Γενικά νέα


2 Οκτ 2017

ΣτΚ: Διαγραφή τόκων σε λογαριασμό υπερανάληψης - έλλειψη βασικών όρων στη σύμβαση - ελλειπής περιοδική ενημέρωση του καταναλωτή

Αποδεκτή έγινε έγγραφη σύσταση του Συνηγόρου του Καταναλωτή προς τράπεζα αναφορικά με τη διαγραφή τόκων σε λογαριασμό υπερανάληψης λόγω έλλειψης βασικών όρων στη σύμβαση και ελλειπούς περιοδικής ενημέρωσης του καταναλωτή.

Στην προκειμένη περίπτωση, η καταγγέλλουσα είχε συνάψει με την καταγγελλόμενη Τράπεζα στις 14.11.2003 σύμβαση δημιουργίας χρεωστικού υπολοίπου σε τρεχούμενο λογαριασμό καταθέσεων σε ευρώ στην Τράπεζα, προκειμένου να μπορεί να αποκτήσει μπλοκ επιταγών, χωρίς ωστόσο, όπως υποστηρίζει η ίδια, να της εξηγηθεί κατά την υπογραφή της συμφωνίας, η διαδικασία υπερανάληψης. Στη σχετική σύμβαση συμφωνήθηκε ρητά στον υπ΄αριθμ. 2 όρο ότι η Τράπεζα θα προβαίνει στην πληρωμή εντολών ή επιταγών έκδοσης του Καταθέτη- Πιστούχου επί του ανωτέρω λογαριασμού του, έστω και εάν κατά τον χρόνο εμφάνισης δεν υπάρχει σε αυτόν ανάλογο πιστωτικό υπόλοιπο, αλλά πάντως μέχρι τη δημιουργία χρεωστικού υπολοίπου ύψους κατ΄ ανώτατο όριο 5.000 ευρώ. Επιπλέον, στον υπ΄αριθμ. 3 όρο της ως άνω σύμβασης προβλεπόταν ότι ''η Τράπεζα σε όλη τη διάρκεια της ισχύος της παρούσας σύμβασης, διατηρεί το δικαίωμα της περιοδικής αναπροσαρμογής, δηλαδή της αύξησης ή μείωσης του με την παρούσα σύμβαση συνομολογούμενου κυμαινόμενου επιτοκίου .......% με το οποίο βαρύνεται το ως άνω χρεωστικό υπόλοιπο, χωρίς τη σύμπραξη του Καταθέτη-Πιστούχου, ανάλογα με τις συνθήκες της χρηματαγοράς και το κόστος χρήματος για την Τράπεζα'', χωρίς ωστόσο να έχει συμπληρωθεί συγκεκριμένο ποσοστό επιτοκίου. Επιπλέον, στον υπ΄αριθμ. 9 της ως άνω σύμβασης είχε συμφωνηθεί ότι ''α). Η ενημέρωση του Καταθέτη-Πιστούχου σχετικά με την κίνηση του λογαριασμού του, γίνεται με αντίγραφο κίνησης λογαριασμού (statement)'', ενώ παρακάτω, στον υπ΄αριθμ. 11 όρο, προβλεπόταν η δυνατότητα σχετικής δήλωσης εκ μέρους του Καταθέτη-Πιστούχου ''ότι όλες οι ανακοινώσεις, ειδοποιήσεις και όλα τα σχετικά με την παρούσα σύμβαση επιθυμεί:

[ ] να του αποστέλλονται στη διεύθυνση κατοικίας του που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας σύμβασης

[ ] να του αποστέλλονται στη διεύθυνση: ...., που καθορίζεται ως διεύθυνση επικοινωνίας του'', χωρίς ωστόσο να έχει συμπληρωθεί κάποιο από τα ως άνω σχετικά πεδία, καθώς, όπως υποστηρίζει η καταγγέλλουσα, δεν της υποδείχθηκε από τον υπάλληλο της Τράπεζας η σχετική δυνατότητα.

Εν συνεχεία, στις 1.10.2004 η Τράπεζα πλήρωσε επιταγή που είχε εκδώσει η καταγγέλλουσα ύψους 1.260 ευρώ η οποία άρχισε να τοκίζεται, καθώς διέφυγε της τελευταίας η πληρωμή της. Έκτοτε, η καταγγέλλουσα μέχρι και τον Νοέμβριο του 2007 εξέδωσε κι άλλες επιταγές τις οποίες πήγαινε στο ταμείο της Τράπεζας και τις εξοφλούσε εγκαίρως και πριν από την εμφάνιση του κομιστή τους. Ωστόσο, ουδέποτε η Τράπεζα την ενημέρωσε για τη συμβατικά τοκιζόμενη οφειλή της. Παράλληλα, ουδέποτε έλαβε ενημέρωση για την κίνηση του λογαριασμού της, παρά μόνο όταν ενημερώθηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2015 για την οφειλή της, ήτοι μετά την πάροδο μιας 10ετίας από τη γέννηση της οφειλής, το ύψος της οποίας είχε φτάσει στα 5.076 ευρώ, ξεπερνώντας πλέον το όριο υπερανάληψης των 5.000 ευρώ που προβλεπόταν για τον επίμαχο λογαριασμό.

Τότε η καταγγέλλουσα για πρώτη φορά διαπίστωσε ότι είχε οφειλή στην Τράπεζα και ότι αυτή τοκιζόταν από το 2004 με επιτόκιο υπερανάληψης το οποίο είχε διακυμανθεί από 13,10% έως και 14,10%, χωρίς ουδέποτε να έχει ενημερωθεί και ως εκ τούτου, αιτήθηκε άμεσα από την Τράπεζα τη διαγραφή των σχετικών τόκων.

Ωστόσο, η Τράπεζα απέρριψε το σχετικό αίτημα επικαλούμενη το τριμηνιαίο αντίγραφο κίνησης που αποστελλόταν στο Κατάστημα εξυπηρέτησης της Τράπεζας στη Ν.Ερυθραία, καθώς και τον υπ΄αριθμ.9, παρ. β όρο της επίμαχης σύμβασης βάσει του οποίου ''εάν ο Καταθέτης-Πιστούχος, μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από το τέλος της περιόδου που αφορά το αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού του (statement), δεν ειδοποιήσει την Τράπεζα, γραπτά και με απόδειξη, ότι δεν το έλαβε, ή ότι διαφωνεί ως προς το/τα στοιχείο/α που αναφέρονται σ΄ αυτό, θα θεωρείται ότι παρέλαβε το αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού (statement) και ότι έχει επέλθει αναγνώριση αυτού κατά το άρθρο 873 Α.Κ''.

Ως προς την περιοδική ενημέρωση που επικαλείται η Τράπεζα ότι ελάμβανε η καταγγέλλουσα, καθώς την απέστελλε στο Κατάστημα εξυπηρέτησής της και βάσει του όρου υπ΄αριθμ.9, παρ. β θεωρείτο ότι τη λάμβανε, διαπιστώθηκε ότι όντως τα σχετικά statement εκδίδονταν από την Τράπεζα ανά τρίμηνο και ενώ ανέγραφαν τη διεύθυνση της καταγγέλλουσας, δεν αποστέλλονταν σε αυτήν αλλά φυλλάσσονταν στο Κατάστημα της Τράπεζας. Ωστόσο, το Κατάστημα ουδέποτε ενημέρωσε την καταγγέλλουσα για την ύπαρξη των σχετικών ενημερωτικών, παρά το γεγονός ότι αυτή το επισκεπτόταν συχνά για τα επόμενα τουλάχιστον 3 χρόνια από το 2004 έως και το 2007.

Άλλωστε, ο σχετικός όρος υπ΄αριθμ. 9, παρ. α, ήτοι ότι η ενημέρωση του Καταθέτη- Πιστούχου σχετικά με την κίνηση του λογαριασμού του, γίνεται με αντίγραφο κίνησης λογαριασμού (statement), είχε εξαρχής συμφωνηθεί ρητά, ενώ η ύπαρξη του όρου 9, παρ. β, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, καθώς αντίστοιχος όρος σε συμβάσεις χορήγησης πιστωτικών καρτών έχει κριθεί με την απόφαση 1219/2001 του Αρείου Πάγου καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, βάσει των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 6 και παρ.7 περ. κζ΄ και κη΄ του ν.2251/1994, και εν συνεχεία απαγορεύτηκε με την Υπουργική Απόφαση Ζ1-798/25.06.2008.

Επιπλέον, το γεγονός ότι δεν επιλέχτηκε καμία περίπτωση από την καταγγέλλουσα στα σχετικά υπό συμπλήρωση πεδία του υπ΄αριθμ.11 όρου της σύμβασής της σχετικά με το πού θα αποστέλλονται τα statements, καθώς δεν της υποδείχθηκαν από την Τράπεζα, όπως η ίδια υποστηρίζει, δεν σημαίνει ότι συμφωνήθηκε με την Τράπεζα να αποστέλλονται στο Κατάστημα συνεργασίας της. Άλλωστε, ο σχετικός όρος σε συνδυασμό και με τον υπ΄αριθμ. 9, παρ. α όρο της σύμβασης θα πρέπει να ερμηνευτεί υπέρ της καταναλώτριας βάσει του άρθρου 2 παρ. 4 του ν.2251/1994 και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ καθώς συντρέχει περίπτωση ύπαρξης κενού και αμφιβολίας στην ερμηνευτική σύμβαση ως προς τις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων. Κατά συνέπεια, η Τράπεζα είχε υποχρέωση να αποστέλει τις σχετικές περιοδικές ενημερώσεις τις οποίες εξέδιδε στο όνομα της καταγγέλλουσας, τόσο βάσει των συμβατικών της υποχρεώσεων, όσο και των διατάξεων του τραπεζικού κανονιστικού πλαισίου (βλ. ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, Κεφ.Α και Κεφ.Γ, παρ.2). Ως προς το ύψος των τόκων που επιβαρύνθηκε η οφειλή της καταγγέλλουσας, διαπιστώθηκε ότι, στον υπ΄αριθμ. 3 όρο της σχετικής σύμβασης δεν προβλεπόταν συγκεκριμένο ποσοστό επιτοκίου υπερανάληψης, καθώς δεν είχε συμπληρωθεί το σχετικό πεδίο, ώστε να είναι σε θέση η καταγγέλλουσα να αντιληφθεί την υποχρέωση που αναλάμβανε ως προς το ύψος του επιτοκίου της σύμβασής της και κατά συνέπεια, τον κίνδυνο επιβάρυνσής της με συμβατικούς τόκους σε περίπτωση υπερανάληψης. Άλλωστε, μία τέτοια συμφωνία προβλέπεται κατά κανόνα ρητά σε μια καταθετική σύμβαση δημιουργίας χρεωστικού υπολοίπου, καθώς συνιστά ουσιώδη όρο αυτής η ρητή πρόβλεψη του επιτοκίου υπερανάληψης βάσει του οποίου πραγματοποιείται ο καταλογισμός τόκων κατά τη διάρκεια αυτής. Η παράλειψη πρόβλεψης στην υπό κρίση σύμβαση του ποσοστού επιτοκίου υπερανάληψης παραβιάζει ευθέως τη σχετική υποχρέωση της Τράπεζας βάσει του ισχύοντος τραπεζικού κανονιστικού πλαισίου (βλ.ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, Κεφ.Α και Κεφ.Β, παρ.1). Παράλληλα, ο σχετικός υπ΄αριθμ.3 συμβατικός όρος, ο οποίος δεν προσδιορίζει ποσοστό επιτοκίου, είναι άκυρος ως καταχρηστικός, καθώς αφήνει χωρίς σπουδαίο λόγο το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, βάσει του άρθρου 2, παρ.7, περ.ια΄ του ν.2251/1994. Με τον τρόπο αυτό, η καταγγελλόμενη Τράπεζα δεν ανταποκρίθηκε στη συμβατική της υποχρέωση για σαφή και πλήρη ενημέρωση της καταναλώτριας, βάσει του άρθρου 2 παρ.1 και 2 του ν. 2251/1994, εφόσον δεν συμπλήρωσε το ύψος τους επιτοκίου και δεν της υπέδειξε ρητά την ύπαρξη επιβάρυνσης με επιπλέον συμβατικούς τόκους σε περίπτωση υπερανάληψης, ενεργώντας έτσι κατά τρόπο καταχρηστικό. Αποτέλεσμα δε αυτού είναι ότι δημιουργείται ασαφής εικόνα στον μέσο καταναλωτή, ήτοι στον διαθέτοντα τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτή, για τις συμβατικές υποχρεώσεις και ειδικά για τις οικονομικές επιβαρύνσεις που ο τελευταίος αναλαμβάνει κατά τη σύναψη της υπό κρίση συμφωνίας. Έτσι, δημιουργείται αδιαφάνεια, μη συγκρισιμότητα με αντίστοιχες παροχές άλλων Τραπεζών και μεταβάλλεται η εικόνα που δικαιολογημένα είχε δημιουργηθεί στην καταναλώτρια για τους όρους της σχετικής συμφωνίας.

Ειδικότερα, ο υπό κρίση συμβατικός όρος υπ΄αριθμ. 3 δεν επέτρεψε στην καταγγέλλουσα να έχει σαφή πρόβλεψη για ορισμένα κρίσιμα στοιχεία της σύμβασης, όπως είναι το ύψος του επιτοκίου υπερανάληψης. Άλλωστε, έκφανση της αρχής της διαφάνειας συνιστά η ανάγκη προβλεψιμότητας των όρων. Η επιβάρυνση συνεπώς της οφειλής της καταγγέλλουσας με τους υπό αμφισβήτηση συμβατικούς τόκους είναι καταχρηστική βάσει του άρθρου 2 παρ.7 περ.ια΄ του ν. 2251/1994.

3. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η καταγγελλόμενη Τράπεζα στηριζόμενη σε αδιαφανείς και άρα καταχρηστικούς και συνεπώς άκυρους, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, όρους παραβίασε ευθέως τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.1, 2, 4 και 7 περ. ια΄, κζ΄, κη΄ του ν. 2251/1994, απαιτεί παράνομα και καταχρηστικά να της καταβληθούν τα σχετικά ποσά τόκων από την καταγγέλλουσα. Παράλληλα, η Αρχή μας αναγνωρίζει και έναν βαθμό συνυπαιτιότητας της καταγγέλλουσας για την αμέλεια που επέδειξε τους πρώτους μήνες από την έκδοση της επιταγής βάσει του άρθρου 8 παρ.6 του ν. 2251/1994. Ωστόσο, είναι προφανές από τη συμπεριφορά της καταγγέλλουσας κατά τη διάρκεια της συναλλακτικής της σχέσης με την Τράπεζα σε περίπτωση έγκαιρης ενημέρωσής της για την οφειλή της θα κατέβαλε πάραυτα το οφειλόμενο ποσό.

Ενόψει των ανωτέρω, με σκοπό τη συμβιβαστική επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, ο Συνήγορος του Καταναλωτή:

Ι. Απευθύνει σύσταση προς την καταγγελλόμενη Τράπεζα να πάψει να ζητά από την καταγγέλλουσα να της καταβάλει τα ποσά των τόκων που προέκυψαν μετά από την πάροδο του πρώτου τριμήνου από την ημερομηνία γέννησης της επίμαχης οφειλής, απαλλάσσοντάς την από τη σχετική υποχρέωση καταβολής τόκων από την 1η Ιανουαρίου 2005 κι έπειτα.

ΙΙ. Καλεί την Τράπεζα να του γνωστοποιήσει εγγράφως εντός δέκα (10) ημερών, εάν αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα στην παρούσα έγγραφη σύσταση.

ΙΙΙ. Αποφασίζει ότι σε περίπτωση που η καταγγελλόμενη Τράπεζα δεν αποδεχθεί τα διαλαμβανόμενα στην παρούσα σύσταση, τότε ο Συνήγορος του Καταναλωτή θα ενεργήσει σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην παρ.5 του άρθρου 4 του Ν. 3297/2004 (ΦΕΚ Α΄ 259/23.12.04).

ΙV. Διαβιβάζει την παρούσα σύσταση στην Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή για τις δικές της κατά νόμο ενέργειες σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 13 α «Κυρώσεις» του ν. 2251/1994 ΦΕΚ Α 159 «Προστασία των Καταναλωτών», όπως ισχύει.

Ολόκληρο το κείμενο της έγγραφης σύστασης είναι διαθέσιμο εδώ.