ΜΠρΑθ 8122/2022
Δικαστής: I. Πάλλας
Δικηγόροι: Ν. Κυριαζής - Β. Κωνσταντινίδης
Νομοθετικές διατάξεις: άρθρα 1-8, 12 § 1, 24, 25, 28, 33 §§ 1 περ. α΄, β΄, 2, 36 §§ 1, 2 Καν. 655/2014, 738Α § 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ
Ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού· αίτηση ανάκλησης· διεθνής δικαιοδοσία· διασυνοριακή υπόθεση· πιθανολόγηση της βασιμότητας της ανταγωγής για την κύρια υπόθεση· ύπαρξη κινδύνου να εμποδιστεί ή να καταστεί σημαντικά δυσκολότερη η επακόλουθη εκτέλεση· επίδοση στον οφειλέτη των απαραίτητων εγγράφων μετά την εκτέλεση της διαταγής· δημόσια τάξη· υποχρέωση παροχής εγγυοδοσίας από τον δανειστή.
Με τον Κανονισμό (ΕΕ) 655/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 περί της διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού προς διευκόλυνση της διασυνοριακής είσπραξης οφειλών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που τέθηκε σε εφαρμογή στις 18.1.2017, θεσπίσθηκε μία νέα και αυτοτελής ενωσιακή διαδικασία για τη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, η οποία παρέχει στο δανειστή τη δυνατότητα να αποτρέπει τη μεταβίβαση ή απόσυρση καταθέσεων του οφειλέτη του από τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού έχει χαρακτήρα συντηρητικού ασφαλιστικού μέτρου και δεν οδηγεί στην πληρωμή του δανειστή, αλλά στην προσωρινή δέσμευση του λογαριασμού του οφειλέτη, ώστε να διασφαλιστεί η αξίωση του δανειστή μέχρι την ικανοποίησή της με τα μέσα της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά ασφαλιστικό μέτρο, με τη λήψη του οποίου διασφαλίζεται αφενός η επικείμενη αναγκαστική εκτέλεση υπό την έννοια της διατήρησης της νομικής και πραγματικής κατάστασης της περιουσίας του οφειλέτη και αφετέρου η ενοποίηση του ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας στην απονομή της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης δεν αποτελεί μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, ακόμη και στις περιπτώσεις που διατάσσεται σε στάδιο που ήδη η ασφαλιστέα απαίτηση είναι εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο. Σκοπός του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να δώσει στους πιστωτές […] τη δυνατότητα έκδοσης διαταγών διατήρησης λογαριασμού υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, ανεξάρτητα από τη χώρα που βρίσκεται το αρμόδιο Δικαστήριο, να επιτρέψει στους πιστωτές να συγκεντρώνουν πληροφορίες σχετικά με το πού τηρούν τραπεζικούς λογαριασμούς οι οφειλέτες τους και να περιορίσει το κόστος και τις καθυστερήσεις για τους πιστωτές που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την έκδοση και εκτέλεση μίας διαταγής διατήρησης λογαριασμού σε περιπτώσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα. Αποφασιστικής σημασίας για την επίτευξη των σκοπών του Κανονισμού είναι το στοιχείο του αιφνιδιασμού του οφειλέτη, προκειμένου είτε ο τελευταίος είτε τα πρόσωπα στα οποία ο οφειλέτης αναθέτει να κάνουν πληρωμές να εμποδίζονται από την απόσυρση ή μεταφορά ποσών που βρίσκονται κατατεθειμένα στον υπό δέσμευση λογαριασμό. Προκειμένου δε να επιτευχθεί το στοιχείο του αιφνιδιασμού του οφειλέτη, ο Κανονισμός καθιέρωσε μια αμιγώς μονομερή (ex parte) διαδικασία για την έκδοση της διαταγής δέσμευσης λογαριασμού, θυσιάζοντας το δικαίωμα ακρόασης του οφειλέτη στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας, ο οποίος ενημερώνεται κατά την εκτέλεση της διαταγής, οπότε και το δικαίωμα άμυνάς του ενεργοποιείται μέσω της άσκησης των προβλεπόμενων στο άρθρο 33 ένδικων βοηθημάτων. O κοινοτικός νομοθέτης προέταξε τη διασφάλιση της αποτροπής του κινδύνου της μεταφοράς των χρηματικών πόρων του οφειλέτη μέσω του στοιχείου του αιφνιδιασμού του, έναντι της ενδεχόμενης κατάχρησης της διαταγής δέσμευσης τραπεζικού λογαριασμού (βλ. ΜΠρΡοδ 429/2020, ΜΠρΑθ 381/2019, ΤΝΠ Νόμος). Ο Κανονισμός εφαρμόζεται σε χρηματικές απαιτήσεις αστικής και εμπορικής φύσης, που χαρακτηρίζονται διασυνοριακές (άρθρο 2 § 1 εδ. α΄ του Κανονισμού). Η έννοια των αστικών και εμπορικών υποθέσεων πρέπει να θεωρείται αυτοτελής και να ερμηνεύεται σε συνάρτηση αφενός προς τους σκοπούς και το σύστημα του Κανονισμού και αφετέρου με τις γενικές αρχές που συνάγονται από το σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων. Επομένως η έννοια των αστικών και εμπορικών υποθέσεων νοηματοδοτείται από τη φύση των εννόμων σχέσεων των διαδίκων ή το αντικείμενο της διαφοράς. Δεν καλύπτονται από τον Κανονισμό φορολογικά, τελωνειακά ή διοικητικά ζητήματα, ή η ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού εξαιρούνται ορισμένες περιοριστικά αναφερόμενες κατηγορίες δικαιωμάτων και αξιώσεων (άρθρο 2 § 2). Μια υπόθεση είναι διασυνοριακή (άρθρο 3) όταν ο προς δέσμευση τραπεζικός λογαριασμός τηρείται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος που βρίσκεται το Δικαστήριο στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση για την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού ή διαφορετικό από το κράτος μέλος της κατοικίας του δανειστή που υποβάλει τη σχετική αίτηση. Ο χαρακτηρισμός μιας υπόθεσης ως διασυνοριακής αποκρυσταλλώνεται με την κατάθεση της αίτησης προς έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού στο Δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία να την εκδώσει. Η ρύθμιση αναγορεύει σε κομβικό στοιχείο του διασυνοριακού χαρακτήρα της διαφοράς το κράτος μέλος στο οποίο τηρείται ο τραπεζικός λογαριασμός, ενώ αδιάφορη παραμένει η κατοικία του οφειλέτη στο μέτρο που διατηρεί τραπεζικό λογαριασμό σε δεσμευόμενο από τον Κανονισμό κράτος μέλος. Εξάλλου, η ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού στρέφεται in rem, δηλαδή κατά συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και όχι in personam, δηλαδή κατά της συνολικής περιουσίας του. Ο δανειστής μπορεί να προσφύγει στο μηχανισμό έκδοσης ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού, εφόσον έχει χρηματική απαίτηση ληξιπρόθεσμη ή μη ληξιπρόθεσμη, η οποία τυγχάνει έστω ποσοτικά προσδιορίσιμη και απορρέει από συναλλαγή ή γεγονός που έχει ήδη συμβεί και μπορεί να τεθεί προς δικαστική διάγνωση, καθώς και μελλοντικές απαιτήσεις, όταν έχει συντελεσθεί η δικαιοπαραγωγική τους αιτία. Μέσω της ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού μπορούν να δεσμευτούν αποκλειστικά λογαριασμοί που τηρούνται σε πιστωτικά ιδρύματα κατά το άρθρο 4 § 2, εφόσον η δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι να δέχονται καταθέσεις ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια από το κοινό και να χορηγούν πιστώσεις για τον ίδιο λογαριασμό. Η αίτηση για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού μπορεί να υποβληθεί: α) προτού ο δανειστής κινήσει διαδικασία σε βάρος του οφειλέτη ως προς την κύρια υπόθεση ή σε οποιοδήποτε στάδιο κατά τη διαδικασία έως την έκδοση απόφασης ή την επικύρωση ή τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού και β) αφού ο δανειστής επιτύχει σε κράτος μέλος την έκδοση απόφασης, τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού ή την κατάρτιση δημοσίου εγγράφου που απαιτεί από τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση του δανειστή (άρθρο 5 του Κανονισμού). Η υλική αρμοδιότητα για την έκδοση του ανωτέρω συντηρητικού ασφαλιστικού μέτρου προσδιορίζεται από το άρθρο 738Α ΚΠολΔ βάσει του ύψους της απαίτησης του αιτούντος δανειστή. Ουσιαστικές προϋποθέσεις για την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού στο στάδιο μετά την απόκτηση τίτλου αποτελούν, κατά τα άρθρα 7 § 1 και 8 § 2 στοιχ. θ΄ του Κανονισμού, η ανάγκη επείγουσας δικαστικής προστασίας και η έλλειψη συμμόρφωσης του οφειλέτη. Ο δανειστής θα πρέπει πάντοτε, ακόμη κι όταν έχει ήδη επιτύχει δικαστική απόφαση, να αποδεικνύει στο Δικαστήριο ότι η απαίτησή του χρειάζεται επείγουσα δικαστική προστασία, διότι χωρίς το μέτρο αυτό θα εμποδιστεί ή θα καταστεί σημαντικά δυσκολότερη η εκτέλεση της υπάρχουσας ή μελλοντικής δικαστικής απόφασης, λόγω κινδύνου απομάκρυνσης, απόκρυψης ή καταστροφής των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή διάθεσης αυτών σε χαμηλότερη αξία ή σε ασυνήθιστη ποσότητα ή με ασυνήθιστες ενέργειες (βλ. αιτιολογική σκέψη 14 στο Προοίμιο του Κανονισμού). Τέτοιες ενδείξεις καταδολίευσης αποτελούν, ενδεικτικά, κατά τον Κανονισμό, οι μεγάλες αναλήψεις, οι μεταφορές περιουσιακών στοιχείων και οι δαπάνες που ξεπερνούν την τακτή διαχείριση. Το Δικαστήριο αξιολογεί τις αποδείξεις που προσκομίζει ο δανειστής για να στηρίξει την ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου. Αντίθετα, δεν συνιστούν επαρκείς λόγους για την έκδοση διαταγής η ελαττωμένη περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη, η απλή αθέτηση της πληρωμής, η αμφισβήτηση της απαίτησης, το γεγονός ότι ο τελευταίος έχει περισσότερους από ένα δανειστές ή η οικονομική κατάστασή του είναι κακή ή επιδεινώνεται. Ωστόσο, το Δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπ’ όψιν τους ανωτέρω παράγοντες κατά τη συνολική αξιολόγηση της ύπαρξης κινδύνου ως ενδείξεις που μπορούν να συνεκτιμηθούν κατά τη συνολική αξιολόγηση του κινδύνου, αλλά όχι να αποτελέσουν το αποκλειστικό κριτήριο (βλ. Τζουνάκου, Η ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού κατά τον Κανονισμό 655/2014, 2021, σ. 115). Η ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού εκδίδεται κατόπιν υποβολής έντυπης και τυποποιημένης αίτησης του δανειστή (άρθρο 8 § 1 του Κανονισμού) στο πρότυπο του Παραρτήματος Ι του Εκτελεστικού Κανονισμού 2016/1823, η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που λεπτομερώς καθορίζονται στο άρθρο 8 § 2 του Κανονισμού, συγχρόνως δε υποβάλλονται και τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση και κατά περίπτωση και άλλα έγγραφα (π.χ. αποδεικτικά κίνησης διαδικασίας για την κύρια υπόθεση). Η άσκηση της αίτησης, ως διαδικαστική πράξη, θεωρείται συντελεσμένη με μόνη την υποβολή της στο Δικαστήριο και δεν απαιτείται ούτε βέβαια είναι νοητή η επίδοση αυτής στον οφειλέτη ενόψει της αυστηρά μονομερούς καθιερούμενης διαδικασίας. Σε περίπτωση που ο δανειστής δεν έχει ακόμη στη διάθεσή του δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο, το Δικαστήριο ζητά από αυτόν να παράσχει εγγύηση για ποσό επαρκές, ώστε να αποτρέπεται τυχόν κατάχρηση της προβλεπόμενης από τον παρόντα Κανονισμό διαδικασίας και να διασφαλίζεται η αποζημίωση για οιαδήποτε ζημία υποστεί ο οφειλέτης συνεπεία της διαταγής (άρθρο 12 του Κανονισμού). Το Δικαστήριο μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να μην ζητήσει την παροχή εγγύησης ή να ζητήσει την παροχή εγγύησης χαμηλότερου ποσού, όταν κρίνει ότι δεν ενδείκνυνται υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δηλαδή όταν η παροχή της κρίνεται απρόσφορη, περιττή ή δυσανάλογη (άρθρο 12 § 1 εδ. β΄ του Κανονισμού). Η παροχή εγγυοδοσίας αποτελεί όρο έκδοσης της ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού, η δε παράλειψη του Δικαστηρίου να ελέγξει του όρους παροχής εγγυοδοσίας θεμελιώνει δικαίωμα του οφειλέτη να ζητήσει την ανάκληση της ευρωπαϊκής διαταγής από το Δικαστήριο που την εξέδωσε [βλ. Πίψου, Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 655/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εις 41ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων, 2017, σ. 348]. Περαιτέρω για την επίτευξη ταχείας και αποτελεσματικής αναγκαστικής εκτέλεσης της διαταγής πρέπει όλες οι αρχές που συμμετέχουν στην εκτελεστική διαδικασία να ενεργούν αμελλητί. Όταν το κράτος μέλος προέλευσης και το κράτος μέλος εκτέλεσης της διαταγής ταυτίζονται, ο Κανονισμός δεν περιλαμβάνει διατάξεις για την εκτέλεση της διαταγής, αλλά αυτή επιτυγχάνεται σύμφωνα με τη διαδικασία που ισχύει για την εκτέλεση ισοδύναμων εθνικών διαταγών. Ειδικότερα, η τράπεζα εκτελεί αμελλητί τη διαταγή δέσμευσης σύμφωνα με το περιεχόμενό της (άρθρο 24 § 1 του Κανονισμού) και, εν συνεχεία, πρέπει μετά την εκτέλεση της διαταγής να εκδώσει δήλωση για την ενδεχόμενη πραγματοποίηση και έκταση της δέσμευσης (άρθρο 25 του Κανονισμού). Η δήλωση (βάσει τυποποιημένου εντύπου, άρθρο 52 § 2, Παράρτημα IV του Εκτελεστικού Κανονισμού 2016/1823) πρέπει να εκδοθεί εντός τριών εργάσιμων ημερών μετά την εκτέλεση της διαταγής. Αν κατ’ εξαίρεση αδυνατεί να εκδώσει τη δήλωση εντός τριών εργασίμων ημερών, την εκδίδει το συντομότερο δυνατό όχι όμως αργότερα από το τέλος της όγδοης εργάσιμης ημέρας, που ακολουθεί την έκδοση της διαταγής πληρωμής (άρθρο 25 § 1 εδ. β΄ του Κανονισμού). Η επίδοση των εγγράφων στον οφειλέτη γίνεται μετά την εκτέλεση της διαταγής και την υποβολή της δήλωσης του άρθρου 25 του Κανονισμού, ώστε να επιτυγχάνεται το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Τα έγγραφα που επιδίδονται στον οφειλέτη είναι: α) η διαταγή δέσμευσης, β) η αίτηση του δανειστή για την έκδοση της διαταγής, γ) τα αντίγραφα όλων των εγγράφων που υπέβαλε ο δανειστής στο Δικαστήριο και δ) η δήλωση του άρθρου 25 (άρθρο 28 §§ 1 και 5 του Κανονισμού). Η διαδικασία επίδοσης εξαρτάται από την κατοικία του οφειλέτη στο κράτος μέλος προέλευσης, σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος. Αν ο οφειλέτης έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος διαφορετικό του κράτους μέλους προέλευσης, η επίδοση είναι έμμεση. Το Δικαστήριο έκδοσης ή ο δανειστής, αναλόγως του ποιος είναι υπεύθυνος για την επίδοση στο κράτος μέλος προέλευσης, διαβιβάζει εντός της τρίτης εργάσιμης ημέρας από την παραλαβή της δήλωσης του άρθρου 25 (από την οποία προκύπτει η δέσμευση ποσών) τα παραπάνω έγγραφα με κάθε πρόσφορο μέσο στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους της κατοικίας του οφειλέτη (άρθρο 28 § 3 εδ. α΄ του Κανονισμού). Αυτή η αρχή λαμβάνει αμελλητί τα αναγκαία μέτρα για την επίδοση των εγγράφων στον οφειλέτη κατά το δίκαιο του κράτους αυτού. Αν τα ανωτέρω έγγραφα δεν επιδόθηκαν ή κοινοποιήθηκαν στον οφειλέτη εντός 14 ημερών από τη δέσμευση των τραπεζικών του λογαριασμών, παρέχεται στον τελευταίο η δυνατότητα άσκησης ένδικου βοηθήματος στο κράτος μέλος προέλευσης της διαταγής. Περαιτέρω η διαταγή δέσμευσης λογαριασμού ανακαλείται ή μεταρρυθμίζεται για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 33 § 1 του Κανονισμού, μεταξύ δε αυτών: 1) Η μη πλήρωση των όρων και των προϋποθέσεων του Κανονισμού. Ο λόγος αυτός καταλαμβάνει κάθε δικονομική ή ουσιαστική πλημμέλεια, αναγόμενη στις προϋποθέσεις έκδοσης της διαταγής, ήτοι ότι π.χ. η υπόθεση δεν εμπίπτει στο εδαφικό ή αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, δεν είναι διασυνοριακή, δεν τηρήθηκαν οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, η απαίτηση του δανειστή δεν είναι βάσιμη ή δεν απαιτούσε επείγουσα προστασία με τη μορφή της διαταγής δέσμευσης, επειδή δεν υπήρχε κίνδυνος η εκτέλεσή της να εμποδιστεί ή να καταστεί πολύ δυσκολότερη (βλ. Πίψου, ό.π., σ. 365)· και 2) Η έλλειψη επίδοσης ή η μη έγκαιρη επίδοση στον οφειλέτη των εγγράφων εντός 14 ημερών από τη δέσμευση των τραπεζικών του λογαριασμών κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού. Ο δανειστής αφού ενημερωθεί σχετικά με την αίτηση του οφειλέτη για το ένδικο βοήθημα, μπορεί να θεραπεύσει την έλλειψη επίδοσης εντός 14 ημερών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 33 § 3 του Κανονισμού. Τέλος η αίτηση ανάκλησης υποβάλλεται μέσω του τυποποιημένου εντύπου του Παραρτήματος VII του Εκτελεστικού Κανονισμού 2016/1823 στο αρμόδιο Δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης, ήτοι εφόσον εκδόθηκε από ελληνικό Δικαστήριο, στο Ειρηνοδικείο για απαίτηση αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου και για κάθε άλλη απαίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο και κοινοποιείται στον άλλο διάδικο (βλ. Τζουνάκου, ό.π., σ. 200 και την παρεχόμενη στην Επιτροπή ανακοίνωση της Ελλάδας στο Παράρτημα ΙΙ κατ’ άρθρο 50 § 1 στοιχ. ιβ΄ του Κανονισμού).
Στην προκείμενη περίπτωση η αιτούσα κυπριακή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές, με την υπό κρίση αίτησή της (συμπληρωματική του προδιατυπωμένου ένδικου βοηθήματος του άρθρου 33 του Κανονισμού 655/2014 του Παραρτήματος VII του Εκτελεστικού Κανονισμού 2016/1823), εκθέτει ότι κατόπιν αίτησης της καθ’ ης η αίτηση κυπριακής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …/4.3.2022 ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, βάσει της οποίας διατάχθηκε η δέσμευση του αναφερόμενου σ’ αυτήν τραπεζικού λογαριασμού που διατηρεί στην Τράπεζα E. ΑΕ για το ποσό των 7.000.000,00 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να ανακληθεί η ευρωπαϊκή διαταγή για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που αφορούν: α) τη μη πλήρωση των όρων και προϋποθέσεων του Κανονισμού ως προς την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού (ήτοι την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου που εξέδωσε τη διαταγή, το μη διασυνοριακό χαρακτήρα της υπόθεσης, την έλλειψη επαρκών αποδείξεων ως προς τη βασιμότητα της απαίτησής της, την έλλειψη επείγουσας περίπτωσης για την έκδοσή της) και β) τη μη εμπρόθεσμη επίδοση των εγγράφων του άρθρου 28 του Κανονισμού 655/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου εντός 14 ημερών από τη δέσμευση του τραπεζικού της λογαριασμού. Επικουρικά ζητεί να υποχρεωθεί η καθ’ ης η αίτηση σε παροχή εγγύησης ύψους 7.000.000,00 ευρώ δια εγγυητικής επιστολής μίας εκ των τεσσάρων ημεδαπών συστημικών τραπεζών πληρωτέας σε πρώτη ζήτηση με την τελεσίδικη απόρριψη της από 2.2.2022 ταυτάριθμης ανταγωγής, που άσκησε εις βάρος της ενώπιον του αρμόδιου βρετανικού Δικαστηρίου, βάσει της οποίας και για την εξασφάλιση της ασκούμενης με αυτήν απαίτησης επέτυχε την έκδοση της ανωτέρω διαταγής, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την επίδοση της παρούσας σ’ αυτήν. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αίτηση αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού (άρθρα 683 § 1 και 738Α ΚΠολΔ, 50 § 1 β΄ του Κανονισμού 655/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 και την παρεχόμενη στην Επιτροπή ανακοίνωση της Ελλάδας στο Παράρτημα ΙΙ του Κανονισμού), για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ.) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1-8, 12 § 1, 24, 25, 28, 33 § 1 περ. α΄ και β΄ και 2 εδ. α΄, 36 §§ 1 και 2 του Κανονισμού 655/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, 738Α § 3 εδ. α΄, 176, 191 § 2 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν νόμιμα, από την από 4.5.2022 ένορκη δήλωση της μάρτυρος Π. Κ., που δόθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο της Λευκωσίας με την επιμέλεια της αιτούσας ενώπιον του πρωτοκολλητή Ε. Φ. και λαμβάνεται υπ’ όψιν χωρίς κλήτευση της αντιδίκου της κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (βλ. ΜΠρΘεσ 840/2021, ΤΝΠ Νόμος), πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα είναι κυπριακή ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της εκμετάλλευσης μονάδων παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ήταν η μοναδική μέτοχος της κυπριακής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «Ν. LIMITED». Δυνάμει της από 6.2.2017 σύμβασης αγοραπωλησίας μετοχών που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, η αιτούσα πώλησε και μεταβίβασε στην καθ’ ης η αίτηση το σύνολο των μετοχών της εταιρείας «N. LIMITED», αντί τιμήματος που καθορίσθηκε στο ποσό των 26.000.000,00 ευρώ. Εν συνεχεία, η αιτούσα άσκησε την με αριθμό CL-2020-000760/18.11.2020 αγωγή κατά της καθ’ ης ενώπιον του αρμόδιου βρετανικού Δικαστηρίου (High Court of Justice Business and Property Courts of England and Wales), με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί να καταβάλει σ’ αυτήν το ποσό των 2.165.000,00 ευρώ πλέον τόκων ως οφειλόμενο υπόλοιπο του τιμήματος της ανωτέρω αγοραπωλησίας, η δε καθ’ ης άσκησε την από 2.2.2022 με αριθμό CL-2020-000760/2.2.2022 ανταγωγή κατά της αιτούσας, με την οποία ζητεί να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των 7.000.000,00 ευρώ ως αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας (αφορά τη συμπαικτική συμπεριφορά των εκπροσώπων των δύο εταιρειών, που φέρεται ότι οδήγησε σε υπερτιμολόγηση/ψευδή αποτίμηση της αξίας των μεταβιβαζόμενων φωτοβολταϊκών πάρκων της εταιρείας «N. LIMITED»). Ακολούθως με την υπ’ αριθ. …/4.3.2022 ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά παραδοχή της με ΓΑΚ/ΕΑΚ 18.541/2.197/2022 αίτησης της καθ’ ης η αίτηση, διατάχθηκε η δέσμευση του με αριθμό… τραπεζικού λογαριασμού όψεως, που διατηρεί η αιτούσα στην Τράπεζα E. ΑΕ μέχρι του ποσού των 7.000.000,00 ευρώ για την εξασφάλιση της χρηματικής απαίτησής της κατά της τελευταίας, για την οποία κατέθεσε την προαναφερόμενη ανταγωγή ενώπιον του αρμόδιου βρετανικού Δικαστηρίου. H καθ’ ης προσκόμισε για την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού τα παρακάτω αναφερόμενα έγγραφα: α) αντίγραφο της εν λόγω ανταγωγής, β) τα εταιρικά πιστοποιητικά της αιτούσας και της ιδίας, γ) την υπ’ αριθ. 252/2017 διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και ελέγχου δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, με την οποία απαγορεύθηκε η κίνηση του ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού της αιτούσας στην Τράπεζα E. AE με τότε διαθέσιμο υπόλοιπο 13.059.028,11 ευρώ, δ) το υπ’ αριθ. 3150/2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο διατάχθηκε, μεταξύ άλλων, η άρση της εν λόγω διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και η άρση της δέσμευσης του τραπεζικού λογαριασμού, που διατηρεί η αιτούσα στην Τράπεζα E. ΑΕ και ε) το υπ’ αριθ. 227/2022 βούλευμα του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, με το οποίο απορρίφθηκε η αναίρεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά του ανωτέρω βουλεύματος (βλ. τη σ. 13 της τυποποιημένης αίτησης της καθ’ ης κατ’ άρθρο 8 § 1 του Κανονισμού). Η αιτούσα υποστηρίζει με την υπό κρίση αίτησή της ότι η επίδικη ευρωπαϊκή διαταγή πρέπει να ανακληθεί για τους ακόλουθους λόγους και ειδικότερα διότι: 1) Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δεν διέθετε διεθνή δικαιοδοσία για την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, διότι το ανωτέρω Δικαστήριο πιθανολογείται ότι διέθετε διεθνή δικαιοδοσία για την έκδοση της διαταγής, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 6 § 1 του Κανονισμού 655/2014 (ο οποίος παραπέμπει στους εφαρμοστέους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου) και 7 § 2 του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (βλ. Τζουνάκου, ό.π., σ. 101), ως το Δικαστήριο του τόπου, όπου εκδηλώθηκαν τα επικαλούμενα ζημιογόνα γεγονότα (ανταλλαγή e-mail, επικοινωνίες και συνεννοήσεις μεταξύ των εκπροσώπων των δύο εταιρειών Φ. Μπ. και Μ. Τζ.), στα οποία η καθ’ ης στηρίζει την αξίωσή της προς αποζημίωση σε βάρος της αιτούσας δυνάμει της εκκρεμούς ανταγωγής της. 2) Η υπόθεση δεν έχει διασυνοριακό χαρακτήρα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, διότι πιθανολογείται ότι κομβικό στοιχείο του διασυνοριακού χαρακτήρα της διαφοράς συνιστά ο δεσμευθείς μέχρι του ποσού των 7.000.000,00 ευρώ τραπεζικός λογαριασμός της αιτούσας στην ημεδαπή Τράπεζα E. AE, ήτοι σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος της έδρας της καθ’ ης η αίτηση δανείστριας εταιρείας, που εδρεύει στην Κύπρο (άρθρο 3 § 1 περ. β΄ του Κανονισμού) (βλ. Τζουνάκου, ό.π., σ. 77). 3) Η καθ’ ης δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις, ώστε να πείσει ότι υπάρχουν πιθανότητες να κριθεί βάσιμη η ανταγωγή της για την κύρια υπόθεση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, διότι πιθανολογείται ότι τα ανωτέρω αναφερόμενα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία (στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το υπ’ αριθ. 3150/2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο προσκομίσθηκε από την καθ’ ης προς έκδοση της επίδικης διαταγής, παρά τα περί του εναντίου υποστηριζόμενα από την αιτούσα) κρίνονται επαρκή για την πιθανολόγηση της βασιμότητας της ανταγωγής της, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του αρμόδιου βρετανικού Δικαστηρίου (αντίθετα: α) το υπ’ αριθ. …/2017 πόρισμα του αναπληρωτή προέδρου της Αρχής για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς περί ενδείξεων τέλεσης κακουργηματικών πράξεων απιστίας και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες από τα αναφερόμενα σ’ αυτό πρόσωπα λόγω παράνομων δανειοδοτήσεων ύψους 127.340.000,00 ευρώ με εμβάσματα από την Τράπεζα Π. ΑΕ προς εταιρείες που εδρεύουν στην Κύπρο και β) η σχετική περί αυτού έκθεση της διορισθείσας από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών ειδικής επιστήμονος Μ. Κ., τα οποία δεν προσκομίσθηκαν από την καθ’ ης, πιθανολογείται ότι δεν σχετίζονται με την εκκρεμή κύρια δίκη και την επικαλούμενη αδικοπρακτική στάση της αιτούσας, παρά τους περί του εναντίου ισχυρισμούς της). 4) Δεν υπήρχε επείγουσα ανάγκη δικαστικής προστασίας της καθ’ ης με τη λήψη της ευρωπαϊκής διαταγής και ειδικότερα δεν υπήρχε ο κίνδυνος να εμποδιστεί ή να καταστεί σημαντικά δυσκολότερη η επακόλουθη εκτέλεση της απαίτησής της. Στην εξεταζόμενη περίπτωση από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι στον τηρούμενο τραπεζικό λογαριασμό της αιτούσας στην Τράπεζα E. AE κατά το χρόνο άρσης της δέσμευσής του δυνάμει του υπ’ αριθ. 1350/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (ήτοι στις 10.9.2021) υπήρχε υπόλοιπο ύψους 13.059.028,11 ευρώ και κατά το χρόνο της εκ νέου δέσμευσής του δυνάμει της επίδικης ευρωπαϊκής διαταγής (ήτοι στις 8.3.2022) υπήρχε υπόλοιπο ύψους 12.898.708,00 ευρώ. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι κατά το χρονικό διάστημα από τις 10.9.2021 έως τις 8.3.2022 δεν πραγματοποιήθηκαν μεγάλες χρηματικές αναλήψεις από τον εν λόγω τραπεζικό λογαριασμό (ήτοι η αιτούσα ανέλαβε το ποσό των 160.320,11 ευρώ) συγκριτικά με το ύψος της απαίτησης της καθ’ ης ούτε προέκυψαν άλλες πράξεις καταδολίευσης της αιτούσας, πιθανολογείται ότι αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, καθόσον η τελευταία δεν διαθέτει άλλη εμφανή περιουσία ούτε τραπεζικά διαθέσιμα σε άλλον τραπεζικό λογαριασμό (βλ. τη σ. 31 του υπό κρίση ένδικου βοηθήματός της, στην οποία αναφέρει ότι τα τραπεζικά της διαθέσιμα ανέρχονται στο ποσό των 12.898.708,00 ευρώ). Επομένως συνέτρεχε επείγουσα ανάγκη λήψης του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου και κίνδυνος να εμποδιστεί ή καταστεί σημαντικά δυσκολότερη η εκτέλεση μελλοντικής δικαστικής απόφασης υπέρ της καθ’ ης η αίτηση, κατ’ άρθρο 7 § 1 του Κανονισμού, απορριπτομένου του σχετικού λόγου ανάκλησης ως ουσία αβάσιμου. 5) Τα έγγραφα του άρθρου 28 του Κανονισμού επιδόθηκαν σ’ αυτήν εκπρόθεσμα μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 14 ημερών από τη δέσμευση του τραπεζικού της λογαριασμού. Στην προκείμενη περίπτωση από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα πιθανολογείται ότι η επίδικη ευρωπαϊκή διαταγή εκδόθηκε από το παρόν Δικαστήριο στις 4.3.2022 και επιδόθηκε στην Τράπεζα E. AE στις 8.3.2022 (βλ. την υπ’ αριθ. …/8.3.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Γ. Φ.). Η Τράπεζα εκτέλεσε τη διαταγή δέσμευσης στις 8.3.2022 και υπέβαλε εμπρόθεσμα στις 18.3.2022 (εντός οκτώ ημερών από την εκτέλεση της διαταγής) τη δήλωση του άρθρου 25 του Κανονισμού, συμπληρώνοντας το έντυπο του Παραρτήματος IV, καθώς και την υπ’ αριθ. …/18.3.2022 δήλωση τρίτου στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Ακολούθως στις 24.3.2022, κατόπιν παραγγελίας του δικηγόρου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου Μ. Κ., επιδόθηκαν για λογαριασμό της καθ’ ης στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας: α) η ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού, β) η δήλωση της Τράπεζας του άρθρου 25 του Κανονισμού και γ) τα λοιπά έγγραφα του άρθρου 28 § 5 του Κανονισμού, μέσω του δικαστικού επιδότη αστικών υποθέσεων Δ. Γ., κατά παράκαμψη της επίσημης διαδικασίας διαβίβασης μέσω της αρμόδιας αρχής του Πρωτοδικείου Αθηνών (βλ. την ανακοίνωση της Ελλάδας στην Επιτροπή στο Παράρτημα ΙΙ βάσει του άρθρου 50 § 1 στοιχ. ε΄ του Κανονισμού). Στις 28.3.2022 το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας ζήτησε να του επιδοθούν τα σχετικά έγγραφα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καθ’ ης στην Ελλάδα και στις 30.3.2022 έλαβε τα έγγραφα από τον τελευταίο και τα προώθησε αυθημερόν στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατ’ άρθρο 28 § 1 του Κανονισμού, με σκοπό να επιδοθούν στην αιτούσα (βλ. για τα πραγματικά περιστατικά που προαναφέρθηκαν το προσκομιζόμενο από την αιτούσα από 14.4.2022 ηλεκτρονικό μήνυμα της Γ. Χ., λειτουργού νομικών θεμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας). Η αιτούσα υποστηρίζει ότι τα ανωτέρω έγγραφα επιδόθηκαν σ’ αυτήν στις 11.4.2022, μετά το πέρας των 14 ημερών από τη δήλωση δέσμευσης της τράπεζας (18.3.2022), χωρίς να προσκομίζει κανένα σχετικό έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο περί της ακριβούς ημερομηνίας επίδοσής τους σ’ αυτήν (πλην της σχετικής από 4.5.2022 ένορκης δήλωσης της δικηγόρου Π. Κ.). Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο ισχυρισμός της είναι αληθής, η επικαλούμενη εκπρόθεσμη επίδοση των εν λόγω εγγράφων δεν βαρύνει την καθ’ ης, η οποία προέβη σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την έγκαιρη αρχική διαβίβασή τους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας (άρθρο 33 § 3 εδ. δ΄ του Κανονισμού), που έχει ορισθεί ως αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους για την παραλαβή και διαβίβαση της ευρωπαϊκής διαταγής και των σχετικών εγγράφων, το οποίο εν συνεχεία τα προώθησε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας για την περαιτέρω επίδοσή τους στην αιτούσα. 6) Η εκτέλεση της ευρωπαϊκής διαταγής και η συνακόλουθη δέσμευση του τηρούμενου τραπεζικού της λογαριασμού μέχρι του ποσού των 7.000.000,00 ευρώ αντιβαίνουν στην ημεδαπή δημόσια τάξη. O λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού έχει, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, χαρακτήρα συντηρητικού ασφαλιστικού μέτρου, που οδηγεί στην προσωρινή δέσμευση του λογαριασμού του οφειλέτη, ώστε να διασφαλιστεί η αξίωση του δανειστή μέχρι την ικανοποίησή της με τα μέσα της αναγκαστικής εκτέλεσης, η δε θέσπισή της συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις των αρχών της αναλογικότητας και της επικουρικότητας (βλ. αιτιολογική σκέψη 47 στο Προοίμιο του Κανονισμού) και την αποτελεσματική εφαρμογή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (βλ. Τζουνάκου, ό.π., σ. 42). Περαιτέρω η αιτούσα διατείνεται επικουρικά ότι το Δικαστήριο παρέλειψε πριν την έκδοση της επίδικης ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού να υποχρεώσει την καθ’ ης σε παροχή εγγύησης ίσης με το δεσμευθέν χρηματικό ποσό του τραπεζικού λογαριασμού που διατηρεί στην Τράπεζα Ε. ΑΕ, προς εξασφάλιση της ζημίας που ενδεχομένως θα υποστεί από την εκτέλεση της διαταγής. Ο ισχυρισμός της πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος, δοθέντος ότι στην εξεταζόμενη περίπτωση δεν συντρέχουν οι αναφερόμενες στο άρθρο 12 § 1 εδ. β΄ του Κανονισμού και στην αιτιολογική σκέψη 18 § 2 του Προοιμίου του Κανονισμού άκρως εξαιρετικές προϋποθέσεις απαλλαγής της καθ’ ης από την παροχή εγγυοδοσίας, η οποία συνιστά όρο έκδοσης της διαταγής και δεν κρίνεται ως απρόσφορη, περιττή ή δυσανάλογη υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις (βλ. Τζουνάκου, ό.π., σ. 136). Επομένως πιθανολογείται ότι η εκτέλεση της ευρωπαϊκής διαταγής ενδέχεται να προκαλέσει ζημία στην αιτούσα, ενόψει και της απαίτησης της καθ’ ης και καθόσον το ύψος της δυνητικής ζημίας της δεν μπορεί να προβλεφθεί, η εγγυοδοσία πρέπει να ορισθεί σε ύψος ανάλογο με το δεσμευθέν χρηματικό ποσό των 7.000.000,00 ευρώ, ώστε να επιτευχθεί η εξασφαλιστική και αποτρεπτική της λειτουργία (βλ. Πίψου, ό.π., σ. 348 και αιτιολογική σκέψη 18 § 1 γ΄ του Προοιμίου του Κανονισμού). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να ανακληθεί εν μέρει η αριθ. …/4.3.2022 ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, βάσει της οποίας δεσμεύθηκε ο με αριθμό… τραπεζικός λογαριασμός όψεως, που η αιτούσα διατηρεί στην Τράπεζα E. ΑΕ για το ποσό των 7.000.000,00 ευρώ, ως προς την υποχρέωση παροχής εγγύησης από την καθ’ ης και συγκεκριμένα να υποχρεωθεί η τελευταία, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας, να παρέχει εγγύηση υπέρ της αιτούσας, ύψους 7.000.000,00 ευρώ, δια μίας ή περισσοτέρων εγγυητικών επιστολών των τεσσάρων ημεδαπών συστημικών τραπεζών (Τράπεζα E. ΑΕ, Ε. Τράπεζα ΑΕ, A. Bank ΑΕ, Τράπεζα Π. ΑΕ), πληρωτέων σε πρώτη ζήτηση με την τελεσίδικη απόρριψη της από 2.2.2022 με αριθμό CL-2020-000760/2.2.2022 ανταγωγής, που άσκησε εις βάρος της αιτούσας ενώπιον του αρμόδιου βρετανικού Δικαστηρίου (High Court of Justice Business and Property Courts of England and Wales), σε διαφορετική δε περίπτωση η ανωτέρω ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών θεωρείται ότι έχει αυτοδικαίως ανακληθεί (βλ. Τζουνάκου, ό.π., σ. 137). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
Παρατηρήσεις
Τη σχολιαζόμενη απόφαση απασχόλησε διαφορά μεταξύ δύο κυπριακών εταιρειών. Ειδικότερα, δυνάμει σύμβασης αγοραπωλησίας μετοχών που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η αιτούσα πώλησε και μεταβίβασε στην καθ’ ης η αίτηση μετοχές αντί τιμήματος 26.000.000,00 ευρώ. Εν συνεχεία, η αιτούσα άσκησε αγωγή κατά της καθ’ ης ενώπιον του αρμόδιου βρετανικού δικαστηρίου, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί να καταβάλει σ’ αυτήν το ποσό των 2.165.000,00 ευρώ πλέον τόκων ως οφειλόμενο υπόλοιπο του τιμήματος της αγοραπωλησίας, η δε καθ’ ης άσκησε ανταγωγή κατά της αιτούσας, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των 7.000.000,00 ευρώ ως αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας από τη συμπαικτική συμπεριφορά των εκπροσώπων των δύο εταιρειών. Ακολούθως, η καθ’ ης η αίτηση υπέβαλε αίτηση προς έκδοση διαταγής δέσμευσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατά παραδοχή αυτής εκδόθηκε διαταγή δέσμευσης του τηρούμενου σε ημεδαπή τράπεζα τραπεζικού λογαριασμού της αιτούσας μέχρι του ποσού των 7.000.000,00 ευρώ για την εξασφάλιση της χρηματικής απαίτησης της καθ’ ης, για την οποία κατέθεσε την ανταγωγή ενώπιον του βρετανικού δικαστηρίου. Κατόπιν τούτων, η αιτούσα κατέθεσε στο αρμόδιο δικαστήριο έκδοσης της διαταγής (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών) το ένδικο βοήθημα της αίτησης ανάκλησης της διαταγής, που υποβάλλεται μέσω του τυποποιημένου εντύπου του Παραρτήματος VII του Κανονισμού 2016/1823 (βλ. άρθ. 33 και 36 § 1 του Κανονισμού 655/2014). Στόχος του Ευρωπαίου νομοθέτη με τη θέσπιση του Κανονισμού 655/2014 ήταν η καθιέρωση μονομερούς διαδικασίας στο πρώτο στάδιο της έκδοσης της διαταγής, θυσιάζοντας το δικαίωμα ακρόασης του οφειλέτη προς διασφάλιση της αποτροπής του κινδύνου της μεταφοράς χρηματικών ποσών μέσω του στοιχείου του αιφνιδιασμού του. Το δικαίωμα άμυνάς του ενεργοποιείται σε μεταγενέστερο στάδιο μέσω του συστήματος των ένδικων βοηθημάτων. Η αίτηση ανάκλησης πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να βασίζεται σε κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 33 του Κανονισμού λόγους. Εν προκειμένω, η αιτούσα ζήτησε την ανάκληση της διαταγής για λόγους που αφορούν τη μη πλήρωση των όρων και προϋποθέσεων του Κανονισμού ως προς την έκδοση της διαταγής (άρθ. 33 § 1 περ. α΄ Καν. 655/2014), τη μη εμπρόθεσμη επίδοση των εγγράφων του άρθρου 28 του Κανονισμού στην αιτούσα μετά τη δέσμευση του λογαριασμού της (άρθ. 33 § 1 περ. β΄ Καν. 655/2014) και επικουρικά ζήτησε να υποχρεωθεί η καθ’ ης σε παροχή εγγύησης ύψους 7.000.000,00 ευρώ με την τελεσίδικη απόρριψη της ανταγωγής που άσκησε σε βάρος της ενώπιον του αρμόδιου βρετανικού δικαστηρίου, βάσει της οποίας και για την εξασφάλιση της ασκούμενης με αυτήν απαίτησης πέτυχε την έκδοση της διαταγής δέσμευσης. Πιο συγκεκριμένα, η αιτούσα με την αίτηση ανάκλησης υποστήριξε ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δεν διέθετε διεθνή δικαιοδοσία για την έκδοση της διαταγής. Από τα πραγματικά περιστατικά της εξεταζόμενης υπόθεσης προκύπτει ότι η καθ’ ης δεν διέθετε εκτελεστό τίτλο, παρά μόνο εκκρεμούσε η ανταγωγή της. Επομένως, εφαρμογής τυγχάνει το άρθρο 6 § 1 του Κανονισμού 655/2014 που προβλέπει ότι διεθνή δικαιοδοσία για την έκδοση της διαταγής έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την κύρια υπόθεση και παραπέμπει στους εφαρμοστέους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας και ιδίως στον Κανονισμό 1215/2012. Συνεπώς, δυνάμει του άρθρου 7 § 2 του ΚανΒρIα που θεσπίζει τη συντρέχουσα ειδική δωσιδικία για διαφορές από αδικοπραξία, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών διέθετε διεθνή δικαιοδοσία για την έκδοση της διαταγής ως δικαστήριο του τόπου όπου εκδηλώθηκαν τα επικαλούμενα ζημιογόνα γεγονότα (ανταλλαγή e-mail, επικοινωνίες και συνεννοήσεις μεταξύ των εκπροσώπων των δύο εταιρειών), στα οποία η καθ΄ ης στήριξε την αξίωσή της προς αποζημίωση σε βάρος της αιτούσας δυνάμει της εκκρεμούς ανταγωγής της. Περαιτέρω, η επίδικη υπόθεση ήταν διασυνοριακή, δεδομένου ότι ο τόπος τήρησης του λογαριασμού (Ελλάδα) ήταν διαφορετικός από τον τόπο της έδρας της καθ’ ης δανείστριας εταιρείας (Κύπρος) (βλ. άρθ. 3 του Κανονισμού). Συγχρόνως, η καθ’ ης προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις για την υποστήριξη της βασιμότητας της ανταγωγής της κατά της αιτούσας σύμφωνα με το άρθρο 7 § 2 του Κανονισμού και ειδικότερα προσκόμισε, μεταξύ άλλων, αντίγραφο της ανταγωγής και τη διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και ελέγχου δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, με την οποία απαγορεύθηκε η κίνηση του ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού της αιτούσας, ενώ τα αναφερόμενα, πλην μη προσκομισθέντα από την καθ’ ης, έγγραφα δεν σχετίζονταν με την εκκρεμή κύρια δίκη και την επικαλούμενη αδικοπρακτική στάση της αιτούσας. Παράλληλα, η αιτούσα υποστήριξε ότι δεν υπήρχε επείγουσα ανάγκη δικαστικής προστασίας της καθ’ ης και ότι ειδικότερα δεν υπήρχε ο κίνδυνος να εμποδιστεί ή να καταστεί σημαντικά δυσκολότερη η επακόλουθη εκτέλεση της απαίτησής της (βλ. άρθ. 7 § 1 του Κανονισμού και αιτ. σκ. 14 του Προοιμίου του Κανονισμού). Το Δικαστήριο έκρινε σχετικά ότι αναλήψεις ύψους 160.320,11 ευρώ, που πραγματοποιήθηκαν στο χρονικό διάστημα περίπου έξι μηνών και που πάντως δεν εκτιμώνται ως μεγάλες συγκριτικά με το ύψος της απαίτησης της καθ’ ης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο τηρούμενος λογαριασμός αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της αιτούσας, καθώς η τελευταία δεν διέθετε άλλη εμφανή περιουσία ούτε τραπεζικά διαθέσιμα σε άλλον τραπεζικό λογαριασμό, θεμελιώνουν την ύπαρξη κινδύνου. Σχετικά με την ουσιαστική προϋπόθεση της ύπαρξης του κινδύνου, που απαιτείται και στην περίπτωση που ο δανειστής διαθέτει εκτελεστό τίτλο, είναι σημαντικό ότι, με βάση τις αποδείξεις που προσκομίζει ο δανειστής, το δικαστήριο προβαίνει σε συνολική αξιολόγηση και συνεκτίμηση όλων των παραγόντων και ενδείξεων που σχετίζονται με τις ενέργειες και την περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη. Η αιτούσα με την αίτησή της ισχυρίστηκε επίσης ότι τα έγγραφα του άρθρου 28 του Κανονισμού, ήτοι η διαταγή δέσμευσης, η αίτηση για την έκδοση της διαταγής, τα αντίγραφα των εγγράφων που υπέβαλε η καθ’ ης για την έκδοση της διαταγής και η δήλωση της τράπεζας, επιδόθηκαν σ’ αυτήν εκπρόθεσμα μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 14 ημερών από τη δέσμευση του τραπεζικού της λογαριασμού. Εν προκειμένω, η τράπεζα εκτέλεσε τη διαταγή στις 8.3.2022 και στις 24.3.2022 κατόπιν παραγγελίας δικηγόρου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου επιδόθηκαν για λογαριασμό της καθ’ ης τα ως άνω έγγραφα στην αρμόδια αρχή της Κύπρου, που έχει ορίσει το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (βλ. τις πληροφορίες της Κύπρου κατά το άρθ. 50 § 1 στοιχ. ε΄ του Κανονισμού). Στις 28.3.2022 το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας ζήτησε να του επιδοθούν τα σχετικά έγγραφα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καθ’ ης στην Ελλάδα και στις 30.3.2022 έλαβε τα έγγραφα από τον τελευταίο και τα προώθησε αυθημερόν στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατ’ άρθρο 28 § 1 του Κανονισμού, με σκοπό να επιδοθούν στην αιτούσα. Συνεπώς, η εκπρόθεσμη επίδοση θεραπεύθηκε, αφού η καθ’ ης που ήταν υπεύθυνη για την κίνηση της διαδικασίας επίδοσης των εγγράφων στο κράτος μέλος προέλευσης (Ελλάδα) είχε προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την αρχική επίδοση των εγγράφων (βλ. άρθ. 28 § 3 εδ. α΄ και 33 § 3 εδ. τελ. του Κανονισμού). Ακολούθως, η αιτούσα επικαλέστηκε ότι η εκτέλεση της διαταγής και η δέσμευση του τραπεζικού της λογαριασμού αντιβαίνουν στην ημεδαπή δημόσια τάξη. Ο Κανονισμός στην § 2 του άρθρου 34 παρέχει στον οφειλέτη το ένδικο βοήθημα της παύσης της εκτέλεσης της διαταγής, εφόσον αντιβαίνει προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους εκτέλεσης. Ωστόσο, μία διαταγή δέσμευσης μπορεί να προκαλέσει πρόδηλη παραβίαση της δημόσιας τάξης σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως εάν περιλαμβάνονται υπέρμετροι καταπλεονεκτικοί τόκοι ή υπέρμετρη δικαστική δαπάνη, ζήτημα που δεν τίθεται στην εξεταζόμενη υπόθεση. Περαιτέρω, θεμελιώδες αντίβαρο του μονομερούς χαρακτήρα έκδοσης της διαταγής, που στοχεύει στην αποτροπή της κατάχρησης της διαδικασίας και στη διασφάλιση της αποζημίωσης του οφειλέτη σε περίπτωση ζημίας του, αποτελεί η υποχρέωση του δανειστή να παρέχει εγγύηση ως όρο έκδοσης της διαταγής (άρθ. 12 του Κανονισμού). Η υποχρέωση παροχής εγγύησης αποτελεί κανόνα όταν ο δανειστής δεν διαθέτει εκτελεστό τίτλο (βλ. και ΔΕΕ, C-555/18, 7.11.2019, ECLI:EU:C:2019:937). Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να μην ζητήσει την παροχή εγγύησης αν κρίνει ότι είναι απρόσφορη, περιττή ή δυσανάλογη υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Τέτοιες περιστάσεις υφίστανται, αν ο δανειστής προβάλλει ιδιαιτέρως πειστικούς ισχυρισμούς, αλλά δεν έχει επαρκή μέσα για να παράσχει εγγύηση, αν η απαίτηση αφορά διατροφή ή καταβολή μισθού ή αν το ποσό της απαίτησης είναι τέτοιο ώστε η διαταγή να μην μπορεί να προκαλέσει ζημία στον οφειλέτη, όπως αν πρόκειται για μικρή επιχειρηματική οφειλή (βλ. αιτ. σκ. 18 του Προοιμίου του Κανονισμού). Στην εξεταζόμενη περίπτωση, ορθώς το Δικαστήριο δέχτηκε την αίτηση της αιτούσας λόγω παραβίασης των διατάξεων περί εγγυοδοσίας εκτιμώντας ότι δεν συντρέχουν οι εξαιρετικές προϋποθέσεις απαλλαγής της καθ’ ης από την παροχή εγγυοδοσίας και υποχρέωσε την καθ’ ης να παρέχει εγγύηση ανάλογου ύψους με το δεσμευθέν ποσό των 7.000.000,00 ευρώ εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης, διαφορετικά η διαταγή θεωρείται ότι έχει αυτοδικαίως ανακληθεί (άρθ. 33 § 2 εδ. β΄ του Κανονισμού).
Ελένη Τζουνάκου
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα