ΜΕφΘεσ 88/2022
Δικαστής: Νικόλαος Βόκας
Δικηγόροι: Θεμ. Τοσουνίδης – Χ. Γιαννακούλας – Ευστρ. Βαλτούδης
Σχέση πρόστησης μεταξύ ασφαλιστικής εταιρίας και ανεξάρτητου ασφαλιστικού συμβούλου, ο οποίος τέλεσε απάτη σε βάρος πελατών της εταιρίας και εισέπραξε χρήματα προωθώντας ανύπαρκτο επενδυτικό πρόγραμμα. Θεμελίωση της πρόστησης στην εποπτεία και στις δεσμευτικές οδηγίες της ασφαλιστικής εταιρίας προς τον σύμβουλο. Οι πελάτες αγόρασαν το ανύπαρκτο επενδυτικό προϊόν τελώντας σε γνώση ότι ο ασφαλιστικός σύμβουλος ενεργούσε για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρίας, από την οποία είχε βραβευθεί.
Συντρέχον πταίσμα. Στον δόλο του δράστη δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί η αμέλεια του θύματος ως προς την πρόκληση της ζημίας. Η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος μπορεί να προβληθεί και από τον προστήσαντα. Μείωση της οφειλόμενης από την προστήσασα ασφαλιστική εταιρία αποζημίωσης λόγω συντρέχοντος πταίσματος των πελατών της.
[…]
Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με βάση τη διάταξη αυτή, για την ύπαρξη της αδικοπραξίας και την υποχρέωση του δράστη προς αποζημίωση του παθόντος, εκτός από την επέλευση της ζημίας, απαιτείται; α) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παρανόμως, συγχρόνως δε και υπαιτίως, ήτοι από δόλο ή αμέλεια (άρθρο 330 του ΑΚ), β) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και γ) να υφίσταται πρόσφορη (αιτιώδης) συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας, η οποία συντρέχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογικής η συμπεριφορά αυτή στο χρόνο και με τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει και το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 996/2004, ΕλλΔνη 2006.1624, ΑΠ 926/2004, ΕλλΔνη 2005.1659). Αδικοπραξία, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων, που περιήλθαν οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη (ΑΠ 901/2000, ΕλλΔνη 2001136, ΕφΑθ 166/2003, ΕλλΔνη 2004.162, ΕφΠατρ 378/2005, ΔΕΕ 2006.415, ΕφΠατρ 372/2003, ΔΕΕ 2004.939). Επίσης, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση, κατ’ άρθρο 914 του ΑΚ, αποτελεί και η απάτη σε βάρος ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή επιχείρηση πράξης, από την οπαία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βουλήσεως ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται και σε μελλοντικό γεγονός (ΑΠ 893/2004, ΕλλΔνη 2004.1599 και ΑΠ 16/2005, ΕλλΔνη 2005.734). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο κατά την υπηρεσία του. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή επί προστήσαντος φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο δεν συνδέεται συμβατικά με τον ζημιωθέντα τρίτο, προστηθείς δε μπορεί να είναι ωσαύτως νομικό ή φυσικό πρόσωπο. Η εφαρμογή της προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, δηλαδή αδικοπραξία: πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του, ή, ακόμα, και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής. Η τελευταία (κατάχρηση υπηρεσίας) υπάρχει όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε καθ’ υπέρβαση των ορίων των καθηκόντων του προστηθέντος και κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών του προστήσαντος. Θα πρέπει όμως μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας και της υπηρεσίας που έχει ανατεθεί στον προστηθέντα να υφίσταται εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι αυτή (πράξη) δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Δηλαδή, ο προστήσας ευθύνεται και για κάθε πράξη αυτού (προστηθέντος), της οποίας η εκτέλεση κατέστη δυνατή στον προστηθέντα λόγω ακριβώς της ένεκα της πρόστησης θέσης του αυτής, των ευκαιριών τις οποίες αυτή (πρόστηση) του έδωσε προς χρησιμοποίηση, για άλλο σκοπό, των στη διάθεσή του τεθέντων μέσων και εν γένει όταν η υπηρεσία του προστηθέντος αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο προς επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης. (ΑΠ 418/2016, ΑΠ 147/2011, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 291/2011 ΔΕΕ 2011.922, ΑΠ 1507/2005, ΕλλΔνη 2006.92,). Στην περίπτωση όμως αυτή αίρεται η ευθύνη του προστήσαντος, εάν ο ζημιωθείς γνώριζε ή οφείλε να γνωρίζει την κατάχρηση γεγονός που οφείλει να προτείνει και να αποδείξει ο προστήοας (ΕφΑθ 4503/2003, ΕλλΔνη 2004.194, ΕφΑθ 5106/2002, ΕλλΔνη 2003.1375, ΕφΑθ 2909/2002, ΔΕΕ 2002.610, ΕφΑθ 128/2002, ΕπισκΕμπΔ 2002.517). Αντίθετα, δεν ευθύνεται ο προστήσας όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος οφείλεται σε προσωπικούς λόγους του δράστη, άσχετους με την υπηρεσία που του έχει ανατεθεί, αφού η ύπαρξη τέτοιων λόγων διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντος και την άσκηση ή την κατάχρηση της υπηρεσίας του. Έτσι η ευθύνη του προστήσαντος αποκλείεται όταν ο σύνδεσμος της σχέσης μεταξύ της άσκησης ή της κατάχρησης υπηρεσίας και επιζήμιας συμπεριφοράς είναι τόσο χαλαρός, ώστε να διακόπτεται κάθε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της τελευταίας και των υπηρεσιακών καθηκόντων εκείνου που προστήθηκε και η πράξη να εμφανίζεται σαν αυθυπόστατη αδικοπραξία άσχετη με τα καθήκοντα του τελευταίου. Τούτο συμβαίνει και στην περίπτωση που υπάρχει μεν τοπικός ή χρονικός σύνδεσμος της επιβλαβούς συμπεριφοράς του προστηθέντος με την υπηρεσία του, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε με την ευκαιρία της υπηρεσίας, οφείλεται όμως σε αίτια ανεξάρτητα απ’ αυτή και συγκεκριμένα σε προσωπικό πταίσμα του προστηθέντος, τον κίνδυνο του οποίου δεν μπορεί να φέρει ο προστήσας (ΑΠ 957/2003 ΕλλΔνη 2003.1558, ΕφΑθ 3747/2002 ΕλλΔνη 2002.1436). […] Σημειώνεται ότι για την εξάρτηση μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος δεν απαιτείται η παροχή δεσμευτικών ειδικών οδηγιών, όσον αφορά το χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής της εργασίας, αλλ’ αρκεί η παροχή γενικών οδηγιών ή μιας γενικής εποπτείας (ΑΠ 1362/2007, ΕλλΔνη 2007.1351). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε από το αρθρ. 36 παρ. 24 του ν. 2496 της 14/16.5.1997, “ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ή συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων για την πρόσκτηση εργασιών. Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο, ο οποίος, υπό το δίκαιο που ίσχυε πριν, ονομαζόταν παραγωγός ασφαλίσεων, με τους ως άνω είναι σύμβαση έργου και συνεπώς ο πρώτος δεν είναι ούτε αντιπρόσωπος, ούτε εντολοδόχος του δεύτερου (ΑΠ 2016/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 333/1998, ΕΕμπΔ 1999.343, ΕφΑθ 3785/2009 ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η νομική φύση της σχέσης του ασφαλιστικού συμβούλου με την ασφαλιστική εταιρία δεν αποκλείει τη σχέση προστήσεως με αυτήν (ασφαλιστική εταιρία), την ευθύνη αυτού εξ αδικοπραξίας για την επ’ ευκαιρία της ως άνω δράσης του προξενηθείσα σε τρίτο ζημία, συνεπώς δε και την εις ολόκληρον ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρίας, εάν in concreto αποδεικνύεται σχέση προστήσεως (ΑΠ 188/2015, ΑΠ 1440/2014, ΑΠ 530/2014 ΤΝΠ Νόμος). […]
[…] Η πρώτη εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, που εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής, ασκεί εμπορική δραστηριότητα, η οποία συνίσταται στην παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών και δραστηριοποιείται στους κλάδους ασφαλειών ζωής, των επενδύσεων, των αμοιβαίων κεφαλαίων και της διαχείρισης διαθεσίμων κεφαλαίων. Στο πλαίσιο της δραστηριότητας της αυτής, και για την προώθηση των εργασιών της, έχει ιδρύσει υποκαταστήματα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος, παράλληλα δε αξιοποιεί τις υπηρεσίες περισσοτέρων ασφαλιστικών συμβούλων και συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων, οι οποίοι δεν αποτελούν εργαζόμενούς της, αλλά τυγχάνουν ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι συνδέονται μαζί της με συμβάσεις έργου, με αντικείμενο την προώθηση των ασφαλιστικών της προϊόντων στο καταναλωτικό κοινό, αλλά και την εν γένει εξυπηρέτηση των πελατών της. Παρά το γεγονός ότι τα πρόσωπα αυτά δεν εντάσσονται στο προσωπικό της επιχείρησής της, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της οργανωτικής της δομής, τελώντας υπό τις οδηγίες των νομίμων εκπροσώπων της και αξιοποιώντας την υλικοτεχνική της υποδομή. Ο τρίτος εναγόμενος-μη διάδικος Α.Κ., είχε ενταχθεί στο δίκτυο των προσώπων που απασχολούσε η πρώτη εναγομένη και δραστηριοποιείτο, ως ασφαλιστικός σύμβουλος, στις περιοχές της Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής, κατά το χρονικό διάστημα από 7.12.2000 έως 25.1.2013. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2001 έως και 25.1.2013 παρείχε τις υπηρεσίες του, κατά τρόπο αποκλειστικό στην πρώτη εναγομένη, με την οποία κατήρτισε σύμβαση έργου, με αντικείμενο τη διαμεσολάβησή του μεταξύ της ίδιας και του καταναλωτικού κοινού για τη σύναψη ασφαλίσεων αρχικά στον κλάδο των ζημιών και ακολούθως στο χώρο των επενδυτικών προϊόντων της τελευταίας, αμειβόμενος με προμήθεια, αλλά και με έκτακτες ανταμοιβές (bonus), η καταβολή και το ύψος των οποίων τελούσε σε συνάρτηση με την έκταση της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Καθόλη τη διάρκεια της συνεργασίας του με την πρώτη εναγομένη ανέπτυξε αξιόλογη δραστηριότητα και απέκτησε σημαντική φήμη. Λόγω του εκτεταμένου κύκλου πελατών του, η πρώτη εναγομένη του παραχώρησε ιδιαίτερο και ανεξάρτητο γραφείο στις εγκαταστάσεις του υποκαταστήματός της, το οποίο βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, …, όπου συστεγαζόταν και ο δεύτερος εναγόμενος-μη διάδικος Α.