ΣτΕ 1584/2024 Τμ.Ε - Πλήρες κείμενο
Πρόεδρος: Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Ανθή Σπανού
Δικηγόροι: Γεώργιος Γκεσούλης, Βασιλική Παπαγιαννοπούλου (ΝΣΚ), Βασιλική Παπαβαΐτση, Αγγελική Παπαθέου
Αναγκαστικές Απαλλοτριώσεις∙ δεν ασκούν καμία επιρροή στην ήδη επελθούσα αυτοδικαία άρση της απαλλοτρίωσης ενέργειες όχι μόνον του υπέρ ου η απαλλοτρίωση, όπως παρακατάθεση της οφειλομένης για την απαλλοτρίωση αποζημιώσεως, αλλά και ενέργειες, δικαστικές ή εξώδικες, του καθ’ ου η απαλλοτρίωση, οι οποίες λαμβάνουν χώρα μετά την πάροδο της προβλεπομένης για την συντέλεσή της προθεσμίας, όπως είναι η έγερση αγωγής προς επιδίκαση της οφειλομένης λόγω της απαλλοτρίωσης αποζημιώσεως ή η συνέχιση σχετικής δίκης, που άρχισε πριν από την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας, χωρίς να γίνει επίκληση της επελθούσης αυτοδικαίως άρσεως της απαλλοτρίωσης, ή και η είσπραξη αποζημιώσεως και δεν κωλύουν την έκδοση διοικητικής πράξης διαπίστωσης της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης∙ επομένως, μετά την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας του άρθρου 39 παρ. 3 α΄ ν. 4024/2011 για την υποβολή αίτησης διατήρησης της απαλλοτρίωσης (οπότε το αίτημα λογίζεται σιωπηρώς απορριφθέν) ή την τυχόν ρητή απόρριψη της αίτησης από την Αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση, η Διοίκηση δεν κωλύεται να εκδώσει αυτεπαγγέλτως, χωρίς την υποβολή αιτήματος εκ μέρους του καθ’ ου ιδιοκτήτη, χωρίς δηλαδή τη συγκατάθεσή του, διαπιστωτική πράξη άρσης της απαλλοτρίωσης. Αντίθεση με ΟλΑΠ 12/2018. Παραπέμπει υπόθεση στην Ολομέλεια.
Νομικές διατάξεις: άρθρο 11 παρ. 3, 4 ΚΑΑΑ, 39 παρ. 3 α΄ ν. 4024/2011.
Αριθμός 1584/2024
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Φεβρουαρίου 2024, με την εξής σύνθεση: Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Χριστιάνα Μπολόφη, Χρήστος Παπανικολάου, Σύμβουλοι, Δημήτριος Πυργάκης, Ανθή Σπανού, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Νικόλαος Βασιλόπουλος.
Για να δικάσει την από 2 Απριλίου 2021 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ & ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην Αθήνα (…), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Γκεσούλη (Α.Μ. … Δ.Σ. Θεσ/κης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των: 1) Υπουργού Οικονομικών, 2) Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, οι οποίοι παρέστησαν με την Βασιλική Παπαγιαννοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία κατέθεσε δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της, και 3) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ Α.Ε.» (ΚτΥπ Α.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα (…), η οποία παρέστη με τις δικηγόρους: α) Βασιλική Παπαβαΐτση (Α.Μ. …) και β) Αγγελική Παπαθέου (Α.Μ. …), που τις διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 9349/2020 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ανθής Σπανού.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τις πληρεξουσίες της αναιρεσίβλητης εταιρείας, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (…/2.4.2021 κωδικός πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 9349/2020 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της ΔΔΠ0019285/ 1147ΒΕΞ2017/1.12.2017 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών και Μεταφορών [Τεύχος Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων και Πολεοδομικών Θεμάτων 283/6.12.2017]. Με την τελευταία αυτή απόφαση βεβαιώθηκε η αυτοδίκαιη άρση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που είχε κηρυχθεί, υπέρ και δαπάναις της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε.» (Ο.Σ.Κ. Α.Ε.), με την 1045770/3402/Δ0010/15.6.2006 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Δ΄ 589/12.7.2006), σε ακίνητο, το οποίο φέρεται να ανήκει στην αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, ευρισκόμενο στον Δήμο Καλαμαριάς του Νομού Θεσσαλονίκης, για λόγους δημόσιας ωφέλειας και, ειδικότερα, για την ανέγερση διδακτηρίου του 1ου Λυκείου Καλαμαριάς του ως άνω Δήμου, με την αιτιολογία ότι η απαλλοτρίωση δεν είχε συντελεσθεί εμπροθέσμως.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της παραπεμπτικής στην Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας 2299/2022 απόφασης του Στ΄ Τμήματος και της συνακόλουθης από 19.1.2023 πράξεως της Προέδρου του Δικαστηρίου, με την οποία ορίστηκε το Ε΄ Τμήμα ως αρμόδιο για την εκδίκαση της κρινόμενης αίτησης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 6 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 3900/2010 (Α΄ 123).
4. Επειδή, στην παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, η ισχύς του οποίου, κατά το άρθρο 70 του ιδίου νόμου, αρχίζει την 1.1.2011, ορίζονται τα εξής: «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου». Η διάταξη αυτή επαναλήφθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), που αντικατέστησε από 22.12.2016 την παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989. Κατά τα παγίως κριθέντα, κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και επί του οποίου, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αίτησης, είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Επομένως, σε περίπτωση που ο αναιρεσείων επικαλείται έλλειψη νομολογίας ή αντίθεση προς αυτή, πρέπει η έλλειψη ή η αντίθεση να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, η οποία μπορεί να έχει γενικότερη εφαρμογή (ΣτΕ 73/2020, 4560/2015), ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, και να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της συγκεκριμένης υπόθεσης ή απλώς στην ορθή ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου (ΣτΕ 2303/2018, 2036/2018, 1009/2018, 566/2018, 2410/2016, 4016/2015 κ.ά.). Oι ανωτέρω όροι σχετικά με την προβολή ισχυρισμών κατά το άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 πρέπει να συντρέχουν και προκειμένου περί διαφορών που δεν έχουν άμεσο χρηματικό αντικείμενο, για τις οποίες επίσης θεσπίζεται ο κανόνας του κατ’ αρχήν απαραδέκτου της αίτησης αναιρέσεως, όπως είναι και οι αναφυόμενες από τη διαπίστωση άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή βάρους διαφορές (ΣτΕ 2376/2023, 830/2022, 73/2020, 2154/2019, 1009/2018, 3645/2017, 1953/2017, 3986/2015).
5. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Με την ΔΠ/ΠΜ/20844/10.6.1986 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης (Δ΄ 824/12.9.1986) εγκρίθηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Καλαμαριάς του Νομού Θεσσαλονίκης στο οικοδομικό τετράγωνο που περιβάλλεται από τις οδούς …, …, … και …, για το χαρακτηρισμό του χώρου, που βρίσκεται στη συμβολή των οδών … και …, ως χώρου ανέγερσης Γυμνασίου. Το ακίνητο αυτό είχε μεταβιβασθεί κατά πλήρη κυριότητα στην αναιρεσείουσα, δυνάμει του με αριθμό …/26.6.2002 πωλητηρίου συμβολαίου από τη δικαιοπάροχό της «… Α.Ε.», ως καθολικής διαδόχου της αρχικής ιδιοκτήτριας του επίμαχου ακινήτου «… Α.Ε.». Την 1η.3.2004, μεταξύ της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Ανώνυμη Εταιρεία» (στο εξής Ο.Σ.Κ. Α.Ε.) και του οικείου Δήμου συνήφθη, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 12 του άρθρου 8 του ν. 3194/2003 (Α΄ 267), η 20/1.3.2004 προγραμματική σύμβαση, με σκοπό την αγορά ή την απαλλοτρίωση, με δαπάνες της Ο.Σ.Κ. Α.Ε. (Σ.Α.Ε. 047/6, έργο 2004ΣΕ04760001), κατάλληλου οικοπέδου για την ανέγερση του 1ου Λυκείου του Δήμου Καλαμαριάς. Στη συνέχεια, με την 1045770/3402/Δ0010/15.6.2006 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Δ΄ 589/12.7.2006) κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση, υπέρ και δαπάναις της εταιρείας Ο.Σ.Κ. Α.Ε., του ανωτέρω ακινήτου, εμβαδού 5.816,26 τ.μ., ευρισκόμενου στο Ο.Τ. … της Πολεοδομικής Ενότητας αριθ. 10 του Δήμου Καλαμαριάς, για λόγους δημόσιας ωφέλειας και, ειδικότερα, για την ανέγερση διδακτηρίου του 1ου Λυκείου Καλαμαριάς. Κατόπιν τούτων, με τις …/8.5.2009 και …/2.6.2009 αιτήσεις τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η Ο.Σ.Κ. Α.Ε. και η αναιρεσείουσα, αντίστοιχα, ζήτησαν τον καθορισμό προσωρινής αποζημίωσης για το ανωτέρω απαλλοτριούμενο ακίνητο (μόνο για την εδαφική έκταση, όχι για το επ’ αυτής επικείμενο κτίσμα), ενώ η αναιρεσείουσα ζήτησε, επιπλέον, την αναγνώρισή της ως δικαιούχου της αποζημίωσης. Με την 37476/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία δημοσιεύθηκε στις 29.12.2010, καθορίστηκε προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης της ως άνω απαλλοτριούμενης ιδιοκτησίας στο ποσό των 2.800 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, επιπλέον δε η αναιρεσείουσα αναγνωρίσθηκε δικαιούχος της ως άνω αποζημίωσης. Περαιτέρω, τόσο η αναιρεσείουσα, όσο και η Ο.Σ.Κ. Α.Ε. κατέθεσαν ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης αιτήσεις (τις …/27.1.2011 και .../21.2.2011 αντίστοιχα) για τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας, αιτούμενες, η μεν αναιρεσείουσα την αύξηση της τιμής μονάδας στο ποσό των 4.000,00 ευρώ ανά τ.μ., η δε Ο.Σ.Κ. Α.Ε. τη μείωση της τιμής μονάδας στο ποσό των 1.350,00 ευρώ ανά τ.μ.. Επί των αιτήσεων αυτών δημοσιεύθηκε, στις 27.4.2012, η 844/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία οι εν λόγω αιτήσεις έγιναν εν μέρει δεκτές και καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης της ως άνω απαλλοτριωθείσας οικοπεδικής έκτασης στο ποσό των 2.800 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο (ήτοι, σε ποσό ίδιο με αυτό του πρωτοβάθμιου καθορισμού), ενώ κατά της τελεσίδικης αυτής απόφασης δεν ασκήθηκε μέχρι τις 29.9.2013 κανένα ένδικο μέσο. Στη συνέχεια, και αφού δεν καταβλήθηκε η καθορισθείσα δικαστικώς αποζημίωση από την υπέρ ης η απαλλοτρίωση και υπόχρεη προς καταβολή αυτής Ο.Σ.Κ. Α.Ε. εντός προθεσμίας δεκαοκτώ (18) μηνών από τη δημοσίευση της ως άνω 37476/29.12.2010 απόφασης περί προσδιορισμού προσωρινής τιμής μονάδας, ήτοι, έως την 29η.6.2012, με αποτέλεσμα τη μη συντέλεση της ένδικης απαλλοτρίωσης, η αναιρεσείουσα, με τις …/2.7.2012 και …/2.7.2012 αιτήσεις της προς τον Υπουργό Οικονομικών και προς τον Υπουργό Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων αντίστοιχα, κατ’ επίκληση του άρθρου 11 παράγραφος 3 του ν. 2882/2001, όπως η παρ. αυτή είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011, ζήτησε τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης στην ιδιοκτησία της και την καταβολή υπέρ αυτής της πιο πάνω αποζημίωσης. Παραλλήλως, η αναιρεσείουσα, με το 2012-036701/4.7.2012 έγγραφό της προς την Ο.Σ.Κ. Α.Ε., που έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου …/4.7.2012 και κοινοποιήθηκε και στο Δήμο Καλαμαριάς, απέστειλε στην Ο.Σ.Κ. Α.Ε. αντίγραφα των πιο πάνω …/2.7.2012 και …/2.7.2012 αιτήσεων και γνωστοποίησε την σχετική βούλησή της για διατήρηση της απαλλοτρίωσης και καταβολή της σχετικής αποζημίωσης. Εν συνεχεία, η αναιρεσείουσα άσκησε, στις 14.9.2012, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αγωγή, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η Ο.Σ.Κ. Α.Ε. να της καταβάλει το ποσό των 16.167.452,00 ευρώ, ως οριστική αποζημίωση της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας της. Η αγωγή έγινε δεκτή με την 3825/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Κατά της απόφασης αυτής, η εταιρεία με την επωνυμία «Κτιριακές Υποδομές Α.Ε.» («Κτ.Υπ. Α.Ε.»), ως οιονεί καθολική διάδοχος της Ο.Σ.Κ. Α.Ε., άσκησε έφεση ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Εκκρεμούσης της συζήτησης της εφέσεως αυτής, το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) της «Κτ.Υπ. Α.Ε.» εξέδωσε, αφενός μεν, την από 1.8.2014 (26η Συνεδρίαση) απόφαση, με την οποία απέρριψε τις …/2.7.2012 και …/2.7.2012 αιτήσεις της αναιρεσείουσας για τη διατήρηση της επίμαχης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και την καταβολή της δικαστικώς καθορισθείσας αποζημίωσης, αφετέρου δε, την από 25.9.2014 (30ή Συνεδρίαση) απόφαση, με την οποία πρότεινε στους Υπουργούς Οικονομικών και Παιδείας και Θρησκευμάτων να προβούν στην έκδοση απόφασης «περί αυτοδίκαιης άρσης» της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης που κηρύχθηκε με την προμνησθείσα 1045770/3402/Δ0010/2006 κ.υ.α., καθώς και «στην ανάκληση» της εν λόγω κ.υ.α. Την πρόταση αυτή επανέλαβε ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της «Κτ.Υπ. Α.Ε.» με το Τ6.1/14908/15.10.2014 έγγραφό του προς το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Εξάλλου, με την από 26.11.2015 (68η Συνεδρίαση) απόφαση του Δ.Σ. της «Κτ.Υπ. Α.Ε.», ζητήθηκε εκ νέου από τους αρμόδιους Υπουργούς να προβούν στην «έκδοση διαπιστωτικής πράξης, σύμφωνα με την παρ. 3α του άρθρου 39 του Ν. 4024/2011 για την αυτοδίκαιη ανάκληση της [επίμαχης] αναγκαστικής απαλλοτρίωσης». Κατόπιν τούτων, εκδόθηκε η ΔΔΠ0019285/1147ΒΕΞ2017/1.12.2017 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών και Μεταφορών, με την οποία βεβαιώθηκε η αυτοδίκαιη άρση της επίμαχης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, λόγω παρέλευσης ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της 37476/29.12.2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης περί προσδιορισμού προσωρινής αποζημίωσης. Επιπλέον, από τα στοιχεία τα οποία εκτίμησε το δικαστήριο της ουσίας και δεν αμφισβητήθηκε από την αναιρεσείουσα, ουδέποτε έλαβαν χώρα από πλευράς της Ο.Σ.Κ. Α.Ε. και ήδη «Κτ.Υπ. Α.Ε.» πραγματικές ενέργειες κατάληψης του ακινήτου της αναιρεσείουσας, βεβαιώνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 74 του ν. 4530/2018, για να τραπεί η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης σε δεσμία αρμοδιότητα. Κατά της ως άνω απόφασης βεβαίωσης αυτοδίκαιης άρσης, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης στρεφόμενη κατά των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών και Μεταφορών και κατά της «Κτ.Υπ. Α.Ε.».
6. Επειδή, το δικαστήριο της ουσία έκρινε, εν πρώτοις, ότι με την προσφυγή δεν επιδιωκόταν η βεβαίωση της αυτοδίκαιης άρσης απαλλοτρίωσης, ώστε να έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 4 του ΚΑΑΑ (βλ. κατωτέρω σκ. 17), περί κλήτευσης στη σχετική δίκη του υπέρ ου η απαλλοτρίωση, αλλά, αντιθέτως, η διατήρηση της ένδικης απαλλοτρίωσης, και δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε από όργανα του καθ’ ου Δημοσίου, η προσφυγή απαραδέκτως στρεφόταν κατά της υπέρ ης η απαλλοτρίωση εταιρείας «Κτ.Υπ. Α.Ε.» - η οποία υπεισήλθε, ως οιονεί καθολική διάδοχος της εταιρείας «Ο.Σ.Κ. Α.Ε.», στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτής, σύμφωνα με την παρ. 3.1. του άρθρου 132 του ν. 4199/2013 (Α΄ 216) και το άρθρο 31 της κοινής υπουργικής απόφασης Δ16γ/05/483/Γ/11.11.2013 (Β΄ 2856/11.11.2013) και η οποία εδικαιούτο να παρέμβει στη δίκη προς διατήρηση της ισχύος της προσβληθείσας πράξης, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 113 και 114 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Με τις σκέψεις αυτές απέρριψε την προσφυγή, κατά το μέρος της με το οποίο στρεφόταν κατά του ως άνω νομικού προσώπου, λόγω έλλειψης παθητικής της νομιμοποίησης και την εξέτασε περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά το μέρος που στρεφόταν κατά των Υπουργών Οικονομικών, Υποδομών και Περιβάλλοντος.
