9 Σεπ 2024
Η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο «…», να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 106.599,94 ευρώ, το οποίο αναλύεται σε: α) ποσό 5.699,94 ευρώ ως αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας, β) ποσό 900,00 ευρώ ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας (διαφυγόντα κέρδη) και γ) ποσό 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη από παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου. Κατά την έννοια του άρθρου 75 § 3 του ΚΔιοικΔ, ως πρώτη συζήτηση της υπόθεσης νοείται εκείνη κατά την οποία η υπόθεση εκφωνείται και αρχίζει η εκδίκασή της, ανεξαρτήτως εάν το δικαστήριο εισήλθε στην εξέταση της ουσίας της ή περιορίσθηκε στην επίλυση δικονομικών ζητημάτων, κατά δε τη συνεδρίαση ο δικαστής που προεδρεύει σημειώνει, με επισημείωση στο οικείο πινάκιο μετά την εκφώνηση και συζήτηση, αν και με ποιον τρόπο παραστάθηκαν οι διάδικοι κατ’ αυτήν, καθώς και ότι η υπόθεση συζητήθηκε και κηρύσσει τη λήξη της σχετικής διαδικασίας της συζήτησης. Η εισαγόμενη με την εν λόγω δικονομική διάταξη εξαίρεση είναι στενώς ερμηνευτέα ως προς την προθεσμία που τάσσει για τον περιορισμό ή τη μετατροπή του αιτήματος της αγωγής, ενώ συνάγεται ότι το σχετικό δικαίωμα του ενάγοντος προς μετατροπή του αγωγικού αιτήματος πρέπει υποχρεωτικά, επί ποινή απαραδέκτου, να ασκηθεί, είτε με υπόμνημα είτε με έγγραφη ή προφορική δήλωση προς το δικαστήριο, το αργότερο έως το κατά τα ανωτέρω τέλος της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 274 και 139Α του ΚΔιοικΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που το τέλος δικαστικού ενσήμου δεν καταβληθεί ούτε το αίτημα της αγωγής μετατραπεί από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό έως το τέλος της πρώτης συζήτησης, το δικαστήριο υποχρεούται να καλέσει τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου, προς συμπλήρωση της συγκεκριμένης τυπικής παράλειψης, καταβάλλοντας το δικαστικό ένσημο. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση που η μετατροπή του αιτήματος της αγωγής λάβει χώρα απαραδέκτως μετά το τέλος της πρώτης συζήτησης, οπότε το δικαστήριο δεν οφείλει να καλέσει τον πληρεξούσιο δικηγόρο, διότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο για να συμπληρωθούν τυπικές παραλείψεις, η υποχρέωση τήρησης των οποίων δεν αμφισβητείται. Εν προκειμένω, το αίτημα της κρινόμενης αγωγής είναι να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει στην ενάγουσα το αναφερόμενο ανωτέρω ποσό. Περαιτέρω, με το υπόμνημα που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 31.1.2023, ήτοι μετά τη διεξαγωγή της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης, η οποία έλαβε χώρα στις 26.1.2023, η ενάγουσα δήλωσε ότι τρέπει το αίτημα της αγωγής, κατά το μέρος που αυτό υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ, από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, χωρίς να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προηγούμενη της πραγματοποιηθείσας με το από 31.1.2023 κατατεθέν υπόμνημα δήλωση μετατροπής του αιτήματος της αγωγής. Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η μετατροπή του αγωγικού αιτήματος δεν εχώρησε έως το τέλος της πρώτης συζήτησης της κρινόμενης αγωγής στο ακροατήριο, αλλά έλαβε χώρα το πρώτον με το υπόμνημα, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του μετά τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης, έκρινε ότι απαραδέκτως με το υπόμνημα αυτό επιχειρήθηκε μετατροπή του αιτήματος της αγωγής, κατά το μέρος που αυτό υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και συνακόλουθα, η αγωγή διατηρεί τον καταψηφιστικό χαρακτήρα της για το σύνολο του αιτούμενου ποσού (106.599,94 ευρώ). Κατόπιν τούτου, εφόσον δεν είχε καταβληθεί το τέλος δικαστικού ενσήμου που αναλογεί στο ανωτέρω συνολικό αιτούμενο με την αγωγή ποσό, κρίθηκε ότι έπρεπε να ανασταλεί η πρόοδος της δίκης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 274 § 3 του ΚΔιοικΔ, προκειμένου να καταβληθεί το οφειλόμενο τέλος δικαστικού ενσήμου.