Μ., ο οποίος από το έτος 2000 απασχολείτο ως συντονιστής ασφαλιστικών συμβούλων της πρώτης εναγομένης, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν και ο τρίτος εναγόμενος. Οι αρμοδιότητες του δεύτερου εναγομένου, όπως ορίζονται στο άρθρο 20 του ν. 1569/1995, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 2170/1993 και στη συνέχεια από το άρθρο 36 παρ. 3 του ν. 2496/1997, είναι η επιλογή, εκπαίδευση και εποπτεία των ασφαλιστικών συμβούλων, κατά τη διαμεσολάβησή τους στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων. Ενόψει τούτων, εφόσον ο τελευταίος ενεργούσε για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, σύμφωνα με τη φύση και το σκοπό της δραστηριότητας της, εντός του κύκλου της επιχειρηματικής της δράσης, υπό τις οδηγίες που ελάμβανε από τον δεύτερο εναγόμενο και τους νομίμους εκπροσώπους της πρώτης εναγομένης και εποπτευόμενος για τη δράση του, χωρίς να μπορεί να αποκλίνει, είναι κατάδηλο ότι συνδεόταν με αυτήν με σχέση προστήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 922 ΑΚ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες ήταν επί πολλά χρόνια πελάτες της πρώτης εναγομένης και γνώριζαν τον τρίτο εναγόμενο, λόγω παλαιοτέρων συμβολαίων ασφάλισης (αυτοκινήτου και πυράς) που είχαν καταρτίσει μαζί του. Στο πλαίσιο της συνεργασίας τους αυτής, ο τρίτος εναγόμενος τους πρότεινε να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα C. της πρώτης εναγομένης και ειδικότερα στο αμοιβαίο κεφάλαιο Μ. F. F., το οποίο τους εμφάνισε ως ιδιαίτερα ελκυστικό επενδυτικό προϊόν, με υψηλές αποδόσεις, της τάξεως των 5% μηνιαίως (60% ετησίως), που υπερέβαιναν κατά πολύ την απόδοση μιας τραπεζικής κατάθεσης, ενώ παράλληλα τους παρείχε και τη δυνατότητα επιστροφής των χρημάτων τους, οποτεδήποτε θελήσουν. Προκειμένου δε να φανεί πειστικότερος, ζήτησε φωτοαντίγραφα των ταυτοτήτων των εναγόντων, ώστε να τους παράσχει βεβαίωση τόκων για τη φορολογική τους δήλωση. Όμως η δήλωση αυτή προς τους ενάγοντες ήταν ψευδής, διότι η πρώτη εναγομένη δεν διέθετε πρόγραμμα με τα χαρακτηριστικά που εμφάνισε ο τρίτος εναγόμενος. Το επενδυτικό πρόγραμμα «C. Σ. Ε. I.», το οποίο προωθούσε η πρώτη εναγομένη, είχε ως αντικείμενο την αγορά μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων από ανώνυμες εταιρίες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων (Α.Ε.Δ.Α.Κ.), που αντιπροσωπεύονταν από την ίδια. Οι όροι του εν λόγω προγράμματος ήταν η ύπαρξη κινδύνου απομείωσης ή και απώλειας του επενδεδυμένου σε αυτό κεφαλαίου, ο οποίος αυξανόταν σε περίπτωση επιδίωξης μεγαλύτερης απόδοσης, η διάρκειά του ήταν σε κάθε περίπτωση ευρύτερη του μήνα, δεν υπήρχε δυνατότητα μηνιαίας απόληψης τόκων, ενώ η αποδέσμευση του επενδεδυμένου κεφαλαίου, πριν από την παρέλευση του συμφωνημένου σχετικά χρονικού σημείου, προϋπέθετε την εξαγορά του σχετικού ασφαλιστικού συμβολαίου και επομένως απέφερε μείωση του κεφαλαίου αυτού. Εξάλλου, η συμμετοχή στο εν λόγω πρόγραμμα προϋπέθετε την τήρηση έγγραφης διαδικασίας, δηλαδή τη συμπλήρωση προαριθμημένης αίτησης, η οποία αποτελείτο από έξι (6) σελίδες και περιείχε ερωτηματολόγια που αφορούσαν στα προσωπικά στοιχεία του συμβαλλόμενου και του ααφαλιζόμενου, στον τρόπο καταβολής του ασφαλίστρου, στην επιλογή των αμοιβαίων κεφαλαίων και στην κατάσταση της υγείας του ασφαλιζόμενου και του συμβαλλομένου. Επομένως, το επενδυτικό πρόγραμμα που ο τρίτος εναγόμενος παρέστησε στους ενάγοντες ως ασφαλιστικό πρόγραμμα της πρώτης εναγομένης ουδόλως ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Προέβη δε στην παράσταση των παραπάνω ψευδών γεγονότων, με σκοπό να αποκομίσει από τους ενάγοντες παράνομο όφελος σε βάρος της περιουσίας τους, το οποίο θα συνίστατο στο χρηματικό ποσό που οι τελευταίοι θα του παρέδιδαν για την εκτέλεση της υπεσχημένης επένδυσης. Πράγματι, οι ιδιαίτερα ευνοϊκοί όροι που κατά τους ψευδείς ισχυρισμούς του τρίτου εναγομένου παρουσίαζε το προτεινόμενο από αυτόν επενδυτικό προϊόν, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τούτο εμφανιζόταν ως προϊόν της πρώτης εναγομένης, η οποία απολαμβάνει ιδιαίτερης αξιοπιστίας και εκτίμησης στην ελληνική ασφαλιστική αγορά, αλλά και την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη με την οποία περιέβαλαν τον άνω εναγόμενο, οδήγησαν τους ενάγοντες να αποδεχθούν τη δήθεν επωφελή πρότασή του και να του καταβάλουν τα κάτωθι ποσά: Η πρώτη ενάγουσα κατέθεσε στον προσωπικό του λογαριασμό με αριθμό […] συνολικά το ποσό των 35.000 ευρώ. Η δεύτερη ενάγουσα, κατέβαλε στον ίδιο προσωπικό λογαριασμό του ίδιου εναγομένου, για τους ίδιους λόγους, […] ήτοι συνολικά το ποσό των 25.000 ευρώ. Ο τρίτος ενάγων, κατέβαλε στον ίδιο λογαριασμό του τρίτου εναγομένου … το ποσό των 5.000 ευρώ, ενώ ο τέταρτος ενάγων κατέθεσε στον … λογαριασμό του ιδίου εναγομένου στην […] συνολικά 30.000 ευρώ. Για να ενισχύσει δε ο τρίτος εναγόμενος στους ενάγοντες την ψευδή παράσταση για την κατάρτιση του επενδυτικού προγράμματος της πρώτης εναγομένης, τους χορήγησε ένα έγγραφο το οποίο ανέγραφε στην προμετωπίδα τη λέξη C. και την ονομασία του υποτιθέμενου αμοιβαίου κεφαλαίου «Μ. F. F.». Οι τελευταίοι δεν ανησύχησαν από το γεγονός ότι ο τρίτος εναγόμενος δεν τους παρέδωσε συμβόλαια της πρώτης εναγομένης, που να αποδεικνύουν τη συναλλαγή τους με αυτή, καθώς τα ίδια τα έγγραφα που τους παρέδωσε έφεραν τη σφραγίδα του ως ασφαλιστικού συμβούλου της πρώτης εναγομένης και τα οποία, όπως τους είπε, αποτελούσαν πρόχειρο τίτλο του επενδυτικού τους προγράμματος, έως την έκδοση του επίσημου εντύπου από την πρώτη εναγομένη. Εξάλλου, δεν είχαν κανένα λόγο να τον αμφισβητήσουν, καθόσον γνώριζαν ότι ο εν λόγω εναγόμενος το Δεκέμβριο του 2012 είχε βραβευθεί από την πρώτη εναγομένη ως ένας από τους καλύτερους ασφαλιστικούς της συμβούλους, γεγονός το οποίο διαφημίστηκε στον γραπτό και ηλεκτρονικό τύπο. Τον Ιανουάριο του 2013, όταν στην τοπική κοινωνία του […] άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες περί ενδεχόμενης εμπλοκής του τρίτου εναγομένου σε οικονομικές ατασθαλίες, οι ενάγοντες επιχείρησαν να αναζητήσουν τους επίσημους τίτλους συμμετοχής τους στο επενδυτικό πρόγραμμα που τους εμφάνισε. Λίγες ημέρες αργότερα πληροφορήθηκαν από τον δεύτερο εναγόμενο (Α.Μ.) ότι δεν υφίστατο τέτοιο επενδυτικό προϊόν και ότι ούτε αυτός, ούτε η πρώτη εναγομένη γνώριζαν για τις κινήσεις του τρίτου εναγομένου. Τότε αντιλήφθηκαν ότι ο τελευταίος τους είχε εξαπατήσει και είχε ιδιοποιηθεί παράνομα τα χρήματα που του είχαν δώσει. Με την ίδια μέθοδο ο τρίτος εναγόμενος είχε αποσπάσει χρήματα και από άλλους πελάτες της πρώτης εναγομένης και ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για την πράξη της απάτης κατ’ εξακολούθηση, της οποίας το όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, τελεσθείσα κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και με την …/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών. Από την πράξη αυτή του τρίτου εναγομένου, η οποία συνιστά, πέραν του ποινικού αδικήματος, και αδικοπραξία, κατά την έννοια του 914 ΑΚ, οι ενάγοντες ζημιώθηκαν κατά τα ανωτέρω ποσά και δικαιούνται ισόποση αποζημίωση. Με την έφεσή του ο εναγόμενος, πέραν των αρνητικών της ευθύνης του ισχυρισμών, πρότεινε […] ένσταση συντρέχοντος πταίσματος στην έκταση της ζημίας τους (300 ΑΚ), η οποία συνίσταται στην αμέλεια που επέδειξαν άπαντες οι ενάγοντες και συμμετείχαν στην προτεινόμενη από αυτόν επένδυση, παρότι μπορούσαν εύκολα να αντιληφθούν, τόσο λόγο του μορφωτικού, επαγγελματικού και κοινωνικού τους επιπέδου, αλλά και της προγενέστερης εμπειρίας τους, ότι τέτοιο επενδυτικό πρόγραμμα, σαν αυτό που τους πρότεινε, δεν θα μπορούσε να έχει διατεθεί από την πρώτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, διότι απέκλινε ουσιωδώς από τα λοιπά επενδυτικά προγράμματα της αγοράς, αφού πουθενά δεν υφίσταντο τέτοιες αποδόσεις και εξασφαλίσεις χρημάτων και ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (281 ΑΚ), συνιστάμενη στο γεγονός ότι, παρότι γνώριζαν τις συνθήκες της αγοράς και την προφανή κατά τη συναλλακτική τους επαφή υπέρβαση των διαδικασιών και αποδόσεων μιας ασφαλιστικής σύμβασης, χωρίς να ενδιαφερθούν για την επίσημη ενημέρωσή τους, κατέθεταν στον προσωπικό του λογαριασμό χρήματα, προκειμένου να λάβουν ως αντάλλαγμα, υπέρογκες αποδόσεις, μη ανταποκρινόμενες στις συνθήκες της αγοράς. […] Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί υπάρξεως συντρέχοντας πταίσματος των εναγόντων, είναι αβάσιμος, για το λόγο ότι στο δόλο του τρίτου εναγομένου αντιπαρατίθεται η αμέλεια των εναγόντων. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, το δικαστήριο δύναται επί συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος να μη επιδικάσει αποζημίωση, ή να μειώσει το ποσό αυτής Ο αποκλεισμός της αποζημίωσης ή η μείωσή της εξαρτώνται από τη στάθμιση των εκτατέρωθεν πταισμάτων. Προ παντός άλλου συγκρίνεται η βαρύτητα των πταισμάτων ζημιώσαντος και ζημιωθέντος, ώστε επί δόλιας συμπεριφοράς ταυ ζημιώσαντος (εξαπατήσαντος), να αντίκειται στα χρηστά ήθη η επίρριψη πταίσματος στα πρόσωπα των ζημιωθέντος (εξαπατηθέντων) και η συνακόλουθη μείωση της ευθύνης (Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό, 2004, παρ. 9 αρ. 100 και ίδιου σε ΕρμΑΚ, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, αρθρ. 300 αρ. 12). Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, καθότι τα επικαλούμενα από τον τρίτο εναγόμενο περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την διεκδίκηση της αποζημίωσης από τους εξαπατηθέντες ενάγοντες προφανώς αντιβαίνουσα στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον οικονομικό ή κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος τους. Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς τον τρίτο εναγόμενο ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να καταβάλει, α) στην πρώτη ενάγουσα, το ποσό των 35.000 ευρώ, β) στη δεύτερη ενάγουσα, το ποσό των 25.000 ευρώ, γ) στον τρίτο ενάγοντα, το ποσό των 5.000 ευρώ και δ) στον τέταρτο ενάγοντα, το ποσό των 30.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως.