7. Επειδή, περαιτέρω, με την προσφυγή η αναιρεσείουσα προέβαλε ότι η επίδικη απαλλοτρίωση δεν ήρθη αυτοδικαίως, παρά την πάροδο της προθεσμίας του ενάμισι έτους από τη δημοσίευση της 37476/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (περί καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης) χωρίς να καταβληθεί το ποσό της ορισθείσας αποζημίωσης, διότι η ίδια εξέφρασε ρητώς τη βούλησή της να διατηρηθεί η απαλλοτρίωση, αφενός μεν, με την υποβολή στις 2.7.2012, ήτοι εντός έτους από την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας του ενάμισι έτους, των προαναφερθεισών …/2.7.2012 και .../2.7.2012 αιτήσεων προς τον Υπουργό Οικονομικών και προς τον Υπουργό Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων αντίστοιχα, αφετέρου δε, με την άσκηση, στις 14.9.2012 (ήτοι, ομοίως, εντός έτους από την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας του ενάμισι έτους), της …/2012 αγωγής κατά της Ο.Σ.Κ. Α.Ε., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Προέβαλε, επίσης, ότι, εφόσον η Διοίκηση δεν αποφάνθηκε επί των …/2.7.2012 και …/2.7.2012 αιτήσεών της, τεκμαίρεται, εν προκειμένω, σιωπηρή αποδοχή του υποβληθέντος, διά των πιο πάνω αιτήσεων, αιτήματός της περί διατήρησης της επίδικης απαλλοτρίωσης και καταβολής της δικαστικώς ορισθείσας αποζημίωσης λόγω και του ότι, αφενός μεν, η Διοίκηση συνέπραξε στις διαδικασίες καθορισμού της πιο πάνω αποζημίωσης, αφετέρου δε, δεν εξέδωσε, όπως είχε υποχρέωση κατ’ άρθρο 11 παρ. 3 εδάφιο β΄ του ΚΑΑΑ, μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της πιο πάνω προθεσμίας του ενάμισι έτους, πράξη με βεβαιωτικό χαρακτήρα για την αυτοδικαίως επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι η κηρυχθείσα με την 1045770/3402/Δ0010/15.6.2006 κ.υ.α αναγκαστική απαλλοτρίωση του ανωτέρω ακινήτου της αναιρεσείουσας δεν συντελέσθηκε, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του ΚΑΑΑ, με την καταβολή στην αναιρεσείουσα, ως καθ’ ης η απαλλοτρίωση, του ποσού της ορισθείσας από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο αποζημίωσης εντός της κατά τα άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 3 εδ. α΄ του ΚΑΑΑ προθεσμίας του ενάμισι έτους από τη δημοσίευση (στις 29.12.2010) της 37476/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης περί καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση αυτή (ήτοι έως τις 29.6.2012). Περαιτέρω, έκρινε ότι η άσκηση από την αναιρεσείουσα στις 14.9.2012, ήτοι εντός έτους από την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας του ενάμισι έτους, αγωγής κατά της τότε Ο.Σ.Κ. Α.Ε. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ζήτησε να της επιδικασθεί το συνολικό ποσό της οφειλομένης σ’ αυτήν αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση, δεν οδήγησε σε συντέλεση της ένδικης απαλλοτρίωσης. Ως εκ τούτου, και ανεξαρτήτως της μη συγκατάθεσης της αναιρεσείουσας, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η ένδικη απαλλοτρίωση ήρθη αυτοδικαίως στις 29.6.2012, από την ημερομηνία δε αυτή (29.6.2012) κινήθηκε η προθεσμία του ενός έτους του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 2882/2001, όπως η παρ. αυτή είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011, εντός της οποίας η αναιρεσείουσα είχε τη δυνατότητα να δηλώσει ότι επιθυμεί τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης και την καταβολή της αποζημίωσης, προθεσμία που είχε λήξει στις 29.6.2013.
8. Επειδή, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε, περαιτέρω, ότι ούτε οι αιτήσεις της αναιρεσείουσας προς τους αρμόδιους Υπουργούς είχαν ως συνέπεια τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης διότι, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν καθεστώς του ν.δ/τος 797/1971, υπό τις νέες ρυθμίσεις του άρθρου 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011 δεν αρκεί, πλέον, μόνη η υποβολή από τον θιγόμενο ιδιοκτήτη δήλωσης για τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης, που έχει αυτοδικαίως αρθεί, προκειμένου η επελθούσα αυτοδίκαιη άρση να θεωρείται ως «μη γενομένη», αλλά πρέπει, επιπροσθέτως, το σχετικό αίτημά του να γίνει αποδεκτό «από την αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση και υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης». Συναφώς, απέρριψε τον ισχυρισμό περί σιωπηρής αποδοχής της αίτησης περί διατήρησης της απαλλοτρίωσης αφού ερμήνευσε τις διατάξεις του άρθρου 63 του ΚΔΔ, ως αποδίδουσες τον γενικό κανόνα ότι η άπρακτη πάροδος της τυχόν τασσόμενης, από το νόμο, στη Διοίκηση ειδικής προθεσμίας ή η πάροδος τριμήνου, σε περίπτωση που δεν ορίζεται ειδική προθεσμία από το νόμο, προκειμένου να αποφανθεί, με την έκδοση ρητής πράξης, επί υποβληθέντος αιτήματος διοικουμένου, συνιστά σιωπηρή απόρριψη, άλλως σιωπηρή άρνηση ικανοποίησης του αιτήματος, εκτός εάν άλλως ορίζεται ρητώς σε ειδική διάταξη νόμου. Περαιτέρω, έγινε ανελέγκτως δεκτό από το δικάσαν δικαστήριο ότι η αναιρεσείουσα δεν επεκαλείτο ούτε προέκυπτε από τα στοιχεία του φακέλου ότι προσέβαλε την σιωπηρή απόρριψη με το οικείο ένδικο βοήθημα (προσφυγή) (πρβλ. ΣτΕ 1220/2023) και το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η σιωπηρώς στοιχειοθετηθείσα αυτή παράλειψη, πλέον, ίσταται και καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας, μη δυνάμενη, ως ατομική διοικητική πράξη, να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, με αποτέλεσμα την οριστικοποίηση της αυτοδίκαιης άρσης της επίδικης απαλλοτρίωσης. Ως επικουρική αυτού αιτιολογία, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι το αίτημα της αναιρεσείουσας περί διατήρησης της απαλλοτρίωσης απορρίφθηκε και ρητώς με την από 1.8.2014 (26η Συνεδρίαση) απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της «Κτ.Υπ. Α.Ε.», δηλαδή από την υπόχρεη προς καταβολή της αποζημίωσης Αρχή. Περαιτέρω, απορρίφθηκε λόγος προσφυγής κατά τον οποίο η προσβληθείσα πράξη είναι ακυρωτέα ως εκδοθείσα από κατά χρόνον αναρμόδιο όργανο, με την αιτιολογία ότι η ένδικη απαλλοτρίωση ήρθη αυτοδικαίως εκ του Συντάγματος, χωρίς την παρεμβολή διοικητικής πράξης, η δε εκδοθείσα από τη Διοίκηση πράξη, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 11 του ΚΑΑΑ, έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα και περιορίζεται στη βεβαίωση ότι έχει ήδη επέλθει εκ του Συντάγματος άρση της απαλλοτρίωσης, εξαιτίας της μη συντέλεσής της, ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα αποκλειστικής προθεσμίας για την έκδοσή της. Για τον ίδιο λόγο απορρίφθηκε ισχυρισμός της αναιρεσείουσας περί αναιτιολογήτου της προσβληθείας κ.υ.α., καθ’ όσον έγινε δεκτό ότι ο αυτοδίκαιος χαρακτήρας της άρσεως της απαλλοτρίωσης δεν συναρτάται με ουσιαστική εκτίμηση των συνθηκών κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, αλλά προβλέπεται από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 17 παρ. 4, τέταρτο εδάφιο) και το νόμο, ως αυτόθροη συνέπεια της παράλειψης καταβολής της ορισθείσας αποζημίωσης εντός τακτής προθεσμίας από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης καθορισμού τιμής μονάδας. Η αναιρεσείουσα προέβαλε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου ότι από «θετικές ενέργειες της Διοίκησης» και, συγκεκριμένα από τη «σύμπραξη» της τότε Ο.Σ.Κ. Α.Ε. στις διαδικασίες προσδιορισμού της παραπάνω αποζημίωσης, από την παράλειψη έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης εντός της προβλεπόμενης από την παράγραφο 3 του άρθρου 11 του ΚΑΑΑ τετράμηνης προθεσμίας (ήτοι έως 29.10.2012) και από την έκδοσή της «με καθυστέρηση πλέον των πέντε (5) ετών» από την τελευταία ημερομηνία, καθώς και από τη μη ρητή απόρριψη των αιτημάτων της περί διατήρησης της απαλλοτρίωσης, της δημιουργήθηκε εύλογα η πεποίθηση ότι η Διοίκηση επιθυμούσε τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, με αποτέλεσμα η προσβληθείσα κ.υ.α., δυσμενής και βλαπτική για την ιδιοκτησία της, να αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία επιβάλλει τη διατήρηση της ισχύος της ευμενούς για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξης. Προβλήθηκε, επίσης, ότι, για τους ίδιους λόγους, η προσβαλλομένη εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας ή κατά κατάχρηση δικαιώματος και προσκρούει στην αρχή της ασφάλειας του δικαίου. Το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι δεν δημιουργήθηκε κατάσταση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης υπέρ της αναιρεσείουσας και απέρριψε τον λόγο ως ουσία αβάσιμο ενώ απέρριψε ως νόμω αβάσιμο τον λόγο περί κατάχρησης εξουσίας διότι η προσβληθείσα ενώπιόν του πράξη είχε εκδοθεί κατά δεσμία αρμοδιότητα και τον λόγο περί κατάχρησης δικαιώματος διότι εφαρμόζεται σε περίπτωση κατάχρησης εκ μέρους του φορέα ατομικού δικαιώματος και όχι επί σχέσεων δημοσίου δικαίου, όπως η προκειμένη.
9. Επειδή, ακολούθως, η αναιρεσείουσα προέβαλε ότι, όπως έχει κριθεί με την 12/2018 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, δικαίωμα επίκλησης της αυτοδίκαιης άρσης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, λόγω μη καταβολής της δικαστικώς καθορισθείσας αποζημίωσης εντός δεκαοκτώ (18) μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας, έχει μόνο ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης και όχι ο υπέρ ου ή ο υπόχρεος προς αποζημίωση. Ο λόγος αυτός της προσφυγής απορρίφθηκε από το δικαστήριο της ουσίας ως αβάσιμος, διότι τέτοια προϋπόθεση υποβολής σχετικού αιτήματος από τον καθ’ού δεν προβλέπεται στο άρθρο 11 παρ. 3 εδ. β΄ του ΚΑΑΑ, αντιθέτως, δε, η παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει την εν λόγω πράξη, ακόμη και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος εκ μέρους του ενδιαφερομένου, συνιστά παράβαση της τασσόμενης από τις ως άνω διατάξεις νόμιμης υποχρέωσής της, ο δε ενδιαφερόμενος, δικαιούται, στην περίπτωση αυτή, να επιδιώξει την ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει την ως άνω βεβαιωτική πράξη και, περαιτέρω, τη βεβαίωση της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης, και απευθείας από το αρμόδιο δικαστήριο. Εξάλλου, έκρινε το διοικητικό πρωτοδικείο, η προσβληθείσα υπουργική απόφαση δεν εκδόθηκε σε ικανοποίηση αιτήματος της υπέρ ης η απαλλοτρίωση «Κτ.Υπ. Α.Ε.» αλλά σε εκτέλεση της πιο πάνω νόμιμης υποχρέωσης της κηρύξασας την απαλλοτρίωση Αρχής. Όσον αφορά τα κριθέντα με την 12/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, το διοικητικό πρωτοδικείο έκρινε ότι προβάλλονται αλυσιτελώς προεχόντως, διότι με αυτήν δεν κρίθηκε η νομιμότητα εκτελεστής διοικητικής πράξης, αλλά, αντιθέτως, κρίθηκε ότι, μετά τη δημοσίευση τελεσίδικης απόφασης περί καθορισμού οριστικής μονάδας αποζημίωσης, σε περίπτωση έγερσης εκ μέρους του καθ’ ου η απαλλοτρίωση αγωγής ή έκδοσης διαταγής πληρωμής προς επιδίκαση της ανωτέρω αποζημίωσης ή προς είσπραξη αυτής αντίστοιχα, η αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης μπορεί από αυτόν και μόνο να προταθεί, όχι δε και από τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση, ο οποίος δεν «νομιμοποιείται ενεργητικά», προς απόκρουση της αξίωσης του καθ’ ου για καταβολή της δικαστικώς καθορισθείσας αποζημίωσης, να προβάλλει την «ένσταση» ότι η αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης οριστικοποιήθηκε, όταν ο υπόχρεος προς αποζημίωση έχει καταλάβει το απαλλοτριούμενο ακίνητο και έχει αρχίσει την εκτέλεση του έργου για το οποίο κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση «πολύ δε περισσότερο όταν έχει εκτελέσει το έργο», προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω. Με τις σκέψεις αυτές απέρριψε την προσφυγή της αναιρεσείουσας.
10. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση πλήττεται η σκέψη του διοικητικού πρωτοδικείου κατά την οποία δεν νομιμοποιείται παθητικά στην ενώπιόν του δίκη η εταιρεία «Κτ. Υπ. Α.Ε.». Ειδικότερα, προβάλλεται ότι, παρά τον νόμον, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή στρεφόταν απαραδέκτως κατ' αυτής, με την αιτιολογία ότι η ενώπιόν του προσβαλλομένη διαπιστωτική πράξη εκδόθηκε μόνον από όργανα του Δημοσίου, διότι, κατ' άρθρον 11 παρ. 4 του ν. 2882/2001, στη δίκη αυτή καλείται και ο υπέρ ού η απαλλοτρίωση. Ως προς το παραδεκτό του λόγου, προβάλλεται, βασίμως, ότι επί του ζητήματος αυτού δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
11. Eπειδή, προβάλλεται, επίσης, ότι, ναι μεν εκ των άρθρων 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 3 και 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.Α.) συνάγεται ότι, επί μη καταβολής αποζημιώσεως για απαλλοτριωθέν ακίνητο εντός ενός και ημίσεος έτους από της δημοσιεύσεως της σχετικής δικαστικής αποφάσεως περί καθορισμού τιμής μονάδος, επέρχεται αυτοδικαίως η άρση της απαλλοτρίωσης, πλην οι εν λόγω διατάξεις ενεργοποιούνται μόνον όταν προταθεί η άρση από τον καθ’ού η απαλλοτρίωση και όχι από τον ωφελούμενο από αυτήν. Σύμφωνα με τον ίδιο λόγο αναιρέσεως, η πράξη της βεβαίωσης άρσης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα, όμως σε περίπτωση μη εκδόσεως της πράξης αυτής εντός των προθεσμιών του άρθρου 11 παρ. 3 του ΚΑΑΑ, μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 39 παρ. 3 α του ν. 4024/2011, μόνον ο καθ’ού και όχι αυτεπαγγέλτως η κηρύξασα Αρχή ή ο υπόχρεος καταβολής της αποζημίωσης μπορεί να ζητήσει τη βεβαίωση της άρσης σύμφωνα με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου 11 του ΚΑΑΑ. Συναφώς, προβάλλεται, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ότι, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, όπως έχουν ερμηνευθεί με τις αποφάσεις Κουτσοκώστας κατά Ελλάδος της 13.6.2019 (αρ. προσφυγής 64732/2012) και την Βεντούρης και Βεντούρη κατά Ελλάδος της 14.1.2016 (αρ. Προσφυγής 45290/2011) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έγινε δεκτό από το δικάσαν πρωτοδικείο ότι κράτος μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει τη δυνατότητα να ανακαλεί μονομερώς αποφάσεις περί απαλλοτρίωσης μετά τον αμετάκλητο καθορισμό της τιμής μονάδος και να ανατρέπεται το περιεχόμενο αμετάκλητων καταψηφιστικών αποφάσεων για επιδίκαση του οφειλόμενου από τον υπέρ ου ποσό. Κατά την αναιρεσείουσα, το αμετάκλητο του καθορισμού της τιμής μονάδας καθιστά υποχρεωτική την καταβολή της οριστικής αποζημίωσης και παράνομη την έκδοση απόφασης ανάκλησης κατά την εκκρεμοδικία της αγωγής για καταψήφιση του καθορισθέντος ποσού. Το αυτό αποτέλεσμα προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς της, και από την ορθή ερμηνεία των άρθρων 17 παρ. 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθ' όσον με την αυτοδίκαιη άρση καταργείται ο σκοπός δημοσίας ωφελείας και το Δημόσιο Ταμείο θα οφείλει να καταβάλει αποζημιώσεις χρήσεως για μη νόμιμη απαλλοτρίωση.
12. Επειδή, όπως βασίμως προβάλλει η αναιρεσείουσα για το τιθέμενο με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ζήτημα η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή η έκδοση της πράξης βεβαίωσης αυτοδίκαιης άρσης χωρίς την αίτηση της αναιρεσείουσας και παρά το ότι αυτή είχε εκφράσει τη βούληση για διατήρηση της απαλλοτρίωσης με την τήρηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 11 παρ. 3 του ΚΑΑΑ ειδικής διοικητικής διαδικασίας αλλά και την έγερση εκ μέρους της καταψηφιστικής αγωγής, έρχεται σε αντίθεση με την 12/2018 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου [βλ. κατωτέρω, σκ. 22-23]. Σχετικά δε με το ζήτημα που θέτει ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς από την άποψη αυτή.
13. Επειδή, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), ορίζεται ότι «[π]αν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, που περιλαμβάνει όχι μόνο τα εμπράγματα αλλά όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα, καθώς και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα. (ΕΔΔΑ Belane Nagy κατά Ουγγαρίας της 13.12.2016, σκ. 73, Depalle κατά Γαλλίας της 29.3.2010, σκ. 62-63). Και ναι μεν, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραπάνω παραγράφου, δεν αποκλείεται η στέρηση της ιδιοκτησίας για λόγους δημόσιας ωφελείας, αλλά με τους όρους που προβλέπονται στο νόμο και εκείνους που απορρέουν από τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, κατά δε το τρίτο εδάφιο επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών στη χρήση των περιουσιακών αγαθών για λόγους δημόσιου συμφέροντος, οι δυνατότητες, όμως, που προβλέπονται στα δύο αυτά εδάφια πρέπει να ασκούνται ενόψει της γενικής αρχής του σεβασμού των περιουσιακού χαρακτήρα δικαιωμάτων και των οικονομικών συμφερόντων (ΣτΕ 2362/2017 Ολομ., ΣτΕ 393/2021, 1833/2017 επταμ. κ.ά. ,799/2016, 3052/2015, 1058/2012, βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση 13.7.2006, Οικοδομικός Συνεταιρισμός Αναπήρων και Θυμάτων Πολέμου Αττικής και λοιποί κατά Ελλάδας σκέψη 32 κ.ά.). Για τη στάθμιση αυτή λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων στοιχείων, και η τυχόν αναγνώριση δικαιώματος προς αποζημίωση του θιγομένου (ΕΔΔΑ 23.9.1982 Sporrong και Lönnroth κατά Σουηδίας ιδίως σκέψεις 69-74, ΣτΕ 2034-2036/2011 Ολομ.).
14. Επειδή, στο άρθρο 17 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84/17.4.2001), ορίζεται ότι «1. … 2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο […] 3. Η ενδεχόμενη μεταβολή της αξίας του απαλλοτριουμένου μετά τη δημοσίευση της πράξης απαλλοτρίωσης, και μόνο εξαιτίας της, δεν λαμβάνεται υπόψη. 4. Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια. Μπορεί να οριστεί και προσωρινά δικαστικώς, ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου […] Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη […] Η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως …». Την εν λόγω ρύθμιση για την αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης σε περίπτωση μη καταβολής της δικαστικώς ορισθείσας αποζημίωσης εντός της τασσομένης προθεσμίας του ενάμισι έτους διελάμβανε η παρ. 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος από τη θέση του σε ισχύ (ΦΕΚ Α΄ 111/1975). Ο κανόνας αυτός ίσχυε ήδη δυνάμει του άρθρου 11 του προϊσχύοντος ν.δ. 797/1971 (Α΄ 1) το οποίο όριζε ότι «1. Αναγκαστική απαλλοτρίωσις, μη συντελεσθείσα, κατά τα εν άρθρω 7 παρ. 1 του παρόντος οριζόμενα, εντός ενός και ημίσεος έτους από της εκδόσεως της προσδιοριζούσης προσωρινώς ή οριστικώς την αποζημίωσιν δικαστικής αποφάσεως, θεωρείται ως αυτοδικαίως ανακληθείσα. Ανακληθείσης αυτοδικαίως της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, λόγω μη εμπροθέσμου καταβολής της οριστικώς προσδιορισθείσης αποζημιώσεως, ο υπέρ ου η τοιαύτη απαλλοτρίωσις, δικαιούται εις επίσχεσιν του απαλλοτριωθέντος μέχρις επιστροφής της τυχόν καταβληθείσης προσωρινής αποζημιώσεως (...)».
15. Επειδή, περαιτέρω, η παρ. 3 του ν.δ. 797/1971 είχε προβλέψει περίπτωση διατήρησης της απαλλοτρίωσης, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 3 του ν. 212/1975 (Α΄ 252), ως εξής: «3. Η κατά τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου αυτοδικαίως επερχομένη ανάκλησις αναγκαστικής απαλλοτρίωσης θεωρείται μη γενομένη, εις ην περίπτωσιν, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από της εκπνοής των εν ταις παραγράφοις ταύταις προθεσμιών, ο καθ` ου η απαλλοτρίωσις υποβάλλει εις την Διεύθυνσιν Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Οικονομικών έγγραφον δήλωσιν, περί του ότι επιθυμεί την περαιτέρω διατήρησιν της απαλλοτρίωσης». Εξάλλου, η παρ. 4 του άρθρου 11 του ίδιου ν.δ/τος όρισε ότι: «4. Ανακληθείσης αυτοδικαίως της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, η κηρύξασα ταύτην αρχή υποχρεούται όπως εντός διμήνου εκδώση πράξιν, βεβαιούσαν την επελθούσαν ανάκλησιν και δημοσιευομένην δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας ταύτης, δύναται πας ενδιαφερόμενος να ζητήση, κατά την υπό των άρθρων 19 έως και 22 του παρόντος οριζομένην ειδικήν διαδικασίαν περί οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως, την έκδοσιν δικαστικής αποφάσεως, βεβαιούσης την ανάκλησιν, καλουμένου εις την δίκην του υπέρ ου η αναγκαστική απαλλοτρίωσις και του Δημοσίου. …».
16. Επειδή, με την απόφαση 26/2010 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου επιλύθηκε αμφισβήτηση μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 3689/2009 Ολομ.) και του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 7/2007) ως προς την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν.δ. 797/1971, κρίθηκαν δε, καθ’ ερμηνεία του άρθρου 17 παρ. 4 του Συντάγματος και του άρθρου 11 παρ. 1, 3 και 4 του ν.δ. 797/1971, τα εξής: «… ενόψει της απόλυτης διατυπώσεως της διατάξεως του άρθρου 17 παρ. 4 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι, σε περίπτωση μη καταβολής της αποζημιώσεως εντός της προβλεπομένης σε αυτήν προθεσμίας του ενάμισι έτους, “η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως”, η κατ’ εξαίρεση του κανόνος αυτού θεσπιζομένη με την διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του ν.δ/τος 797/1971 ρύθμιση – η οποία, άλλωστε, δεν επαναλήφθηκε με τον κυρωθέντα με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ΦΕΚ Α΄ 17) – πρέπει να ερμηνευθεί στενώς, υπό την έννοια ότι η αυτοδικαίως επερχομένη άρση της απαλλοτρίωσης, λόγω μη συντελέσεώς της εντός ενάμισι έτους από την δημοσίευση της αποφάσεως περί προσωρινού καθορισμού της αποζημιώσεως ή, σε περίπτωση απ’ ευθείας αιτήσεως για οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως, από την δημοσίευση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως, θεωρείται μη γενομένη μόνον στην περίπτωση που ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση υποβάλει έγγραφη δήλωση στο Υπουργείο Οικονομικών ότι επιθυμεί την διατήρηση της απαλλοτρίωσης εντός έτους από την πάροδο της ανωτέρω τασσομένης για την συντέλεσή της προθεσμίας του ενάμισι έτους. Και τούτο διότι μόνον από την υποβολή της δηλώσεως αυτής συνάγεται σαφώς και χωρίς να καταλείπονται αμφιβολίες, τόσο για τον καθ’ ου όσο και για τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση, η βούληση του πρώτου, ο οποίος δικαιούται να ζητήσει και την βεβαίωση περί της αυτοδικαίας άρσεώς της, για διατήρηση της απαλλοτρίωσης, ώστε να αίρεται, για λόγους ασφαλείας του δικαίου, κάθε αμφιβολία ως προς την νομική κατάσταση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Συνεπώς, εάν δεν έχει υποβληθεί η ανωτέρω έγγραφη δήλωση, δεν ασκούν καμία επιρροή στην ήδη επελθούσα, κατά το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος και την σύμφωνη προς αυτό διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν.δ/τος 797/1971, αυτοδικαία άρση της απαλλοτρίωσης ενέργειες όχι μόνον του υπέρ ου η απαλλοτρίωση, όπως παρακατάθεση της οφειλομένης για την απαλλοτρίωση αποζημιώσεως, αλλά και ενέργειες, δικαστικές ή εξώδικες, του καθ’ ου η απαλλοτρίωση, οι οποίες λαμβάνουν χώρα μετά την πάροδο της προβλεπομένης για την συντέλεσή της προθεσμίας, όπως είναι η έγερση αγωγής προς επιδίκαση της οφειλομένης λόγω της απαλλοτρίωσης αποζημιώσεως ή η συνέχιση σχετικής δίκης, που άρχισε πριν από την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας, χωρίς να γίνει επίκληση της επελθούσης αυτοδικαίως άρσεως της απαλλοτρίωσης, ή και η είσπραξη αποζημιώσεως […]».
17. Επειδή, ακολούθησε ο Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων [ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) και εφαρμόζεται εν προκειμένω (βλ. το άρθρο 29 παρ. 2 αυτού), δεδομένου ότι η διαπιστωθείσα άρση έλαβε χώρα, κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας, μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω Κώδικα (πρβλ. ΣτΕ 604/2008 Ολομ., 2365/2008 κ. ά)], ορίζει δε στο άρθρο 7 ότι: «1. [όπως η παρ. 1 τροποποιήθηκε αρχικώς με το άρθρο 31 περ. α΄ και β΄ του ν. 3130/2003 (Α΄ 76), το άρθρο 39 παρ. 3γ του ν. 4024/2011 (Α΄ 226) και εν συνεχεία με την παρ. 5 του άρθρου 76 του ν. 4146/2013 (Α΄ 90), η οποία όρισε, ακόμη, ότι το κατωτέρω β΄ εδάφιο εφαρμόζεται και στις κηρυχθείσες απαλλοτριώσεις για τις οποίες δεν έχει παρακατατεθεί η αποζημίωση των ακινήτων κατά τη δημοσίευση του ν. 4146/2013] Η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται με την καταβολή στον δικαστικώς αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο της αποζημίωσης που προσδιορίστηκε προσωρινά ή οριστικά κατά τον παρόντα νόμο ή με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης ότι η αποζημίωση … κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων … Εάν υπόχρεο για την καταβολή της αποζημίωσης είναι το Δημόσιο, η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται και με την έκδοση χρηματικού εντάλματος πληρωμής υπέρ του δικαστικώς αναγνωρισθέντος ή την έκδοση του γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης σε περίπτωση όπου δεν εκδίδεται χρηματικό ένταλμα […]». Περαιτέρω, το άρθρο 11 του ΚΑΑΑ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανάκληση και άρση μη συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης», όριζε στις παρ. 3 και 4, που εφαρμόζονται και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων καθώς και επί ρυμοτομικών βαρών που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί εγκρίσεως και τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων ή πολεοδομικών μελετών, με τον καθορισμό κοινοχρήστων χώρων ή χώρων προοριζομένων για κοινωφελείς εν γένει χρήσεις (ΣτΕ 1220/2023, 2154/2019 και πρβλ. ΣτΕ 603-4/2008 Ολομ., 59/2018, 2600/2016 επταμ., 368/2016, 266/2014 κ.ά.) τα εξής: «3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελείται μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. [...] 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη».
18. Επειδή, στη συνέχεια, με το άρθρο 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011 (Α΄ 226), το οποίο είναι εφαρμοστέο εν προκειμένω, δεδομένου ότι η διαπιστωθείσα άρση έλαβε χώρα, κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας στις 29.6.2012 και πριν την εισαγωγή αυτοτελούς ρύθμισης σχετικά με τη διατήρηση ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων παρά τη μη καταβολή της δικαστικώς προσδιορισθείσας αποζημίωσης, με το άρθρο 49 του ν. 4414/2016 (Α΄ 149), με το οποίο προστέθηκε άρθρο 32Α στον ν. 4067/2012 «Νέος Οικοδομικός Κανονισμός» (Α΄ 79) (πρβλ. ΣτΕ 1220/2023 σκ. 6) αντικαταστάθηκε η παράγραφος 3 του παραπάνω άρθρου 11 του ν. 2882/2001 ως εξής: «Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού προσδιορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εφόσον οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες επιθυμούν τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης που άρθηκε αυτοδίκαια λόγω παρέλευσης της ως άνω δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, μπορούν να υποβάλλουν αίτηση και υπεύθυνη δήλωση προς την αρχή που εξέδωσε την απαλλοτριωτική απόφαση, μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την παρέλευση της προθεσμίας, περί διατήρησης της απαλλοτρίωσης και καταβολής της δικαστικά καθορισμένης προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης. Αν το αίτημα γίνει δεκτό από την αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση και υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης, δεν επιτρέπεται ο ανακαθορισμός της αποζημίωσης ή η αναζήτηση τόκων υπερημερίας. Οι διατάξεις του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 1 εφαρμόζονται και σε απαλλοτριώσεις που έχουν κηρυχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και έχει επέλθει αυτοδίκαιη άρση, λόγω παρέλευσης της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας. Στην περίπτωση αυτή οι ενδιαφερόμενοι μπορεί να υποβάλλουν αίτηση για τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης μέχρι τις 31.12.2012». Μετά δε τη δημοσίευση της επίδικης πράξης διαπίστωσης της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης (6.12.2017), οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του ΚΑΑΑ, όπως είχαν αντικατασταθεί με την παρ. 3α του άρθρου 39 του ν. 4024/2011, αντικαταστάθηκαν εκ νέου, με το άρθρο 74 του ν. 4530/2018 (Α΄ 59/30.3.2018), ως εξής: «Κατ’ εξαίρεση των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου, στις περιπτώσεις που υφίσταται κατάληψη του ακινήτου κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει δήλωση διατήρησης της απαλλοτρίωσης μέχρι 31.12.2018, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των δέκα (10) ετών από το χρόνο που έχει επέλθει η αυτοδίκαιη άρση αυτής. Στην περίπτωση αυτή η δήλωση διατήρησης της απαλλοτρίωσης γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή από την αρχή που έχει κηρύξει την απαλλοτρίωση, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου».
19. Επειδή, με το άρθρο 17 του Συντάγματος, το οποίο εγγυάται το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, θεσπίζεται στην παράγραφο 4 ο κανόνας της αυτοδίκαιης άρσης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αν δεν συντελεστούν μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της σχετικής αποζημίωσης. Η διάταξη αυτή τέθηκε προς εξυπηρέτηση του συμφέροντος του καθ’ού η απαλλοτρίωση, έτσι ώστε αυτή να μη μένει για μεγάλο διάστημα εκκρεμής προς βλάβη του λόγω της δέσμευσης που συνεπάγεται για την ιδιοκτησία του. Ο αυτοδίκαιος χαρακτήρας της άρσης των εν λόγω απαλλοτριώσεων έχει την έννοια ότι δεν συναρτάται με ουσιαστική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, αλλά προβλέπεται από το Σύνταγμα (άρθρο 17 παρ. 4, τέταρτο εδάφιο) και το νόμο ως αυτόθροη συνέπεια της παράλειψης καταβολής της ορισθείσης αποζημιώσεως εντός τακτής προθεσμίας από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης καθορισμού τιμής μονάδας. Λόγω ακριβώς της εκ του Συντάγματος επελθούσας άρσης της απαλλοτρίωσης, έχει γίνει δεκτό ότι είναι νομικώς αδιάφορη τυχόν μη συγκατάθεση του καθ’ού η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη για της άρση αυτής (ΣτΕ 3253/2015, πρβλ. ΣτΕ 4359/1976 Ολομ.). Ο κανόνας αυτός εξειδικεύθηκε, υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1975/2001 [όπως και πριν από την ισχύ του με το ν.δ. 797/1971] αρχικώς με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του ΚΑΑΑ, και προβλέφθηκε η έκδοση σχετικής διοικητικής πράξης, η οποία πρέπει να εκδίδεται ομοίως εντός τακτής προθεσμίας από την άπρακτη πάροδο ενάμισι έτους από τη δημοσίευση της ως άνω δικαστικής αποφάσεως και η οποία πράξη έχει «βεβαιωτικό», κατά τη διατύπωση του νόμου, χαρακτήρα, περιορίζεται, δηλαδή, στη διαπίστωση της παρόδου της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, η οποία επιφέρει αυτοδικαίως την έννομη συνέπεια της άρσης της απαλλοτρίωσης, χωρίς να καταλείπεται πεδίο συνεκτιμήσεως άλλων στοιχείων. Ενόψει τούτων, η παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει την εν λόγω βεβαιωτική πράξη, ακόμη και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος εκ μέρους του ενδιαφερομένου, συνιστά παράβαση της τασσόμενης από τις ως άνω διατάξεις νόμιμης υποχρέωσής της (ΣτΕ 2600/2016 7μ.).
20. Επειδή, στη συνέχεια, η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011, και ο νομοθέτης, αποβλέποντας στο συμφέρον του καθ’ού η απαλλοτρίωση, ο οποίος ενδέχεται να επιθυμεί τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης, προέβλεψε ειδική διαδικασία κατά την οποία η αυτοδίκαιη άρση των απαλλοτριώσεων, την οποία θα επέφερε η μη συντέλεσή τους με την καταβολή της δικαστικώς ορισθείσης αποζημιώσεως εντός της οικείας συνταγματικής προθεσμίας, μπορεί να αποτραπεί με αίτηση και υπεύθυνη δήλωση που υποβάλουν οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες προς την αρμόδια διοικητική αρχή, ζητώντας την, παρά ταύτα, διατήρηση της απαλλοτρίωσης και την καταβολή της προσδιορισμένης αποζημίωσης. Προκειμένου, δε, η αίτηση διατήρησης της απαλλοτρίωσης να εξετασθεί από την αρμόδια αρχή, αυτή πρέπει να υποβάλλεται κατά την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις διαδικασία, η οποία αποσκοπεί να άρει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τη βούληση του ιδιοκτήτη αλλά και να παράσχει στην κηρύξασα Αρχή και τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση τη δυνατότητα να εκτιμήσουν επικαίρως την εξακολούθηση της συνδρομής του λόγου δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος είχε δικαιολογήσει την κήρυξή της. Το αίτημα, όμως, αυτό του ιδιοκτήτη, δεν γίνεται δεκτό άνευ ετέρου. Αντιθέτως προς τη ρύθμιση του άρθρου 3 του ν.δ. 212/1975, η Διοίκηση διαθέτει ήδη διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί ή όχι την αίτηση διατήρησης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, η οποία δεν έχει συντελεσθεί λόγω μη καταβολής της δικαστικώς προσδιορισθείσης αποζημιώσεως. Νόμιμα κριτήρια για την άσκηση της ευχέρειας αυτής είναι, μεταξύ άλλων, όσα ανάγονται στην αναγκαιότητα του υπό απαλλοτρίωση ακινήτου για την ικανοποίηση των πολεοδομικών αναγκών ορισμένης περιοχής, η εξέλιξη της διαδικασίας απαλλοτρίωσης κατά το παρελθόν και, ιδίως, η τυχόν διαδοχική άρση και επανεπιβολή της, καθώς και η οικονομική δυνατότητα του φορέα που βαρύνεται με την υποχρέωση αποζημίωσης του ιδιοκτήτη, δηλαδή, προκειμένου περί κοινοχρήστων χώρων, του οικείου δήμου, να την καταβάλει (ΣτΕ 1220/2023 σκ.8). Κατόπιν τούτου, υπό την ισχύ του άρθρου 39 παρ. 3 α του ν. 4024/2011, στην περίπτωση που δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα αίτηση για διατήρηση της απαλλοτρίωσης ή η υποβληθείσα απορριφθεί από την κηρύξασα Αρχή, κατ’ ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας, που ήδη της απονέμεται, ρητώς ή σιωπηρώς, σύμφωνα με το άρθρο 63 παρ. 1 και 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) (ΣτΕ 1651/2020, 2073/2008, 1745/2001, 355/2000, 4217/1998, βλ. a contrario ΣτΕ 2494/2013 Ολομ.), η αυτοδίκαιη άρση καθίσταται οριστική με αποτέλεσμα την απελευθέρωση της βεβαρυμένης ιδιοκτησίας και την απόδοση αυτής στον ιδιοκτήτη της. Η διαπίστωση της αυτοδίκαιης άρσης της εν λόγω απαλλοτρίωσης επέρχεται με την προβλεπόμενη στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 11 του ΚΑΑΑ διαδικασία, με την οποία παρέχεται δραστική δικαστική προστασία στον ιδιοκτήτη του δεσμευμένου ακινήτου, ώστε να τερματισθεί η αδράνεια της Διοικήσεως και να αποδεσμευθεί το ακίνητο από τα ρυμοτομικά βάρη (βλ. ΣτΕ 604/2008 Ολομ., 2154/2019, 1803/2015, 2267/2014, 289/2009, 3908/2007, βλ. και εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 39 του ν. 4024/2011 σελ. 23 - 24 ). Επιπλέον, πέραν της εξυπακουόμενης δυνατότητάς του να ζητήσει την άρση της δέσμευσης του ακινήτου του, στην ίδια αυτή περίπτωση διατήρησης της απαλλοτρίωσης ή του πολεοδομικού βάρους χωρίς να έχει καταβληθεί εντός ενός και ημίσεος έτους από τον προσωρινό προσδιορισμό της η αποζημίωση, με συνέπεια τον περιορισμό της χρήσης του ακινήτου κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, ο ιδιοκτήτης, έχει τη δυνατότητα να ζητεί, κατά περιοδικά χρονικά διαστήματα ή εφάπαξ, ανάλογη αποζημίωση για την εν λόγω δέσμευση (ΣτΕ 393/2021 επταμ. σκ. 5, πρβλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ Δ. Καραγιάννης κ.λπ. κατά Ελλάδος, 51354/99, της 16.1.2003 σκ. 41- 43 και της 15.7.2004 σκ.13, βλ. και απόφαση ΕΔΔΑ Barcza και λοιποί κατά Ουγγαρίας, 50811/10, σκ. 47 και 50-54). Παραλλήλως με τις ως άνω ευχέρειες του θιγόμενου ιδιοκτήτη, εξακολουθεί να συντρέχει κατά πρώτον και η υποχρέωση της Διοίκησης για την αποκατάσταση της βεβαρυμένης ιδιοκτησίας, η δε κηρύξασα Αρχή οφείλει να εκδώσει τη σχετική βεβαιωτική πράξη αυτεπαγγέλτως, χωρίς δηλαδή την υποβολή σχετικού αιτήματος εκ μέρους του ενδιαφερομένου. Τούτο διότι, κατά το στάδιο αυτό, όταν δηλαδή, απορριφθέντος του αιτήματος αναβίωσης της απαλλοτρίωσης με τη διαδικασία του άρθρου 11 παρ. 3, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 παρ. 3 α του ν. 4024/2011, έχει οριστικοποιηθεί η άρση της, μόνη διέξοδος για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου από το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος σκοπού της προστασίας της ιδιοκτησίας απομένει η έκδοση της διαπιστωτικής διοικητικής πράξης, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν προσφυγής του ενδιαφερόμενου στο αρμόδιο δικαστήριο. Υπό την έννοια αυτή, δεν ασκούν καμία επιρροή στην ήδη επελθούσα, κατά το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος και την σύμφωνη προς αυτό διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 11 του ΚΑΑΑ, αυτοδικαία άρση της απαλλοτρίωσης ενέργειες όχι μόνον του υπέρ ου η απαλλοτρίωση, όπως παρακατάθεση της οφειλομένης για την απαλλοτρίωση αποζημιώσεως, αλλά και ενέργειες, δικαστικές ή εξώδικες, του καθ’ ου η απαλλοτρίωση, οι οποίες λαμβάνουν χώρα μετά την πάροδο της προβλεπομένης για την συντέλεσή της προθεσμίας, όπως είναι η έγερση αγωγής προς επιδίκαση της οφειλομένης λόγω της απαλλοτρίωσης αποζημιώσεως ή η συνέχιση σχετικής δίκης, που άρχισε πριν από την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας, χωρίς να γίνει επίκληση της επελθούσης αυτοδικαίως άρσεως της απαλλοτρίωσης, ή και η είσπραξη αποζημιώσεως (πρβλ. ΑΕΔ 26/2010) και δεν κωλύουν την έκδοση διοικητικής πράξης διαπίστωσης της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης. Επομένως, μετά την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας του άρθρου 39 παρ. 3 α του ν. 4024/2011 για την υποβολή αίτησης διατήρησης της απαλλοτρίωσης (οπότε το αίτημα λογίζεται σιωπηρώς απορριφθέν) ή την τυχόν ρητή απόρριψη της αίτησης από την Αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση, η Διοίκηση δεν κωλύεται να εκδώσει αυτεπαγγέλτως, χωρίς την υποβολή αιτήματος εκ μέρους του καθ’ού ιδιοκτήτη, χωρίς δηλαδή τη συγκατάθεσή του, διαπιστωτική πράξη άρσης της απαλλοτρίωσης (πρβλ. a contrario ΣτΕ 2154/2019). Με την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, κατά την οποία, μετά την εκδήλωση της βούλησης του θιγόμενου ιδιοκτήτη για τη διατήρηση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης με δικαστικές ενέργειες για τη συντέλεσή της και με την εκ μέρους του υποβολή της αίτησης του άρθρου 39 παρ. 3 α του ν. 4024/2011 η Διοίκηση κωλύεται πλέον να εκδώσει αυτεπαγγέλτως διαπιστωτική πράξη για την άρση της απαλλοτρίωσης, η προβλεπόμενη εκ του νόμου διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης να αποδεχθεί ή όχι το αίτημα διατήρησης της απαλλοτρίωσης, τρέπεται, κατ’ ουσίαν, σε δεσμία αρμοδιότητα για την αποδοχή του. Την δεσμία, όμως, αρμοδιότητα αυτή, κατ’ εξαίρεση του ανωτέρω κανόνα, εισήγαγε για πρώτη φορά ο νομοθέτης του άρθρου 74 του ν. 4530/2018 ειδικώς ως προς τα ακίνητα των οποίων έχει γίνει κατάληψη («υφίσταται κατάληψη»), όσα έχουν δηλαδή αποδοθεί και πρακτικώς στην εξυπηρέτηση της δημόσιας ωφέλειας, λόγω της οποίας απαλλοτριώθηκαν χωρίς όμως, να έχει καταβληθεί στον ιδιοκτήτη η δικαστικώς ορισθείσα αποζημίωση, υπό μόνη την ουσιαστική προϋπόθεση να μην έχει παρέλθει χρόνος μακρότερος της δεκαετίας από την αυτοδίκαιη άρση της σχετικής απαλλοτρίωσης. Επιπλέον, η ίδια αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή τρέπει σε αποκλειστική την προβλεπόμενη από την παρ. 3 του άρθρου 11 του ΚΑΑΑ τετράμηνη προθεσμία για την έκδοση «βεβαιωτικής» κατά τη διατύπωση του νόμου πράξης για την άρση της απαλλοτρίωσης, η οποία, όμως, έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα και περιορίζεται στη βεβαίωση ότι έχει ήδη επέλθει εκ του Συντάγματος άρση της απαλλοτρίωσης (ΣτΕ 3252/2015).
21. Επειδή, το σύστημα αυτό, που θέτει σαφές χρονικό πλαίσιο ενεργειών εκ μέρους της Διοίκησης και του καθ’ού η απαλλοτρίωση [πάροδος ενάμισι έτους από τον προσωρινό ή οριστικό προσδιορισμό τιμής μονάδος, αυτοδίκαιη άρση απαλλοτρίωσης, αίτηση διατήρησης υποβαλλόμενη εντός ενός έτους από την αυτοδίκαιη άρση, ενδεχόμενη ρητή ή σιωπηρή απόρριψη αυτής από την Αρχή που εξέδωσε την απαλλοτριωτική απόφαση και διαπιστωτική απόφαση άρσης της απαλλοτρίωσης είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης μετά από προσφυγή του καθ’ού η απαλλοτρίωση στο αρμόδιο δικαστήριο είτε αυτεπαγγέλτως από τη Διοίκηση] πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 1 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και του σεβασμού του δικαιώματος στην περιουσία του καθ’ού η απαλλοτρίωση στον οποίο παρέχει διαδοχικώς την εξής προστασία: του επιτρέπει να διαθέσει ελεύθερα την ιδιοκτησία του, υποβάλλοντας αίτηση για τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης και απόληψης της δικαστικώς καθορισθείσας αποζημίωσης. Σε περίπτωση απορρίψεως μιας τέτοιας αίτησης, επιβάλλει στη Διοίκηση να εκπληρώσει τις κατά το Σύνταγμα υποχρεώσεις της για την οριστική αποδέσμευση του ακινήτου από το κατ’ εξοχήν δυσμενές μέτρο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, για χρονικό διάστημα, στην περίπτωση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, μέχρι την ενδεχόμενη επανεπιβολή της με την καθοριζόμενη διαδικασία, οπότε και θα καθορισθεί κατά τον χρόνο εκείνο νέα αυξημένη, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τιμή μονάδας για το εκ νέου απαλλοτριούμενο ακίνητο. Επιπλέον, το σύστημα αυτό ρυθμίσεων σε επίπεδο τυπικού νόμου μετά από το άρθρο 39 παρ. 3 α του ν. 4024/2011, λαμβάνει υπ' όψιν την ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο, στην περίπτωση αυτή, συνίσταται στη στάθμιση εκ μέρους της Διοίκησης της αναγκαιότητας του ακινήτου για τις πολεοδομικές ανάγκες της περιοχής και της οικονομικής δυνατότητας του φορέα που βαρύνεται με την υποχρέωση αποζημίωσης του ιδιοκτήτη να την καταβάλει. Η έκδοση της διοικητικής πράξης περί διαπίστωσης της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης στην εξεταζόμενη περίπτωση δεν καθιστά ανενεργές τις αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις περί καθορισμού τιμής μονάδας του απαλλοτριούμενου ακινήτου καθώς και περί καταψήφισης ισόποσης αποζημίωσης της, ούτε παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, κατά το μέρος που αυτό εγγυάται το δικαίωμα εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων. Τούτο δε διότι με την έκδοση εκ μέρους της Διοίκησης διαπιστωτικής πράξης περί αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης δεν εμποδίζεται η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης αλλά αποκρούεται από τον (πρώην) υπόχρεο σε καταβολή της η σχετική αξίωση για το λόγο ότι η αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης οριστικοποιήθηκε και η απαλλοτρίωση δεν παράγει πλέον έννομες συνέπειες.
22. Επειδή, αντικείμενο της δίκης που ήχθη με την προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, συνιστούσε κατά τις αναιρετικώς ανέλεγκτες παραδοχές του, η νομιμότητα μόνης της ΔΔΠ0019285/ 1147ΒΕΞ2017/1.12.2017 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών και Μεταφορών, βεβαιωτικής της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης. Κατά τη γνώμη του Τμήματος, επομένως, και σύμφωνα με την δοθείσα ανωτέρω ερμηνεία στις κρίσιμες διατάξεις, η κηρύξασα την απαλλοτρίωση Αρχή μπορούσε, νομίμως, να εκδώσει αυτεπαγγέλτως την πράξη με το περιεχόμενο αυτό παρά την εναντίωση του καθ’ού στην άρση της απαλλοτρίωσης και ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά τη γνώμη του Τμήματος, ο λόγος αναιρέσεως σχετικά με την παθητική νομιμοποίηση της «Κτ.Υπ. Α.Ε.» θα έπρεπε να απορριφθεί ως αλυσιτελής διότι η αποδοχή του δεν θα οδηγούσε στην αποδοχή της προσφυγής της αναιρεσείουσας, η οποία παρίσταται απορριπτέα, αλλά στην νέα συζήτηση αυτής και στην κατ’ ουσίαν απόρριψή της. Το λυσιτελές, όμως, του λόγου αναιρέσεως για την παθητική νομιμοποίηση της «Κτ.Υπ. Α.Ε.» πρωτοδίκως εξαρτάται από την οριστική κρίση του ανωτέρω εκτεθέντος λόγου αναιρέσεως, κατά τα εκτιθέμενα στις επόμενες σκέψεις.
23. Επειδή, με την 12/2018 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, υπό το καθεστώς του άρθρου 11 παρ. 3 του ΚΑΑΑ μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 39 παρ. 3 α του ν. 4024/2011, έγινε δεκτό ότι «.... Η αυτοδίκαιη ως άνω ανάκληση της απαλλοτρίωσης, αποβλέπουσα αποκλειστικώς στο συμφέρον του καθ’ού η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη, για να μην παραμένει σε βάρος του η κηρυχθείσα σε βάρος του απαλλοτρίωση, επί μακρό χρονικό διάστημα εκκρεμής και μετέωρη, προς βλάβη των συμφερόντων του, λόγω της δέσμευσης της ιδιοκτησίας του μπορεί από αυτόν και μόνον να προταθεί, όχι δε και από τον υπέρ ού η απαλλοτρίωση. Κατά συνέπειαν η προθεσμία αυτή ούτε αποκλείει την κατά τη διάρκειά της υποχρέωση καταβολής της αποζημίωσης που προσδιορίστηκε οριστικώς ούτε, στην περίπτωση άπρακτης παρέλευσής της επιφέρει απόσβεση της αξίωσης αποζημίωσης από την ανωτέρω αιτία για το δικαιούχο, που όχι μόνον δεν την επικαλείται αλλά, αντίθετα, ασκεί αγωγή επιδίκασης της εν λόγω αποζημίωσης ή εκδίδει διαταγή πληρωμής ως τίτλο για την είσπραξη της καθορισθείσης αποζημίωσης…» και, περαιτέρω, σε συνδυασμό με τα άρθρα 11 παρ. 2 και 4 του ΚΑΑΑ ότι «α) Αυτοδίκαιη ανάκληση, όπως ορίζεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις, θεωρείται αυτή που επέρχεται αυτοδικαίως, δηλαδή άμεσα από το νόμο (ipso jure) με την πλήρωση των προαναφερθεισών προϋποθέσεων. Η αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτρίωσης δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αλλά πρέπει να προβληθεί από τον καθ` ου η απαλλοτρίωση, διότι μόνο προς το συμφέρον αυτού έχει θεσπιστεί από το Σύνταγμα. Ο υπόχρεος καταβολής της αποζημίωσης δεν δύναται να ανατρέπει την υποχρέωσή του με την άρνησή του να καταβάλει την δικαστικώς ορισμένη αποζημίωση, επικαλούμενος ατελέσφορα αδυναμία εξεύρεσης απαραίτητων πιστώσεων, όταν μάλιστα το δημόσιο, ως υπόχρεο, έχει καταλάβει τα ακίνητα και έχει αρχίσει την εκτέλεση του έργου για το οποίο κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση, πολύ δε περισσότερο όταν έχει εκτελέσει το έργο. β) Υπό την ισχύ της νέας ρύθμισης του άρθρου 39 παρ. 3α΄ του Ν. 4024/2011 εξυπηρετούνται τα συμφέροντα τόσο των καθ` ων η απαλλοτρίωση ιδιοκτητών, γιατί παύει να είναι μετέωρη και εκκρεμής η απαλλοτριωθείσα και δεσμευθείσα ιδιοκτησία τους, όσο και του υπέρ ου η απαλλοτρίωση δημοσίου ή άλλου φορέα δημοσίου, γιατί αποφεύγεται ο ανακαθορισμός της αποζημίωσης και η καταβολή τόκων υπερημερίας, αλλά και το πρόσθετο οικονομικό κόστος εξαιτίας της επανακήρυξης της απαλλοτρίωσης και του καθορισμού αυξημένων κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, λόγω του μεταγενέστερου χρόνου υπολογισμού, νέων τιμών μονάδος. γ) Υπό την αποκρουόμενη εκδοχή ότι: Α) Αν παρέλθει άπρακτη η προαναφερθείσα προθεσμία του ενός έτους ή απορριφθεί η αίτηση του δικαιούχου της αποζημίωσης, οριστικοποιείται η άρση της απαλλοτρίωσης και δεν γεννώνται πλέον δικαιώματα και υποχρεώσεις από αυτήν και Β) Ότι την άρση της απαλλοτρίωσης δεν μπορεί να επικαλεστεί μόνο ο καθ` ου η απαλλοτρίωση, εφόσον το απαλλοτριωθέν ακίνητο έχει καταληφθεί και κατέχεται από το φορέα εκτέλεσης του έργου, ο κύριος του ακινήτου νομιμοποιείται πλέον αναγκαίως να στραφεί κατά του ίδιου φορέα δικαστικά και να ζητήσει αποζημίωση τόσο για την αξία του ακινήτου όσο και για τις συνακόλουθες ζημιογόνες συνέπειες από την στέρηση απόλαυσης του (ακινήτου) κατά τον ενδιάμεσο χρόνο από την κατάληψή του, τελικά δεν επιτυγχάνεται οποιοσδήποτε επωφελής δημοσιονομικός στόχος υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. δ) Με την ως άνω διάταξη του άρθρου 39 παρ. 3α` του Ν. 4024/2011 παρέχεται η δυνατότητα αναδρομικής ισχύος της ρύθμισης σε περιπτώσεις που έχουν αρθεί αυτοδίκαια και έχουν κηρυχθεί με τις διατάξεις του Ν. 2882/2001, μέχρι την έναρξη της ισχύος του (27.10.2011), προκειμένου να αντιμετωπιστούν αρκετές περιπτώσεις αυτοδίκαιης άρσης που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια λόγω αδυναμίας εξεύρεσης των απαραίτητων πιστώσεων και ενώ το δημόσιο έχει καταλάβει τα ακίνητα και έχει αρχίσει η εκτέλεση των έργων. Στην περίπτωση αυτή οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να υποβάλλουν αίτηση για τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης μέχρι την 31.12.2012. ε) Με το άρθρο 131 του Ν. 4070/2012 προστέθηκε η παράγραφος 10. του άρθρου 20 του Ν.2882/2001, σύμφωνα με την οποία, εφόσον η απαλλοτρίωση έχει αρθεί αυτοδικαίως κατ’ εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 11 ή ανακλήθηκε νομίμως κατ` εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 11, δεν υφίσταται δικαίωμα του καθ’ού η απαλλοτρίωση για την έγερση καταψηφιστικής αγωγής με αντικείμενο την καταβολή της οριστικής αποζημίωσης. Σύμφωνα, όμως, με μεταβατική διάταξη του άρθρου 146 του ίδιου νόμου 4070/2012, προσδιορίζεται ποιές από τις νέες διατάξεις εφαρμόζονται αποκλειστικά στις απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται από την έναρξη της ισχύος του και εφεξής (10.4.2012) (παρ. 1) και ποιες εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών απαλλοτριώσεων (παρ. 2). Στις τελευταίες δε αυτές διατάξεις δεν αναφέρεται ρητά το τροποποιηθέν άρθρο 20 του Ν. 2882/2001. Με βάση την γενικευμένη παραδοχή ότι η αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης εξυπηρετεί μόνον το συμφέρον του καθ` ου, γίνεται τελικά δεκτό ότι μόνον από αυτόν μπορεί να προταθεί η αυτοδίκαιη άρση της, όχι δε και από τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση ή από τον υπόχρεο προς καταβολή της αποζημίωσης...» (βλ και ΑΠ 262/2023, 423/2021, 205/2021, 209/2020, 810/2020). Κατά τη γνώμη του Τμήματος, με την απόφαση αυτή, κατά την οποία η έκδοση ρητής πράξης βεβαίωσης της αυτοδίκαιης άρσης δεν επιφέρει οριστικοποίηση της άρσης και, κατά συνέπεια, απόσβεση της αξίωσης αποζημίωσης, ο Άρειος Πάγος αποδίδει διαφορετική έννοια στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 3 και 4 του ΚΑΑΑ μετά το άρθρο 39 παρ. 3 α του ν. 4024/2011. Επομένως, υφίσταται αντίθεση μεταξύ των δύο ανωτάτων δικαστηρίων, επί του αυτού κρίσιμου νομικού ζητήματος, ως προς την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου (βλ. ΑΕΔ 1/2022, 5, 6, 12/2021, 9/2019, 15/2013, 7/2011, 32/2008).
24. Επειδή, κατόπιν τούτου, το Τμήμα κρίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια και να ορισθεί ενώπιόν της ως Εισηγητής για την ανάπτυξη της γνώμης του η Σύμβουλος Χριστιάνα Μπολόφη.
Διά ταύτα
Παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια.
Ορίζει ως Εισηγητή τη Σύμβουλο Χριστιάνα Μπολόφη.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2024
Η Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος
Μαργαρίτα Γκορτζολίδου
Ο Γραμματέας
Νικόλαος Βασιλόπουλος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23ης Οκτωβρίου 2024.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος
Χρήστος Ντουχάνης
Ο Γραμματέας
Νικόλαος Βασιλόπουλος
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα