2 Αυγ 2024
Η προσφεύγουσα ανώνυμη εταιρεία (τράπεζα) ζητεί την ακύρωση, άλλως τροποποίηση, της υπ’ αριθμ. .../.../3.7.2018 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας συνολικό χρηματικό πρόστιμο 100.000 ευρώ και ειδικότερα: α) πρόστιμο ύψους 50.000 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 § 10 του Ν. 1969/1991, για παράβαση του άρθρου 5 του Π.Δ. 52/1992, κατά τη χρονική περίοδο από 10.2.2005 έως 16.10.2005 και β) πρόστιμο ύψους 50.000 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 § 1 του Ν. 3401/2005, για παράβαση του άρθρου 3 §§ 1, 3 και 4 του ίδιου νόμου, κατά τη χρονική περίοδο από 17.10.2005 έως 21.7.2008. Αναλυτικά, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα διότι εκδόθηκε αναρμόδια πέραν του εύλογου χρόνου, 13 έτη από την τέλεσή της αποδιδόμενης σε αυτήν παράβασης, κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της νομιμότητας, σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου 25 §3 του Συντάγματος. Ωστόσο, οι αποδιδόμενες στην προσφεύγουσα παραβάσεις αφορούν τη χρονική περίοδο 2005 έως 2008, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έλαβε γνώση αυτών το έτος 2012, οπότε και διαβιβάστηκε σε αυτήν από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή η πρώτη καταγγελία επενδύτριας και άμεσα ξεκίνησε τη διενέργεια ελέγχου κατά τη διάρκεια του οποίου υποβλήθηκαν στην Επιτροπή συνολικά 67 καταγγελίες πελατών-επενδυτών. Ειδικότερα, εκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά, κατά το πρώτο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας από την Επιτροπή, ενόψει της αναγκαιότητας συλλογής, διερεύνησης και ελέγχου των απαραίτητων στοιχείων, της εκτίμησης και αξιολόγησης αυτών και ανεξάρτητα από την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, το χρονικό διάστημα των πέντε ετών κρίνεται εύλογο και δεν υπάρχει υπέρβαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας. Συνεπώς, δεν καθίσταται παράνομη η προσβαλλόμενη απόφαση επιβολής προστίμου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Περαιτέρω, η αρχή της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων στον ευαίσθητο τομέα του δικαίου της κεφαλαιαγοράς, συναγόμενη ως ειδικότερη πτυχή των αρχών της ασφάλειας του δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της διαφάνειας της διοικητικής δράσης, επιβάλλει την ταχεία διεξαγωγή των ερευνών και την λήψη των σχετικών αποφάσεων καθώς και την αποφυγή αδράνειας της διοικήσεως για μακρά χρονικά διαστήματα που δεν δύνανται, αναλόγως των περιστάσεων, ευλόγως να δικαιολογηθούν. Συνάμα, η τήρηση της αρχής αυτής, ενόψει και των σκοπών στους οποίους αποβλέπει, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη διάκριση δύο κρίσιμων σταδίων της διοικητικής διαδικασίας που προηγούνται της έκδοσης της πράξης επιβολής κύρωσης, σε καθένα από τα οποία πρέπει να εξετάζεται αυτοτελώς. Η δε πράξη επιβολής προστίμου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθίσταται παράνομη εάν έχει συντελεσθεί υπέρβαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας εντός ενός εκ των δύο σταδίων της διοικητικής διαδικασίας επιβολής κυρώσεων που προηγούνται της εκδόσεώς της (το χρονικό εύρος των οποίων προσδιορίζεται αναλόγως των περιστάσεων κάθε υποθέσεως), όχι όμως εξαιτίας και μόνο της παρόδου συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος μεταξύ της ημερομηνίας έκδοσής της και της ημερομηνίας τέλεσης της παράβασης. Μολονότι ένεκα παρόδου μακρού χρονικού διαστήματος από τη διενέργεια των επίμαχων συναλλαγών δεν κατέστη δυνατή η εύρεση των αρχείων εντολών και παρόμοιων στοιχείων που αφορούν την κατάρτιση των επίμαχων συναλλαγών, δεν προκύπτει ότι τα στοιχεία αυτά ήταν αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης, ενόψει των λοιπών ευρημάτων του ελέγχου, ούτε ότι η έλλειψή τους περιόρισε τη δυνατότητα άμυνας της προσφεύγουσας. Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και τις πρόσθετες παρεμβάσεις.