Περαιτέρω, όπως ελέχθη, ότι, μεταξύ των δύο εναγομένων (πρώτης και τρίτου), κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του δεύτερου, υφίστατο σχέσης πρόστησης, καθώς ο τρίτος, με την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου, ενεργούσε προς εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων της πρώτης ασφαλιστικής εταιρίας και συγκεκριμένα είχε αναλάβει το έργο της ενημέρωσης των πελατών της για τα ασφαλιστικά της προγράμματα, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και τα επενδυτικά, όπως ήταν και αυτό που τους εμφάνισε. Στο πλαίσιο δε της δραστηριότητάς του αυτής, ενεργούσε, σύμφωνα με τις οδηγίες και υπό την επίβλεψη του δεύτερου εναγομένου Α.Μ., συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων, αλλά και των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης. Υπό τις παραδοχές αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πιο πάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τρίτου εναγομένου έλαβε χώρα με ευκαιρία και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε από την ομόδικό του, καθόσον η ζημιογόνα συμπεριφορά του έναντι των εναγόντων εκδηλώθηκε καθ’ υπέρβαση των ορίων των καθηκόντων του ως προστηθέντος και κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών της προστήσασας αυτόν ασφαλιστικής εταιρίας. Πέραν δε τούτου, υφίσταται εσωτερική συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνας συμπεριφοράς του και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε, καθώς οι απαρτίζουσες αυτήν πράξεις του και η ζημία που προκλήθηκε από αυτές σε βάρος των εναγόντων, δεν θα είχαν λάβει χώρα σε περίπτωση έλλειψης της σχέσης πρόστησης μεταξύ των δύο εναγομένων. Συγκεκριμένα, η ιδιότητα του τρίτου εναγομένου ως ασφαλιστικού συμβούλου της πρώτης από αυτούς, η ιδιαίτερη υπηρεσιακή του μεταχείριση από την τελευταία, η οποία εκδηλώθηκε με την εγκατάστασή του σε ιδιαίτερο γραφείο στο υποκατάστημά της … στη Θεσσαλονίκη και η αναγνώριση που απολάμβανε χάρη στην επαγγελματική του αποτελεσματικότητα, αποτέλεσαν το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση των ζημιογόνων πράξεων σε βάρος των εναγόντων, καθώς όλα μαζί τα ανωτέρω στοιχεία προσέδωσαν αληθοφάνεια και αξιοπιστία στο περιεχόμενο των ψευδών δηλώσεών του, κάμπτοντας τις όποιες αμφιβολίες των εναγόντων, οι οποίοι θεωρώντας δεδομένη την εμπλοκή της πρώτης εναγομένης στο προτεινόμενο από τον αντίδικό τους επενδυτικό πρόγραμμα, δικαιολογημένα απέβλεπαν στην ασφαλή και επικερδή επένδυση των κεφαλαίων τους, υπολογίζοντας τη μεγάλη οικονομική επιφάνεια, τη φερεγγυότητα κα την αξιοπιστία της τελευταίας. Επομένως, το κυρίαρχο στοιχείο που επηρέασε την απόφαση των εναγόντων στην απατηλή επενδυτική πρόταση του τρίτου εναγομένου ήταν η ιδιότητά του ως ασφαλιστικού συμβούλου και συνεργάτη της πρώτης εναγομένης και όχι ασφαλώς η προσωπική του δραστηριότητα, η οποία χωρίς την εγγύηση που προσέφερε το όνομα της πρώτης εναγομένης, δεν θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε συμμετοχή στο ένδικο επενδυτικό πρόγραμμα. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτό, αφενός ότι υφίσταται σχέση πρόστησης μεταξύ των δυο εναγομένων και αφετέρου ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της υπηρεσίας που η πρώτη εναγομένη ανέθεσε στον τρίτο εναγόμενο και της ζημιογόνου συμπεριφοράς του σε βάρος των εναγόντων, απορριπτομένων των σχετικών ισχυρισμών της πρώτης εναγομένης. […]
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η στάση των εναγόντων έναντι της προεκτεθείσης απατηλής συμπεριφοράς του τρίτου εναγομένου, απέκλινε από τον τρόπο αντιμετώπισης που θα υιοθετούσε υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ένας μέσος, συνετός άνθρωπος με τις γνώσεις και την κοινωνική τους εμπειρία. Ειδικότερα, σε αντίθεση με τις προηγούμενες συναλλαγές που είχαν πραγματοποιήσει με την πρώτη εναγομένη, μέσω του τρίτου εναγομένου, για τις επίδικες συναλλαγές τους δεν υπέγραψαν καμία αίτηση και κανένα επίσημο εταιρικό έντυπο της πρώτης εναγομένης, με το οποία να δήλωναν την πρόθεσή τους να συναλλαχθούν μαζί της. Αντίθετα, αρκέστηκαν να λάβουν ένα «προσωρινό» έντυπο, το οποίο και οι ίδιοι αναγνωρίζουν ως «πρόχειρο», παρότι τόσο ο νόμος 400/70, όσο και οι Πράξεις της Τράπεζας της Ελλάδος 30/31/2012-3 προβλέπουν ως απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση οποιουδήποτε ασφαλιστηρίου συμβολαίου τη συμπλήρωση και υπογραφή συγκεκριμένης αίτησης προς την ασφαλιστική εταιρία, την τήρηση αυστηρής διαδικασίας ως προς την κατάθεση των χρημάτων, την άμεση έκδοση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, την τακτική λήψη πολλών ενημερωτικών εγγράφων από τον ασφαλιζόμενο προκειμένου να διασφαλίζεται η κάθε συναλλαγή. Αλλά ούτε και στη συνέχεια ζήτησαν να λάβουν «επίσημα» έγγραφα της πρώτης εναγομένης, ως απόδειξη κατάρτισης των επενδυτικών τους συμβάσεων, αλλά και ενημερώσεις για την πορεία της επένδυσής τους, παρά εξακολουθούσαν να καταβάλουν στον τρίτο εναγόμενο τα χρήματα που κάθε φορά τους ζητούσε, δήθεν σε εκτέλεση του επενδυτικού προγράμματος. Επίσης, λόγω της αυξημένης κοινωνικής και επαγγελματικής τους εμπειρίας –η πρώτη ενάγουσα κατά τον επίμαχο χρόνο ήταν έμπορος και διατηρούσε κατάστημα παιδικών ενδυμάτων στον […], η δεύτερη ενάγουσα είναι οικονομολόγος-λογίστρια, ο τρίτος ενάγων είναι υπάλληλος της Δ.Ε.Η. και ο τέταρτος ενάγων είναι ψυχολόγος και δραστηριοποιείται ως ελεύθερος επαγγελματίας– θα μπορούσαν να αντιληφθούν ότι η κατάθεση χρημάτων σε προσωπικούς λογαριασμούς του τρίτου ενογομένου, προκειμένου να τους τοποθετήσει σε επενδυτικά προϊόντα της πρώτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας αποτελεί μια πράξη υψηλού ρίσκου, καθώς τίποτα δεν εγγυάται ότι ο εν λόγω ασφαλιστικός σύμβουλος θα ενεργήσει σύννομα, κατά την παραγγελία τους. Θέλοντας μάλιστα η πρώτη εναγομένη να προστατεύσει τους πελάτες της από ενδεχόμενες ατασθαλίες των προστηθέντων οργάνων της, στα ενημερωτικά της φυλλάδια και έντυπα, απαγορεύει ρητά να διακινούνται μετρητά με παράδοση μετρητών χρημάτων στα χέρια του διαμεσολαβούντος προσώπου, και επισημαίνει με σαφήνεια ότι επιτρέπεται η κατάθεση των προς επένδυση χρημάτων αποκλειστικά και μόνο στους αναφερόμενους τραπεζικούς της λογαριασμούς. Επομένως, οι ενάγοντες, όχι μόνο έπραξαν αντίθετα με όσα έχει εκφράσει η πρώτη εναγομένη στα επίσημα πληροφοριακά της έντυπα, αλλά ουδέποτε ζήτησαν να λάβουν από τον τρίτο εναγόμενο οποιοδήποτε παραστατικό της υποτιθέμενης συναλλαγής τους με αυτή. Αυτή δε η αμελής συμπεριφορά τους συνετέλεσε στην έκταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστησαν από αδικοπρακτική συμπεριφορά του τρίτου εναγομένου. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η προτεινόμενη από την πρώτη εναγομένη ένσταση οικείου πταίσματος (300 ΑΚ) και να προσδιοριστεί η συνυπαιτιότητα των εναγόντων σε ποσοστό 50%, περιοριζόμενης αντίστοιχα της ευθύνης της εν λόγω εναγομένης προς αποζημίωσή τους. […]
[Σύμφωνα με την ΑΚ 922, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η δικαιολογία της ρύθμισης συνιστάται στο ότι, καθώς ο κύριος της υπόθεσης (προστήσας) αυξάνει τον χώρο εξουσίας, επιρροής και δραστηριότητάς του με τη χρησιμοποίηση βοηθών (προστηθέντες), με αποτέλεσμα να επεκτείνει τις εργασίες του και τη δυνατότητα κέρδους, θα πρέπει να επωμίζεται και τον κίνδυνο να προξενήσει ο προστηθείς ζημίες σε τρίτα πρόσωπα (βλ. αντί πολλών Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο5, 2018, § 7 αριθ. 19· Τσολακίδης, Ευθύνη για ενέργειες βοηθών εκπλήρωσης και προστηθέντων, 2008, σελ. 200 επ.). Πρόστηση είναι η ανάθεση από κάποιον (προστήσαντα) σε τρίτο πρόσωπο (προστηθέντα) ορισμένης υπηρεσίας που αποβλέπει στη διεκπεραίωση των υποθέσεών του ή προώθησης και γενικότερα εξυπηρέτησης των οποιωνδήποτε επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του, ενώ προϋπόθεση αυτής είναι να υπάρχει ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα σχέση εξάρτησης, έστω και χαλαρή, ώστε να μπορεί ο πρώτος να δίνει στο δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή να επιβλέπει ως προς την εκτέλεση της υπηρεσίας (ΑΠ 1/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Για την εφαρμογή της ΑΚ 922 απαιτείται η συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: Πρώτον, απαιτείται ανάμιξη του προστηθέντος με τη βούληση του κυρίου της υπόθεσης. Η αυτόβουλη επέμβαση δεν αρκεί (ΑΠ 1717/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η σχέση που συνδέει τον κύριο της υπόθεσης με τον προστηθέντα δεν απαιτείται να είναι δικαιοπρακτική, αλλά μπορεί να γίνεται επ’ ευκαιρία, να είναι παροδική, να στηρίζεται σε πραγματική, συζυγική ή φιλική σχέση (ΑΠ 1104/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Δεύτερον, θα πρέπει να συντρέχει νόμιμος λόγος ευθύνης του προστηθέντος. Νόμιμος λόγος ευθύνης είναι, στο πλαίσιο της ΑΚ 922, η αδικοπραξία του ενδιάμεσου προσώπου σε βάρος οποιουδήποτε τρίτου (ΑΚ 914, 919, 920). Εδώ απαιτείται πταίσμα του ενδιάμεσου προσώπου, παρότι δεν αναφέρεται ρητά στη διάταξη, εκτός αν θεμελιώνεται αντικειμενική ή νόθος αντικειμενική ευθύνη του ενδιάμεσου προσώπου (λ.χ. ΑΚ 924, 925).
Τρίτον, θα πρέπει η ενέργεια του προστηθέντος να εντάσσεται στο πεδίο δράσης του κυρίου της υπόθεσης. Ειδικότερα, η ενέργεια του προστηθέντος θα πρέπει να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ακόμη και κατά κατάχρηση αυτής της υπηρεσίας του. Κατάχρηση της υπηρεσίας υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που του ανατέθηκαν ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών που του δόθηκαν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε υπάρχει εσωτερική συνάφεια. Και τούτο, με την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η πρόστηση υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας, η οποία κατέστη δυνατή (η τέλεση) εξαιτίας ακριβώς της θέσης, των μέσων και των ευκαιριών που χορήγησε ο προστήσας στο πλαίσιο της ειδικής σχέσης προς τον προστηθέντα και με τη χρησιμοποίηση τους για άλλο σκοπό από εκείνο για τον οποίο του ανατέθηκαν. Αντιθέτως, δεν ευθύνεται ο προστήσας όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος οφείλεται σε προσωπικούς λόγους του δράστη, άσχετους με την υπηρεσία που του έχει ανατεθεί, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντος και την άσκηση ή κατάχρηση της υπηρεσίας του. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που υπάρχει μεν τοπικός ή χρονικός σύνδεσμος της επιβλαβούς συμπεριφοράς του προστηθέντος, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε με την ευκαιρία της υπηρεσίας, οφείλεται, όμως, σε αίτια ανεξάρτητα από αυτήν και, συγκεκριμένα, σε προσωπικό πταίσμα του προστηθέντος τον κίνδυνο του οποίου δεν μπορεί να φέρει ο προστήσας (ΑΠ 225/2014). Η ανάπτυξη από τον προστηθέντα πρωτοβουλίας και δικής του σφαίρας δράσης μέσα στο πλαίσιο του πεδίου δράσης του προστήσαντος δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού της ευθύνης του τελευταίου (ΟλΑΠ 20/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τις ανωτέρω προϋποθέσεις θεμελιώνεται γνήσια αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παράνομα (και υπαίτια) προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από την ΑΚ 926 εδ. α, καθώς αυτός, ανεξάρτητα από τυχόν δική του υπαιτιότητα, ευθύνεται για το πταίσμα του προστηθέντος (ΑΠ 1/2022· ΑΠ 698/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκείνος που ζημιώθηκε από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμά του προς αποζημίωση έναντι του προστήσαντος, φέρει το βάρος να επικαλεστεί στην αγωγή του και να αποδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων ευθύνης αυτού κατ’ ΑΚ 922, δηλαδή α) την ύπαρξη σχέσης πρόστησης, κατά την ανωτέρω έννοια, μεταξύ του ζημιώσαντος αυτόν και του εναγομένου προσώπου τον οποίο φέρει ως προστήσαντα, β) την αδικοπραξία του προστηθέντος κατ’ ΑΚ 914 και γ) ότι η ενέργεια του προστηθέντος έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του, ή ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής.
Περαιτέρω, κατά την ΑΚ 300 εδ. α, εάν εκείνος που ζημιώθηκε συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή στην έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσόν αυτής. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της διέπουσας το δίκαιο αρχής της καλής πίστης, προκύπτει ότι, όταν στη γέννηση ή στην έκταση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, αφήνεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστή, ο οποίος σταθμίζει τις περιστάσεις και τον βαθμό πταίσματος του ζημιώσαντος και του ζημιωθέντος, είτε να μειώσει το ποσό της αποζημίωσης είτε, αναλόγως της επιρροής που άσκησε η υπαιτιότητα του ζημιωθέντος, να μην επιδικάσει αποζημίωση. Η διάταξη αυτή, έχει εφαρμογή και στην περίπτωση ευθύνης του προστήσαντος για αποζημίωση τρίτου, που ανέκυψε λόγω της πρόκλησης σ’ αυτόν ζημίας, περιουσιακής ή μη, από αδικοπρακτική συμπεριφορά προστηθέντος από εκείνον προσώπου (ΑΠ 1/2022· ΑΠ 530/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Συνεπώς, ο προστήσας, εναγόμενος από τον ζημιωθέντα τρίτο για αποκατάσταση της ζημίας του, μπορεί να προτείνει τον ισχυρισμό ότι, εκείνος που ζημιώθηκε, συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της και να ζητήσει να μην επιδικαστεί αποζημίωση ή να μειωθεί το ποσό αυτής (ΑΠ 1/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση που ο προστηθείς έδρασε κατά κατάχρηση της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν, ο προστήσας μπορεί να προτείνει τον αυτοτελή ισχυρισμό (ένσταση) και να αποδείξει ότι ο ζημιωθείς γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάχρηση αυτή, προκειμένου να απαλλαγεί της ευθύνης του για τις ζημίες που ο προστηθείς προξένησε παράνομα στον τρίτο κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας αυτής ή να πετύχει τη μείωση του ποσού της αποζημίωσης ή της χρηματικής ικανοποίησης, εφόσον συντρέχουν και οι προαναφερόμενες λοιπές προϋποθέσεις, (ΑΠ 93/2019· ΑΠ 351/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι η αποδιδόμενη σ’ αυτόν γνώση συνδέεται με όλα τα στοιχεία που αποτελούν το νόμιμο λόγο ευθύνης του.
Στην προκείμενη περίπτωση αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, στο πλαίσιο ανάπτυξης των δραστηριοτήτων της, αξιοποιεί υπηρεσίες ασφαλιστικών συμβούλων, οι οποίοι δεν είναι εργαζόμενοί της, αλλά ελεύθεροι επαγγελματίες, στους οποίους καταβάλλεται προμήθεια. Οι εν λόγω ασφαλιστικοί σύμβουλοι τελούν υπό την εποπτεία και τις οδηγίες προώθησης των ασφαλιστικών προγραμμάτων της ασφαλιστικής εταιρίας, χωρίς να μπορούν να αποκλίνουν από αυτές. Τέτοιος ασφαλιστικός σύμβουλος ήταν και ο τρίτος εναγόμενος, στον οποίον, μάλιστα, η ασφαλιστική εταιρία είχε παραχωρήσει, λόγω των υψηλών αποδόσεών του, αυτοτελές γραφείο στις εγκαταστάσεις της. Μάλιστα, διαφημίστηκε στον τύπο από την ασφαλιστική εταιρία ότι ο τρίτος εναγόμενος βραβεύθηκε ως ένας από τους καλύτερους ασφαλιστικούς συμβούλους της. Με τις σκέψεις αυτές, το Δικαστήριο δέχθηκε την ύπαρξη σχέσης πρόστησης μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρίας και του ασφαλιστικού συμβούλου. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο τρίτος εναγόμενος, επ’ ευκαιρία της υπηρεσίας του και κατά κατάχρηση των οδηγιών που του δόθηκαν, εισέπραξε χρήματα από τους ενάγοντες-πελάτες της ασφαλιστικής εταιρίας, στους οποίους διαφήμισε ένα ανύπαρκτο επενδυτικό πρόγραμμα. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι τελευταίοι δεν είχαν λόγο να αμφισβητήσουν την εν λόγω προωθητική ενέργεια, καθώς αφενός ο ίδιος ασφαλιστικός σύμβουλος στο παρελθόν τους είχε προωθήσει και άλλα ασφαλιστικά προγράμματα της ίδιας ασφαλιστικής εταιρίας, αφετέρου γνώριζαν για τη βράβευσή του από την τελευταία. Κρίσιμο στοιχείο, στο οποίο απέδωσε βαρύτητα το Δικαστήριο για τη θεμελίωση της ευθύνης της προστήσασας ασφαλιστικής εταιρίας και, ιδίως, της εσωτερικής αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αδικοπραξίας του προστηθέντος και των υπηρεσιών που του είχαν ανατεθεί, αποτέλεσε η δικαιολογημένη, ενόψει των παραπάνω, πεποίθηση των εναγόντων ότι ο τρίτος εναγόμενος ενεργούσε υπό την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου της συγκεκριμένης ασφαλιστικής εταιρίας. Με τις σκέψεις αυτές και με εμπεριστατωμένη αιτιολογία, το Δικαστήριο δέχθηκε την ευθύνη της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας κατ’ ΑΚ 922 για την αποζημίωση των εναγόντων λόγω της απάτης που τέλεσε σε βάρος τους ο εναγόμενος ασφαλιστικός σύμβουλος, τους οποίους και υποχρέωσε εις ολόκληρον σε αποζημίωση κατ’ ΑΚ 926 εδ. α. Ενδιαφέροντα σημεία της σχολιαζόμενης απόφασης αποτελούν, επίσης, και οι κρίσεις ως προς τις ενστάσεις συντρέχοντος πταίσματος κατ’ ΑΚ 300 που προέβαλαν οι εναγόμενοι. Η προβληθείσα εκ μέρους του ασφαλιστικού συμβούλου ένσταση απορρίφθηκε με το πειστικό επιχείρημα ότι, κατά τη δικαστική στάθμιση των βαθμών υπαιτιότητας τόσο του δράστη (δόλος) όσο και των εναγόντων (αμέλεια ως προς τον έλεγχο της ύπαρξης του συγκεκριμένου επενδυτικού προγράμματος), η αμέλεια των θυμάτων δεν μπορεί να αναιρέσει τον δόλο του δράστη και, άρα, να «εξισωθεί» η ευθύνη του, καθώς κάτι τέτοιο είναι αντίθετο προς τις κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές αντιλήψεις (βλ. και Σταθόπουλο, ΓενΕνοχΔ, § 9 αριθ. 99). Αντιθέτως, έγινε δεκτή η ίδια ένσταση που προβλήθηκε από την ασφαλιστική εταιρία και μειώθηκε το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης. Και τούτο, με τη σκέψη ότι οι ενάγοντες, ενώ είχαν προηγούμενες συναλλαγές με την ίδια ασφαλιστική εταιρία και ήταν εξοικειωμένοι με τις διαδικασίες της, αμέλησαν να υπογράψουν κάποια αίτηση προς την ασφαλιστική εταιρία για τη λήψη του επενδυτικού προγράμματος ή κάποιο άλλο επίσημο εταιρικό έγγραφο, ενώ κατέθεσαν τα χρήματα που τους ζήτησε ο ασφαλιστικός σύμβουλος σε προσωπικό λογαριασμό του και όχι σε επίσημο εταιρικό λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρίας.]
Γ.-Α. Γ.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα