ΣυμβΑΠ 843/2023
Πρόεδρος: Γεώργιος Χριστοδούλου
Δικαστές: Α. Κρυσταλλίδου, Σ. Κουτσοχρήστος
Εισαγγελέας: Αδαμαντία Οικονόμου
(106 ΠΚ)
Αιτιολογία σχετικά με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση υφ’ όρον απόλυσης.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 105 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 4322/2015, όσοι καταδικάστηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης και εφόσον έχουν εκτίσει: α) προκειμένου για φυλάκιση, τα δύο πέμπτα της ποινής τους, β) προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, τα τρία πέμπτα της ποινής τους και γ) προκειμένου για ισόβια κάθειρξη τουλάχιστον δεκαεννέα (19) έτη. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη, ενώ κατά την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 εδ. γ΄ του Ν. 2408/1996, που αντικατέστησε την παρ. 5 του άρθρου 25 του Ν. 2058/1952 και ισχύει με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3904/2010, τροποποιηθείσα στη συνέχεια με το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 4322/2015, για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε, θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον κατάδικο η υπό όρο απόλυση, αν αυτός δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο (1/3) της ποινής που του επιβλήθηκε και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαπέντε (15) έτη. Το χρονικό διάστημα του ενός τρίτου ή σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, των δεκαπέντε (15) ετών, προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα (2/5) των λοιπών ποινών, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί, αν έχει εκτίσει δεκαεννέα (19) έτη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 παρ. 1 ΠΚ, μοναδική ουσιαστική προϋπόθεση για τη χορήγηση της απόλυσης υπό όρους, είναι η καλή διαγωγή του κρατουμένου κατά τη διάρκεια εκτίσεως της ποινής του. Κατά συνέπεια, η χορήγηση της απολύσεως είναι υποχρεωτική, εκτός εάν το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο κρίνει, με ειδική προς τούτο αιτιολογία, ότι η διαγωγή του καταδίκου κατά τη διάρκεια της εκτίσεως της ποινής του, συμπεριλαμβανομένης και της προσωρινής κρατήσεώς του, δεν υπήρξε καλή ή υπήρξε κατ’ επίφαση μόνο καλή και ως εκ τούτου υπάρχει κίνδυνος ότι ο απολυόμενος υφ’ όρον θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις και γι’ αυτό καθίσταται απολύτως αναγκαία η συνέχιση της κρατήσεώς του. Για την αξιολόγηση της διαγωγής του καταδίκου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εν γένει συμπεριφορά του, όπως εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του, ενώ για την αξιολόγηση της επικινδυνότητας αυτού προς τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ο χαρακτήρας του, όπως διαγιγνώσκεται με βάση την όλη διαγωγή του κατά τη διάρκεια εκτίσεως της ποινής του. Αντίθετα, δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που ανάγονται στον χρόνο πριν από την καταδίκη του και συγκεκριμένα, στην πράξη για την οποία καταδικάσθηκε, στην προηγούμενη ζωή του και στις προγενέστερες ατομικές και κοινωνικές του περιστάσεις, αφού τα στοιχεία αυτά αξιολογήθηκαν κατ’ άρθρο 79 ΠΚ, για την επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε σ’ αυτόν. Η ερμηνεία αυτή συνάδει αφ’ ενός μεν, προς το νομικό χαρακτήρα και το σκοπό του θεσμού της υφ’ όρον απολύσεως, ως σωφρονιστικού μέτρου, που αποσκοπεί στην αποφυγή της υποτροπής δια της ηθικής βελτιώσεως του καταδίκου και στην κοινωνική αποκατάσταση αυτού, αφ’ ετέρου δε, προς την υπεροχή της ειδικής προλήψεως ως σκοπού της ποινής, στο στάδιο αυτό (ΟλΑΠ 4/1998, ΟλΑΠ 4/1997 ΑΠ 983/2020). Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η καλή διαγωγή δεν εξαντλείται στην εξωτερικά καλή συμπεριφορά, που συνίσταται μεταξύ άλλων στην έλλειψη σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων κατά τη διάρκεια της κράτησης ή στην τήρηση των όρων τυχόν χορηγηθείσας τακτικής άδειας. Ειδικότερα, ως καλή διαγωγή νοείται η αληθής και πραγματική θετική συμπεριφορά, που πηγάζει από την ενδόμυχη αποδοχή των κανόνων της προσήκουσας εκδηλωτικής συμπεριφοράς και η οποία συνιστά το θεμέλιο της διαπιστωμένης καλής διαγωγής, ενώ αποτελεί το ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητας και αποδεικνύει την ηθική βελτίωση του κρατούμενου. Και αυτό, διότι η πειθήνια προσαρμογή του κρατούμενου στο καθημερινό πρόγραμμα της φυλακής δεν μπορεί να αποτελέσει αλάνθαστη ένδειξη για την ανυπαρξία μελλοντικής υποτροπής του, καθώς αυτή μπορεί να είναι προσποιητή, χωρίς βούληση μεταβολής του χαρακτήρα, εφόσον κύριος σκοπός είναι η απόλαυση των παρεχομένων προνομίων (όπως και η υφ’όρον απόλυσή του) ως αντάλλαγμα της φερόμενης καλής διαγωγής, η οποία όμως είναι σκοπούμενη, διαμορφώνεται υπό την απειλή πειθαρχικών κυρώσεων και δεν ενέχει το στοιχείο της πρωτοβουλίας και της εκούσιας αποδοχής. Επίσης, πρέπει να ερευνάται κατά πόσο ο κατάδικος παρέχει προσδοκία εντίμου βίου στο μέλλον και μάλιστα ότι μπορεί να επανέλθει ακινδύνως στην κοινωνία, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι η απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο εκτελέσεως της τελευταίας, που επιδιώκει την αποτροπή της υποτροπής, βελτιώνοντας τον κατάδικο και διευκολύνοντας την κοινωνική του αποκατάσταση (ΟλΑΠ 106/1991, ΑΠ 1154/2021, ΑΠ 634/2019). Εξάλλου, με δεδομένο ότι η υφ’ όρον απόλυση, ως θεσμός, αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των αναγκών της ειδικής πρόληψης, ενώ συνιστά σοβαρό βελτιωτικό μέσο του καταδίκου και συμβάλλει ουσιωδώς στην άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής και ενόψει του ότι στο νόμο δεν προσδιορίζεται η έννοια της καλής διαγωγής, το αρμόδιο Συμβούλιο επιβάλλεται να ελέγχει οποιαδήποτε μορφή διαγωγής, η οποία προκύπτει από τη συνολική προσωπικότητα και να μην αρκείται για τον σχηματισμό της κρίσης του στην απλή έκφραση της τυπικής φράσεως περί «καλής διαγωγής», όπως διαπιστώνεται από τον διευθυντή του καταστήματος κράτησης και του κοινωνικού λειτουργού δεν είναι αποκλειστική και δεσμευτική, γιατί διαφορετικά η δικαστική κρίση του Συμβουλίου θα ήταν ελλιπής και θα εστερείτο της κατά νόμο αιτιολογίας. Επί πλέον, σε μια τέτοια περίπτωση το Συμβούλιο θα αποτελούσε ένα απλό ενδιάμεσο όργανο, χωρίς εξουσία, γεγονός ανεπίτρεπτο, αφού ο νόμος αναγνωρίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα της χορήγησης ή μη του ευεργετήματος της υφ’ όρον απόλυσης στο Συμβούλιο, χωρίς δέσμευση από κάποιο διοικητικό όργανο. Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 184 του Ν. 4855/12.11.2021 προστέθηκε δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 465 ΠΚ, στην οποία ορίζεται ότι «Για τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019, ΦΕΚ Α’ 95/11.6.2019) καταδικασθέντες αμετακλήτως σε πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, για τις οποίες καθορίστηκε, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 94 ΠΚ, συνολική ποινή υπερβαίνουσα τα είκοσι 20 έτη ή δεκαπέντε 15 έτη πρόσκαιρης κάθειρξης, καθώς και τα οκτώ 8 ή πέντε 5 έτη φυλάκισης αντίστοιχα, ως εκτιτέα ποινή για την απόλυση υπό όρο αυτών λογίζονται τα είκοσι 20, δεκαπέντε 15, οκτώ 8 και πέντε 5 έτη, αντίστοιχα», επιλύοντας ο νομοθέτης οριστικά με τη ρύθμιση αυτή την μέχρι τότε ανακύψασα διχογνωμία αναφορικά με τον αριθμό των εκτιτέων ετών στις περιπτώσεις που η συνολική ποινή ξεπερνούσε τα είκοσι έτη, όταν η βαρύτερη ποινή είναι κάθειρξη, για τους καταδικασθέντες πριν την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα. Περαιτέρω κατά το άρθρο 484 παρ. 1 β’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, αποτελεί η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το Συμβούλιο δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου και να στερείται το βούλευμα νόμιμης βάσεως (ΑΠ 227/2022, ΑΠ 983/2019). Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλομένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ΄ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης του απαλλακτικού βουλεύματος, ενόψει και του τεκμηρίου αθωότητας που θεσπίζεται από το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ (ΝΔ 53/1974), υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σε αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε την ανυπαρξία σοβαρών (επαρκών) ενδείξεων για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, για το οποίο ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, και τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ή σοβαρές ενδείξεις για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της αξιόποινης πράξης, που προβλέπεται και τιμωρείται από την ουσιαστική ποινική διάταξη, στην οποία αυτά υπήχθησαν. Ενόψει τούτων για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει, α) αν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτή σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) του βουλεύματος ή της απόφασης, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση αυτή και β) αν υπάρχει αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της απόφασης.
Εξάλλου, η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι ούτε «αντιφατική» ούτε «επιλεκτική», να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σε αυτήν, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί η αιτιολογία να κρίνεται ως εμπεριστατωμένη. Έτσι, για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία του βουλεύματος δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά κατ’ είδος των αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ’ επιλογήν (ΑΠ 177/2022, ΑΠ 570/2021, ΑΠ 88/2020, ΑΠ 133/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι με το υπ’αριθμ. 10/2022 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρίπολης απορρίφθηκε η υπ’ αριθμ. πρωτ. 6465/10.12.2021 αίτησηέκθεση του διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Τρίπολης, που αφορούσε την υφ’ όρον απόλυση από τις φυλακές του …, ο οποίος εκρατείτο στο προαναφερθέν Κατάστημα Κράτησης Τρίπολης, βάσει των υπ’ αριθμ. 110, 123, 124/2016 αποφάσεων του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιά, εκτίοντας συνολική ποινή κάθειρξης διακοσίων είκοσι (220) ετών [εκτιτέα τα είκοσι (20) έτη], για τις πράξεις, α) της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια, που δεν συμπλήρωσαν τα 14 έτη κατά συρροή και εξακολούθηση από γυμναστή-εκπαιδευτικό, β) της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια, που συμπλήρωσαν τα 14 έτη, από γυμναστή-εκπαιδευτικό, γ) της αποπλάνησης παιδιών που δεν συμπλήρωσαν τα 12 έτη κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, δ) της αποπλάνησης παιδιών που συμπλήρωσαν τα 12 έτη, όχι όμως και τα 14 κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση τετελεσμένη και σε απόπειρα και ε) της αποπλάνησης παιδιών νεότερων των 15 ετών που συμπλήρωσαν τα 14 έτη κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση σε απόπειρα, τις οποίες τέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2006 έως το έτος 2011, στην περιοχή … Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο ως άνω καταδικασθείς … άσκησε την υπ’ αριθμ. 9/18.2.2022 έφεσή του, μετά τη συζήτηση της οποίας εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 26/22.3.2023 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, με το οποίο, αφού έγινε τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή η ως άνω ασκηθείσα έφεση, εξαφανίσθηκε το παραπάνω υπ’ αριθμ. 10/28.2.2022 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρίπολης και διατάχθηκε η υπό τον όρο της ανάκλησης, απόλυση του προαναφερθέντος καταδικασθέντος … από το Σωφρονιστικό Κατάστημα Τρίπολης υπό τους αναφερόμενους σ’ αυτό (βούλευμα) όρους και συγκεκριμένα: α) Της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, β) της αυτοπρόσωπης εμφανίσεώς του στην Αστυνομική Αρχή του τόπου κατοικίας του, την 1η και 16η ημέρα εκάστου μηνός, γ) της απαγόρευσης μετάβασης στη …, δ) της υποχρεωτικής διαμονής του σε συγκεκριμένο τόπο, και δη στη …, οδός … αριθμός …, ε) της απαγόρευσης συναναστροφής του με ανηλίκους χωρίς την παρουσία ή τη συναίνεση των προσώπων που έχουν την επιμέλειά τους και στ) της πραγματοποίησης μίας συνεδρίας ανά μήνα με ψυχίατρο ή ψυχολόγο Δημοσίου Νοσοκομείου ή άλλου συναφούς ιδρύματος ΝΠΔΔ και της προσκόμισης σχετικής βεβαιώσεως στην Υπηρεσία Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής Αθηνών, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της δοκιμασίας του, ήτοι για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, εννέα (9) μηνών και δεκαοκτώ (18) ημερών από την αποφυλάκισή του. Το προαναφερθέν Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου για να καταλήξει στην παραπάνω κρίση του έλαβε υπόψη του, την εισαγγελική πρόταση, στην οποία –μεταξύ των άλλων– διαλαμβάνονται τα εξής: [σ.σ.: βλ. αμέσως παραπάνω στο παρόν τεύχος]. Με τις προαναφερθείσες όμως παραδοχές του το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου δεν διέλαβε την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ’ αυτό με σαφήνεια και πληρότητα τα στοιχεία εκείνα από τα οποία να προκύπτει διαφοροποίηση της προσωπικής κατάστασης του εν λόγω καταδικασθέντος κρατουμένου και απεξάρτησή του από την έξη της ηβηφιλίας και εφηβοφιλίας, σε τέτοιο βαθμό ώστε να δημιουργείται βάσιμη προσδοκία ότι αυτός θα ζήσει έντιμα στο μέλλον και ότι θα ενταχθεί ομαλά στην κοινωνία και δεν θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις και ειδικότερα, όμοιες με αυτές για τις οποίες καταδικάστηκε. Εξάλλου η προεκτεθείσα αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ως προς την «καλή διαγωγή» του ως άνω κρατουμένου τυγχάνει υποθετική και ενδοιαστική, δεδομένου ότι, ενώ κατέληξε στην κρίση ότι ο κρατούμενος κατά τη διάρκεια της κράτησής του επέδειξε «εξακολουθητικά καλή διαγωγή» και επιπλέον υφίστανται και τα εχέγγυα σχετικά με την εκτός του καταστήματος κράτησης διαβίωσή του και βιοπορισμό του, εν τούτοις καταλήγει ότι «η πιθανότητα υποτροπής της ηβηφιλίας και εφηβοφιλίας του δεν βασίζεται σε συγκεκριμένα περιστατικά, αλλά αποτελεί γενική εκτίμηση μη δυνάμενη θεωρητικά να αποκλειστεί». Εντεύθεν δημιουργείται ασάφεια που καθιστά την αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος ελλιπή, με λογικά κενά και τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 106 παρ. 1 ΠΚ ανέφικτο. Προσέτι, με τις παραπάνω παραδοχές της εισαγγελικής πρότασης –που υιοθέτησε καθ’ ολοκληρίαν το ως άνω Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου– εσφαλμένα εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 106 ΠΚ, που παραβίασε εκ πλαγίου, αφού δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την θετική κρίση των προϋποθέσεων για την υφ’ όρο απόλυση του κατάδικου, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ενώ το Συμβούλιο δέχεται ότι ο κατάδικος κατά τη διάρκεια της κράτησής του δεν έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά και έχει επιδείξει «εξακολουθητικά καλή διαγωγή», δεν εξηγεί αν τα στοιχεία αυτά της ως άνω συμπεριφοράς του δικαιολογούν θετική κρίση για την υφ’ όρο απόλυσή του, αλλά αρκείται για την αποτροπή της μελλοντικής αρνητικής εγκληματικής συμπεριφοράς του ως προς την ηβηφιλία και εφηβοφιλία στην μετά την αποφυλάκισή του πραγματοποίηση μίας συνεδρίας ανά μήνα με ψυχίατρο ή ψυχολόγο Δημόσιου Νοσοκομείου ή άλλου συναφούς ιδρύματος με μορφή ΝΠΔΔ. Ακόμη, για τα εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε το Συμβούλιο δεν αιτιολογεί την θετική ή αρνητική κρίση του ποινικού σωφρονισμού και την ηθική βελτίωσή του γι’ αυτά, την οποία να άντλησε από την αυτοπρόσωπη παράστασή του ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τριπόλεως, αλλά αορίστως δέχτηκε ότι οι σχετικές εξηγήσεις του καταδικασθέντος αφορούν τις διατάξεις του άρθρου 79 ΠΚ, με την παραδοχή ότι «[…] ο δικαιολογητικός λόγος απόρριψης καταφανώς κείται εκτός του νομοθετικού πλαισίου που ορίζει το άρθρο 106 παρ. 1 ΠΚ, αφού η αποδοχή των πράξεων του κατάδικου και η μετάνοια αφενός έχουν ήδη αξιολογηθεί κατά τη δικαστική επιμέτρηση της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 79 ΠΚ, αφετέρου δεν αποτελούν συνθετικά στοιχεία της έννοιας της διαγωγής […]». Δεν αναφέρεται όμως στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ούτε εξηγείται από ποιο ακριβώς στοιχείο προκύπτει ότι έχει επέλθει πράγματι μέχρι τώρα ο ποινικός σωφρονισμός και η ηθική βελτίωση του εν λόγω καταδικασθέντος, ότι αυτός έχει αναπτύξει αισθήματα μετάνοιας για τις πράξεις που τέλεσε και ότι δεν προέκυψε κάποιο νέο στοιχείο, από το οποίο να καταφαίνεται μεταβολή της συμπεριφοράς του και η πραγματική και ειλικρινής μετάνοιά του για τα σοβαρά και μεγάλης ηθικής απαξίας προαναφερθέντα εγκλήματα που αυτός διέπραξε. Η παραδοχή ότι η καλή συμπεριφορά που επέδειξε κατά τη διάρκεια της κράτησής του, προς το προσωπικό του καταστήματος και τους συγκρατουμένους του, η συμμόρφωσή του στους σωφρονιστικούς κανονισμούς, η προσαρμογή του στο καθημερινό πρόγραμμα της υπηρεσίας και οι καλές του σχέσεις με τους συγκρατουμένους του, καθώς επίσης και η καλή διαγωγή του κατά την διάρκεια των τακτικών αδειών που έχει λάβει, δεν αποτελεί ασφαλή ένδειξη για την ανυπαρξία κινδύνου μελλοντικής υποτροπής του και δεν περιλαμβάνει διαπιστώσεις ότι αποκλείεται η συμπεριφορά του αυτή να είναι προσποιητή, αλλά υιοθετεί και αποδέχεται την κρίση της πραγματογνώμονα ως άνω ψυχιάτρου … που υπηρετεί στο Παναρκαδικό Γενικό Νοσοκομείο Τρίπολης «Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ» και συγκεκριμένα» ότι «Η ομαδική ψυχοθεραπεία υποδεδειγμένη από τους ψυχοθεραπευτές θα βοηθούσε για όσο χρονικό διάστημα κρίνουν (οι ψυχοθεραπευτές) αλλά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η υποτροπή της ηβηφιλίας και εφηβοφιλίας του μπορεί να συμβεί». Περαιτέρω, δεν ελήφθη καθόλου υπόψη η αυτοπρόσωπη παρουσία αυτού, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην κρίση του Συμβουλίου ως προς τον ποινικό σωφρονισμό και την ηθική βελτίωσή του, αλλά απλά συνεκτιμήθηκε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, αφού το ανωτέρω Συμβούλιο δεν αιτιολογεί θετική ή αρνητική κρίση ως προς τον ποινικό σωφρονισμό του καταδίκου, την οποία να άντλησε από την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τριπόλεως, αλλά δέχθηκε μόνο ότι οι εξηγήσεις αφορούσαν το άρθρο 79 ΠΚ. Επομένως, εκτός από την έλλειψη αιτιολογίας και των λογικών κενών, περιέχονται ασάφειες, ενδοιαστική και υποθετική κρίση, με συνέπεια, ενόψει των ασαφειών και των υποθετικών και ενδοιαστικών σκέψεων να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε. Εν όψει των προαναφερθέντων αμφότεροι οι αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 484 παρ. 1 β’ και δ’ του ΚΠΔ είναι βάσιμοι και ως εκ τούτου, πρέπει να αναιρεθεί το προαναφερθέν προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. 26/2023 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου η συγκρότηση θα γίνει από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
[Θα ήταν αρχικά σκόπιμο να παρατεθεί εν συντομία το ιστορικό της υπόθεσης (σε ό,τι αφορά την έκτιση της ποινής), που φανερώνει από μόνο του πολλά σχετικά με το πρόβλημα.
Ο κρατούμενος είχε καταδικαστεί, το 2016, από το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς [απόφ. υπ’ αρ. 110, 123, 124/2016] σε συνολική ποινή κάθειρξης διακοσίων είκοσι (220) ετών, εκ των οποίων είχαν καθοριστεί ως εκτιτέα τα είκοσι πέντε (25) έτη [βάσει του άρθρου 94 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε τότε], για τις πράξεις: α) της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια [με βάση τη διατύπωση του άρθρου 342 του προϊσχύσαντος ΠΚ], που δεν συμπλήρωσαν τα 14 έτη κατά συρροή και εξακολούθηση από γυμναστή-εκπαιδευτικό, β) της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια, που συμπλήρωσαν τα 14 έτη, από γυμναστή-εκπαιδευτικό, γ) της αποπλάνησης παιδιών [με βάση τη διατύπωση του άρθρου 339 του προϊσχύσαντος ΠΚ] που δεν συμπλήρωσαν τα 12 έτη κατά συρροή και εξακολούθηση, δ) της αποπλάνησης παιδιών που συμπλήρωσαν τα 12 έτη, όχι όμως και τα 14 κατά συρροή και εξακολούθηση τετελεσμένη και σε απόπειρα και ε) της αποπλάνησης παιδιών νεότερων των 15 ετών που συμπλήρωσαν τα 14 έτη κατά συρροή και εξακολούθηση σε απόπειρα, τις οποίες είχε τελέσει κατά το χρονικό διάστημα 2006-2011. Μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα, είχε καθοριστεί εκ νέου ως εκτιτέα (συνολική) ποινή εκείνη των είκοσι (20) ετών, δυνάμει της υπ’ αρ. 19/17.2.2020 Διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς [με βάση την άποψη ότι η διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του νέου ΠΚ εφαρμόζεται αναδρομικά και για όσους είχαν καταδικαστεί αμετάκλητα πριν την 1.7.2019]. Ενώ ο κρατούμενος εξέτιε την ποινή του στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών (έχοντας εκτίσει πραγματικά λιγότερα από οκτώμισι έτη, λαμβάνοντας όμως υπόψη –επιπλέον αυτών– και τον ευεργετικό υπολογισμό ημερών), υποβλήθηκε αίτηση απόλυσης, η οποία χορηγήθηκε (ενόψει της καλής διαγωγής του κρατουμένου κατά τη διάρκεια της κράτησής του) υπό τον όρο (μεταξύ άλλων) της εμφάνισης σε αστυνομικό τμήμα στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπου και η διεύθυνση που δήλωσε ότι θα διαμένει [ΣυμβΠλημΓρεβ 68/2020]. Λίγο αργότερα, τέθηκε ζήτημα παραβίασης των όρων, καθώς προέκυψε ότι ο απολυθείς διέμενε σε διαφορετική διεύθυνση∙ ενώ, ωστόσο, ο απολυθείς συνελήφθη αρχικά, η αίτηση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για ανάκληση της απόλυσης δεν έγινε δεκτή από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Γρεβενών, καθώς θεωρήθηκε δικαιολογημένη η μεταβολή διεύθυνσης. Παρ’ ολ’ αυτά, ο απολυθείς αναφυλακίστηκε, αφού το αρχικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Γρεβενών που είχε χορηγήσει την απόλυση εξαφανίστηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο μετά από έφεση του Εισαγγελέα Εφετών [ΣυμβΕφΔυτΜακ 44/2020] [έχει κάποια σημασία να σημειωθεί ότι η έφεση είχε ασκηθεί με βάση την πρόβλεψη του άρθρου 17 Ν. 1968/1991 (βλ. όμως ΣυμβΑΠ 922/2021, ΝΟΜΟΣ, που θεώρησε κατηργημένη αυτή τη διάταξη από 1.7.2019 ενόψει του άρθρου 586 στ. θ΄ –μετέπειτα ι΄– του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας)]. Στη συνέχεια, υποβλήθηκαν εκ νέου δύο αιτήσεις για χορήγηση απόλυσης, οι οποίες απορρίφθηκαν με δύο διαδοχικά βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Γρεβενών [ΣυμβΠλημΓρεβ 31/2021 και ΣυμβΠλημΓρεβ 194/2021], συνηγορούντος του ότι η διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς είχε ανακληθεί στο μεταξύ, αφού είχε μεσολαβήσει η απόφαση υπ’ αρ. 4/2021 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (κατά συνέπεια, ως βάση υπολογισμού στο πλαίσιο του άρθρου 105Β ΠΚ λαμβανόταν πλέον η συνολική ποινή κάθειρξης των 25 ετών, η οποία είχε επιβληθεί με αμετάκλητη απόφαση πριν τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα). Λίγο καιρό αργότερα, ο κρατούμενος μετήχθη στο Κατάστημα Κράτησης Τρίπολης. Εκεί υποβλήθηκε αίτηση χορήγησης απόλυσης, η οποία απορρίφθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Τρίπολης [ΣυμβΠλημΤριπ 10/2022]. Εναντίον του σχετικού βουλεύματος άσκησε έφεση ο κρατούμενος [δυνάμει της δυνατότητας που παρείχε πλέον το άρθρο 110 παρ. 5 ΠΚ, όπως είχε προστεθεί εν τω μεταξύ στον Ποινικό Κώδικα με το άρθρο 24 Ν. 4855/2021]. Το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, το οποίο επιλήφθηκε της έφεσης, απείχε αρχικά να αποφανθεί μέχρις υποβολής εκθέσεων κοινωνικής έρευνας και ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης [ΣυμβΕφΝαυπλ 36/2022]. Μετά από την προσκόμιση των σχετικών εκθέσεων, το ως άνω συμβούλιο, στο οποίο επανεισήχθη η υπόθεση με εισαγγελική πρόταση που κατέτεινε στη χορήγηση υφ’ όρον απόλυσης, εξέδωσε βούλευμα με το οποίο έκανε δεκτή την εισαγγελική πρόταση [λαμβάνοντας υπόψη, ως βάση υπολογισμού, τα είκοσι έτη, βάσει της πρόβλεψης του άρθρου 465 παρ. 2 ΠΚ, που είχε στο μεταξύ προστεθεί στον Ποινικό Κώδικα με το άρθρο 184 Ν. 4855/2021]. Έτσι, ο καταδικασθείς απολύθηκε υπό τους όρους: α) της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, β) της αυτοπρόσωπης εμφάνισης στην Αστυνομική Αρχή του τόπου κατοικίας δύο φορές τον μήνα, γ) της απαγόρευσης μετάβασης στον τόπο όπου είχε τελέσει τις πράξεις για τις οποίες είχε καταδικαστεί και εξέτιε ποινή, δ) της υποχρεωτικής διαμονής σε συγκεκριμένο τόπο, ε) της απαγόρευσης συναναστροφής με ανηλίκους χωρίς την παρουσία ή τη συναίνεση των προσώπων που έχουν την επιμέλειά τους και στ) της πραγματοποίησης μιας συνεδρίας ανά μήνα με ψυχίατρο ή ψυχολόγο Δημοσίου Νοσοκομείου ή άλλου συναφούς ιδρύματος με μορφή ΝΠΔΔ και της προσκόμισης σχετικής βεβαιώσεως στην Υπηρεσία Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής Αθηνών, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της δοκιμασίας, που αντιστοιχούσε σε χρονικό διάστημα 5 ετών, 9 μηνών και 18 ημερών από την αποφυλάκιση [ΣυμβΕφΝαυπλ 26/2023, παραπάνω στο παρόν τεύχος]. Κατά του τελευταίου αυτού βουλεύματος, όμως, ασκήθηκε αναίρεση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου [δυνάμει του άρθρου 483 παρ. 3 ΚΠΔ], με αποτέλεσμα να εκδοθεί το παραπάνω βούλευμα [ΣυμβΑΠ 843/2023], το οποίο εξαφάνισε το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, με αποτέλεσμα ο καταδικασθείς να οδηγηθεί εκ νέου στη φυλακή.
Η παραπάνω εξιστόρηση φανερώνει από μόνη της τις παθογένειες του θεσμού της υφ’ όρον απόλυσης στο ελληνικό ποινικό δίκαιο. Θα μπορούσε πάντως κανείς να προβεί σε ορισμένες επισημάνσεις ως προς την κατ’ άρθρο 106 ΠΚ προϋπόθεση της απόλυσης. Παρατηρείται, αρχικά, ότι ο Άρειος Πάγος αποδέχεται (ορθά) ότι μοναδική ουσιαστική προϋπόθεση για τη χορήγηση της απόλυσης υπό όρους, με βάση αυτή την τελευταία διάταξη, είναι η καλή διαγωγή του κρατουμένου κατά τη διάρκεια εκτίσεως της ποινής του και ότι, κατά συνέπεια, η αξίωση για ειδική αιτιολογία (με δεδομένη την καλή διαγωγή) αφορά τη μη χορήγηση της απόλυσης [η αναφορά, στη μείζονα σκέψη, της αναγκαίας αιτιολογίας ως προς τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, για το οποίο ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, ελέγχεται ως ασύνδετη με το συζητούμενο αντικείμενο]. Στη συνέχεια, όμως, παρεισφρέουν στο σκεπτικό και άλλα κριτήρια, τα οποία ουδόλως προκύπτουν από τον νόμο, και ιδίως η «απεξάρτηση» του καταδικασθέντος «από την έξη της ηβηφιλίας και εφηβοφιλίας», η οποία αξιολογείται στο πλαίσιο της κρίσης σχετικά με την «επικινδυνότητα αυτού προς τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων». Με τον τρόπο αυτό, επανεισέρχεται διά της πλαγίας οδού η συνεκτίμηση στοιχείων που ανάγονται στον χρόνο πριν από την καταδίκη, τα οποία όμως, είτε αφορούν τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε ο κρατούμενος είτε ανάγονται στην προηγούμενη ζωή του και στις προγενέστερες ατομικές και κοινωνικές του περιστάσεις, έχουν ήδη αξιολογηθεί ενόψει της κατ’ άρθρο 79 ΠΚ επιμέτρησης της ποινής [κάτι που επιμελώς απέφυγε το αναιρεθέν βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου]. Ακόμη και η επίρριψη ευθυνών στα θύματα από μέρους του καταδικασθέντα (κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου), η οποία ενδεικνύει, κατά μία έννοια, έναν «αμετανόητο εγκληματία», μπορεί να αποδοθεί σε μία μεταχείριση του καταδίκου σαν «κατηγορουμένου», κάτι που δεν συνάδει με τη φύση της ακρόασης ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου που κρίνει σχετικά με την απόλυση, και πάντως δεν στηρίζεται στον νόμο. Περαιτέρω, ο Άρειος Πάγος ταυτίζει την καλή διαγωγή με την «αληθή και πραγματική θετική συμπεριφορά, που πηγάζει από την ενδόμυχη αποδοχή των κανόνων της προσήκουσας εκδηλωτικής συμπεριφοράς και η οποία συνιστά το θεμέλιο της διαπιστωμένης καλής διαγωγής» [θέσει εν μέρει ταυτολογική], καταλήγοντας ότι «η πειθήνια προσαρμογή του κρατούμενου στο καθημερινό πρόγραμμα της φυλακής δεν μπορεί να αποτελέσει αλάνθαστη ένδειξη για την ανυπαρξία μελλοντικής υποτροπής του, καθώς αυτή μπορεί να είναι προσποιητή, χωρίς βούληση μεταβολής του χαρακτήρα, εφόσον κύριος σκοπός είναι η απόλαυση των παρεχομένων προνομίων (όπως και η υφ’ όρον απόλυσή του) ως αντάλλαγμα της φερόμενης καλής διαγωγής». Η άρνηση της απόλυσης στη βάση της παραδοχής ότι η διαγωγή του κρατουμένου είναι «προσποιητή» ανάγεται ήδη στη δεκαετία του ’90 [βλ. χαρακτηριστικά ΟλΑΠ 4/1997, ΠοινΧρ 1997, σελ. 1476∙ πρβλ. ΟλΑΠ 4/1998, ΠοινΧρ 1998, σελ. 875], συνιστώντας ένα νομολογιακό «αντίβαρο» στην απάλειψη μιας (αληθινά) ουσιαστικής προϋπόθεσης για τη χορήγηση υφ’ όρον απόλυσης. Εξάλλου, και η αναφορά στην ανάγκη να ερευνάται κατά πόσο ο κατάδικος παρέχει «προσδοκία εντίμου βίου στο μέλλον» και μπορεί να επανέλθει ακινδύνως στην κοινωνία ανάγεται, στην πραγματικότητα, στο νομοθετικό πλαίσιο του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα πριν τον Ν. 2172/1993, οπότε και η σχετική προϋπόθεση αξιωνόταν πλάι στην καλή διαγωγή και σωρευτικά με αυτήν [βλ. και Ι. Μοροζίνη, Σκέψεις για την υφ’ όρον απόλυση μετά το Ν. 4855/2021: Το οριστικό τέλος του θεσμού, ΠοινΧρ 2022, σελ. 488]. Σήμερα, όμως, η συμπλήρωση του κατ’ άρθρο 105Β ΠΚ ελάχιστου τμήματος της ποινής, σε συνδυασμό με τη διαγωγή του καταδικασθέντος κατά τη διάρκεια της κράτησής του, αποτελούν τις μόνες προϋποθέσεις για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης. Η καλή διαγωγή, μάλιστα, δεν αξιώνεται σήμερα κατά κυριολεξία ως θετική προϋπόθεση [όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της αρεοπαγιτικής κρίσης], αλλά χρησιμοποιείται αρνητικά, προκειμένου να αιτιολογήσει την απόρριψη του αιτήματος απόλυσης. Τούτο επιδρά και στην αιτιολογία, ενώ υποδηλώνει ότι η αμφιβολία γέρνει υπέρ της απόλυσης, σε αντίθεση με την παραπάνω διατυπωθείσα θέση, ότι δηλαδή θα έπρεπε να παρέχονται «εχέγγυα» που να αποκλείουν μετά βεβαιότητας την υποτροπή του δράστη. Ναι μεν η υφ’ όρον απόλυση συνιστά θεσμό που ανάγεται στην έκτιση της ποινής, αποβλέποντας στην ειδική πρόληψη [βλ. ενδεικτικά ΑΠ 983/2020, βάση νομολογίας Αρείου Πάγου], ωστόσο οι όροι με τους οποίους χορηγείται δεν περιλαμβάνουν τις αξιολογήσεις τις οποίες φαίνεται να αξιώνει ο Άρειος Πάγος. Και είναι επίσης αληθές ότι η εξουσία του δικαστικού συμβουλίου περιορίζεται έτσι δραστικά, όμως αυτή ακριβώς είναι η επιλογή του νομοθέτη, ο οποίος την τελευταία τριακονταετία, και ιδίως ενόψει της ανάγκης αποσυμφόρησης των σωφρονιστικών καταστημάτων, έχει αφαιρέσει την ουσιαστική κρίση σχετικά με τον «σωφρονισμό» του κρατουμένου από τη δικαστική εξουσία, τεκμαίροντάς τον, τρόπον τινά, από την έκτιση ενός προκαθορισμένου τμήματος της ποινής. Εάν αυτή η νομοθετική επιλογή κρίνεται ανεπιτυχής, ίσως είναι καιρός να επανέλθει ένα ουσιαστικό κριτήριο για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης [στο πλαίσιο του άρθρου 106 ΠΚ], αποκαθιστώντας την πρωταρχία της δικαστικής κρίσης στο πεδίο της έκτισης της ποινής.]
Ι.Ν.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα