ΜΠρΘεσ 12850/2022
Δικαστής: Αικ. Καραΐνδρου
Δικηγόροι: Φ. Παπαχρήστου - Α. Μιχαήλος
Νομοθετικές διατάξεις: άρθρα 7 Καν. 2019/1111, 5 Ι ΣυμβΧαγ1996, 1520 ΑΚ
Κανονισμός 2019/1111. Σύμβαση της Χάγης του 1996. Αιτήσεις προσωρινής ρύθμισης επικοινωνίας σε διαφορά διασυνοριακού χαρακτήρα· τόπος συνήθους διαμονής του πατέρα (και του ενός ανήλικου τέκνου) στην αλλοδαπή (Ελβετία), του άλλου ανήλικου τέκνου και της μητέρας στη Θεσσαλονίκη· διεθνής δικαιοδοσία για την αίτηση προσωρινής ρύθμισης της επικοινωνίας (άρθ. 7 Καν. 2019/1111)· έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας για την αίτηση προσωρινής ρύθμισης της επικοινωνίας της μητέρας με τον ανήλικο γιο της, ο οποίος είχε και διατηρεί νόμιμη συνήθη διαμονή στην Ελβετία, εφόσον δεν συντρέχει εν προκειμένω διατήρηση της αρμοδιότητας των ελληνικών δικαστηρίων ούτε συνάγεται σιωπηρή παρέκταση· εφαρμοστέα στη δεύτερη αίτηση είναι η Σύμβαση της Χάγης του 1996.
Ι. Ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού εκκρεμούν: Α) η με αριθμό… αίτηση προσωρινής ρύθμισης της επικοινωνίας του αιτούντος με την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων…, και Β) η με αριθμό… αίτηση προσωρινής ρύθμισης της επικοινωνίας της αιτούσας με τον ανήλικο υιό των διαδίκων… . Τα δύο αυτά δικόγραφα πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν, λόγω της συνάφειας που υπάρχει μεταξύ τους, και διότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (31 § 3, 246 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Συμπληρωματικός πυλώνας της μεταρρύθμισης του ν. 4800/2021 αποτελεί η ενίσχυση της επικοινωνίας του παιδιού με το γονέα με τον οποίο δεν διαμένει με την οριοθέτηση ενός ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας (Γ. Λέκκας, Η Επιμέλεια του παιδιού κατά τον ΑΚ, μετά το ν. 4800/2021, σ. 264 επ.). Με το άρθρο 1520 ΑΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του ν. 4800/2021, προβλέπεται ότι γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο, όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε τακτή χρονική βάση. Με την ως άνω ρύθμιση δηλώνεται πανηγυρικά ότι η επικοινωνία συνιστά δικαίωμα και, παράλληλα, υποχρέωση του δικαιούχου γονέα. Η ως άνω αναφορά του νόμου σε υποχρέωση ερμηνεύεται ως αναγνώριση του λειτουργικού χαρακτήρα του δικαιώματος της επικοινωνίας με (…) συμβολικό και κατευθυντήριο ρόλο για τους γονείς και δεν εισάγει αγώγιμη αξίωση για εξαναγκασμό του γονέα σε επικοινωνία (έτσι και σε Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τ. ΙΙ, έκδ. 2021, σ. 348, Κ. Φουντεδάκη, Το νέο δίκαιο των σχέσεων γονέων και παιδιών, έκδ. 2021, σ. 84-85). Για την εφαρμογή του άρθρου 1520 ΑΚ σημασία έχει μόνο το γεγονός ότι ο γονέας μένει χωριστά από το τέκνο ανεξάρτητα από το αν ασκεί από κοινού με τον άλλο γονέα την επιμέλεια (βλ. Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ό.π., σ. 337, Γ. Λέκκα, ό.π., σ. 264). Επίσης, προβλέπεται ως ειδική υποχρέωση του γονέα με τον οποίο διαμένει το τέκνο η διευκόλυνση και η προώθηση της επικοινωνίας του τέκνου με τον άλλο γονέα, η οποία νοείται ως η εμφύσηση στο παιδί καλών αισθημάτων για τον άλλο γονέα και η καλή συνεργασία προκειμένου να καθοριστούν οι πρακτικές λεπτομέρειες της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας (βλ. Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ό.π., σ. 338). Σύμφωνα δε με την § 2 του νέου άρθρου 1520 «Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με το γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου». Με την ως άνω ρύθμιση επιχειρείται η οριοθέτηση ενός ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας του τέκνου με το γονέα που δεν διαμένει, το οποίο συμβάλλει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και της ψυχικής υγείας του ανήλικου (Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4800/2021 για το νέο άρθρο 1520 ΑΚ). Επικρίθηκε, όμως, πολλαπλώς για τη νομοτεχνική της αστοχία αναφορικά με τη θέσπιση τεκμηρίου, για τη σκοπιμότητα του οριζόντιου ποσοτικού προσδιορισμού του χρόνου της επικοινωνίας, καθώς και για την κεκαλυμμένη θέσπιση συνεπιμέλειας με εναλλασσόμενη διαμονή (βλ. σχετική κριτική Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ό.π., σ. 341, Κ. Παντελίδου, Οι αλλαγές του ν. 4800/2021 στη γονική μέριμνα και στο δικαίωμα επικοινωνίας με το τέκνο εκτός γάμου, ΕλλΔνη 2021. 979, Μ. Σταθόπουλο, Η νέα ρύθμιση της συνεπιμέλειας, ΕλλΔνη 2021. 968, Ι. Σπυριδάκη, Παρατηρήσεις για το νόμο 4800/2021, ΕλλΔνη 2021. 972, Φουντεδάκη, ό.π., σ. 89). Σαφώς ο πραγματικός χρόνος επικοινωνίας δεν είναι δυνατό να «τεκμαίρεται», γιατί δεν συνιστά ένα δυσαπόδεικτο πραγματικό γεγονός, το οποίο συνάγεται από τη συνδρομή κάποιου άλλου γεγονότος. Αυτό που εν προκειμένω πρέπει να προσδιοριστεί από το δικαστήριο είναι ο προσήκων χρόνος επικοινωνίας που ικανοποιεί το δικαίωμα του γονέα για επικοινωνία και το συμφέρον του ανήλικου (Μ. Σταθόπουλος, ό.π., σ. 968). Υποστηρίζεται ότι η διάταξη εισάγει μία μορφή ρύθμισης του βάρους απόδειξης του συμφέροντος του παιδιού, κατ’ αναλογία με τη νομοθετική ρύθμιση για την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του άρθρου 1400 ΑΚ (Γ. Βαλμαντώνης, Η προσαρμογή του ελληνικού οικογενειακού δικαίου στις σύγχρονες ευρωπαϊκές νομοθεσίες, με την καθιέρωση του κανόνα της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας μετά το χωρισμό των γονέων, ΕλλΔνη 2021. 1083). Έτσι ο εύλογος χρόνος επικοινωνίας τεκμαίρεται μαχητά, από μόνη τη γονεϊκή ιδιότητα ενός προσώπου, ότι πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον «στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου» του παιδιού. Το τεκμήριο είναι μαχητό, με συνέπεια ο άλλος γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο να δύναται να αποδείξει ότι αυτός ο χρόνος επικοινωνίας δεν είναι ο προσήκων για το συμφέρον του παιδιού και πρέπει να μειωθεί λόγω των ειδικών συνθηκών διαβίωσης, όπως τις σχολικές υποχρεώσεις, την ηλικία, την κατάσταση της υγείας του (βλ. σε Γ. Βαλμαντώνη, ό.π., σ. 1083, Λέκκα, ό.π., σ. 277-278). Ομοίως ο γονέας που αιτείται μικρότερο χρόνο επικοινωνίας από το 1/3 που προβλέπει το άρθρο 1520 ΑΚ έχει το βάρος απόδειξης ότι τούτο είναι δικαιολογημένο με βάση τις συνθήκες διαβίωσης και το συμφέρον του τέκνου (λ.χ. ηλικία, ειδικές ανάγκες, σχολικές υποχρεώσεις), όχι όμως και του δικαιούχου γονέα (λ.χ. επαγγελματικές ενασχολήσεις, φόρτος εργασίας, νέα οικογένεια, παιδί από άλλη σχέση), ο οποίος πρέπει κατ’ αρχήν να του αφιερώνει το 1/3 του συνολικού του χρόνου, άλλως στοιχειοθετείται κατ’ αρχήν περίπτωση κακής άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας και του δικαιώματος της γονικής μέριμνας, λόγω του λειτουργικού τους χαρακτήρα (Γ. Λέκκας, ό.π., σ. 277-288). Πλην, όμως η αυστηρή τυπική λειτουργία του νόμιμου μαχητού τεκμηρίου, που θα επέβαλε το βάρος απόδειξης για το εύρος και το περιεχόμενο της επικοινωνίας αποκλειστικά στους διαδίκους γονείς δεν συνάδει με τον παιδοκεντρικό χαρακτήρα των διατάξεων του οικογενειακού δικαίου και τη σταθερή προσήλωσή του προς το συμφέρον του παιδιού, ιδίως όταν η ρύθμιση των εν λόγω ζητημάτων γίνεται ετερόνομα από το δικαστήριο και όχι αυτόνομα από τους γονείς. Υποστηρίζεται, λοιπόν, σχετικώς ότι οι λόγοι που αφορούν το συμφέρον του τέκνου και επιβάλλουν την επιβολή μεγαλύτερου ή μικρότερου χρόνου επικοινωνίας θα μπορούν να εξειδικεύονται μέσω της αποδεικτικής διαδικασίας και να λαμβάνονται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι πρόκειται στην ουσία για εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του τέκνου, η οποία ως τέτοια μπορεί και πρέπει να εξειδικευτεί μέσω των αποδείξεων και με εφαρμογή των διδαγμάτων της κοινής πείρας (βλ. Ασημακοπούλου, Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, ν. 4800/2021, Ειδικά Δικονομικά Ζητήματα, ΕλλΔνη 2021. 1122, Κ. Παντελίδου, Οι αλλαγές του ν. 4800/2021 στη γονική μέριμνα και στο δικαίωμα επικοινωνίας με το τέκνο εκτός γάμου, ΕλλΔνη 2021. 979-980, Φουντεδάκη, ό.π., σ. 92· και τελικά μάλλον έτσι και Λέκκας, ό.π., σ. 278). Προς υποστήριξη της ως άνω θέσης συνηγορεί όχι μόνον ο παιδοκεντρικός χαρακτήρας του συστήματος του οικογενειακού δικαίου, αλλά και η γραμματική διατύπωση του άρθρου 1520 ΑΚ: «… ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας». Η διατύπωση αυτή του νέου άρθρου αντιπαραβάλλεται διαζευκτικώς προς το αίτημα του γονέα, άρα περιλαμβάνει και τη δυνατότητα του δικαστηρίου να ρυθμίσει ex officio την επικοινωνία διαφορετικά, όταν επιβάλλεται από το συμφέρον του ανήλικου τέκνου (Κ. Παντελίδου, ό.π., σ. 980). Άλλωστε και στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4800/2021 αναφέρεται ότι η καθιέρωση του ανωτέρω τεκμηρίου στοχεύει στη δημιουργία μίας υπαρκτής βάσης διαλόγου μεταξύ των γονέων και δεν διαφαίνεται πρόθεση του νομοθέτη για θέσπιση ενός αυστηρού νομικού τεκμηρίου προς αντιστροφή του βάρους απόδειξης υπέρ του δικαιούχου γονέα. Η ως άνω θέση προκρίνεται ως ορθότερη διότι το συμφέρον του τέκνου κατά το άρθρο 1511 ΑΚ αποτελεί σε κάθε περίπτωση ένα σταθερό γνώμονα για την εφαρμογή του άρθρου 1520 ΑΚ, εκτός της εξουσίας διάθεσης των διαδίκων γονέων, όταν το δικαστήριο καλείται να ρυθμίσει ετερόνομα την επικοινωνία σε περίπτωση που οι γονείς διαφωνούν ως προς το εύρος και τους όρους της ή σε περίπτωση που η συμφωνία των γονέων δεν είναι νόμιμη. Άλλωστε, η επιβαλλόμενη συνεκτίμηση της προσωπικής γνώμης του ίδιου του ανήλικου (άρθρο 1520 § 1 εδ. 4 ΑΚ) σε συνδυασμό με την αξιολογική στάθμιση και αξιολόγηση των συμφερόντων των γονέων και του τέκνου μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική ad hoc διευθέτηση του χρόνου και τρόπου επικοινωνίας από αυτή που προτείνουν στο δικαστήριο οι διάδικοι γονείς ή τεκμαίρεται ex ante και in abstracto ως ωφέλιμη από το άρθρο 1520 § 1 εδ. γ΄ ΑΚ. Το συμφέρον του τέκνου, ως κριτήριο για τη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, αποτελεί αόριστη νομική έννοια, που εξειδικεύεται από το δικαστήριο ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, συνεκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν με βάση αξιολογικά κριτήρια, αντλούμενα από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής (ΑΠ 58/2017, ΑΠ 255/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε με το νέο αναθεωρημένο πλαίσιο για τις σχέσεις γονέων-τέκνων που θεσπίστηκε με το ν. 4800/2021 για την εξειδίκευση του βέλτιστου συμφέροντος του ανήλικου τέκνου, που εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και τη φροντίδα του, καθώς και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθέναν από αυτούς, το δικαστήριο ζητάει και συνεκτιμά τη γνώμη του τέκνου ανάλογα με την ωριμότητά του (άρθρο 1511 § 4 ΑΚ) και λαμβάνει υπ’ όψιν τους δεσμούς του τέκνου με καθέναν από τους γονείς και τους αδερφούς του, τυχόν συμφωνίες των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας (άρθρο 1514 § 3 ΑΚ), την ικανότητα και πρόθεση καθενός γονέα να σέβεται τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά του γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, τη συμμόρφωση του κάθε γονέα με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, με δικαστικές αποφάσεις, με εισαγγελικές διατάξεις και με προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα (άρθρο 1511 § 2 εδ. β΄ ΑΚ). Περαιτέρω ο υπολογισμός του ενός τρίτου (1/3) του χρόνου του συνολικού χρόνου του παιδιού πρέπει κατά κανόνα να ερμηνευτεί ως το ένα τρίτο (1/3) της εκάστοτε χρονικής περιόδου που διανύει το παιδί στη ζωή του (σχολική χρονιά, θερινές ή εορταστικές διακοπές κ.ο.κ.) χωρίς να ενδιαφέρει ο στενός εννοιοκρατικός και μαθηματικός υπολογισμός του 1/3 εκ του συνόλου των ημερών ενός έτους (έτσι, Γ. Βαλμαντώνης, ό.π., σ. 1083, Α. Βαλτούδης, Συνεπιμέλεια και εναλλασσόμενη κατοικία στο νέο οικογενειακό δίκαιο, ΕλλΔνη 2021. 1007, όμως αντίθετα Γ. Λέκκας, ό.π., σ. 149-150). Στη συνέχεια της § 1 εξειδικεύεται η έννοια της επικοινωνίας: αυτή περιλαμβάνει τόσο τη φυσική παρουσία και επαφή του γονέα με το τέκνο, όσο και τη διαμονή του τέκνου στην οικία του. Καθίσταται έτσι σαφές ότι η επικοινωνία δεν περιλαμβάνει μόνο τη διαμονή του παιδιού στην οικία του γονέα, αλλά και άλλες μορφές επαφής, με φυσική παρουσία (λ.χ. ο γονέας δειπνεί με το παιδί ή το συνοδεύει σε δραστηριότητες) ή όχι (λ.χ. βιντεοκλήση, απλή τηλεφωνική επικοινωνία). Ωστόσο, η επικοινωνία χωρίς φυσική παρουσία δεν προσμετράται για τον υπολογισμό του 1/3, όπως ρητά προβλέπεται στο 3ο εδάφιο της § 1 (Κ. Φουντεδάκη, ό.π., σ. 88). Στο σημείο αυτό θα πρέπει άλλωστε να παρατηρηθεί ότι, ναι μεν το άρθρο 1520 § 1 εδ. 1 κάνει λόγο για κατά το δυνατό ευρύτερη επικοινωνία στην οποία περιλαμβάνεται και η διαμονή στην οικία του δικαιούχου (κάτι που αφορά τον τόπο της επικοινωνίας), οι λέξεις όμως «κατά το δυνατό» υποδηλώνουν αυτό που είναι και αυτονόητο: ότι η διαμονή στην οικία του δικαιούχου συνήθως είναι επιθυμητή από αυτόν, δεν είναι όμως πάντα απεριόριστα δυνατή (βλ. Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ό.π., σ. 342). Η επικοινωνία του παιδιού με το γονέα βέβαια δεν πρέπει να διαταράσσει την «καθημερινότητα» του παιδιού (1520 § 1 εδ. γ΄ ΑΚ). Αυτό σημαίνει ότι ο γονέας που επιδιώκει διευρυμένη επικοινωνία έχει τη δυνατότητα και την υποχρέωση να υλοποιήσει το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του παιδιού που έχει συμφωνηθεί από τους δύο γονείς ή οριστεί από το δικαστήριο (βλ. Α. Βαλτούδη, ό.π., σ. 1007). Πλην, όμως, η μέριμνα να μην διαταραχθεί η σχολική τους φοίτηση και καθημερινότητα δεν θα πρέπει να οδηγεί στη λύση τα παιδιά να διαμένουν όλες τις εργάσιμες ημέρες με τον έχοντα την επιμέλεια γονέα και όλα τα Σαββατοκύριακα και διακοπές με τον άλλο γονέα, με αποτέλεσμα μεγάλες στρεβλώσεις στην ανάπτυξη της σχέσης τους με καθέναν από τους δύο. Τούτο δε διότι θα βιώνουν μία απολύτως διχοτομική κατάσταση, όπου ο περιορισμένος χρόνος τους με τον έχοντα την επιμέλεια γονέα (λόγω σχολείου, μελέτης, εξωσχολικών δραστηριοτήτων, και ταυτόχρονα εργασίας και οικιακών δραστηριοτήτων του γονέα) θα χαρακτηρίζεται από υποχρεώσεις και όρια ενώ ο ποιοτικός χρόνος που θα περνούν με τον άλλο γονέα θα έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την ευχαρίστηση (βλ. Λαδοπούλου, Οι μεταρρυθμίσεις του νόμου 4800/2021 αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων – Κριτική θεώρηση από παιδοψυχιατρική σκοπιά, σε ΤΝΠ Qualex, Κ. Φουντεδάκη, ό.π., σ. 94). Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθ. 1520 εδ. δ΄ ΑΚ «Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Για τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας του γονέα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως την εκπόνηση εμπεριστατωμένης έκθεσης κοινωνικών λειτουργών ή ψυχιάτρων ή ψυχολόγων». Επισημαίνεται ότι η αναφορά της ΑΚ 1520 εδ. δ΄ στον περιορισμό της επικοινωνίας, μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους ακαταλληλότητας του γονέα και με ειδική διαδικασία διαπίστωσης της τελευταίας, δεν αναφέρεται στον περιορισμό της επικοινωνίας σε χρόνο μικρότερο του 1/3, γιατί αυτός ο περιορισμός ρυθμίζεται από το αμέσως προηγούμενο εδάφιο του άρθρου 1520 (βλ. Φουντεδάκη, ό.π., σ. 94).
ΙΙΙ. Με την ένδικη αίτησή του, ο αιτών εκθέτει ότι από το γάμο τους με την αιτούσα απέκτησαν δύο τέκνα, το Δ* που γεννήθηκε την 25η.7.2005 και την Κ* που γεννήθηκε την 25η.3.2008. Ότι μετά το γάμο τους διέμεναν στην Ελβετία και ότι αμφότεροι έχουν τόσο την Ελληνική όσο και την Ελβετική υπηκοότητα. Ότι κατόπιν κοινής τους απόφασης και λόγω ανυπέρβλητων διαφορών χώρισαν δυνάμει της υπ’ αριθ. …/30.5.2016 απόφασης δικαστικού χωρισμού του Πολιτικού Δικαστηρίου της περιφέρειας Ανατολικού Vaud της Ελβετίας, με την οποία επικυρώθηκε η συμφωνία διάσπασης του έγγαμου βίου των διαδίκων που υπέγραψαν την 3η και 4η Μαρτίου 2016. Ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 3003/2017 αμετάκλητης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αναγνωρίστηκε ότι υφίσταται δεδικασμένο στην Ελλάδα από την ως άνω απόφαση δικαστικού χωρισμού του ελβετικού Δικαστηρίου. Ότι με βάση τη συμφωνία τους που επικυρώθηκε με την ανωτέρω απόφαση αποφάσισαν ότι η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων θα ασκείται από την καθ’ ης η αίτηση μητέρα τους και ο ίδιος θα έχει ελεύθερο και διευρυμένο δικαίωμα επικοινωνίας, το οποίο θα ορίζεται μετά από συνεννόηση των μερών. Ότι ειδικότερα και σε περίπτωση έλλειψης συνεννόησης μπορεί να παραλαμβάνει τα τέκνα του κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο από την Παρασκευή και ώρα 6 μ.μ. έως και την Κυριακή ώρα 7 μ.μ., τρεις ημέρες εναλλάξ τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά, το Πάσχα ή την ανάληψη του Ιησού, την Πεντηκοστή ή την Ομοσπονδιακή Ημέρα των Ευχαριστιών, καθώς και πέντε εβδομάδες διακοπών ετησίως, σε μία ή δύο εβδομάδες, με πρότερη ειδοποίηση δύο μηνών για τις διακοπές. Ότι ήδη ο γάμος τους έχει ήδη λυθεί δυνάμει της με αριθμό… απόφασης του Πολιτικού Δικαστηρίου της περιφέρειας Ανατολικού Vaud της Ελβετίας, η οποία κατέστη αμετάκλητη την 26η Απριλίου 2022, ενώ δυνάμει της με αριθμό 4296/2022 οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου αυτού κατά τη διαδικασία των οικογενειακών διαφορών έχει ανατεθεί στον ίδιο αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους Δ*. Περαιτέρω εκθέτει ότι η συνεννόηση με την καθ’ ης η αίτηση μητέρα για την πραγματοποίηση της επικοινωνίας από το έτος 2019 μέχρι και σήμερα γίνεται με ηλεκτρονικά μηνύματα ταχυδρομείου. Ότι παρόλο που έχει ρυθμιστεί η επικοινωνία του με την ανήλικη θυγατέρα του, η καθ’ ης η αίτηση παρεμπόδισε την επικοινωνία μαζί της το καλοκαίρι κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αίτηση, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι στην αλλοδαπή απόφαση δεν υφίστανται κυρώσεις για την παραβίαση του δικαιώματος επικοινωνίας. Επικαλούμενος δε επείγουσα περίπτωση ζητεί να ρυθμιστεί προσωρινά, κατά τον ειδικότερα εκτιθέμενο στην αίτηση τρόπο το δικαίωμα επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του, να απειληθεί κατά της καθ’ ης χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί αναφορικά με την επικοινωνία του με το ανήλικο τέκνο του, καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ ης στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
IV. Στην ένδικη αίτηση υφίστανται στοιχεία αλλοδαπότητας στο πρόσωπο των διαδίκων, καθώς όλοι οι διάδικοι (ενήλικες και ανήλικη) έχουν τόσο την Ελβετική όσο και την Ελληνική ιθαγένεια, ο αιτών είναι κάτοικος Ελβετίας, ενώ η καθ’ ης η αίτηση μητέρα και η ανήλικη θυγατέρα τους Κ* κάτοικοι Ελλάδος και δη Θεσσαλονίκης. Η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου θα κριθεί υπό το πρίσμα του νέου Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1111 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 2019 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας και για τη διεθνή απαγωγή παιδιών (αναδιατύπωση), ο οποίος αντικατέστησε τον Κανονισμό (ΕΚ) 2201/2003 και εφαρμόζεται ως προς τις αποφάσεις που εκδίδονται σε αγωγές και αιτήσεις που ασκήθηκαν μετά την 1η.8.2022, σύμφωνα με το άρθρα 17 περ. α΄ και 100 § 1 του νέου Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1111, καθώς η ένδικη αίτηση κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 10η.8.2022 και επιδόθηκε στην καθ’ ης η αίτηση την 11η.8.2022 δυνάμει της με αριθμό …/11.8.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Κ. Μ. [βλ. για την εφαρμογή και ερμηνεία του νέου Κανονισμού σε Ι. Δεληκωστόπουλο, Ο Κανονισμός 2019/1111 για τις γαμικές διαφορές, τις διαφορές γονικής μέριμνας και τη διεθνή απαγωγή παιδιών. Αλλαγές σε σχέση με τον Κανονισμό 2201/2003, Lex&Forum 2021. 368 και σε Τίτσια, Ζητήματα από τον Κανονισμό 1111/2019 (Βρυξέλλες ΙΙβ ή ter), ΕΠολΔ 2020. 323]. Το Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς βάσει των άρθρων 1 §§ 1β και 2α, 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1111 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 2019 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας και για τη διεθνή απαγωγή παιδιών (αναδιατύπωση), διότι κατά το χρόνο άσκησης και συζήτησης της αίτησης η συνήθης διαμονή του ανήλικου τέκνου των διαδίκων βρίσκεται στην ημεδαπή και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα στοιχεία αλλοδαπότητας εν προκειμένω εντοπίζονται σε τρίτο κράτος (Ελβετία) που δεν είναι δεσμευόμενο από τον Κανονισμό [βλ. υπό το καθεστώς ισχύος του Κανονισμού 2201/2003 σε Π. Αρβανιτάκη/Ε. Βασιλακάκη (-Δ. Κράνη), Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003, 2016, σ. 92-93]. Κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (22, 682 § 1, 683 § 1, 735 ΚΠολΔ). Η ένδικη διαφορά διέπεται από το ημεδαπό δίκαιο ως το δίκαιο που εφαρμόζει το παρόν Δικαστήριο κατά την άσκηση της διεθνούς του δικαιοδοσίας και ως το δίκαιο του τόπου της συνήθους διαμονής του τέκνου των διαδίκων [άρθρα 15 § 1 και 17 του κεφαλαίου ΙΙΙ της Σύμβασης της Χάγης του 1996, η οποία έχει κυρωθεί και ισχύει στη μεν Ελβετία από την 1η.4.2007, στη δε Ελλάδα από την 1η.6.2012 μετά την κύρωσή της με το ν. 4020/2011 (ΜΠρΘεσ 9105/2021, αδημ., ΜΠρΘεσ 2530/2020, αδημ., ΜΠρΑγρ 41/2020, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 2890/2018, Αρμ 2019. 883 και σε θεωρία Π. Γιαννόπουλος, Διεθνής δικαιοδοσία και εφαρμοστέο δίκαιο κατά τον Κανονισμό 2201/2003 και τη Σύμβαση της Χάγης του 1996 για θέματα γονικής μέριμνας και προστασίας των ανηλίκων, σε πρακτικά ημερίδας της ΕΝΟΒΕ, Το διαζύγιο και οι συνέπειές του στις οικογενειακές έννομες σχέσεις, 2016, σ. 140-142)]. Επομένως η αίτηση είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1520 ΑΚ, 176, 735, 947 και 950 § 2 ΚΠολΔ χωρίς να αποτελεί απαράδεκτη μεταβολή του αιτήματος η με το σημείωμα του αιτούντος διαφοροποίηση ως προς τις ημέρες επικοινωνίας, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της καθ’ ης η αίτηση. Τούτο δε διότι η επικοινωνία του δικαιούχου γονέα με το τέκνο ρυθμίζεται από το δικαστήριο με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου διότι η ρύθμιση της ασκήσεως του ανωτέρω δικαιώματος από το άρθρο 1520 ΑΚ λειτουργεί μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση του δικαιώματος και καθήκοντος των γονέων για τη μέριμνα υπέρ του ανήλικου τέκνου τους (άρθρα 1511 και 1512 ΑΚ). Έτσι ο αιτών ως δικαιούχος της επικοινωνίας δύναται να προσδιορίσει στο δικόγραφο το περιεχόμενο της επικοινωνίας που επιθυμεί να έχει με το τέκνο του, οπότε το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπ’ όψιν το αίτημα της αίτησης και να κρίνει με βάση τις αποδείξεις αν ο προτεινόμενος από το δικαιούχο τρόπος, χρόνος και λοιπές περιστάσεις επικοινωνίας είναι και σε ποιο βαθμό συμφέρουσες για το τέκνο, καθορίζοντας το περιεχόμενο της επικοινωνίας, πλην όμως δεν δεσμεύεται από τον προτεινόμενο τρόπο επικοινωνίας (βλ. ΑΠ 989/2015, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 127/2017, σε ΕλλΔνη 2017. 869). Επομένως η αίτηση πρέπει να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Με την ένδικη υπό στοιχείο β΄ αίτηση η αιτούσα εκθέτει ότι δυνάμει της με αριθμό 4296/31.3.2022 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών ανατέθηκε οριστικά η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου των διαδίκων Δ* στον καθ’ ου η αίτηση πατέρα του και ορίστηκε ως τόπος διαμονής του η πόλη Μοντρέ της Ελβετίας. Ότι την 21η.5.2022 ο καθ’ ου παρέλαβε τον ανήλικο και αμφότεροι εγκαταστάθηκαν στην Ελβετία. Ότι ο καθ’ ου έκτοτε παρεμποδίζει τη φυσική και τηλεφωνική επικοινωνία με το τέκνο της προκειμένου να την αποξενώσει από αυτόν. Επικαλούμενη δε επείγουσα περίπτωση ζητεί να ρυθμιστεί προσωρινά, κατά τον ειδικότερα εκτιθέμενο στην αίτηση τρόπο το δικαίωμα επικοινωνίας της με το ανήλικο τέκνο της, να απειληθεί κατά του καθ’ ου χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί αναφορικά με την επικοινωνία της με το ανήλικο τέκνο της, καθώς και να καταδικαστεί ο καθ’ ου στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η καταγόμενη προς δικαστική κρίση διαφορά έχει προδήλως στοιχεία αλλοδαπότητας και είναι ερευνητέα η ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Στην ένδικη υπόθεση η κατάφαση της διεθνούς δικαιοδοσίας καταρχήν ελέγχεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/1111 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 2019 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας (αναδιατύπωση), ο οποίος εφαρμόζεται ως προς τις αποφάσεις που εκδίδονται σε αγωγές και αιτήσεις που ασκήθηκαν μετά την 1η.8.2022, σύμφωνα με το άρθρα 17 περ. α΄ και 100 § 1 του νέου Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1111, καθώς η ένδικη αίτηση κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 9η.9.2022 και επιδόθηκε στην καθ’ ης η αίτηση αυθημερόν (βλ. …). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας που επιτρεπτώς επισκοπούνται κατά τον κρίσιμο για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας χρόνο, πιθανολογείται ότι το ανήλικο τέκνο των διαδίκων Δ*, Έλληνας και Ελβετός υπήκοος, γεννήθηκε την 25η.7.2005 στην Ελβετία όπου και διέμενε μέχρι το έτος 2008, οπότε και εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη. Κατόπιν επανεγκαταστάθηκαν στην Ελβετία το έτος 2013 μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2017, οπότε και επέστρεψε με τη μητέρα του στη Θεσσαλονίκη. Ήδη από την 21η.5.2022 ο ανήλικος μετακινήθηκε νόμιμα από την Ελλάδα στην Ελβετία δυνάμει της με αριθμό 4296/31.3.2022 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών, με την οποία ανατέθηκε οριστικά η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου των διαδίκων Δ* στον καθ’ ου η αίτηση πατέρα του και ορίστηκε ως τόπος διαμονής του η πόλη Μοντρέ της Ελβετίας. Από τα μέσα Ιουνίου μέχρι και το τέλος Αυγούστου 2022 ήρθε στην Ελλάδα για διακοπές με τον πατέρα του και επέστρεψε στην Ελβετία στις 20 Αυγούστου, όπου και συνεχίζει να διαμένει παρακολουθώντας μαθήματα σε ελβετικό σχολείο. Επομένως προκύπτει ότι ο ανήλικος έχει αποκτήσει νόμιμα και κατά τρόπο σταθερό κατοικία στην Ελβετία, όπου πλέον είναι η κύρια εγκατάστασή του μαζί με τον αιτούντα πατέρα του που ασκεί την επιμέλεια του προσώπου του. Η δε ενσωμάτωση του ανήλικου στην Ελβετία ήταν πλήρης και ευχερής ακόμη και αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, καθώς είναι η χώρα που γεννήθηκε, είναι Ελβετός υπήκοος, μιλάει άριστα γαλλικά ως μητρική γλώσσα, είχε ζήσει εκεί κατά τα έτη 2013-2017, διαμένουν εκεί πολλοί στενοί συγγενείς του και την επισκεπτόταν κάθε έτος τουλάχιστον για ένα μήνα για διακοπές (Χριστουγέννων και θερινές). Συνακόλουθα η παραμονή του στην Ελλάδα για το διάστημα του καλοκαιριού του έτους 2022 ήταν ευκαιριακή με πρόθεση διακοπών και δεν επέφερε την κατάργηση της συνήθους διαμονής του. Εφόσον δε δεν δημιουργήθηκε νέα διαμονή στην Ελλάδα εξακολουθεί να ισχύει η υφιστάμενη από το Μάιο του έτους 2022 συνήθης διαμονή του στην Ελβετία, την οποία ουδέποτε είχε την πρόθεση να καταργήσει. Δεν συντρέχει, επομένως, ο βασικός δικαιοδοτικός σύνδεσμος της συνήθους διαμονής του τέκνου κατά το χρόνο άσκησης και ήδη συζήτησης της ένδικης αίτησης ρύθμισης της επικοινωνίας, προκειμένου να θεμελιωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1111. Περαιτέρω δεν συντρέχει στην ένδικη διαφορά άλλος δικαιοδοτικός σύνδεσμος του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1111, καθώς: α) δεν διατηρείται η αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστηρίων 3 μήνες μετά τη μετοικεσία του παιδιού για τροποποίηση δικαιώματος επικοινωνίας, καθώς δεν υφίσταται απόφαση που ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί πριν τη μετοικεσία (άρθρο 8 § 1), β) ο ανήλικος μετακινήθηκε νόμιμα στην Ελβετία δυνάμει της με αριθμό 4296/31.3.2022 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρο 9 § 1) και γ) παρόλο που ο ανήλικος έχει την ελληνική ιθαγένεια και στενή σχέση με την Ελλάδα λόγω της προηγούμενης συνήθους διαμονής του σε αυτή, ο καθ’ ου η αίτηση πατέρας ρητά προβάλλει αντιρρήσεις και για τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου τούτου και επικουρικά παραθέτει άμυνα για την ουσία της υποθέσεως, χωρίς κατά τον τρόπο αυτό να θεμελιώνεται σιωπηρή παρέκταση ή να καταφάσκεται αντιφατική συμπεριφορά του αντίθετη με το συμφέρον του τέκνου του (άρθρο 10 § 1α΄ περ. ii, iii, β΄ και § 2 εδ. γ΄ και δ΄), δ) δεν συντρέχει επείγουσα περίπτωση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, καθώς ο ανήλικος δεν βρίσκεται στην Ελλάδα κατά το χρόνο άσκησης και τη συζήτηση της αίτησης (άρθρο 15 § 1 και εν γένει υπό την ισχύ του Κανονισμού 2201/2003 και για την εν γένει προβληματική Α. Άνθιμος, Διεθνής δικαιοδοσία και ασφαλιστικά μέτρα κατά τον Κανονισμό 2201/2003, Αρμ 2018. 1933 επ.). Εφόσον, λοιπόν, δεν μπορεί να θεμελιωθεί δικαιοδοσία ελληνικού δικαστηρίου ή άλλου κράτους μέλους, η δικαιοδοσία θα ρυθμιστεί από το εσωτερικό δίκαιο κατ’ άρθ. 14 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1111. Εφόσον το forum είναι η Ελλάδα, lex fori θεωρείται η Σύμβαση της Χάγης του 1996, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία ως προς τη γονική ευθύνη, που ισχύει τόσο στην Ελλάδα, μετά την κύρωσή της με το ν. 4020/2011, όσο και στην Ελβετία ( πληροφορία από τον ιστότοπο [https://www.hcch.net/en/states/hcch-members/details1/?sid=73]). Εφόσον, λοιπόν, το ανήλικο τέκνο των διαδίκων που διέμενε συνήθως στην Ελλάδα μετακινήθηκε νόμιμα στην Ελβετία, όπου και έχει αποκτήσει νέα συνήθη διαμονή, εφαρμοστέα τυγχάνει η Σύμβαση της Χάγης του 1996 και συγκεκριμένα το άρθ. 5 §§ 1, 2 και 3 περ. β΄ (για τη σχέση του Καν. 2201/2003 με την πολυμερή Σύμβαση της Χάγης του 1996, βλ. Π. Γιαννόπουλο, ό.π., σ. 117 επ.). Σημειώνεται δε ότι με το άρθρο 97 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1111 οροθετείται η εφαρμογή του Κανονισμού με τη Σύμβαση της Χάγης της 19ης Οκτωβρίου 1996 ως εξής: «1. Όσον αφορά τη σχέση με τη Σύμβαση της Χάγης του 1996, εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός: α) με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, εφόσον το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος κράτους μέλους… 2. Παρά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, α) αν οι διάδικοι έχουν συμφωνήσει επί της διεθνούς δικαιοδοσίας δικαστηρίου σε κράτος το οποίο αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης της Χάγης του 1996 και στο οποίο δεν εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός, εφαρμόζεται το άρθρο 10 της εν λόγω σύμβασης, …». Εν προκειμένω δεν συντρέχει περίπτωση υποχώρησης της εφαρμογής της Σύμβασης της Χάγης του 1996 έναντι του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1111 κατ’ άρθρο 97 § 2 περ. α΄ του Κανονισμού, διότι ο καθ’ ου η αίτηση έχει ρητά προβάλει αντιρρήσεις και για τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου τούτου, ενώ προφανώς δεν συντρέχει περίπτωση μεταφοράς δικαιοδοσίας ή εκκρεμοδικίας με άλλη αίτηση (βλ. Ι. Δεληκωστόπουλο, ό.π., σ. 391-392). Ομοίως δεν συντρέχει περίπτωση ασφαλιστικών μέτρων κατά τα άρθρα 11 και 12 της Σύμβασης της Χάγης του 1996, καθώς ο ανήλικος δεν βρίσκεται στην Ελλάδα κατά το χρόνο άσκησης και τη συζήτηση της αίτησης. Τέλος, ο διαφαινόμενος ισχυρισμός της αιτούσας ότι θεμελιώνεται δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων δυνάμει του άρθρου 601 § 2 ΚΠολΔ λόγω της ελληνικής ιθαγένειας ελέγχεται απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι τόσο ο Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1111 όσο και η Σύμβαση της Χάγης του 1996 κατ’ άρθρο 28 Σ. υπερισχύουν κάθε αντίθετης ή και όμοιας διατάξεως του εσωτερικού δικαίου, ενώ στο πεδίο της ισχύος τους αποκλείουν παράλληλη (σωρευτική) επίκληση των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου (Ι. Δεληκωστόπουλος, Δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων επί διασυνοριακών ευρωπαϊκών οικογενειακών διαφορών, ΕΠολΔ 2015. 437-452 = sakkoulas-online). Τέλος, ακόμη και αν γίνει δεκτή η κρατούσα στη νομολογία θέση (βλ. ΜΠρΚατ 263/2019, ΜΠρΑθ 6780/2001, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ότι ανεξάρτητα από τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας τα ελληνικά δικαστήρια έχουν τη δικαιοδοσία να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα για να αποφευχθεί αναπότρεπτη βλάβη του αιτούντος, δεν συντρέχει εν προκειμένω η συνδρομή αυτού του στοιχείου, καθώς το ανήλικο τέκνο των διαδίκων διαμένει στο εξωτερικό χωρίς πρόθεση να επιστρέψει στην Ελλάδα το προσεχές χρονικό διάστημα και ενηλικιώνεται το Φεβρουάριο του έτους 2023, οπότε το δικαίωμα της αιτούσας είναι de facto αποδυναμωμένο και δεν υφίστανται χρονικά περιθώρια για την προσωρινή ρύθμιση της επικοινωνίας της με τον ανήλικο. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας κατ’ άρθρο 3 § 1 ΚΠολΔ. Τέλος, η αιτούσα, καίτοι ηττήθηκε στη δίκη αυτή, δεν πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου, διότι η ερμηνεία των άρθρων του Κανονισμού 2019/1111 και της Σύμβασης της Χάγης που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής και, ως εκ τούτου, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης της καθ’ ης α΄ αίτηση, της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, από τις προσκομιζόμενες από τους διαδίκους ένορκες βεβαιώσεις επιτρεπτά χωρίς κλήτευση της καθ’ ης, καθώς οι προβλέψεις των διατάξεων των άρθρων 421-424 ΚΠολΔ αφορούν μόνο στις διεξαγόμενες κατά την τακτική διαδικασία και τις επιμέρους ειδικές διαδικασίες δίκες ενόψει του γεγονότος ότι στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ισχύει εν μέρει ανακριτικό σύστημα (εντός των ορίων των προβληθέντων από τους διάδικους ισχυρισμών) και ως προς το βαθμό δικανικής πεποίθησης, αρκεί η πιθανολόγηση (άρθ. 690 § 1 ΚΠολΔ) και ιδίως διότι τούτο επιβάλλεται από την ταχύτητα της όλης διαδικασίας που αποσκοπεί στην παροχή προσωρινής μόνον δικαστικής προστασίας με την έκδοση απόφασης προσωρινής αντίστοιχα ισχύος κατά το άρθ. 695 ΚΠολΔ [ΜΕφΑιγ 39/2021, ΜΕφΑθ 2352/2019, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και σε θεωρία Π. Γιαννόπουλος, Οι ένορκες βεβαιώσεις μετά το ν. 4842/2021, ΕΠολΔ 2021. 521-533, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κράνης), ΚΠολΔ2, 2020, άρθ. 690 αριθ. 7, Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ2, 2021, § 87 αριθ. 3 σημ. 17], από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν, λαμβανομένων υπ’ όψιν είτε ως αυτοτελών αποδεικτικών μέσων είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και i) η με αριθμό 4296/2022 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών και η με αριθμό 3003/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάζοντος κατά την εκούσια δικαιοδοσία των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ, που εκδόθηκαν μεταξύ των ιδίων διαδίκων, ii) τα αντίγραφα των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) που περιήλθαν στους διαδίκους, ως παραλήπτες και εμπίπτουν στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου ως μηχανικής απεικόνισης του άρθρου 444 αριθ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 405/2008, ΕΠολΔ 2008. 657, παρατηρήσεις Γ. Κόντη, ΑΠ 1628/2003, ΕλλΔνη 2004. 724), iii) οι ψηφιακές φωτογραφίες οθόνης των διαδίκων όπου απεικονίζονται τα μηνύματα (sms) που απέστειλε ο αιτών προς την καθ’ ης η αίτηση και τα τέκνα του διότι, ακόμη και χωρίς την τήρηση της διαδικασίας άρσης απορρήτου που προβλέπεται στο π.δ. 47/2005, τα γραπτά μηνύματα μεταξύ των διαδίκων θα πρέπει να αντιμετωπιστούν για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όπως οι επιστολές, αφού σε αμφότερες τις μορφές αυτού του είδους της επικοινωνίας συνυπάρχουν τα στοιχεία της αποτυπωμένης σε αναγνώσιμη μορφή επικοινωνίας από απόσταση, ενώ η μετάβαση από την κυριαρχία της επιστολής στην κυριαρχία του sms έγινε κυρίως λόγω του εκσυγχρονισμού της διαθέσιμης τεχνολογίας, με συνέπεια να μην προσβάλλονται τα δικαιώματα της ελεύθερης επικοινωνίας και του απορρήτου όταν προσκομίζονται από τους ίδιους τους αντίδικους και συνάμα συνομιλούντες μέσω sms στο πλαίσιο δικαστικής μεταξύ τους διένεξης (βλ. ΠΠρΘεσ 13661/2019, με σχόλιο Α. Πλεύρη, σε Αρμ 2021. 1551, όμως και την αντίθετη θέση σε ΠΠρΘεσ 3256/2015, ΕλλΔνη 2015. 1086, σημ. Ε. Στασινόπουλου), iv) όλα τα ξενόγλωσσα έγγραφα που προσκομίζονται με συνημμένη τη μετάφρασή τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων η επικυρωμένη μετάφραση στην ελληνική από τη γαλλική γλώσσα της με αριθ. … απόφασης δικαστικού χωρισμού του Πολιτικού Δικαστηρίου της περιφέρειας Ανατολικού Vaud της Ελβετίας, v) οι ένορκες βεβαιώσεις αμφότερων των διαδίκων που λήφθηκαν ενόψει της προηγούμενης δίκης επί της οποία εκδόθηκε η με αριθμό 4296/2022 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, vi) από τις ομολογίες των διαδίκων, που περιέχονται στις προτάσεις τους και ενυπάρχουν στις διευκρινίσεις που παρείχαν ενώπιον του Δικαστηρίου, οι οποίες ειδικά και περιοριστικά μνημονεύονται παρακάτω και εκτιμώνται ελεύθερα [άρθρο 597 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, βλ. Κεραμεύ/Κονδύλη/Νίκα (-Κράνη), ό.π., άρθ. 735 αριθ. 5] πιθανολογήθηκαν τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στην Ιερά Μονή … στη … του Δήμου … στο νομό Χαλκιδικής στις 31.7.2004. Από το γάμο αυτό απέκτησαν δύο τέκνα, το Δ* Π* που γεννήθηκε την 25η.7.2005 και την Κ* Π* που γεννήθηκε την 25η.3.2008. Οι διάδικοι πριν και κατά την αρχή της έγγαμης συμβίωσής τους διέμεναν στην Ελβετία και κατά το έτος 2017 επέστρεψαν οριστικά στην Ελλάδα με σκοπό να μετεγκατασταθούν μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Για φορολογικούς λόγους πιθανολογείται ότι συμφώνησαν να μεθοδεύσουν το δικαστικό χωρισμό τους σύμφωνα με το ελβετικό δίκαιο, που θα τους επέτρεπε να εμφανίζονται στις φορολογικές αρχές Ελλάδας-Ελβετίας ως εν διαστάσει σύζυγοι με απώτερο σκοπό υπό το κέλυφος της δικαστικά αναγνωρισμένης διάστασης να μετακομίσουν μόνιμα στην Επανομή Θεσσαλονίκης, ενώ ιδίως ο αιτών θα εξακολουθούσε να φορολογείται ως κάτοικος εξωτερικού. Προς τούτο, υπέβαλαν στο πολιτικό δικαστήριο της περιφέρειας Ανατολικού Vaud της Ελβετίας συμφωνία διάσπασης του έγγαμου βίου που είχαν υπογράψει την 3η και 4η Μαρτίου 2016, η οποία επικυρώθηκε δυνάμει της με αριθμό …/30.5.2016 απόφασης του Προέδρου του ως άνω δικαστηρίου. Σύμφωνα με τους όρους της ανωτέρω συμφωνίας δικαστικού χωρισμού, η γονική μέριμνα των τέκνων τους θα ασκείται από κοινού από τους γονείς τους, η μητέρα θα ασκεί την επιμέλεια των τέκνων, ο πατέρας θα καταβάλει την αναφερόμενη στη συμφωνία διατροφή και θα έχει διευρυμένο και ελεύθερο δικαίωμα επικοινωνίας κατόπιν συνεννόησης και ελλείψει αυτής κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο από Παρασκευή στις 6 μ.μ. έως Κυριακή στις 7 μ.μ., τρεις ημέρες εναλλάξ κατά την περίοδο των Χριστουγέννων ή της Πρωτοχρονιάς, του Πάσχα ή της Αναλήψεως, την Πεντηκοστή ή την Ομοσπονδιακή Ημέρα των Ευχαριστιών, καθώς και μία ή δύο εβδομάδες εκ των πέντε ετήσιων εβδομάδων διακοπών με πρότερη ειδοποίηση. Κατόπιν οι διάδικοι υπέβαλαν τη με αριθμό …/6.4.2017 κοινή αίτηση με αντικείμενο την αναγνώριση δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (η οποία δεν προσκομίζεται από κανένα διάδικο) και εκδόθηκε η με αριθμό 3003/13.12.2017 απόφαση. Η ως άνω απόφαση αναγνώρισε ότι υφίσταται δεδικασμένο στην Ελλάδα από την ως άνω απόφαση δικαστικού χωρισμού του ελβετικού δικαστηρίου, αλλά εσφαλμένα υπολαμβάνει ότι με τούτη λύνεται ο γάμος των διαδίκων, διότι ο δικαστικός χωρισμός δεν ταυτίζεται με τη λύση του γάμου, αλλά οδηγεί στη χαλάρωση του συζυγικού δεσμού, καθώς συνίσταται στο χωρισμό από τραπέζης και κοίτης [Π. Αρβανιτάκης/Ε. Βασιλακάκης, Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 (Κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα), 2016, σ. 33]. Η οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων πιθανολογείται ότι επήλθε οριστικά κατά το Μάιο του έτους 2019, οπότε και ανέκυψε η ανάγκη να διεκπεραιώσουν τις οικονομικής φύσεως υποθέσεις τους και ζητήματα που αφορούν την ανατροφή των τέκνων τους. Οι διαφωνίες εκ μέρους των διαδίκων γονέων αναφορικά με τις οικονομικές διευθετήσεις του χωρισμού τους αποτέλεσαν την απαρχή σειράς εξώδικων αντεγκλήσεων μεταξύ τους. Ήδη δυνάμει της με αριθμό 4296/2022 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού κατά την ειδική διαδικασία α) ανατέθηκε αποκλειστικά στον αιτούντα η άσκηση της επιμέλειας του Δ*, β) ορίστηκε ως τόπος διαμονής του Δ* η κατοικία του πατέρα του στην πόλη Μοντρέ της Ελβετίας, γ) ανατέθηκε αποκλειστικά στην καθ’ ης η αίτηση μητέρα η άσκηση της επιμέλειας της Κ*, δ) ορίστηκε ως τόπος διαμονής της Κ* η κατοικία της μητέρας της στην Ε. Θεσσαλονίκης, ε) ρυθμίστηκε το δικαίωμα διατροφής των ανηλίκων τέκνων και στ) παραχωρήθηκε στην καθ’ ης η αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης στη θέση Μ. Ε. στη Θεσσαλονίκη. Οι διάδικοι πιθανολογείται ότι αποδέχθηκαν την ως άνω απόφαση κατά το σκέλος που αφορά την ανάθεση της επιμέλειας και ήδη από την 21η.5.2022 ο Δ* μετοίκησε στην Ελβετία και γράφτηκε σε δημόσιο ελβετικό σχολείο. Με την ως άνω απόφαση δεν ρυθμίστηκαν ζητήματα αναφορικά με την επικοινωνία του τέκνου με το γονέα που δεν διαμένει. Σημειώνεται δε ότι η με αριθμό …/30.5.2016 απόφαση δικαστικού χωρισμού του Πολιτικού Δικαστηρίου της περιφέρειας Ανατολικού Vaud της Ελβετίας, παρόλο που πιθανολογείται ότι εκδόθηκε επί το σκοπώ καταστρατήγησης φορολογικών διατάξεων, τούτη είναι νομικά υποστατή και αναπτύσσει στην ελβετική και ελληνική έννομη τάξη τα αποτελέσματά της. Άλλωστε, και οι διάδικοι πιθανολογείται ότι την αποδέχθηκαν και την εφάρμοζαν αναφορικά με το ζήτημα της επικοινωνίας του αιτούντος με τα τέκνα του μέχρι το καλοκαίρι του 2022, καθώς ουδείς έκτοτε αιτήθηκε τη δικαστική ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας. Ο αιτών πιθανολογείται ότι απέστειλε στην καθ’ ης δύο μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 26 και 27 Μαΐου του έτους 2022 προκειμένου να καθορίσει την επικοινωνία του με την κόρη του Κ* κατά το μήνα Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο του έτους 2022 και να κλείσει αεροπορικά εισιτήρια. Η καθ’ ης η αίτηση απάντησε θετικά για να κλείσει εισιτήρια ο αιτών χωρίς να αναφέρει ούτε συμφωνία αλλά ούτε και διαφωνία για τον προτεινόμενο από τον αιτούντα τρόπο και χρόνο επικοινωνίας. Αφορμή για τη διένεξη πιθανολογήθηκε ότι ήταν η απροθυμία της ανήλικης Κ* να παραστεί σε ένα οικογενειακό αντάμωμα των συγγενών του αιτούντος στην Τ. Ηπείρου. Ο αιτών υποστηρίζει ότι η καθ’ ης η αίτηση προσπάθησε να εμποδίζει την επικοινωνία του με την ανήλικη, καθώς η τελευταία επιθυμούσε να παρασταθεί στο αντάμωμα στην Ήπειρο και η μητέρα της δεν την άφηνε να έρθει. Ο ισχυρισμός αυτός πιθανολογείται αβάσιμος, καθώς η έφηβη θυγατέρα των διαδίκων δεν επιθυμούσε να εγκαταλείψει τις διακοπές της στην Αθήνα με τα ξαδέρφια της από τις 10.8.2022 και να έρθει στη Θεσσαλονίκη, για να την παραλάβει ο πατέρας της, αλλά επιθυμούσε να πετάξει αεροπορικώς απευθείας από την Αθήνα στα Ιωάννινα στις 14.8.2022 για να περάσει περισσότερο χρόνο στην Αθήνα με συνομήλικούς της και λιγότερο χρόνο στο χωριό Τ. της Ηπείρου. Πιθανολογείται δε ότι αφορμή για τη διένεξη ήταν η διαφωνία των γονέων για το ποιος θα επωμιστεί το οικονομικό βάρος του αεροπορικού εισιτηρίου από την Αθήνα στα Ιωάννινα. Είναι δίδαγμα κοινής πείρας ότι ένας ανήλικος εφηβικής ηλικίας δεν μπορεί να εξαναγκαστεί σε επικοινωνία του με το γονέα και πιθανό να προτιμά τη συντροφιά συνομηλίκων του. Από την άλλη πλευρά, η επικοινωνία του γονέα δεν μπορεί να εξαρτάται από τη βούληση του παιδιού, εκτός περιπτώσεων που πίσω από την άρνηση επικοινωνίας κρύβεται εξαιρετικά σοβαρός λόγος, που εν προκειμένω δεν συντρέχει. Έτσι, ενώ δεν πιθανολογείται ότι η καθ’ ης προκάλεσε την απόφαση στην ανήλικη να μην παραστεί στην Ήπειρο και να παρεμποδίζει ευθέως την επικοινωνία με τον πατέρα και τους οικείους του, υπήρξε εφεκτική στις επιθυμίες της ανήλικης και δεν επέμενε στη συμφωνία που είχε με τον αιτούντα πατέρα. Περαιτέρω, η Δικαστής αυτού του Δικαστηρίου είχε προσωπική επικοινωνία με την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων, προσπαθώντας να διερευνήσει τη σχετική προτίμηση ή την άποψή της για το ζήτημα της επικοινωνίας με τον αιτούντα πατέρα της. Πιθανολογήθηκε ότι η ανήλικη είναι ένα ιδιαίτερα ώριμο και συνειδητοποιημένο παιδί για την ηλικία της που έχει αποδεχθεί πλήρως το χωρισμό των γονέων της, αλλά η έκθεση της ανήλικης στις διαρκείς αντιδικίες των γονέων της αναφορικά με την επικοινωνία διαταράσσει αφενός τη συναισθηματική της ασφάλεια αφετέρου την αναγκαία σταθερότητα στην προσωπική και οικογενειακή ζωή της. Το αίτημα να παραμείνει κατ’ αρχήν ευέλικτη η συμφωνία των γονέων για τη ρύθμιση της επικοινωνίας μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικής επικοινωνίας και να αναπληρώνονται οι ημέρες της επικοινωνίας που πιθανόν να απωλέσει ο αιτών με άλλες δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό διότι πιθανολογείται ότι θα οδηγήσει σε καταστρατηγήσεις, διενέξεις και θα διαταράξει την απαιτούμενη ισορροπία στο πρόγραμμα της ανήλικης. Όπως δε προεκτέθηκε υπό ΙΙ, σε περίπτωση που κριθεί ότι συντρέχει περίπτωση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης απόφασης κατά το άρθρο 1536 ΑΚ, η επικοινωνία του δικαιούχου γονέα με το τέκνο ρυθμίζεται εκ νέου από το δικαστήριο με γνώμονα, όμως, πάντοτε το συμφέρον του τέκνου και τούτο διότι η ρύθμιση της ασκήσεως του ανωτέρω δικαιώματος από το άρθρο 1520 ΑΚ λειτουργεί μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση του δικαιώματος και καθήκοντος των γονέων για τη μέριμνα υπέρ του ανήλικου τέκνου τους (άρθρα 1511 και 1512 ΑΚ). Ο αιτών ως δικαιούχος της επικοινωνίας δύναται να προσδιορίσει στο δικόγραφο το περιεχόμενο της επικοινωνίας που επιθυμεί να έχει με τη θυγατέρα του, οπότε το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπ’ όψιν το αίτημα και να πιθανολογήσει αν ο προτεινόμενος από το δικαιούχο τρόπος, χρόνος και λοιπές περιστάσεις επικοινωνίας είναι και σε ποιο βαθμό προς το συμφέρον του τέκνου, καθορίζοντας το περιεχόμενο της επικοινωνίας, πλην όμως δεν δεσμεύεται από τον προτεινόμενο τρόπο επικοινωνίας (βλ. ΑΠ 989/2015, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 127/2017, σε ΕλλΔνη 2017. 869). Επισημαίνεται ότι εν προκειμένω ορίζεται με την παρούσα απόφαση μικρότερος χρόνος επικοινωνίας της ανήλικης με τον αιτούντα πατέρα της από τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 1520 § 1 εδ. δ΄ ΑΚ, ήτοι το 1/3 του συνολικού χρόνου των ανηλίκων, διότι τούτο επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου και από το γεγονός ότι ο αιτών διαμένει στην αλλοδαπή και δεν είναι εφικτό να έχει συχνή παρουσία στη Θεσσαλονίκη. Κρίνεται δε απορριπτέο το αίτημα του αιτούντος να παραλαμβάνει την Κ* για επικοινωνία για δύο ολόκληρες εβδομάδες κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα διότι τούτο αφενός δεν εναρμονίζεται με το συμφέρον και τις επιθυμίες της Κ*, αφετέρου, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσης υπό II, δεν θα πρέπει να προκριθεί η λύση η Κ* να περνά το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος των διακοπών της με τον αιτούντα πατέρα της, διότι θα δημιουργούνται στρεβλώσεις στην ομαλή ανάπτυξη της σχέσης τους με καθένα από τους δύο. Κρίνεται έτσι εύλογη η επιθυμία της καθ’ ης η αίτηση μητέρας να περνάει και αυτή τις εορτές και τις διακοπές ποιοτικό χρόνο με την Κ* χωρίς την πίεση των εκπαιδευτικών υποχρεώσεων του παιδιού και των επαγγελματικών και οικιακών της δραστηριοτήτων. Επομένως, λαμβάνοντας ιδίως υπ’ όψιν το συμφέρον και τη γνώμη της ανήλικης, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει επείγουσα περίπτωση να γίνει εν μέρει δεκτή και κατ’ ουσίαν η αίτηση και να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του αιτούντος με την ανήλικη θυγατέρα του κατά τον αναφερόμενο κάτωθι περιοριστικά τρόπο και χρόνο: … Σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις το ανήλικο τέκνο των διαδίκων θα παραλαμβάνει ο αιτών πατέρας της κατά την έναρξη της επικοινωνίας από την κατοικία της καθ’ ης μητέρας της και θα την επιστρέφει στον ίδιο τόπο κατά τη λήξη της. Η επικοινωνία με φυσική παρουσία του αιτούντος πατέρα, όπως καθορίζεται στο στοιχείο α΄ θα ατονεί κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, καθώς και το χρονικό διάστημα που η καθ’ ης μητέρα του θα πραγματοποιεί τις θερινές διακοπές μαζί με τη θυγατέρα της εκτός της Θεσσαλονίκης. Εξάλλου, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου δεν απαιτείται η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για την ψυχιατρική εξέταση των διαδίκων και της ανήλικης, καθώς η σχετική πρόβλεψη του άρθρου 1520 § 1 εδ. δ΄ και ε΄ ΑΚ αφορά μόνο περίπτωση αποκλεισμού ή περιορισμού επικοινωνίας με το γονέα λόγω ακαταλληλότητας του τελευταίου και όχι κάθε παρέκκλιση από το τεκμήριο του 1/3 που ορίζει το άρθρο 1520 § 1 εδ. γ΄ (βλ. σχετικά τη ως άνω μείζονα σκέψη υπό στοιχείο ΙΙ). Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, ως βάσιμη στην ουσία […]
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Διεθνής δικαιοδοσία ελληνικού δικαστηρίου επί δύο αιτήσεων προσωρινής ρύθμισης της επικοινωνίας σε εφαρμογή του Κανονισμού 2019/1111 και της Σύμβασης της Χάγης του 1996
1. Αν όχι η πρώτη, πάντως μία από τις πρώτες αποφάσεις στην Ελλάδα σε εφαρμογή του νέου Κανονισμού 2019/1111, ο οποίος εφαρμόζεται από την 1η Αυγούστου 2022, είναι η πολύ καλά αιτιολογημένη απόφαση υπ’ αριθ. 12850/2022 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης συνεπεία αιτήσεων προσωρινής ρύθμισης επικοινωνίας που κατατέθηκαν και επιδόθηκαν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 2022 αντίστοιχα. Υπήρχε εν προκειμένω διαφορά διασυνοριακού χαρακτήρα, αφού ο τόπος συνήθους διαμονής του πατέρα (και του ενός ανήλικου τέκνου) ήταν στην αλλοδαπή (Ελβετία), ενώ του άλλου ανήλικου τέκνου και της μητέρας ήταν στη Θεσσαλονίκη. Το δικαστήριο έκρινε ορθώς, ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία για την πρώτη εκ των αιτήσεων προσωρινής ρύθμισης της επικοινωνίας δυνάμει του άρθρου 7 του Κανονισμού 2019/1111, ήτοι ένεκα του βασικού δικαιοδοτικού συνδέσμου της «συνήθους διαμονής» του ανήλικου τέκνου (Θεσσαλονίκη). Το ίδιο δεν ίσχυε για την αίτηση προσωρινής ρύθμισης της επικοινωνίας της μητέρας με τον ανήλικο υιό της, ο οποίος είχε και διατηρεί νόμιμη συνήθη διαμονή στην Ελβετία. Γι’ αυτήν την αίτηση εφαρμοστέα είναι η Σύμβαση της Χάγης του 1996.
2. Σημαντικό είναι εδώ να λεχθεί, ως προς ένα από τα θέματα που αντιμετώπισε με πληρότητα το δικαστήριο, ότι σιωπηρή παρέκταση εν προκειμένω –πιο συγκεκριμένα στη δεύτερη αίτηση επικοινωνίας– αυτή της μητέρας με τον ανήλικο υιό δεν νοείται. Τούτο διότι, αφενός ο πατέρας ρητά πρόβαλλε αντιρρήσεις για τη διεθνή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και επικουρικά μόνο παρέθεσε άμυνα στην ουσία της υπόθεσης, αφετέρου, διότι, πιο γενικά, στις υποθέσεις γονικής μέριμνας προτάσσεται το συμφέρον του παιδιού και αρμόδια είναι, κατ’ αρχήν, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού, εκτός αν υπάρχει μεταβολή της διαμονής του κατόπιν νόμιμης μετεγκατάστασης ή εφόσον υπάρχει συμφωνία μεταξύ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας. Το συμφέρον δηλαδή του παιδιού θεωρείται διαχρονικά, ότι εξασφαλίζεται «μόνο με την εξέταση, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, του ζητήματος αν η επιζητούμενη παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας είναι σύμφωνη προς το συμφέρον αυτό» (ΔΕΕ, 12.11.2014, L κατά M, C-656/13, σκέψη 58, ΕλλΔνη 2015. 299 επ., σημείωση Δεληκωστόπουλου, 303 επ.). Η δε ρητή κατά παρέκταση αρμοδιότητα, στο πλαίσιο ειδικά του Κανονισμού 2019/1111, προϋποθέτει αίτηση από κοινού από τους γονείς ή ενημέρωση από το δικαστήριο και ρητή αποδοχή της αρμοδιότητας «κατά τη διάρκεια της διαδικασίας». Τέτοια περίπτωση αποδοχής της αρμοδιότητας του δικαστηρίου δεν συνάγεται στο ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο όταν ο εναγόμενος παρίσταται με την ιδιότητα του καθ’ ου επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων (ΑΠ 927/2019), επί ασκήσεως δικογράφου κύριας δίκης από διάδικο ο οποίος εν συνεχεία παραιτήθηκε από το εν λόγω δικόγραφο, όπως και επί κινήσεως από τον εναγόμενο δεύτερης διαδικασίας ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, αν και είχε προβάλει προηγουμένως με την πρώτη διαδικαστική του πράξη (στην Ελλάδα οι προτάσεις και, εφόσον πρόκειται για ειδική διαδικασία, όπως εδώ, και προφορικά στο ακροατήριο) στην πρώτη διαδικασία έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αυτού (ΔΕΕ, 12.11.2014, L κατά M, ό.π.· ΔΕΕ, 19.4.2018, Alessandro Saponaro, C-565/16, σκέψη 31). Δεν αποκλείεται πάντως, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, που δεν άπτονται όμως της υπό σχολιασμό προβληματικής, υπόθεση γονικής μέριμνας με διασυνοριακές επιπτώσεις να δικάζεται από δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η διαδικασία διαζυγίου, εφόσον ο εναγόμενος παρίσταται και δεν προβάλλει την έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου εξαιτίας του γεγονότος ότι το παιδί δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος του δικάζοντος δικαστηρίου. Αρκεί η σιωπηρή αποδοχή της αρμοδιότητας του επιληφθέντος δικαστηρίου να βασίζεται σε «τεκμηριωμένη και ελεύθερη επιλογή των διαδίκων» (αιτιολογική σκέψη 23 του Κανονισμού 2019/1111), πρωτίστως, λογικά, του εναγομένου. Θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο της ουσίας να καταγράψει στην απόφασή του την αποδοχή της δικαιοδοσίας.
3. Η υπό σχολιασμό απόφαση εφαρμόζει επιτυχώς και με εμπεριστατωμένη αιτιολογία τις ευρωπαϊκές διατάξεις.
Ιωάννης Στ. Δεληκωστόπουλος
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα