ΤρΔΕφΘεσ 510/2023
Πρόεδρος: Ειρ. Τσαλατσάνη
Εισηγήτρια: Μ. Μήττα
Δικηγόροι: Γ. Γιάκας - Ι.-Λ. Χατζητιμοθέου
Επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφαλίστων υπερήλικων - Το ποσό του επιδόματος καταβάλλεται πλήρες για όσους πληρούν σωρευτικά τις προϋποθέσεις του άρθρου 93 του ν. 4387/2016, καθώς και την πρόσθετη προϋπόθεση της διαμονής στην Ελλάδα για 35 έτη - Το ποσό του επιδόματος μειώνεται κατά 1/35 για κάθε ένα έτος που υπολείπεται των 35 ετών - Η τριακονταπενταετία πρέπει να είναι μόνον πλήρης και για τον υπολογισμό των 35 ετών δεν τίθεται στον νόμο οποιοσδήποτε περιορισμός (χρονικός ή ηλικιακός), δηλαδή τα 35 έτη διαμονής λαμβάνονται υπ’ όψιν από τη γέννηση του αιτούντος μέχρι και την υποβολή της αίτησης - Αντίθετα, όπου ο νομοθέτης ήθελε να θέσει τέτοιου είδους περιορισμούς το έχει εκφράσει ρητά όπως στην περίπτωση γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 93 του ν. 4387/2016, σύμφωνα με την οποία για τη θεμελίωση του δικαιώματος για το εν λόγω επίδομα απαιτείται μόνιμη και νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα για τουλάχιστον 15 συνεχόμενα έτη πριν από την υποβολή της αίτησης για τη λήψη του επιδόματος ή 15 έτη μεταξύ του 17ου και του 67ου έτους της ηλικίας, εκ των οποίων τα 10 έτη συνεχόμενα πριν από την υποβολή της αίτησης.
1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή παραβόλου, επιδιώκεται η εξαφάνιση της 517/2020 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Κοζάνης (μεταβατική έδρα Καστοριάς), κατά το μέρος που έγινε δεκτή η με ημερομηνία κατάθεσης 9.1.2018 προσφυγή-αγωγή του εφεσίβλητου. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή [α] κατ’ αποδοχή της με ημερομηνία κατάθεσης 9.1.2018 προσφυγής του εφεσίβλητου, τροποποιήθηκε η .../ΚΥ/25.10.2017 απόφαση του αρμοδίου, κατά το άρθρο 40 του π.δ. 78/1998, για την εκδίκαση ενστάσεων οργάνου του ΝΠΔΔ, με την επωνυμία «Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ)», και αναγνωρίσθηκε ότι ο εφεσίβλητος δικαιούται να λάβει το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων, από 1.9.2016, οριζόμενο σε 32/35, ανερχόμενο μηνιαίως στο ποσό των 329,14 ευρώ, και [β] κατά μερική αποδοχή της με ημερομηνία κατάθεσης 9.1.2018 αγωγής του εφεσίβλητου, υποχρεώθηκε το εκκαλούν ΝΠΔΔ να καταβάλει στον ως άνω διάδικο νομιμοτόκως το συνολικό ποσό των 2.972,45 ευρώ, ως οφειλόμενη διαφορά μεταξύ του προσδιορισθέντος σε 15/35 ποσού του ανωτέρω επιδόματος που αυτός είχε λάβει και του οριζόμενου σε 32/35 ποσού που έπρεπε να του καταβληθεί, κατά το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του έτους 2016 έως τον Ιανουάριο του έτους 2018.
2. Επειδή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είχε παραστεί το εκκαλούν ΝΠΔΔ, με την ιδιότητα του οιονεί καθολικού διαδόχου του ΝΠΔΔ, με την επωνυμία «Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ)», σύμφωνα με τα άρθρα 51 παρ. 1 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85) και 1 του ν. 4520/2018 (Α΄ 30), δεδομένου ότι η υπό κρίση διαφορά ανέκυψε κατά τη διεκδίκηση εκ μέρους του εφεσίβλητου του προβλεπόμενου στο άρθρο 93 παρ. 1 του ν. 4387/2016 επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων, ήτοι προνοιακής και όχι κοινωνικοασφαλιστικής παροχής (βλ. ΣτΕ 1908/2020, 1773/2019, 623/2019). Ενόψει τούτων, νομίμως η κρινόμενη έφεση ασκείται από το ως άνω διάδικο ΝΠΔΔ, ήτοι τον ΟΠΕΚΑ, όπως μετονομάσθηκε ο ΟΓΑ (βλ. ΣτΕ 1001/2022, 1908/2020, 816/2020, 2660/2019, 1773/2019).
3. Επειδή, στο άρθρο 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77) και το τρίτο εδάφιο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), ορίζεται ότι: «1. Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό. 2. Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν σε χρηματικές διαφορές, αν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. ... Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το αμφισβητούμενο με την έφεση ποσό. ... Σε περίπτωση αντικειμενικής σώρευσης ένδικων βοηθημάτων, ... το αντικείμενο της διαφοράς κρίνεται χωριστά ως προς κάθε ένδικο βοήθημα, … 3. …». Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά μερική αποδοχή της με ημερομηνία κατάθεσης 9.1.2018 αγωγής του εφεσίβλητου, όπως προεκτέθηκε, υποχρεώθηκε το εκκαλούν ΝΠΔΔ να καταβάλει στον αντίδικό του νομιμοτόκως το συνολικό ποσό των 2.972,45 ευρώ, ως οφειλόμενη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος στον τελευταίο ποσού του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων και αυτού που έπρεπε, σύμφωνα με την κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, να του καταβληθεί, κατά το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του έτους 2016 έως τον Ιανουάριο του έτους 2018. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα και ενόψει των προπαρατεθεισών διατάξεων, η κρινόμενη έφεση του εκκαλούντος ΝΠΔΔ ασκείται απαραδέκτως, κατά το μέρος που επιδιώκεται η εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης όσον αφορά το κεφάλαιο αυτής που δέχθηκε μερικώς την από 9.1.2018 αγωγή του εφεσίβλητου, διότι το (χρηματικό) αντικείμενο της διαφοράς, που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιο, συνιστάμενο στο ως άνω επιδικασθέν ποσό, υπολείπεται του προβλεπόμενου νομίμου ορίου του εκκλητού και, επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, κατά το μέρος αυτό, είναι ανέκκλητη. Περαιτέρω, η υπό κρίση έφεση ασκείται παραδεκτώς, κατά το μέρος που επιδιώκεται η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης όσον αφορά το κεφάλαιο αυτής που δέχθηκε την από 9.1.2018 προσφυγή του εφεσίβλητου, και, ως εκ τούτου, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
4. Επειδή, στο άρθρο 93 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), που ισχύει από 12.5.2016, σύμφωνα με το άρθρο 122 αυτού, υπό τον τίτλο «Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφαλίστων Υπερήλικων» –σε αντικατάσταση του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος και, συγκεκριμένα, του άρθρου 1 του ν. 1296/1982 (Α΄ 27), όπως είχε αντικατασταθεί, και, ακολούθως, της περίπτωσης 5 της υποπαραγράφου ΙΑ.6 της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) και των διατάξεων της κατ’ εξουσιοδότηση του τελευταίου νόμου εκδοθείσας Φ10034/6263/186/2013 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (Β΄ 794)– ορίζεται ότι: «1. Στους ανασφάλιστους υπερήλικες και σε αυτούς που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης καταβάλλεται από τον ΟΓΑ, επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφαλίστων Υπερηλίκων, εφόσον πληρούν τις εξής προϋποθέσεις: α. Έχουν συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας τους. β. Δεν λαμβάνουν ή δεν δικαιούνται να λάβουν σύνταξη από το εξωτερικό ή οποιαδήποτε ασφαλιστική ή προνοιακή παροχή από την Ελλάδα, μεγαλύτερη από το κατωτέρω στην παράγραφο 3 πλήρες ποσό του επιδόματος. … γ. Διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα δεκαπέντε (15) συνεχόμενα έτη πριν από την υποβολή της αίτησης για τη λήψη του επιδόματος ή δεκαπέντε (15) έτη μεταξύ του 17ου και του 67ου έτους της ηλικίας τους, εκ των οποίων τα δέκα (10) συνεχόμενα πριν από την υποβολή της αίτησης και εξακολουθούν να διαμένουν στην Ελλάδα και μετά τη λήψη της παροχής. δ. Το ποσό του επιδόματος καταβάλλεται πλήρες ή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην περίπτωση β΄ της παρ. 1 για όσους πληρούν αθροιστικά τα ανωτέρω κριτήρια και έχουν συμπληρώσει στη χώρα τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) πλήρη έτη διαμονής και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε ένα (1) έτος που υπολείπεται των τριάντα πέντε (35) ετών διαμονής στη χώρα. ε. ...».
5. Επειδή, σκοπός των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 93 του ν. 4387/2016 είναι η χορήγηση προνοιακής παροχής στους ανασφάλιστους υπερήλικες που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους και είναι σε κατάσταση ανάγκης. Η παροχή αυτή καθορίζεται σε ένα επαρκές κατά την εκτίμηση του νομοθέτη ύψος για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης (βλ. ΣτΕ 1515/2021 7μ., 2376/2021, 2219/2017). Ειδικότερα, με το επίδομα αυτό, παρέχεται, στο πλαίσιο της επιτασσόμενης από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος κοινωνικής πρόνοιας (προστασία του γήρατος), κρατική μέριμνα για άτομα προχωρημένης ηλικίας που στερούνται τα στοιχειώδη μέσα για τη συντήρησή τους, ήτοι παρέχεται στους δικαιούχους διακεκριμένης μορφής κοινωνική προστασία, υπό μορφή παροχής σε χρήμα, με σκοπό την εξασφάλιση ενός ελάχιστου εισοδήματος για την αξιοπρεπή, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διαβίωσή τους σε σχέση με το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον. Το ως άνω επίδομα δεν παρέχεται σε όλους ανεξαιρέτως τους ανασφάλιστους υπερήλικες, αλλά μόνον σε εκείνους, στο πρόσωπο των οποίων συντρέχουν σωρευτικώς οι τιθέμενες στο άρθρο 93 παρ. 1 του ν. 4387/2016 προϋποθέσεις (περιπτώσεις α΄ έως γ΄ της παραγράφου αυτής). Περαιτέρω, το ποσό του επιδόματος καταβάλλεται πλήρες για όσους, πλέον των ανωτέρω (σωρευτικώς συντρεχόντων) κριτηρίων, έχουν συμπληρώσει, ως πρόσθετη προϋπόθεση, 35 πλήρη έτη διαμονής στη χώρα και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε ένα έτος που υπολείπεται των 35 ετών (σύμφωνα με την περίπτωση δ΄ της προαναφερόμενης παραγράφου 1 του άρθρου 93). Για τον υπολογισμό της ως άνω τριακονταπενταετίας –η οποία απαιτείται, κατ’ αρχάς, μόνον να είναι πλήρης– δεν τίθεται στον νόμο οποιοσδήποτε περιορισμός (χρονικός ή ηλικιακός), όπως αυτός τίθεται ρητώς στην περίπτωση γ΄ της ίδιας παραγράφου για τη θεμελίωση του δικαιώματος για την απονομή της παροχής (μόνιμη και νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα του αιτούντος το επίδομα τουλάχιστον 15 συνεχόμενα έτη πριν από την υποβολή της αίτησης για τη λήψη του επιδόματος ή 15 έτη μεταξύ του 17ου και του 67ου έτους της ηλικίας του, εκ των οποίων τα 10 συνεχόμενα πριν από την υποβολή της αίτησης). Αντίθετη ερμηνεία, ότι για τη συμπλήρωση των απαιτούμενων 35 ετών, κατά τον υπολογισμό του ύψους του επιδόματος, δεν λαμβάνονται υπ’ όψη έτη μόνιμης και νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα –όπως αυτά από τη γέννηση του ενδιαφερομένου και πριν από τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας του ή αυτά που προηγήθηκαν της απουσίας του για ένα χρονικό διάστημα από τη χώρα– δεν βρίσκει έρεισμα στη γραμματική διατύπωση της συγκεκριμένης διάταξης της περίπτωσης δ΄, η οποία ουδένα σχετικό περιορισμό θέτει, κατά τα προεκτεθέντα, περιορισμό που ο νομοθέτης ρητώς εκφράζει σε περίπτωση που θέλει να καταστήσει σαφή τη σχετική βούλησή του, πολλώ, δε, μάλλον διότι, εν προκειμένω, πρόκειται για διατάξεις που υλοποιούν την κρατική μέριμνα για την ως άνω συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού (ανασφάλιστοι υπερήλικες) που στερείται τα στοιχειώδη μέσα για την αξιοπρεπή διαβίωσή της.
6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επανεκτίμηση των στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας, ο ήδη εφεσίβλητος, γεννήθηκε στη Λ. Καστοριάς στις 12.2.1932 (βλ. το …/9.5.2017 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Καστοριάς) και κατοικούσε στην Ελλάδα έως το έτος 1949 (βλ. το από 18.1.1948 δελτίο ταυτότητας, εκδοθέν από το … Αστυνομικό Τμήμα Άργους Ορεστικού του Βασιλείου της Ελλάδας), οπότε μετανάστευσε στο Ουζμπεκιστάν. Με την 1893/24.2.1950 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου απώλεσε την ελληνική ιθαγένεια το έτος 1950, την οποία ανέκτησε με την Φ.94860/17314/1.6.2001 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών (Β΄ 747/14.6.2001) και επαναπατρίσθηκε στην Ελλάδα στις 2.7.2001 (βλ. τη… θεώρηση εισόδου επαναπατρισμού, με εντυπωμένη σφραγίδα εισόδου 2.7.2001). Με την …/2002 απόφαση της Προϊσταμένης του Τμήματος Α6 Επιζώντων και Ανασφάλιστων Υπερηλίκων του Κλάδου Α΄ Συντάξεων του ΟΓΑ, χορηγήθηκε στον ανωτέρω διάδικο σύνταξη ανασφάλιστου υπερήλικα από 1.8.2001, καθώς πληρούσε τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του ν. 1296/1982 προϋποθέσεις. Ακολούθως, προκειμένου να επανακριθούν οι προϋποθέσεις χορήγησης της ως άνω σύνταξης στο πρόσωπό του, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης 5 της υποπαραγράφου ΙΑ.6 της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, διενεργήθηκε επανέλεγχος, από τον οποίο προέκυψε ότι δεν διέμενε μονίμως και νομίμως στην Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια πριν από το έτος του επανελέγχου (2013), αλλά από το έτος 2001, και, ως εκ τούτου, με την …/Ε/22.10.2013 απόφαση της προαναφερόμενης Προϊσταμένης, διακόπηκε από 1.1.2013 η χορηγούμενη σε αυτόν σύνταξη ανασφάλιστου υπερήλικα. Ωστόσο, κατόπιν της …/23.8.2016 αίτησης-δήλωσής του προς τον ΟΓΑ, με την …/30.3.2017 απόφαση του Προϊσταμένου του Τμήματος Απονομής της Διεύθυνσης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων του ΟΓΑ, χορηγήθηκε στον ίδιο διάδικο το προβλεπόμενο στο άρθρο 93 του ν. 4387/2016 επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων από 1.9.2016, ανερχόμενο στο μηναίο ποσό των 154,29 ευρώ, ήτοι μειωμένο (15/35 του επιδόματος των 360 ευρώ), με την αιτιολογία ότι προέκυπταν 15 έτη μόνιμης, νόμιμης και συνεχούς διαμονής του στην Ελλάδα πριν από την υποβολή της αίτησης. Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης αυτής, ο εφεσίβλητος προσκόμισε, μεταξύ άλλων, τα εξής έγγραφα: [1] την .../13.9.2000 βεβαίωση μετοικεσίας στην Ελλάδα του Γενικού Προξενείου της Ελλάδος στη Μόσχα, [2] το 1…/6.9.2000 προσωρινό διαβατήριό του, ισχύος μόνον για την επιστροφή του στην Ελλάδα και λήξεως την 5η.9.2002, εκδοθέν από το Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στη Μόσχα, [3] την από 22.8.2016 βεβαίωση οικογενειακής κατάστασης, [4] την …/9.2.2005 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Καστοριάς, …, οι οποίοι δήλωσαν, μεταξύ άλλων, ότι γνωρίζουν προσωπικώς την οικία, την οποία κατείχε και νεμόταν ο Β. Μ. του Τ. (πατέρας του εφεσίβλητου) και την οποία είχε κτίσει, ως διώροφη κατοικία, περί το έτος 1932, ότι το σπίτι αυτό υπήρχε έως την ημέρα σύνταξης της βεβαίωσης, αλλά μόνον ο πρώτος όροφος και το ισόγειο, καθώς και ότι το σπίτι μαζί με τα βοηθητικά κτίσματα αφέθηκαν, όταν κατά το έτος 1948 εγκαταλείφθηκαν από τον κάτοχο και νομέα Β. Μ. και την οικογένειά του, αναγκαστικά λόγω της τότε ανωμάλου καταστάσεως, [5] το εκκαθαριστικό σημείωμα και τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2015, [6] τη δήλωση ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτου φορολογικού έτους 2016 και [7] την από 14.11.2016 υπεύθυνη δήλωση, κατά το άρθρο 8 παρ. 4 του ν. 1599/1986, του Β. Μ. του Ζ., υιού του εφεσίβλητου, περί φιλοξενίας του πατέρα του στην οικία του, στο χωριό Α. Καστοριάς. Κατά της ως άνω …/30.3.2017 απόφασης χορήγησης του επιδόματος, ο εφεσίβλητος άσκησε ένσταση, με την οποία προέβαλε ότι εσφαλμένως του χορηγήθηκε αυτό μειωμένο, εφόσον είχε 32 έτη (εκ παραδρομής στην ένσταση αναγράφηκαν 34 έτη) μόνιμης και νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα και όχι 15 έτη. Ειδικότερα, ισχυρίσθηκε ότι γεννήθηκε στη Λ. Καστοριάς στις 12.2.1932, όπου κατοικούσε μονίμως με την πατρική οικογένειά του έως και τον Αύγουστο του έτους 1949, οπότε εγκατέλειψαν αναγκαστικά την Ελλάδα εξαιτίας πολιτικών αναταραχών (εμφύλιος πόλεμος), καθώς και ότι, όταν αυτό κατέστη δυνατό, ήτοι τον Αύγουστο του έτους 2001, επαναπατρίσθηκε στην Ελλάδα. Επομένως, κατά τους ισχυρισμούς του, από τον Φεβρουάριο του έτους 1932 έως τον Αύγουστο του έτους 1949 (17 έτη), καθώς και από τον Αύγουστο του έτους 2001 έως την κατάθεση της ένστασης το έτος 2017 (15 έτη), είχε συμπληρώσει συνολικώς 32 χρόνια μόνιμης και νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα και, ως εκ τούτου, μη νομίμως του χορηγήθηκε μειωμένο το ανωτέρω επίδομα στο ποσό των 154,29 ευρώ (15/35 x 360 ευρώ), διότι έπρεπε να του καταβληθεί το ποσό που αντιστοιχούσε στα 32/35 του επιδόματος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 93 του ν. 4387/2016. Περαιτέρω, ζήτησε να του καταβληθεί αναδρομικώς από τον Σεπτέμβριο του έτους 2016 και εντεύθεν η διαφορά του επιδόματος, που, κατά τα ανωτέρω, δικαιούτο. Προς υποστήριξη της ένστασής του, προσκόμισε και επικαλέσθηκε ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, μεταξύ άλλων: [1] το …/9.5.2017 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Καστοριάς, [2] την …/11.5.2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ν. Καστοριάς, Β. Γ. Μ., του ανωτέρω Ζ. Τ. του Λ., ο οποίος δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι είχε γεννηθεί στις 8.11.1930 στη Λ. Καστοριάς, όπου ζούσε και κατοικούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ότι γνώριζε προσωπικώς τον Ζ., διότι ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του κατοικούσαν στο ίδιο χωριό και στην ίδια γειτονιά, ότι ο Ζ. Μ. όλα τα χρόνια της παιδικής του ηλικίας κατοικούσε μονίμως με την οικογένειά του στη Λ. Καστοριάς σε μια διώροφη λιθόκτιστη κατοικία, η κατοικία αυτή, δε, χωρίς τον δεύτερο όροφο, υπήρχε έως την ημέρα σύνταξης της βεβαίωσης, αλλά κατοικούνταν από άλλους ανθρώπους, ότι την ως άνω κατοικία είχε κτίσει ο πατέρας του Ζ., το έτος 1932 και κατοικούσε σε αυτήν με την πολυμελή οικογένειά του, ότι απασχολούνταν οικογενειακώς με την κτηνοτροφία και τη γεωργία, καθώς και ότι ο Ζ. έφυγε αναγκαστικά με την οικογένειά του από την Ελλάδα και, συγκεκριμένα, από τη Λ. Καστοριάς το έτος 1949 εξαιτίας των πολιτικών αναταραχών, [3] το …/2.8.2016 έγγραφο του Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Τοπογραφίας, Εποικισμού και Αναδασμού της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής της Περιφερειακής Ενότητας Καστοριάς, σύμφωνα με το οποίο στην ακίνητη ιδιοκτησία του Μ. Β. του Τ., κείμενη στην αγροτική περιοχή Λ., περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, «το υπ’ αριθ. …, εκτάσεως 1.375 τ.μ., οικόπεδο, ιδιοκτησία, που φέρει την παρατήρηση "Μετά οικίας εμπρησθείσης" και το οποίο αντιστοιχεί στα υπ’ αριθ. …2, …3 και …4 αγροκτήματα της οριστικής διανομής αγρ/τος Λ. έτους 1958», ακίνητο που καταλήφθηκε υπέρ του Δημοσίου, σύμφωνα με την …/1954 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Καστοριάς (ΕΑΚ), και [4] την ως άνω …/1954 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων περί του συνοικισμού Λ.. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την .../25.10.2017 απόφαση του, κατά το άρθρο 40 του π.δ. 78/1998, αρμοδίου οργάνου εκδικάσεως ενστάσεων του ΟΓΑ, με την αιτιολογία ότι νομίμως χορηγήθηκε στον ενιστάμενο το επίμαχο επίδομα μειωμένο στα 15/35, καθώς από τα προσκομισθέντα από τον ίδιο στοιχεία προέκυπτε ότι αυτός διέμενε στην Ελλάδα μονίμως, νομίμως και συνεχώς από τον Ιούλιο του έτους 2001 έως τουλάχιστον την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για τη χορήγηση του επιδόματος, ενώ κατά το προγενέστερο χρονικό διάστημα (από το έτος 1949 έως τον Ιούλιο του έτους 2001) κατοικούσε στο εξωτερικό. Σύμφωνα, δε, με την ίδια απόφαση έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος, άλλως ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, ο ισχυρισμός του ενισταμένου περί συνεχούς, μόνιμης και νόμιμης διαμονής στη Λ. Καστοριάς από το έτος 1932 έως την αποχώρησή του από την Ελλάδα, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 93 του ν. 4387/2016 όριζε ως μία εκ των προϋποθέσεων για τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος, ο αιτών να διαμένει μονίμως και νομίμως στην Ελλάδα 15 συνεχόμενα έτη πριν από την υποβολή της αίτησης ή 15 έτη μεταξύ του 17ου και του 67ου έτους της ηλικίας του, εκ των οποίων τα 10 συνεχόμενα έτη πριν από την υποβολή της αίτησης, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δε, ο αιτών συμπλήρωσε το 17ο έτος της ηλικίας του το έτος 1949. Κατά της τελευταίας απόφασης, ο εφεσίβλητος άσκησε, στις 9.1.2018, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κοζάνης (μεταβατική έδρα Καστοριάς) ένδικο βοήθημα, υπό τον τίτλο προσφυγή-αγωγή, επιδιώκοντας, κατά το μέρος που το ένδικο βοήθημα ασκήθηκε ως προσφυγή, την τροποποίησή της ως άνω απορριπτικής της ενστάσεώς του απόφασης, κατά τρόπο ώστε να καταβληθεί σε αυτόν ποσό που αντιστοιχεί στα 32/35 του επιδόματος (ανερχόμενο μηνιαίως σε 329,14 ευρώ), και, κατά το μέρος που το ένδικο βοήθημα ασκήθηκε ως αγωγή, την καταβολή νομιμοτόκως συνολικού ποσού 2.972,45 ευρώ, ως οφειλόμενη διαφορά, χρονικού διαστήματος από τον Σεπτέμβριο του έτους 2016 έως τον Ιανουάριο του έτους 2018, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην πρώτη και τρίτη σκέψη της παρούσας, καθώς και την καταβολή μηνιαίως διαφοράς 174,85 (329,14 - 154,29) ευρώ για το μετέπειτα της άσκησης της αγωγής χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα από 1.2.2018 και εφεξής. Για τον λόγο αυτόν, επανέλαβε ότι μη νομίμως, κατά τον υπολογισμό της ανωτέρω παροχής, δεν προσμετρήθηκαν και τα 17 χρόνια που διέμεινε στην Ελλάδα από τη γέννησή του το έτος 1932, έως την αναγκαστική αποχώρησή του το έτος 1949, ώστε τελικώς, προστιθέμενα τα χρόνια αυτά στα 15 έτη που ήδη του αναγνωρίσθηκαν, να ανέλθουν σε 32 έτη, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 93 παρ. 1 περ. δ΄ του ν. 4387/2016 δεν θέτει οποιονδήποτε χρονικό περιορισμό κατά τον υπολογισμό του ύψους του επιδόματος, όπως η συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας. Προς απόδειξη των ισχυρισμών αυτών, ο εφεσίβλητος προσκόμισε πρωτοδίκως εκ νέου τα ως άνω, προσκομισθέντα ενώπιον της Διοίκησης, έγγραφα.
7. Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η ανωτέρω προσφυγή έγινε δεκτή, κατά πλειοψηφία, και τροποποιήθηκε η .../25.10.2017 απόφαση του αρμοδίου, κατά το άρθρο 40 του π.δ. 78/1998, οργάνου του ΟΓΑ, περαιτέρω, δε, αναγνωρίσθηκε ότι ο εφεσίβλητος δικαιούτο να λάβει το προαναφερόμενο επίδομα οριζόμενο σε 32/35, από 1.9.2016, ανερχόμενο μηνιαίως σε 329,14 ευρώ. Επιπροσθέτως, με την ίδια απόφαση, η ανωτέρω αγωγή, έγινε μερικώς δεκτή, κατά πλειοψηφία, και υποχρεώθηκε ο διάδικος ΟΠΕΚΑ να καταβάλει νομιμοτόκως στον αντίδικό του το συνολικό ποσό των 2.972,45 ευρώ. Ειδικότερα, με την εκκαλουμένη, κρίθηκε από την πλειοψηφία των μελών του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι για τον υπολογισμό της επίμαχης τριακονταπενταετίας δεν τίθεται στον νόμο οποιοσδήποτε χρονικός ή ηλικιακός περιορισμός, με αποτέλεσμα για τον υπολογισμό του ύψους του καταβλητέου επιδόματος να λαμβάνονται υπ’ όψιν και έτη νόμιμης και μόνιμης διαμονής στη χώρα από τη γέννηση του ενδιαφερομένου και πριν από τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας του. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την άποψη της πλειοψηφίας του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εν προκειμένω, μη νομίμως δεν προσμετρήθηκαν στα 15 χρόνια μόνιμης, νόμιμης και συνεχούς διαμονής στην Ελλάδα του ως άνω διαδίκου πριν την υποβολή της αίτησής του, τα 17 πλήρη χρόνια μόνιμης και νόμιμης διαμονής του στη Λ. Καστοριάς, από τη γέννησή του (στις 12.2.1932) και έως τις 12.2.1949, οπότε και συμπλήρωσε το 17ο έτος της ηλικίας του, ώστε, τελικώς, τα χρόνια της μόνιμης και νόμιμης διαμονής αυτού στην Ελλάδα να ανέλθουν συνολικώς σε 32 (15 + 17) χρόνια. Ωστόσο, κατά τη γνώμη της Εισηγήτριας, που μειοψήφησε, για τον υπολογισμό της επίμαχης τριακονταπενταετίας έπρεπε να συντρέχει «αθροιστικά», σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωση της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου 93 του ν. 4387/2016, το κριτήριο του ηλικιακού περιορισμού, ήτοι της διάταξης της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, και, συγκεκριμένα, η 15ετής μόνιμη και νόμιμη διαμονή του ενδιαφερομένου στην Ελλάδα πριν την υποβολή της αίτησης, του χρόνου αυτού υπολογιζομένου από τη συμπλήρωση ορισμένου έτους της ηλικίας, ήτοι του 17ου έτους της ηλικίας, και όχι από τη γέννηση.
8. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση και κατά το μέρος που αυτή ασκείται παραδεκτώς κατά τα εκτεθέντα στην τρίτη σκέψη της παρούσας, το εκκαλούν ΝΠΔΔ αμφισβητεί τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και επιδιώκει την εξαφάνισή της, κατά το μέρος που έγινε δεκτή η από 9.1.2018 προσφυγή του εφεσίβλητου, προβάλλοντας ότι εκδόθηκε κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ειδικότερα, προβάλλει, επαναφέροντας την αιτιολογία απόρριψης της ανωτέρω ένστασης του εφεσίβλητου από το αρμόδιο, κατά το άρθρο 40 του π.δ. 78/1998, όργανο του ΟΓΑ και επαναλαμβάνοντας την άποψη της μειοψηφίας, όπως διατυπώθηκε στην εκκαλουμένη, ότι νομίμως δεν υπολογίσθηκε ο χρόνος από τη γέννηση του εφεσίβλητου (το έτος 1932) έως τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας του (το έτος 1949), σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 1 περ. δ΄ του ν. 4387/2016, για τον υπολογισμό της προβλεπόμενης από την περίπτωση αυτήν τριακονταπενταετίας και, κατ’ επέκταση, για τον υπολογισμό του ύψους του χορηγηθέντος επιδόματος. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι και υπό την εκδοχή ότι δεν τίθεται από τον νομοθέτη ο ανωτέρω ηλικιακός περιορισμός (της συμπλήρωσης του 17ου έτους της ηλικίας του αιτούντος το επίδομα), για τον υπολογισμό της επίμαχης τριακονταπενταετίας απαιτείται η συνεχής μόνιμη και νόμιμη διαμονή του ενδιαφερομένου στην Ελλάδα επί 35 έτη, εν προκειμένω, δε, η μακροχρόνια απουσία του αντιδίκου του από τη χώρα επί 51 και πλέον έτη (από το έτος 1949 έως το έτος 2001) αναιρεί «την κατά νόμο αναγκαία προϋπόθεση της "μόνιμης διαμονής στην Ελλάδα", όπως αυτήν νοεί ο νομοθέτης». Με το υπόμνημα που κατέθεσε νομίμως προς αντίκρουση της υπό κρίση έφεσης, ο εφεσίβλητος υποστηρίζει ότι η προεκτεθείσα κρίση της πλειοψηφίας των μελών του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σχετικώς με τον υπολογισμό της ως άνω τριακονταπενταετίας, είναι ορθή.
9. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην πέμπτη σκέψη της παρούσας, για τον υπολογισμό της προβλεπόμενης από την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 93 του ν. 4387/2016, τριακονταπενταετίας, προκειμένου να καταβληθεί πλήρες το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων (σε όσους έχουν συμπληρώσει 35 πλήρη έτη διαμονής στη χώρα, άλλως να μειωθεί το ποσό αυτού κατά 1/35 για κάθε ένα έτος που υπολείπεται των 35 ετών), ουδείς περιορισμός τίθεται στον νόμο ως προς τη συμπλήρωση συγκεκριμένου ηλικιακού ορίου ή συνεχούς, μόνιμης και νόμιμης διαμονής, όπως οι (πρόσθετοι) περιορισμοί αυτοί τίθενται ρητώς από τον νομοθέτη για τη θεμελίωση του δικαιώματος για την απονομή της ως άνω παροχής στην περίπτωση γ΄ της ίδιας παραγράφου. Επομένως, για τον προσδιορισμό του ύψους του δικαιούμενου από τον εφεσίβλητο επιδόματος δεν απαιτείτο ο τελευταίος να έχει συμπληρώσει 35 έτη (ή 32 έτη, εν προκειμένω) συνεχούς, μόνιμης και νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα, μετά τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας του, όπως αβασίμως προβάλλει το εκκαλούν ΝΠΔΔ. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα και εφόσον δεν αμφισβητείται, εν πάση περιπτώσει, από τον διάδικο ΟΠΕΚΑ η συνεχής, μόνιμη και νόμιμη διαμονή του εφεσίβλητου στην Ελλάδα από τη γέννησή του, το έτος 1932, έως την αποχώρησή του από τη χώρα με την πατρική οικογένειά του, το έτος 1949 –όπως, άλλωστε, αποδείχθηκε από τα έγγραφα που ο εν λόγω διάδικος προσκόμισε ενώπιον των αρμοδίων οργάνων της Διοίκησης και πρωτοδίκως– ήτοι επί 17 πλήρη έτη, τα έτη αυτά πρέπει να προστεθούν στα 15 έτη μόνιμης και νόμιμης διαμονής του ιδίου στην Ελλάδα μετά τον επαναπατρισμό του, το έτος 2001. Ως εκ τούτου, μη νομίμως, με την …/30.3.2017 απόφαση του Προϊσταμένου του Τμήματος Απονομής της Διεύθυνσης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων του ΟΓΑ, καταβλήθηκε στον εφεσίβλητο το προαναφερθέν επίδομα, από 1.9.2016, υπολογισθέν σε 15/35 του μηνιαίου ποσού που προβλέπει ο νόμος, ενώ, έπρεπε να καταβληθεί σε αυτόν υπολογισθέν σε 32/35 του ποσού αυτού. Επομένως, το, κατά το άρθρο 40 του π.δ. 78/1998, αρμόδιο για την εκδίκαση ενστάσεων του ΟΓΑ όργανο, μη νομίμως, με την .../25.10.2017 απόφασή του, απέρριψε την ως άνω ένσταση του εφεσίβλητου κατά της προαναφερόμενης …/30.3.2017 απόφασης και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ομοίως (κατά πλειοψηφία), ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο, απορριπτομένων ως αβασίμων όσων περί του αντιθέτου προβάλλονται με την υπό κρίση έφεση.
10. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Περαιτέρω, δεδομένου ότι, με την εκκαλουμένη, τα δικαστικά έξοδα συμψηφίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, λόγω μερικής νίκης και μερικής ήττας, πρέπει να καταλογισθούν σε βάρος του εκκαλούντος ΝΠΔΔ, που ηττήθηκε, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για την παρούσα δίκη, συνολικού ποσού 283 ευρώ, πλέον φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), ποσού 67,92 ευρώ, σύμφωνα με το …/30.11.2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Καστοριάς και τις διατάξεις των άρθρων 58 παρ. 4 περ. α΄ και 84 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208), σε συνδυασμό με το Παράρτημα Ι του εν λόγω Κώδικα, καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 275 παρ. 1 εδ. α΄, παρ. 4 περ. γ΄ και παρ. 6 εδ. γ΄ και δ΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την έφεση, ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που ασκείται κατά της 517/2020 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Κοζάνης και κατά το κεφάλαιο αυτής, με το οποίο έγινε μερικώς δεκτή η με ημερομηνία κατάθεσης 9.1.2018 αγωγή του εφεσίβλητου. Απορρίπτει την έφεση, ως αβάσιμη, κατά το μέρος που ασκείται κατά της 517/2020 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Κοζάνης και κατά το κεφάλαιο αυτής, με το οποίο έγινε δεκτή η με ημερομηνία κατάθεσης 9.1.2018 προσφυγή του εφεσίβλητου.
Παρατηρήσεις
του Ιωσήφ-Λαζάρου Χατζητιμοθέου
Υπ. Δ.Ν. Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρου
Η απονομή επιδόματος ανασφάλιστων υπερηλίκων κατ’ ορθή εφαρμογή του άρθρου 93 του ν. 4387/2016, εναρμονισμένη με το άρθρο 2 του Συντάγματος
Με την υπ’ αριθ. 510/2023 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης κρίθηκε σε δεύτερο βαθμό και διαμορφώθηκε νομολογιακό προηγούμενο σ’ ένα πολύ σημαντικό ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 93 του ν. 4387/2016 σχετικά με μία από τις προϋποθέσεις απονομής του κοινωνικού επιδόματος στους ανασφάλιστους υπερήλικες. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 1 περ. δ΄ του ν. 4387/2016, προβλέπονται τα εξής: «Το ποσό του επιδόματος καταβάλλεται πλήρες ή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην περίπτωση β΄ της παρ. 1 για όσους πληρούν αθροιστικά τα ανωτέρω κριτήρια και έχουν συμπληρώσει στη χώρα τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) πλήρη έτη διαμονής και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε ένα (1) έτος που υπολείπεται των τριάντα πέντε (35) ετών διαμονής στη χώρα».
Στην κρινόμενη υπόθεση, ο δικαιούχος απέδειξε, με πληθώρα δημόσιων και ιδιωτικών εγγράφων, καθώς και μ’ ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, τη νόμιμη διαμονή του στην Ελλάδα για 17 έτη από τη γέννησή του έως τη συμπλήρωση της ηλικίας των 17 ετών, καθώς και για 15 έτη από το έτος 2001 έως και το έτος 2016. Το έτος 2016 υπέβαλε αίτηση για απονομή του επιδόματος ανασφάλιστου υπερήλικα, επισημαίνοντας ότι έχει 32 χρόνια νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο π. ΟΓΑ έκανε εν μέρει δεκτή την αίτησή του και του χορήγησε την αναλογία του επιδόματος που αντιστοιχεί μόνο στα 15 χρόνια κατοικίας στην Ελλάδα από το έτος 2001 έως και το έτος 2016, με την αιτιολογία ότι τα 35 έτη διαμονής στη χώρα έπρεπε να είχαν συμπληρωθεί από τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας του αιτούντος και έπειτα μέχρι το χρόνο υποβολής της αίτησης για το επίδομα. Ο δικαιούχος άσκησε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου οργάνου του π. ΟΓΑ, το οποίο διατήρησε σε ισχύ την αρχική απόφαση του π. ΟΓΑ και στη συνέχεια ο δικαιούχος άσκησε προσφυγή-αγωγή ενώπιον του αρμόδιου Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου. Με την υπ’ αριθ. 517/2020 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Κοζάνης (μεταβατική έδρα Καστοριάς) έγινε δεκτή τόσο η προσφυγή όσο και η αγωγή του δικαιούχου, με την αιτιολογία ότι από το άρθρο 93 του ν. 4387/2016 δεν τίθεται κανένας περιορισμός (χρονικός ή ηλικιακός) για τη συμπλήρωση των 35 ετών διαμονής.
Κατόπιν, ο ΟΠΕΚΑ (ως οιονεί καθολικός διάδοχος του π. ΟΓΑ) άσκησε έφεση προκειμένου να εξεταστεί εκ νέου η υπόθεση σε δεύτερο βαθμό. Με την υπ’ αριθ. 510/2023 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (Τμήμα Β΄) απορρίφθηκε ομόφωνα η έφεση του ΟΠΕΚΑ και με πλήρη αιτιολόγηση διατηρήθηκε σε ισχύ η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 5 σκέψη της σχολιαζόμενης απόφασης, το ποσό του επιδόματος καταβάλλεται πλήρες για όσους πληρούν σωρευτικά τις προϋποθέσεις του άρθρου 93 του ν. 4387/2016, καθώς και την πρόσθετη προϋπόθεση της διαμονής στην Ελλάδα για 35 έτη. Σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 1 περ. δ΄ του ν. 4387/2016, το ποσό του επιδόματος μειώνεται κατά 1/35 για κάθε ένα έτος που υπολείπεται των 35 ετών. Η ανωτέρω τριακονταπενταετία πρέπει να είναι μόνο πλήρης και για τον υπολογισμό των 35 ετών δεν τίθεται στο νόμο οποιοσδήποτε περιορισμός (χρονικός ή ηλικιακός), δηλαδή τα 35 έτη διαμονής λαμβάνονται υπ’ όψιν από τη γέννηση του αιτούντος μέχρι και την υποβολή της αίτησης. Αντίθετα, όπου ο νομοθέτης ήθελε να θέσει τέτοιου είδους περιορισμούς, το έχει εκφράσει ρητά όπως στην περίπτωση γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 93 του ν. 4387/2016, σύμφωνα με την οποία για τη θεμελίωση του δικαιώματος για το εν λόγω επίδομα απαιτείται μόνιμη και νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα για τουλάχιστον 15 συνεχόμενα έτη πριν από την υποβολή της αίτησης για τη λήψη του επιδόματος ή 15 έτη μεταξύ του 17ου και του 67ου έτους της ηλικίας, εκ των οποίων τα 10 έτη συνεχόμενα πριν από την υποβολή της αίτησης.
Περαιτέρω, κρίθηκε ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του εκκαλούντος σύμφωνα με τον οποίο για τη συμπλήρωση των απαιτούμενων 35 ετών δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν έτη μόνιμης και νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα πριν από τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας του ή αυτά που προηγήθηκαν της απουσίας του για ένα χρονικό διάστημα από τη χώρα, διότι η ερμηνεία αυτή δεν βρίσκει έρεισμα στη γραμματική διατύπωση της συγκεκριμένης διάταξης της περίπτωσης δ΄, η οποία δεν θέτει κανένα σχετικό περιορισμό. Αντίθετα, κρίθηκε και από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ότι στην προκείμενη περίπτωση συνειδητά ο νομοθέτης δεν έθεσε τον ανωτέρω περιορισμό, διότι πρόκειται για διάταξη που υλοποιεί την κρατική μέριμνα για τη συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού (ανασφάλιστοι υπερήλικες) που στερείται τα στοιχειώδη και απολύτως αναγκαία μέσα για την αξιοπρεπή διαβίωσή της.
Ασφαλώς, όλα τα παραπάνω είναι απολύτως συμβατά με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, με το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 93 του ν. 4387/2016, αλλά και με τις ίδιες τις οδηγίες της Διοίκησης όπως έχουν γνωστοποιηθεί με την υπ’ αριθ. 8/2016 εγκύκλιο του π. ΟΓΑ. Συγκεκριμένα, στην ανωτέρω εγκύκλιο ο π. ΟΓΑ επαναλαμβάνει ότι το ποσό του επιδόματος καταβάλλεται πλήρες για όσους έχουν συμπληρώσει στη χώρα τουλάχιστον 35 πλήρη έτη διαμονής και δεν θέτει κανέναν απολύτως περιορισμό (χρονικό ή ηλικιακό). Μάλιστα, στην εγκύκλιο αυτή παρατίθεται παράδειγμα υπολογισμού του ποσού του επιδόματος σε περίπτωση που κάποιος έχει σ’ ολόκληρη τη ζωή του 34 χρόνια διαμονής στην Ελλάδα και δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο της εγκυκλίου ότι τα συγκεκριμένα χρόνια διαμονής προσμετρώνται από ένα όριο ηλικίας και έπειτα.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα