.6.2018, είχε υπογράψει συμβόλαιο μαζί του, δυνάμει του οποίου είχε συμφωνήσει ότι οποιαδήποτε υπόθεση μεταξύ του καθ' ου η αίτηση-ποδοσφαιριστή, του τωρινού του εργοδότη και/ή οποιουδήποτε άλλου εργοδότη ενδιαφερόμενου για τις υπηρεσίες του καθ' ου η αίτηση-ποδοσφαιριστή θα ετύγχανε διαπραγμάτευσης και θα υπογράφετο μέσω της παρέμβασης του αιτούντος-διαμεσολαβητή και ότι σε περίπτωση που για κάποιον λόγο ο αιτών-διαμεσολαβητής δεν θα συμπεριλαμβάνετο στις ως άνω αναφερόμενες διαπραγματεύσεις, ο αιτών-διαμεσολαβητής θα δικαιούτο σε κάθε περίπτωση να εισπράξει την ίδια προμήθεια που θα δικαιούτο εάν είχε λάβει μέρος σε αυτές. Εν συνεχεία, και δη στις αρχές Ιουλίου 2018 η… ανακοίνωσε την απόκτηση του καθ' ου η αίτηση-ποδοσφαιριστή από την… για ολόκληρη την αγωνιστική περίοδο 2018-2019. Προσέτι, όταν ο αιτών-διαμεσολαβητής απευθύνθηκε στον καθ' ου η αίτηση-ποδοσφαιριστή, προκειμένου να ζητήσει την προμήθειά του ως διαμεσολαβητή-ατζέντη για το συμβόλαιο του καθ' ου η αίτηση με τη… πριν αποφασίσει να καταθέσει αίτηση για διαιτησία, ο καθ' ου η αίτηση δεν απάντησε, ουδέποτε δε κατέβαλε τη συμφωνηθείσα προμήθεια στον αιτούντα για το συμβόλαιό του με τη…, προσβάλλοντας τα οικονομικά συμφέροντα του αιτούντος δανειστή του-διαμεσολαβητή και αθετώντας συμβατική υποχρέωση, που είχε αναλάβει λίγες ημέρες πριν, και ενώ ο αιτών-διαμεσολαβητής είχε ήδη συστήσει τον καθ' ου η αίτηση στους εκπροσώπους της…, … και…, μέσω του πατέρα του (όπως δέχεται η διαιτητική απόφαση ιδίως στα σημεία 10, 61 και 62 αυτής), στο πλαίσιο των συμβατικών του υποχρεώσεων περί διαμεσολάβησης, τις οποίες είχε αναλάβει με την από 7.6.2018 σύμβαση «Αποκλειστικής Εντολής».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επιδικασθείσα με τη με αριθμό CAS 2018/O/5952 διαιτητική απόφαση συμφωνηθείσα χρηματική «ποινή» υπέρ του αιτούντος διαμεσολαβητή-δανειστή σε βάρος του καθ' ου η αίτηση, ο οποίος δεν τον συμπεριέλαβε εσκεμμένα στις διαπραγματεύσεις του με τη… αθετώντας συμβατική του υποχρέωση, δεν είναι υπέρμετρη βάσει των κριτηρίων που αναφέρθηκαν παραπάνω, ήτοι:
(1ον) βάσει του βαθμού και του μεγέθους της υπαιτιότητας του καθ' ου η αίτηση αναφορικά με την αθέτηση της συμβατικής του υποχρέωσης να συμπεριλάβει τον αιτούντα στις διαπραγματεύσεις του με τη…, η οποία ανάγεται σε πρόθεσή του («εσκεμμένα») σύμφωνα με τη διαιτητική απόφαση,
(2ον) βάσει των οικονομικών συμφερόντων του αιτούντος-δανειστή, τα οποία προσβλήθηκαν, καθ' ότι δεν εισέπραξε τη συμφωνηθείσα προμήθεια από τον καθ' ου η αίτηση, παρόλο που, όπως δέχθηκε η διαιτητική απόφαση ιδίως στο σημείο 61 αυτής, ο αιτών έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να στρέψει την προσοχή της ομάδας (…) προς τον καθ' ου η αίτηση, αν και δεν ήταν απαραίτητο να διαπιστωθεί αν ο αιτών έπαιξε ή όχι ρόλο, ώστε να αποφασισθεί εάν δικαιούται την προμήθεια του διαμεσολαβητή ατζέντη (ιδίως σημείο 59 της απόφασης),
(3ον) βάσει της ηθικής κατάστασης των μερών, τα οποία είχαν στενή σχέση, με βάση όσα δέχθηκε η διαιτητική απόφαση (ιδίως στο σημείο 61 αυτής: «Ο Αποκλειστικός Διαιτητής έλαβε υπ' όψιν τη στενή σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου»), και
(4ον) βάσει της οικονομικής κατάστασής τους, δεδομένου ότι ναι μεν ο αιτών είναι πολύ γνωστός πιστοποιημένος διαμεσολαβητής ποδοσφαίρου, που εκπροσωπεί και άλλους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, εγγεγραμμένος στην Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία του…, ωστόσο ο καθ' ου η αίτηση είναι ποδοσφαιριστής εκπαιδευθείς στη Σενεγαλέζικη Ακαδημία «…»-μέτοχο του ποδοσφαιρικού συλλόγου…, με ποσό μεταγραφής στην… περίπου 8.000.000 ευρώ τον Ιούλιο του 2017 και με αμοιβές της τάξης του 1.200.000 ευρώ για την αγωνιστική περίοδο 2018-2019 με βάση όσα δέχθηκε η διαιτητική απόφαση (ιδίως στα σημεία 6 και 60 αυτής) και της τάξης των 5.558.000 ευρώ από τον… για το διάστημα από 1.8.2021 ως 30.6.2025, όπως προκύπτει από το από 1.8.2021 συμβόλαιο επαγγελματία ποδοσφαιριστή με τον… .
Επομένως, η ως άνω «ποινική» κύρωση υπέρ του αιτούντος είναι ανεκτή από την ελληνική δημόσια τάξη, καθ' ότι δεν είναι υπέρμετρη κατά τη έννοια του άρθρου 409 ΑΚ. Ως εκ τούτου, παρά τους ως άνω ισχυρισμούς του καθ' ου η αίτηση, η εκτέλεση της με αριθμό CAS 2018/O/5952 διαιτητικής απόφασης, που επιδικάζει την ως άνω «ποινή», δεν είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη της ημεδαπής.
Από τα προαναφερόμενα δε, συνάγεται ότι η ως άνω διαιτητική απόφαση είναι αλλοδαπή, σύμφωνα με το (εδαφικό) κριτήριο που υιοθετείται στο άρθ. 1 § 1 εδ. α΄ της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης της 10ης Ιουνίου 1958 «Περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων», εφόσον η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε στο έδαφος πολιτείας διάφορης από την Ελλάδα. Επιπλέον, η διαιτητική απόφαση αναφέρεται σαφώς σε διαφορά που απορρέει από την εκτέλεση της προαναφερθείσας σύμβασης διαμεσολάβησης, περιέχει καταψήφιση, αφού η αναγκαστική εκτέλεση δεν είναι επιτρεπτή σε μη καταψηφιστικές αποφάσεις, και φέρει τα χαρακτηριστικά διαιτητικής απόφασης (Μάζης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2021, άρθ. 906 αριθ. 4, σ. 55). Τέλος, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το αντικείμενο της διαφοράς (προώθηση υπηρεσιών επαγγελματία ποδοσφαιριστή), το οποίο επέλυσε η ως άνω απόφαση, ήταν σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο επιδεκτικό ρύθμισης με διαιτησία ως διαφορά ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 867, 868, 869 ΚΠολΔ, ΜΠρΑθ 1054/2021, αδημ. ad hoc, ΜΠρΘεσ 8146/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 7528/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με την αναγνώριση δε και κήρυξη εκτελεστής της ως άνω διαιτητικής απόφασης δεν προσβάλλεται η ελληνική δημόσια τάξη, δηλαδή οι κρατούσες στην ημεδαπή βασικές αρχές και κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αντιλήψεις που αποτελούν τον κρατούντα στην Ελλάδα βιοτικό ρυθμό. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, θα πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να καταδικαστεί ο καθ' ου η αίτηση στα δικαστικά έξοδα του αιτούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του τελευταίου, ως υπαίτιος για τη διεξαγωγή της παρούσας δίκης λόγω μη εξόφλησης της απαίτησης που ενσωματώνεται στην αλλοδαπή διαιτητική απόφαση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα της παρούσας, κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
Σημείωμα:
Ι. Η απόφαση του ΜΠρΠειρ μας επαναφέρει στο πεδίο της δημόσιας τάξης και στο θεμελιακό ερώτημα των ορίων της στο πλαίσιο αλλοδαπής απόφασης που επιδικάζει την περιβόητη «τιμωρητική αποζημίωση», η οποία ισοδυναμεί κατά κύριο λόγο με τον όρο punitive damages, αλλά αποδίδεται και διαφορετικά [βλ. Καΐση, Εκφάνσεις της δημόσιας τάξης στην αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων (2003), σ. 103, υποσημ. 155]. Το εναρκτήριο σημείο της γενικότερης συζήτησης στη χώρα μας εντοπίζεται στην ελληνοαμερικανική διαφορά που κατέληξε στην ΟλομΑΠ 17/1999, ΝοΒ 2000. 461επ = ΔΕΕ 2000. 183επ, η οποία σχολιάστηκε εκτενώς [Καράκωστας, ΔΕΕ 2000. 183επ· Κόμνιος, Η δημόσια τάξη και ο θεσμός της τιμωρητικής αποζημίωσης υπό το πρίσμα της ΟλομΑΠ 17/1999, Αρμ 2001. 450επ· Μιχαηλίδου, ΔΕΕ 2000. 184επ. Προηγήθηκε η γνωμοδότηση των Κεραμέως/Βρέλλη/Γραμματικάκη-Αλεξίου, Κοινοδίκιον 2000. 31επ. Εκτενής η πραγμάτευση της θεματικής από τον Πανόπουλο, Η κυρωτική αποζημίωση και η ελληνική δημόσια τάξη του άρθρου 33 ΑΚ (2003), κυρίως σ. 104επ]. Είχε προηγηθεί η ΕφΛαρ 316/1996, Αρμ 1998. 1376επ, με παρατ. Βασιλακάκη, που εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απορριπτική και κήρυξε εκτελεστή την αμερικανική απόφαση [Για την επιστημονική συζήτηση στην Ελλάδα, βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Τόμος ΙΙΙ, Η διεθνής Αναγκαστική Εκτέλεση (2006), § 71, αριθ. 43επ, σ. 134επ, όπου και εκτενείς παραπομπές στην υποσημ. 239· Νίκα, Αναγκαστική Εκτέλεση Ι, § 13, αριθ. 20· Καΐση, Εκφάνσεις της δημόσιας τάξης στην αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων (2003), σ. 101επ, και εκτενείς αναφορές στην αλλοδαπή βιβλιογραφία στις υποσημ. 155 και 199επ (στο πεδίο της διαιτησίας)· Κουσούλη, Διαιτησία, Ερμηνεία κατ' άρθρο (2004), σ. 309επ· Παμπούκη, Αναγνώριση και εκτελεστότητα αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων (2019), αριθ. 190, σ. 160επ· Βασιλακάκη, Εκτελεστότητα αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης που επιδικάζει punitive damages (τιμωρητική αποζημίωση), ΔΕΕ 2006. 459επ· Δεληκωστόπουλο, Η δημόσια τάξη ως λόγος μη εκτελεστότητας απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου, σε Αναμνηστικό Τόμο Στ. Κουσούλη (2012), σ. 103-115· τον ίδιο, Περί δημοσίας τάξεως, ΕΠολΔ 2014. 701επ· τον ίδιο, Ασύμμετρη δικαστική προστασία: αντιαγωγική διαταγή και ποινική αποζημίωση, ΕΠολΔ 2014. 20επ· Triadafyllidis, Anerkennung und Vollstreckung von punitive damages, Urteilen nach kontinentalem und insbesondere nach griechischem Recht, IPRax 2002. 237επ. Ειδικά για τη δημόσια τάξη στη διεθνή εμπορική διαιτησία, βλ. Τσικρικά, Η δημόσια τάξη ως μέτρο ελέγχου αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων (1992). Για περαιτέρω βιβιλιογραφία, βλ. Σκόντζο, Η αρχή της εύνοιας υπέρ της αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων (2021), αριθ. 162, σ. 193επ, υποσημ. 616].
ΙΙ. Προσβολή της δημόσιας τάξης δεν διαγνώστηκε στις ακόλουθες αποφάσεις: ΑΠ 102/2012, ΧρΙΔ 2012. 517επ· ΜΠρΘηβ 160/2010, ΝοΒ 2011. 94επ· ΜΠρΘεσ 22340/2012, ΔΕΕ 2012. 1184επ = ΕπισκΕΔ 2014. 192, παρατ. Άνθιμου, 204, η οποία στο πλαίσιο κήρυξης εκτελεστής κινεζικής διαιτητικής απόφασης δεν διαπίστωσε προσβολή της δημόσιας τάξης ως προς κονδύλι αποζημίωσης ποσού 52.772,67 δολ., πλέον του επιδικασθέντος ποσού των 71.089,20 δολ., που αντιστοιχούσε στην οφειλή από τις επίμαχες διεθνείς συμβάσεις πώλησης, και ΜΠρΠειρ 722/2019, ΧρΙΔ 2019. 375επ, με παρατ. Τσιρίγου. Αντίθετα, προσβολή της δημόσιας τάξης διαπιστώθηκε στις ακόλουθες αποφάσεις: ΑΠ 1260/2002, ΧρΙΔ 2002. 922επ· ΕφΑθ 4332/2011, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ 14342/2014, ΕΠολΔ 2014. 353επ, παρατ. Άνθιμου.
ΙΙΙ. Από την υφιστάμενη νομολογία και τη συναφή θεωρητική ανάλυση προκύπτουν τέσσερα ζητήματα προς περαιτέρω επεξεργασία, που χρήζουν (σύντομης) μνείας: πρώτο, εάν είναι επιτρεπτή η επιδίκαση τιμωρητικής αποζημίωσης από διαιτητικό δικαστήριο· δεύτερο, εάν η συμβατική συμφωνία επιβολής ποινικής ρήτρας πρέπει να εξισώνεται με τιμωρητική αποζημίωση κατά τον έλεγχο της δημόσιας τάξης· τρίτο, εάν η εξέταση του υπέρμετρου χαρακτήρα της ποινικής ρήτρας παρεμποδίζεται από την αρχή απαγόρευσης αναδίκασης της αλλοδαπής απόφασης· και τέταρτο, αν δυνητικά χωρεί διορθωτική παρέμβαση του Έλληνα δικαστή, που θα αναπροσαρμόζει στο προσήκον μέτρο το χρηματικό ποσό που επιδικάστηκε ως τιμωρητική αποζημίωση από το διαιτητικό δικαστήριο, έτσι ώστε να υπερκεραστεί το καθ' ημάς «υπέρμετρο» της αρχικής επιλογής του αλλοδαπού πολιτικού ή διαιτητικού δικαστηρίου.
Ως προς το πρώτο, το θέμα ανέδειξε ο Καΐσης, καταλήγοντας στην απαγόρευση επιδίκασης τιμωρητικής αποζημίωσης από διαιτητικά δικαστήρια, επικαλούμενος γερμανική βιβλιογραφία και αμερικανική νομολογία [Εκφάνσεις της δημόσιας τάξης στην αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων (2003), σ. 199, υποσημ. 241]. Μέχρι στιγμής, το ζήτημα δεν απασχόλησε την εγχώρια θεωρία. Επίσης, κανένα ελληνικό δικαστήριο δεν καταπιάστηκε με το ερώτημα. Ο έλεγχος εισέρχεται απευθείας στην ενδεχόμενη πρόσκρουση προς τη δημόσια τάξη και δεν αγγίζει το προκαταρκτικό ερώτημα της δικαιοδοσίας διαιτητικού –άρα μη κρατικού– δικαστηρίου να επιδικάζει αποζημίωση ποινικού χαρακτήρα.
Ως προς το δεύτερο, έχει επαρκώς διευκρινιστεί ότι αναλογία της ημεδαπής ποινικής ρήτρας με την τιμωρητική αποζημίωση μπορεί να εντοπιστεί με δυσκολία [Κόμνιος, Αρμ 2001. 455]. Ερωτάται συνεπώς, αν τα στάδια ελέγχου που χαράχτηκαν από την ΑΠ 17/1999 πρέπει να διανύονται και όταν η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση δεν επιδίκασε τιμωρητική αποζημίωση, αλλά καταβολή χρηματικού ποσού με βάση συμφωνημένη ποινική ρήτρα μεταξύ των μερών. Η μέχρι σήμερα νομολογιακή παραγωγή δεν διακρίνει σχετικά και αναπαράγει αδιάκριτα τη διατύπωση της τυποποιημένης μείζονος πρότασης της ΑΠ 17/1999 [με εξαίρεση την ΜΕφΑθ 4201/2020, ΝΟΜΟΣ, η οποία αποφάνθηκε ότι: «Η αναγνώριση και η κήρυξη εκτελεστών των άνω διαιτητικών αποφάσεων δεν προσβάλλει την ελληνική δημόσια τάξη, διότι οι προβαλλόμενες αιτιάσεις της εκκαλούσας κατά των αποφάσεων (ως προς την επιβολή ποινικής ρήτρας πέραν των τόκων, …) θα μπορούσαν να προβληθούν με ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων και δεν αποδεικνύεται από το περιεχόμενό τους ότι αντίκεινται στην ελληνική δημόσια τάξη, κατά την έννοια της διάταξης του άρθ. 33 ΑΚ, που εν προκειμένω εφαρμόζεται, και όχι εκείνη του άρθ. 3 ΑΚ»].
Ως προς το τρίτο, η νομολογία διχάζεται: Δεν υφίσταται αναδίκαση κατά τον Καΐση, ό.π., σ. 112επ, με σύμφωνη τη Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Τόμος ΙΙΙ, Η διεθνής Αναγκαστική Εκτέλεση (2006), § 71, αριθ. 45, σ. 139επ, όπου ρητή αναφορά στην ΟλομΑΠ 17/1999, καθώς το δικαστήριο περιορίζει τον έλεγχό του στο υπέρμετρο ή μη του επιδικασθέντος ποσού. Αντίθετα, οι Κεραμεύς/Βρέλλης/Γραμματικάκη-Αλεξίου, Κοινοδίκιον 2000. 35επ, και Κόμνιος, Αρμ 2001. 456. Επισημαίνεται ότι η διαφορετική προσέγγιση επαναλαμβάνεται και στη νομολογία: Ενώ η σχολιαζόμενη απόφαση συντάχθηκε με την επικρατούσα γνώμη στη θεωρία, διαφορετικά έκρινε η ΜΠρΘεσ 5423/2022, Αρμ 2022. 1798επ.
Ως προς το τέταρτο, εκτενής η πρόσφατη ανάλυση του Σκόντζου, Η αρχή της εύνοιας υπέρ της αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων (2021), αριθ. 164-166, σ. 195-197, στην οποία και παραπέμπεται.
Απόστολος Άνθιμος
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα