17 Ιουν 2020
Πολίτης που διέθετε άδεια υπαίθριου πλανόδιου εμπορίου προσέφυγε στον Συνήγορο του Πολίτη, καθώς ελεγκτές του Αστυνομικού Τμήματος της πόλης στην οποία εργαζόταν του επέβαλαν πρόστιμο ύψους 5.000 ευρώ, επειδή αντί για πλανόδιο, ασκούσε στάσιμο υπαίθριο εμπόριο, χωρίς να διαθέτει άδεια για το τελευταίο.
Ο πολίτης είχε χάσει κάθε δυνατότητα διοικητικής και δικαστικής προστασίας, επειδή η ενδικοφανής προσφυγή του είχε απορριφθεί σιωπηρά από την οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση και είχε παρέλθει η προθεσμία για την προσφυγή στη Δικαιοσύνη.
Ο Συνήγορος εντόπισε ότι η έκθεση βεβαίωσης παράβασης και επιβολής του προστίμου περιλάμβανε μόνο τις νομοθετικές διατάξεις που είχαν παραβιασθεί, χωρίς καμία αναφορά στα πραγματικά περιστατικά που συνιστούσαν την πράξη του στάσιμου υπαίθριου εμπορίου (π.χ. πού στάθμευσε, πόση ώρα παρέμεινε στάσιμος κ.λπ). Η έλλειψη αυτών των στοιχείων καθιστούσε αδύνατο τον έλεγχο νομιμότητας της καταλογιστικής του προστίμου πράξης από οποιοδήποτε ελεγκτικό όργανο.
Η Αρχή, στην επικοινωνία της με την αρμόδια υπηρεσία που εξέδωσε το πρόστιμο, τόνισε ότι η αιτιολογία των ατομικών διοικητικών πράξεων, ιδίως των δυσμενών, υποχρεώνει τη Διοίκηση να δικαιολογεί τις πράξεις της, ενώ αντίθετα «η έλλειψη αιτιολογίας θάλπει την αυθαιρεσία της Διοίκησης και αντίκειται στην έννοια του κράτους δικαίου» [1]. Επίσης, η Αρχή επεσήμανε στην συγκεκριμένη καταλογιστική πράξη την έλλειψη της αιτιολογίας κατά παράβαση, αφενός, του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (άρθ. 17) που επιτάσσει οι επαχθείς διοικητικές πράξεις να περιλαμβάνουν αιτιολογία σαφή, ειδική[2] και επαρκή, αφετέρου, της διαδικασίας επιβολής, είσπραξης και απόδοσης των διοικητικών προστίμων, η οποία προβλέπει σύνταξη εις τριπλούν έκθεσης βεβαίωσης της παράβασης, στην οποία μεταξύ άλλων στοιχείων αναγράφεται συνοπτική περιγραφή της παράβασης.
Τέλος ο Συνήγορος κάλεσε την υπηρεσία που εξέδωσε την καταλογιστική πράξη να την ανακαλέσει λόγω της έλλειψης αιτιολογίας που δεν καλύφθηκε στο διάστημα της διερεύνησης της αναφοράς, στο πλαίσιο της ευχέρειας της Διοίκησης να ανακαλεί διοικητικές πράξεις, ακόμη και αν χαρακτηρίζονται από το νόμο ως οριστικές ή ανέκκλητες, σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων και για λόγους αναγόμενους στη νομιμότητά τους[3].